Καλημέρα και καλή εβδομάδα! Σήμερα θα ξεκινήσουμε με μια ταινία η οποία πρόκειται να επανακυκλοφορήσει από τις Πέμπτη στις αίθουσες (φαντάζομαι πιο συγκεκριμένα στους θερινούς κινηματογράφους), μιας που είθισται καλοκαιράκι και ταινίες περασμένων ετών.
Η συγκεκριμένη είναι του 2001 σε σκηνοθεσία Michael Haneke και όπως επιτάσσει η φιλμογραφία αυτού του δημιουργού, δεν είναι για όσους δεν περιμένουν από αυτή κάτι το κομματάκι διαφορετικό. Εν προκειμένω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας. "The Piano Teacher" λοιπόν...
Η Erika Kohut (Isabelle Huppert) είναι μια δασκάλα πιάνου αυστηρή και καθωσπρέπει, η οποία με την αδαμάντινη και αλύγιστη κριτική της, κερνάει τους μαθητές της ένα σφηνάκι σκληρής ζωής όπως αυτή τους περιμένει στον καθόλα ανταγωνιστικό μουσικό χώρο που επέλεξαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους.
Η Erika όμως είναι πολλά περισσότερα από αυτά που αφήνει να φανούν, μια απλησίαστη και σκληρή δηλαδή γυναίκα, η οποία ζει με την εξίσου επιβλητική και καταπιεστική της μητέρα, παρά το γεγονός πως έχει φτάσει στα σαράντα και πως δίνει την εντύπωση μιας καχεκτικής γεροντοκόρης. Η ίδια φαίνεται να μη δίνει και τόση σημασία στο φαίνεσθαι, όσο στο προσωπικό της είναι, αδιαφορώντας για κάθε τι που συμβαίνει γύρω της και δεν περιλαμβάνει πιανίστικες νότες και σονάτες του Schubert. Όλα αυτά τουλάχιστον, μέχρι την στιγμή που θα βρεθεί στον δρόμο της ένας νεαρός, ο οποίος αρχίζει να δείχνει σταδιακά ένα έκδηλο ενδιαφέρον για την ίδια, οχι μόνο όσον αφορά τις διδακτικές της γνώσεις σχετικά με το πιάνο, αλλά κυρίως όσον αφορά την ίδια ως καθαρά γυναικεία παρουσία.
Η Erika αντιλαμβανόμενη το κόρτε του Walter (Benoit Magimel), θα προσπαθήσει να τον απωθήσει (οχι και τόσο διακριτικά), αλλά η επιμονή του θα της ξυπνήσει πόθους και λαγνείες που φαίνεται να μην έχει γνωρίσει πριν. Ή μάλλον οχι ακριβώς θα τις ξυπνήσει μιας που αυτές οι ορέξεις είχαν πάντα μια θέση μέσα της. Αυτές και άλλες πολλές...
Βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα της Elfriede Jelinek, το "The Piano Teacher" είναι μια ταινία για την καταπιεσμένη γυναικεία φύση, είτε αυτή εκφράζεται μέσω της ηλικιωμένης και ανήμπορης να επιβληθεί πλέον σε άλλους πέραν της κόρης της, μάνας (υποδυόμενης ιδανικά από την Annie Girardot), είτε μέσω της ανέκφραστης και ψυχρής Erika, η οποία όμως είναι στην ουσία ένα συναισθηματικό καζάνι που βράζει.
Ο Haneke φημίζεται για τον τρόπο με τον οποίο χειραγωγεί τους ήρωές του, λες και λειτουργεί σαν ένας off-screen puppet master (κατά κάποιον τρόπο, αυτό ακριβώς κάνει) ο οποίος καθορίζει κάθε στιγμή και κάθε λεπτό τις αντιδράσεις, τις συμπεριφορές και τις πράξεις των πρωταγωνιστών του.
Έχοντας αναλάβει εξάλλου εκτός από την σκηνοθεσία και την προσαρμογή του σεναρίου, θα έλεγε κανείς πως οι στα όρια της τρέλας πινελιές με τις οποίες έχει "βάψει" τα πρόσωπα των ηρώων, αποτελούν ένα από τα βασικά κομμάτια της ταινίας, στην οποία η σκηνοθεσία ίσως και να περνάει σε δεύτερη μοίρα, χάρη στην παρουσία της Huppert η οποία δυναμιτίζει την ατμόσφαιρα και γεμίζει τα πλάνα με υπερυψωμένα φρύδια, παγωμένες ματιές και ακόμη πιο παγωμένες συμπεριφορές, στρέφοντας τα καταπιεσμένα της πάθη στους μαθητές της με την μορφή λεκτικής/ψυχολογικής ή και σωματικής βίας. Ο σκηνοθέτης μάλιστα καθιστά ξεκάθαρη από την αρχή την ιδιαιτερότητα της πρωταγωνίστριας και της προβληματικής της σχέσης με την μητέρα της, δίνοντάς της μέχρι και μια σχετική άφεση αμαρτιών αναφορικά με τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Και δεν είναι και λίγα αυτά...
Έχοντας δει πολλές φορές στον κινηματογράφο τις ανισόρροπες σχέσεις που μπορεί να αναπτυχθούν ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους, δεν είναι τυχαίο πως ο Haneke επιλέγει να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη μια εκ των πραγμάτων τραυματισμένη (και λογοτεχνικά) σχέση, ανάμεσα στην ηρωίδα και την μητέρα της, αν μη τι άλλο γιατί κάτι τέτοιο δίνει απευθείας την ευκαιρία σε έναν δημιουργό να αφήσει στην άκρη τις αφορμές και να περάσει στο ψητό, το οποίο μπορεί να δομήσει και να δαμάσει μέσα από την βασική και αφετηριακά λοξή σχέση την οποία αρχικά ο σκηνοθέτης και στην συνέχεια εμείς, παίρνουμε ως δεδομένη και πορευόμαστε με αυτή γνώμονα. Έτσι λοιπόν από εκεί και πέρα είναι σίγουρο πως ο θεατής θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα της Erika με βάση την δυσλειτουργική της σχέση με την μητέρα της, την οποία δεν διστάζει να χτυπάει και να βρίζει.
Θα έλεγε κανείς πως αν είχαμε το κλασικό, Οιδιποδειακό σύνδρομο, θα ήταν πιο εύκολο να αντιληφθούμε για παράδειγμα έναν τύπο ο οποίος είτε νοιώθει απέχθεια γι' αυτές, είτε αντιδρά βίαια απέναντι τους, εξαιτίας του αντικατοπτρισμού πάνω τους, του προσώπου του αιώνιου και απαγορευμένου του πόθου, της μάνας του. Στην προκειμένη περίπτωση το πράγμα γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον, καθώς εκτός από το γεγονός πως μιλάμε για την σχέση δυο γυναικών, εντούτοις την γνωρίζουμε από ένα σημείο (ακόμα και η ηλικία λειτουργεί με τρόπο καθοριστικό) στο οποίο αυτή έχει οδηγηθεί έτσι κι αλλιώς σε μια οριστική ρήξη, με την μάνα και την κόρη να έχουν κάνει τρόπο ζωής την "βία" σε κάθε της πιθανή μορφή. Συνεπώς, ίσως να μην ήταν υπερβολικό αν σκεφτόμασταν πως η Erika έχει ανάγκη από την αρσενική παρουσία, για μια τελική μεταβίβαση του καλλιεργημένου τόσα χρόνια άρρωστου πάθους της, σε κάποιον στον οποίο ίσως κι να μη φαντάζει τόσο άρρωστο: σε έναν άνδρα.
Η σαφέστατα καταπιεσμένη σεξουαλική της φύση, εκδηλώνεται βέβαια μέσα από τις σαδομαζοχιστικές τις τάσεις και ανάγκες, οι οποίες υποδηλώνουν με την σειρά τους την διαμόρφωση μια ερωτικής σχέσης με βάση τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία λειτουργεί και η καθημερινότητά της. Κρυψίνους, μόνη και καταπιεσμένη καθώς είναι η πρωταγωνίστρια, καταφεύγει στην παρακολούθηση σκληρού, πορνογραφικού υλικού για την υποτυπώδη ικανοποίηση της ηδονοβλεπτικής της διάθεσης, την ίδια στιγμή που μέσα στο μπάνιο αποζητά την στιγμιαία ικανοποίηση και τον εν δυνάμει σεξουαλικό ερεθισμό, με το χαράκωμα των μηρών της. Η Erika δεν είναι μια γυναίκα που αποζητά την βία σε κάθε έκφανση της ζωής της, αλλά φαίνεται πως η ολοένα και αυξανόμενες ορμές της, τείνουν να κυριαρχήσουν, εμπλέκοντας σε αυτές και το κομμάτι της όποιας βίας μπορεί να αντιμετωπίζει χρόνια ολόκληρα στο πλευρό της αυταρχικής μάνας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως η εμφάνιση του νεαρού είναι εκείνη που πυροδοτεί τελικά την μετάβαση της Erika στην άλλη πλευρά της εγκεφαλικής της καθημερινότητας, αυτή του bondage, του ξύλου, της ταπείνωσης και της γενικότερης σαδομαζοχιστικής της ανάγκης να υπάρχει ως ολοκληρωμένο ον μέσα σε μια σχέση.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και προς το τέλος της ταινίας, κάπου οι ρόλοι αντιστρέφονται και το πάνω χέρι το αναλαμβάνει πλέον άλλος, με αρκετά τραγικά αποτελέσματα ομολογουμένως, κυρίως ως προς την διαπίστωση από την ηρωίδα οτι αποτελεί ένα freak of nature. Η οριστική απώλεια και η έκθεση του κρυμμένου εαυτού, πυροδοτούν μια αντίδραση τόσο πηγαίας δυναμικής, η οποία όμως μετριάζεται στο ναδίρ από την αυστηρά οριοθετημένη ματιά και τον ψυχρό ορθολογισμό του Haneke. Αυτό που ήθελε να πει το είπε. Δεν υπάρχει λόγος για περιττούς μελοδραματισμούς και συναισθήματα, έτσι κι αλλιώς.
Όπως αντιλαμβάνεσαι από μια τέτοια ταινία, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Huppert είναι ένα ερμηνευτικό λουκουμάκι με την ίδια να αποτελεί το απαύγασμα της ιδιάζουσας περίπτωσης, και το αφ'υψηλού βλέμμα της να λειτουργεί καταλυτικά στον "ευνουχισμό" του Warner. Και σε πιο αρσενικό αρέσει τέλος πάντων να το ευνουχίζουν;
Η σκηνοθεσία του Haneke πάει χέρι-χέρι με την σκληρή ατμόσφαιρα των προσώπων, με έναν κατακερματισμό μονταζιασμένων πλάνων και μια ακατάπαυστη κλασική, μουσική επένδυση που έρχεται σε σκληρή κόντρα με τις εξίσου σκληρές, επιμέρους σκηνές, ενισχύοντας την ήδη ενδιαφέρουσα ματιά της κρυμμένης τρέλας μιας δασκάλας πιάνου (κατά τρόπο όμοιο με την τρέλα της μπαλαρίνας του Aronofsky στον "Μαύρο Κύκνο", η οποία καθοδηγείται από μια εξίσου αυταρχική μάνα και μια καταπιεσμένη σεξουαλική μανία).
Το "The Piano Teacher" είναι μια ταινία ήπιων τόνων στο σύνολό της, η οποία όμως αφορά ένα σύνολο πραγμάτων, προκλητικών και αληθινών ταυτόχρονα, τα οποία σε προκαλούν να τα ερμηνεύσεις. Ή απλώς να τα αντέξεις...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι όταν αποφασίζεις να μπαλαμουτιαστείς στην τουαλέτα, απλά δεν μπαίνει κανείς να διακόψει, οτι υπάρχουν ακόμα drive ins και οτι το ντυσιματάκι "καθηγήτρια πιάνου" θεωρείται η τελευταία τάση της μόδας.
Trailer δεν βάζω γιατί απλά είναι γελοίο.
No trivia
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα music. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα music. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013
Δευτέρα 29 Απριλίου 2013
Le magasin des suicides: It's a black world out there...
Alloha και πάλι, καλή μεγάλη εβδομάδα και τα σχετικά. Λίγο ανορθόδοξος ο τρόπος με τον οποίο θα ξεκινήσουμε σήμερα, αναφορικά με το περιεχόμενο της ταινίας για την οποία θα σας πω δυο πραγματάκια. Βασικά είτε η επιλογή μου είναι right to the point, είτε αποτελεί επί της ουσίας μια τραγική ειρωνεία, οπότε όπως και να' χει, πάλι καλά είναι.
Σήμερα το λοιπόν θα ασχοληθούμε μετά από αρκετό καιρό με ένα ταινιάκι animation, το οποίο μάλιστα "έκλεισε" το φετινό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας. Προσωπικά το είχα βάλει στο μάτι αρκετό καιρό πριν, με αποτέλεσμα τώρα με το φεστιβάλ να το ξαναθυμηθώ και τελικά να το δω. Αν και η αλήθεια είναι πως έχω μερικές μικρο ενστάσεις, δεν μπορώ παρά να το χαρακτηρίσω ως ένα αξιοπρεπέστατο δείγμα animation ενηλίκων, το οποίο όμως έχει πολλά να μάθει και στους μικρότερους, αναφορικά με τον σκληρό κόσμο που τους περιμένει όταν πάρουν την σκυτάλη της ζωής από τους γονείς και βγουν εκεί έξω για να αγωνιστούν πλέον μόνοι. "Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών" είναι εδώ. Θα ευχόμασταν να μην ήταν...
Θέλω να φανταστείτε κάτι. Κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητά μας, αν και ευτυχώς δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε τέτοια υπερβολικά όρια. Φανταστείτε λοιπόν την ύπαρξη μιας πόλης στην οποία ο κάθε πολίτης κουβαλάει στην πλάτη του και από ένα τεράστιο φορτίο δυστυχίας, γεγονός που τον καθιστά παραιτημένο από κάθε τι θετικό, όμορφο και αισιόδοξο έχει να του προσφέρει η ίδια η ζωή. Οχι βέβαια πως κάτι τέτοιο υπάρχει στην συγκεκριμένη πόλη, η οποία όντας βυθισμένη μέσα σε ένα μουρτζούφλικο γκρίζο και με την βροχή να μαστιγώνει δρόμους και πεζοδρόμια σε σχεδόν καθημερινή βάση, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την Κόλαση επί της Γης και αυτό γιατί όσοι ζουν μέσα της είναι ήδη "νεκροί", απλώς δεν τον ξέρουν ακόμα. Γιατί τι άλλο μπορεί να θεωρηθείς αν οχι ψυχικά και πνευματικά νεκρός από τη στιγμή που βιώνεις μια μίζερη και άνευ νοήματος ζωή;
Μέσα σε αυτό το θλιβερό τοπίο, εκεί όπου κανείς και τίποτα δεν φαίνεται να έχει σημασία, το μόνο πράγμα που φαίνεται να ευδοκιμεί κατά τρόπο φριχτά ειρωνικό, είναι ένα μαγαζί που ειδικεύεται στις...αυτοκτονίες. Τι καλύτερο να στήσεις μια επιχείρηση εκμεταλλευόμενος το "προϊόν" που πουλάει περισσότερο στην πόλη σου, δηλαδή τον θάνατο; Και η οικογένεια Tuvache κάνει αυτό ακριβώς που ξέρει καλύτερα: ειδικεύεται στην πώληση οριστικών τελών. Και το κάνει έξοχα.
Εν μέσω κρυστάλλινων δοχείων με δηλητήριο, κρεμάλες με το μέτρο, γιαπωνέζικα σπαθιά, κοφτερές λεπίδες μαχαιριών, shtoguns(!), όπλων και ένα σωρό άλλων θανατηφόρων αντικειμένων, ο πάτερ φαμίλιας Mishima είναι ο βασικός υπεύθυνος του μαγαζιού, ο οποίος φροντίζει να πουλάει το εμπόρευμά του στον κάθε απογοητευμένο πελάτη του με περίσσιο νάζι και τσαχπινιά, αντιλαμβανόμενος εξ' αρχής το γούστο του κάθε άτυχου που θα πατήσει το πόδι του στο μαγαζί. Βέβαια παρά το γεγονός οτι αποτελεί τον χρηματικό άρχοντα της περιοχής, παρέα με την πληθωρική και εξίσου καπάτσα γυναίκα του, φαίνεται πως η καταθλιπτική μπάλα έχει παρασύρει και τα δυο του παιδιά, μιας που από την μια πλευρά ο γιος του περνάει τις ώρες του ακονίζοντας ξυράφια για επίδοξους μελλοθάνατους, ενώ η κόρη του σαν άλλη πιτσιρίκα της οικογένειας Adamas, σκέφτεται διαρκώς τον θάνατο, ντυμένη σαν κάτι μεταξύ emo και death punk chick.
Όταν έρθει η κατά τα άλλα ευλογημένη στιγμή που η σύζυγος φέρει στον κόσμο το τρίτο παιδί της οικογένειας, τον μικρούλη Alan, τα πράγματα θα πάρουν εντελώς διαφορετική τροπή ήδη από την αίθουσα τοκετού μιας που ο Alan έχει κάτι που τον κάνει να ξεχωρίζει αμέσως: αντί να κλαίει, γελάει! Από εκεί και πέρα ο χαριτωμένος μπόμπιρας θα φέρει τα πάνω κάτω στην κοσμοθεωρία των Tuvache μιας που δεν θα σταματήσει να χαμογελάει και να προκαλέι πονοκέφαλο στους μουτρωμένους του γονείς, αντιμετωπίζοντας την ζωή γεμάτη φως και χαρά. Ακόμα κι αν δεν είναι. Δεν πειράζει, γιατί τώρα που είναι αυτός εδώ, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να αλλάξει τον κόσμο μια και καλή...
Γνωστός για τις αισθηματικές του ταινίες ("The Hairdresser's Husband", "Intimate Strangers", "The Girl on the Bridge") o Γάλλος σκηνοθέτης Patrice Leconte, αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό και να δημιουργήσει ένα όλως περιέργως πολύχρωμο animation, το οποίο βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Jean Teule.
Όπως έχουμε δει και τα τελευταία χρόνια, η τεχνική του animation χρησιμοποιείται πλέον προκειμένου να μιλήσει για πολύ πιο σκοτεινά θέματα, όπως η μοναξιά, η κατάθλιψη και ο θάνατος, χωρίς να μασάει τα λόγια της, αλλά καθιστώντας το περιεχόμενό της ανοιχτό τόσο στον κόσμο των μεγάλων, όσο και σε αυτόν των μικρών οι οποίοι θα πρέπει αφενός με προσοχή, και αφετέρου με ειλικρίνεια, να έρθουν σε επαφή με ζητήματα τα οποία θα παίξουν βασικό ρόλο μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο πρόκειται να μεγαλώσουν και αργότερα να δράσουν ως αυτόβουλα πλέον όντα.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά animation των τελευταίων ετών το οποίο περιστρέφεται γύρω από θέματα-taboo (όπως για παράδειγμα η ομοφυλοφιλία), είναι και η αυστραλιανή παραγωγή "Mary and Max" (για την οποία τα έχουμε πει και μέσα από το μπλογκάκι μας), η οποία μιλάει ανοιχτά για την μανιοκατάθλιψη, την αυτοκτονία και το σκληρό προσωπείο της μοναξιάς. Εδώ ο Leconte με σαφέστατα πιο ανάλαφρη διάθεση, η οποία προβάλλεται και μέσα από την χρήση των μουσικών κομματιών της ταινίας (η οποία σε στιγμές παραπέμπει σε μιούζικαλ), επιχειρεί τον δικό του (τους) κοινωνικό σχολιασμό, τοποθετώντας στον κέντρο της δράσης του μια θανατηφόρα πόλη, η οποία σαν άλλος ιός απελευθερώνει την δηλητηριώδη της δράση, καθιστώντας τους πολίτες έρμαια μιας τελολογικής αντίληψης περί του νέου σωστού και αποδεκτού. Το να σκοτώνεις πλέον τον εαυτό σου, αποτελεί κάτι το φυσιολογικό και καθημερινό, με το θέμα της γραφικότητας να εξαντλείται στην κλήση που "τρώει" κανείς από την αστυνομία, σε περίπτωση που αυτοκτονήσει σε δημόσιο χώρο!
Φυσικά ο σχολιασμός δεν αφορά μόνο το κοινωνικό της υπόθεσης αυτό καθ' εαυτό, αλλά και το φλέγον θέμα του περιβάλλοντος μιας που οι κλιματολογικές αλλαγές (προς το χειρότερο εννοείται), είναι αυτές που έχουν οδηγήσει τον πληθυσμό σε κατάθλιψη, οχυρωμένους μέσα στους κενούς τους πια εαυτούς με μόνη διέξοδο από αυτό το μαρτύριο, να φαντάζει φυσικά το ταξίδι προς τόπους χλοερούς.
Πάντως το έξυπνο μοτίβο του animation δεν περιορίζεται μόνο στο οξύμωρο της επιτυχίας ενός αυτοκτονικού μαγαζιού, αλλά δίνει αφορμές ακόμα και μέσα από τα ονόματα των πρωταγωνιστών που παραπέμπουν σε προσωπικότητες διεθνούς φήμης, οι οποίες οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Για παράδειγμα η κόρη της οικογένειας ονομάζεται Marilyn, παραπέμποντας κατά τον Teule στην Merilyn Monroe, ενώ ο πατέρας με το όνομα Mishima παραπέμπει στον Yukio Mishima, έναν από τους πιο επιδραστικούς Ιάπωνες καλλιτέχνες, αφού ανάμεσα σε άλλα υπήρξε ποιητής, συγγραφές, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Θεωρήθηκε ένας από τους σημαντικότερους Ιάπωνες δημιουργούς του 20ου αιώνα, ο οποίος μνημονεύεται μέχρι και σήμερα εκτός από τα έργα του και για το τελετουργικό sepuku που πραγματοποιήσε βάζοντας τέλος στην ζωή του. Και μιας που λέμε και αυτά, ο μεγαλύτερος γιος ονομάζεται Vincent, από το διάσημο ζωγράφο Vincennt van Gogh.
Όπως θα δείτε και εσείς πάντως, το animation είναι σαφέστατα επηρεασμένο από τον Tim Burton και τις δικές του ποε-ικές εμμονές, μιας που και ο πατέρας θυμίζει αφηρημένα ήρωα του γοτθικού κόσμου του Tim, ιδιαίτερα με εκείνους τους χαρακτηριστικούς μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Παρόλα αυτά ακόμα και αν κάποιες εμφανείς ομοιότητες υπάρχουν, το μαγαζάκι των αυτοκτονιών, καταφέρνει να ξεχωρίσει χάρη στην έντονη χρωματική του αντίθεση που είναι πιο έντονη μέσα στο μαγαζί, το οποίο αν και αποτελεί κόσμο του θανάτου, εντούτοις είναι ο πιο πολύχρωμος μέσα στην ταινία. Γιατί άραγε; Για να φαίνεται πιο ελκυστικός στο μάτι του πελάτη, ή γιατί για όλους όσους το επισκέπτονται, ο πραγματικός κόσμος, αυτός που είναι γεμάτος χρώμα και περίεργη ομορφιά, είναι ακριβώς αυτός;
Η χρήση του κατά τα άλλα παραδοσιακού, σχεδιαστικού, 2D animation είναι ιδανική για την διήγηση της ιστορίας μας, η οποία μπορεί να ξεκινάει από μακάβρια αφετηρία, έχει όμως τελικά ως σκοπό να αφυπνίσει συνειδήσεις περνώντας το μήνυμα πως ακόμα και αν δεν βλέπουμε τίποτα το θετικό στην ζωή, ακόμη κι αν είμαστε έτοιμοι να τα παρατήσουμε (ή το έχουμε ήδη κάνει), όλο και κάποια ακτίνα φωτός θα υπάρξει, αρκεί να είμαστε σε θέση να την αντιληφθούμε και να την εκμεταλλευτούμε.
Στην προκειμένη περίπτωση ακτίνα φωτός είναι ο μικρός Alan, με την μοναδική μου ένσταση να αφορά το γεγονός πως το σενάριο αναφορικά με τη δράση του πιτσιρικά, δεν είναι τόσο εμπλουτισμένο όσο θα το ήθελα, με αποτέλεσμα η λύση στο πρόβλημα να έρχεται λίγο ξαφνικά. Όπως και να' χει όμως η ταινία δεν παύει να αποδεικνύει πως ακόμα και μέσα στις πιο ζοφερές και μαύρες εποχές, μπορεί να υπάρξουν εκείνα τα ψήγματα αισιοδοξίας που θα κάνουν τελικά την διαφορά και θα σώσουν τις ψυχές μας από το σκοτάδι το βαθύ.
Όμορφο, τραγουδιστό και αρκετά αισιόδοξο μέσα στην απαισιοδοξία του, το "Le magasin des suicides" είναι ένα animation που θα σας κάνει να περάσετε καλά. Τελικά.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι οι κρέπες σώζουν, οτι ο χορός οι oriental χοροί χορεύονται γυμνοί και με αραχνοΰφαντα υφάσματα και οτι ποτέ δεν είναι αργά για την μια και μοναδική αλλαγή στην ζωή σου.
No trivia
Σήμερα το λοιπόν θα ασχοληθούμε μετά από αρκετό καιρό με ένα ταινιάκι animation, το οποίο μάλιστα "έκλεισε" το φετινό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας. Προσωπικά το είχα βάλει στο μάτι αρκετό καιρό πριν, με αποτέλεσμα τώρα με το φεστιβάλ να το ξαναθυμηθώ και τελικά να το δω. Αν και η αλήθεια είναι πως έχω μερικές μικρο ενστάσεις, δεν μπορώ παρά να το χαρακτηρίσω ως ένα αξιοπρεπέστατο δείγμα animation ενηλίκων, το οποίο όμως έχει πολλά να μάθει και στους μικρότερους, αναφορικά με τον σκληρό κόσμο που τους περιμένει όταν πάρουν την σκυτάλη της ζωής από τους γονείς και βγουν εκεί έξω για να αγωνιστούν πλέον μόνοι. "Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών" είναι εδώ. Θα ευχόμασταν να μην ήταν...
Θέλω να φανταστείτε κάτι. Κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητά μας, αν και ευτυχώς δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε τέτοια υπερβολικά όρια. Φανταστείτε λοιπόν την ύπαρξη μιας πόλης στην οποία ο κάθε πολίτης κουβαλάει στην πλάτη του και από ένα τεράστιο φορτίο δυστυχίας, γεγονός που τον καθιστά παραιτημένο από κάθε τι θετικό, όμορφο και αισιόδοξο έχει να του προσφέρει η ίδια η ζωή. Οχι βέβαια πως κάτι τέτοιο υπάρχει στην συγκεκριμένη πόλη, η οποία όντας βυθισμένη μέσα σε ένα μουρτζούφλικο γκρίζο και με την βροχή να μαστιγώνει δρόμους και πεζοδρόμια σε σχεδόν καθημερινή βάση, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την Κόλαση επί της Γης και αυτό γιατί όσοι ζουν μέσα της είναι ήδη "νεκροί", απλώς δεν τον ξέρουν ακόμα. Γιατί τι άλλο μπορεί να θεωρηθείς αν οχι ψυχικά και πνευματικά νεκρός από τη στιγμή που βιώνεις μια μίζερη και άνευ νοήματος ζωή;
Μέσα σε αυτό το θλιβερό τοπίο, εκεί όπου κανείς και τίποτα δεν φαίνεται να έχει σημασία, το μόνο πράγμα που φαίνεται να ευδοκιμεί κατά τρόπο φριχτά ειρωνικό, είναι ένα μαγαζί που ειδικεύεται στις...αυτοκτονίες. Τι καλύτερο να στήσεις μια επιχείρηση εκμεταλλευόμενος το "προϊόν" που πουλάει περισσότερο στην πόλη σου, δηλαδή τον θάνατο; Και η οικογένεια Tuvache κάνει αυτό ακριβώς που ξέρει καλύτερα: ειδικεύεται στην πώληση οριστικών τελών. Και το κάνει έξοχα.
Εν μέσω κρυστάλλινων δοχείων με δηλητήριο, κρεμάλες με το μέτρο, γιαπωνέζικα σπαθιά, κοφτερές λεπίδες μαχαιριών, shtoguns(!), όπλων και ένα σωρό άλλων θανατηφόρων αντικειμένων, ο πάτερ φαμίλιας Mishima είναι ο βασικός υπεύθυνος του μαγαζιού, ο οποίος φροντίζει να πουλάει το εμπόρευμά του στον κάθε απογοητευμένο πελάτη του με περίσσιο νάζι και τσαχπινιά, αντιλαμβανόμενος εξ' αρχής το γούστο του κάθε άτυχου που θα πατήσει το πόδι του στο μαγαζί. Βέβαια παρά το γεγονός οτι αποτελεί τον χρηματικό άρχοντα της περιοχής, παρέα με την πληθωρική και εξίσου καπάτσα γυναίκα του, φαίνεται πως η καταθλιπτική μπάλα έχει παρασύρει και τα δυο του παιδιά, μιας που από την μια πλευρά ο γιος του περνάει τις ώρες του ακονίζοντας ξυράφια για επίδοξους μελλοθάνατους, ενώ η κόρη του σαν άλλη πιτσιρίκα της οικογένειας Adamas, σκέφτεται διαρκώς τον θάνατο, ντυμένη σαν κάτι μεταξύ emo και death punk chick.
Όταν έρθει η κατά τα άλλα ευλογημένη στιγμή που η σύζυγος φέρει στον κόσμο το τρίτο παιδί της οικογένειας, τον μικρούλη Alan, τα πράγματα θα πάρουν εντελώς διαφορετική τροπή ήδη από την αίθουσα τοκετού μιας που ο Alan έχει κάτι που τον κάνει να ξεχωρίζει αμέσως: αντί να κλαίει, γελάει! Από εκεί και πέρα ο χαριτωμένος μπόμπιρας θα φέρει τα πάνω κάτω στην κοσμοθεωρία των Tuvache μιας που δεν θα σταματήσει να χαμογελάει και να προκαλέι πονοκέφαλο στους μουτρωμένους του γονείς, αντιμετωπίζοντας την ζωή γεμάτη φως και χαρά. Ακόμα κι αν δεν είναι. Δεν πειράζει, γιατί τώρα που είναι αυτός εδώ, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να αλλάξει τον κόσμο μια και καλή...
Γνωστός για τις αισθηματικές του ταινίες ("The Hairdresser's Husband", "Intimate Strangers", "The Girl on the Bridge") o Γάλλος σκηνοθέτης Patrice Leconte, αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό και να δημιουργήσει ένα όλως περιέργως πολύχρωμο animation, το οποίο βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Jean Teule.
Όπως έχουμε δει και τα τελευταία χρόνια, η τεχνική του animation χρησιμοποιείται πλέον προκειμένου να μιλήσει για πολύ πιο σκοτεινά θέματα, όπως η μοναξιά, η κατάθλιψη και ο θάνατος, χωρίς να μασάει τα λόγια της, αλλά καθιστώντας το περιεχόμενό της ανοιχτό τόσο στον κόσμο των μεγάλων, όσο και σε αυτόν των μικρών οι οποίοι θα πρέπει αφενός με προσοχή, και αφετέρου με ειλικρίνεια, να έρθουν σε επαφή με ζητήματα τα οποία θα παίξουν βασικό ρόλο μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο πρόκειται να μεγαλώσουν και αργότερα να δράσουν ως αυτόβουλα πλέον όντα.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά animation των τελευταίων ετών το οποίο περιστρέφεται γύρω από θέματα-taboo (όπως για παράδειγμα η ομοφυλοφιλία), είναι και η αυστραλιανή παραγωγή "Mary and Max" (για την οποία τα έχουμε πει και μέσα από το μπλογκάκι μας), η οποία μιλάει ανοιχτά για την μανιοκατάθλιψη, την αυτοκτονία και το σκληρό προσωπείο της μοναξιάς. Εδώ ο Leconte με σαφέστατα πιο ανάλαφρη διάθεση, η οποία προβάλλεται και μέσα από την χρήση των μουσικών κομματιών της ταινίας (η οποία σε στιγμές παραπέμπει σε μιούζικαλ), επιχειρεί τον δικό του (τους) κοινωνικό σχολιασμό, τοποθετώντας στον κέντρο της δράσης του μια θανατηφόρα πόλη, η οποία σαν άλλος ιός απελευθερώνει την δηλητηριώδη της δράση, καθιστώντας τους πολίτες έρμαια μιας τελολογικής αντίληψης περί του νέου σωστού και αποδεκτού. Το να σκοτώνεις πλέον τον εαυτό σου, αποτελεί κάτι το φυσιολογικό και καθημερινό, με το θέμα της γραφικότητας να εξαντλείται στην κλήση που "τρώει" κανείς από την αστυνομία, σε περίπτωση που αυτοκτονήσει σε δημόσιο χώρο!
Φυσικά ο σχολιασμός δεν αφορά μόνο το κοινωνικό της υπόθεσης αυτό καθ' εαυτό, αλλά και το φλέγον θέμα του περιβάλλοντος μιας που οι κλιματολογικές αλλαγές (προς το χειρότερο εννοείται), είναι αυτές που έχουν οδηγήσει τον πληθυσμό σε κατάθλιψη, οχυρωμένους μέσα στους κενούς τους πια εαυτούς με μόνη διέξοδο από αυτό το μαρτύριο, να φαντάζει φυσικά το ταξίδι προς τόπους χλοερούς.
Πάντως το έξυπνο μοτίβο του animation δεν περιορίζεται μόνο στο οξύμωρο της επιτυχίας ενός αυτοκτονικού μαγαζιού, αλλά δίνει αφορμές ακόμα και μέσα από τα ονόματα των πρωταγωνιστών που παραπέμπουν σε προσωπικότητες διεθνούς φήμης, οι οποίες οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Για παράδειγμα η κόρη της οικογένειας ονομάζεται Marilyn, παραπέμποντας κατά τον Teule στην Merilyn Monroe, ενώ ο πατέρας με το όνομα Mishima παραπέμπει στον Yukio Mishima, έναν από τους πιο επιδραστικούς Ιάπωνες καλλιτέχνες, αφού ανάμεσα σε άλλα υπήρξε ποιητής, συγγραφές, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Θεωρήθηκε ένας από τους σημαντικότερους Ιάπωνες δημιουργούς του 20ου αιώνα, ο οποίος μνημονεύεται μέχρι και σήμερα εκτός από τα έργα του και για το τελετουργικό sepuku που πραγματοποιήσε βάζοντας τέλος στην ζωή του. Και μιας που λέμε και αυτά, ο μεγαλύτερος γιος ονομάζεται Vincent, από το διάσημο ζωγράφο Vincennt van Gogh.
Όπως θα δείτε και εσείς πάντως, το animation είναι σαφέστατα επηρεασμένο από τον Tim Burton και τις δικές του ποε-ικές εμμονές, μιας που και ο πατέρας θυμίζει αφηρημένα ήρωα του γοτθικού κόσμου του Tim, ιδιαίτερα με εκείνους τους χαρακτηριστικούς μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Παρόλα αυτά ακόμα και αν κάποιες εμφανείς ομοιότητες υπάρχουν, το μαγαζάκι των αυτοκτονιών, καταφέρνει να ξεχωρίσει χάρη στην έντονη χρωματική του αντίθεση που είναι πιο έντονη μέσα στο μαγαζί, το οποίο αν και αποτελεί κόσμο του θανάτου, εντούτοις είναι ο πιο πολύχρωμος μέσα στην ταινία. Γιατί άραγε; Για να φαίνεται πιο ελκυστικός στο μάτι του πελάτη, ή γιατί για όλους όσους το επισκέπτονται, ο πραγματικός κόσμος, αυτός που είναι γεμάτος χρώμα και περίεργη ομορφιά, είναι ακριβώς αυτός;
Η χρήση του κατά τα άλλα παραδοσιακού, σχεδιαστικού, 2D animation είναι ιδανική για την διήγηση της ιστορίας μας, η οποία μπορεί να ξεκινάει από μακάβρια αφετηρία, έχει όμως τελικά ως σκοπό να αφυπνίσει συνειδήσεις περνώντας το μήνυμα πως ακόμα και αν δεν βλέπουμε τίποτα το θετικό στην ζωή, ακόμη κι αν είμαστε έτοιμοι να τα παρατήσουμε (ή το έχουμε ήδη κάνει), όλο και κάποια ακτίνα φωτός θα υπάρξει, αρκεί να είμαστε σε θέση να την αντιληφθούμε και να την εκμεταλλευτούμε.
Στην προκειμένη περίπτωση ακτίνα φωτός είναι ο μικρός Alan, με την μοναδική μου ένσταση να αφορά το γεγονός πως το σενάριο αναφορικά με τη δράση του πιτσιρικά, δεν είναι τόσο εμπλουτισμένο όσο θα το ήθελα, με αποτέλεσμα η λύση στο πρόβλημα να έρχεται λίγο ξαφνικά. Όπως και να' χει όμως η ταινία δεν παύει να αποδεικνύει πως ακόμα και μέσα στις πιο ζοφερές και μαύρες εποχές, μπορεί να υπάρξουν εκείνα τα ψήγματα αισιοδοξίας που θα κάνουν τελικά την διαφορά και θα σώσουν τις ψυχές μας από το σκοτάδι το βαθύ.
Όμορφο, τραγουδιστό και αρκετά αισιόδοξο μέσα στην απαισιοδοξία του, το "Le magasin des suicides" είναι ένα animation που θα σας κάνει να περάσετε καλά. Τελικά.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι οι κρέπες σώζουν, οτι ο χορός οι oriental χοροί χορεύονται γυμνοί και με αραχνοΰφαντα υφάσματα και οτι ποτέ δεν είναι αργά για την μια και μοναδική αλλαγή στην ζωή σου.
No trivia
Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013
Searching for Sugar Man: Zero in America, hero in South Africa
Καλημέρα και καλή εβδομάδα! Σήμερα είπα να κάνουμε μια ακόμη εξαίρεση στο blog, από εκείνες που τις κάνω που και που, και να ασχοληθούμε αντί με κάποιο ταινιάκι-με την ευρύτερη σημασία του δηλαδή-, με κάποιο ντοκιμαντέρ, και μάλιστα, με ένα από τα καλύτερα οχι μόνο της φετινής χρονιάς, αλλά και των τελευταίων ετών θα έλεγε κανείς. Σήμερα λοιπόν θα "φιλοξενήσουμε" το "Searching for Sugar Man", ένα απόλυτα cool, μουσικό ντοκιμαντέρ που προσπαθεί να ρίξει φως, σε έναν καλλιτέχνη αίνιγμα: τον Sixto "Jesus" Rodriguez. Τι, δεν τον έχετε ακουστά; Ούτε εγώ τον είχα. Τώρα όμως τον έμαθα για τα καλά...Για πάμε then.
To "Searching for Sugar Man", είναι ένα βιογραφικό, μουσικό ντοκιμαντέρ, το οποίο έχει ως αφετηρία του την νότια Αφρική, εκεί που δυο ντόπιοι, αποφασίζουν να ξεκινήσουν μια έρευνα, προκειμένου να ανακαλύψουν στοιχεία σχετικά με τον τραγουδιστή-θρύλο που επηρέασε την γενιά τους: τον κρυμμένο πίσω από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, Rodriguez.
Η αλήθεια είναι πως από μουσική δεν σκαμπάζω και πολλά. Καλύτερα θα έλεγα οτι τις περισσότερες φορές βρίσκομαι μάλλον βαθιά νυχτωμένη, και συνήθως περιμένω από κάποιον άλλον να με μυεί κάθε φορά στους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, τις μπάντες και τους τραγουδοποιούς που αξίζουν την προσοχή μου.
Κάπως έτσι η παρακολούθηση του "Searching for Sugar Man", απαίτησε από εμένα να έχω τα αυτιά μου ανοιχτά, μιας που έχω και το κακό-εκτός όλων των άλλων δηλαδή-να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου μέσα στα πρώτα λεπτά, οπότε και να διαμορφώνω μια απόλυτη γνώμη για το εκάστοτε μουσικό κομμάτι ή μουσική γενικότερα. Έτσι λοιπόν ενώ μου είχαν προτείνει το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, ομολογώ οτι σε πρώτη φάση ήμουν αρκετά δύσπιστη ως προς το κατά πόσο θα μου αρέσει, μιας που η πρόταση είχε έρθει από άτομα που σκαμπάζουν αρκετά από ποικίλες, μουσικές γνώσεις. Για να μην μακρηγορώ όμως σας λέω, οτι το "Searching for Sugar Man", δεν θα απαιτήσει από εσάς καμία μουσική γνώση. Θα απαιτήσει όμως τον χρόνο, την ψυχή και το συναίσθημά σας. Ακριβώς δηλαδή τα στοιχεία εκείνα τα οποία ο τραγουδιστικός μας "πρωταγωνιστής" διαθέτει. Και με το παραπάνω θα έλεγα...
Το να παρακολουθήσει κανείς την πορεία και την πραγματική ιστορία αυτού του εκπληκτικού ταλέντου-γιατί όπως θα αντιληφθείτε και εσείς, περί εκπληκτικού ταλέντου πρόκειται-είναι κάτι το μαγικό, μιας που ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Rodriguez, θεωρείτο τεράστια αποτυχία στην Αμερική, την ίδια στιγμή που στην νότια Αφρική, οι δίσκοι του πουλούσαν σαν τρελοί. Και το καλύτερο; Ο ίδιος δεν είχε ιδέα γι' αυτό!
Την εποχή που η νότια Αφρική "μαστιζόταν" από το Apartheid, τον φυλετικό διαχωρισμό δηλαδή των λευκών και των έγχρωμων, όπως αυτό εφαρμόστηκε ως επίσημη, κρατική πολιτική στην περιοχή, ο κόσμος βρήκε την αφορμή για κοινωνικό ξεσηκωμό, στα τραγούδια του Rodriguez και συγκεκριμένα στον δίσκο του, "Cold Fact". Η ιστορία, ήθελε μια φοιτήτρια να φέρνει τον δίσκο στην Αφρική, ο οποίος έπειτα από ένα πάρτυ στο οποίο και παίχτηκε, ενθουσίασε τους πάντες, με αποτέλεσμα όλοι να προσπαθήσουν να αποκτήσουν ένα αντίτυπο. Επί ματαίω όμως, μιας που κανείς δεν είχε ιδέα ποιος είναι ο μυστήριος, cool τύπος του εξώφυλλου, ο οποίο καθόταν οκλαδόν και τραγουδούσε για την κοινωνική ανισότητα, τα ναρκωτικά, το σεξ και ένα σωρό άλλα θέματα, τα οποία σύντομα, προκάλεσαν πονοκέφαλο στις τοπικές αρχές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφενός να μπαναριστεί κάθε προσπάθεια απόκτησης του δίσκου του Rodriguez, και αφετέρου να κάνει τον νεαρόκοσμο της εποχής να τον αναζητήσει ακόμα πιο παθιασμένα. Όλοι ξέρουμε πως όταν απαγορεύσεις κάτι από έναν έφηβο, του δίνεις την κατάλληλη αφορμή προκειμένου να το αναζητήσει με μεγαλύτερη μανία...
Και όσο το μουσικό ταξίδι για την αναζήτηση των ιχνών του στυλάτου καλλιτέχνη συνεχίζεται, τόσο οι αποκαλύψεις που έρχονται στο φως, είναι κάτι το ασύλληπτο...
Έχοντας στις αποσκευές του το βραβείο Κοινού και Κριτικών, του φεστιβάλ του Sundance, και όντας υποψήφιο για το Καλύτερο Ντοκιμαντέρ στα φετινά Oscar, το "Searching for Sugar Man", είναι ένα μικρό διαμαντάκι το οποίο πρέπει να δεις για να το πιστέψεις. Από την σκηνοθεσία του, τα διαρκώς παρεμβαλλόμενα, υπέροχα τραγούδια του Rodriguez, τις διαρκείς αποκαλύψεις και το αέναο ξεδίπλωμα μιας ιστορίας εκπληκτικής, όσο και απίστευτα συγκινητικής και δημιουργικής, είναι αναμφίβολα η διαφορετική έκπληξη που περίμενες φέτος.
Δεν χρειάζεται να σας πω περισσότερα, καθότι δεν θα ήθελα να σας χαλάσω και την "μαγεία" του να παρακολουθείς ένα τόσο σπουδαίο ντοκιμαντέρ, απλά σας εύχομαι καλή απόλαυση και καλή ακρόαση. Και καλά θα κάνετε, να μην σταματήσετε να πιστεύετε στα θαύματα και την ταπεινότητα που χαρακτηρίζει μερικούς ανθρώπους, ανεξάρτητα από το πως τους έρχονται τα πράγματα στη ζωή...
Πάρτε και ένα μικρό, μουσικό δείγμα για να σας πείσω ακόμα καλύτερα : )
To "Searching for Sugar Man", είναι ένα βιογραφικό, μουσικό ντοκιμαντέρ, το οποίο έχει ως αφετηρία του την νότια Αφρική, εκεί που δυο ντόπιοι, αποφασίζουν να ξεκινήσουν μια έρευνα, προκειμένου να ανακαλύψουν στοιχεία σχετικά με τον τραγουδιστή-θρύλο που επηρέασε την γενιά τους: τον κρυμμένο πίσω από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, Rodriguez.
Η αλήθεια είναι πως από μουσική δεν σκαμπάζω και πολλά. Καλύτερα θα έλεγα οτι τις περισσότερες φορές βρίσκομαι μάλλον βαθιά νυχτωμένη, και συνήθως περιμένω από κάποιον άλλον να με μυεί κάθε φορά στους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, τις μπάντες και τους τραγουδοποιούς που αξίζουν την προσοχή μου.
Κάπως έτσι η παρακολούθηση του "Searching for Sugar Man", απαίτησε από εμένα να έχω τα αυτιά μου ανοιχτά, μιας που έχω και το κακό-εκτός όλων των άλλων δηλαδή-να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου μέσα στα πρώτα λεπτά, οπότε και να διαμορφώνω μια απόλυτη γνώμη για το εκάστοτε μουσικό κομμάτι ή μουσική γενικότερα. Έτσι λοιπόν ενώ μου είχαν προτείνει το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, ομολογώ οτι σε πρώτη φάση ήμουν αρκετά δύσπιστη ως προς το κατά πόσο θα μου αρέσει, μιας που η πρόταση είχε έρθει από άτομα που σκαμπάζουν αρκετά από ποικίλες, μουσικές γνώσεις. Για να μην μακρηγορώ όμως σας λέω, οτι το "Searching for Sugar Man", δεν θα απαιτήσει από εσάς καμία μουσική γνώση. Θα απαιτήσει όμως τον χρόνο, την ψυχή και το συναίσθημά σας. Ακριβώς δηλαδή τα στοιχεία εκείνα τα οποία ο τραγουδιστικός μας "πρωταγωνιστής" διαθέτει. Και με το παραπάνω θα έλεγα...
Το να παρακολουθήσει κανείς την πορεία και την πραγματική ιστορία αυτού του εκπληκτικού ταλέντου-γιατί όπως θα αντιληφθείτε και εσείς, περί εκπληκτικού ταλέντου πρόκειται-είναι κάτι το μαγικό, μιας που ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Rodriguez, θεωρείτο τεράστια αποτυχία στην Αμερική, την ίδια στιγμή που στην νότια Αφρική, οι δίσκοι του πουλούσαν σαν τρελοί. Και το καλύτερο; Ο ίδιος δεν είχε ιδέα γι' αυτό!
Την εποχή που η νότια Αφρική "μαστιζόταν" από το Apartheid, τον φυλετικό διαχωρισμό δηλαδή των λευκών και των έγχρωμων, όπως αυτό εφαρμόστηκε ως επίσημη, κρατική πολιτική στην περιοχή, ο κόσμος βρήκε την αφορμή για κοινωνικό ξεσηκωμό, στα τραγούδια του Rodriguez και συγκεκριμένα στον δίσκο του, "Cold Fact". Η ιστορία, ήθελε μια φοιτήτρια να φέρνει τον δίσκο στην Αφρική, ο οποίος έπειτα από ένα πάρτυ στο οποίο και παίχτηκε, ενθουσίασε τους πάντες, με αποτέλεσμα όλοι να προσπαθήσουν να αποκτήσουν ένα αντίτυπο. Επί ματαίω όμως, μιας που κανείς δεν είχε ιδέα ποιος είναι ο μυστήριος, cool τύπος του εξώφυλλου, ο οποίο καθόταν οκλαδόν και τραγουδούσε για την κοινωνική ανισότητα, τα ναρκωτικά, το σεξ και ένα σωρό άλλα θέματα, τα οποία σύντομα, προκάλεσαν πονοκέφαλο στις τοπικές αρχές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφενός να μπαναριστεί κάθε προσπάθεια απόκτησης του δίσκου του Rodriguez, και αφετέρου να κάνει τον νεαρόκοσμο της εποχής να τον αναζητήσει ακόμα πιο παθιασμένα. Όλοι ξέρουμε πως όταν απαγορεύσεις κάτι από έναν έφηβο, του δίνεις την κατάλληλη αφορμή προκειμένου να το αναζητήσει με μεγαλύτερη μανία...
Και όσο το μουσικό ταξίδι για την αναζήτηση των ιχνών του στυλάτου καλλιτέχνη συνεχίζεται, τόσο οι αποκαλύψεις που έρχονται στο φως, είναι κάτι το ασύλληπτο...
Έχοντας στις αποσκευές του το βραβείο Κοινού και Κριτικών, του φεστιβάλ του Sundance, και όντας υποψήφιο για το Καλύτερο Ντοκιμαντέρ στα φετινά Oscar, το "Searching for Sugar Man", είναι ένα μικρό διαμαντάκι το οποίο πρέπει να δεις για να το πιστέψεις. Από την σκηνοθεσία του, τα διαρκώς παρεμβαλλόμενα, υπέροχα τραγούδια του Rodriguez, τις διαρκείς αποκαλύψεις και το αέναο ξεδίπλωμα μιας ιστορίας εκπληκτικής, όσο και απίστευτα συγκινητικής και δημιουργικής, είναι αναμφίβολα η διαφορετική έκπληξη που περίμενες φέτος.
Δεν χρειάζεται να σας πω περισσότερα, καθότι δεν θα ήθελα να σας χαλάσω και την "μαγεία" του να παρακολουθείς ένα τόσο σπουδαίο ντοκιμαντέρ, απλά σας εύχομαι καλή απόλαυση και καλή ακρόαση. Και καλά θα κάνετε, να μην σταματήσετε να πιστεύετε στα θαύματα και την ταπεινότητα που χαρακτηρίζει μερικούς ανθρώπους, ανεξάρτητα από το πως τους έρχονται τα πράγματα στη ζωή...
Πάρτε και ένα μικρό, μουσικό δείγμα για να σας πείσω ακόμα καλύτερα : )
Τρίτη 3 Ιουλίου 2012
The Red Shoes: Torn apart between love and ballet
Χαιρετώ και πάλι! Σήμερα λέω να ασχοληθούμε με μια ακόμη κλασική ταινία, βρετανικής παραγωγής αυτή τη φορά, τη οποία είχα ήδη σταμπάρει από τη στιγμή που είχα δει και το "Black Swan" του Aronofsky. Η αλήθεια είναι πως όσον αφορά την ιστορία η σχέση ανάμεσα στις δυο ταινίες, δεν είναι και πολύ μεγάλη, αλλά αν έπρεπε να μαντέψω θα έλεγα πως σε ένα κάποιο ποσοστό ο σκηνοθέτης σίγουρα επηρεάστηκε από το εκπληκτικό αποτέλεσμα του "The Red Shoes". Συνεπώς θα δούμε μερικά πράγματα για την ταινία αυτή, και μιας που έτσι κι αλλιώς αυτή την εβδομάδα τη λες και φτωχή κινηματογραφικά (εξαιρείται η ψηφιακή επανακυκλοφορία του εμμονικού "Taxi Driver"), θα μπορούσατε να την τσεκάρετε, όσοι βέβαια αρέσκεστε σε κλασικά αριστουργήματα. Για να δούμε...
Ο Boris Lermontov (Anton Walbrook) είναι ένας από τους πιο φημισμένους παραγωγούς μπαλετικών παραστάσεων στον κόσμο, αφού κάθε φορά τα έργα που αναεβάζει γίνονται ανάρπαστα, όπου και αν παιχτούν. Ο Lermontov βέβαια δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου: καυστικός, ειρωνικός και απόλυτα απαιτητικός από τους χορευτές, αλλά και τους συνεργάτες του, έχει την πάστα του ανθρώπου ο οποίος θέλει πάντα το καλύτερο, χωρίς να συμβιβάζεται με οτιδήποτε λιγότερο. Είναι όμως και από εκείνος που οτι πιάσει στα χέρια του, γίνεται ατόφιο χρυσάφι. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με δυο νεαρά και φρέσκα 'παιδιά'. Από τη μια πλευρά αποφασίζει να δώσει μια ευκαιρία στον Julian Craster (Marius Goring) έναν ταλαντούχο συνθέτη από τον οποίο ζητά να του γράψει τη μουσική για μια μεγαλεπίβολη παράσταση με την ονομασία, The Red Shoes. Από την άλλη η δεύτερη ανακάλυψή του είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή, όταν παίρνει την απόφαση να καλέσει στον θιάσό του, μια όμορφη κοπέλα, την Victoria Page (Moira Shearer), το μεγαλύτερο όνειρο της οποίας είναι να καταφέρει να εργαστεί ως μπαλαρίνα και γιατί οχι, να φτάσει και μέχρι το ανώτερο σκαλοπάτι: αυτό της primal χορεύτριας. Η μεγάλη στιγμή δεν θα αργήσει μάλιστα να έρθει, όταν ο Lermontov της προτίνει να παίξει τον βασικό ρόλο στο νέο του έργο...
Όταν η Page αρχίσει να κάνει πια αισθητή τη παρουσία της στον κόσμο του θεάματος, ο Lermontov θα καταλάβει οτι έχει στα χέρια του έναν θησαυρό, τον οποίο πρέπει πάση θυσία να κρατήσει. Μη μπορώντας όμως ο ίδιος να βάλει στοπ στην νεανική καρδιά, η Victoria και ο Julian θα ερωτευθούν, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό απειλή, ολόκληρη η λαμπερή καριέρα την οποία είχε φανταστεί ο Boris για την πρώτη του χορεύτρια. Η Victoria θα κληθεί τώρα να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτά της και τη μεγάλη της αγάπη: το μπαλέτο. Και τι θα διαλέξει;
Το βραβευμένο με δυο Oscar (Best Art Direction-Set Decoration, Color και Best Music-Scoring of a Dramatic or Comedy Picture) "The Red Shoes", είναι μια ταινία που βασίζεται χαλαρά στο ομώνυμο παραμύθι του Hans Christian Andersen, το οποίο διηγείται την ιστορία ενός φτωχού κοριτσιού, της Karen η οποία υιοθετείται από μια ηλικιωμένη, πλούσια κυρία. Αργότερα όταν μεγαλώνει και έχει καταλήξει στην άλλη άκρη, όντας ένα πλάσμα ματαιόδοξο, με αγάπη για τα πλούτη και τα λούσα, θα ζητήσει από τη μητέρα της ένα ζευγάρι κόκκινα, χορευτικά παπούτσια που να ταιριάζουν σε μια πριγκίπισσα. Από τη στιγμή που η κοπέλα τα φορέσει, τα παπούτσια φαίνονται σαν να τη καταλαμβάνουν με μιας, αναγκάζοντάς την να χορεύει ασταμάτητα όπου κι αν βρεθεί, ως τιμωρία για την ματαιόδοξη φύση της. Ακόμα και όταν ένα άγγελος της κόψει τα πόδια(!) προκειμένου να τη γλυτώσει, τα παπούτσια θα εξακολουθήσουν να χορεύουν μπροστά της, θυμίζοντάς της διαρκώς το θανάσιμο αμάρτημα στο οποίο υπέπεσε. Όταν τελικά ζητήσει βοήθεια και συγχώρεση από τον Θεό, τότε θα πεθάνει(!!) και η ψυχή της επιτέλους θα αναπαυθεί...
Αν και αυτή η βρετανική παραγωγή του 1948 δεν συνδέεται άμεσα με το σκληρό-ομολογουμένως-story του διάσημου παραμυθά, εντούτοις έχει κρατήσει σε έναν βαθμό αρκετά στοιχεία, τα οποία όμως έχει προσαρμόσει σε έναν πιο σύγχρονο μύθο.
Υπεύθυνοι για αυτό υπήρξαν οι σκηνοθέτες/σεναριογράφοι/παραγωγοί Michael Powell και Emeric Pressburger, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί ουκ ολίγες φορές και σε άλλες ταινίες όπως το βραβευμένο με δυο Oscar "Black Narkissus" (1947), το "Stairway to Heaven" (1946) και το "Hour of Glory" (1949).
Σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του κλασικού κινηματογράφου οι Eric Pressburger (βραβευμένος με Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το "49th Parallel") και Michael Powell (υποψήφιος για Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το "One of Our Aircraft Is Missing") δημιούργησαν ταινίες που έμειναν αναλλοίωτες στον χρόνο, ακριβώς όπως και τα κόκκινα παπούτσια της ιστορίας του Andersen.
Το "The Red Shoes" είναι μια ταινία για τη δυσκολία των επιλογών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πράγματα καίριας σημασίας για τη ζωή κάποιου. Τόσο ο έρωτας, όσο και το πάθος για αυτό που κάνεις (εν προκειμένω για τον χορό), αποτελούν βασικά συστατικά της ίδιας της ζωής. Χωρίς το ένα από τα δυο, πάντα θα λείπει κάτι, πάντα θα αισθάνεσαι μισός όσο κι αν προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου οτι μπορεί και να τα καταφέρεις.
Καμωμένη με τα πιο γνήσια, όμορφα και old school Hollywood (ακόμα και αν μιλάμε για μια βρετανική παραγωγή) υλικά, το "The Red Shoes" είναι μια ταινία που έχει γράψει τη δική της κινηματογραφική ιστορία, αποτελώντας παράλληλα και μια από τις αγαπημένες ταινίες μεγάλων, πιο σύγχρονων σκηνοθετών, όπως ο Martin Scorsese και ο Brian de Palma.
Η ταινία αποτελεί μια καθαρά δραματική ιστορία, χωρίς όμως υπερβολές και δακρύβρεχτες εξάρσεις, από αυτές που έχουμε πια συνηθίσει στον mainstream κινηματογράφο.
Με σκηνοθεσία που δίνει έμφαση στο καθαρά μουσικοχορευτικό κομμάτι της ταινίας (όπως δηλαδή ακριβώς και οι ερμηνείες), θα μπορούσαμε να πούμε οτι αυτό το ταινιάκι-άρα, αποτελεί μια κινηματογραφημένη, παράσταση μπαλέτου, με την ιστορία των πρωταγωνιστών, να εκτυλίσσεται κάπου στο ενδιάμεσο.
Οι σκηνοθέτες φαίνεται πως δεν είχαν στο μυαλό τη δημιουργία ενός story που να πατά πάνω σε ψυχολογικά ή θριλερικά (ας μη ξεχνάμε οτι ο Hitchcock ήδη οργίαζε καλλιτεχνικά) μονοπάτια, αλλά περισσότερο τους ένοιαζε να αποδώσουν, με τρόπο κομψό και αδιόρατα απειλητικό, τον εσωτερικό ψυχισμό μιας prima μπαλαρίνας, η οποία είναι αναγκασμένη να 'χωριστεί' σε κομμάτια, προκειμένου να διαλέξει μια μόνο μεγάλη αγάπη.
Σε αντίθεση με τον κατασκότεινο, ψυχολογικό τρόμο που μας σέρβιρε δυο χρονάκια πριν ο Aronofsky στον Μαύρο Κύκνο του, στον οποίο η συγκλονιστική Natalie Portman φτάνει στα όρια της σχιζοφρένειας μέσα από την εμμονική της ανάγκη να είναι τέλεια, οι Powell-Pressburger επιθυμούν να μας διηγηθούν την ιστορία μιας ιστορίας (οι τίτλοι αρχής υποδηλώνουν οτι θα παρακολουθήσουμε την ιστορία-παραμύθι του Andersen, η οποία με τη σειρά της θα μας διηγηθεί μια ιστορία), καθιστώντας την περισσότερο ως μια μορφή αλληγορικής υπόθεσης, ακόμα και αν από πλευράς πλοκής η original εκδοχή του Andersen διαφέρει ολοκληρωτικά.
Εδώ η νεαρή Victoria Page, σαν άλλη, 'καταραμένη' Dorothy από τον Μάγο του Οζ (νομίζω οτι έμεινα εμβρόντητη με την ενδυματολογική ομοιότητα της Shearer, με αυτή της Judy Garland στο "The Wizard of Oz" του 1939, δέκα χρόνια σχεδόν πριν το "The Red Shoes"), αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα στον πάτρωνά της Boris Lermontov, και τον αγαπημένο της Julian Craster. Και αν αναρωτιέστε 'μα γιατί;', είναι απλό. Ο καθένας την θέλει για τον εαυτό του. Όταν λοιπόν η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο άντρες (οι οποίοι αποτελούν στην ουσία και την προσωποποίηση των δυο βασικών επιλογών με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη κάθε γυναίκα στη ζωή της, αυτές φυσικά της καριέρας και της οικογένειας) είναι αναπόφευκτη, εξίσου αναπόφευκτη είναι και η τελεσίδικη διορία που της δίνουν: 'Αν επιλέξεις τον έρωτα, ξέχνα τη καριέρα και το μεγάλο όνομα', 'Αν επιλέξεις τον χορό, ξέχνα την αγάπη μας'. Honey, we are not in Kansas any more...
Εκτός από το θέμα της πλοκής, το "The Red Shoes" αποτελεί ένα ταινιακό κομψοτέχνημα που μοιάζει να συνδυάζει με τρόπο ιδανικό το κινηματογραφικό πανί και το θεατρικό πάλκο.
Η ανάληψη της παραγωγής της ταινίας από την The Rank Organization, μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρίες παραγωγής και διανομής ταινιών, η οποία ιδρύθηκε το 1937, αποτέλεσε ένα από τα αδιαμφισβήτητα μεγάλα χαρτιά του film, καθώς και μόνο η παρουσία του ημίγυμνου κυριούλη που χτυπούσε το τεράστιο γκονγκ, αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση για μια ταινία υψηλής αισθητικής. Τι κι αν σε ένα μεγάλο μέρος της γινόμαστε μάρτυρες των-σε πολλές περιπτώσεις-χάρτινων σκηνικών που ορίζουν το background της και κάνουν εμφανές το γεγονός οτι μιλάμε για ένα στουντιακό project; Το γεγονός δεν αλλάζει: βρισκόμαστε στη χρυσή εποχή του κινηματογράφου. Εξάλου ακόμα και όταν ο Hitchcock έβαζε στα έργα του τους ήρωές του να οδηγούν αυτοκίνητα τη στιγμή που αυτά ήταν ακίνητα και από πίσω ο προτζέκτορας πρόβαλε ένα ταχύτατα κινούμενο τοπίο, δίνοντας τη ψευδαίσθηση της κίνησης (για camp/cult καταστάσεις), εμείς απλά χαμογελάμε με νόημα και αφήνουμε να μας παρασύρει έτσι κι αλλιώς η ευφυΐα ανθρώπων του δικού του βεληνεκούς.
Βεβαίως δε πρέπει να ξεχνάμε και την εκτενέστατη χρήση τoυ Technicolor, το οποίο εδώ αποδίδει τα μέγιστα μέσα από την ενίσχυση των χρωμάτων: έντονα κόκκινα, ψυχρά μπλε, αγνά λευκά και επικίνδυνα μαύρα, αποτελούν μερικές μόνο αποχρώσεις από την χρωματική πλειάδα που συναντά κανείς στην ταινία.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, ακολουθεί και εκείνη τα χνάρια της ιστορίας, δίνοντας έμφαση στις εφιαλτικές/ονειρικές σεκάνς, θέτοντας σε πρώτη βάση το μουσικοχορευτικό κομμάτι με τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, και χρησιμοποιώντας φοντί για την συμπύκνωση του χρόνου, αλλά και για να γίνει το πέρασμα από το ένα κατ στο άλλο πιο μαλακό.
Οι ερμηνείες είναι λίγο πιο ουδέτερες, χωρίς να σημαίνει οτι στερούνται οποιασδήποτε αξίας. O Walbrook στον ρόλο του Lermontov είναι εξαιρετικός, ενώ η αλαβάστρινης ομορφιάς Shearer κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις χάρη στις αιθέριες, μπαλετικές της κινήσεις και την μοναδική της παρουσία.
Το "The Red Shoes" είναι μια ταινία κλασικής εποχής, που δίνει στον μύθο του Anderson ένα νέο twist: εδώ τα κόκκινα παπούτσια κάνουν και πάλι τη ζημιά τους (περνώντας στη μεταφορική διάσταση του μπαλέτου που έχει πάρει την ίδια ονομασία): μπορεί βεβαίως τα πόδια της ηρωίδας να μην...κόβονται, όμως όταν σου ζητείται να διαλέξεις ανάμεσα στα δυο πράγματα που αγαπάς περισσότερο, δεν είναι σαν να σε υποβάλουν έτσι και αλλιώς σε έναν ψυχολογικό ακρωτηριασμό;
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η δεύτερη παράσταση των 'Κόκκινων Παπουτσιών' είναι και η πιο συγκλονιστική, οτι το γκονγκ που λειτουργεί ως σήμα κατατεθέν της εταιρίας, είναι αυτό που είδα και στην επίσκεψή μου στο Film Museum of London, και οτι δε θα μπορούσε από μια ταινία για μπαλέτο να λείπει η μουσική για την Λίμνη των Κύκνων του μεγάλου Tchaikovsky. Φυσικά...
No trivia
Ο Boris Lermontov (Anton Walbrook) είναι ένας από τους πιο φημισμένους παραγωγούς μπαλετικών παραστάσεων στον κόσμο, αφού κάθε φορά τα έργα που αναεβάζει γίνονται ανάρπαστα, όπου και αν παιχτούν. Ο Lermontov βέβαια δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου: καυστικός, ειρωνικός και απόλυτα απαιτητικός από τους χορευτές, αλλά και τους συνεργάτες του, έχει την πάστα του ανθρώπου ο οποίος θέλει πάντα το καλύτερο, χωρίς να συμβιβάζεται με οτιδήποτε λιγότερο. Είναι όμως και από εκείνος που οτι πιάσει στα χέρια του, γίνεται ατόφιο χρυσάφι. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με δυο νεαρά και φρέσκα 'παιδιά'. Από τη μια πλευρά αποφασίζει να δώσει μια ευκαιρία στον Julian Craster (Marius Goring) έναν ταλαντούχο συνθέτη από τον οποίο ζητά να του γράψει τη μουσική για μια μεγαλεπίβολη παράσταση με την ονομασία, The Red Shoes. Από την άλλη η δεύτερη ανακάλυψή του είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή, όταν παίρνει την απόφαση να καλέσει στον θιάσό του, μια όμορφη κοπέλα, την Victoria Page (Moira Shearer), το μεγαλύτερο όνειρο της οποίας είναι να καταφέρει να εργαστεί ως μπαλαρίνα και γιατί οχι, να φτάσει και μέχρι το ανώτερο σκαλοπάτι: αυτό της primal χορεύτριας. Η μεγάλη στιγμή δεν θα αργήσει μάλιστα να έρθει, όταν ο Lermontov της προτίνει να παίξει τον βασικό ρόλο στο νέο του έργο...
Όταν η Page αρχίσει να κάνει πια αισθητή τη παρουσία της στον κόσμο του θεάματος, ο Lermontov θα καταλάβει οτι έχει στα χέρια του έναν θησαυρό, τον οποίο πρέπει πάση θυσία να κρατήσει. Μη μπορώντας όμως ο ίδιος να βάλει στοπ στην νεανική καρδιά, η Victoria και ο Julian θα ερωτευθούν, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό απειλή, ολόκληρη η λαμπερή καριέρα την οποία είχε φανταστεί ο Boris για την πρώτη του χορεύτρια. Η Victoria θα κληθεί τώρα να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτά της και τη μεγάλη της αγάπη: το μπαλέτο. Και τι θα διαλέξει;
Το βραβευμένο με δυο Oscar (Best Art Direction-Set Decoration, Color και Best Music-Scoring of a Dramatic or Comedy Picture) "The Red Shoes", είναι μια ταινία που βασίζεται χαλαρά στο ομώνυμο παραμύθι του Hans Christian Andersen, το οποίο διηγείται την ιστορία ενός φτωχού κοριτσιού, της Karen η οποία υιοθετείται από μια ηλικιωμένη, πλούσια κυρία. Αργότερα όταν μεγαλώνει και έχει καταλήξει στην άλλη άκρη, όντας ένα πλάσμα ματαιόδοξο, με αγάπη για τα πλούτη και τα λούσα, θα ζητήσει από τη μητέρα της ένα ζευγάρι κόκκινα, χορευτικά παπούτσια που να ταιριάζουν σε μια πριγκίπισσα. Από τη στιγμή που η κοπέλα τα φορέσει, τα παπούτσια φαίνονται σαν να τη καταλαμβάνουν με μιας, αναγκάζοντάς την να χορεύει ασταμάτητα όπου κι αν βρεθεί, ως τιμωρία για την ματαιόδοξη φύση της. Ακόμα και όταν ένα άγγελος της κόψει τα πόδια(!) προκειμένου να τη γλυτώσει, τα παπούτσια θα εξακολουθήσουν να χορεύουν μπροστά της, θυμίζοντάς της διαρκώς το θανάσιμο αμάρτημα στο οποίο υπέπεσε. Όταν τελικά ζητήσει βοήθεια και συγχώρεση από τον Θεό, τότε θα πεθάνει(!!) και η ψυχή της επιτέλους θα αναπαυθεί...
Αν και αυτή η βρετανική παραγωγή του 1948 δεν συνδέεται άμεσα με το σκληρό-ομολογουμένως-story του διάσημου παραμυθά, εντούτοις έχει κρατήσει σε έναν βαθμό αρκετά στοιχεία, τα οποία όμως έχει προσαρμόσει σε έναν πιο σύγχρονο μύθο.
Υπεύθυνοι για αυτό υπήρξαν οι σκηνοθέτες/σεναριογράφοι/παραγωγοί Michael Powell και Emeric Pressburger, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί ουκ ολίγες φορές και σε άλλες ταινίες όπως το βραβευμένο με δυο Oscar "Black Narkissus" (1947), το "Stairway to Heaven" (1946) και το "Hour of Glory" (1949).
Σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του κλασικού κινηματογράφου οι Eric Pressburger (βραβευμένος με Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το "49th Parallel") και Michael Powell (υποψήφιος για Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το "One of Our Aircraft Is Missing") δημιούργησαν ταινίες που έμειναν αναλλοίωτες στον χρόνο, ακριβώς όπως και τα κόκκινα παπούτσια της ιστορίας του Andersen.
Το "The Red Shoes" είναι μια ταινία για τη δυσκολία των επιλογών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πράγματα καίριας σημασίας για τη ζωή κάποιου. Τόσο ο έρωτας, όσο και το πάθος για αυτό που κάνεις (εν προκειμένω για τον χορό), αποτελούν βασικά συστατικά της ίδιας της ζωής. Χωρίς το ένα από τα δυο, πάντα θα λείπει κάτι, πάντα θα αισθάνεσαι μισός όσο κι αν προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου οτι μπορεί και να τα καταφέρεις.
Καμωμένη με τα πιο γνήσια, όμορφα και old school Hollywood (ακόμα και αν μιλάμε για μια βρετανική παραγωγή) υλικά, το "The Red Shoes" είναι μια ταινία που έχει γράψει τη δική της κινηματογραφική ιστορία, αποτελώντας παράλληλα και μια από τις αγαπημένες ταινίες μεγάλων, πιο σύγχρονων σκηνοθετών, όπως ο Martin Scorsese και ο Brian de Palma.
Η ταινία αποτελεί μια καθαρά δραματική ιστορία, χωρίς όμως υπερβολές και δακρύβρεχτες εξάρσεις, από αυτές που έχουμε πια συνηθίσει στον mainstream κινηματογράφο.
Με σκηνοθεσία που δίνει έμφαση στο καθαρά μουσικοχορευτικό κομμάτι της ταινίας (όπως δηλαδή ακριβώς και οι ερμηνείες), θα μπορούσαμε να πούμε οτι αυτό το ταινιάκι-άρα, αποτελεί μια κινηματογραφημένη, παράσταση μπαλέτου, με την ιστορία των πρωταγωνιστών, να εκτυλίσσεται κάπου στο ενδιάμεσο.
Οι σκηνοθέτες φαίνεται πως δεν είχαν στο μυαλό τη δημιουργία ενός story που να πατά πάνω σε ψυχολογικά ή θριλερικά (ας μη ξεχνάμε οτι ο Hitchcock ήδη οργίαζε καλλιτεχνικά) μονοπάτια, αλλά περισσότερο τους ένοιαζε να αποδώσουν, με τρόπο κομψό και αδιόρατα απειλητικό, τον εσωτερικό ψυχισμό μιας prima μπαλαρίνας, η οποία είναι αναγκασμένη να 'χωριστεί' σε κομμάτια, προκειμένου να διαλέξει μια μόνο μεγάλη αγάπη.
Σε αντίθεση με τον κατασκότεινο, ψυχολογικό τρόμο που μας σέρβιρε δυο χρονάκια πριν ο Aronofsky στον Μαύρο Κύκνο του, στον οποίο η συγκλονιστική Natalie Portman φτάνει στα όρια της σχιζοφρένειας μέσα από την εμμονική της ανάγκη να είναι τέλεια, οι Powell-Pressburger επιθυμούν να μας διηγηθούν την ιστορία μιας ιστορίας (οι τίτλοι αρχής υποδηλώνουν οτι θα παρακολουθήσουμε την ιστορία-παραμύθι του Andersen, η οποία με τη σειρά της θα μας διηγηθεί μια ιστορία), καθιστώντας την περισσότερο ως μια μορφή αλληγορικής υπόθεσης, ακόμα και αν από πλευράς πλοκής η original εκδοχή του Andersen διαφέρει ολοκληρωτικά.
Εδώ η νεαρή Victoria Page, σαν άλλη, 'καταραμένη' Dorothy από τον Μάγο του Οζ (νομίζω οτι έμεινα εμβρόντητη με την ενδυματολογική ομοιότητα της Shearer, με αυτή της Judy Garland στο "The Wizard of Oz" του 1939, δέκα χρόνια σχεδόν πριν το "The Red Shoes"), αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα στον πάτρωνά της Boris Lermontov, και τον αγαπημένο της Julian Craster. Και αν αναρωτιέστε 'μα γιατί;', είναι απλό. Ο καθένας την θέλει για τον εαυτό του. Όταν λοιπόν η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο άντρες (οι οποίοι αποτελούν στην ουσία και την προσωποποίηση των δυο βασικών επιλογών με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη κάθε γυναίκα στη ζωή της, αυτές φυσικά της καριέρας και της οικογένειας) είναι αναπόφευκτη, εξίσου αναπόφευκτη είναι και η τελεσίδικη διορία που της δίνουν: 'Αν επιλέξεις τον έρωτα, ξέχνα τη καριέρα και το μεγάλο όνομα', 'Αν επιλέξεις τον χορό, ξέχνα την αγάπη μας'. Honey, we are not in Kansas any more...
Εκτός από το θέμα της πλοκής, το "The Red Shoes" αποτελεί ένα ταινιακό κομψοτέχνημα που μοιάζει να συνδυάζει με τρόπο ιδανικό το κινηματογραφικό πανί και το θεατρικό πάλκο.
Η ανάληψη της παραγωγής της ταινίας από την The Rank Organization, μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρίες παραγωγής και διανομής ταινιών, η οποία ιδρύθηκε το 1937, αποτέλεσε ένα από τα αδιαμφισβήτητα μεγάλα χαρτιά του film, καθώς και μόνο η παρουσία του ημίγυμνου κυριούλη που χτυπούσε το τεράστιο γκονγκ, αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση για μια ταινία υψηλής αισθητικής. Τι κι αν σε ένα μεγάλο μέρος της γινόμαστε μάρτυρες των-σε πολλές περιπτώσεις-χάρτινων σκηνικών που ορίζουν το background της και κάνουν εμφανές το γεγονός οτι μιλάμε για ένα στουντιακό project; Το γεγονός δεν αλλάζει: βρισκόμαστε στη χρυσή εποχή του κινηματογράφου. Εξάλου ακόμα και όταν ο Hitchcock έβαζε στα έργα του τους ήρωές του να οδηγούν αυτοκίνητα τη στιγμή που αυτά ήταν ακίνητα και από πίσω ο προτζέκτορας πρόβαλε ένα ταχύτατα κινούμενο τοπίο, δίνοντας τη ψευδαίσθηση της κίνησης (για camp/cult καταστάσεις), εμείς απλά χαμογελάμε με νόημα και αφήνουμε να μας παρασύρει έτσι κι αλλιώς η ευφυΐα ανθρώπων του δικού του βεληνεκούς.
Βεβαίως δε πρέπει να ξεχνάμε και την εκτενέστατη χρήση τoυ Technicolor, το οποίο εδώ αποδίδει τα μέγιστα μέσα από την ενίσχυση των χρωμάτων: έντονα κόκκινα, ψυχρά μπλε, αγνά λευκά και επικίνδυνα μαύρα, αποτελούν μερικές μόνο αποχρώσεις από την χρωματική πλειάδα που συναντά κανείς στην ταινία.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, ακολουθεί και εκείνη τα χνάρια της ιστορίας, δίνοντας έμφαση στις εφιαλτικές/ονειρικές σεκάνς, θέτοντας σε πρώτη βάση το μουσικοχορευτικό κομμάτι με τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, και χρησιμοποιώντας φοντί για την συμπύκνωση του χρόνου, αλλά και για να γίνει το πέρασμα από το ένα κατ στο άλλο πιο μαλακό.
Οι ερμηνείες είναι λίγο πιο ουδέτερες, χωρίς να σημαίνει οτι στερούνται οποιασδήποτε αξίας. O Walbrook στον ρόλο του Lermontov είναι εξαιρετικός, ενώ η αλαβάστρινης ομορφιάς Shearer κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις χάρη στις αιθέριες, μπαλετικές της κινήσεις και την μοναδική της παρουσία.
Το "The Red Shoes" είναι μια ταινία κλασικής εποχής, που δίνει στον μύθο του Anderson ένα νέο twist: εδώ τα κόκκινα παπούτσια κάνουν και πάλι τη ζημιά τους (περνώντας στη μεταφορική διάσταση του μπαλέτου που έχει πάρει την ίδια ονομασία): μπορεί βεβαίως τα πόδια της ηρωίδας να μην...κόβονται, όμως όταν σου ζητείται να διαλέξεις ανάμεσα στα δυο πράγματα που αγαπάς περισσότερο, δεν είναι σαν να σε υποβάλουν έτσι και αλλιώς σε έναν ψυχολογικό ακρωτηριασμό;
No trivia
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)