Καλημέρα και καλή εβδομάδα! Σήμερα θα ξεκινήσουμε με μια ταινία η οποία πρόκειται να επανακυκλοφορήσει από τις Πέμπτη στις αίθουσες (φαντάζομαι πιο συγκεκριμένα στους θερινούς κινηματογράφους), μιας που είθισται καλοκαιράκι και ταινίες περασμένων ετών.
Η συγκεκριμένη είναι του 2001 σε σκηνοθεσία Michael Haneke και όπως επιτάσσει η φιλμογραφία αυτού του δημιουργού, δεν είναι για όσους δεν περιμένουν από αυτή κάτι το κομματάκι διαφορετικό. Εν προκειμένω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας. "The Piano Teacher" λοιπόν...
Η Erika Kohut (Isabelle Huppert) είναι μια δασκάλα πιάνου αυστηρή και καθωσπρέπει, η οποία με την αδαμάντινη και αλύγιστη κριτική της, κερνάει τους μαθητές της ένα σφηνάκι σκληρής ζωής όπως αυτή τους περιμένει στον καθόλα ανταγωνιστικό μουσικό χώρο που επέλεξαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους.
Η Erika όμως είναι πολλά περισσότερα από αυτά που αφήνει να φανούν, μια απλησίαστη και σκληρή δηλαδή γυναίκα, η οποία ζει με την εξίσου επιβλητική και καταπιεστική της μητέρα, παρά το γεγονός πως έχει φτάσει στα σαράντα και πως δίνει την εντύπωση μιας καχεκτικής γεροντοκόρης. Η ίδια φαίνεται να μη δίνει και τόση σημασία στο φαίνεσθαι, όσο στο προσωπικό της είναι, αδιαφορώντας για κάθε τι που συμβαίνει γύρω της και δεν περιλαμβάνει πιανίστικες νότες και σονάτες του Schubert. Όλα αυτά τουλάχιστον, μέχρι την στιγμή που θα βρεθεί στον δρόμο της ένας νεαρός, ο οποίος αρχίζει να δείχνει σταδιακά ένα έκδηλο ενδιαφέρον για την ίδια, οχι μόνο όσον αφορά τις διδακτικές της γνώσεις σχετικά με το πιάνο, αλλά κυρίως όσον αφορά την ίδια ως καθαρά γυναικεία παρουσία.
Η Erika αντιλαμβανόμενη το κόρτε του Walter (Benoit Magimel), θα προσπαθήσει να τον απωθήσει (οχι και τόσο διακριτικά), αλλά η επιμονή του θα της ξυπνήσει πόθους και λαγνείες που φαίνεται να μην έχει γνωρίσει πριν. Ή μάλλον οχι ακριβώς θα τις ξυπνήσει μιας που αυτές οι ορέξεις είχαν πάντα μια θέση μέσα της. Αυτές και άλλες πολλές...
Βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα της Elfriede Jelinek, το "The Piano Teacher" είναι μια ταινία για την καταπιεσμένη γυναικεία φύση, είτε αυτή εκφράζεται μέσω της ηλικιωμένης και ανήμπορης να επιβληθεί πλέον σε άλλους πέραν της κόρης της, μάνας (υποδυόμενης ιδανικά από την Annie Girardot), είτε μέσω της ανέκφραστης και ψυχρής Erika, η οποία όμως είναι στην ουσία ένα συναισθηματικό καζάνι που βράζει.
Ο Haneke φημίζεται για τον τρόπο με τον οποίο χειραγωγεί τους ήρωές του, λες και λειτουργεί σαν ένας off-screen puppet master (κατά κάποιον τρόπο, αυτό ακριβώς κάνει) ο οποίος καθορίζει κάθε στιγμή και κάθε λεπτό τις αντιδράσεις, τις συμπεριφορές και τις πράξεις των πρωταγωνιστών του.
Έχοντας αναλάβει εξάλλου εκτός από την σκηνοθεσία και την προσαρμογή του σεναρίου, θα έλεγε κανείς πως οι στα όρια της τρέλας πινελιές με τις οποίες έχει "βάψει" τα πρόσωπα των ηρώων, αποτελούν ένα από τα βασικά κομμάτια της ταινίας, στην οποία η σκηνοθεσία ίσως και να περνάει σε δεύτερη μοίρα, χάρη στην παρουσία της Huppert η οποία δυναμιτίζει την ατμόσφαιρα και γεμίζει τα πλάνα με υπερυψωμένα φρύδια, παγωμένες ματιές και ακόμη πιο παγωμένες συμπεριφορές, στρέφοντας τα καταπιεσμένα της πάθη στους μαθητές της με την μορφή λεκτικής/ψυχολογικής ή και σωματικής βίας. Ο σκηνοθέτης μάλιστα καθιστά ξεκάθαρη από την αρχή την ιδιαιτερότητα της πρωταγωνίστριας και της προβληματικής της σχέσης με την μητέρα της, δίνοντάς της μέχρι και μια σχετική άφεση αμαρτιών αναφορικά με τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Και δεν είναι και λίγα αυτά...
Έχοντας δει πολλές φορές στον κινηματογράφο τις ανισόρροπες σχέσεις που μπορεί να αναπτυχθούν ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους, δεν είναι τυχαίο πως ο Haneke επιλέγει να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη μια εκ των πραγμάτων τραυματισμένη (και λογοτεχνικά) σχέση, ανάμεσα στην ηρωίδα και την μητέρα της, αν μη τι άλλο γιατί κάτι τέτοιο δίνει απευθείας την ευκαιρία σε έναν δημιουργό να αφήσει στην άκρη τις αφορμές και να περάσει στο ψητό, το οποίο μπορεί να δομήσει και να δαμάσει μέσα από την βασική και αφετηριακά λοξή σχέση την οποία αρχικά ο σκηνοθέτης και στην συνέχεια εμείς, παίρνουμε ως δεδομένη και πορευόμαστε με αυτή γνώμονα. Έτσι λοιπόν από εκεί και πέρα είναι σίγουρο πως ο θεατής θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα της Erika με βάση την δυσλειτουργική της σχέση με την μητέρα της, την οποία δεν διστάζει να χτυπάει και να βρίζει.
Θα έλεγε κανείς πως αν είχαμε το κλασικό, Οιδιποδειακό σύνδρομο, θα ήταν πιο εύκολο να αντιληφθούμε για παράδειγμα έναν τύπο ο οποίος είτε νοιώθει απέχθεια γι' αυτές, είτε αντιδρά βίαια απέναντι τους, εξαιτίας του αντικατοπτρισμού πάνω τους, του προσώπου του αιώνιου και απαγορευμένου του πόθου, της μάνας του. Στην προκειμένη περίπτωση το πράγμα γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον, καθώς εκτός από το γεγονός πως μιλάμε για την σχέση δυο γυναικών, εντούτοις την γνωρίζουμε από ένα σημείο (ακόμα και η ηλικία λειτουργεί με τρόπο καθοριστικό) στο οποίο αυτή έχει οδηγηθεί έτσι κι αλλιώς σε μια οριστική ρήξη, με την μάνα και την κόρη να έχουν κάνει τρόπο ζωής την "βία" σε κάθε της πιθανή μορφή. Συνεπώς, ίσως να μην ήταν υπερβολικό αν σκεφτόμασταν πως η Erika έχει ανάγκη από την αρσενική παρουσία, για μια τελική μεταβίβαση του καλλιεργημένου τόσα χρόνια άρρωστου πάθους της, σε κάποιον στον οποίο ίσως κι να μη φαντάζει τόσο άρρωστο: σε έναν άνδρα.
Η σαφέστατα καταπιεσμένη σεξουαλική της φύση, εκδηλώνεται βέβαια μέσα από τις σαδομαζοχιστικές τις τάσεις και ανάγκες, οι οποίες υποδηλώνουν με την σειρά τους την διαμόρφωση μια ερωτικής σχέσης με βάση τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία λειτουργεί και η καθημερινότητά της. Κρυψίνους, μόνη και καταπιεσμένη καθώς είναι η πρωταγωνίστρια, καταφεύγει στην παρακολούθηση σκληρού, πορνογραφικού υλικού για την υποτυπώδη ικανοποίηση της ηδονοβλεπτικής της διάθεσης, την ίδια στιγμή που μέσα στο μπάνιο αποζητά την στιγμιαία ικανοποίηση και τον εν δυνάμει σεξουαλικό ερεθισμό, με το χαράκωμα των μηρών της. Η Erika δεν είναι μια γυναίκα που αποζητά την βία σε κάθε έκφανση της ζωής της, αλλά φαίνεται πως η ολοένα και αυξανόμενες ορμές της, τείνουν να κυριαρχήσουν, εμπλέκοντας σε αυτές και το κομμάτι της όποιας βίας μπορεί να αντιμετωπίζει χρόνια ολόκληρα στο πλευρό της αυταρχικής μάνας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως η εμφάνιση του νεαρού είναι εκείνη που πυροδοτεί τελικά την μετάβαση της Erika στην άλλη πλευρά της εγκεφαλικής της καθημερινότητας, αυτή του bondage, του ξύλου, της ταπείνωσης και της γενικότερης σαδομαζοχιστικής της ανάγκης να υπάρχει ως ολοκληρωμένο ον μέσα σε μια σχέση.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και προς το τέλος της ταινίας, κάπου οι ρόλοι αντιστρέφονται και το πάνω χέρι το αναλαμβάνει πλέον άλλος, με αρκετά τραγικά αποτελέσματα ομολογουμένως, κυρίως ως προς την διαπίστωση από την ηρωίδα οτι αποτελεί ένα freak of nature. Η οριστική απώλεια και η έκθεση του κρυμμένου εαυτού, πυροδοτούν μια αντίδραση τόσο πηγαίας δυναμικής, η οποία όμως μετριάζεται στο ναδίρ από την αυστηρά οριοθετημένη ματιά και τον ψυχρό ορθολογισμό του Haneke. Αυτό που ήθελε να πει το είπε. Δεν υπάρχει λόγος για περιττούς μελοδραματισμούς και συναισθήματα, έτσι κι αλλιώς.
Όπως αντιλαμβάνεσαι από μια τέτοια ταινία, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Huppert είναι ένα ερμηνευτικό λουκουμάκι με την ίδια να αποτελεί το απαύγασμα της ιδιάζουσας περίπτωσης, και το αφ'υψηλού βλέμμα της να λειτουργεί καταλυτικά στον "ευνουχισμό" του Warner. Και σε πιο αρσενικό αρέσει τέλος πάντων να το ευνουχίζουν;
Η σκηνοθεσία του Haneke πάει χέρι-χέρι με την σκληρή ατμόσφαιρα των προσώπων, με έναν κατακερματισμό μονταζιασμένων πλάνων και μια ακατάπαυστη κλασική, μουσική επένδυση που έρχεται σε σκληρή κόντρα με τις εξίσου σκληρές, επιμέρους σκηνές, ενισχύοντας την ήδη ενδιαφέρουσα ματιά της κρυμμένης τρέλας μιας δασκάλας πιάνου (κατά τρόπο όμοιο με την τρέλα της μπαλαρίνας του Aronofsky στον "Μαύρο Κύκνο", η οποία καθοδηγείται από μια εξίσου αυταρχική μάνα και μια καταπιεσμένη σεξουαλική μανία).
Το "The Piano Teacher" είναι μια ταινία ήπιων τόνων στο σύνολό της, η οποία όμως αφορά ένα σύνολο πραγμάτων, προκλητικών και αληθινών ταυτόχρονα, τα οποία σε προκαλούν να τα ερμηνεύσεις. Ή απλώς να τα αντέξεις...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι όταν αποφασίζεις να μπαλαμουτιαστείς στην τουαλέτα, απλά δεν μπαίνει κανείς να διακόψει, οτι υπάρχουν ακόμα drive ins και οτι το ντυσιματάκι "καθηγήτρια πιάνου" θεωρείται η τελευταία τάση της μόδας.
Trailer δεν βάζω γιατί απλά είναι γελοίο.
No trivia
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψυχολογικό θρίλερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψυχολογικό θρίλερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013
Παρασκευή 24 Μαΐου 2013
Hannibal: Feeding your fears
Hey there, επιστρέψαμε πάλι για ακόμη μια μερούλα, τώρα που κουτσά στραβά έχω λίγο χρόνο. Σήμερα είπα να ασχοληθούμε με την περίπτωση της νέας τηλεοπτικής σειράς "Hannibal" η οποία αποτελεί την νέα, προσωπική μου μανία και την προτείνω ανεπιφύλακτα σε όσους έχουν γερό στομάχι και αντέχουν τα κανιβαλιστικά υπονοούμενα με τα οποία βρύθει η πραγματικά καλοφτιαγμένη σειρά του NBC. Here we go.
Η ιστορία της σειράς βασίζεται στην ιδιάζουσα σχέση και συνεργασία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον κανίβαλο-ψυχίατρο Dr. Lecter (Mads Mikkelsen) και τον Will Graham (Hugh Dancy), έναν νεαρό criminal profiler του FBI ο οποίος έχει το χάρισμα (και την κατάρα μαζί), να ταυτίζεται σε κάθε crime scene με τον εκάστοτε δολοφόνο, βάζοντας τον εαυτό του στην θέση του και ακολουθώντας τα εγκληματικά του βήματα μέχρι το οριστικό τέλος του κάθε άτυχου θύματος.
Ο Will βέβαια εκτός από αυτή του την "έκτη αίσθηση" η οποία τον καθιστά βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της υπηρεσίας του, διακατέχεται από έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις και πνευματική ανισορροπία, μιας που δεν είναι και οτι πιο υγιές για τον ψυχισμό σου, το να ασχολείσαι όλη μέρα με κατακρεουργημένα κορμιά και ανθρώπινα σώματα που παραπέμπουν σε σφαχτάρια. Για τον λόγο αυτό ο chief Jack Crawford (Laurence Fishburne), συστήνει στον Will να επισκεφθεί έναν παλιό γνώριμο ο οποίος θα τον βοηθήσει να αντιμετωπίζει την αποτρόπαια καθημερινότητα της δουλειάς του. Αυτός δεν είναι φυσικά άλλος, από τον well-mannered, ατσαλάκωτο και εκλεπτυσμένο Dr. Lecter, ο οποίος γίνεται το δεξί χέρι του περίεργου νεαρού αν και οχι χωρίς την δική του "ανταμοιβή" από την όλη υπόθεση. Βλέπετε οι έρευνες του FBI για έναν κατά συρροήν δολοφόνο ο οποίος αρπάζει από τα θύματά του τα ζωτικά τους όργανα, τον αφορά άμεσα. Γιατί αν μη τι άλλο τι είναι το κρασί χωρίς ένα καλό κομμάτι κρέας;
Φαντάζομαι πως όταν ακούστηκε για πρώτη φορά η είδηση σχετικά με την δημιουργία μιας σειράς η οποία θα βασιζόταν στον εικονικό χαρακτήρα που ερμήνευσε με περισσή πιστότητα ο Antony Hopkins, πολλοί θα ήταν εκείνοι (ανάμεσά τους και εγώ), οι οποίοι προβληματίστηκαν ως προς το πως θα μπορούσε να υποδυθεί κανείς το ίδιο εξαιρετικά και μάλιστα στα πρότυπα μιας τηλεοπτικής σειράς, τον πανέξυπνο και μέγιστο χειραγωγό, Hannibal Lecter. Το πρώτο επεισόδιο ήταν μόνο η αρχή προκειμένου να καταλάβω οτι αυτή η σειρά έχει οτι χρειάζεται για να γίνει must.
Καταρχάς η δική μου ανησυχία δεν είχε να κάνει μόνο με το όλο concept, αλλά με την παρουσία του Hugh Dancy στον κεντρικό ρόλο τον οποίο θεωρούσα πάντα κάπως γλυκανάλατο. Ε λοιπόν η παρουσία του στην σειρά αποτελεί σίγουρα μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις που έχω δει, μιας που ο ρόλος οχι μόνο του ταιριάζει γάντι, αλλά και ο ίδιος έχει καταφέρει να βρει μια τρομερή ισορροπία ανάμεσα στην λογική και την παράνοια, συνδυάζοντας εξαιρετικά τις σκοτεινές ματιές και την εφιαλτική του πραγματικότητα, με μια καλά κρυμμένη και σχεδόν δολοφονική τάση (γεγονός που απορρέει από την ταύτισή του με τον δολοφόνο), φέρνοντας κάπως στο μυαλό τις προσεγμένες κινήσεις του Dexter ο οποίος ακολουθεί νοερά την αιμάτινη πορεία κάθε εγκλήματος.
Ο χαρακτήρας του Dancy βέβαια σκιαγραφείται ως ένας τύπος με πολλαπλά εσωτερικά "προβλήματα", εύθραυστος, μοναχικός και σε στιγμές επικίνδυνος, οχι μόνο για τους γύρω του, αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα από ένα φυσίκ γεμάτο κατακερματισμένες και κοφτές αντιδράσεις, μυαλό ξυράφι και πολυδιάστατες ψυχολογικές διεργασίες, ο Dancy δίνει σίγουρα την καλύτερη ερμηνεία στην μέχρι τώρα καριέρα του.
Απάναντι από τον Dancy βεβαίως, θα συναντήσουμε και έναν δυναμικό Mads Mikkelsen ο οποίος αποτελεί ιδανική περίπτωση Lecter, χάρη στην ψύχραιμη και ουδέτερη στάση του, την αλφαδιασμένη του χωρίστρα και τις μπροκάρ γραβάτες του. Αποτελώντας τον υπεράνω πάσης υποψίας τύπο επειδή ακριβώς βρίσκεται μέσα σε όλα, αλλά και πουθενά (γεγονός που θα έπρεπε να τον καθιστά νούμερο ένα ύποπτο για διάφορα atrocities), καταφέρνει να ελίσσεται και να έχει από κοντά όλο το ερευνητικό team, το οποίο προσπαθεί να εξιχνιάσει την μια σοκαριστική δολοφονία μετά την άλλη, γνωρίζοντας έτσι εκ των έσω κάθε βήμα, κάθε απόφαση, κάθε νέο στοιχείο. Εκτελώντας παράλληλα χρέη μεγάλου puppet-master, καταφέρνει και υπολογίζει με ακρίβεια την κάθε του κίνηση, χωρίς παρόλα αυτά εμείς ως θεατές να γινόμαστε μάρτυρες του παραμικρού συμβάντος που τον αφορά, μέχρι την στιγμή που κάτι τέτοιο πρέπει απλά να το δούμε. Ο Mikkelsen δίνει έτσι μια ακόμη αξιόλογη ερμηνεία, κάτι δηλαδή στο οποίο τον έχουμε έτσι κι αλλιώς συνηθίσει.
Οι απόλυτα cool παρουσίες των Dancy-Mikkelsen έρχονται και κουμπώνουν ιδανικά με την προσεγμένη σκηνοθεσία της σειρά, της φαντασιακές σεκάνς και τα οπτικά backwards, δημιουργώντας ένα καθόλα ρεαλιστικό, αλλά ταυτόχρονα φευγάτο σύμπαν μέσα στο οποίο είσαι την ίδια στιγμή θηρευτής και θήραμα. Ο κάθε ένας από τους χαρακτήρες ξεχωριστά (με έμφαση στους δυο πρωταγωνιστές, αλλά και τον Fishburne), καλούνται να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα προσωπικούς δαίμονες και προβλήματα, με τον φαινομενικά μόνο συγκρατημένο Lecter να φαντάζει αργότερα οχι και τόσο συγκρατημένος, επισκεπτόμενος με την σειρά του τον δικό του ψυχίατρο.
Αν θα έπρεπε να επαινέσουμε συνοπτικά για κάτι αυτή την σειρά, θα ήταν σίγουρα για την αρμονική σύνδεση χαρακτήρων και καταστάσεων, τις εξαιρετικές της ερμηνείες και την εις βάθος ανάλυση των χαρακτήρων η οποία έρχεται αβίαστα και λογικά. Ακόμη κι αν κάπου βαρεθείς το ψυχολογικό μπλα μπλα, το story σίγουρα θα σε αποζημιώσει με μια ακόμη βάναυση εικόνα, βγαλμένη θαρρείς από τους χειρότερους, αποκαλυπτικούς εφιάλτες. Οχι μόνο τους δικούς τους, αλλά και τους δικούς σου.
Τι έμαθα από την σειρά: Οτι καλό είναι να μην τρως κάτι την ώρα που την βλέπεις, οτι ο Mads έχει διατελέσει χασάπης και οτι ο σε ένα cameo θα δεις την πάλαι ποτέ μικρή Anna Chlumsky, την οποία σίγουρα θυμάσαι ως "κορίτσι" του Macaulay Culkin στην ταινία, "Το Κορίτσι μου" (μεσημέρια σαββατοκύριακου στο MEGA).
TRIVIA
Η ιστορία της σειράς βασίζεται στην ιδιάζουσα σχέση και συνεργασία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον κανίβαλο-ψυχίατρο Dr. Lecter (Mads Mikkelsen) και τον Will Graham (Hugh Dancy), έναν νεαρό criminal profiler του FBI ο οποίος έχει το χάρισμα (και την κατάρα μαζί), να ταυτίζεται σε κάθε crime scene με τον εκάστοτε δολοφόνο, βάζοντας τον εαυτό του στην θέση του και ακολουθώντας τα εγκληματικά του βήματα μέχρι το οριστικό τέλος του κάθε άτυχου θύματος.
Ο Will βέβαια εκτός από αυτή του την "έκτη αίσθηση" η οποία τον καθιστά βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της υπηρεσίας του, διακατέχεται από έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις και πνευματική ανισορροπία, μιας που δεν είναι και οτι πιο υγιές για τον ψυχισμό σου, το να ασχολείσαι όλη μέρα με κατακρεουργημένα κορμιά και ανθρώπινα σώματα που παραπέμπουν σε σφαχτάρια. Για τον λόγο αυτό ο chief Jack Crawford (Laurence Fishburne), συστήνει στον Will να επισκεφθεί έναν παλιό γνώριμο ο οποίος θα τον βοηθήσει να αντιμετωπίζει την αποτρόπαια καθημερινότητα της δουλειάς του. Αυτός δεν είναι φυσικά άλλος, από τον well-mannered, ατσαλάκωτο και εκλεπτυσμένο Dr. Lecter, ο οποίος γίνεται το δεξί χέρι του περίεργου νεαρού αν και οχι χωρίς την δική του "ανταμοιβή" από την όλη υπόθεση. Βλέπετε οι έρευνες του FBI για έναν κατά συρροήν δολοφόνο ο οποίος αρπάζει από τα θύματά του τα ζωτικά τους όργανα, τον αφορά άμεσα. Γιατί αν μη τι άλλο τι είναι το κρασί χωρίς ένα καλό κομμάτι κρέας;
Με τον δημιουργό της σειράς Bryan Fuller να αποτελεί ήδη παλιά καραβάνα της τηλεοπτικής δημιουργίας μιας που μετράει στο ενεργητικό του σειρές όπως οι "Dead Like Me", "Heroes" και "Pushing Daisies", το "Hannibal" αποτελεί ένα αμάλγαμα ψυχιατρικής θεωρίας και αποκρουστικής τρέλας, το οποίο δεν σκοτίζεται για επιφανειακές ευκολίες, προτιμώντας μάλλον περισσότερο τον δύσκολο και μακρύ δρόμο της σταδιακά δομημένης πλοκής, προσφέροντας έτσι στους τηλεθεατές την δυνατότητα να ταυτιστούν σε μεγαλύτερο βαθμό οχι τόσο με τον Hannibal, όσο με τον Will.
Το γεγονός πως από το πρώτο κιόλας επεισόδιο ο Dancy είναι αυτός ο οποίος κρατάει την πρωταγωνιστική σκυτάλη, αφήνει να εννοηθεί πως οι δημιουργοί της σειράς δεν βιάζονται να καταστήσουν τον Lecter ως τον καταφανή villain της υπόθεσης, δίνοντας το ελεύθερο στην ιστορία να πάρει τον χρόνο της, να μεστώσει και να κατακαθίσει μέσα σου ακριβώς όπως τα ακριβά κρασιά τα οποία καταναλώνει με τόση απόλαυση ο ευφυής, κοστουμαρισμένος Lecter.
Αν και κάποιους ίσως τους ξενίσει λίγο το γεγονός πως η σειρά απαιτεί από εκείνους υπομονή προκειμένου να εξελιχτεί και να τους παρασύρει, γεγονός είναι πως ξέρει τι κάνει μιας που όταν μπλέκεις με τον πολύσημο κόσμο της ψυχιατρικής, της ιατροδικαστικής και των νευρώσεων, δεν γίνεται να μεταπηδάς διαρκώς από την μια εξέλιξη στην άλλη, και να εκβιάζεις σεναρικά το κάθε φορά, μονόωρο επεισόδιο, καθώς το μόνο που θα καταφέρεις να πετύχεις, είναι μια τρύπα στο νερό. Και κανείς δεν θέλει να δει μια ακόμη τηλεοπτική αρλούμπα.
Φαντάζομαι πως όταν ακούστηκε για πρώτη φορά η είδηση σχετικά με την δημιουργία μιας σειράς η οποία θα βασιζόταν στον εικονικό χαρακτήρα που ερμήνευσε με περισσή πιστότητα ο Antony Hopkins, πολλοί θα ήταν εκείνοι (ανάμεσά τους και εγώ), οι οποίοι προβληματίστηκαν ως προς το πως θα μπορούσε να υποδυθεί κανείς το ίδιο εξαιρετικά και μάλιστα στα πρότυπα μιας τηλεοπτικής σειράς, τον πανέξυπνο και μέγιστο χειραγωγό, Hannibal Lecter. Το πρώτο επεισόδιο ήταν μόνο η αρχή προκειμένου να καταλάβω οτι αυτή η σειρά έχει οτι χρειάζεται για να γίνει must.
Καταρχάς η δική μου ανησυχία δεν είχε να κάνει μόνο με το όλο concept, αλλά με την παρουσία του Hugh Dancy στον κεντρικό ρόλο τον οποίο θεωρούσα πάντα κάπως γλυκανάλατο. Ε λοιπόν η παρουσία του στην σειρά αποτελεί σίγουρα μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις που έχω δει, μιας που ο ρόλος οχι μόνο του ταιριάζει γάντι, αλλά και ο ίδιος έχει καταφέρει να βρει μια τρομερή ισορροπία ανάμεσα στην λογική και την παράνοια, συνδυάζοντας εξαιρετικά τις σκοτεινές ματιές και την εφιαλτική του πραγματικότητα, με μια καλά κρυμμένη και σχεδόν δολοφονική τάση (γεγονός που απορρέει από την ταύτισή του με τον δολοφόνο), φέρνοντας κάπως στο μυαλό τις προσεγμένες κινήσεις του Dexter ο οποίος ακολουθεί νοερά την αιμάτινη πορεία κάθε εγκλήματος.
Ο χαρακτήρας του Dancy βέβαια σκιαγραφείται ως ένας τύπος με πολλαπλά εσωτερικά "προβλήματα", εύθραυστος, μοναχικός και σε στιγμές επικίνδυνος, οχι μόνο για τους γύρω του, αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα από ένα φυσίκ γεμάτο κατακερματισμένες και κοφτές αντιδράσεις, μυαλό ξυράφι και πολυδιάστατες ψυχολογικές διεργασίες, ο Dancy δίνει σίγουρα την καλύτερη ερμηνεία στην μέχρι τώρα καριέρα του.
Απάναντι από τον Dancy βεβαίως, θα συναντήσουμε και έναν δυναμικό Mads Mikkelsen ο οποίος αποτελεί ιδανική περίπτωση Lecter, χάρη στην ψύχραιμη και ουδέτερη στάση του, την αλφαδιασμένη του χωρίστρα και τις μπροκάρ γραβάτες του. Αποτελώντας τον υπεράνω πάσης υποψίας τύπο επειδή ακριβώς βρίσκεται μέσα σε όλα, αλλά και πουθενά (γεγονός που θα έπρεπε να τον καθιστά νούμερο ένα ύποπτο για διάφορα atrocities), καταφέρνει να ελίσσεται και να έχει από κοντά όλο το ερευνητικό team, το οποίο προσπαθεί να εξιχνιάσει την μια σοκαριστική δολοφονία μετά την άλλη, γνωρίζοντας έτσι εκ των έσω κάθε βήμα, κάθε απόφαση, κάθε νέο στοιχείο. Εκτελώντας παράλληλα χρέη μεγάλου puppet-master, καταφέρνει και υπολογίζει με ακρίβεια την κάθε του κίνηση, χωρίς παρόλα αυτά εμείς ως θεατές να γινόμαστε μάρτυρες του παραμικρού συμβάντος που τον αφορά, μέχρι την στιγμή που κάτι τέτοιο πρέπει απλά να το δούμε. Ο Mikkelsen δίνει έτσι μια ακόμη αξιόλογη ερμηνεία, κάτι δηλαδή στο οποίο τον έχουμε έτσι κι αλλιώς συνηθίσει.
Οι απόλυτα cool παρουσίες των Dancy-Mikkelsen έρχονται και κουμπώνουν ιδανικά με την προσεγμένη σκηνοθεσία της σειρά, της φαντασιακές σεκάνς και τα οπτικά backwards, δημιουργώντας ένα καθόλα ρεαλιστικό, αλλά ταυτόχρονα φευγάτο σύμπαν μέσα στο οποίο είσαι την ίδια στιγμή θηρευτής και θήραμα. Ο κάθε ένας από τους χαρακτήρες ξεχωριστά (με έμφαση στους δυο πρωταγωνιστές, αλλά και τον Fishburne), καλούνται να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα προσωπικούς δαίμονες και προβλήματα, με τον φαινομενικά μόνο συγκρατημένο Lecter να φαντάζει αργότερα οχι και τόσο συγκρατημένος, επισκεπτόμενος με την σειρά του τον δικό του ψυχίατρο.

Αν θα έπρεπε να επαινέσουμε συνοπτικά για κάτι αυτή την σειρά, θα ήταν σίγουρα για την αρμονική σύνδεση χαρακτήρων και καταστάσεων, τις εξαιρετικές της ερμηνείες και την εις βάθος ανάλυση των χαρακτήρων η οποία έρχεται αβίαστα και λογικά. Ακόμη κι αν κάπου βαρεθείς το ψυχολογικό μπλα μπλα, το story σίγουρα θα σε αποζημιώσει με μια ακόμη βάναυση εικόνα, βγαλμένη θαρρείς από τους χειρότερους, αποκαλυπτικούς εφιάλτες. Οχι μόνο τους δικούς τους, αλλά και τους δικούς σου.
Τι έμαθα από την σειρά: Οτι καλό είναι να μην τρως κάτι την ώρα που την βλέπεις, οτι ο Mads έχει διατελέσει χασάπης και οτι ο σε ένα cameo θα δεις την πάλαι ποτέ μικρή Anna Chlumsky, την οποία σίγουρα θυμάσαι ως "κορίτσι" του Macaulay Culkin στην ταινία, "Το Κορίτσι μου" (μεσημέρια σαββατοκύριακου στο MEGA).
TRIVIA
- Ο Lawrence Fishburne και η σύζυγός του στην σειρά Gina Torres, είναι παντρεμένοι και στην πραγματικότητα.
- Ο Dancy και ο Mikkelsen είχαν συνεργαστεί και πάλι στην ταινία "Arthur", εκεί όπως υποδύονταν αντίστοιχα τον Galadhad και τον Tristan.
- O τίτλος του κάθε επεισοδίου είναι παρμένος και από ένα διαφορετικό γαλλικό πιάτο.
(ΠΗΓΗ IMDB)
Τετάρτη 8 Μαΐου 2013
Trance: Strawberry
NEW ARRIVAL
Χαιρετώ again guyz! Σήμερα ας μιλήσουμε για κάτι καινούριο, και συγκεκριμένα για την νέα ταινία του Danny Boyle που κυκλοφορεί από αύριο, 9/5 στους κινηματογράφους. Να καταθέσω εδώ σε πρώτη φάση πως η ταινία μου άρεσε αρκετά, καθώς είδα κάτι καλοφτιαγμένο και απρόσμενα φρέσκο σε στιγμές, το οποίο κατέστησε την κάπου δαιδαλώδη αφήγηση τελικώς κατανοητή και καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση του σεναρίου. Ξεκινάμε.
O Simon (James McAvoy), είναι ένας εργαζόμενος σε έναν λονδρέζικο οίκο δημοπρασιών ο οποίος αντιμετωπίζει κάποια φλέγοντα, προσωπικά ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα έχει ξεμείνει από λεφτά, με αποτέλεσμα μην βρίσκοντας άλλη λύση, να αποφασίσει να συνεργαστεί με μια ομάδα ληστών, οι οποίοι ένα ωραίο πρωί μπουκάρουν στον οίκο, και ξεσηκώνουν έναν πίνακα του Goya. Πάνω στην αναμπουμπούλα όμως, ο Simon τρώει μια στο κεφάλι από τον Franck (Vincent Cassel), τον αρχηγό της ομάδας, και πέφτει κάτω αναίσθητος. Όταν συνέρχεται συνειδητοποιεί με τρόμο, πως δεν έχει ιδέα που βρίσκεται ο πίνακας, την ίδια στιγμή που ο Franck τον αναζητά επίμονα. Έτσι λοιπόν προκειμένου να καταφέρει να θυμηθεί, επισκέπτεται μια υπνοθεραπεύτρια, την γοητευτική Elizabeth (Rosario Dawson), από την οποία θα ζητήσει βοήθεια, προκειμένου βήμα βήμα να εντοπίσει και πάλι τα ίχνη του χαμένου έργου τέχνης. Από εκεί και πέρα η κατάσταση παρεκτρέπεται επικίνδυνα μιας που όλοι πρόκειται να εγκλωβιστούν σε ένα παραισθησιογόνο ταξίδι, από το οποίο η μόνη διαφυγή είναι μια: να καταφέρεις να "ξυπνήσεις"...
Μετά το κινηματογραφικό του διάλειμμα, και την ανάληψη της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, ο Danny Boyle επιστρέφει και πάλι στα σινεματικά δρώμενα, αυτή την φορά κατασκευάζοντας ένα τριπαριστό ταινιάκι, το οποίο μπορεί να χάνει λίγο στο θέμα της ρεαλιστικότητας, δεν παύει όμως να αποτελεί μια καλή και καθόλα εντυπωσιακή περιπέτεια αποπλάνησης και παραπλάνησης. Όταν ένα σκηνοθέτης εξάλλου, έχει καταφέρει να σου δώσει στο παρελθόν μερικά αξιοθαύμαστα κατασκευάσματα ετερόκλητης μάλιστα σύνθεσης, τότε δεν γίνεται παρά να περιμένεις πως και οι παροντικές του δημιουργίες, θα είναι το ίδιο καλές. Ταινίες όπως το παραληρηματικό "Trainspotting", το ζομπιακά ανανεωτικό "28 Days Later", καθώς και το κοινωνικοδραματικό "Slumdog Millionaire" με την τεράστια βραβειακή-και οχι μόνο-επιτυχία του, αποδεικνύουν αν μη τι άλλο, πως ο Boyle διαθέτει ακόμα τσαγανό και ενδιαφέρουσα σκηνοθετική οπτική, ικανή να σε κρατήσει στην θέση σου μέχρι την ύστατη στιγμή του τέλους, χωρίς να έχεις πάρει χαμπάρι πότε πέρασε η ώρα. Ακόμα και το πιο πρόσφατο "127 Hours" με πρωταγωνιστή τον "κοντεύω να γίνω μαϊντανός", James Franco, αποτέλεσε ένα εξαιρετικό δείγμα του πόσο άρτιο και σύγχρονο μπορεί να δείχνει ένα κλειστοφοβικό θρίλερ, το οποίο βασίζεται κατά κύριο λόγο στο "one man show" του εκάστοτε ηθοποιού (ομολογουμένως ο Franco έδωσε τον καλύτερό του εαυτό σε μια εξαιρετική ερμηνεία), μιας που ο Boyle φρόντισε να ντύσει την ιστορία του, οχι μόνο με τον αυτοβιογραφικό μανδύα, αλλά και με περιρρέουσες φυσιολατρικές και καθόλα ανθρωποκεντρικές πινελιές, οι οποίες σε συνδυασμό με την πολύχρωμη σκηνοθεσία, δημιουργούσαν ένα άκρως θελκτικό αποτέλεσμα.
Ακούγοντας σήμερα τον Κουτσογιαννόπουλο να λέει πως το "Trance" είναι μια καλή ταινία που κάπου κολλάει στο θέμα του ρεαλισμού και του κατά πόσο μπορούν να συμβούν όλα αυτά τα οποία συμβαίνουν, θα συμφωνήσω σίγουρα μαζί του, χωρίς βέβαια στην προκειμένη περίπτωση να έχει τελικά και τόσο σημασία το κατά πόσο μπορεί ή δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια κατάσταση. Και εξηγώ.
Tο πως αντιλαμβάνεται ο καθένας από εμάς το κομμάτι της πραγματικότητας, και πως αποφασίζει να εισάγει τις δικές του βιωματικές εμπειρίες στο πλαίσιο μιας ταινίας, διαφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ακόμα θυμάμαι άτομα που απορούσαν με την διάρκεια που έκανε το φορτηγάκι με τον di Caprio να πέσει στο ποτάμι, στο "Inception", και ας είχε "μαλλιάσει" η γλώσσα του Nolan να εξηγεί μέχρι εκείνη την στιγμή ονειρικά επίπεδα, συνειδητά, υποσυνείδητα και slow motion χρόνους. Όταν για τους δικούς σου λόγους δε μπαίνεις ποτέ στο mood της κάθε ταινίας, δεν γίνεται να έχεις απαιτήσεις απτού ρεαλισμού, γιατί πολύ απλά πολλές ταινίες δεν αποσκοπούν σε αυτό. Γιατί ακριβώς σου αρέσουν οι ταινίες τρόμου; Υπάρχει ποτέ περίπτωση στην προσπάθειά σου να ξεφύγεις από έναν δολοφόνο, να σκοντάψεις γύρω στις 32 φορές και να τρέχεις με όλη σου την δύναμη, την ίδια στιγμή που ο evil one σε πλησιάζει περπατώντας και τελικώς σε ξεκοιλιάζει σαν γουρούνι στο σφαγείο; Προφανώς οχι, το δέχεσαι όμως γιατί γνωρίζεις οτι θα δεις μια horror ταινία. That's all.
Ας πάρουμε για παράδειγμα δυο ταινίες του Boyle. Τι πιθανότητες υπάρχουν ένα παιδί από την Ινδία να απαντήσει σωστά σε εντελώς τυχαίες ερωτήσεις, τις απαντήσεις των οποίων ξέρει επειδή με τον έναν ή με το άλλον τρόπο τις έχει ζήσει στην ζωή του; Καμία λέω εγώ, απλώς ο Boyle βρήκε έναν πρωτότυπο, αφηγηματικό τρόπο προκειμένου να περάσει στην μεγάλη οθόνη τις περιπέτειες ενός νεαρού απόκληρου. Από την άλλη πλευρά ένας νεαρός άνδρας παγιδεύεται στα βραχώδη όρη της Utah, όταν ένας τεράστιος βράχος καταπλακώνει το χέρι του. Αναγκάζεται να πίνει τα ούρα του για πέντε μέρες προκειμένου να μην αφυδατωθεί, όταν παίρνει την απόφαση να κόψει τελικά το χέρι του, να περιφερθεί αιμορραγώντας μέσα στην καυτή έρημο, μέχρι που μια οικογένεια τον βρίσκει, τον μεταφέρει στο νοσοκομείο και τελικά ο άνδρας επιζεί. Παρατραβηγμένο ε; Κι όμως, το "127 Hours" βασίζεται στην αληθινή ιστορία του πεζοπόρου Aron Ralston, ο οποίος αναγκάστηκε να ακρωτηριάσει το ίδιο του το χέρι προκειμένου να επιβιώσει.
Συνοψίζοντας, το "Trace" είναι μια από εκείνες τις ταινίες όπου το σενάριο μπορεί να σου φανεί λίγο-έως πολύ-τραβηγμένο, μιας που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην αντίληψή σου περί πραγματικότητας. Εγώ σου προτείνω να μη το σκέφτεσαι και τόσο γιατί στην τελική, πόσα είναι αυτά που δεν ξέρουμε για τον κόσμο εκεί έξω; Oh so many...
Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος το θέμα του σεναρίου (το οποίο είναι τόσο παραπλανητικό, όσο και ολόκληρη η ταινία), το "Trance" καταφέρνει και σε κερδίζει χάρη στην μεθυστική, κατακερματισμένη σκηνοθεσία του Danny Boyle, ο οποίος εκμεταλλεύεται στο φουλ κάθε αντικατοπτριστική επιφάνεια (από παρκε-ταρισμένα πατώματα και καθρέφτες, μέχρι τζαμαρίες και νερό), δημιουργώντας μια εντελώς ψευδαισθητική κατάσταση μέσα στην οποία οι ήρωες δρουν και υπάρχουν. Κάποιες φορές χωρίς να το γνωρίζουν ούτε καν οι ίδιοι...
Το εύρημα της ύπνωσης παίζει εδώ καταλυτικό ρόλο, φέρνοντας στην επιφάνεια αναμνήσεις, απωθημένα και καταπιεσμένες μνήμες, οι οποίες μπορεί να μην εμβαθύνουν σε πιο ιατρικούς όρους (δεν χρειάζεται κιόλας), δημιουργούν όμως το ιδανικό παραπέτασμα και την κατάλληλη αφετηρία για μια πρώτης τάξεως τροφή του στυλ "μην εμπιστεύεσαι ότι βλέπεις", και θα αρκεστώ εδώ.
Από πλευράς ερμηνειών, κάνουν όλοι καλή δουλειά, με τον McAvoy σε ρόλο που δεν τον έχουμε συνηθίσει, τον Cassel σε αυτού του κλασικού κωλόπαιδου και την Dawson σε ρόλο μοιραίας ψυχιάτρου/υπνοθεραπεύτριας, η οποία τα δίνει όλα για την Τέχνη. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Και το πλούσιο στήθος της και το άλλο που σέρνει και καράβι.
Γενικώς το "Trance" αποτελεί ενδεχομένως την πιο ενδιαφέρουσα κινηματογραφική επιλογή της εβδομάδας, αφού καταφέρνει να σε ξεγελάσει και να μεταποιηθεί μέσω ενός κρεσεντικού τρανσ-αρίσματος σε κάτι το διαφορετικό. Αξιόλογο το πρωταγωνιστικό cast, απόλυτα ταιριαστό το μουσικό score, με συμμετοχές από Moby, Emeli Sande, Unkle, ακόμα και μια εκτέλεση από την ίδια την Dawson, και μια σκηνοθεσία λουκούμι, συνθέτουν το άκρως ενδιαφέρον νέο ταινιάκι του Boyle. Δες το.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τα γυμνά της Dawson θα καθηλώσουν τα ανδρικά πλήθη, οτι όλοι κρύβουμε έναν bad ass μέσα μας και οτι ο Vincent πρέπει να πηδήξει σε όποια ταινία παίζει. Είναι νόμος.
TRIVIA
Χαιρετώ again guyz! Σήμερα ας μιλήσουμε για κάτι καινούριο, και συγκεκριμένα για την νέα ταινία του Danny Boyle που κυκλοφορεί από αύριο, 9/5 στους κινηματογράφους. Να καταθέσω εδώ σε πρώτη φάση πως η ταινία μου άρεσε αρκετά, καθώς είδα κάτι καλοφτιαγμένο και απρόσμενα φρέσκο σε στιγμές, το οποίο κατέστησε την κάπου δαιδαλώδη αφήγηση τελικώς κατανοητή και καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση του σεναρίου. Ξεκινάμε.
O Simon (James McAvoy), είναι ένας εργαζόμενος σε έναν λονδρέζικο οίκο δημοπρασιών ο οποίος αντιμετωπίζει κάποια φλέγοντα, προσωπικά ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα έχει ξεμείνει από λεφτά, με αποτέλεσμα μην βρίσκοντας άλλη λύση, να αποφασίσει να συνεργαστεί με μια ομάδα ληστών, οι οποίοι ένα ωραίο πρωί μπουκάρουν στον οίκο, και ξεσηκώνουν έναν πίνακα του Goya. Πάνω στην αναμπουμπούλα όμως, ο Simon τρώει μια στο κεφάλι από τον Franck (Vincent Cassel), τον αρχηγό της ομάδας, και πέφτει κάτω αναίσθητος. Όταν συνέρχεται συνειδητοποιεί με τρόμο, πως δεν έχει ιδέα που βρίσκεται ο πίνακας, την ίδια στιγμή που ο Franck τον αναζητά επίμονα. Έτσι λοιπόν προκειμένου να καταφέρει να θυμηθεί, επισκέπτεται μια υπνοθεραπεύτρια, την γοητευτική Elizabeth (Rosario Dawson), από την οποία θα ζητήσει βοήθεια, προκειμένου βήμα βήμα να εντοπίσει και πάλι τα ίχνη του χαμένου έργου τέχνης. Από εκεί και πέρα η κατάσταση παρεκτρέπεται επικίνδυνα μιας που όλοι πρόκειται να εγκλωβιστούν σε ένα παραισθησιογόνο ταξίδι, από το οποίο η μόνη διαφυγή είναι μια: να καταφέρεις να "ξυπνήσεις"...
Μετά το κινηματογραφικό του διάλειμμα, και την ανάληψη της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, ο Danny Boyle επιστρέφει και πάλι στα σινεματικά δρώμενα, αυτή την φορά κατασκευάζοντας ένα τριπαριστό ταινιάκι, το οποίο μπορεί να χάνει λίγο στο θέμα της ρεαλιστικότητας, δεν παύει όμως να αποτελεί μια καλή και καθόλα εντυπωσιακή περιπέτεια αποπλάνησης και παραπλάνησης. Όταν ένα σκηνοθέτης εξάλλου, έχει καταφέρει να σου δώσει στο παρελθόν μερικά αξιοθαύμαστα κατασκευάσματα ετερόκλητης μάλιστα σύνθεσης, τότε δεν γίνεται παρά να περιμένεις πως και οι παροντικές του δημιουργίες, θα είναι το ίδιο καλές. Ταινίες όπως το παραληρηματικό "Trainspotting", το ζομπιακά ανανεωτικό "28 Days Later", καθώς και το κοινωνικοδραματικό "Slumdog Millionaire" με την τεράστια βραβειακή-και οχι μόνο-επιτυχία του, αποδεικνύουν αν μη τι άλλο, πως ο Boyle διαθέτει ακόμα τσαγανό και ενδιαφέρουσα σκηνοθετική οπτική, ικανή να σε κρατήσει στην θέση σου μέχρι την ύστατη στιγμή του τέλους, χωρίς να έχεις πάρει χαμπάρι πότε πέρασε η ώρα. Ακόμα και το πιο πρόσφατο "127 Hours" με πρωταγωνιστή τον "κοντεύω να γίνω μαϊντανός", James Franco, αποτέλεσε ένα εξαιρετικό δείγμα του πόσο άρτιο και σύγχρονο μπορεί να δείχνει ένα κλειστοφοβικό θρίλερ, το οποίο βασίζεται κατά κύριο λόγο στο "one man show" του εκάστοτε ηθοποιού (ομολογουμένως ο Franco έδωσε τον καλύτερό του εαυτό σε μια εξαιρετική ερμηνεία), μιας που ο Boyle φρόντισε να ντύσει την ιστορία του, οχι μόνο με τον αυτοβιογραφικό μανδύα, αλλά και με περιρρέουσες φυσιολατρικές και καθόλα ανθρωποκεντρικές πινελιές, οι οποίες σε συνδυασμό με την πολύχρωμη σκηνοθεσία, δημιουργούσαν ένα άκρως θελκτικό αποτέλεσμα.
Ακούγοντας σήμερα τον Κουτσογιαννόπουλο να λέει πως το "Trance" είναι μια καλή ταινία που κάπου κολλάει στο θέμα του ρεαλισμού και του κατά πόσο μπορούν να συμβούν όλα αυτά τα οποία συμβαίνουν, θα συμφωνήσω σίγουρα μαζί του, χωρίς βέβαια στην προκειμένη περίπτωση να έχει τελικά και τόσο σημασία το κατά πόσο μπορεί ή δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια κατάσταση. Και εξηγώ.
Tο πως αντιλαμβάνεται ο καθένας από εμάς το κομμάτι της πραγματικότητας, και πως αποφασίζει να εισάγει τις δικές του βιωματικές εμπειρίες στο πλαίσιο μιας ταινίας, διαφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ακόμα θυμάμαι άτομα που απορούσαν με την διάρκεια που έκανε το φορτηγάκι με τον di Caprio να πέσει στο ποτάμι, στο "Inception", και ας είχε "μαλλιάσει" η γλώσσα του Nolan να εξηγεί μέχρι εκείνη την στιγμή ονειρικά επίπεδα, συνειδητά, υποσυνείδητα και slow motion χρόνους. Όταν για τους δικούς σου λόγους δε μπαίνεις ποτέ στο mood της κάθε ταινίας, δεν γίνεται να έχεις απαιτήσεις απτού ρεαλισμού, γιατί πολύ απλά πολλές ταινίες δεν αποσκοπούν σε αυτό. Γιατί ακριβώς σου αρέσουν οι ταινίες τρόμου; Υπάρχει ποτέ περίπτωση στην προσπάθειά σου να ξεφύγεις από έναν δολοφόνο, να σκοντάψεις γύρω στις 32 φορές και να τρέχεις με όλη σου την δύναμη, την ίδια στιγμή που ο evil one σε πλησιάζει περπατώντας και τελικώς σε ξεκοιλιάζει σαν γουρούνι στο σφαγείο; Προφανώς οχι, το δέχεσαι όμως γιατί γνωρίζεις οτι θα δεις μια horror ταινία. That's all.
Ας πάρουμε για παράδειγμα δυο ταινίες του Boyle. Τι πιθανότητες υπάρχουν ένα παιδί από την Ινδία να απαντήσει σωστά σε εντελώς τυχαίες ερωτήσεις, τις απαντήσεις των οποίων ξέρει επειδή με τον έναν ή με το άλλον τρόπο τις έχει ζήσει στην ζωή του; Καμία λέω εγώ, απλώς ο Boyle βρήκε έναν πρωτότυπο, αφηγηματικό τρόπο προκειμένου να περάσει στην μεγάλη οθόνη τις περιπέτειες ενός νεαρού απόκληρου. Από την άλλη πλευρά ένας νεαρός άνδρας παγιδεύεται στα βραχώδη όρη της Utah, όταν ένας τεράστιος βράχος καταπλακώνει το χέρι του. Αναγκάζεται να πίνει τα ούρα του για πέντε μέρες προκειμένου να μην αφυδατωθεί, όταν παίρνει την απόφαση να κόψει τελικά το χέρι του, να περιφερθεί αιμορραγώντας μέσα στην καυτή έρημο, μέχρι που μια οικογένεια τον βρίσκει, τον μεταφέρει στο νοσοκομείο και τελικά ο άνδρας επιζεί. Παρατραβηγμένο ε; Κι όμως, το "127 Hours" βασίζεται στην αληθινή ιστορία του πεζοπόρου Aron Ralston, ο οποίος αναγκάστηκε να ακρωτηριάσει το ίδιο του το χέρι προκειμένου να επιβιώσει.
Συνοψίζοντας, το "Trace" είναι μια από εκείνες τις ταινίες όπου το σενάριο μπορεί να σου φανεί λίγο-έως πολύ-τραβηγμένο, μιας που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην αντίληψή σου περί πραγματικότητας. Εγώ σου προτείνω να μη το σκέφτεσαι και τόσο γιατί στην τελική, πόσα είναι αυτά που δεν ξέρουμε για τον κόσμο εκεί έξω; Oh so many...
Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος το θέμα του σεναρίου (το οποίο είναι τόσο παραπλανητικό, όσο και ολόκληρη η ταινία), το "Trance" καταφέρνει και σε κερδίζει χάρη στην μεθυστική, κατακερματισμένη σκηνοθεσία του Danny Boyle, ο οποίος εκμεταλλεύεται στο φουλ κάθε αντικατοπτριστική επιφάνεια (από παρκε-ταρισμένα πατώματα και καθρέφτες, μέχρι τζαμαρίες και νερό), δημιουργώντας μια εντελώς ψευδαισθητική κατάσταση μέσα στην οποία οι ήρωες δρουν και υπάρχουν. Κάποιες φορές χωρίς να το γνωρίζουν ούτε καν οι ίδιοι...
Το εύρημα της ύπνωσης παίζει εδώ καταλυτικό ρόλο, φέρνοντας στην επιφάνεια αναμνήσεις, απωθημένα και καταπιεσμένες μνήμες, οι οποίες μπορεί να μην εμβαθύνουν σε πιο ιατρικούς όρους (δεν χρειάζεται κιόλας), δημιουργούν όμως το ιδανικό παραπέτασμα και την κατάλληλη αφετηρία για μια πρώτης τάξεως τροφή του στυλ "μην εμπιστεύεσαι ότι βλέπεις", και θα αρκεστώ εδώ.
Από πλευράς ερμηνειών, κάνουν όλοι καλή δουλειά, με τον McAvoy σε ρόλο που δεν τον έχουμε συνηθίσει, τον Cassel σε αυτού του κλασικού κωλόπαιδου και την Dawson σε ρόλο μοιραίας ψυχιάτρου/υπνοθεραπεύτριας, η οποία τα δίνει όλα για την Τέχνη. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Και το πλούσιο στήθος της και το άλλο που σέρνει και καράβι.
Γενικώς το "Trance" αποτελεί ενδεχομένως την πιο ενδιαφέρουσα κινηματογραφική επιλογή της εβδομάδας, αφού καταφέρνει να σε ξεγελάσει και να μεταποιηθεί μέσω ενός κρεσεντικού τρανσ-αρίσματος σε κάτι το διαφορετικό. Αξιόλογο το πρωταγωνιστικό cast, απόλυτα ταιριαστό το μουσικό score, με συμμετοχές από Moby, Emeli Sande, Unkle, ακόμα και μια εκτέλεση από την ίδια την Dawson, και μια σκηνοθεσία λουκούμι, συνθέτουν το άκρως ενδιαφέρον νέο ταινιάκι του Boyle. Δες το.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τα γυμνά της Dawson θα καθηλώσουν τα ανδρικά πλήθη, οτι όλοι κρύβουμε έναν bad ass μέσα μας και οτι ο Vincent πρέπει να πηδήξει σε όποια ταινία παίζει. Είναι νόμος.
TRIVIA
- Σε πρώτη φάση υποψήφιος για τον ρόλο του Franck ήταν ο Michael Fassbender, αλλά λόγω προγράμματος αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Έτσι ο ρόλος δόθηκε στον Cassel.
- Υποψήφιες επίσης για τον γυναικείο ρόλο ήταν επίσης οι Scarlett Johansson και Eva Green. Έχω μια μικρή υποψία πως ο Boyle ήθελε να δείξει οπωσδήποτε στην ταινία του μεγάλο στήθος. Δεν εξηγείται αλλιώς...
(ΠΗΓΗ IMDB)
Παρασκευή 3 Μαΐου 2013
Spoorlooos (a.k.a The Vanishing): Existential sociopathy
Μετά από αρκετό καιρό, επιτέλους επιστρέψαμε στο μπλογκάκι και Παρασκευή. Παρά το γεγονός πως σήμερα είναι Μεγάλη Παρασκευή, δεν είχα στα σχέδια μου να ανεβάσω κάτι εποχικό και κατανυκτικό, οπότε θα επιστρέψουμε αρκετά χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στο 1988, προκειμένου να δούμε μαζί ένα νατουραλιστικό μέσα στην κοινωνική του παθολογία ταινιάκι.
Το "The Vanishing" θεωρείται ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα θριλερικής δημιουργίας, εμμονών και μιουταρισμένου σασπένς της δεακετίας του '80 και αυτοί είναι σίγουρα μερικοί λόγοι που το κάνουν να ξεχωρίζει από άλλα φιλμ τα οποία πρέπει να προκαλέσουν ποικιλοτρόπως, για να δηλώσουν αυτό που είναι: ιστορίες που ακροβατούν ανάμεσα στην τρέλα και την λογική. Για να δούμε...
Ο Rex και η Saskia είναι ένα ζευγάρι που αποφασίζει να πάει ταξιδάκι αναψυχής κάπου στην Γαλλία. Έχοντας ως μεταφορικό μέσα ένα μικρό αυτοκίνητο τίγκα στα μπαγκάζια, διασχίζουν το όμορφο, γαλλικό τοπίο συζητώντας και ενίοτε καυγαδίζοντας, μιας που αν γίνεται κάτι κατανοητό από την αρχή, είναι πως το συγκεκριμένο ζευγάρι αρέσκεται να κοντράρεται για ψύλλου πήδημα. Επίσης εμφανές είναι το γεγονός πως η ωραία και μοιραία Saskia, είναι από εκείνες τις γυναίκες που μπορούν να σε παρατήσουν στα κρύα του λουτρού, ανά πάσα στιγμή (ακόμη κι αν τελικά αυτό δεν ισχύει, αλλά ο σκηνοθέτης George Sluizer, μας χειραγωγεί με ευκολία στο να πιστέψουμε κάτι τέτοιο).
Όταν οι δυο τους αποφασίσουν να σταματήσουν σε ένα βενζινάδικο προκειμένου να αναδιοργανωθούν, η Saskia θα προθυμοποιηθεί να αγοράσει μερικά αναψυκτικά και θα αφήσει για λίγο τον Rex μόνο του. Το πρόβλημα είναι οτι δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά, μιας που από εκείνη την ημέρα τα ίχνη της χάνονται και μαζί με αυτά και το μυαλό του Rex ο οποίος αφιερώνει τον χρόνο του ακόμα και τρία χρόνια μετά την εξαφάνισή της, στην εύρεση στοιχείων που να οδηγούν σε κάποια εξήγηση αναφορικά με το τι της συνέβη. Αυτό που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται όμως, είναι πως ο απαγωγέας καιροφυλακτεί Και παρακολουθεί...
Βασισμένο στην νουβέλα του Tim Krabbe, "The Golden Egg", το "The Vanishing" πραγματεύεται με τρόπο καθόλα εσκεμμένα υποτονικό και διστακτικό, το ιστορικό μιας εξαφάνισης η οποία γίνεται αφορμή για τον ζευγαρωτό πρωταγωνιστή να δηλητηριάσει την ζωή του με εικασίες και αμφιβολίες που εξακολουθούν να τον ταλανίζουν αναφορικά με την χαμένη Saskia.
Παρά το γεγονός οτι το συγκεκριμένο ταινιάκι μνημονεύεται ως μια από τις καλύτερες ευρωπαϊκές, κινηματογραφικές στιγμές του ΄80, εντούτοις ο σκηνοθέτης της George Sluizer, θέλησε επίσης να το αμερικανοποιήσει, σκηνοθετώντας το 1993 ακριβώς την ίδια υπόθεση, στην αμερικάνικη version της και με πρωταγωνιστές τους Jeff Bridges, Kiefer Sutherland και Sandra Bullock. Η ταινία όπως φαντάζεσαι κατέληξε σε αποτυχία (είχα την "τύχη" να την δω και εγώ ένα βράδυ στην τηλεόραση), καθώς οχι μόνο άλλαξε το τέλος της original εκδοχής (ε οχι!), αλλά το όλο story κατέληξε απλώς να λειτουργεί ως ένα κακέκτυπο της γαλλογερμανικής εκδοχής, με αποτέλεσμα γρήγορα να ξεχαστεί τόσο από τους συμμετέχοντες ηθοποιούς, όσο και από τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Όπως και να το κάνουμε μερικές φορές είναι καλύτερο να μην αφήνουμε τις φιλοδοξίες να μας παρασύρουν, γιατί το αποτέλεσμα δεν έχει κανέναν λόγο να βγει έτσι κι αλλιώς καλό. Και το "Spoorloos" από μόνο του έχει τόσα καλά πράγματα να σου δώσει...
Η ταινία είναι βασισμένη σε έναν αρχετυπικό urban legend, σύμφωνα με τον οποίο μια γυναίκα είχε επισκεφθεί μαζί με την κόρη της το 1901 την Έκθεση του Παρισιού, μόνο για να εξαφανισθεί λίγο αργότερα, αφήνοντας την κόρη μόνη και το προσωπικό του ξενοδοχείου, χωρίς καμία μνήμη οτι υπήρξε και οτι είχε δει ποτέ την μητέρα.
Πάνω σε αυτό ακριβώς το μοτίβο έχουν βασιστεί διάφορες ακόμη ταινίες, όπως το "The Lady Vanishes" του Alfred Hitchcock, καθώς και το "So Long at the Fair" των Antony Darnborough και Terence Fisher. Το "The Vanishing" μάλιστα, πέρα από τις μπόλικες δόσεις μυστηρίου και σασπένς που το χαρκτηρίζουν, μοιράζεται επίσης με τον θεατή μια ακόμη wannabe χιτσκοκίζουσα διάθεση, μιας που ο γαλλικός τίτλος του έχει αποδοθεί ως "L'Homme qui voulait savoir" ("The Man Who Wanted to Know"), παραπέμποντας προφανώς στο φιλμ του μαιτρ του τρόμου, "The Man Who Knew Too Much".
Πέρα όμως από τα όποια δάνεια έχει πάρει η ταινία του Sluizer, η αλήθεια παραμένει πως το συγκεκριμένο κινηματογραφικό δημιούργημα, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον σου αμείωτο, εξαιτίας κυρίως του τρόπου με τον οποίο αποφασίζει να σε καθοδηγήσει μέσα στην πλοκή και και σε καταστήσει κοινωνό περίεργων και βαθιά διαταραγμένων καταστάσεων, οι οποίες εκ πρώτης όψεως δεν φαντάζουν τίποτε άλλο πέρα από φυσιολογικές.
Και τι εννοούμε με αυτό. Καταρχάς ο σκηνοθέτης φροντίζει να κρατήσει μια εντελώς αναρχική στάση μέσα στην ταινία του όσον αφορά το μοτίβο του κατά τα άλλα κλασικού αφηγηματικού χρόνου, μεταπηδώντας πότε στο παρελθόν και πότε στο παρόν, αφήνοντας εύκολα υπονοούμενα αναφορικά και με το ίδιο το μέλλον των ηρώων. Δεν είναι δύσκολο να μπει κανείς στον κεκαλυμμένα ψυχωτικό κόσμο για παράδειγμα, του θύτη και να αντιληφθεί τόσο τον τρόπο δράσης του, όσο και τι πραγματικά απέγινε η Saskia.
Εκτός από την ουσιαστική, κινηματογραφική απεικόνιση του χρόνου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάπτυξη των χαρακτήρων οι οποίοι κινούνται και δρουν ως τα εντελώς τους αντίθετα. Για παράδειγμα ο μουσάτος, κουστουμαρισμένος και καθώς πρέπει οικογενειάρχης/θύτης, είναι ψύχραιμος, μεθοδικός και καθόλου βιαστικός στις κινήσεις του, μελετώντας σχολαστικά το κάθε του βήμα (φτάνει στο σημείο να μετράει μέχρι και τους...σφυγμούς του, προκειμένου οι χτύποι της καρδιάς του να συνηθίσουν στην actual απαγωγή που ετοιμάζεται να κάνει) και περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή (και την κατάλληλη γυναίκα δηλαδή), μέχρι να πραγματοποιήσει την επίθεσή του, η οποία σημειωτέον γίνεται μέσα σε άπειρο κόσμο!
Αν και η αλήθεια είναι πως δεν παρουσιάζεται ένα επαρκές παρελθόν των πρωταγωνιστών, εντούτοις δεν μας απασχολεί κιόλας, κυρίως όσον αφορά το ζευγάρι. Αντιθέτως δίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αντιληφθούμε πως ο Raymond, ήταν από μικρός ένα παιδί που δοκίμαζε το προσωπικά του όρια, εκδηλώνοντας προφανώς τα πρώτα σημάδια της μετέπειτα ψυχωτικής του μανίας, την οποία έμαθε καλά να κρύβει κάτω από το οικογενειακό του παραπέτασμα. Στον αντίποδα αυτού του τέρατος ψυχραιμίας (ή και σκέτου τέρατος) βρίσκεται ο φρενιασμένος γκόμενος, που με βλέμμα σκυθρωπό και μανιασμένο, δεν έχει πάψει στιγμή να αναζητά την χαμένη του αγάπη, όντας πιο κενός από ποτέ, ανίκανος να συνεχίσει την ζωή του και να ξεχάσει, αφού για εκείνον ο χρόνος σταμάτησε τρία χρόνια πριν, όταν η Saskia χάθηκε.
Το "The Vanishing" είναι ένα καλοστημένο ταινιάκι εμμονών και βραδύκαυστης τρέλας, το οποίο είναι πολύ πιθανό να μη σου γεμίσει το μάτι, πρέπει όμως να αναλογιστείς και το γεγονός οτι μιλάμε για την δεκαετία του '80. Έκτοτε τέτοιου είδους ταινίες γίνονται με το κιλό, αν και πάλι μπορούμε να το επαινέσουμε ως ένα από εκείνα τα φιλμ, το οποίο καταφέρνει να διατηρείται διαχρονικό και πρωτότυπο, ακόμα και μέχρι τις μέρες μας. Ένα θετικό ποσοστό εξάλλου πηγαίνει και στον σκηνοθέτη, ο οποίος κοπιάρει, αλλά πάντα με σεβασμό τα χιτσκοκικά μοτίβα, με ένα από τα πιο χαρακτηριστικά να αφορά και την συμμετοχή του θεατή στα τεκταινόμενα. Το γεγονός για παράδειγμα πως εμείς γινόμαστε από την αρχή μάρτυρες του θύτη και του δικού του κοινωνικού background, λειτουργεί κατά έναν περίεργο τρόπο ακόμα και ηδονοβλεπτικά πάνω μας, δίνοντάς μας τον ρόλο του παντογνώστη Θεού, ενώ σε μια εξαίσια σκηνοθετημένη λήψη, μας "μεταβιβάζει" στο σώμα της Saskia, αφήνοντάς μας στιγμιαία να αισθανθούμε εμείς οι ίδιοι θύματα ενός πρωτάρη stalker.
Χωρίς να δρέπει δάφνες πρωτοτυπίας, αλλά αποτελώντας ένα μικρό, γρήγορο και twisty ταινιάκι, το "The Vanishing" είναι σίγουρα η καλύτερη επιλογή όταν δεν θες κανείς να σου χαϊδεύει τα μυαλά και να σε ποτίζει ελπίδα και αισιοδοξία. Γιατί η ζωή είναι απλά αλλιώς...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ένα μπρελόκ τα αλλάζει όλα, οτι ένα φρίσμπι κοστίζει 13,50 φράγκα εν έτι 1988;;; και οτι πόσο χαλβάς είσαι που αποφασίζεις να μην ακούσεις την γκόμενά σου, όταν εκείνη σου λέει να βάλεις βενζίνη; Just saying...
No trivia
Το "The Vanishing" θεωρείται ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα θριλερικής δημιουργίας, εμμονών και μιουταρισμένου σασπένς της δεακετίας του '80 και αυτοί είναι σίγουρα μερικοί λόγοι που το κάνουν να ξεχωρίζει από άλλα φιλμ τα οποία πρέπει να προκαλέσουν ποικιλοτρόπως, για να δηλώσουν αυτό που είναι: ιστορίες που ακροβατούν ανάμεσα στην τρέλα και την λογική. Για να δούμε...
Ο Rex και η Saskia είναι ένα ζευγάρι που αποφασίζει να πάει ταξιδάκι αναψυχής κάπου στην Γαλλία. Έχοντας ως μεταφορικό μέσα ένα μικρό αυτοκίνητο τίγκα στα μπαγκάζια, διασχίζουν το όμορφο, γαλλικό τοπίο συζητώντας και ενίοτε καυγαδίζοντας, μιας που αν γίνεται κάτι κατανοητό από την αρχή, είναι πως το συγκεκριμένο ζευγάρι αρέσκεται να κοντράρεται για ψύλλου πήδημα. Επίσης εμφανές είναι το γεγονός πως η ωραία και μοιραία Saskia, είναι από εκείνες τις γυναίκες που μπορούν να σε παρατήσουν στα κρύα του λουτρού, ανά πάσα στιγμή (ακόμη κι αν τελικά αυτό δεν ισχύει, αλλά ο σκηνοθέτης George Sluizer, μας χειραγωγεί με ευκολία στο να πιστέψουμε κάτι τέτοιο).
Όταν οι δυο τους αποφασίσουν να σταματήσουν σε ένα βενζινάδικο προκειμένου να αναδιοργανωθούν, η Saskia θα προθυμοποιηθεί να αγοράσει μερικά αναψυκτικά και θα αφήσει για λίγο τον Rex μόνο του. Το πρόβλημα είναι οτι δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά, μιας που από εκείνη την ημέρα τα ίχνη της χάνονται και μαζί με αυτά και το μυαλό του Rex ο οποίος αφιερώνει τον χρόνο του ακόμα και τρία χρόνια μετά την εξαφάνισή της, στην εύρεση στοιχείων που να οδηγούν σε κάποια εξήγηση αναφορικά με το τι της συνέβη. Αυτό που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται όμως, είναι πως ο απαγωγέας καιροφυλακτεί Και παρακολουθεί...
Βασισμένο στην νουβέλα του Tim Krabbe, "The Golden Egg", το "The Vanishing" πραγματεύεται με τρόπο καθόλα εσκεμμένα υποτονικό και διστακτικό, το ιστορικό μιας εξαφάνισης η οποία γίνεται αφορμή για τον ζευγαρωτό πρωταγωνιστή να δηλητηριάσει την ζωή του με εικασίες και αμφιβολίες που εξακολουθούν να τον ταλανίζουν αναφορικά με την χαμένη Saskia.
Παρά το γεγονός οτι το συγκεκριμένο ταινιάκι μνημονεύεται ως μια από τις καλύτερες ευρωπαϊκές, κινηματογραφικές στιγμές του ΄80, εντούτοις ο σκηνοθέτης της George Sluizer, θέλησε επίσης να το αμερικανοποιήσει, σκηνοθετώντας το 1993 ακριβώς την ίδια υπόθεση, στην αμερικάνικη version της και με πρωταγωνιστές τους Jeff Bridges, Kiefer Sutherland και Sandra Bullock. Η ταινία όπως φαντάζεσαι κατέληξε σε αποτυχία (είχα την "τύχη" να την δω και εγώ ένα βράδυ στην τηλεόραση), καθώς οχι μόνο άλλαξε το τέλος της original εκδοχής (ε οχι!), αλλά το όλο story κατέληξε απλώς να λειτουργεί ως ένα κακέκτυπο της γαλλογερμανικής εκδοχής, με αποτέλεσμα γρήγορα να ξεχαστεί τόσο από τους συμμετέχοντες ηθοποιούς, όσο και από τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Όπως και να το κάνουμε μερικές φορές είναι καλύτερο να μην αφήνουμε τις φιλοδοξίες να μας παρασύρουν, γιατί το αποτέλεσμα δεν έχει κανέναν λόγο να βγει έτσι κι αλλιώς καλό. Και το "Spoorloos" από μόνο του έχει τόσα καλά πράγματα να σου δώσει...
Η ταινία είναι βασισμένη σε έναν αρχετυπικό urban legend, σύμφωνα με τον οποίο μια γυναίκα είχε επισκεφθεί μαζί με την κόρη της το 1901 την Έκθεση του Παρισιού, μόνο για να εξαφανισθεί λίγο αργότερα, αφήνοντας την κόρη μόνη και το προσωπικό του ξενοδοχείου, χωρίς καμία μνήμη οτι υπήρξε και οτι είχε δει ποτέ την μητέρα.
Πάνω σε αυτό ακριβώς το μοτίβο έχουν βασιστεί διάφορες ακόμη ταινίες, όπως το "The Lady Vanishes" του Alfred Hitchcock, καθώς και το "So Long at the Fair" των Antony Darnborough και Terence Fisher. Το "The Vanishing" μάλιστα, πέρα από τις μπόλικες δόσεις μυστηρίου και σασπένς που το χαρκτηρίζουν, μοιράζεται επίσης με τον θεατή μια ακόμη wannabe χιτσκοκίζουσα διάθεση, μιας που ο γαλλικός τίτλος του έχει αποδοθεί ως "L'Homme qui voulait savoir" ("The Man Who Wanted to Know"), παραπέμποντας προφανώς στο φιλμ του μαιτρ του τρόμου, "The Man Who Knew Too Much".
Πέρα όμως από τα όποια δάνεια έχει πάρει η ταινία του Sluizer, η αλήθεια παραμένει πως το συγκεκριμένο κινηματογραφικό δημιούργημα, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον σου αμείωτο, εξαιτίας κυρίως του τρόπου με τον οποίο αποφασίζει να σε καθοδηγήσει μέσα στην πλοκή και και σε καταστήσει κοινωνό περίεργων και βαθιά διαταραγμένων καταστάσεων, οι οποίες εκ πρώτης όψεως δεν φαντάζουν τίποτε άλλο πέρα από φυσιολογικές.
Και τι εννοούμε με αυτό. Καταρχάς ο σκηνοθέτης φροντίζει να κρατήσει μια εντελώς αναρχική στάση μέσα στην ταινία του όσον αφορά το μοτίβο του κατά τα άλλα κλασικού αφηγηματικού χρόνου, μεταπηδώντας πότε στο παρελθόν και πότε στο παρόν, αφήνοντας εύκολα υπονοούμενα αναφορικά και με το ίδιο το μέλλον των ηρώων. Δεν είναι δύσκολο να μπει κανείς στον κεκαλυμμένα ψυχωτικό κόσμο για παράδειγμα, του θύτη και να αντιληφθεί τόσο τον τρόπο δράσης του, όσο και τι πραγματικά απέγινε η Saskia.
Εκτός από την ουσιαστική, κινηματογραφική απεικόνιση του χρόνου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάπτυξη των χαρακτήρων οι οποίοι κινούνται και δρουν ως τα εντελώς τους αντίθετα. Για παράδειγμα ο μουσάτος, κουστουμαρισμένος και καθώς πρέπει οικογενειάρχης/θύτης, είναι ψύχραιμος, μεθοδικός και καθόλου βιαστικός στις κινήσεις του, μελετώντας σχολαστικά το κάθε του βήμα (φτάνει στο σημείο να μετράει μέχρι και τους...σφυγμούς του, προκειμένου οι χτύποι της καρδιάς του να συνηθίσουν στην actual απαγωγή που ετοιμάζεται να κάνει) και περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή (και την κατάλληλη γυναίκα δηλαδή), μέχρι να πραγματοποιήσει την επίθεσή του, η οποία σημειωτέον γίνεται μέσα σε άπειρο κόσμο!
Αν και η αλήθεια είναι πως δεν παρουσιάζεται ένα επαρκές παρελθόν των πρωταγωνιστών, εντούτοις δεν μας απασχολεί κιόλας, κυρίως όσον αφορά το ζευγάρι. Αντιθέτως δίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αντιληφθούμε πως ο Raymond, ήταν από μικρός ένα παιδί που δοκίμαζε το προσωπικά του όρια, εκδηλώνοντας προφανώς τα πρώτα σημάδια της μετέπειτα ψυχωτικής του μανίας, την οποία έμαθε καλά να κρύβει κάτω από το οικογενειακό του παραπέτασμα. Στον αντίποδα αυτού του τέρατος ψυχραιμίας (ή και σκέτου τέρατος) βρίσκεται ο φρενιασμένος γκόμενος, που με βλέμμα σκυθρωπό και μανιασμένο, δεν έχει πάψει στιγμή να αναζητά την χαμένη του αγάπη, όντας πιο κενός από ποτέ, ανίκανος να συνεχίσει την ζωή του και να ξεχάσει, αφού για εκείνον ο χρόνος σταμάτησε τρία χρόνια πριν, όταν η Saskia χάθηκε.
Το "The Vanishing" είναι ένα καλοστημένο ταινιάκι εμμονών και βραδύκαυστης τρέλας, το οποίο είναι πολύ πιθανό να μη σου γεμίσει το μάτι, πρέπει όμως να αναλογιστείς και το γεγονός οτι μιλάμε για την δεκαετία του '80. Έκτοτε τέτοιου είδους ταινίες γίνονται με το κιλό, αν και πάλι μπορούμε να το επαινέσουμε ως ένα από εκείνα τα φιλμ, το οποίο καταφέρνει να διατηρείται διαχρονικό και πρωτότυπο, ακόμα και μέχρι τις μέρες μας. Ένα θετικό ποσοστό εξάλλου πηγαίνει και στον σκηνοθέτη, ο οποίος κοπιάρει, αλλά πάντα με σεβασμό τα χιτσκοκικά μοτίβα, με ένα από τα πιο χαρακτηριστικά να αφορά και την συμμετοχή του θεατή στα τεκταινόμενα. Το γεγονός για παράδειγμα πως εμείς γινόμαστε από την αρχή μάρτυρες του θύτη και του δικού του κοινωνικού background, λειτουργεί κατά έναν περίεργο τρόπο ακόμα και ηδονοβλεπτικά πάνω μας, δίνοντάς μας τον ρόλο του παντογνώστη Θεού, ενώ σε μια εξαίσια σκηνοθετημένη λήψη, μας "μεταβιβάζει" στο σώμα της Saskia, αφήνοντάς μας στιγμιαία να αισθανθούμε εμείς οι ίδιοι θύματα ενός πρωτάρη stalker.
Χωρίς να δρέπει δάφνες πρωτοτυπίας, αλλά αποτελώντας ένα μικρό, γρήγορο και twisty ταινιάκι, το "The Vanishing" είναι σίγουρα η καλύτερη επιλογή όταν δεν θες κανείς να σου χαϊδεύει τα μυαλά και να σε ποτίζει ελπίδα και αισιοδοξία. Γιατί η ζωή είναι απλά αλλιώς...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ένα μπρελόκ τα αλλάζει όλα, οτι ένα φρίσμπι κοστίζει 13,50 φράγκα εν έτι 1988;;; και οτι πόσο χαλβάς είσαι που αποφασίζεις να μην ακούσεις την γκόμενά σου, όταν εκείνη σου λέει να βάλεις βενζίνη; Just saying...
No trivia
Τετάρτη 3 Απριλίου 2013
Stoker: It runs in the family
Hello again. Όπως σας είπα για σήμερα Τετάρτη, ετοίμαζα να ανεβάσω το "Stoker", μια από τις πολύ καλές ταινίες που μπόρεσα να απολαύσω αυτή την περίοδο. Με μερικά σκαμπανεβάσματα στην ψυχολογία, θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική και right to the point, αναφορικά με αυτά που πιστεύω πως ήθελε να περάσει ο Chan-wook Park, μέσω της ταινίας του. Και επίσης να πως από τώρα, πως αν δεν την έχετε δει, καλά θα κάνετε να μην περιμένετε για πολύ ακόμη...
Μετά τον θάνατο του πατέρα της (Dermot Mulroney), η ιδιόρρυθμη India (Mia Wasikowska), κλονισμένη και βαθιά προβληματισμένη/προβληματική, θα κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό της, κάνοντας οτι περνάει από το χέρι της, προκειμένου να αποφεύγει συστηματικά την παρουσία της ψυχρής της μητέρας, Evelyn (Nicole Kidman). Και ενώ οι σχέσεις των δυο γυναικών πατούν σε τεντωμένο σκοινί, ιδιαίτερα μετά την ολοκληρωτική "αποχώρηση" της πατρικής/συζυγικής φιγούρας από το σπίτι, ένας άλλος γοητευτικός άνδρας, πρόκειται να κάνει την εμφάνισή του, στο σπίτι των Stoker, δηλώνοντας πως ορίζεται και ο ίδιος από το κοινό αίμα που τρέχει στις φλέβες του. Ο νεοφερμένος δεν είναι άλλος, από τον μικρότερο αδελφό του πατέρα της India, Charlie (Matthew Goode). Ο μυστηριώδης θείος Charlie, θα αρχίσει να κινείται μέσα στο σπίτι, γεμάτος αυτοπεποίθηση, σαγηνεύοντας την νέα χήρα, και προκαλώντας τις ματιές της νεαρής India. Κοσμογυρισμένος και μοναχικός καθώς είναι, θα αποτελέσει τον αρσενικό πόλο έλξης για τις ηρωίδες του σπιτιού, οι οποίες θα τον δουν σαν το βάζο με το μέλι. Για τελείως διαφορετικούς λόγους βεβαίως, η καθεμία. Και φυσικά, όπως κάθε οικογένεια που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και οι Stoker, θα εξακολουθήσουν να κρύβουν καλά τα μυστικά τους. Μέχρι δηλαδή αυτά να βγουν στην επιφάνεια και οι αλήθειες τους να γκρεμίσουν τα πάντα...
Όπως έχεις ήδη ακούσει, το "Stoker", αποτελεί το αγγλόφωνο, κινηματογραφικό ντεμπούτο του νοτιοκεράτη Chan-wook Park, ο οποίος μεταφέρει στιλιζάρισμα, ατμόσφαιρα και-όπως αναμενόταν-εκπληκτική σκηνοθεσία, ακόμα και σε αυτή την πρώτη του, χολιγουντιανή απόπειρα.
Η αλήθεια είναι πως εδώ και καιρό βλέπαμε μια συγκεκριμένη κινητικότητα των Ασιατών δημιουργών, ως προς τον εμπορικό, αμερικανικό κινηματογράφο, μιας που όλοι αναζητούν μετά την καταξίωση, την αναγνώριση, και σε ένα μεγαλύτερο (ή μάλλον ΤΟ μεγαλύτερο) σινεματικό κοινό. Και τι καλύτερο από το να ξεκινήσουν την προσπάθεια αυτή, από το Hollywood;
Όσον αφορά τον απόηχο της ταινίας του Park, τα πράγματα μάλλον δεν ήταν τελικά και τόσο ενδεικτικά του ταλέντου του, μιας που μπορεί το κοινό να αγκάλιασε το "Stoker", κριτικοί όμως, και σινεφιλίδικοι παντογνώστες, φάνηκε να τιμωρούν (υπέρ του δέοντος αν ρωτάτε εμένα), το κατά τα άλλα φτωχό σενάριο του πρωταγωνιστή του Prison Break, Wentworth Miller. Αν είναι έτσι, τότε τι έχει να πει κανείς για το "The Last Stand", το αμερικάνικο ντεμπούτο του Jee-woon Kim, ενός δημιουργού μερικών, εκ των καλυτέρων σύγχρονων, νοτιοκορετικών ταινιών όπως οι "A Tale of two Sister", "Bitersweet Life" και "I Saw the Devil"; Ένας γερασμένος πλέον Arnie, πιστολίδι, τρεχαλητό και ένα όσο δεν πάει κλισεδιάρικο σενάριο, που όμως κάτι μας λέει πως όλο αυτό, μάλλον έγινε εξεπιτούτου από τον Kim, δεδομένης της ικανότητας των Ασιατών να μεταπηδούν από το ένα ταινιακό είδος στο άλλο, και να παραδίδουν μαθήματα κινηματογράφου, με όποιο κι αν καταπιάνονται. Εν προκειμένω ο Kim πλήρωσε μάλλον "ακριβά" την επιθυμία μιας "επιστροφής στις παλιές ρίζες και ολίγον από b-movie crime", θεωρώντας προφανώς πως θα είχε ανάλογο αντίκτυπο με το...ασιατικό του western, "The Good, the Bad and the Weird". Sorry Kim, εδώ είναι Αμέρικα, κι αν δεν είσαι ταραντινικός από γεννησιμιού σου, auteur, κλασικός, hip ή ένας ακόμη Ben Affleck, "stick to your own cinema style". Δεν είδες και τον Park; Μια γαμιστερή (με το μπαρδόν δηλαδή) ταινία είπε να κάνει, να πετάξει μέσα και τον αποφυλακισμένο πια Wentworth, και η ατάκα "ωραία ταινία, αλλά το σενάριο ok", έδωσε και πήρε. Να υποθέσω πως αν είχε αναλάβει ο Park και αυτό το πόστο, όλα θα είχαν πάει κατ' ευχήν;
Δεν ξέρω γιατί προκλήθηκε ένα σχετικό θέμα, αναφορικά με τις αδυναμίες του σεναρίου, από την στιγμή που το ίδιο το σενάριο επέβαλε στην υπόθεση να αποτελέσει, μια ιστορία δωματίου. Το γεγονός οτι υπάρχουν αρκετές σκηνές που διαδραματίζονται εκτός της εντυπωσιακής έπαυλης, δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο, εκτός από αυτό που μόλις έγραψα (ή ίσως και να έχει μια βαθύτερη έννοια, αλλά θα πρέπει να προχωρήσω σε spoilers για όσους δεν το έχουν δει και δεν θέλω). Αντιθέτως όλο το ψυχολογικό παιχνίδι ανάμεσα σε αυτό το προκλητικό τρίγωνο, παίζεται μέσα στο σπίτι. Με άλλα λόγια, ο κατεξοχήν πυρήνας της οικογενειακής γαλήνης, της ζεστασιάς και της ασφάλειας σπάει στην στιγμή, μόνο για να μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο παζλ, τα κομμάτια του οποίου θα αρχίσουν να μπαίνουν αργά, αλλά σταθερά στην θέση τους, αποκαλύπτοντας το πραγματικό, disturbing προσωπείο αυτού, που σίγουρα έχεις αρχίσει να ψυλλιάζεσαι.
Ο Park, έχοντας παράδοση στην εννοιολογική σκηνοθεσία και τις πρωτοποριακές τεχνικές, δεν διστάζει να φέρει μερικές από αυτές, στο "Stoker", το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του, μοιάζει με έναν ζωντανό, κινούμενο πίνακα, πολύ θελκτικό για να μην τον προσέξεις. Από τους χρωματισμούς του εσωτερικού του σπιτιού (έντονα κόκκινα, βαθιά μπλε, ξεπλυμένα πράσινα και εκτυφλωτικά κίτρινα), και τις μυστηριώδεις γωνιές των κήπων, μέχρι το ντύσιμο των ηρώων που παραπέμπει σε άλλη εποχή, καθώς και τον συνδυασμό αυτού, με μια καθημερινότητα απτή και βαρετή (είναι εντυπωσιακό το πόσο κόντρα μοιάζει να έρχεται για παράδειγμα, ο συνηθισμένος χώρος του σχολείου, με το επιβλητικό κτίσμα στο οποίο ζει η India), o Park, καταφέρνει να δώσει το στίγμα μιας ταραχώδους ατμόσφαιρας, την οποία αντιλαμβάνεσαι κατά τρόπο υπόγειο, σαν να ξέρεις πως κάτι δεν πάει καλά, αλλά να μην μπορείς να εντοπίσεις και τι ακριβώς είναι αυτό. Αυτό, είναι το ταλέντο του Park, να δημιουργεί καταστάσεις και κλίμα, από τις πιο καθημερινές πτυχές της ανθρώπινης ζωής, συνδυάζοντας παράλληλα υφές ετερόκλητες, χρώματα, αισθήσεις, στυλ, ακόμα και στοιχεία άλλων, θαρρείς, εποχών, πετυχαίνοντας πάντα ένα ραφιναρισμένο αποτέλεσμα που εντυπωσιάζει. Οτι δηλαδή κάνει και στο "Stoker", με το αποτέλεσμα να είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό.
Η προβληματική ενός μυστικού, η οποία θέτει τα θεμέλια μιας γενικότερης δράσης, αποτελεί πάγια τακτική στις ταινίες του Park, είτε πρόκειται για ένα μυστικό το οποίο αποκρύπτεται από εμάς τους θεατές, είτε για ένα θέμα το οποίο ενδεχομένως να μην γνωρίζουν κάποιοι, από τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους της ταινίας, όπως γίνεται για παράδειγμα στο "Thrist", στο οποίοι οι συμπρωταγωνιστές δεν γνωρίζουν οτι ο καλόκαρδος ιερέας, έχει μεταμορφωθεί σε βρικόλακα (κάτι στο οποίο εμείς γινόμαστε μάρτυρες, από τα πρώτα λεπτά). Στην προκειμένη περίπτωση, το "Stoker", αποτελεί ένα γαϊτανάκι κρυμμένων σκέψεων και λόγων, από το οποίο μόνο οι επιθυμίες της Kidman, μοιάζουν να πλησιάζουν σε κάτι φαινομενικά λογικό και φυσικά απτό. Η λαγνεία της εξάλλου, γίνεται εμφανής από την αρχή, μέσα από χαμογελάκια, πετάρισμα των βλεφάρων και προσεγμένη εμφάνιση, σε μια προφανή προσπάθεια να αποκαλύψει την δική της επιθυμία απέναντι στον θείο Charlie. Αντιθέτως, οι μύχιες σκέψεις των Goode και Wasikoska, είναι αυτές που αφορούν, και αυτές που μέσα από ένα ολίγον μεταφυσικό πρίσμα (η India έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται πράγματα, τα οποία οι άλλοι δεν μπορούν), έρχονται και κλειδώνουν η μια με την άλλη, δημιουργώντας έναν αναπόφευκτα άρρηκτο δεσμό, ανάμεσα στους δυο τους. Έτσι κι αλλιώς αυτό δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθεί κανείς, ήδη από την αρχή, και μέσα από το αυστηρά προσωπικό και μοναχικό περιβάλλον (αυτό του εαυτού της δηλαδή), με το οποίο πορεύεται η India.
Έχω την εντύπωση πως το όνομα της ηρωίδας, δεν είναι διόλου τυχαίο, μιας που όπως φαίνεται, θα αποτελέσει έναν ακόμη "προορισμό", για τον πολυταξιδεμένο Charlie, γεγονός που κάνει την σύνδεση/ταύτισή του, ακόμη πιο προφανή. Κάπου εδώ, θα αρκεστώ να σας πως, πως όσοι έχετε παρακολουθήσει "Dexter", θα βρείτε και μια ξεκάθαρη σχέση ανάμεσα στην προσωπικότητα του Michael C. Hall, και της Mia Wasikoska, μια σχέση που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την στάση και το ιδιαίτερο παίξιμό της στην ταινία.
Είτε το story μας παραπέμπει στην αποδόμηση της οικογενειακής εστίας, είτε σε πιο βαθιά, ψυχολογικά μυστικά στα οποί εμπλέκονται ζητήματα φροϊδικών αναφορών και δεν συμμαζεύεται, η αλήθεια είναι πως οτι κι αν θέλει να πει ο Miller, παρέα με τον Park, το κάνουν πολύ καλά. Δεν χρειάζεται εξάλλου να πούμε και πολλά για την εκπληκτική σκηνοθεσία του νοτιοκορεάτη, πέρα από το οτι θα σας συνεπάρει και θα σας μαγέψει. Και για εμένα που είμαι εμμονική με αυτά τα θέματα και τα ψάχνω, η τριχρωμία μπλε-κόκκινο-κίτρινο, είναι πάλι εκεί, για να μας υπενθυμίσει οτι βλέπουμε κάποιον που ξέρει από κινηματογράφο.
Οι ερμηνείες είναι αναμενόμενα εξαιρετικές (όπως και η φωτογραφία βεβαίως, βεβαίως). Η Kidman είναι ταυτόχρονα ψυχρή, απόμακρη, σχεδόν κέρινη, αποτελώντας την ιδανική αποπροσωποποιημένη μητέρα και την wannabe ερωμένη. Και ο Goode όμως, θυμίζει σε στιγμές τον χαρακτήρα του Christian Bale από το "American Psycho". Εντελώς ψυχωτικός και με ένα παγωμένο χαμόγελο συνεχώς στα χείλη του, αποτελεί παρουσία διαβολικά ήρεμη, μέχρι την στιγμή της απαραίτητης ανατροπής. Βέβαια, την παρουσία κλέβει εύκολα η Wasikowska η οποία υποδύεται τον ρόλο της με αλλοπρόσαλλη, ιδιάζουσα και σκοτεινή πίστη. Με κορακί μαλλί, ντύσιμο καλόγριας και δολοφονικά βλέμματα, σίγουρα δεν είναι η τύπισσα με την οποία θες να έχεις και πολλά πάρε δώσε. Καλύτερα, ούτε κι εκείνη θέλει...
Το "Stoker" στο σύνολό του, είναι μια ταινία που αξίζει να την δεις, για όλα τα παραπάνω και για ακόμη περισσότερα. Ας προσθέσουμε λοιπόν σε αυτά και την υπέροχη μουσική του Clint Mansell, καθώς και το εξαίσιο τραγούδι της Emily Wells, "Becomes the Color", το οποίο ακούγεται στο τέλος. Δείτε την.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τα γυαλιά δεν έπαθαν τίποτα, οτι τα μαλλιά της Kidman είναι στάχυα και οτι ο οργασμός, μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους τρόπους.
TRIVIA
Μετά τον θάνατο του πατέρα της (Dermot Mulroney), η ιδιόρρυθμη India (Mia Wasikowska), κλονισμένη και βαθιά προβληματισμένη/προβληματική, θα κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό της, κάνοντας οτι περνάει από το χέρι της, προκειμένου να αποφεύγει συστηματικά την παρουσία της ψυχρής της μητέρας, Evelyn (Nicole Kidman). Και ενώ οι σχέσεις των δυο γυναικών πατούν σε τεντωμένο σκοινί, ιδιαίτερα μετά την ολοκληρωτική "αποχώρηση" της πατρικής/συζυγικής φιγούρας από το σπίτι, ένας άλλος γοητευτικός άνδρας, πρόκειται να κάνει την εμφάνισή του, στο σπίτι των Stoker, δηλώνοντας πως ορίζεται και ο ίδιος από το κοινό αίμα που τρέχει στις φλέβες του. Ο νεοφερμένος δεν είναι άλλος, από τον μικρότερο αδελφό του πατέρα της India, Charlie (Matthew Goode). Ο μυστηριώδης θείος Charlie, θα αρχίσει να κινείται μέσα στο σπίτι, γεμάτος αυτοπεποίθηση, σαγηνεύοντας την νέα χήρα, και προκαλώντας τις ματιές της νεαρής India. Κοσμογυρισμένος και μοναχικός καθώς είναι, θα αποτελέσει τον αρσενικό πόλο έλξης για τις ηρωίδες του σπιτιού, οι οποίες θα τον δουν σαν το βάζο με το μέλι. Για τελείως διαφορετικούς λόγους βεβαίως, η καθεμία. Και φυσικά, όπως κάθε οικογένεια που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και οι Stoker, θα εξακολουθήσουν να κρύβουν καλά τα μυστικά τους. Μέχρι δηλαδή αυτά να βγουν στην επιφάνεια και οι αλήθειες τους να γκρεμίσουν τα πάντα...
Όπως έχεις ήδη ακούσει, το "Stoker", αποτελεί το αγγλόφωνο, κινηματογραφικό ντεμπούτο του νοτιοκεράτη Chan-wook Park, ο οποίος μεταφέρει στιλιζάρισμα, ατμόσφαιρα και-όπως αναμενόταν-εκπληκτική σκηνοθεσία, ακόμα και σε αυτή την πρώτη του, χολιγουντιανή απόπειρα.
Η αλήθεια είναι πως εδώ και καιρό βλέπαμε μια συγκεκριμένη κινητικότητα των Ασιατών δημιουργών, ως προς τον εμπορικό, αμερικανικό κινηματογράφο, μιας που όλοι αναζητούν μετά την καταξίωση, την αναγνώριση, και σε ένα μεγαλύτερο (ή μάλλον ΤΟ μεγαλύτερο) σινεματικό κοινό. Και τι καλύτερο από το να ξεκινήσουν την προσπάθεια αυτή, από το Hollywood;
Όσον αφορά τον απόηχο της ταινίας του Park, τα πράγματα μάλλον δεν ήταν τελικά και τόσο ενδεικτικά του ταλέντου του, μιας που μπορεί το κοινό να αγκάλιασε το "Stoker", κριτικοί όμως, και σινεφιλίδικοι παντογνώστες, φάνηκε να τιμωρούν (υπέρ του δέοντος αν ρωτάτε εμένα), το κατά τα άλλα φτωχό σενάριο του πρωταγωνιστή του Prison Break, Wentworth Miller. Αν είναι έτσι, τότε τι έχει να πει κανείς για το "The Last Stand", το αμερικάνικο ντεμπούτο του Jee-woon Kim, ενός δημιουργού μερικών, εκ των καλυτέρων σύγχρονων, νοτιοκορετικών ταινιών όπως οι "A Tale of two Sister", "Bitersweet Life" και "I Saw the Devil"; Ένας γερασμένος πλέον Arnie, πιστολίδι, τρεχαλητό και ένα όσο δεν πάει κλισεδιάρικο σενάριο, που όμως κάτι μας λέει πως όλο αυτό, μάλλον έγινε εξεπιτούτου από τον Kim, δεδομένης της ικανότητας των Ασιατών να μεταπηδούν από το ένα ταινιακό είδος στο άλλο, και να παραδίδουν μαθήματα κινηματογράφου, με όποιο κι αν καταπιάνονται. Εν προκειμένω ο Kim πλήρωσε μάλλον "ακριβά" την επιθυμία μιας "επιστροφής στις παλιές ρίζες και ολίγον από b-movie crime", θεωρώντας προφανώς πως θα είχε ανάλογο αντίκτυπο με το...ασιατικό του western, "The Good, the Bad and the Weird". Sorry Kim, εδώ είναι Αμέρικα, κι αν δεν είσαι ταραντινικός από γεννησιμιού σου, auteur, κλασικός, hip ή ένας ακόμη Ben Affleck, "stick to your own cinema style". Δεν είδες και τον Park; Μια γαμιστερή (με το μπαρδόν δηλαδή) ταινία είπε να κάνει, να πετάξει μέσα και τον αποφυλακισμένο πια Wentworth, και η ατάκα "ωραία ταινία, αλλά το σενάριο ok", έδωσε και πήρε. Να υποθέσω πως αν είχε αναλάβει ο Park και αυτό το πόστο, όλα θα είχαν πάει κατ' ευχήν;
Δεν ξέρω γιατί προκλήθηκε ένα σχετικό θέμα, αναφορικά με τις αδυναμίες του σεναρίου, από την στιγμή που το ίδιο το σενάριο επέβαλε στην υπόθεση να αποτελέσει, μια ιστορία δωματίου. Το γεγονός οτι υπάρχουν αρκετές σκηνές που διαδραματίζονται εκτός της εντυπωσιακής έπαυλης, δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο, εκτός από αυτό που μόλις έγραψα (ή ίσως και να έχει μια βαθύτερη έννοια, αλλά θα πρέπει να προχωρήσω σε spoilers για όσους δεν το έχουν δει και δεν θέλω). Αντιθέτως όλο το ψυχολογικό παιχνίδι ανάμεσα σε αυτό το προκλητικό τρίγωνο, παίζεται μέσα στο σπίτι. Με άλλα λόγια, ο κατεξοχήν πυρήνας της οικογενειακής γαλήνης, της ζεστασιάς και της ασφάλειας σπάει στην στιγμή, μόνο για να μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο παζλ, τα κομμάτια του οποίου θα αρχίσουν να μπαίνουν αργά, αλλά σταθερά στην θέση τους, αποκαλύπτοντας το πραγματικό, disturbing προσωπείο αυτού, που σίγουρα έχεις αρχίσει να ψυλλιάζεσαι.
Ο Park, έχοντας παράδοση στην εννοιολογική σκηνοθεσία και τις πρωτοποριακές τεχνικές, δεν διστάζει να φέρει μερικές από αυτές, στο "Stoker", το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του, μοιάζει με έναν ζωντανό, κινούμενο πίνακα, πολύ θελκτικό για να μην τον προσέξεις. Από τους χρωματισμούς του εσωτερικού του σπιτιού (έντονα κόκκινα, βαθιά μπλε, ξεπλυμένα πράσινα και εκτυφλωτικά κίτρινα), και τις μυστηριώδεις γωνιές των κήπων, μέχρι το ντύσιμο των ηρώων που παραπέμπει σε άλλη εποχή, καθώς και τον συνδυασμό αυτού, με μια καθημερινότητα απτή και βαρετή (είναι εντυπωσιακό το πόσο κόντρα μοιάζει να έρχεται για παράδειγμα, ο συνηθισμένος χώρος του σχολείου, με το επιβλητικό κτίσμα στο οποίο ζει η India), o Park, καταφέρνει να δώσει το στίγμα μιας ταραχώδους ατμόσφαιρας, την οποία αντιλαμβάνεσαι κατά τρόπο υπόγειο, σαν να ξέρεις πως κάτι δεν πάει καλά, αλλά να μην μπορείς να εντοπίσεις και τι ακριβώς είναι αυτό. Αυτό, είναι το ταλέντο του Park, να δημιουργεί καταστάσεις και κλίμα, από τις πιο καθημερινές πτυχές της ανθρώπινης ζωής, συνδυάζοντας παράλληλα υφές ετερόκλητες, χρώματα, αισθήσεις, στυλ, ακόμα και στοιχεία άλλων, θαρρείς, εποχών, πετυχαίνοντας πάντα ένα ραφιναρισμένο αποτέλεσμα που εντυπωσιάζει. Οτι δηλαδή κάνει και στο "Stoker", με το αποτέλεσμα να είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό.
Η προβληματική ενός μυστικού, η οποία θέτει τα θεμέλια μιας γενικότερης δράσης, αποτελεί πάγια τακτική στις ταινίες του Park, είτε πρόκειται για ένα μυστικό το οποίο αποκρύπτεται από εμάς τους θεατές, είτε για ένα θέμα το οποίο ενδεχομένως να μην γνωρίζουν κάποιοι, από τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους της ταινίας, όπως γίνεται για παράδειγμα στο "Thrist", στο οποίοι οι συμπρωταγωνιστές δεν γνωρίζουν οτι ο καλόκαρδος ιερέας, έχει μεταμορφωθεί σε βρικόλακα (κάτι στο οποίο εμείς γινόμαστε μάρτυρες, από τα πρώτα λεπτά). Στην προκειμένη περίπτωση, το "Stoker", αποτελεί ένα γαϊτανάκι κρυμμένων σκέψεων και λόγων, από το οποίο μόνο οι επιθυμίες της Kidman, μοιάζουν να πλησιάζουν σε κάτι φαινομενικά λογικό και φυσικά απτό. Η λαγνεία της εξάλλου, γίνεται εμφανής από την αρχή, μέσα από χαμογελάκια, πετάρισμα των βλεφάρων και προσεγμένη εμφάνιση, σε μια προφανή προσπάθεια να αποκαλύψει την δική της επιθυμία απέναντι στον θείο Charlie. Αντιθέτως, οι μύχιες σκέψεις των Goode και Wasikoska, είναι αυτές που αφορούν, και αυτές που μέσα από ένα ολίγον μεταφυσικό πρίσμα (η India έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται πράγματα, τα οποία οι άλλοι δεν μπορούν), έρχονται και κλειδώνουν η μια με την άλλη, δημιουργώντας έναν αναπόφευκτα άρρηκτο δεσμό, ανάμεσα στους δυο τους. Έτσι κι αλλιώς αυτό δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθεί κανείς, ήδη από την αρχή, και μέσα από το αυστηρά προσωπικό και μοναχικό περιβάλλον (αυτό του εαυτού της δηλαδή), με το οποίο πορεύεται η India.
Έχω την εντύπωση πως το όνομα της ηρωίδας, δεν είναι διόλου τυχαίο, μιας που όπως φαίνεται, θα αποτελέσει έναν ακόμη "προορισμό", για τον πολυταξιδεμένο Charlie, γεγονός που κάνει την σύνδεση/ταύτισή του, ακόμη πιο προφανή. Κάπου εδώ, θα αρκεστώ να σας πως, πως όσοι έχετε παρακολουθήσει "Dexter", θα βρείτε και μια ξεκάθαρη σχέση ανάμεσα στην προσωπικότητα του Michael C. Hall, και της Mia Wasikoska, μια σχέση που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την στάση και το ιδιαίτερο παίξιμό της στην ταινία.
Είτε το story μας παραπέμπει στην αποδόμηση της οικογενειακής εστίας, είτε σε πιο βαθιά, ψυχολογικά μυστικά στα οποί εμπλέκονται ζητήματα φροϊδικών αναφορών και δεν συμμαζεύεται, η αλήθεια είναι πως οτι κι αν θέλει να πει ο Miller, παρέα με τον Park, το κάνουν πολύ καλά. Δεν χρειάζεται εξάλλου να πούμε και πολλά για την εκπληκτική σκηνοθεσία του νοτιοκορεάτη, πέρα από το οτι θα σας συνεπάρει και θα σας μαγέψει. Και για εμένα που είμαι εμμονική με αυτά τα θέματα και τα ψάχνω, η τριχρωμία μπλε-κόκκινο-κίτρινο, είναι πάλι εκεί, για να μας υπενθυμίσει οτι βλέπουμε κάποιον που ξέρει από κινηματογράφο.
Οι ερμηνείες είναι αναμενόμενα εξαιρετικές (όπως και η φωτογραφία βεβαίως, βεβαίως). Η Kidman είναι ταυτόχρονα ψυχρή, απόμακρη, σχεδόν κέρινη, αποτελώντας την ιδανική αποπροσωποποιημένη μητέρα και την wannabe ερωμένη. Και ο Goode όμως, θυμίζει σε στιγμές τον χαρακτήρα του Christian Bale από το "American Psycho". Εντελώς ψυχωτικός και με ένα παγωμένο χαμόγελο συνεχώς στα χείλη του, αποτελεί παρουσία διαβολικά ήρεμη, μέχρι την στιγμή της απαραίτητης ανατροπής. Βέβαια, την παρουσία κλέβει εύκολα η Wasikowska η οποία υποδύεται τον ρόλο της με αλλοπρόσαλλη, ιδιάζουσα και σκοτεινή πίστη. Με κορακί μαλλί, ντύσιμο καλόγριας και δολοφονικά βλέμματα, σίγουρα δεν είναι η τύπισσα με την οποία θες να έχεις και πολλά πάρε δώσε. Καλύτερα, ούτε κι εκείνη θέλει...
Το "Stoker" στο σύνολό του, είναι μια ταινία που αξίζει να την δεις, για όλα τα παραπάνω και για ακόμη περισσότερα. Ας προσθέσουμε λοιπόν σε αυτά και την υπέροχη μουσική του Clint Mansell, καθώς και το εξαίσιο τραγούδι της Emily Wells, "Becomes the Color", το οποίο ακούγεται στο τέλος. Δείτε την.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τα γυαλιά δεν έπαθαν τίποτα, οτι τα μαλλιά της Kidman είναι στάχυα και οτι ο οργασμός, μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους τρόπους.
TRIVIA
- Πρώτη επιλογή για τους ρόλους ήταν η Jodie Foster και η Carey Mulligan.
- Το σενάριο ήταν στην "Βlack List" με τα καλύτερα σενάρια του 2010.
Δευτέρα 1 Απριλίου 2013
Triangle: Punishment comes in waves...
Καλημέρα σε όλους, καλή εβδομάδα και καλό μήνα να έχουμε! Προσοχή με τα ψέματα που θα σας πουν και θα πείτε σήμερα, 1η Απριλίου, και μέρα χαρά Θεού απόξω. Μυρωδιές, ήλιος και ελαφρύ αεράκι, οτι πρέπει για μια γνήσια, ανοιξιάτικη μέρα. Το λοιπόν, θα ξεκινήσουμε την εβδομάδα μας με μια ταινία, οχι και τόσο χαρούμενη, την οποία είχα δει κάτι μήνες πριν. Θα ξεκινούσα με το "Stoker" (που κι αυτή δεν την λες αισιόδοξη), αλλά επειδή είμαι άτομο εμμονικό, και κάτι έχει σκαλώσει στο laptop μου, και περιμένω να δω τι ακριβώς είναι, σας το λέω από τώρα, δεν θα είχα και πολύ μυαλό να ασχοληθώ όπως θέλω με την ταινία του Chan-wook Park. Συνεπώς, και επειδή Δευτέρα είναι, καλό είναι να δούμε και καμιά ταινία, ασχέτως αν κατα βάθος ξέρω πως όλοι θα δείτε αφενός, το τελευταίο επεισόδιο του "The Walking Dead", και αφετέρου, το πρώτο επεισόδιο της νέας σεζόν του "Game of Thrones". Θα κάνω τα στραβά μάτια και θα σας προτείνω το "Triangle", μια ταινία πολύ διαφορετική από αυτό που θα περιμένατε...
H Jess (Melissa George), είναι μια μοναχική μητέρα, η οποία ζει μαζί με τον αυτιστικό της γιο, σε ένα μικρό σπίτι κάπου στην Αυστραλία. Παρά το γεγονός πως φαίνεται να αντιμετωπίζει δυσκολίες στο μεγάλωμα του παιδιού, εντούτοις μοιάζει να μη τα παρατάει εύκολα, μιας που καταφέρνει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, με περίσσια φροντίδα και αγάπη.
Όταν μια μέρα αποδεχτεί την πρόταση ενός φίλου, για μια ιστιοπλοϊκή απόδραση, παρέα με μερικούς ακόμη γνωστούς, η Jess, θα αρπάξει την ευκαιρία, προκειμένου να περάσει ένα ξέγνοιαστο-όσο γίνεται δηλαδή-Σάββατο, μέσα στην θάλασσα και τον ήλιο, αποζητώντας ουσιαστικά μερικές ώρες ανάπαυλας από την φροντίδα του μικρού της αγοριού, ο οποίος βρίσκεται έτσι κι αλλιώς ασφαλής στο "ειδικό" σχολείο για αυτιστικά παιδιά.
Ενώ όμως η βαρκάδα εκτυλίσσεται ειδυλλιακά, μια ξαφνική καταιγίδα, θα οδηγήσει το πλήρωμα στην αναζητήση καταφυγίου σε ένα διερχόμενο πλοίο, το οποίο θα σταματήσει για να τους περιμαζέψει. Με την μόνη διαφορά πως, όπως και εσύ μπορείς να φανταστείς, κάτι φαίνεται να πηγαίνει πολύ, πολύ στραβά πάνω σε αυτό το κατά τα άλλα, εγκαταλελειμμένο πλοίο. Κάτι, που μοιάζει να έχει τις ρίζες του στην ύπαρξη και τις επιλογές της ίδιας της Jess...
Για τον σκηνοθέτη της ταινίας, Christopher Smith, δεν έχουμε και πολλά να πούμε, από την άποψη, πως έχουμε ήδη πει, όταν είχα γράψει στο blogaki, μια ακόμη ταινία του, και συγκεκριμένα το μεσαιωνικό, "Black Death".
Ο ίδιος αν και μετράει στο βιογραφικό του λίγα σχετικά πράγματα, εντούτοις φαίνεται πως ακόμα και αυτά, τα έχει κατασκευάσει με προσεγμένη πίστη στο ετερόκλητον του αντικειμένου του, μιας που μπορεί τα περισσότερα να χαρακτηρίζονται από μια κοινή γκάμα τρόμου, σασπενσικών πινελιών και καθαρόαιμου θρίλερ, είναι όμως ενταγμένα στην ουσία, σε διαφορετικά, ταινιακά είδη.
Στην προκειμένη περίπτωση το "Triangle", είναι μια ταινία που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μη σου γεμίζει και πολύ το μάτι (γεγονός είναι για παράδειγμα πως η αφίσα της, παραπέμπει σε κακό horror, από εκείνα του σωρού που τείνουν να γεμίζουν τα ράφια των dvdάδικων), είναι όμως ένα ταινιάκι που απλώς αποφασίζει να αποκαλύψει αργά αργά τα χαρτιά του στους θεατές, κρατώντας κρυμμένους άσσους, που εξακολουθούν να βγαίνουν από το μανίκι, μέχρι και λίγο πριν από το τέλος της. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να πιστέψετε πως τα πράγματα είναι τόσο απλά, όσο σε μια περιεκτική κριτική που μπορεί να διαβάσετε κάπου για το συγκεκριμένο εργάκι, μιας που όποιος αποφασίσει να σας την προτείνει, είναι γεγονός, πως δεν μπορεί να πει και πολλά πράγματα, παρά να περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα. Και αυτό, γιατί το "Triangle" είναι από τις ταινίες που βλέπονται μια μόνο φορά, χάρη στις "εκπλήξεις" που σου επιφυλάσσει, και τις οποίες δεν απολαμβάνεις εννοείται στον ίδιο βαθμό, αν αποφασίσεις να την τιμήσεις, για δεύτερη φορά. Προσωπικά, ακόμα ψάχνομαι να δω, ποια είναι η πρέπουσα παρουσίαση, με την οποία θα μπορέσω να αναφερθώ σε αυτήν όπως θέλω, αλλά και με τα λιγότερα-ή και καθόλου-spoilers...
Καταρχάς όσοι είχατε τσεκάρει την κριτική της ταινίας, "The Ghost Ship", την οποία είχα βάλει πρόσφατα (και ξαναλέω οτι δεν είναι η μεταφυσική, κακοφτιαγμένη χαζομάρα του 2002, με τον ίδιο τίτλο), μπορείτε να καταλάβετε σε ένα βαθμό και το consept, το οποίο κρύβεται πίσω από το "Triangle".
Οι ομοιότητες ως προς τις ονομασίες των δυο πλοίων, του κακού που μοιάζει να ελοχεύει σε κάθε γωνία και να πλανάται πάνω από τα κεφάλια των ηρώων, της εμπλοκής της ελληνικής μυθολογίας και του γενικότερου κλίματος που επικρατεί, σίγουρα δεν μπορεί να είναι τυχαίες, μιας που είναι πολύ πιθανό ο Smith, να εμπνεύστηκε από τα b-movies των περασμένων δεκαετιών, προκειμένου να δημιουργήσει τον νιχιλιστικό κόσμο της δικής του ταινίας.
Εκτός βέβαια από μια σαφέστατη νύξη απέναντι σε παλαιότερες και ίσως, λιγότερο γνωστές επιδράσεις, ο Smith, καθιστά ξεκάθαρη και την επιρροή που μάλλον του άσκησε μια από τις καλύτερες και πιο κλασικές ταινίες, εσωτερικού τρόμου, που έγιναν ποτέ: το "The Shining" του Stanley Kubrick.
Χωρίς σαφέστατα να θέλω να προχωρήσω στο οποιοδήποτε spoiler, αναφορικά με το τι ακριβώς γίνεται στην ταινία, μπορώ εντούτοις να σας πω, πως η σύνδεση με την "Λάμψη", είναι πολύ πιο ουσιαστική απ'οτι αφήνουν να εννοηθεί, μερικά κοινά αντικείμενα και σκηνές. Για παράδειγμα, έχουμε ένα τεράστιο, εγκαταλελειμμένο πλοίο, το οποίο θα αποτελέσει το σκηνικό της δράσης των ηρώων, ακριβώς όπως και το "Overlook Hotel", στην ταινία του μεγάλου σκηνοθέτη. Έρημο ξενοδοχείο από τη μια, έρημο υπερ-καράβι από την άλλη. Παράλληλα, τόσο οι φαντασιώσεις του Jack, μέσα στο ξενοδοχείο, οι οποίες τον οδηγούν στις παλιές, καλές, χρυσές εποχές της περιοχής, με την αίθουσα χορού να λειτουργεί και τους πάντες να διασκεδάζουν τσουγκρίζοντας σαμπάνιες, όσο και το ντεκόρ του πλοίου στο "Triangle", παραπέμπουν σε περασμένες χρονιές, οι οποίες μοιάζουν να έχουν σφραγίσει με την κατάληξη και την μοίρα τους, τους δυο αυτούς χώρους. Μια ακόμη ομοιότητα παρατηρείται, όσον αφορά την ύπαρξη των λαβύρινθων, ο οποίος είναι μεν πιο ξεκάθαρος στην Λάμψη, είναι δε εμφανής σε έναν βαθμό, και μέσα στο πλοίο, χάρη στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, μέσα από τους οποίους οι ήρωες, καλούνται να λύσουν το τρομερό μυστήριο.
Αν σε αυτές τις αυταπόδεικτες ομοιότητες, προσθέσετε την ύπαρξη ενός τσεκουριού, μιας αίθουσας χορού (ballroom), καθώς και ενός δωματίου που φέρει τον αριθμό 237 στην πόρτα (ναι, όλα αυτά υπάρχουν στην ταινία του Smith), τότε γίνεται κάτι περισσότερο από εμφανής η διάδραση ανάμεσα στα δυο films. Υπάρχει κάποια χειροπιαστή ταύτιση ανάμεσα τους; Οχι. Υπάρχουν όμως σκηνές και αντικείμενα, που λειτουργούν σαν πρώτης τάξεως 'easter-eggs'; Βεβαιότατα...
Και φυσικά δεν σταματάμε μόνο εκεί. Τόσο ο κλειστοφοβικός τρόμος που μοιάζει να πνίγει το ξενοδοχείο του Kubrick, όσο και αυτός που βυθίζει τον κόσμο του πλοίου στην παράνοια, αποτελούν τα καλύτερα, πρόσφορα εδάφη, προκειμένου να παιχτεί το φοβικό δράμα των πρωταγωνιστών, οδηγώντας μας κάθε φορά και σε διαφορετικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα πολλοί είχαν θεωρήσει πως η νουβέλα του King, αποτελούσε μια στοχευμένη γροθιά στο αμερικάνικο όνειρο και την οικογενειακή πραγματικότητα του πατριώτη Αμερικάνου, ακόμα και αν ο τρόπος που μεταφέρθηκε στην οθόνη, μάλλον είχε να κάνει με την εντελώς προσωπική ματιά του Kubrick, ο οποίος ήθελε να διηγηθεί τις δικές του ιστορίες (από το πως σκηνοθέτησε μαζί με τις μυστικές υπηρεσίες, την προσεδάφιση του Apollo 11 στην σελήνη, μέχρι το κεκαλυμμένο του κατηγορώ, απέναντι στις θηριωδίες του Γ' Ράιχ). Στην προκειμένη περίπτωση, το "Triangle", μάλλον εξετάζει την θεματική του, μέσα από ένα καθαρά μυθολογικό πρίσμα, μέσα στο οποίο ο δημιουργός του, αποφασίζει να πετάξει και ορισμένα μοιρολατρικά ψήγματα, αναπόφευκτου μέλλοντος και εσωτερικής συνειδητοποίησης, τα οποία έρχονται και κλειδώνουν στο τέλος του, τότε δηλαδή που το τοπίο μοιάζει να καθαρίζει ολοκληρωτικά.
Έχετε στο μυαλό σας πως τα πάντα, παίζουν τον δικό τους ρόλο σε αυτό το underrated ταινιάκι, καθώς τίποτα δεν μοιάζει τυχαίο και φύρδην μίγδην ριγμένο μέσα στο σενάριο. Αν πάρουμε για παράδειγμα το όνομα του πλοίου (Aeolus) και σκαλίσουμε λίγο την ελληνική μυθολογία (ή και οχι, μιας που που αναφέρεται μέσα στην ταινία αυτό που ο θεατής πρέπει να αντιληφθεί), θα δούμε οτι θεωρείτο ο πατέρας του Σίσυφου, ο οποίος είχε τιμωρηθεί από τους Θεούς επειδή ξεγέλασε τον Άδη. Και η τιμωρία του; Να ανεβάζει στην αιωνιότητα έναν μεγάλο βράχο στην κορυφή ενός βουνού, μέχρι που εκείνος έπεφτε από την άλλη μεριά, και ο Σίσυφος, αναγκαζόταν να τον ανεβάζει για ακόμη μια, ατέλειωτη φορά. Τι σχέση έχει όμως αυτό με την ταινία; Πιστέψτε με, μεγάλη...
Εκτός από την σκηνοθεσία η οποία περνάει στο μεδούλι σου τις απαραίτητες δόσεις φόβου, η ερμηνεία της Melissa George είναι ιδανική. Φοβισμένη, μπερδεμένη και έτοιμη για όλα, σίγουρα καταφέρνει να σε κρατήσει στην άκρη της θέσης σου, μέχρι το αναπόφευκτο φινάλε που σκάει στο πρόσωπό σου, μαζί με την δική της τρομακτική συνειδητοποίηση, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα τρομακτικό και οδυνηρά εφιαλτικό.
Το "Triangle" είναι ένα καλοστημένο ταινιάκι τρόμου και πολλών άλλων, και καλά θα κάνεις να το δεις, αν δε το έχει ήδη τσεκάρει. Και φυσικά περιμένω γνώμες, γιαί δεν φαντάζεσαι πως με "τρώει" να το συζητήσω.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Liam Hemsworth έχει υπάρξει τούμπανο, οτι θεωρείται γρουσουζιά να σκοτώσεις έναν γλάρο, πριν από ένα ναυτικό ταξίδι και οτι το τρέξιμο που έριξε αυτή η George στην ταινία, απλά δεν υπάρχει.
To trailer το αποφεύγω, μιας που τα spoilers είναι άπειρα.
No trivia
H Jess (Melissa George), είναι μια μοναχική μητέρα, η οποία ζει μαζί με τον αυτιστικό της γιο, σε ένα μικρό σπίτι κάπου στην Αυστραλία. Παρά το γεγονός πως φαίνεται να αντιμετωπίζει δυσκολίες στο μεγάλωμα του παιδιού, εντούτοις μοιάζει να μη τα παρατάει εύκολα, μιας που καταφέρνει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, με περίσσια φροντίδα και αγάπη.
Όταν μια μέρα αποδεχτεί την πρόταση ενός φίλου, για μια ιστιοπλοϊκή απόδραση, παρέα με μερικούς ακόμη γνωστούς, η Jess, θα αρπάξει την ευκαιρία, προκειμένου να περάσει ένα ξέγνοιαστο-όσο γίνεται δηλαδή-Σάββατο, μέσα στην θάλασσα και τον ήλιο, αποζητώντας ουσιαστικά μερικές ώρες ανάπαυλας από την φροντίδα του μικρού της αγοριού, ο οποίος βρίσκεται έτσι κι αλλιώς ασφαλής στο "ειδικό" σχολείο για αυτιστικά παιδιά.
Ενώ όμως η βαρκάδα εκτυλίσσεται ειδυλλιακά, μια ξαφνική καταιγίδα, θα οδηγήσει το πλήρωμα στην αναζητήση καταφυγίου σε ένα διερχόμενο πλοίο, το οποίο θα σταματήσει για να τους περιμαζέψει. Με την μόνη διαφορά πως, όπως και εσύ μπορείς να φανταστείς, κάτι φαίνεται να πηγαίνει πολύ, πολύ στραβά πάνω σε αυτό το κατά τα άλλα, εγκαταλελειμμένο πλοίο. Κάτι, που μοιάζει να έχει τις ρίζες του στην ύπαρξη και τις επιλογές της ίδιας της Jess...
Για τον σκηνοθέτη της ταινίας, Christopher Smith, δεν έχουμε και πολλά να πούμε, από την άποψη, πως έχουμε ήδη πει, όταν είχα γράψει στο blogaki, μια ακόμη ταινία του, και συγκεκριμένα το μεσαιωνικό, "Black Death".
Ο ίδιος αν και μετράει στο βιογραφικό του λίγα σχετικά πράγματα, εντούτοις φαίνεται πως ακόμα και αυτά, τα έχει κατασκευάσει με προσεγμένη πίστη στο ετερόκλητον του αντικειμένου του, μιας που μπορεί τα περισσότερα να χαρακτηρίζονται από μια κοινή γκάμα τρόμου, σασπενσικών πινελιών και καθαρόαιμου θρίλερ, είναι όμως ενταγμένα στην ουσία, σε διαφορετικά, ταινιακά είδη.
Στην προκειμένη περίπτωση το "Triangle", είναι μια ταινία που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μη σου γεμίζει και πολύ το μάτι (γεγονός είναι για παράδειγμα πως η αφίσα της, παραπέμπει σε κακό horror, από εκείνα του σωρού που τείνουν να γεμίζουν τα ράφια των dvdάδικων), είναι όμως ένα ταινιάκι που απλώς αποφασίζει να αποκαλύψει αργά αργά τα χαρτιά του στους θεατές, κρατώντας κρυμμένους άσσους, που εξακολουθούν να βγαίνουν από το μανίκι, μέχρι και λίγο πριν από το τέλος της. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να πιστέψετε πως τα πράγματα είναι τόσο απλά, όσο σε μια περιεκτική κριτική που μπορεί να διαβάσετε κάπου για το συγκεκριμένο εργάκι, μιας που όποιος αποφασίσει να σας την προτείνει, είναι γεγονός, πως δεν μπορεί να πει και πολλά πράγματα, παρά να περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα. Και αυτό, γιατί το "Triangle" είναι από τις ταινίες που βλέπονται μια μόνο φορά, χάρη στις "εκπλήξεις" που σου επιφυλάσσει, και τις οποίες δεν απολαμβάνεις εννοείται στον ίδιο βαθμό, αν αποφασίσεις να την τιμήσεις, για δεύτερη φορά. Προσωπικά, ακόμα ψάχνομαι να δω, ποια είναι η πρέπουσα παρουσίαση, με την οποία θα μπορέσω να αναφερθώ σε αυτήν όπως θέλω, αλλά και με τα λιγότερα-ή και καθόλου-spoilers...
Καταρχάς όσοι είχατε τσεκάρει την κριτική της ταινίας, "The Ghost Ship", την οποία είχα βάλει πρόσφατα (και ξαναλέω οτι δεν είναι η μεταφυσική, κακοφτιαγμένη χαζομάρα του 2002, με τον ίδιο τίτλο), μπορείτε να καταλάβετε σε ένα βαθμό και το consept, το οποίο κρύβεται πίσω από το "Triangle".
Οι ομοιότητες ως προς τις ονομασίες των δυο πλοίων, του κακού που μοιάζει να ελοχεύει σε κάθε γωνία και να πλανάται πάνω από τα κεφάλια των ηρώων, της εμπλοκής της ελληνικής μυθολογίας και του γενικότερου κλίματος που επικρατεί, σίγουρα δεν μπορεί να είναι τυχαίες, μιας που είναι πολύ πιθανό ο Smith, να εμπνεύστηκε από τα b-movies των περασμένων δεκαετιών, προκειμένου να δημιουργήσει τον νιχιλιστικό κόσμο της δικής του ταινίας.
Εκτός βέβαια από μια σαφέστατη νύξη απέναντι σε παλαιότερες και ίσως, λιγότερο γνωστές επιδράσεις, ο Smith, καθιστά ξεκάθαρη και την επιρροή που μάλλον του άσκησε μια από τις καλύτερες και πιο κλασικές ταινίες, εσωτερικού τρόμου, που έγιναν ποτέ: το "The Shining" του Stanley Kubrick.
Χωρίς σαφέστατα να θέλω να προχωρήσω στο οποιοδήποτε spoiler, αναφορικά με το τι ακριβώς γίνεται στην ταινία, μπορώ εντούτοις να σας πω, πως η σύνδεση με την "Λάμψη", είναι πολύ πιο ουσιαστική απ'οτι αφήνουν να εννοηθεί, μερικά κοινά αντικείμενα και σκηνές. Για παράδειγμα, έχουμε ένα τεράστιο, εγκαταλελειμμένο πλοίο, το οποίο θα αποτελέσει το σκηνικό της δράσης των ηρώων, ακριβώς όπως και το "Overlook Hotel", στην ταινία του μεγάλου σκηνοθέτη. Έρημο ξενοδοχείο από τη μια, έρημο υπερ-καράβι από την άλλη. Παράλληλα, τόσο οι φαντασιώσεις του Jack, μέσα στο ξενοδοχείο, οι οποίες τον οδηγούν στις παλιές, καλές, χρυσές εποχές της περιοχής, με την αίθουσα χορού να λειτουργεί και τους πάντες να διασκεδάζουν τσουγκρίζοντας σαμπάνιες, όσο και το ντεκόρ του πλοίου στο "Triangle", παραπέμπουν σε περασμένες χρονιές, οι οποίες μοιάζουν να έχουν σφραγίσει με την κατάληξη και την μοίρα τους, τους δυο αυτούς χώρους. Μια ακόμη ομοιότητα παρατηρείται, όσον αφορά την ύπαρξη των λαβύρινθων, ο οποίος είναι μεν πιο ξεκάθαρος στην Λάμψη, είναι δε εμφανής σε έναν βαθμό, και μέσα στο πλοίο, χάρη στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, μέσα από τους οποίους οι ήρωες, καλούνται να λύσουν το τρομερό μυστήριο.
Αν σε αυτές τις αυταπόδεικτες ομοιότητες, προσθέσετε την ύπαρξη ενός τσεκουριού, μιας αίθουσας χορού (ballroom), καθώς και ενός δωματίου που φέρει τον αριθμό 237 στην πόρτα (ναι, όλα αυτά υπάρχουν στην ταινία του Smith), τότε γίνεται κάτι περισσότερο από εμφανής η διάδραση ανάμεσα στα δυο films. Υπάρχει κάποια χειροπιαστή ταύτιση ανάμεσα τους; Οχι. Υπάρχουν όμως σκηνές και αντικείμενα, που λειτουργούν σαν πρώτης τάξεως 'easter-eggs'; Βεβαιότατα...
Και φυσικά δεν σταματάμε μόνο εκεί. Τόσο ο κλειστοφοβικός τρόμος που μοιάζει να πνίγει το ξενοδοχείο του Kubrick, όσο και αυτός που βυθίζει τον κόσμο του πλοίου στην παράνοια, αποτελούν τα καλύτερα, πρόσφορα εδάφη, προκειμένου να παιχτεί το φοβικό δράμα των πρωταγωνιστών, οδηγώντας μας κάθε φορά και σε διαφορετικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα πολλοί είχαν θεωρήσει πως η νουβέλα του King, αποτελούσε μια στοχευμένη γροθιά στο αμερικάνικο όνειρο και την οικογενειακή πραγματικότητα του πατριώτη Αμερικάνου, ακόμα και αν ο τρόπος που μεταφέρθηκε στην οθόνη, μάλλον είχε να κάνει με την εντελώς προσωπική ματιά του Kubrick, ο οποίος ήθελε να διηγηθεί τις δικές του ιστορίες (από το πως σκηνοθέτησε μαζί με τις μυστικές υπηρεσίες, την προσεδάφιση του Apollo 11 στην σελήνη, μέχρι το κεκαλυμμένο του κατηγορώ, απέναντι στις θηριωδίες του Γ' Ράιχ). Στην προκειμένη περίπτωση, το "Triangle", μάλλον εξετάζει την θεματική του, μέσα από ένα καθαρά μυθολογικό πρίσμα, μέσα στο οποίο ο δημιουργός του, αποφασίζει να πετάξει και ορισμένα μοιρολατρικά ψήγματα, αναπόφευκτου μέλλοντος και εσωτερικής συνειδητοποίησης, τα οποία έρχονται και κλειδώνουν στο τέλος του, τότε δηλαδή που το τοπίο μοιάζει να καθαρίζει ολοκληρωτικά.
Έχετε στο μυαλό σας πως τα πάντα, παίζουν τον δικό τους ρόλο σε αυτό το underrated ταινιάκι, καθώς τίποτα δεν μοιάζει τυχαίο και φύρδην μίγδην ριγμένο μέσα στο σενάριο. Αν πάρουμε για παράδειγμα το όνομα του πλοίου (Aeolus) και σκαλίσουμε λίγο την ελληνική μυθολογία (ή και οχι, μιας που που αναφέρεται μέσα στην ταινία αυτό που ο θεατής πρέπει να αντιληφθεί), θα δούμε οτι θεωρείτο ο πατέρας του Σίσυφου, ο οποίος είχε τιμωρηθεί από τους Θεούς επειδή ξεγέλασε τον Άδη. Και η τιμωρία του; Να ανεβάζει στην αιωνιότητα έναν μεγάλο βράχο στην κορυφή ενός βουνού, μέχρι που εκείνος έπεφτε από την άλλη μεριά, και ο Σίσυφος, αναγκαζόταν να τον ανεβάζει για ακόμη μια, ατέλειωτη φορά. Τι σχέση έχει όμως αυτό με την ταινία; Πιστέψτε με, μεγάλη...
Εκτός από την σκηνοθεσία η οποία περνάει στο μεδούλι σου τις απαραίτητες δόσεις φόβου, η ερμηνεία της Melissa George είναι ιδανική. Φοβισμένη, μπερδεμένη και έτοιμη για όλα, σίγουρα καταφέρνει να σε κρατήσει στην άκρη της θέσης σου, μέχρι το αναπόφευκτο φινάλε που σκάει στο πρόσωπό σου, μαζί με την δική της τρομακτική συνειδητοποίηση, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα τρομακτικό και οδυνηρά εφιαλτικό.
Το "Triangle" είναι ένα καλοστημένο ταινιάκι τρόμου και πολλών άλλων, και καλά θα κάνεις να το δεις, αν δε το έχει ήδη τσεκάρει. Και φυσικά περιμένω γνώμες, γιαί δεν φαντάζεσαι πως με "τρώει" να το συζητήσω.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Liam Hemsworth έχει υπάρξει τούμπανο, οτι θεωρείται γρουσουζιά να σκοτώσεις έναν γλάρο, πριν από ένα ναυτικό ταξίδι και οτι το τρέξιμο που έριξε αυτή η George στην ταινία, απλά δεν υπάρχει.
To trailer το αποφεύγω, μιας που τα spoilers είναι άπειρα.
No trivia
Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013
Side Effects: One pill can make the difference...
Aloha! Τι κάνουμε; Έπειτα από δυο Παρασκευές χωρίς ταινιούλα, σπάμε το σερί, και επανερχόμαστε στην κλασική, τριήμερη πρόταση κάθε εβδομάδα. Αυτό βέβαια δεν ξέρω κατά πόσο θα συνεχιστεί, μιας που όπως όλα δείχνουν, βρήκα δουλειά, οπότε η συχνότητα με την οποία θα εμφανίζομαι στο blogaki, σίγουρα θα αλλάξει...Συνεπώς, θα το ευχαριστηθώ όσο ακόμα μπορώ, και όταν με το καλό ξεκινήσω, θα δω και πως ακριβώς θα οργανώνω τον χρόνο μου κινηματογραφικώς. Σήμερα λοιπόν, και μέχρι την επόμενη εβδομάδα, κατά την οποία σκέφτηκα να μιλήσουμε για κάτι πιο κλασικό, επιστρέφοντας σε παλιές ταινιούλες, θα δούμε λίγο την νέα ταινία του Sodenbergh, "Side Effects", η οποία αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη για εμένα, μιας που την βρήκα πραγματικά καλή. Και μιας που η εβδομάδα αυτή, δεν ενδείκνυται για τρομερές, ταινιακές επιλογές, καλά θα κάνετε να της ρίξετε μια ματιά.
Η Εmily (Rooney Mara), είναι μια νεαρή κοπέλα, η οποία αντιμετωπίζει πρόβλημα κατάθλιψης. Το γεγονός οτι ο άντρας της Martin (Channin Tatum), βρίσκεται εδώ και τέσσερα χρόνια στην φυλακή, σίγουρα δεν βοηθάει την όμορφη Emily, να αντεπεξέλθει στην "ασθένειά" της, παρά το γεγονός πως εκείνη φαίνεται να οδηγείται σε μια σχετική έκρηξη, όταν τελικά ο Martin αποφυλακίζεται.
Όταν έπειτα από μια απόπειρα αυτοκτονίας η Emily, αρχίσει να συμβουλεύεται τον ψυχίατρο, Dr. Jonathan Banks (Jude Law), τα πράγματα θα αρχίσουν να καλυτερεύουν για εκείνη, μιας που το συνταγογραφούμενο χάπι Ablixa, με το οποίο την προμηθεύει ο γιατρός, φαίνεται να κάνει την δουλειά του. Οχι όμως για πολύ, καθώς έπειτα από ένα τραγικό συμβάν, οι ζωές όλων των εμπλεκομένων σε αυτή την μυστήρια ιστορίας ψυχανάλυσης, θα ακολουθήσουν πορείες διαφορετικές, και αρκετά σκοτεινές. Πορείες εμπλεκόμενων συμφερόντων, αλήθειας και ψέματος...
O Steven Sodenbergh, είναι μια ενδιαφέρουσα υπόθεση δημιουργού, μιας που από την μια πλευρά βλέπεις πως η καριέρα του έχει σημαδευτεί από μια πληθώρα καλών ταινιών (εντάξει και μερικών μετριοτήτων, τι να κάνουμε;), παρόλα αυτά, μάλλον και ο ίδιος δεν ξέρει τι θέλει πια, μιας που οι συνεχιζόμενες δηλώσεις περί παραίτησής του από το cinema, συνεχίζονται. Και μάλλον θα συνεχίζονται και για πολύ ακόμη...
Το μεγάλου μήκους, κινηματογραφικό του ντεμπούτο, "Sex, Lies and Videotape", υπήρξε ένα μεγάλο χιτ, έγινε αμέσως μια από τις πιο σημαντικές ταινίες της καριέρας του (αν οχι η σημαντικότερη δηλαδή), τσίμπησε μια υποψηφιότητα για Οscar Kαλύτερου Σεναρίου, και έκανε τους κριτικούς να σουσουρεύουν γι' αυτό το νέο ταλέντο. Την ίδια στιγμή η ανοδική πορεία δεν άργησε να ακολουθήσει το όνομά του, με ταινίες όπως οι "King of Hill", "Out of Sight" (η οποία αποτέλεσε και την μοναδική αξιοσημείωτη, ηθοποιϊκή παρουσία της Jennifer Lopez, άντε μαζί με κάνα "The Cell", αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους εκεί) και "The Limey". Το 2001 ήταν εκείνος ο οποίος κατάφερε να οδηγήσει την Julia Roberts στην νίκη του πρώτου της Oscar, αυτό για τον ρόλο της Erin Brockovich, στην ομώνυμη ταινία, ενώ την ίδια χρονιά, είδε και μια άλλη ταινία του, το "Traffic" να κερδίζει ούτε λίγο, ούτε πολύ, τέσσερα βραβεία, αυτά για Καλύτερη Σκηνοθεσία (για τον ίδιο), Καλύτερο Σενάριο, Καλύτερο Editing και Καλύτερου 'Β Ανδρικού, για τον Benicio del Toro.
Αργότερα, μερικές αστοχίες όπως το "Solaris" και το "Full Frontal", δεν ανέκαμψαν και πολύ την φόρα του, καθώς το στιλιζαρισμένο "Ocean's Eleven", έφερε και πάλι στο προσκήνιο τις καλοστημένες ταινίες με κομπίνες, ληστείες και ατσαλάκωτα γοητευτικούς πρωταγωνιστές (ε, δεν είναι λίγο να μαζεύεις για την ταινία σου τους, George Clloney, Brad Pitt και Matt Damon).
Φτάνοντας στο σήμερα, ίσως οι ταινιακές του απόπειρες να έχουν κάπως αποδυναμωθεί, καθώς ταινίες όπως το "Contagion" και κυρίως το κακό "Haywire", σίγουρα δεν ανταποκρίνονται στο ταλέντο του σκηνοθέτη. Ακόμα και αν ο ίδιος δηλώνει πάντως, οτι το "Side Effects", πρόκειται να είναι η τελευταία του ταινία πριν αποσυρθεί, για να αφήσει χώρο στα νέα ταλέντα, δεν φανταζόμαστε να μπορούσε να το κάνει με καλύτερο τρόπο, μιας που η συγκεκριμένη ταινία είναι σίγουρα η καλύτερη που έχει κάνει, εδώ και καιρό. Ναι, καλύτερη και από την κοιλιακή "Magic Mike".
Το "Side Effects" είναι μια ταινία εμμονών, οι οποίες αποτελούν και την κινητήριο δύναμη του φιλμ. Γεμάτη από αμφιβολίες, ένοχα μυστικά και μια υπόθεση η οποία ξεδιπλώνεται σε διαφορετικά στάδια μπροστά στα μάτια σου, αποτελεί ίσως το καλύτερο θρίλερ που έχεις δει τον τελευταίο καιρό. Και για να το ξεκαθαρίσουμε και αυτό μια και καλή, άλλο το θρίλερ (βλ. Hitchcock και ταινίες τίγκα στο σασπένς και το μυστήριο), κι άλλο η ταινία τρόμου (αίματα και τα συναφή), άντε γιατί αν ξανακούσω ατάκες τύπου "Αααα αυτό δεν μου αρέσει, είναι θρίλερ" (αληθινή ατάκα που έχω ακούσει από πελάτισσα στο video club που δούλευα, όταν είδε το εξώφυλλο του "Pan's Labyrinth"), δεν θα κρατηθώ και θα πέσει ένα κάποιο δούλεμα.
Στα δικά μας και πάλι, ο Soderbergh έχει κάνει εδώ μαεστρική δουλειά, υφαίνοντας με τρόπο εξαιρετικό ένα story με διακυμάνσεις, το οποίο δεν σε αφήνει σε ησυχία μέχρι και το τέλος. Αντιθέτως, βρίσκεται απέναντί σου και μοιάζει να σε κοροϊδεύει στα μούτρα, εμφανίζοντας κάθε φορά και από ένα διαφορετικό επίπεδο το οποίο δεν είχες φανταστεί, έτσι ώστε μέχρι να χωνέψεις και εκείνο, να κάνει πάλι την εμφάνισή του κάτι άλλο, και να σε βάλει να μελετήσεις την ταινία για ακόμη μια φορά, από την αρχή.
Το γεγονός οτι αποφασίζει να ασχοληθεί θεματικά, με τα προβλήματα και τις "παρενέργειες" που μπορεί να απορρέουν από λανθασμένη δοσολογία ή φάρμακα τα οποία ενδεχομένως να μην ανταποκρίνονται σε έναν ασθενή όπως θα έπρεπε, λειτουργούν καταλυτικά προκειμένου το σενάριο να απογειωθεί, και μαζί του και οι ερμηνείες, οι οποίες είναι όλες αρκετά καλές, με εξαίρεση την Rooney Mara, η οποία είναι ερμηνευτικά ασύλληπτη (και εκνευριστικά όμορφη).
Η αστικά δομημένη σκηνοθεσία του Soderbergh, δημιουργεί ένα καθαρά αδηφάγο περιβάλλον, μέσα στο οποίο προσπαθείς να καταλάβεις ποιος είναι τελικά ο θύτης και ποιος το θύμα, γεγονός που αποτελεί ένα από τα βασικά ατού της ταινίας, καθώς όπως θα διαπιστώσεις, ακόμα και το πρωταγωνιστικό cast, μοιάζει έρμαιο αυτής της πολη-κής βαβούρας και του χάους, μην μπορώντας (και ίσως μην θέλοντας) να ξεκολλήσουν από αυτό, ακόμα και χρωματικώς. Μαύρο, επαγγελματικό μπεζ, λευκό και αποχρώσεις του γαλάζιου, είναι τα χρώματα τα οποία κυριαρχούν τόσο στις αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν την πόλη, όσο και το ενδυματολογικό των ηρώων.
Όσον αφορά το ψυχαναλυτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσει τους πρωταγωνιστές ο σεναριογράφος Scott Z. Burns, πιστός συνεργάτης του Soderbergh σε διάφορες ακόμη παραγωγές, μάλλον αποτελεί την ιδανική πηγή έμπνευσης και συνταιριάσματος με την αποστειρωμένη εικόνα της Νέας Υόρκης, παραπέμποντας οπτικά σε ταινίες όπως το "Shame", ένα από τα πιο πρόσφατα και χαρακτηριστικά, εμμονικά παραδείγματα, στα οποία η θέση της πόλης απέναντι στον ήρωα, είναι καίριας σημασίας.
Μακριά, αλλά και την ίδια στιγμή τόσο κοντά στην σύγχρονη, ψυχαναλυτική πραγματικότητα, ο Soderbergh αποφασίζει να γεμίσει την ταινία του από αμφισβήτηση και μια έντονη ιδέα ενός παιχνιδιού γάτας-ποντικιού, το οποίο όμως δε σε αφήνει να αντιληφθείς ποιος υποδύεται τι. Εξάλλου οι πραγματικές συνέπειες που πολλές φορές δημιουργούν φάρμακα και ναρκωτικά, δημιουργούν παράλληλα ένα καθημερινό σύμπαν μέσα στο οποίο πολλά μπορούν να συμβούν, και μάλιστα, οχι ιδιαιτέρως ευχάριστα...
Από πλευράς ερμηνειών, ο σκηνοθέτης επιμένει να χρησιμοποιεί παλιούς γνώριμους, όπως την Catherine Zeta-Jones στον ρόλο της πρώην ψυχαναλύτριας της πρωταγωνίστριας, καθώς και τον Chaninng Tatum, ο οποίος όπως φαίνεται αποτελεί και την πιο πρόσφατη μανία του σκηνοθέτη. Στον αντίποδα, ο Jude Law, ολίγον καραφλός και πολύ καλός στον ρόλο του, εξακολουθεί να αποτελεί μια στιβαρή επιλογή για τους απανταχού σκηνοθέτες, αν και όπως καταλάβατε την παράσταση κλέβει με μεγάλη ευκολία η Rooney Mara. Καταθλιπτική, κατατονική, με το πρόσωπό της να μιλάει από μόνο του, και να σκιαγραφεί έτσι τα πολυποίκιλα συναισθήματά της, αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα μεγάλα, νεαρά ταλέντα του Hollywood, γεγονός που για εμένα φαίνεται πολύ πιο ουσιαστικά εδώ, παρά στο φιντσερικό "The Girl With the Dragon Tattoo". Πραγματικό σίφουνας.
Το "Side Effects" είναι μια ταινία που σίγουρα θα εκτιμήσουν τόσο οι fan του κινηματογράφου, όσο και εκείνοι που θέλουν να περάσουν μια ωραία, σινεματική βραδιά. Σασπένς, μυστήριο και μια ονειρική μουσική που ξεκλέβει χώρο και ακολουθεί κατά πόδας την υπόθεση (θυμίζοντας αρκετά την κρυσταλλική μουσική των Nox Arcana), δημιουργούν ένα καλοδουλεμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Soderberg είχε σκεφτεί αν δώσει τον κεντρικό ρόλο στην Lindsey Lohan(...), οτι ο Tatum έχει κάτι που με χαλάει και οτι η Catherine, καλύτερα θα ήταν να μην είχε τραβηχτεί και τόσο πολύ...
No trivia
Η Εmily (Rooney Mara), είναι μια νεαρή κοπέλα, η οποία αντιμετωπίζει πρόβλημα κατάθλιψης. Το γεγονός οτι ο άντρας της Martin (Channin Tatum), βρίσκεται εδώ και τέσσερα χρόνια στην φυλακή, σίγουρα δεν βοηθάει την όμορφη Emily, να αντεπεξέλθει στην "ασθένειά" της, παρά το γεγονός πως εκείνη φαίνεται να οδηγείται σε μια σχετική έκρηξη, όταν τελικά ο Martin αποφυλακίζεται.
Όταν έπειτα από μια απόπειρα αυτοκτονίας η Emily, αρχίσει να συμβουλεύεται τον ψυχίατρο, Dr. Jonathan Banks (Jude Law), τα πράγματα θα αρχίσουν να καλυτερεύουν για εκείνη, μιας που το συνταγογραφούμενο χάπι Ablixa, με το οποίο την προμηθεύει ο γιατρός, φαίνεται να κάνει την δουλειά του. Οχι όμως για πολύ, καθώς έπειτα από ένα τραγικό συμβάν, οι ζωές όλων των εμπλεκομένων σε αυτή την μυστήρια ιστορίας ψυχανάλυσης, θα ακολουθήσουν πορείες διαφορετικές, και αρκετά σκοτεινές. Πορείες εμπλεκόμενων συμφερόντων, αλήθειας και ψέματος...
O Steven Sodenbergh, είναι μια ενδιαφέρουσα υπόθεση δημιουργού, μιας που από την μια πλευρά βλέπεις πως η καριέρα του έχει σημαδευτεί από μια πληθώρα καλών ταινιών (εντάξει και μερικών μετριοτήτων, τι να κάνουμε;), παρόλα αυτά, μάλλον και ο ίδιος δεν ξέρει τι θέλει πια, μιας που οι συνεχιζόμενες δηλώσεις περί παραίτησής του από το cinema, συνεχίζονται. Και μάλλον θα συνεχίζονται και για πολύ ακόμη...
Το μεγάλου μήκους, κινηματογραφικό του ντεμπούτο, "Sex, Lies and Videotape", υπήρξε ένα μεγάλο χιτ, έγινε αμέσως μια από τις πιο σημαντικές ταινίες της καριέρας του (αν οχι η σημαντικότερη δηλαδή), τσίμπησε μια υποψηφιότητα για Οscar Kαλύτερου Σεναρίου, και έκανε τους κριτικούς να σουσουρεύουν γι' αυτό το νέο ταλέντο. Την ίδια στιγμή η ανοδική πορεία δεν άργησε να ακολουθήσει το όνομά του, με ταινίες όπως οι "King of Hill", "Out of Sight" (η οποία αποτέλεσε και την μοναδική αξιοσημείωτη, ηθοποιϊκή παρουσία της Jennifer Lopez, άντε μαζί με κάνα "The Cell", αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους εκεί) και "The Limey". Το 2001 ήταν εκείνος ο οποίος κατάφερε να οδηγήσει την Julia Roberts στην νίκη του πρώτου της Oscar, αυτό για τον ρόλο της Erin Brockovich, στην ομώνυμη ταινία, ενώ την ίδια χρονιά, είδε και μια άλλη ταινία του, το "Traffic" να κερδίζει ούτε λίγο, ούτε πολύ, τέσσερα βραβεία, αυτά για Καλύτερη Σκηνοθεσία (για τον ίδιο), Καλύτερο Σενάριο, Καλύτερο Editing και Καλύτερου 'Β Ανδρικού, για τον Benicio del Toro.
Αργότερα, μερικές αστοχίες όπως το "Solaris" και το "Full Frontal", δεν ανέκαμψαν και πολύ την φόρα του, καθώς το στιλιζαρισμένο "Ocean's Eleven", έφερε και πάλι στο προσκήνιο τις καλοστημένες ταινίες με κομπίνες, ληστείες και ατσαλάκωτα γοητευτικούς πρωταγωνιστές (ε, δεν είναι λίγο να μαζεύεις για την ταινία σου τους, George Clloney, Brad Pitt και Matt Damon).
Φτάνοντας στο σήμερα, ίσως οι ταινιακές του απόπειρες να έχουν κάπως αποδυναμωθεί, καθώς ταινίες όπως το "Contagion" και κυρίως το κακό "Haywire", σίγουρα δεν ανταποκρίνονται στο ταλέντο του σκηνοθέτη. Ακόμα και αν ο ίδιος δηλώνει πάντως, οτι το "Side Effects", πρόκειται να είναι η τελευταία του ταινία πριν αποσυρθεί, για να αφήσει χώρο στα νέα ταλέντα, δεν φανταζόμαστε να μπορούσε να το κάνει με καλύτερο τρόπο, μιας που η συγκεκριμένη ταινία είναι σίγουρα η καλύτερη που έχει κάνει, εδώ και καιρό. Ναι, καλύτερη και από την κοιλιακή "Magic Mike".
Το "Side Effects" είναι μια ταινία εμμονών, οι οποίες αποτελούν και την κινητήριο δύναμη του φιλμ. Γεμάτη από αμφιβολίες, ένοχα μυστικά και μια υπόθεση η οποία ξεδιπλώνεται σε διαφορετικά στάδια μπροστά στα μάτια σου, αποτελεί ίσως το καλύτερο θρίλερ που έχεις δει τον τελευταίο καιρό. Και για να το ξεκαθαρίσουμε και αυτό μια και καλή, άλλο το θρίλερ (βλ. Hitchcock και ταινίες τίγκα στο σασπένς και το μυστήριο), κι άλλο η ταινία τρόμου (αίματα και τα συναφή), άντε γιατί αν ξανακούσω ατάκες τύπου "Αααα αυτό δεν μου αρέσει, είναι θρίλερ" (αληθινή ατάκα που έχω ακούσει από πελάτισσα στο video club που δούλευα, όταν είδε το εξώφυλλο του "Pan's Labyrinth"), δεν θα κρατηθώ και θα πέσει ένα κάποιο δούλεμα.
Στα δικά μας και πάλι, ο Soderbergh έχει κάνει εδώ μαεστρική δουλειά, υφαίνοντας με τρόπο εξαιρετικό ένα story με διακυμάνσεις, το οποίο δεν σε αφήνει σε ησυχία μέχρι και το τέλος. Αντιθέτως, βρίσκεται απέναντί σου και μοιάζει να σε κοροϊδεύει στα μούτρα, εμφανίζοντας κάθε φορά και από ένα διαφορετικό επίπεδο το οποίο δεν είχες φανταστεί, έτσι ώστε μέχρι να χωνέψεις και εκείνο, να κάνει πάλι την εμφάνισή του κάτι άλλο, και να σε βάλει να μελετήσεις την ταινία για ακόμη μια φορά, από την αρχή.
Το γεγονός οτι αποφασίζει να ασχοληθεί θεματικά, με τα προβλήματα και τις "παρενέργειες" που μπορεί να απορρέουν από λανθασμένη δοσολογία ή φάρμακα τα οποία ενδεχομένως να μην ανταποκρίνονται σε έναν ασθενή όπως θα έπρεπε, λειτουργούν καταλυτικά προκειμένου το σενάριο να απογειωθεί, και μαζί του και οι ερμηνείες, οι οποίες είναι όλες αρκετά καλές, με εξαίρεση την Rooney Mara, η οποία είναι ερμηνευτικά ασύλληπτη (και εκνευριστικά όμορφη).
Η αστικά δομημένη σκηνοθεσία του Soderbergh, δημιουργεί ένα καθαρά αδηφάγο περιβάλλον, μέσα στο οποίο προσπαθείς να καταλάβεις ποιος είναι τελικά ο θύτης και ποιος το θύμα, γεγονός που αποτελεί ένα από τα βασικά ατού της ταινίας, καθώς όπως θα διαπιστώσεις, ακόμα και το πρωταγωνιστικό cast, μοιάζει έρμαιο αυτής της πολη-κής βαβούρας και του χάους, μην μπορώντας (και ίσως μην θέλοντας) να ξεκολλήσουν από αυτό, ακόμα και χρωματικώς. Μαύρο, επαγγελματικό μπεζ, λευκό και αποχρώσεις του γαλάζιου, είναι τα χρώματα τα οποία κυριαρχούν τόσο στις αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν την πόλη, όσο και το ενδυματολογικό των ηρώων.
Όσον αφορά το ψυχαναλυτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσει τους πρωταγωνιστές ο σεναριογράφος Scott Z. Burns, πιστός συνεργάτης του Soderbergh σε διάφορες ακόμη παραγωγές, μάλλον αποτελεί την ιδανική πηγή έμπνευσης και συνταιριάσματος με την αποστειρωμένη εικόνα της Νέας Υόρκης, παραπέμποντας οπτικά σε ταινίες όπως το "Shame", ένα από τα πιο πρόσφατα και χαρακτηριστικά, εμμονικά παραδείγματα, στα οποία η θέση της πόλης απέναντι στον ήρωα, είναι καίριας σημασίας.
Μακριά, αλλά και την ίδια στιγμή τόσο κοντά στην σύγχρονη, ψυχαναλυτική πραγματικότητα, ο Soderbergh αποφασίζει να γεμίσει την ταινία του από αμφισβήτηση και μια έντονη ιδέα ενός παιχνιδιού γάτας-ποντικιού, το οποίο όμως δε σε αφήνει να αντιληφθείς ποιος υποδύεται τι. Εξάλλου οι πραγματικές συνέπειες που πολλές φορές δημιουργούν φάρμακα και ναρκωτικά, δημιουργούν παράλληλα ένα καθημερινό σύμπαν μέσα στο οποίο πολλά μπορούν να συμβούν, και μάλιστα, οχι ιδιαιτέρως ευχάριστα...
Από πλευράς ερμηνειών, ο σκηνοθέτης επιμένει να χρησιμοποιεί παλιούς γνώριμους, όπως την Catherine Zeta-Jones στον ρόλο της πρώην ψυχαναλύτριας της πρωταγωνίστριας, καθώς και τον Chaninng Tatum, ο οποίος όπως φαίνεται αποτελεί και την πιο πρόσφατη μανία του σκηνοθέτη. Στον αντίποδα, ο Jude Law, ολίγον καραφλός και πολύ καλός στον ρόλο του, εξακολουθεί να αποτελεί μια στιβαρή επιλογή για τους απανταχού σκηνοθέτες, αν και όπως καταλάβατε την παράσταση κλέβει με μεγάλη ευκολία η Rooney Mara. Καταθλιπτική, κατατονική, με το πρόσωπό της να μιλάει από μόνο του, και να σκιαγραφεί έτσι τα πολυποίκιλα συναισθήματά της, αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα μεγάλα, νεαρά ταλέντα του Hollywood, γεγονός που για εμένα φαίνεται πολύ πιο ουσιαστικά εδώ, παρά στο φιντσερικό "The Girl With the Dragon Tattoo". Πραγματικό σίφουνας.
Το "Side Effects" είναι μια ταινία που σίγουρα θα εκτιμήσουν τόσο οι fan του κινηματογράφου, όσο και εκείνοι που θέλουν να περάσουν μια ωραία, σινεματική βραδιά. Σασπένς, μυστήριο και μια ονειρική μουσική που ξεκλέβει χώρο και ακολουθεί κατά πόδας την υπόθεση (θυμίζοντας αρκετά την κρυσταλλική μουσική των Nox Arcana), δημιουργούν ένα καλοδουλεμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Soderberg είχε σκεφτεί αν δώσει τον κεντρικό ρόλο στην Lindsey Lohan(...), οτι ο Tatum έχει κάτι που με χαλάει και οτι η Catherine, καλύτερα θα ήταν να μην είχε τραβηχτεί και τόσο πολύ...
No trivia
Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012
Compliance: Based on true events
Hey hey και πάλι. Λοιπόν όπως όλα δείχνουν, αυτή θα είναι η προτελευταία, blog-ίστικη εβδομάδα μας, μιας που και μετά από την επόμενη, θα τα πούμε πάλι μετά τα Χριστούγεννα. Οχι τίποτα άλλο, αλλά ακόμα δε ξέρω τι στο καλό θα κάνω στις γιορτές: θα μείνω, θα φύγω, θα πεθάνω (όπως τόσοι άλλοι δηλαδή την ύστατη 21η Δεκεμβρίου), όπως και να'χει, επειδή ένα γενικότερο χάσιμο θα υπάρχει, θα επανέλθουμε πάλι με τον νέο χρόνο! So, σήμερα, θα ολοκληρώσουμε και αυτή την εβδομάδα, με μια ταινία η οποία είναι τόσο σκληρή, όσο και η ανθρώπινη φύση. Το "Compliance" είναι για εμένα, μια από τις καλύτερες ταινίες του '12, γιατί είναι τόσο ωμό και γυμνό, όσο και τα πραγματικά γεγονότα, πάνω στα οποία βασίστηκε. Ε ρε χαμός που έχει να γίνει στα Blogoscars!
Η Sandra (Ann Dowd), είναι υπεύθυνη σε ένα κοτοπουλάδικο-φαστφουντάδικο κάπου στην Αμερική. Από τη πρώτη σκηνή της ταινίας καταλαβαίνουμε οτι η Sandra, είναι μια γυναίκα ολίγον καταπιεσμένη, ολίγον μη-τσαμπουκαλού, και τέλος πάντων ένα άτομο που οι υπόλοιποι δε παίρνουν και πολύ στα σοβαρά. Όταν ένα πρωί, δεχθεί ένα τηλεφώνημα από τον αστυνομικό Daniels, ο οποίος την ενημερώνει οτι η Becky (Dreama Walker), η νεαρή υπάλληλος του καταστήματος, έχει κλέψει χρήματα από μια πελάτισσα, η Sandra, θα αρχίσει να εκτελεί βήμα-βήμα τις οδηγίες του αστυνόμου, προκειμένου να ελέγξει την Becky και να βρει τα χρήματα, για τα οποία έχει γίνει όλη αυτή η αναστάτωση. Το θέμα βέβαια, έγκειται σε ένα βασικό πρόβλημα: η Sandra δεν αμφισβητεί λεπτό την άγνωστη, ανδρική φωνή που έρχεται από το τηλέφωνο και αυτό είναι λάθος, μιας που ο τύπος της άλλης γραμμής, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από έναν σαδιστή φαρσέρ, που αρέσκεται να το παίζει εξουσία, πάνω σε ανύποπτα θύματα. Και όπως όλα δείχνουν, κανείς δεν θα βγει αλώβητος από αυτή την ιστορία...
Η ελληνική μετάφραση του τίτλου της ταινίας, είναι στην προκειμένη περίπτωση μια από τις πιο επιτυχημένες που θα δεις, τουλάχιστον για φέτος. Η "Υποταγή", όπως είναι στη γλώσσα μας, αποτελεί τον βασικό παρονομαστή μιας ταινίας, σκληρής και βάναυσης, που δείχνει την αρρώστια του ανθρώπινου μυαλού, σε νέα μεγαλεία. Αν και δεν περιλαμβάνει σκηνές γραφικές ή αντικειμενικά βίαιες, εντούτοις ο σκηνοθέτης της, Craig Zobel, παίζει ένα τόσο σατανικό, ψυχολογικό παιχνίδι μαζί σου, ώστε μετά το τέλος της νιώθεις τουλάχιστον βρώμικος και βεβηλωμένος. Ακριβώς δηλαδή όπως και η πρωταγωνίστριά του.
Ο Zobel έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 2007, με το άγνωστο ταινιάκι "Great World of Sound", το οποίο αν και προσωπικά δεν ήξερα, μου δίνει απευθείας το στίγμα του δημιουργού του, ως εναλλακτικό, indie film, από αυτά που αρέσκομαι να καταβροχθίζω οπτικώς. Στη συνέχεια σκηνοθέτησε ένα video documentary το, "Of Montreal: In a Fit of Hercynian Prig, Oculi", ενώ στη συνέχεια ήρθε και η σειρά του "Compliance". Στα μελλοντικά του σχέδια, έχει τη μεταφορά της post apocalyptic, sci-fi νουβέλας, "Z for Zachariah", του Robert C. O'Brian, με τον Tobey Maguire, ως μοναδικό-προς το παρόν-πρωταγωνιστή. Αν βέβαια όλα αυτά δε σας λένε και τίποτα, να είστε σίγουροι οτι το "Compliance" θα σας πει περισσότερα απ' όσα θα θέλατε να μάθετε.
Η βάση της υπόθεσης πατάει αποκλειστικά και μόνο πάνω, σε ένα βασικό ερώτημα: "γιατί;". Γιατί κανείς δεν αμφισβητεί την ταυτότητα του αγνώστου που παίρνει τηλέφωνο; Γιατί όλοι αποφασίζουν απλά να υποταγούν στις οδηγίες του και να κάνουν οτι ακριβώς τους λέει; Γιατί όλοι, λογικά όντα όπως είναι, καταφεύγουν σε καταστάσεις σαδιστικές και άρρωστες, χωρίς να φέρουν την παραμικρή αντίρρηση σε όλα αυτά που ο δήθεν, αστυνομικός Daniels, τους βάζει να κάνουν; Η απάντηση είναι μάλλον περισσότερο απλή, απ'οτι θα φανταζόμασταν: γιατί στην τελική είμαστε άνθρωποι, ακολουθούμε την ελεύθερη βούλησή μας και είμαστε σε θέση να παίρνουμε αποφάσεις καταπώς εμείς πιστεύουμε οτι αυτές είναι σωστές. Με τη διαφορά οτι κάθε απόφαση που βλέπουμε εδώ, είναι εκ των πραγμάτων λανθασμένη.
Θυμίζοντας έντονα το σκηνικό του "The Exterminating Angel", του Louis Bunuel, εκεί όπου η μπουρζουαζέ πλουτοκρατική παρέα, αδυνατεί να βγει από την έπαυλη, επειδή μια "αόρατη δύναμη" (αυτή που μεταφράζεται ως αυστηρά οριοθετημένη μεγαλοαστική συμπεριφορά, υλική δίψα και προσωπικό κοινωνικό αυτοπεριορισμό), την εμποδίζει, έτσι και εδώ, οι ήρωες του "Compliance" μοιάζουν έρμαια μιας ανώτερης δύναμης, η οποία τους εμποδίζει να δουν την αλήθεια και να απαιτήσουν την πρέπουσα δικαιοσύνη. Αδυνατούν να αντιληφθούν (ή ίσως και να αποδεχτούν), μέσα από την δικαιολογία της rush hour day του φαστφουντάδικου, οτι όλο αυτό που συμβαίνει στο πίσω αποθηκάκι του μαγαζιού, είναι ένας ξεδιάντροπος εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από μια δύναμη τόσο ύπουλη και αβίαστα σατανική, ώστε το ενδεχόμενο μιας τιποτένιας φάρσας να μοιάζει τουλάχιστον εξωπραγματικό. Και η ψυχολογία της μάζας δίνει και παίρνει...
Μπορεί το σενάριο να σας φανεί περίεργο και τουλάχιστον υπερβολικό, το χειρότερο όμως είναι οτι η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, όπως αυτά συνέβαιναν επί τουλάχιστον μια δεκαετία(!), σε διάφορες μικρές πόλεις της Αμερικής.
Πιο συγκεκριμένα, ο δράστης (ο οποίος συνελήφθη τελικά το 2004), συνήθιζε να τηλεφωνεί σε αλυσίδες ταχυφαγείων(η ταινία βασίζεται στο περιστατικό που συνέβη στη πολιτεία Bullit, σε ένα κατάστημα McDonald's) και άλλα μαγαζιά, λέγοντας πως ήταν αστυνομικός και αναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες και τους υπεύθυνους, να προχωρούν σε έρευνα των γυναικών υπαλλήλων τους (υπό τη μορφή γδυσίματος και ψαξίματος των...επίμαχων σημείων τους, και με αφορμή το κλέψιμο χρημάτων), καθώς και άλλες ανορθόδοξες τακτικές, για χάρη πάντα της αστυνομίας, μέχρι εκείνη να μεταβεί στον χώρο και να αναλάβει την υπόθεση. Τα περιστατικά που είχαν δηλωθεί, έφταναν τουλάχιστον τα 70, σε 30 διαφορετικές πολιτείες της Αμερικής, ενώ όταν τελικά ο 37χρονος David Stewart συνελήφθη ως δράστης, η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης, ήταν ξεκάθαρη: η δουλειά του David ήταν σωφρονιστικός υπάλληλος.
Αν και η ταινία περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη σκηνή, η οποία δε συνέβη πραγματικά, εντούτοις είναι άκρως σοκαριστικό όταν αντιλαμβάνεσαι οτι όλα τα υπόλοιπα έγιναν όντως, εις βάρος μιας ανυποψίαστης υπαλλήλου των McDonald's.
Επειδή λοιπόν δεν έχει καμία σημασία να δούμε τίποτα άλλο πέρα από τον χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται το δράμα, καθώς και τους επιμέρους ήρωες, ο Zobel χειρίζεται με μαεστρία την κάμερά του, υπονοώντας καταστάσεις, κάνοντας διαρκώς γκρο πλάνα στους χαρακτήρες και δείχνοντας την σταδιακή αλλαγή της διάθεσής τους, μέσα από απορημένες εκφράσεις, ντροπιασμένα βλέμματα, φοβισμένη γύμνια και αποδόμηση οποιουδήποτε ζεστού, χαλαρού συναισθήματος.
Η "φορτωμένη" αποθήκη, με τις πλαστικές καρέκλες, τους νικελωμένους πάγκους και τον πίνακα-στόχων του μαγαζιού, αποτελούν το ιδανικό μέρος, προκειμένου να ξεδιπλωθεί μια τόσο τραγική ιστορία. Παράλληλα η σκηνοθεσία (η οποία μέσα από κενά, παγωμένα πλάνα στην αρχή, αλλά και στο τέλος, χτίζει όλο το οικοδόμημα της παράνοιας και του φόβου), μας μεταφέρει σε στιγμές στο σπίτι του θύτη, ο οποίος ενώ μιλάει στο τηλέφωνο, ζωγραφίζει, φτιάχνει κάτι να φάει, καπνίζει και γενικώς, αποτελεί την άλλη, την αντιθετική όψη, του ίδιου νομίσματος.
Εκτός βέβαια από τη σκηνοθεσία που σε καθηλώνει και σε εξοργίζει (χωρίς να ζητά κανένα βεβιασμένο συναίσθημα από εσένα, θυμήσου το αυτό), οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών είναι εξαιρετικές. Η Dreama Walker είναι πολύ καλή στον ρόλο του θύματος. Ταραγμένη, ανήσυχη και καθόλα "κακοποιημένη", συνοψίζει ολόκληρο τον ρόλο της σε μόλις δυο κουβέντες: "Why did you continued?". "I don't know".
Στον αντίποδα, και η Ann Dowd δίνει μια ερμηνεία ασυνείδητα αδίστακτη, στον ρόλο της υπεύθυνης, η οποία ακολουθεί εντολές σαν άλλο στρατιωτάκι. Εν μέσω τηλεφωνημάτων, σωματικού ελέγχου της Becky και συνειδητοποίησης του τρομερού λάθος, ο κόσμος της γκρεμίζεται και οι τύψεις αναλαμβάνουν δράση. Τύψεις που θα την ακολουθούν πλέον, για μια ζωή.
Το "Compliance" είναι ένα δυνατό ταινιάκι, από αυτά που κάθε χρόνο βγαίνουν και δε τα παίρνεις χαμπάρι ποτέ. Ήρθε η ώρα αυτό να το πάρεις. Ψάξτο.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η Walker μοιάζει στην McCord, οτι o γηραιότερος δίνει τη λύση και οτι ο καιρός στη Νέα Ορλεάνη έχει πολύ υγρασία.
No trivia
Η Sandra (Ann Dowd), είναι υπεύθυνη σε ένα κοτοπουλάδικο-φαστφουντάδικο κάπου στην Αμερική. Από τη πρώτη σκηνή της ταινίας καταλαβαίνουμε οτι η Sandra, είναι μια γυναίκα ολίγον καταπιεσμένη, ολίγον μη-τσαμπουκαλού, και τέλος πάντων ένα άτομο που οι υπόλοιποι δε παίρνουν και πολύ στα σοβαρά. Όταν ένα πρωί, δεχθεί ένα τηλεφώνημα από τον αστυνομικό Daniels, ο οποίος την ενημερώνει οτι η Becky (Dreama Walker), η νεαρή υπάλληλος του καταστήματος, έχει κλέψει χρήματα από μια πελάτισσα, η Sandra, θα αρχίσει να εκτελεί βήμα-βήμα τις οδηγίες του αστυνόμου, προκειμένου να ελέγξει την Becky και να βρει τα χρήματα, για τα οποία έχει γίνει όλη αυτή η αναστάτωση. Το θέμα βέβαια, έγκειται σε ένα βασικό πρόβλημα: η Sandra δεν αμφισβητεί λεπτό την άγνωστη, ανδρική φωνή που έρχεται από το τηλέφωνο και αυτό είναι λάθος, μιας που ο τύπος της άλλης γραμμής, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από έναν σαδιστή φαρσέρ, που αρέσκεται να το παίζει εξουσία, πάνω σε ανύποπτα θύματα. Και όπως όλα δείχνουν, κανείς δεν θα βγει αλώβητος από αυτή την ιστορία...
Η ελληνική μετάφραση του τίτλου της ταινίας, είναι στην προκειμένη περίπτωση μια από τις πιο επιτυχημένες που θα δεις, τουλάχιστον για φέτος. Η "Υποταγή", όπως είναι στη γλώσσα μας, αποτελεί τον βασικό παρονομαστή μιας ταινίας, σκληρής και βάναυσης, που δείχνει την αρρώστια του ανθρώπινου μυαλού, σε νέα μεγαλεία. Αν και δεν περιλαμβάνει σκηνές γραφικές ή αντικειμενικά βίαιες, εντούτοις ο σκηνοθέτης της, Craig Zobel, παίζει ένα τόσο σατανικό, ψυχολογικό παιχνίδι μαζί σου, ώστε μετά το τέλος της νιώθεις τουλάχιστον βρώμικος και βεβηλωμένος. Ακριβώς δηλαδή όπως και η πρωταγωνίστριά του.
Ο Zobel έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 2007, με το άγνωστο ταινιάκι "Great World of Sound", το οποίο αν και προσωπικά δεν ήξερα, μου δίνει απευθείας το στίγμα του δημιουργού του, ως εναλλακτικό, indie film, από αυτά που αρέσκομαι να καταβροχθίζω οπτικώς. Στη συνέχεια σκηνοθέτησε ένα video documentary το, "Of Montreal: In a Fit of Hercynian Prig, Oculi", ενώ στη συνέχεια ήρθε και η σειρά του "Compliance". Στα μελλοντικά του σχέδια, έχει τη μεταφορά της post apocalyptic, sci-fi νουβέλας, "Z for Zachariah", του Robert C. O'Brian, με τον Tobey Maguire, ως μοναδικό-προς το παρόν-πρωταγωνιστή. Αν βέβαια όλα αυτά δε σας λένε και τίποτα, να είστε σίγουροι οτι το "Compliance" θα σας πει περισσότερα απ' όσα θα θέλατε να μάθετε.
Η βάση της υπόθεσης πατάει αποκλειστικά και μόνο πάνω, σε ένα βασικό ερώτημα: "γιατί;". Γιατί κανείς δεν αμφισβητεί την ταυτότητα του αγνώστου που παίρνει τηλέφωνο; Γιατί όλοι αποφασίζουν απλά να υποταγούν στις οδηγίες του και να κάνουν οτι ακριβώς τους λέει; Γιατί όλοι, λογικά όντα όπως είναι, καταφεύγουν σε καταστάσεις σαδιστικές και άρρωστες, χωρίς να φέρουν την παραμικρή αντίρρηση σε όλα αυτά που ο δήθεν, αστυνομικός Daniels, τους βάζει να κάνουν; Η απάντηση είναι μάλλον περισσότερο απλή, απ'οτι θα φανταζόμασταν: γιατί στην τελική είμαστε άνθρωποι, ακολουθούμε την ελεύθερη βούλησή μας και είμαστε σε θέση να παίρνουμε αποφάσεις καταπώς εμείς πιστεύουμε οτι αυτές είναι σωστές. Με τη διαφορά οτι κάθε απόφαση που βλέπουμε εδώ, είναι εκ των πραγμάτων λανθασμένη.
Θυμίζοντας έντονα το σκηνικό του "The Exterminating Angel", του Louis Bunuel, εκεί όπου η μπουρζουαζέ πλουτοκρατική παρέα, αδυνατεί να βγει από την έπαυλη, επειδή μια "αόρατη δύναμη" (αυτή που μεταφράζεται ως αυστηρά οριοθετημένη μεγαλοαστική συμπεριφορά, υλική δίψα και προσωπικό κοινωνικό αυτοπεριορισμό), την εμποδίζει, έτσι και εδώ, οι ήρωες του "Compliance" μοιάζουν έρμαια μιας ανώτερης δύναμης, η οποία τους εμποδίζει να δουν την αλήθεια και να απαιτήσουν την πρέπουσα δικαιοσύνη. Αδυνατούν να αντιληφθούν (ή ίσως και να αποδεχτούν), μέσα από την δικαιολογία της rush hour day του φαστφουντάδικου, οτι όλο αυτό που συμβαίνει στο πίσω αποθηκάκι του μαγαζιού, είναι ένας ξεδιάντροπος εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από μια δύναμη τόσο ύπουλη και αβίαστα σατανική, ώστε το ενδεχόμενο μιας τιποτένιας φάρσας να μοιάζει τουλάχιστον εξωπραγματικό. Και η ψυχολογία της μάζας δίνει και παίρνει...
Μπορεί το σενάριο να σας φανεί περίεργο και τουλάχιστον υπερβολικό, το χειρότερο όμως είναι οτι η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, όπως αυτά συνέβαιναν επί τουλάχιστον μια δεκαετία(!), σε διάφορες μικρές πόλεις της Αμερικής.
Πιο συγκεκριμένα, ο δράστης (ο οποίος συνελήφθη τελικά το 2004), συνήθιζε να τηλεφωνεί σε αλυσίδες ταχυφαγείων(η ταινία βασίζεται στο περιστατικό που συνέβη στη πολιτεία Bullit, σε ένα κατάστημα McDonald's) και άλλα μαγαζιά, λέγοντας πως ήταν αστυνομικός και αναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες και τους υπεύθυνους, να προχωρούν σε έρευνα των γυναικών υπαλλήλων τους (υπό τη μορφή γδυσίματος και ψαξίματος των...επίμαχων σημείων τους, και με αφορμή το κλέψιμο χρημάτων), καθώς και άλλες ανορθόδοξες τακτικές, για χάρη πάντα της αστυνομίας, μέχρι εκείνη να μεταβεί στον χώρο και να αναλάβει την υπόθεση. Τα περιστατικά που είχαν δηλωθεί, έφταναν τουλάχιστον τα 70, σε 30 διαφορετικές πολιτείες της Αμερικής, ενώ όταν τελικά ο 37χρονος David Stewart συνελήφθη ως δράστης, η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης, ήταν ξεκάθαρη: η δουλειά του David ήταν σωφρονιστικός υπάλληλος.
Αν και η ταινία περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη σκηνή, η οποία δε συνέβη πραγματικά, εντούτοις είναι άκρως σοκαριστικό όταν αντιλαμβάνεσαι οτι όλα τα υπόλοιπα έγιναν όντως, εις βάρος μιας ανυποψίαστης υπαλλήλου των McDonald's.
Επειδή λοιπόν δεν έχει καμία σημασία να δούμε τίποτα άλλο πέρα από τον χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται το δράμα, καθώς και τους επιμέρους ήρωες, ο Zobel χειρίζεται με μαεστρία την κάμερά του, υπονοώντας καταστάσεις, κάνοντας διαρκώς γκρο πλάνα στους χαρακτήρες και δείχνοντας την σταδιακή αλλαγή της διάθεσής τους, μέσα από απορημένες εκφράσεις, ντροπιασμένα βλέμματα, φοβισμένη γύμνια και αποδόμηση οποιουδήποτε ζεστού, χαλαρού συναισθήματος.
Η "φορτωμένη" αποθήκη, με τις πλαστικές καρέκλες, τους νικελωμένους πάγκους και τον πίνακα-στόχων του μαγαζιού, αποτελούν το ιδανικό μέρος, προκειμένου να ξεδιπλωθεί μια τόσο τραγική ιστορία. Παράλληλα η σκηνοθεσία (η οποία μέσα από κενά, παγωμένα πλάνα στην αρχή, αλλά και στο τέλος, χτίζει όλο το οικοδόμημα της παράνοιας και του φόβου), μας μεταφέρει σε στιγμές στο σπίτι του θύτη, ο οποίος ενώ μιλάει στο τηλέφωνο, ζωγραφίζει, φτιάχνει κάτι να φάει, καπνίζει και γενικώς, αποτελεί την άλλη, την αντιθετική όψη, του ίδιου νομίσματος.
Εκτός βέβαια από τη σκηνοθεσία που σε καθηλώνει και σε εξοργίζει (χωρίς να ζητά κανένα βεβιασμένο συναίσθημα από εσένα, θυμήσου το αυτό), οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών είναι εξαιρετικές. Η Dreama Walker είναι πολύ καλή στον ρόλο του θύματος. Ταραγμένη, ανήσυχη και καθόλα "κακοποιημένη", συνοψίζει ολόκληρο τον ρόλο της σε μόλις δυο κουβέντες: "Why did you continued?". "I don't know".
Στον αντίποδα, και η Ann Dowd δίνει μια ερμηνεία ασυνείδητα αδίστακτη, στον ρόλο της υπεύθυνης, η οποία ακολουθεί εντολές σαν άλλο στρατιωτάκι. Εν μέσω τηλεφωνημάτων, σωματικού ελέγχου της Becky και συνειδητοποίησης του τρομερού λάθος, ο κόσμος της γκρεμίζεται και οι τύψεις αναλαμβάνουν δράση. Τύψεις που θα την ακολουθούν πλέον, για μια ζωή.
Το "Compliance" είναι ένα δυνατό ταινιάκι, από αυτά που κάθε χρόνο βγαίνουν και δε τα παίρνεις χαμπάρι ποτέ. Ήρθε η ώρα αυτό να το πάρεις. Ψάξτο.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η Walker μοιάζει στην McCord, οτι o γηραιότερος δίνει τη λύση και οτι ο καιρός στη Νέα Ορλεάνη έχει πολύ υγρασία.
No trivia
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)