Ο Edmond Vidal (Gerard Lanvin και Dimitri Storage στην νεότερη ηλικία) γνωστός και ως "Momon" είναι ένας νεαρός τσιγγάνικης καταγωγής, στον οποίο τα πράγματα δεν ήρθαν ποτέ εύκολα, μιας που η ζωή στον καταυλισμό ήταν από πάντα δύσκολη. Παρόλα αυτά ο Edmond κατάφερε μέσα από μια δύστροπη καθημερινότητα, να δημιουργήσει μια προσωπικότητα που είχε ως βάσεις της, την ειλικρίνεια, την αφοσίωση στην οικογένεια και κυρίως τον σεβασμό και την πίστη απέναντι στον ιερό θεσμό της φιλίας. Παρέα με τον κολλητό του Serge Suttel (Tcheky Karyo) αλητεύουν και μεγαλώνουν, επισφραγίζοντας τη δυνατή τους φιλία με μια μόνιμη παραμονή στη φυλακή, έπειτα από το κλέψιμο ενός καλαθιού με κεράσια!
Όταν λίγο αργότερα ο Edmond και ο Serge ακολουθήσουν αναπόφευκτα το παραβατικό μονοπάτι της ζωής, θα διαπιστώσουν πόσο γλυκιά είναι η παρανομία και το παραδάκι. Και ενώ παρέα με μερικά άλλα καλόπαιδα αρχίσουν να πατάνε πόδι, τα 'μεγάλα' αφεντικά δε θα δεχθούν κάτι τέτοιο και σύντομα οδηγούνται σε μια αιματοκιλυσμένη ρήξη. Με αρχηγό πλέον τον Edmond η παρέα θα δημιουργήσει μια νέα συμμορία, οι ληστείες της οποίας θα μείνουν στην ιστορία. H μακρόχρονη δράση τους, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει από τα τέλη του '60, θα λάβει δραματική τροπή όταν στα μέσα του '70 συλληφθούν και αναγκαστούν να λογοδοτήσουν για τα μπόλικα χρηματικά ποσά που ξεσήκωναν σαν άλλοι γκανγκστερο-Beatles. Γιατί και η ληστεία θέλει το στυλ της.
Η ταινία θα μπορούσε να σταματάει κάπου εδώ. Να επικεντρώνεται λίγο και στη τύχη των νεαρών έπειτα από τη σύλληψη, και να τελειώνει εκεί. Κι όμως, το ενδιαφέρον αυτής της γαλλικής παραγωγής βρίσκεται κάπου αλλού και συγκεκριμένα στο παρόν.
Ο σκηνοθέτης Olivier Marchal μας δίνει μια γεύση του τρόπου με τον οποίο πρόκειται να παρακολουθήσουμε την ταινία, όταν προχωρά σε ένα αδιάκοπο μπρος πίσω, τονίζοντας αφενός το παρελθόν της συμμορίας, και αφετέρου το ηλικιωμένο τους παρόν.
Ο Momon είναι πλέον ένας καλοστεκούμενος εξηντάρης ο οποίος ζει ήσυχα τη ζωή του στο πλευρό της γυναίκας, των παιδιών και των εγγονών του. Έχοντας αποποιηθεί κατά κάποιον τρόπο την πάλαι ποτέ εγκληματική του ζωή, φροντίζει να κρατάει επαφές με την παλιά συμμορία, εκτός όμως από έναν. Ο παλιόφιλος ο Serge φαίνεται πως δεν αποχωρίστηκε ποτέ το γκανγκστερικό του κοστουμάκι, και ακόμα και τώρα, εξακολουθεί να βρίσκεται μπλεγμένος με άτομα του υποκόσμου. Όταν κάποια στιγμή πάρει την απόφαση να εμφανιστεί και πάλι στη ζωή του επί χρόνια κολλητού του Momon, θα κάνει τη ζωή του άνω κάτω και θα βάλει σε κίνδυνο όλα τα προσφιλή του άτομα. Ο Momon πιστός ακόμα στον κώδικα της φιλίας και όλων των ιδανικών που κάποτε υπηρετούσε, θα προσπαθήσει να ξελασπώσει τον φίλο του, πριν να είναι πολύ αργά για όλους. Τα πράγματα όμως έχουν πλέον αλλάξει, ο κόσμος έχει προχωρήσει και ο λόγος ενός γκάνγκστερ σήμερα δεν έχει την αξία του τότε. Και αυτό είναι το χειρότερο απ' όλα...
Το "Les Lyonnais" βασίζεται στο ομώνυμο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του Edmond Vidal σχετικά με τη δράση του ίδιου και της παρέας του, κατά τη δεκαετία του ΄70 και λίγο νωρίτερα.
Αυτό ακριβώς το υλικό πήρε στα χέρια του ο Marchal και δημιούργησε ένα καταιγιστικό ταινιάκι προδοσιών, ωμής εγκληματικότητας και στιλιζαρισμένης, γκανγκστερικής βίας που δε θα περίμενε κανείς να μας έρχεται από τη Γαλλία. Βέβαια αν πάλι το σκεφτούμε καλά, μπορούμε να δούμε οτι η συγκεκριμένη χώρα έχει κατά έναν περίεργο τρόπο παράδοση σε απρόσμενα καλές ταινίες, οι οποίες πολλές φορές μένουν πραγματικά ανεξίτηλες στη συνείδηση του κινηματογραφόφιλου κοινού. Αν κρίνουμε τουλάχιστον από ταινίες όπως το "Amelie" (2001) ή το ιδιαίτερα σκοτεινό "Delicatessen" (1991).
Όταν τσέκαρα τις ταινίες τις οποίες ήθελα να παρακολουθήσω στο φεστιβάλ, δε μπορούσα καν να φανταστώ πόσο feel good θα ήταν η συγκεκριμένη. Όταν μάλιστα μετά από μια κουραστική Παρασκευή, σύρθηκα κυριολεκτικά μέχρι το ΙΝΤΕΑΛ προκειμένου να τη δω, ήμουν σχεδόν σίγουρη οτι θα με έπαιρνε ο ύπνος. Αμ δε. Δε με άφησαν, ούτε η Γκάϊ Ριτσι-κή της σκηνοθεσία, ούτε οι ωριμότατες ερμηνείες, ούτε και το γενικότερο (οχι ιδιαίτερα πρωτότυπο, αλλά πάντα καλό) story. Ευτυχώς δηλαδή.
Πάντα μου αρέσει στις ταινίες όταν ο σκηνοθέτης βρίσκει ένα μικρό, ευρηματικό κολπάκι προκειμένου να ενώσει παρελθόν και παρόν με τρόπο καθαρά κινηματογραφικό. Κάτι τέτοιο μπορεί να συναντήσει κανείς εύκολα και στο "Les Lyonnais", μιας που ο Marchal επιλέγει τον χρωματισμό προκειμένου να κάνει ακόμα εντονότερη τη διαφορά των δυο αυτών, χρονικών περιόδων. Όπως είναι ξεκάθαρο μπορεί κανείς να το καταλάβει και μόνο από την ηλικιακή διαφορά των πρωταγωνιστών, παρόλα αυτά η επιλογή της πιο 'λαδάτης' και πιο σκληρής χρωματικής παλέτας που επιλέχθηκε για το παρελθόν, έρχεται σε ισχυρό contrast με αυτή του πιο μιουταρισμένου, και σκουρόχρωμου παρόντος.
Παρακολουθόντας την ταινία γεννιέται εύκολα το ερώτημα, του εάν υπάρχει κάποια σκοπιμότητα πίσω από τις δυο, διαφορετικές αναπαραστάσεις. Κι αλήθεια είναι οτι μπορεί και να υπάρχει.
Όταν η συμμορία βρισκόταν στα πάνω της, τότε που οι ληστείες και η ξέφρενη-για τους περισσότερους-ζωή αποτελούσαν την καθημερινότητά τους, τα πράγματα είχαν μια νεανίζουσα διάσταση, που δε γινόταν να κλονιστεί ούτε καν από την απειλή της σύλληψής τους από την αστυνομία. Δίνεται η εντύπωση πως τότε, αν και ζούσαν την κόψη του ξυραφιού, το διασκέδαζαν δεόντως. Ζούσαν έντονα, περνούσαν καλά και απολάμβαναν τη κάθε τους στιγμή. Αν προσέξει κανείς καλά, φαίνεται πως η εποχή εκείνη είναι σκηνοθετημένη σαν να βρίσκεται τυλιγμένη σε μια ονειρική άχλη, σαν να είναι τα χρώματα επίτηδες καμμένα, προκειμένου να προσδώσουν μια εποχή πεπερασμένη που χάθηκε για πάντα.
Αντιθέτως το γερασμένο παρόν της παρέας αποδίδεται εντελώς ρεαλιστικά, απογυμνωμένο από οποιαδήποτε υπόνοια ονειρικής διάστασης, καθώς πλέον τα πράγματα δεν έχουν καμιά όψη νεανικής τρέλας. Ίσα ίσα που όλοι τους καλούνται να πάρουν μερικές πολύ σοβαρές αποφάσεις σχετικά με το που τους οδήγησε αυτός ο τρόπος ζωής. Τότε ήταν όμορφα, ιδανικά, στη σκουρόχρωμη πραγματικότητά τους όμως, πρέπει να δίνουν καθημερινά μάχη με τα υπολείμματα της παλιάς τους ζωής.
Οι σκηνές δράσης είναι απλά εξαιρετικές. Πραγματικά η ταινία σου δίνει την αίσθηση οτι είναι σκηνοθετημένη από έναν πιο ζοφερά σκεπτόμενο Γκάϊ Ρίτσι καθώς έχει όλα τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα: γρήγορες εναλλαγές πλάνων, γκανγκστερική σκληρότητα (οι εκτελέσεις είναι διαρκείς και πολλές, με αποκορύφωμα την τελευταία που είναι τόσο καλή, που χαρακτηρίζεται άνετα ταραντινίστικη), αργκό διάλογοι, καλοδουλεμένη υπόθεση, υποκοσμική ατμόσφαιρα και στιβαροί χαρακτήρες.
Το "Les Lyonnais" αποτελεί μια πραγματική έκπληξη για την αισθητική του καθενός, καθώς καταφέρνει να είναι την ίδια στιγμή σύγχρονη, αλλά και παλιακή, με εκείνες τις δόσεις της γκανγκστερικής τρέλας όπως την είχαμε συνηθίσει την περίοδο του '90.
Οι ερμηνείες είναι όλες αξιοπρόσεκτες, με το κεντρικό δίδυμο Lanvin/Karyo να ξεχωρίζει, όπως και ο Dimitri Storage που υποδύεται τον νεαρό Momon και είναι προκλητικά αληθινός.
Όσοι αποφασίσετε να την δείτε νομίζω πως δε θα χάσετε, καθώς εάν αναζητάτε μια ταινία με extra συγκίνηση (και οχι δεν εννοώ να μπήξετε να κλάματα), μετρημένη, αλλά μεστή δράση, επιβλητικούς γκάνγκστερ (ακόμα κι αν μιλάνε γαλλικά) και μια κλασική, crime υπόθεση, τότε είναι σίγουρο πως το "Les Lyonnais" είναι για εσάς. Δείτε την και περιμένω σχόλια : )
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο τρόπος του προτελευταίου θανάτου είναι ΄τοσο bad ass όσο δε πάει, οτι ο Momon από νεαρός τσιλιβήθρας, κατέληξε νταβρατισμένος εξηντάρης και οτι τον Karyo κάπου τον έχετε ξαναδεί.
No trivia
ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
The Forest, by David Scharf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου