Καλημέρα και καλή εβδομάδα! Σήμερα θα ξεκινήσουμε με μια ταινία η οποία πρόκειται να επανακυκλοφορήσει από τις Πέμπτη στις αίθουσες (φαντάζομαι πιο συγκεκριμένα στους θερινούς κινηματογράφους), μιας που είθισται καλοκαιράκι και ταινίες περασμένων ετών.
Η συγκεκριμένη είναι του 2001 σε σκηνοθεσία Michael Haneke και όπως επιτάσσει η φιλμογραφία αυτού του δημιουργού, δεν είναι για όσους δεν περιμένουν από αυτή κάτι το κομματάκι διαφορετικό. Εν προκειμένω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας. "The Piano Teacher" λοιπόν...
Η Erika Kohut (Isabelle Huppert) είναι μια δασκάλα πιάνου αυστηρή και καθωσπρέπει, η οποία με την αδαμάντινη και αλύγιστη κριτική της, κερνάει τους μαθητές της ένα σφηνάκι σκληρής ζωής όπως αυτή τους περιμένει στον καθόλα ανταγωνιστικό μουσικό χώρο που επέλεξαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους.
Η Erika όμως είναι πολλά περισσότερα από αυτά που αφήνει να φανούν, μια απλησίαστη και σκληρή δηλαδή γυναίκα, η οποία ζει με την εξίσου επιβλητική και καταπιεστική της μητέρα, παρά το γεγονός πως έχει φτάσει στα σαράντα και πως δίνει την εντύπωση μιας καχεκτικής γεροντοκόρης. Η ίδια φαίνεται να μη δίνει και τόση σημασία στο φαίνεσθαι, όσο στο προσωπικό της είναι, αδιαφορώντας για κάθε τι που συμβαίνει γύρω της και δεν περιλαμβάνει πιανίστικες νότες και σονάτες του Schubert. Όλα αυτά τουλάχιστον, μέχρι την στιγμή που θα βρεθεί στον δρόμο της ένας νεαρός, ο οποίος αρχίζει να δείχνει σταδιακά ένα έκδηλο ενδιαφέρον για την ίδια, οχι μόνο όσον αφορά τις διδακτικές της γνώσεις σχετικά με το πιάνο, αλλά κυρίως όσον αφορά την ίδια ως καθαρά γυναικεία παρουσία.
Η Erika αντιλαμβανόμενη το κόρτε του Walter (Benoit Magimel), θα προσπαθήσει να τον απωθήσει (οχι και τόσο διακριτικά), αλλά η επιμονή του θα της ξυπνήσει πόθους και λαγνείες που φαίνεται να μην έχει γνωρίσει πριν. Ή μάλλον οχι ακριβώς θα τις ξυπνήσει μιας που αυτές οι ορέξεις είχαν πάντα μια θέση μέσα της. Αυτές και άλλες πολλές...
Βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα της Elfriede Jelinek, το "The Piano Teacher" είναι μια ταινία για την καταπιεσμένη γυναικεία φύση, είτε αυτή εκφράζεται μέσω της ηλικιωμένης και ανήμπορης να επιβληθεί πλέον σε άλλους πέραν της κόρης της, μάνας (υποδυόμενης ιδανικά από την Annie Girardot), είτε μέσω της ανέκφραστης και ψυχρής Erika, η οποία όμως είναι στην ουσία ένα συναισθηματικό καζάνι που βράζει.
Ο Haneke φημίζεται για τον τρόπο με τον οποίο χειραγωγεί τους ήρωές του, λες και λειτουργεί σαν ένας off-screen puppet master (κατά κάποιον τρόπο, αυτό ακριβώς κάνει) ο οποίος καθορίζει κάθε στιγμή και κάθε λεπτό τις αντιδράσεις, τις συμπεριφορές και τις πράξεις των πρωταγωνιστών του.
Έχοντας αναλάβει εξάλλου εκτός από την σκηνοθεσία και την προσαρμογή του σεναρίου, θα έλεγε κανείς πως οι στα όρια της τρέλας πινελιές με τις οποίες έχει "βάψει" τα πρόσωπα των ηρώων, αποτελούν ένα από τα βασικά κομμάτια της ταινίας, στην οποία η σκηνοθεσία ίσως και να περνάει σε δεύτερη μοίρα, χάρη στην παρουσία της Huppert η οποία δυναμιτίζει την ατμόσφαιρα και γεμίζει τα πλάνα με υπερυψωμένα φρύδια, παγωμένες ματιές και ακόμη πιο παγωμένες συμπεριφορές, στρέφοντας τα καταπιεσμένα της πάθη στους μαθητές της με την μορφή λεκτικής/ψυχολογικής ή και σωματικής βίας. Ο σκηνοθέτης μάλιστα καθιστά ξεκάθαρη από την αρχή την ιδιαιτερότητα της πρωταγωνίστριας και της προβληματικής της σχέσης με την μητέρα της, δίνοντάς της μέχρι και μια σχετική άφεση αμαρτιών αναφορικά με τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Και δεν είναι και λίγα αυτά...
Έχοντας δει πολλές φορές στον κινηματογράφο τις ανισόρροπες σχέσεις που μπορεί να αναπτυχθούν ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους, δεν είναι τυχαίο πως ο Haneke επιλέγει να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη μια εκ των πραγμάτων τραυματισμένη (και λογοτεχνικά) σχέση, ανάμεσα στην ηρωίδα και την μητέρα της, αν μη τι άλλο γιατί κάτι τέτοιο δίνει απευθείας την ευκαιρία σε έναν δημιουργό να αφήσει στην άκρη τις αφορμές και να περάσει στο ψητό, το οποίο μπορεί να δομήσει και να δαμάσει μέσα από την βασική και αφετηριακά λοξή σχέση την οποία αρχικά ο σκηνοθέτης και στην συνέχεια εμείς, παίρνουμε ως δεδομένη και πορευόμαστε με αυτή γνώμονα. Έτσι λοιπόν από εκεί και πέρα είναι σίγουρο πως ο θεατής θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα της Erika με βάση την δυσλειτουργική της σχέση με την μητέρα της, την οποία δεν διστάζει να χτυπάει και να βρίζει.
Θα έλεγε κανείς πως αν είχαμε το κλασικό, Οιδιποδειακό σύνδρομο, θα ήταν πιο εύκολο να αντιληφθούμε για παράδειγμα έναν τύπο ο οποίος είτε νοιώθει απέχθεια γι' αυτές, είτε αντιδρά βίαια απέναντι τους, εξαιτίας του αντικατοπτρισμού πάνω τους, του προσώπου του αιώνιου και απαγορευμένου του πόθου, της μάνας του. Στην προκειμένη περίπτωση το πράγμα γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον, καθώς εκτός από το γεγονός πως μιλάμε για την σχέση δυο γυναικών, εντούτοις την γνωρίζουμε από ένα σημείο (ακόμα και η ηλικία λειτουργεί με τρόπο καθοριστικό) στο οποίο αυτή έχει οδηγηθεί έτσι κι αλλιώς σε μια οριστική ρήξη, με την μάνα και την κόρη να έχουν κάνει τρόπο ζωής την "βία" σε κάθε της πιθανή μορφή. Συνεπώς, ίσως να μην ήταν υπερβολικό αν σκεφτόμασταν πως η Erika έχει ανάγκη από την αρσενική παρουσία, για μια τελική μεταβίβαση του καλλιεργημένου τόσα χρόνια άρρωστου πάθους της, σε κάποιον στον οποίο ίσως κι να μη φαντάζει τόσο άρρωστο: σε έναν άνδρα.
Η σαφέστατα καταπιεσμένη σεξουαλική της φύση, εκδηλώνεται βέβαια μέσα από τις σαδομαζοχιστικές τις τάσεις και ανάγκες, οι οποίες υποδηλώνουν με την σειρά τους την διαμόρφωση μια ερωτικής σχέσης με βάση τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία λειτουργεί και η καθημερινότητά της. Κρυψίνους, μόνη και καταπιεσμένη καθώς είναι η πρωταγωνίστρια, καταφεύγει στην παρακολούθηση σκληρού, πορνογραφικού υλικού για την υποτυπώδη ικανοποίηση της ηδονοβλεπτικής της διάθεσης, την ίδια στιγμή που μέσα στο μπάνιο αποζητά την στιγμιαία ικανοποίηση και τον εν δυνάμει σεξουαλικό ερεθισμό, με το χαράκωμα των μηρών της. Η Erika δεν είναι μια γυναίκα που αποζητά την βία σε κάθε έκφανση της ζωής της, αλλά φαίνεται πως η ολοένα και αυξανόμενες ορμές της, τείνουν να κυριαρχήσουν, εμπλέκοντας σε αυτές και το κομμάτι της όποιας βίας μπορεί να αντιμετωπίζει χρόνια ολόκληρα στο πλευρό της αυταρχικής μάνας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως η εμφάνιση του νεαρού είναι εκείνη που πυροδοτεί τελικά την μετάβαση της Erika στην άλλη πλευρά της εγκεφαλικής της καθημερινότητας, αυτή του bondage, του ξύλου, της ταπείνωσης και της γενικότερης σαδομαζοχιστικής της ανάγκης να υπάρχει ως ολοκληρωμένο ον μέσα σε μια σχέση.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και προς το τέλος της ταινίας, κάπου οι ρόλοι αντιστρέφονται και το πάνω χέρι το αναλαμβάνει πλέον άλλος, με αρκετά τραγικά αποτελέσματα ομολογουμένως, κυρίως ως προς την διαπίστωση από την ηρωίδα οτι αποτελεί ένα freak of nature. Η οριστική απώλεια και η έκθεση του κρυμμένου εαυτού, πυροδοτούν μια αντίδραση τόσο πηγαίας δυναμικής, η οποία όμως μετριάζεται στο ναδίρ από την αυστηρά οριοθετημένη ματιά και τον ψυχρό ορθολογισμό του Haneke. Αυτό που ήθελε να πει το είπε. Δεν υπάρχει λόγος για περιττούς μελοδραματισμούς και συναισθήματα, έτσι κι αλλιώς.
Όπως αντιλαμβάνεσαι από μια τέτοια ταινία, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Huppert είναι ένα ερμηνευτικό λουκουμάκι με την ίδια να αποτελεί το απαύγασμα της ιδιάζουσας περίπτωσης, και το αφ'υψηλού βλέμμα της να λειτουργεί καταλυτικά στον "ευνουχισμό" του Warner. Και σε πιο αρσενικό αρέσει τέλος πάντων να το ευνουχίζουν;
Η σκηνοθεσία του Haneke πάει χέρι-χέρι με την σκληρή ατμόσφαιρα των προσώπων, με έναν κατακερματισμό μονταζιασμένων πλάνων και μια ακατάπαυστη κλασική, μουσική επένδυση που έρχεται σε σκληρή κόντρα με τις εξίσου σκληρές, επιμέρους σκηνές, ενισχύοντας την ήδη ενδιαφέρουσα ματιά της κρυμμένης τρέλας μιας δασκάλας πιάνου (κατά τρόπο όμοιο με την τρέλα της μπαλαρίνας του Aronofsky στον "Μαύρο Κύκνο", η οποία καθοδηγείται από μια εξίσου αυταρχική μάνα και μια καταπιεσμένη σεξουαλική μανία).
Το "The Piano Teacher" είναι μια ταινία ήπιων τόνων στο σύνολό της, η οποία όμως αφορά ένα σύνολο πραγμάτων, προκλητικών και αληθινών ταυτόχρονα, τα οποία σε προκαλούν να τα ερμηνεύσεις. Ή απλώς να τα αντέξεις...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι όταν αποφασίζεις να μπαλαμουτιαστείς στην τουαλέτα, απλά δεν μπαίνει κανείς να διακόψει, οτι υπάρχουν ακόμα drive ins και οτι το ντυσιματάκι "καθηγήτρια πιάνου" θεωρείται η τελευταία τάση της μόδας.
Trailer δεν βάζω γιατί απλά είναι γελοίο.
No trivia
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δραμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δραμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013
Δευτέρα 29 Απριλίου 2013
Le magasin des suicides: It's a black world out there...
Alloha και πάλι, καλή μεγάλη εβδομάδα και τα σχετικά. Λίγο ανορθόδοξος ο τρόπος με τον οποίο θα ξεκινήσουμε σήμερα, αναφορικά με το περιεχόμενο της ταινίας για την οποία θα σας πω δυο πραγματάκια. Βασικά είτε η επιλογή μου είναι right to the point, είτε αποτελεί επί της ουσίας μια τραγική ειρωνεία, οπότε όπως και να' χει, πάλι καλά είναι.
Σήμερα το λοιπόν θα ασχοληθούμε μετά από αρκετό καιρό με ένα ταινιάκι animation, το οποίο μάλιστα "έκλεισε" το φετινό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας. Προσωπικά το είχα βάλει στο μάτι αρκετό καιρό πριν, με αποτέλεσμα τώρα με το φεστιβάλ να το ξαναθυμηθώ και τελικά να το δω. Αν και η αλήθεια είναι πως έχω μερικές μικρο ενστάσεις, δεν μπορώ παρά να το χαρακτηρίσω ως ένα αξιοπρεπέστατο δείγμα animation ενηλίκων, το οποίο όμως έχει πολλά να μάθει και στους μικρότερους, αναφορικά με τον σκληρό κόσμο που τους περιμένει όταν πάρουν την σκυτάλη της ζωής από τους γονείς και βγουν εκεί έξω για να αγωνιστούν πλέον μόνοι. "Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών" είναι εδώ. Θα ευχόμασταν να μην ήταν...
Θέλω να φανταστείτε κάτι. Κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητά μας, αν και ευτυχώς δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε τέτοια υπερβολικά όρια. Φανταστείτε λοιπόν την ύπαρξη μιας πόλης στην οποία ο κάθε πολίτης κουβαλάει στην πλάτη του και από ένα τεράστιο φορτίο δυστυχίας, γεγονός που τον καθιστά παραιτημένο από κάθε τι θετικό, όμορφο και αισιόδοξο έχει να του προσφέρει η ίδια η ζωή. Οχι βέβαια πως κάτι τέτοιο υπάρχει στην συγκεκριμένη πόλη, η οποία όντας βυθισμένη μέσα σε ένα μουρτζούφλικο γκρίζο και με την βροχή να μαστιγώνει δρόμους και πεζοδρόμια σε σχεδόν καθημερινή βάση, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την Κόλαση επί της Γης και αυτό γιατί όσοι ζουν μέσα της είναι ήδη "νεκροί", απλώς δεν τον ξέρουν ακόμα. Γιατί τι άλλο μπορεί να θεωρηθείς αν οχι ψυχικά και πνευματικά νεκρός από τη στιγμή που βιώνεις μια μίζερη και άνευ νοήματος ζωή;
Μέσα σε αυτό το θλιβερό τοπίο, εκεί όπου κανείς και τίποτα δεν φαίνεται να έχει σημασία, το μόνο πράγμα που φαίνεται να ευδοκιμεί κατά τρόπο φριχτά ειρωνικό, είναι ένα μαγαζί που ειδικεύεται στις...αυτοκτονίες. Τι καλύτερο να στήσεις μια επιχείρηση εκμεταλλευόμενος το "προϊόν" που πουλάει περισσότερο στην πόλη σου, δηλαδή τον θάνατο; Και η οικογένεια Tuvache κάνει αυτό ακριβώς που ξέρει καλύτερα: ειδικεύεται στην πώληση οριστικών τελών. Και το κάνει έξοχα.
Εν μέσω κρυστάλλινων δοχείων με δηλητήριο, κρεμάλες με το μέτρο, γιαπωνέζικα σπαθιά, κοφτερές λεπίδες μαχαιριών, shtoguns(!), όπλων και ένα σωρό άλλων θανατηφόρων αντικειμένων, ο πάτερ φαμίλιας Mishima είναι ο βασικός υπεύθυνος του μαγαζιού, ο οποίος φροντίζει να πουλάει το εμπόρευμά του στον κάθε απογοητευμένο πελάτη του με περίσσιο νάζι και τσαχπινιά, αντιλαμβανόμενος εξ' αρχής το γούστο του κάθε άτυχου που θα πατήσει το πόδι του στο μαγαζί. Βέβαια παρά το γεγονός οτι αποτελεί τον χρηματικό άρχοντα της περιοχής, παρέα με την πληθωρική και εξίσου καπάτσα γυναίκα του, φαίνεται πως η καταθλιπτική μπάλα έχει παρασύρει και τα δυο του παιδιά, μιας που από την μια πλευρά ο γιος του περνάει τις ώρες του ακονίζοντας ξυράφια για επίδοξους μελλοθάνατους, ενώ η κόρη του σαν άλλη πιτσιρίκα της οικογένειας Adamas, σκέφτεται διαρκώς τον θάνατο, ντυμένη σαν κάτι μεταξύ emo και death punk chick.
Όταν έρθει η κατά τα άλλα ευλογημένη στιγμή που η σύζυγος φέρει στον κόσμο το τρίτο παιδί της οικογένειας, τον μικρούλη Alan, τα πράγματα θα πάρουν εντελώς διαφορετική τροπή ήδη από την αίθουσα τοκετού μιας που ο Alan έχει κάτι που τον κάνει να ξεχωρίζει αμέσως: αντί να κλαίει, γελάει! Από εκεί και πέρα ο χαριτωμένος μπόμπιρας θα φέρει τα πάνω κάτω στην κοσμοθεωρία των Tuvache μιας που δεν θα σταματήσει να χαμογελάει και να προκαλέι πονοκέφαλο στους μουτρωμένους του γονείς, αντιμετωπίζοντας την ζωή γεμάτη φως και χαρά. Ακόμα κι αν δεν είναι. Δεν πειράζει, γιατί τώρα που είναι αυτός εδώ, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να αλλάξει τον κόσμο μια και καλή...
Γνωστός για τις αισθηματικές του ταινίες ("The Hairdresser's Husband", "Intimate Strangers", "The Girl on the Bridge") o Γάλλος σκηνοθέτης Patrice Leconte, αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό και να δημιουργήσει ένα όλως περιέργως πολύχρωμο animation, το οποίο βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Jean Teule.
Όπως έχουμε δει και τα τελευταία χρόνια, η τεχνική του animation χρησιμοποιείται πλέον προκειμένου να μιλήσει για πολύ πιο σκοτεινά θέματα, όπως η μοναξιά, η κατάθλιψη και ο θάνατος, χωρίς να μασάει τα λόγια της, αλλά καθιστώντας το περιεχόμενό της ανοιχτό τόσο στον κόσμο των μεγάλων, όσο και σε αυτόν των μικρών οι οποίοι θα πρέπει αφενός με προσοχή, και αφετέρου με ειλικρίνεια, να έρθουν σε επαφή με ζητήματα τα οποία θα παίξουν βασικό ρόλο μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο πρόκειται να μεγαλώσουν και αργότερα να δράσουν ως αυτόβουλα πλέον όντα.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά animation των τελευταίων ετών το οποίο περιστρέφεται γύρω από θέματα-taboo (όπως για παράδειγμα η ομοφυλοφιλία), είναι και η αυστραλιανή παραγωγή "Mary and Max" (για την οποία τα έχουμε πει και μέσα από το μπλογκάκι μας), η οποία μιλάει ανοιχτά για την μανιοκατάθλιψη, την αυτοκτονία και το σκληρό προσωπείο της μοναξιάς. Εδώ ο Leconte με σαφέστατα πιο ανάλαφρη διάθεση, η οποία προβάλλεται και μέσα από την χρήση των μουσικών κομματιών της ταινίας (η οποία σε στιγμές παραπέμπει σε μιούζικαλ), επιχειρεί τον δικό του (τους) κοινωνικό σχολιασμό, τοποθετώντας στον κέντρο της δράσης του μια θανατηφόρα πόλη, η οποία σαν άλλος ιός απελευθερώνει την δηλητηριώδη της δράση, καθιστώντας τους πολίτες έρμαια μιας τελολογικής αντίληψης περί του νέου σωστού και αποδεκτού. Το να σκοτώνεις πλέον τον εαυτό σου, αποτελεί κάτι το φυσιολογικό και καθημερινό, με το θέμα της γραφικότητας να εξαντλείται στην κλήση που "τρώει" κανείς από την αστυνομία, σε περίπτωση που αυτοκτονήσει σε δημόσιο χώρο!
Φυσικά ο σχολιασμός δεν αφορά μόνο το κοινωνικό της υπόθεσης αυτό καθ' εαυτό, αλλά και το φλέγον θέμα του περιβάλλοντος μιας που οι κλιματολογικές αλλαγές (προς το χειρότερο εννοείται), είναι αυτές που έχουν οδηγήσει τον πληθυσμό σε κατάθλιψη, οχυρωμένους μέσα στους κενούς τους πια εαυτούς με μόνη διέξοδο από αυτό το μαρτύριο, να φαντάζει φυσικά το ταξίδι προς τόπους χλοερούς.
Πάντως το έξυπνο μοτίβο του animation δεν περιορίζεται μόνο στο οξύμωρο της επιτυχίας ενός αυτοκτονικού μαγαζιού, αλλά δίνει αφορμές ακόμα και μέσα από τα ονόματα των πρωταγωνιστών που παραπέμπουν σε προσωπικότητες διεθνούς φήμης, οι οποίες οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Για παράδειγμα η κόρη της οικογένειας ονομάζεται Marilyn, παραπέμποντας κατά τον Teule στην Merilyn Monroe, ενώ ο πατέρας με το όνομα Mishima παραπέμπει στον Yukio Mishima, έναν από τους πιο επιδραστικούς Ιάπωνες καλλιτέχνες, αφού ανάμεσα σε άλλα υπήρξε ποιητής, συγγραφές, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Θεωρήθηκε ένας από τους σημαντικότερους Ιάπωνες δημιουργούς του 20ου αιώνα, ο οποίος μνημονεύεται μέχρι και σήμερα εκτός από τα έργα του και για το τελετουργικό sepuku που πραγματοποιήσε βάζοντας τέλος στην ζωή του. Και μιας που λέμε και αυτά, ο μεγαλύτερος γιος ονομάζεται Vincent, από το διάσημο ζωγράφο Vincennt van Gogh.
Όπως θα δείτε και εσείς πάντως, το animation είναι σαφέστατα επηρεασμένο από τον Tim Burton και τις δικές του ποε-ικές εμμονές, μιας που και ο πατέρας θυμίζει αφηρημένα ήρωα του γοτθικού κόσμου του Tim, ιδιαίτερα με εκείνους τους χαρακτηριστικούς μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Παρόλα αυτά ακόμα και αν κάποιες εμφανείς ομοιότητες υπάρχουν, το μαγαζάκι των αυτοκτονιών, καταφέρνει να ξεχωρίσει χάρη στην έντονη χρωματική του αντίθεση που είναι πιο έντονη μέσα στο μαγαζί, το οποίο αν και αποτελεί κόσμο του θανάτου, εντούτοις είναι ο πιο πολύχρωμος μέσα στην ταινία. Γιατί άραγε; Για να φαίνεται πιο ελκυστικός στο μάτι του πελάτη, ή γιατί για όλους όσους το επισκέπτονται, ο πραγματικός κόσμος, αυτός που είναι γεμάτος χρώμα και περίεργη ομορφιά, είναι ακριβώς αυτός;
Η χρήση του κατά τα άλλα παραδοσιακού, σχεδιαστικού, 2D animation είναι ιδανική για την διήγηση της ιστορίας μας, η οποία μπορεί να ξεκινάει από μακάβρια αφετηρία, έχει όμως τελικά ως σκοπό να αφυπνίσει συνειδήσεις περνώντας το μήνυμα πως ακόμα και αν δεν βλέπουμε τίποτα το θετικό στην ζωή, ακόμη κι αν είμαστε έτοιμοι να τα παρατήσουμε (ή το έχουμε ήδη κάνει), όλο και κάποια ακτίνα φωτός θα υπάρξει, αρκεί να είμαστε σε θέση να την αντιληφθούμε και να την εκμεταλλευτούμε.
Στην προκειμένη περίπτωση ακτίνα φωτός είναι ο μικρός Alan, με την μοναδική μου ένσταση να αφορά το γεγονός πως το σενάριο αναφορικά με τη δράση του πιτσιρικά, δεν είναι τόσο εμπλουτισμένο όσο θα το ήθελα, με αποτέλεσμα η λύση στο πρόβλημα να έρχεται λίγο ξαφνικά. Όπως και να' χει όμως η ταινία δεν παύει να αποδεικνύει πως ακόμα και μέσα στις πιο ζοφερές και μαύρες εποχές, μπορεί να υπάρξουν εκείνα τα ψήγματα αισιοδοξίας που θα κάνουν τελικά την διαφορά και θα σώσουν τις ψυχές μας από το σκοτάδι το βαθύ.
Όμορφο, τραγουδιστό και αρκετά αισιόδοξο μέσα στην απαισιοδοξία του, το "Le magasin des suicides" είναι ένα animation που θα σας κάνει να περάσετε καλά. Τελικά.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι οι κρέπες σώζουν, οτι ο χορός οι oriental χοροί χορεύονται γυμνοί και με αραχνοΰφαντα υφάσματα και οτι ποτέ δεν είναι αργά για την μια και μοναδική αλλαγή στην ζωή σου.
No trivia
Σήμερα το λοιπόν θα ασχοληθούμε μετά από αρκετό καιρό με ένα ταινιάκι animation, το οποίο μάλιστα "έκλεισε" το φετινό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας. Προσωπικά το είχα βάλει στο μάτι αρκετό καιρό πριν, με αποτέλεσμα τώρα με το φεστιβάλ να το ξαναθυμηθώ και τελικά να το δω. Αν και η αλήθεια είναι πως έχω μερικές μικρο ενστάσεις, δεν μπορώ παρά να το χαρακτηρίσω ως ένα αξιοπρεπέστατο δείγμα animation ενηλίκων, το οποίο όμως έχει πολλά να μάθει και στους μικρότερους, αναφορικά με τον σκληρό κόσμο που τους περιμένει όταν πάρουν την σκυτάλη της ζωής από τους γονείς και βγουν εκεί έξω για να αγωνιστούν πλέον μόνοι. "Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών" είναι εδώ. Θα ευχόμασταν να μην ήταν...
Θέλω να φανταστείτε κάτι. Κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητά μας, αν και ευτυχώς δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε τέτοια υπερβολικά όρια. Φανταστείτε λοιπόν την ύπαρξη μιας πόλης στην οποία ο κάθε πολίτης κουβαλάει στην πλάτη του και από ένα τεράστιο φορτίο δυστυχίας, γεγονός που τον καθιστά παραιτημένο από κάθε τι θετικό, όμορφο και αισιόδοξο έχει να του προσφέρει η ίδια η ζωή. Οχι βέβαια πως κάτι τέτοιο υπάρχει στην συγκεκριμένη πόλη, η οποία όντας βυθισμένη μέσα σε ένα μουρτζούφλικο γκρίζο και με την βροχή να μαστιγώνει δρόμους και πεζοδρόμια σε σχεδόν καθημερινή βάση, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την Κόλαση επί της Γης και αυτό γιατί όσοι ζουν μέσα της είναι ήδη "νεκροί", απλώς δεν τον ξέρουν ακόμα. Γιατί τι άλλο μπορεί να θεωρηθείς αν οχι ψυχικά και πνευματικά νεκρός από τη στιγμή που βιώνεις μια μίζερη και άνευ νοήματος ζωή;
Μέσα σε αυτό το θλιβερό τοπίο, εκεί όπου κανείς και τίποτα δεν φαίνεται να έχει σημασία, το μόνο πράγμα που φαίνεται να ευδοκιμεί κατά τρόπο φριχτά ειρωνικό, είναι ένα μαγαζί που ειδικεύεται στις...αυτοκτονίες. Τι καλύτερο να στήσεις μια επιχείρηση εκμεταλλευόμενος το "προϊόν" που πουλάει περισσότερο στην πόλη σου, δηλαδή τον θάνατο; Και η οικογένεια Tuvache κάνει αυτό ακριβώς που ξέρει καλύτερα: ειδικεύεται στην πώληση οριστικών τελών. Και το κάνει έξοχα.
Εν μέσω κρυστάλλινων δοχείων με δηλητήριο, κρεμάλες με το μέτρο, γιαπωνέζικα σπαθιά, κοφτερές λεπίδες μαχαιριών, shtoguns(!), όπλων και ένα σωρό άλλων θανατηφόρων αντικειμένων, ο πάτερ φαμίλιας Mishima είναι ο βασικός υπεύθυνος του μαγαζιού, ο οποίος φροντίζει να πουλάει το εμπόρευμά του στον κάθε απογοητευμένο πελάτη του με περίσσιο νάζι και τσαχπινιά, αντιλαμβανόμενος εξ' αρχής το γούστο του κάθε άτυχου που θα πατήσει το πόδι του στο μαγαζί. Βέβαια παρά το γεγονός οτι αποτελεί τον χρηματικό άρχοντα της περιοχής, παρέα με την πληθωρική και εξίσου καπάτσα γυναίκα του, φαίνεται πως η καταθλιπτική μπάλα έχει παρασύρει και τα δυο του παιδιά, μιας που από την μια πλευρά ο γιος του περνάει τις ώρες του ακονίζοντας ξυράφια για επίδοξους μελλοθάνατους, ενώ η κόρη του σαν άλλη πιτσιρίκα της οικογένειας Adamas, σκέφτεται διαρκώς τον θάνατο, ντυμένη σαν κάτι μεταξύ emo και death punk chick.
Όταν έρθει η κατά τα άλλα ευλογημένη στιγμή που η σύζυγος φέρει στον κόσμο το τρίτο παιδί της οικογένειας, τον μικρούλη Alan, τα πράγματα θα πάρουν εντελώς διαφορετική τροπή ήδη από την αίθουσα τοκετού μιας που ο Alan έχει κάτι που τον κάνει να ξεχωρίζει αμέσως: αντί να κλαίει, γελάει! Από εκεί και πέρα ο χαριτωμένος μπόμπιρας θα φέρει τα πάνω κάτω στην κοσμοθεωρία των Tuvache μιας που δεν θα σταματήσει να χαμογελάει και να προκαλέι πονοκέφαλο στους μουτρωμένους του γονείς, αντιμετωπίζοντας την ζωή γεμάτη φως και χαρά. Ακόμα κι αν δεν είναι. Δεν πειράζει, γιατί τώρα που είναι αυτός εδώ, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να αλλάξει τον κόσμο μια και καλή...
Γνωστός για τις αισθηματικές του ταινίες ("The Hairdresser's Husband", "Intimate Strangers", "The Girl on the Bridge") o Γάλλος σκηνοθέτης Patrice Leconte, αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό και να δημιουργήσει ένα όλως περιέργως πολύχρωμο animation, το οποίο βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Jean Teule.
Όπως έχουμε δει και τα τελευταία χρόνια, η τεχνική του animation χρησιμοποιείται πλέον προκειμένου να μιλήσει για πολύ πιο σκοτεινά θέματα, όπως η μοναξιά, η κατάθλιψη και ο θάνατος, χωρίς να μασάει τα λόγια της, αλλά καθιστώντας το περιεχόμενό της ανοιχτό τόσο στον κόσμο των μεγάλων, όσο και σε αυτόν των μικρών οι οποίοι θα πρέπει αφενός με προσοχή, και αφετέρου με ειλικρίνεια, να έρθουν σε επαφή με ζητήματα τα οποία θα παίξουν βασικό ρόλο μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο πρόκειται να μεγαλώσουν και αργότερα να δράσουν ως αυτόβουλα πλέον όντα.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά animation των τελευταίων ετών το οποίο περιστρέφεται γύρω από θέματα-taboo (όπως για παράδειγμα η ομοφυλοφιλία), είναι και η αυστραλιανή παραγωγή "Mary and Max" (για την οποία τα έχουμε πει και μέσα από το μπλογκάκι μας), η οποία μιλάει ανοιχτά για την μανιοκατάθλιψη, την αυτοκτονία και το σκληρό προσωπείο της μοναξιάς. Εδώ ο Leconte με σαφέστατα πιο ανάλαφρη διάθεση, η οποία προβάλλεται και μέσα από την χρήση των μουσικών κομματιών της ταινίας (η οποία σε στιγμές παραπέμπει σε μιούζικαλ), επιχειρεί τον δικό του (τους) κοινωνικό σχολιασμό, τοποθετώντας στον κέντρο της δράσης του μια θανατηφόρα πόλη, η οποία σαν άλλος ιός απελευθερώνει την δηλητηριώδη της δράση, καθιστώντας τους πολίτες έρμαια μιας τελολογικής αντίληψης περί του νέου σωστού και αποδεκτού. Το να σκοτώνεις πλέον τον εαυτό σου, αποτελεί κάτι το φυσιολογικό και καθημερινό, με το θέμα της γραφικότητας να εξαντλείται στην κλήση που "τρώει" κανείς από την αστυνομία, σε περίπτωση που αυτοκτονήσει σε δημόσιο χώρο!
Φυσικά ο σχολιασμός δεν αφορά μόνο το κοινωνικό της υπόθεσης αυτό καθ' εαυτό, αλλά και το φλέγον θέμα του περιβάλλοντος μιας που οι κλιματολογικές αλλαγές (προς το χειρότερο εννοείται), είναι αυτές που έχουν οδηγήσει τον πληθυσμό σε κατάθλιψη, οχυρωμένους μέσα στους κενούς τους πια εαυτούς με μόνη διέξοδο από αυτό το μαρτύριο, να φαντάζει φυσικά το ταξίδι προς τόπους χλοερούς.
Πάντως το έξυπνο μοτίβο του animation δεν περιορίζεται μόνο στο οξύμωρο της επιτυχίας ενός αυτοκτονικού μαγαζιού, αλλά δίνει αφορμές ακόμα και μέσα από τα ονόματα των πρωταγωνιστών που παραπέμπουν σε προσωπικότητες διεθνούς φήμης, οι οποίες οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Για παράδειγμα η κόρη της οικογένειας ονομάζεται Marilyn, παραπέμποντας κατά τον Teule στην Merilyn Monroe, ενώ ο πατέρας με το όνομα Mishima παραπέμπει στον Yukio Mishima, έναν από τους πιο επιδραστικούς Ιάπωνες καλλιτέχνες, αφού ανάμεσα σε άλλα υπήρξε ποιητής, συγγραφές, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Θεωρήθηκε ένας από τους σημαντικότερους Ιάπωνες δημιουργούς του 20ου αιώνα, ο οποίος μνημονεύεται μέχρι και σήμερα εκτός από τα έργα του και για το τελετουργικό sepuku που πραγματοποιήσε βάζοντας τέλος στην ζωή του. Και μιας που λέμε και αυτά, ο μεγαλύτερος γιος ονομάζεται Vincent, από το διάσημο ζωγράφο Vincennt van Gogh.
Όπως θα δείτε και εσείς πάντως, το animation είναι σαφέστατα επηρεασμένο από τον Tim Burton και τις δικές του ποε-ικές εμμονές, μιας που και ο πατέρας θυμίζει αφηρημένα ήρωα του γοτθικού κόσμου του Tim, ιδιαίτερα με εκείνους τους χαρακτηριστικούς μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Παρόλα αυτά ακόμα και αν κάποιες εμφανείς ομοιότητες υπάρχουν, το μαγαζάκι των αυτοκτονιών, καταφέρνει να ξεχωρίσει χάρη στην έντονη χρωματική του αντίθεση που είναι πιο έντονη μέσα στο μαγαζί, το οποίο αν και αποτελεί κόσμο του θανάτου, εντούτοις είναι ο πιο πολύχρωμος μέσα στην ταινία. Γιατί άραγε; Για να φαίνεται πιο ελκυστικός στο μάτι του πελάτη, ή γιατί για όλους όσους το επισκέπτονται, ο πραγματικός κόσμος, αυτός που είναι γεμάτος χρώμα και περίεργη ομορφιά, είναι ακριβώς αυτός;
Η χρήση του κατά τα άλλα παραδοσιακού, σχεδιαστικού, 2D animation είναι ιδανική για την διήγηση της ιστορίας μας, η οποία μπορεί να ξεκινάει από μακάβρια αφετηρία, έχει όμως τελικά ως σκοπό να αφυπνίσει συνειδήσεις περνώντας το μήνυμα πως ακόμα και αν δεν βλέπουμε τίποτα το θετικό στην ζωή, ακόμη κι αν είμαστε έτοιμοι να τα παρατήσουμε (ή το έχουμε ήδη κάνει), όλο και κάποια ακτίνα φωτός θα υπάρξει, αρκεί να είμαστε σε θέση να την αντιληφθούμε και να την εκμεταλλευτούμε.
Στην προκειμένη περίπτωση ακτίνα φωτός είναι ο μικρός Alan, με την μοναδική μου ένσταση να αφορά το γεγονός πως το σενάριο αναφορικά με τη δράση του πιτσιρικά, δεν είναι τόσο εμπλουτισμένο όσο θα το ήθελα, με αποτέλεσμα η λύση στο πρόβλημα να έρχεται λίγο ξαφνικά. Όπως και να' χει όμως η ταινία δεν παύει να αποδεικνύει πως ακόμα και μέσα στις πιο ζοφερές και μαύρες εποχές, μπορεί να υπάρξουν εκείνα τα ψήγματα αισιοδοξίας που θα κάνουν τελικά την διαφορά και θα σώσουν τις ψυχές μας από το σκοτάδι το βαθύ.
Όμορφο, τραγουδιστό και αρκετά αισιόδοξο μέσα στην απαισιοδοξία του, το "Le magasin des suicides" είναι ένα animation που θα σας κάνει να περάσετε καλά. Τελικά.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι οι κρέπες σώζουν, οτι ο χορός οι oriental χοροί χορεύονται γυμνοί και με αραχνοΰφαντα υφάσματα και οτι ποτέ δεν είναι αργά για την μια και μοναδική αλλαγή στην ζωή σου.
No trivia
Δευτέρα 8 Απριλίου 2013
Persona: Psychoanalysis and the phase of the mirror
Καλημέρα καλημέρα σε όλους! Φθινοπωρινός ο καιρός σήμερα, και μάλλον κάπου θα σας απομουντάνω και εγώ, με την επιλογή της σημερινής μας ταινίας. Επειδή γενικώς αυτές τις μέρες είμαι ή του ύψους, ή του βάθους από πλευράς διάθεσης, και επειδή όλο με κάτι σειρές καταπιάνομαι (σύντομα θα τα πούμε και για το "House of Cards"), είπα να κάνω και την δική μου μικροανάλυση, απέναντι σε μια από τις πιο δύσκολες στην κατανόηση ταινίες που έχω δει: την "Persona" του Bergman. Η αλήθεια είναι πως η ενασχόληση με τέτοιου είδους ταινίες, στα πλαίσια ενός σεμιναρίου, σου ανοίγει λιγάκι περισσότερο τους ορίζοντές του, είτε μιλάμε για μια αρχική κατανόηση της ψυχανάλυσης εν προκειμένω, είτε για την σταδιακή γνώση των νορμών από τις οποίες απαρτίζεται η ίδια η ζωή. Αν και το ξεκλείδωμα των κωδίκων αυτών των ταινιών, περιλαμβάνει μπόλικο, ειδικευμένο διάβασμα (το οποίο ούτε καν έχω φανταστεί να κάνω), εντούτοις ακόμα και ο πιο αδαής (όπως εγώ), μπορεί να πάρει μια πρώτη γεύση, μέσα από την ενασχόλησή του με μια σειρά θεματικών, που περιλαμβάνουν, καινούριες για τον καθέναν από εμάς, ιδέες και προοπτικές. Συνεπώς, σήμερα θα ασχοληθούμε με την ψυχανάλυση και της θεωρίες της. Θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο περιεκτική γίνεται, γιατί είναι και Δευτέρα βεβαίως, βεβαίως. Ένα μεγάλο ευχαριστώ επίσης στον δάσκαλο Μάκη Μωραϊτη, για όλα αυτά που μας εξήγησε/δίδαξε/έμαθε. Και για όλα αυτά που θα μας εξηγήσει/διδάξει/μάθει.
H Alma (Bibi Andersson), είναι μια νεαρή νοσηλεύτρια, η οποία επωμίζεται την φροντίδα μιας όμορφης ηθοποιού, της Elisabeth (Liv Ullmann). Κατά την διάρκεια του ρόλου της ως Ηλέκτρα (κρατήστε το αυτό), η Elisabeth έπαψε ξαφνικά να μιλά, χωρίς κανέναν προφανή λόγο και με την ίδια να διατηρεί κατά τα άλλα, σώας τας φρένας της. Μην ανταλλάσσοντας πλέον και την παραμικρή κουβέντα, και μάλιστα μέσω της απόλυτα συγκρατημένης της στάσης, η Alma, θα προσπαθήσει να εκμαιεύσει από εκείνην τους λόγους που την οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση, αποδεχόμενη την πρόταση της επικεφαλούς ψυχιάτρου του νοσοκομείου, να μεταβεί μαζί με την Elisabeth στο εξοχικό της, κοντά στην θάλασσα, προκειμένου εκεί να συνεχιστεί η θεραπεία της ντίβας του θεάτρου. Καθώς όμως οι μέρες περνούν και οι δυο γυναίκες έρχονται όλο και πιο κοντά, σύντομα θα βρουν τους εαυτούς τους να ταυτίζονται, με την Alma να "γίνεται" Elisabeth και τούμπαλιν. Φυσικά και μιλάμε για μια ψυχολογική/-αναλυτική μεταμόρφωση, κάτι ανάλογο με την "μεταμόρφωση" την οποία είχε υποστεί και ο ήρωας του Κάφκα, στο ομώνυμο έργο του. Και κάπου εκεί οι πύλες της ψυχανάλυσης, στέκουν ορθάνοιχτες...
Ο Ingmar Bergman είναι ένας σκηνοθέτης που δεν χρειάζεται και πολλές συστάσεις. Μετρώντας στο ενεργητικό του περισσότερες από 60 ταινίες, και αποτελώντας ταυτόχρονα σκηνοθέτη, σεναριογράφο και παραγωγό, θα έλεγε κανείς πως αποτέλεσε έναν από τους πιο εμπνευσμένους, ταλαντούχους και οξυδερκείς δημιουργούς, που πέρασαν ποτέ από την παγκόσμια κινηματογραφική ιστορία. Το γεγονός εξάλλου οτι μνημονεύεται μέχρι σήμερα για τις σημειολογικές προσεγγίσεις των ταινιών του, και την κλασική θεματική του που αφορούσε αφενός, την διαρκή πάλη του ανθρώπου, με την θνητή του φύση (εν ολίγοις, το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου και την αέναη προσπάθεια για μια επανάκτηση του χαμένου, α λα Προυστ χρόνου, όπως π.χ στην ταινία του "Wild Strawberries"), και αφετέρου την μόνιμη αμφισβήτηση της ύπαρξης τους Θεού (τι είναι ο Θεός; υπάρχει; και αν ναι, που βρίσκεται;...), κάνουν ακόμη πιο κατανοητούς τους λόγους για τους οποίους αυτός ο auter, θεωρήθηκε και θεωρείται ακόμα, ένας εκ των κορυφαίων: γιατί κατάφερνε πάντα να συνδυάζει φόρμα και περιεχόμενο, ακόμα και σε μια καριέρα με τόσο, φαινομενικά, ετερόκλητες ταινίες, οι οποίες ακόμη κι αν φάνταζαν ολότελα διαφορετικές, διαπνέονταν εντούτοις από την κοινή τους κινηματογραφική πραγματικότητα.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση το "Persona", ίσως και να αποτελεί μια από τις ταινίες του, στις οποίες έχουμε μια σαφέστατη προπόρευση του περιεχομένου (υπό την μορφή της αναλυτικής και διεξοδικής μελέτης της βαθύτερης ιστορίας που κρύβεται πίσω από το όποιο story), έναντι της σκηνοθετικής οπτικής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως εκείνη παύει να υφίσταται. Υπάρχει, μόνο όμως ως σινεφιλίδικη αναφορά (κυρίως στην αρχή και το τέλος της ταινίας), όπως πολλοί μπορούν να την ερμηνεύσουν, αλλά και ως μια αυτοβιογραφική παραπομπή, στην δική του σκηνοθετική δράση.
Αν και η ταινία θα μπορούσε να αναλυθεί κάτω από το γενικολογικό πρίσμα μιας εν δυνάμει ψυχανάλυσης (αυτό το είχα αντιληφθεί και εγώ, πριν μάθω δυο μόλις πραγματάκια για διάφορες θεωρίες, τις οποίες συναντάμε μέσα στο φιλμ), αυτό που έχει ενδιαφέρον, είναι να την εντάξουμε τελικά μέσα στο πλαίσιο του ψυχαναλυόμενου και του ψυχαναλυτή.
Αυτή η σχέση αποτελεί μια από τις πιο εντυπωσιακά αλληλοεξαρτώμενες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο ασθενής και ο ειδικός, έρχονται σε μια τέτοια ταύτιση, μετά από την πάροδο μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής (ή αλλιώς, μετά από μια σειρά τακτικών συνεδριών), ώστε μετά την κρεσεντική, ύψιστη "κορύφωση" της απόλυτης ταύτισης, ο ασθενής, καταλαμβάνει συνήθως μια στάση άμυνας απέναντι στον ψυχαναλυτή, μη αποδεχόμενος τις δικές του σκέψεις αναφορικά πάντα με τα εσωψυχικά προβλήματα που ο ίδιος του έχει εκμυστηρευτεί. Αυτό το οποίο συμβαίνει, είναι στην ουσία ένα είδος "μετάβασης" (transference), των ελπίδων και των επιθυμιών του ασθενή, στο πρόσωπο του ψυχαναλυτή του, το οποίο όταν φτάσει στην υπέρτατή του μορφή (positive transference), μετά οδηγείται στην αντίθετη πλευρά, αυτή της αντίδρασης, της κόντρας και της κριτικής εκτίμησης του ειδικού από τον ασθενή (negative transference).
Αυτήν ακριβώς την βασική, ψυχαναλυτική σχέση εξεταστή και εξεταζόμενου, είναι που θέτει τελικώς στο προσκήνιο και ο Bergman στην "Persona" του, αφού η προοδευτική ταύτιση των δυο γυναικών, παραπέμπει ξεκάθαρα στην σταδιακή ταύτιση των δυο συμμετεχόντων, σε μια διαδικασία ψυχαναλυτικής ενδοσκόπησης. Φυσικά, το πράγμα δεν μένει στεγνό και άνευ φροντίδας, μιας που ο Bergman μοιράζει ορθά τους ρόλους του, ακριβώς όπως και τις παραπομπές, τα υπονοούμενα και τα κρυμμένα νοήματα, όπως αυτά εναλλάσσονται διαρκώς, μέχρι και το τέλος της ταινίας.
Ένα από τα πιο αξιόλογα κομμάτια της ταινίας, το οποίο παρέχει μια σειρά από πληροφορίες τις οποίες θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να την αναλύσει, είναι η παρουσία του αγοριού στην αρχή της, ενός αγοριού το οποίο όπως όλα δείχνουν, βρίσκεται στο νεκροτομείο. Το γεγονός βέβαια οτι το αγόρι είναι ζωντανό, καθιστά την συγκεκριμένη σκηνή περισσότερο μεταφορική, παρά κυριολεκτική, θέλοντας ο Bergman με τον τρόπο αυτό, να πει προφανέστατα κάτι. Τι όμως;
Όπως μαθαίνουμε στην συνέχεια της υπόθεσης, η Elisabeth έχει έναν γιο, τον οποίο όμως δεν θέλει, έχει απαρνηθεί. Έχοντας αυτό ως γνώμονα (το οποίο ξαναλέω, μαθαίνουμε λιγάκι αργότερα, και αφού έχουμε ήδη δει το παιδί), μπορούμε να πούμε οτι η νεκρή διάσταση του παιδιού, έχει να κάνει με το τρόπο με τον οποίο αντικατοπτρίζεται ο εαυτός του, στην διάθεση της μάνας. Αφού για εκείνην (ας μην ξεχνάμε πως η μάνα, αποτελεί το πρόσωπο του πρώτου πόθου του κάθε παιδιού) δεν "υπάρχει" πια, είναι συνεπώς "νεκρό".
Αυτό που γίνεται αντιληπτό και που μοιάζει να επανέρχεται σε κάθε ψυχαναλυτική θεωρία, είναι το μοτίβο του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, γεγονός που έρχεται και κουμπώνει, ακόμα και με τον ρόλο τον οποίο υποδυόταν η Elisabeth πάνω στην σκηνή, μιας που η Ηλέκτρα, με την τεράστια αγάπη στον πατέρα και την μητρική της αντιζηλία, αποτελεί εδώ ιδανική, "τραγική" αναφορά, στην μυθοπλασία της ταινίας. Άρα θα έλεγε κανείς πως το παιδί, παίζει βασικό ρόλο μέσα στην "Persona", καθώς χαρακτηρίζει με το υποκειμενικό του βλέμμα, όλο το πλαίσιο της ιστορίας. Ναι, αλλά πως γίνεται αυτό από την στιγμή που το βλέπουμε μόνο μια, δυο φορές; Γιατί απλά η Alma λειτουργεί σαν τον παιδικό διαμεσολαβητή, μεταφέροντας στην Elisabeth όλους τους φόβους και τα γιατί της εγκατάλειψής του/της, από εκείνη. Φυσικά από την ατέλειωτη ομιλία της Alma (η οποία αποτελεί τον συνδετικό κρίκο όπως είπαμε, ανάμεσα στην μάνα και το παιδί), δεν λείπουν και τα δικά της προσωπικά βιώματα, οι ανησυχίες και η υστερική της φύση. Πόσο τυχαίο νομίζετε πως είναι το γεγονός, οτι η Elisabeth ακούει στωικά κάθε λέξη της Alma, ενώ εκείνη μιλάει ώρες επί ωρών; Καθόλου, για τον λόγο οτι η αντιστροφή των ρόλων έχει επέλθει, με αποτέλεσμα η ασθενής Elisabeth να αναλάβει τον ρόλο του ακουστικού ψυχαναλυτή, ενώ η νοσηλεύτρια Alma, αυτόν του ψυχαναλυόμενου, ο οποίος στην ουσία είναι το ίδιο το παιδί. Το αγόρι, ψυχαναλύεται απέναντι στο αντικείμενου του οιδιπόδειου συμπλέγματός του, επιθυμώντας την οριστική και αμετάκλητη αποσύνδεσή του από αυτό.
Εκτός από το θέμα της ταινίας το οποίο μόνο ελάχιστα κατανοητό μπορεί να έκανα εδώ (ή και καθόλου), ο Bergman ενισχύει την άποψη περί ταύτισης ή και απόλυτου διαχωρισμού, μέσα από το αντιπαραδοσιακό μοντάζ, στο οποίο δεν έχουμε την κλασική εναλλαγή των προσώπων όπως γίνεται για παράδειγμα σε μια συζήτηση. Αυτό που έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση, είναι η προοπτική που μας δίνεται για κάθε μια από τις δυο γυναίκες, καθώς και το πως μπορεί αυτό να εκφραστεί στοιχειωδώς, μέσα από την σκηνοθεσία.
Γενικώς το "Persona" είναι μια ταινία που έχει μπόλικο ζουμί, αλλά που ακόμη κι αν αποφασίσετε να τσεκάρετε, σίγουρα θα πρέπει να ρίξετε μια ματιά πρώτα σε θεωρίες όπως αυτή του Λακάν, αναφορικά με την "φάση του καθρέφτη", αλλά και την ουσία της "primal scene", αναφορικά με την ομαλή σεξουαλική ανάπτυξη ενός παιδιού. Όσα περισσότερα διαβάσετε, τόσο πιο πολύ θα σας ανοιχτεί ο κόσμος της συγκεκριμένης ταινίας, και γιατί οχι, και πολλών ακόμη. Και εγώ στο ψάξιμο είμαι. Έχω δρόμο ακόμη....
Τι έμαθα από την ταινία: Έμαθα πολλά και διάφορα, τι να λέμε τώρα...
No trivia
H Alma (Bibi Andersson), είναι μια νεαρή νοσηλεύτρια, η οποία επωμίζεται την φροντίδα μιας όμορφης ηθοποιού, της Elisabeth (Liv Ullmann). Κατά την διάρκεια του ρόλου της ως Ηλέκτρα (κρατήστε το αυτό), η Elisabeth έπαψε ξαφνικά να μιλά, χωρίς κανέναν προφανή λόγο και με την ίδια να διατηρεί κατά τα άλλα, σώας τας φρένας της. Μην ανταλλάσσοντας πλέον και την παραμικρή κουβέντα, και μάλιστα μέσω της απόλυτα συγκρατημένης της στάσης, η Alma, θα προσπαθήσει να εκμαιεύσει από εκείνην τους λόγους που την οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση, αποδεχόμενη την πρόταση της επικεφαλούς ψυχιάτρου του νοσοκομείου, να μεταβεί μαζί με την Elisabeth στο εξοχικό της, κοντά στην θάλασσα, προκειμένου εκεί να συνεχιστεί η θεραπεία της ντίβας του θεάτρου. Καθώς όμως οι μέρες περνούν και οι δυο γυναίκες έρχονται όλο και πιο κοντά, σύντομα θα βρουν τους εαυτούς τους να ταυτίζονται, με την Alma να "γίνεται" Elisabeth και τούμπαλιν. Φυσικά και μιλάμε για μια ψυχολογική/-αναλυτική μεταμόρφωση, κάτι ανάλογο με την "μεταμόρφωση" την οποία είχε υποστεί και ο ήρωας του Κάφκα, στο ομώνυμο έργο του. Και κάπου εκεί οι πύλες της ψυχανάλυσης, στέκουν ορθάνοιχτες...
Ο Ingmar Bergman είναι ένας σκηνοθέτης που δεν χρειάζεται και πολλές συστάσεις. Μετρώντας στο ενεργητικό του περισσότερες από 60 ταινίες, και αποτελώντας ταυτόχρονα σκηνοθέτη, σεναριογράφο και παραγωγό, θα έλεγε κανείς πως αποτέλεσε έναν από τους πιο εμπνευσμένους, ταλαντούχους και οξυδερκείς δημιουργούς, που πέρασαν ποτέ από την παγκόσμια κινηματογραφική ιστορία. Το γεγονός εξάλλου οτι μνημονεύεται μέχρι σήμερα για τις σημειολογικές προσεγγίσεις των ταινιών του, και την κλασική θεματική του που αφορούσε αφενός, την διαρκή πάλη του ανθρώπου, με την θνητή του φύση (εν ολίγοις, το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου και την αέναη προσπάθεια για μια επανάκτηση του χαμένου, α λα Προυστ χρόνου, όπως π.χ στην ταινία του "Wild Strawberries"), και αφετέρου την μόνιμη αμφισβήτηση της ύπαρξης τους Θεού (τι είναι ο Θεός; υπάρχει; και αν ναι, που βρίσκεται;...), κάνουν ακόμη πιο κατανοητούς τους λόγους για τους οποίους αυτός ο auter, θεωρήθηκε και θεωρείται ακόμα, ένας εκ των κορυφαίων: γιατί κατάφερνε πάντα να συνδυάζει φόρμα και περιεχόμενο, ακόμα και σε μια καριέρα με τόσο, φαινομενικά, ετερόκλητες ταινίες, οι οποίες ακόμη κι αν φάνταζαν ολότελα διαφορετικές, διαπνέονταν εντούτοις από την κοινή τους κινηματογραφική πραγματικότητα.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση το "Persona", ίσως και να αποτελεί μια από τις ταινίες του, στις οποίες έχουμε μια σαφέστατη προπόρευση του περιεχομένου (υπό την μορφή της αναλυτικής και διεξοδικής μελέτης της βαθύτερης ιστορίας που κρύβεται πίσω από το όποιο story), έναντι της σκηνοθετικής οπτικής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως εκείνη παύει να υφίσταται. Υπάρχει, μόνο όμως ως σινεφιλίδικη αναφορά (κυρίως στην αρχή και το τέλος της ταινίας), όπως πολλοί μπορούν να την ερμηνεύσουν, αλλά και ως μια αυτοβιογραφική παραπομπή, στην δική του σκηνοθετική δράση.
Αν και η ταινία θα μπορούσε να αναλυθεί κάτω από το γενικολογικό πρίσμα μιας εν δυνάμει ψυχανάλυσης (αυτό το είχα αντιληφθεί και εγώ, πριν μάθω δυο μόλις πραγματάκια για διάφορες θεωρίες, τις οποίες συναντάμε μέσα στο φιλμ), αυτό που έχει ενδιαφέρον, είναι να την εντάξουμε τελικά μέσα στο πλαίσιο του ψυχαναλυόμενου και του ψυχαναλυτή.
Αυτή η σχέση αποτελεί μια από τις πιο εντυπωσιακά αλληλοεξαρτώμενες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο ασθενής και ο ειδικός, έρχονται σε μια τέτοια ταύτιση, μετά από την πάροδο μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής (ή αλλιώς, μετά από μια σειρά τακτικών συνεδριών), ώστε μετά την κρεσεντική, ύψιστη "κορύφωση" της απόλυτης ταύτισης, ο ασθενής, καταλαμβάνει συνήθως μια στάση άμυνας απέναντι στον ψυχαναλυτή, μη αποδεχόμενος τις δικές του σκέψεις αναφορικά πάντα με τα εσωψυχικά προβλήματα που ο ίδιος του έχει εκμυστηρευτεί. Αυτό το οποίο συμβαίνει, είναι στην ουσία ένα είδος "μετάβασης" (transference), των ελπίδων και των επιθυμιών του ασθενή, στο πρόσωπο του ψυχαναλυτή του, το οποίο όταν φτάσει στην υπέρτατή του μορφή (positive transference), μετά οδηγείται στην αντίθετη πλευρά, αυτή της αντίδρασης, της κόντρας και της κριτικής εκτίμησης του ειδικού από τον ασθενή (negative transference).
Αυτήν ακριβώς την βασική, ψυχαναλυτική σχέση εξεταστή και εξεταζόμενου, είναι που θέτει τελικώς στο προσκήνιο και ο Bergman στην "Persona" του, αφού η προοδευτική ταύτιση των δυο γυναικών, παραπέμπει ξεκάθαρα στην σταδιακή ταύτιση των δυο συμμετεχόντων, σε μια διαδικασία ψυχαναλυτικής ενδοσκόπησης. Φυσικά, το πράγμα δεν μένει στεγνό και άνευ φροντίδας, μιας που ο Bergman μοιράζει ορθά τους ρόλους του, ακριβώς όπως και τις παραπομπές, τα υπονοούμενα και τα κρυμμένα νοήματα, όπως αυτά εναλλάσσονται διαρκώς, μέχρι και το τέλος της ταινίας.
Ένα από τα πιο αξιόλογα κομμάτια της ταινίας, το οποίο παρέχει μια σειρά από πληροφορίες τις οποίες θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να την αναλύσει, είναι η παρουσία του αγοριού στην αρχή της, ενός αγοριού το οποίο όπως όλα δείχνουν, βρίσκεται στο νεκροτομείο. Το γεγονός βέβαια οτι το αγόρι είναι ζωντανό, καθιστά την συγκεκριμένη σκηνή περισσότερο μεταφορική, παρά κυριολεκτική, θέλοντας ο Bergman με τον τρόπο αυτό, να πει προφανέστατα κάτι. Τι όμως;
Όπως μαθαίνουμε στην συνέχεια της υπόθεσης, η Elisabeth έχει έναν γιο, τον οποίο όμως δεν θέλει, έχει απαρνηθεί. Έχοντας αυτό ως γνώμονα (το οποίο ξαναλέω, μαθαίνουμε λιγάκι αργότερα, και αφού έχουμε ήδη δει το παιδί), μπορούμε να πούμε οτι η νεκρή διάσταση του παιδιού, έχει να κάνει με το τρόπο με τον οποίο αντικατοπτρίζεται ο εαυτός του, στην διάθεση της μάνας. Αφού για εκείνην (ας μην ξεχνάμε πως η μάνα, αποτελεί το πρόσωπο του πρώτου πόθου του κάθε παιδιού) δεν "υπάρχει" πια, είναι συνεπώς "νεκρό".
Αυτό που γίνεται αντιληπτό και που μοιάζει να επανέρχεται σε κάθε ψυχαναλυτική θεωρία, είναι το μοτίβο του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, γεγονός που έρχεται και κουμπώνει, ακόμα και με τον ρόλο τον οποίο υποδυόταν η Elisabeth πάνω στην σκηνή, μιας που η Ηλέκτρα, με την τεράστια αγάπη στον πατέρα και την μητρική της αντιζηλία, αποτελεί εδώ ιδανική, "τραγική" αναφορά, στην μυθοπλασία της ταινίας. Άρα θα έλεγε κανείς πως το παιδί, παίζει βασικό ρόλο μέσα στην "Persona", καθώς χαρακτηρίζει με το υποκειμενικό του βλέμμα, όλο το πλαίσιο της ιστορίας. Ναι, αλλά πως γίνεται αυτό από την στιγμή που το βλέπουμε μόνο μια, δυο φορές; Γιατί απλά η Alma λειτουργεί σαν τον παιδικό διαμεσολαβητή, μεταφέροντας στην Elisabeth όλους τους φόβους και τα γιατί της εγκατάλειψής του/της, από εκείνη. Φυσικά από την ατέλειωτη ομιλία της Alma (η οποία αποτελεί τον συνδετικό κρίκο όπως είπαμε, ανάμεσα στην μάνα και το παιδί), δεν λείπουν και τα δικά της προσωπικά βιώματα, οι ανησυχίες και η υστερική της φύση. Πόσο τυχαίο νομίζετε πως είναι το γεγονός, οτι η Elisabeth ακούει στωικά κάθε λέξη της Alma, ενώ εκείνη μιλάει ώρες επί ωρών; Καθόλου, για τον λόγο οτι η αντιστροφή των ρόλων έχει επέλθει, με αποτέλεσμα η ασθενής Elisabeth να αναλάβει τον ρόλο του ακουστικού ψυχαναλυτή, ενώ η νοσηλεύτρια Alma, αυτόν του ψυχαναλυόμενου, ο οποίος στην ουσία είναι το ίδιο το παιδί. Το αγόρι, ψυχαναλύεται απέναντι στο αντικείμενου του οιδιπόδειου συμπλέγματός του, επιθυμώντας την οριστική και αμετάκλητη αποσύνδεσή του από αυτό.
Εκτός από το θέμα της ταινίας το οποίο μόνο ελάχιστα κατανοητό μπορεί να έκανα εδώ (ή και καθόλου), ο Bergman ενισχύει την άποψη περί ταύτισης ή και απόλυτου διαχωρισμού, μέσα από το αντιπαραδοσιακό μοντάζ, στο οποίο δεν έχουμε την κλασική εναλλαγή των προσώπων όπως γίνεται για παράδειγμα σε μια συζήτηση. Αυτό που έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση, είναι η προοπτική που μας δίνεται για κάθε μια από τις δυο γυναίκες, καθώς και το πως μπορεί αυτό να εκφραστεί στοιχειωδώς, μέσα από την σκηνοθεσία.
Γενικώς το "Persona" είναι μια ταινία που έχει μπόλικο ζουμί, αλλά που ακόμη κι αν αποφασίσετε να τσεκάρετε, σίγουρα θα πρέπει να ρίξετε μια ματιά πρώτα σε θεωρίες όπως αυτή του Λακάν, αναφορικά με την "φάση του καθρέφτη", αλλά και την ουσία της "primal scene", αναφορικά με την ομαλή σεξουαλική ανάπτυξη ενός παιδιού. Όσα περισσότερα διαβάσετε, τόσο πιο πολύ θα σας ανοιχτεί ο κόσμος της συγκεκριμένης ταινίας, και γιατί οχι, και πολλών ακόμη. Και εγώ στο ψάξιμο είμαι. Έχω δρόμο ακόμη....
Τι έμαθα από την ταινία: Έμαθα πολλά και διάφορα, τι να λέμε τώρα...
No trivia
Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013
Argo: The best fake movie ever
NEW ARRIVAL
Alloha και σήμερα! Τι κάνουμε; Ελπίζω καλά. Καρα-χειμωνιάτικος ο καιρός σήμερα, ελπίζω να μην πνιγήκατε προσπαθώντας να πάτε στις δουλειές σας, και να είστε όλοι σώοι και αβλαβείς, για να περάσουμε σιγά σιγά στην σημερινή μας ταινία. Αρχικά να πω κάπου εδώ, οτι χθες, ανακοινώθηκαν οι πληροφορίες σχετικά με τα φετινά Blogoscars, όπως αυτά θα αρχίσουν να "δίνονται" από τις 15 Φλεβάρη. Αν θέλετε να μάθετε πως μπορείτε να συμμετάσχετε, καθώς και όλα τα καθέκαστα δεν έχετε, παρά να πάτε εδώ, και να τα μάθετε όλα!
Στο θέμα μας λοιπόν, σήμερα, θα ασχοληθούμε με το φαινόμενο Ben Affleck και πιο συγκεκριμένα με την νέα του σκηνοθετική απόπειρα, "Argo", για την οποία-σας το λέω από τώρα-μόνο καλά πράγματα έχω να πω. Σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Εύγε Ben!
Το 1979, Αμερική και Ιράν, οδηγήθηκαν σε μια διπλωματική σύγκρουση, με τους επαναστάτες Ιρανούς να διαδηλώνουν κατά των Η.Π.Α, ζητώντας να τους εκδώσουν τον πάλαι ποτέ Σάχη τους, τον οποίο οι ίδιοι είχαν ανατρέψει με πραξικόπημα. Ο ίδιος όντας καρκινοπαθής και φοβούμενος για την ακεραιτότητά του, σε μια χώρα που έβραζε από θυμό και οργή, για την ανεκδιήγητα πλούσια και προκλητική του ζωή όσο κυβερνούσε, και ενώ ο λαός πεινούσε, θα ζητήσει άσυλο στους "Αμερικανούς φίλους", με αποτέλεσμα η μανία των Ιρανών να φουντώσει τόσο, ώστε να εισβάλουν τον Νοέμβριο του 1979 στην Αμερικάνικη Πρεσβεία του Ιράν, και να κρατήσουν τους υπαλλήλους όμηρους, για 444 ημέρες!
Την ίδια στιγμή μια ομάδα από υπαλλήλους της Πρεσβείας, θα καταφέρει να διαφύγει από τον χώρο, και να αναζητήσει άσυλο στο σπίτι του Καναδού πρέσβη. Όσο όμως ο καιρός περνά, και οι επαναστάτες κινούν διαδικασίες αναγνώρισης των ομήρων, και διαπραγματεύσεων με την αμερικανική πλευρά, αναφορικά με την επιστροφή του Σάχη, τόσο τα πράγματα για την μικρή ομάδα θα γίνονται πιο δύσκολα, καθώς η επικινδυνότητα της κατάστασης καθιστά απαγορευτική οχι μόνο την έξοδό τους από την χώρα, αλλά ακόμη και την έξοδο από το σπίτι.
Και κάπου εκεί η CIA θα κάνει αισθητή την παρουσία της, στέλνοντας τον ειδικό στις φυγαδεύσεις, Tony Mendez (Ben Affleck), προκειμένου να καταφέρει να τους σώσει, πριν τα πράγματα αγριέψουν ακόμη περισσότερο. Ο Mendez, θα πρέπει να βρει τώρα έναν πειστικό τρόπο, προκειμένου να τους απομακρύνει από την χώρα. Αυτός θα είναι τελικά, οτι πιο τρελό και πιο...κινηματογραφικό, είχε αποφασίσει μέχρι τότε: θα βγάλει την ομάδα από το Ιράν, αναθέτοντάς τους τον ρόλο ενός...ψευδοσυνεργείου, που αναζητεί τις κατάλληλες τοποθεσίες για το γύρισμα μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας με τίτλο, "Argo". Ο κινηματογράφος, στην υπηρεσία του πολίτη.
Ο Ben Affleck αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση δημιουργού, μιας που η προσωπικότητά του χαρακτηρίζεται από μια ξεκάθαρα διττή φύση, οι διαφορές μάλιστα τις οποίας παίζουν, στα δυο άκρα. Από τη μια πλευρά λοιπόν ο Affleck, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας κακός (ή στις καλύτερες στιγμές του, μέτριος) ηθοποιός, ο οποίος με τις ταινιακές του επιλογές, προκαλεί πάντα ερωτηματικά, γέλια (ενώ δεν μιλάμε για κωμωδία), ή απλώς μια παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος, γεγονός που σε οδηγεί απευθείας στο ερώτημα, "γιατί αυτός ο τύπος εξακολουθεί να υπάρχει;". Λοιπόν σε αυτό, μπορούμε να δώσουμε μια κάποια απάντηση. Αρχικά το Hollywood, ποτέ δεν έχει κρύψει την αγάπη του σε όμορφα πρόσωπα και όμορφα σώματα, τα οποία διαθέτουν ένα ελάχιστο υποκριτικό ταλέντο που τα συνοδεύει, και που σε πολλές περιπτώσεις, είναι αρκετό. Μη μου πείτε οτι δεν θα κατατάσσατε και τον Affleck σε αυτή την κατηγορία, μιας που αποτελεί κλασικό παράδειγμα ηρωικού (βλ. το σπαραξικάρδιο "Armageddon", στο οποίο παρόλα αυτά όλοι έχουμε κλάψει, τη στιγμή που το 'Ι Don't Want to Miss a Thing', αρχίζει να ακούγεται. Παραδεχτείτε το!) γόη, με δυνατό σαγόνι, πέτρα κορμί και λοξό χαμόγελο για απευθείας λιώσιμο γλυκανάλατων συμπρωταγωνιστριών.
Η αλήθεια είναι πως ο Affleck ίσως και να σήκωνε πολλές φορές το βάρος και το άχτι πολλών ακόμη τυπάδων που έκαναν καριέρα βασισμένοι στις σεσουλικές ρομαντζοκωμωδίες της συμφοράς, και τα άνευ λόγου ύπαρξης dramedy, που έχουν έναν και μοναδικό στόχο: το κλάμα, το κλάμα, το κλάμα.
Βέβαια και ο Ben, δεν μας βοηθούσε να τον δούμε και λίγο πιο σοβαρά. "Forces of Nature", "Boiler Room", "Bounce", "Daredevil" (oh god...), "Gigli" (μια από τις χειρότερες ταινίες, όλων των εποχών, στην οποία έπαιζε με την τότε αγαπημένη του, Jennifer Lopez. Όσο δηλαδή δεν της έπιανε τον κώλο και δεν της έδινε παπαρατσίστικα φιλιά στο videoclip, 'Jenny from the Block...), "Surviving Christmas", είναι μόνο μερικές από τις κακοταινίες στις οποίες τον έχουμε δει. Και ερωτώ, θυμόταν κανείς, μετά από τόση σαβούρα οτι το μακρινό 1997 ο Affleck είχε κερδίσει με τον Μatt Damon, το Oscar Καλύτερου Σεναρίου για το "Good Will Hunting";
Και να μη το θυμάστε δηλαδή, δεν σας κατηγορώ, μιας που φήμες ήθελαν τον Affleck να στρίβει χόρτο και να αφήνει το βάρος του σεναρίου, αποκλειστικά τον Damon. Όπως και να' χει, είναι να απορεί κανείς, πως στο καλό ο Affleck, δεν αντιλήφθηκε ήδη από τότε, οτι το πραγματικό του ταλέντο εντοπιζόταν οχι μπροστά, αλλά, πίσω από τις κάμερες. Κάλλιο αργά πάντως, παρά ποτέ.
Το 2010 μάλλον φαίνεται πως αποτέλεσε το κομβικό εκείνο σημείο, στο οποίο ο διάσημος ηθοποιός έκανε την προσωπική του ενδοσκόπηση, και αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, στην σκηνοθεσία, ξεκινώντας ήδη από το 2007 με το πολύ καλό, "Gone Baby Gone" στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο αδελφός του, Cassey Affleck.
Η πορεία του ήταν έκτοτε ανοδική, καθώς έπειτα από την συμμετοχή του στο-καθόλου κακό-"The Company Men", επρόκειτο να στρογγυλοκαθήσει στην θέση του σκηνοθέτη, δημιουργώντας μικρά διαμαντάκια, με προσοχή και σύνεση. Ακριβώς δηλαδή όπως δεν θα τον είχαμε σκεφτεί να πράττει κατά το παρελθόν.
Σειρά είχε το 2008 το "The Town", μια μιουταρισμένη σε ένταση, αλλά με γενναίες, υποδόριες δόσεις, περιπέτεια, η οποία πραγματευόταν την ιδανική ληστεία από μια παρέα κακοποιών. Ο Affleck απέδειξε οτι διαθέτει κινηματογραφικό μάτι και μια εντυπωσιακά καλή σκηνοθετική στάση, η οποία εκτεινόταν και στο σενάριο, το οποίο είχε γράψει από κοινού με τους Peter Craig και Aaron Stockard.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο Affleck, έστρεψε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, με πολλούς να κάνουν λόγο για ένα νέο, ανερχόμενο ταλέντο. Επειδή όμως υπήρχαν και εκείνοι που απέδωσαν την επιτυχία του στις συγκυρίες της στιγμής, εκείνος επέστρεψε φέτος με το "Argo", σαρώνοντας τα βραβεία και αποδεικνύοντας οτι ο δρόμος που επέλεξε, δεν έχει κοντινή ημερομηνία λήξης. Και καλά κάνει.
Κερδίζοντας πριν από μερικές μέρες την Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας, αλλά και αυτή για την Καλύτερη Σκηνοθεσία, ο Ben, μπορεί να χαμογελάει, έπειτα από την οσκαρική του απουσία στην κατηγορία της Σκηνοθεσίας, μιας που αντικειμενικά έχει κάνει μια από τις καλύτερες φετινές δουλειές.
Το "Argo" είναι ένα διπλωματικό/κατασκοπικό θρίλερ για γερά νεύρα, αφού μπορεί να μην χαρακτηρίζεται από σεναριακές εξάρσεις, καταφέρνει όμως να δημιουργήσει το πολυπόθητο σασπένς, μέσα από την δεξιοτεχνική σκηνοθεσία του Affleck. Ο ίδιος εξάλλου τοποθετεί τον δικό του, πρωταγωνιστικό ρόλο στο "περιθώριο", αφήνοντας όλο το υπόλοιπο και υπέρλαμπρο cast που έχει συγκεντρώσει, να λάμψει από μόνο του. O Bryan Cranston θυμίζει το "Breaking Bad", alter ego του σε μια ακόμη δυναμική ερμηνεία, ο γηραιός αθυρόστομος Alan Arkin, κερδίζει μια υποψηφιότητα Β' Ανδρικού Ρόλου για τον ρόλο του, ενώ και ο John Goodman, γεμίζει την οθόνη με το πληθωρικό του ταμπεραμέντο. Την ίδια στιγμή, ο Scot McNairy, κάτι μας λέει οτι θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον (στα φετινά του, και η ερμηνεία στο πλευρό του Brad Pitt, στο underrated "Killing Them Softly), ενώ χαρήκαμε που είδαμε και την 'επιστροφή' της Clea DuVall, μιας ηθοποιού με γνήσιο ταλέντο και ετερόκλητη υποκριτική γκάμα.
'Οσον αφορά την υποθεσιακή βάση του "Argo", ο Affleck δεν μοιάζει να έχει καμία διάθεση για μελοδραματισμούς και πατριωτισμό, παρουσιάζοντας τα πράγματα όσο το δυνατόν περισσότερο αποστασιοποιημένος, και χρησιμοποιώντας εν προκειμένω τα ιστορικά επίκαιρα, προκειμένου να αναπαραστήσει περισσότερο πειστικά, και όσο γίνεται πιο αυθεντικά, το ταραχώδες κλίμα της εποχής. Συνεργός του Ben σε αυτή την ταινία, είναι και το εξαιρετικό μοντάζ με τα ουσιώδη κατ και την αέναη περιπλάνηση της κάμερας, από το ένα πρόσωπο στο άλλο, και τούμπαλιν, με την παράλληλη καταγραφή των "ιστορικών" γεγονότων και της αντιθετικής δράσης αμερικάνικης και ιρανικής πλευράς.
Στην ουσία η ταινία δίνει το στίγμα μιας εποχής εν βρασμώ, χωρίς όμως πομπώδεις στιγμές και ηρωικούς διαλόγους. Ίσα ίσα, οι διάλογοι του "Argo", χαρακτηρίζονται από σπιρτάδα, φρεσκάδα και ταχύτητα, εμπλέκοντας μέσα τους έντονο, και το χιουμοριστικό στοιχείο. Ταυτόχρονα ο Affleck μοιάζει να χειρίζεται ιδανικά την κάμερα, καταγράφοντας συναισθήματα, συγκρούσεις και κινδύνους, οδηγώντας την ταινία σε ένα εξαίσιο, σασπενικό κρεσέντο, που σε κάνει να κρατιέσαι από την άκρη της θέσης σου. Μερικές extra, χιτσκοκικές πινελιές, ποτέ δεν έβλαψαν κανέναν.
Η αυτή καθεαυτή υπόθεση της ταινίας, μέσα στην ταινία είναι πανέξυπνη, και αποδεικνύει πως πολλές φορές η πραγματική ζωή είναι larger than cinema, δίνοντάς μας να καταλάβουμε οτι υπάρχουν πολλές ιστορίες εκεί έξω οι οποίες δεν έχουν ακόμα ειπωθεί, περιμένοντας την στιγμή που κάποιος θα αποφασίσει να ασχοληθεί μαζί τους και να τις φέρει στο φως.
Βεβαίως, επειδή μιλάμε και για μια ταινία με γνήσιο, πολιτικό περιεχόμενο, ήταν φυσικό να υπάρξουν και αντιδράσεις (ακόμα και αν η υπόθεση είναι όσο το δυνατόν πιο απλή, απογυμνωμένη από υπονοούμενα σχετικά με την "αντίπαλη" πλευρά), μιας που δεν ήταν λίγοι αυτοί που κατηγόρησαν τον Affleck για ξεκάθαρη "αμερικανιά", ενώ και η ιρανική πλευρά έδωσε την απάντησή της, λέγοντας ότι ετοιμάζει και αυτή την δική της οπτική των πραγμάτων, λέγοντας χαρακτηριστικά: "Οτι κάνετε εσείς, εμείς το κάνουμε καλύτερα". Μάλιστα...
Ανεξάρτητα πάντως από τα πραγματικά συμφέροντα που κρύβονταν πίσω από την original υπόθεση, η κατάσταση δεν αλλάζει, το γεγονός δηλαδή οτι ο Affleck δρα σαν ένας ουδέτερος παρατηρητής, καταγράφοντας τα γεγονότα χωρίς (ιδιαίτερη) βία, αλλά με πολύ δημιουργικό πάθος.
Το "Argo" είναι μια ταινία που μιλάει για την καλύτερη, ψεύτικη ταινία που...δεν γυρίστηκε ποτέ! Έχοντας στο πλευρό του την ιδιαίτερη "παλιακή" φωτογραφία, την αχαλίνωτη σκηνοθεσία του και μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς, ο Ben Affleck πρέπει σίγουρα να είναι περήφανος για το δημιούργημά του. Εμείς είμαστε.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι οι αρχή της που γίνεται υπό την μορφή storyboards, είναι τέλεια, οτι ο Affleck με αυτή την κόμμωση, θα μπορούσε να ήταν άνετα να ήταν Έλληνας τραγουδιστής των '70s (με απαραίτητη χρυσή καδένα), και οτι ο George Clooney εκτελεί χρέη executive producer.
No trivia
Alloha και σήμερα! Τι κάνουμε; Ελπίζω καλά. Καρα-χειμωνιάτικος ο καιρός σήμερα, ελπίζω να μην πνιγήκατε προσπαθώντας να πάτε στις δουλειές σας, και να είστε όλοι σώοι και αβλαβείς, για να περάσουμε σιγά σιγά στην σημερινή μας ταινία. Αρχικά να πω κάπου εδώ, οτι χθες, ανακοινώθηκαν οι πληροφορίες σχετικά με τα φετινά Blogoscars, όπως αυτά θα αρχίσουν να "δίνονται" από τις 15 Φλεβάρη. Αν θέλετε να μάθετε πως μπορείτε να συμμετάσχετε, καθώς και όλα τα καθέκαστα δεν έχετε, παρά να πάτε εδώ, και να τα μάθετε όλα!
Στο θέμα μας λοιπόν, σήμερα, θα ασχοληθούμε με το φαινόμενο Ben Affleck και πιο συγκεκριμένα με την νέα του σκηνοθετική απόπειρα, "Argo", για την οποία-σας το λέω από τώρα-μόνο καλά πράγματα έχω να πω. Σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Εύγε Ben!
Το 1979, Αμερική και Ιράν, οδηγήθηκαν σε μια διπλωματική σύγκρουση, με τους επαναστάτες Ιρανούς να διαδηλώνουν κατά των Η.Π.Α, ζητώντας να τους εκδώσουν τον πάλαι ποτέ Σάχη τους, τον οποίο οι ίδιοι είχαν ανατρέψει με πραξικόπημα. Ο ίδιος όντας καρκινοπαθής και φοβούμενος για την ακεραιτότητά του, σε μια χώρα που έβραζε από θυμό και οργή, για την ανεκδιήγητα πλούσια και προκλητική του ζωή όσο κυβερνούσε, και ενώ ο λαός πεινούσε, θα ζητήσει άσυλο στους "Αμερικανούς φίλους", με αποτέλεσμα η μανία των Ιρανών να φουντώσει τόσο, ώστε να εισβάλουν τον Νοέμβριο του 1979 στην Αμερικάνικη Πρεσβεία του Ιράν, και να κρατήσουν τους υπαλλήλους όμηρους, για 444 ημέρες!
Την ίδια στιγμή μια ομάδα από υπαλλήλους της Πρεσβείας, θα καταφέρει να διαφύγει από τον χώρο, και να αναζητήσει άσυλο στο σπίτι του Καναδού πρέσβη. Όσο όμως ο καιρός περνά, και οι επαναστάτες κινούν διαδικασίες αναγνώρισης των ομήρων, και διαπραγματεύσεων με την αμερικανική πλευρά, αναφορικά με την επιστροφή του Σάχη, τόσο τα πράγματα για την μικρή ομάδα θα γίνονται πιο δύσκολα, καθώς η επικινδυνότητα της κατάστασης καθιστά απαγορευτική οχι μόνο την έξοδό τους από την χώρα, αλλά ακόμη και την έξοδο από το σπίτι.
Και κάπου εκεί η CIA θα κάνει αισθητή την παρουσία της, στέλνοντας τον ειδικό στις φυγαδεύσεις, Tony Mendez (Ben Affleck), προκειμένου να καταφέρει να τους σώσει, πριν τα πράγματα αγριέψουν ακόμη περισσότερο. Ο Mendez, θα πρέπει να βρει τώρα έναν πειστικό τρόπο, προκειμένου να τους απομακρύνει από την χώρα. Αυτός θα είναι τελικά, οτι πιο τρελό και πιο...κινηματογραφικό, είχε αποφασίσει μέχρι τότε: θα βγάλει την ομάδα από το Ιράν, αναθέτοντάς τους τον ρόλο ενός...ψευδοσυνεργείου, που αναζητεί τις κατάλληλες τοποθεσίες για το γύρισμα μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας με τίτλο, "Argo". Ο κινηματογράφος, στην υπηρεσία του πολίτη.
Ο Ben Affleck αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση δημιουργού, μιας που η προσωπικότητά του χαρακτηρίζεται από μια ξεκάθαρα διττή φύση, οι διαφορές μάλιστα τις οποίας παίζουν, στα δυο άκρα. Από τη μια πλευρά λοιπόν ο Affleck, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας κακός (ή στις καλύτερες στιγμές του, μέτριος) ηθοποιός, ο οποίος με τις ταινιακές του επιλογές, προκαλεί πάντα ερωτηματικά, γέλια (ενώ δεν μιλάμε για κωμωδία), ή απλώς μια παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος, γεγονός που σε οδηγεί απευθείας στο ερώτημα, "γιατί αυτός ο τύπος εξακολουθεί να υπάρχει;". Λοιπόν σε αυτό, μπορούμε να δώσουμε μια κάποια απάντηση. Αρχικά το Hollywood, ποτέ δεν έχει κρύψει την αγάπη του σε όμορφα πρόσωπα και όμορφα σώματα, τα οποία διαθέτουν ένα ελάχιστο υποκριτικό ταλέντο που τα συνοδεύει, και που σε πολλές περιπτώσεις, είναι αρκετό. Μη μου πείτε οτι δεν θα κατατάσσατε και τον Affleck σε αυτή την κατηγορία, μιας που αποτελεί κλασικό παράδειγμα ηρωικού (βλ. το σπαραξικάρδιο "Armageddon", στο οποίο παρόλα αυτά όλοι έχουμε κλάψει, τη στιγμή που το 'Ι Don't Want to Miss a Thing', αρχίζει να ακούγεται. Παραδεχτείτε το!) γόη, με δυνατό σαγόνι, πέτρα κορμί και λοξό χαμόγελο για απευθείας λιώσιμο γλυκανάλατων συμπρωταγωνιστριών.
Η αλήθεια είναι πως ο Affleck ίσως και να σήκωνε πολλές φορές το βάρος και το άχτι πολλών ακόμη τυπάδων που έκαναν καριέρα βασισμένοι στις σεσουλικές ρομαντζοκωμωδίες της συμφοράς, και τα άνευ λόγου ύπαρξης dramedy, που έχουν έναν και μοναδικό στόχο: το κλάμα, το κλάμα, το κλάμα.
Βέβαια και ο Ben, δεν μας βοηθούσε να τον δούμε και λίγο πιο σοβαρά. "Forces of Nature", "Boiler Room", "Bounce", "Daredevil" (oh god...), "Gigli" (μια από τις χειρότερες ταινίες, όλων των εποχών, στην οποία έπαιζε με την τότε αγαπημένη του, Jennifer Lopez. Όσο δηλαδή δεν της έπιανε τον κώλο και δεν της έδινε παπαρατσίστικα φιλιά στο videoclip, 'Jenny from the Block...), "Surviving Christmas", είναι μόνο μερικές από τις κακοταινίες στις οποίες τον έχουμε δει. Και ερωτώ, θυμόταν κανείς, μετά από τόση σαβούρα οτι το μακρινό 1997 ο Affleck είχε κερδίσει με τον Μatt Damon, το Oscar Καλύτερου Σεναρίου για το "Good Will Hunting";
Και να μη το θυμάστε δηλαδή, δεν σας κατηγορώ, μιας που φήμες ήθελαν τον Affleck να στρίβει χόρτο και να αφήνει το βάρος του σεναρίου, αποκλειστικά τον Damon. Όπως και να' χει, είναι να απορεί κανείς, πως στο καλό ο Affleck, δεν αντιλήφθηκε ήδη από τότε, οτι το πραγματικό του ταλέντο εντοπιζόταν οχι μπροστά, αλλά, πίσω από τις κάμερες. Κάλλιο αργά πάντως, παρά ποτέ.
Το 2010 μάλλον φαίνεται πως αποτέλεσε το κομβικό εκείνο σημείο, στο οποίο ο διάσημος ηθοποιός έκανε την προσωπική του ενδοσκόπηση, και αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, στην σκηνοθεσία, ξεκινώντας ήδη από το 2007 με το πολύ καλό, "Gone Baby Gone" στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο αδελφός του, Cassey Affleck.
Η πορεία του ήταν έκτοτε ανοδική, καθώς έπειτα από την συμμετοχή του στο-καθόλου κακό-"The Company Men", επρόκειτο να στρογγυλοκαθήσει στην θέση του σκηνοθέτη, δημιουργώντας μικρά διαμαντάκια, με προσοχή και σύνεση. Ακριβώς δηλαδή όπως δεν θα τον είχαμε σκεφτεί να πράττει κατά το παρελθόν.
Σειρά είχε το 2008 το "The Town", μια μιουταρισμένη σε ένταση, αλλά με γενναίες, υποδόριες δόσεις, περιπέτεια, η οποία πραγματευόταν την ιδανική ληστεία από μια παρέα κακοποιών. Ο Affleck απέδειξε οτι διαθέτει κινηματογραφικό μάτι και μια εντυπωσιακά καλή σκηνοθετική στάση, η οποία εκτεινόταν και στο σενάριο, το οποίο είχε γράψει από κοινού με τους Peter Craig και Aaron Stockard.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο Affleck, έστρεψε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, με πολλούς να κάνουν λόγο για ένα νέο, ανερχόμενο ταλέντο. Επειδή όμως υπήρχαν και εκείνοι που απέδωσαν την επιτυχία του στις συγκυρίες της στιγμής, εκείνος επέστρεψε φέτος με το "Argo", σαρώνοντας τα βραβεία και αποδεικνύοντας οτι ο δρόμος που επέλεξε, δεν έχει κοντινή ημερομηνία λήξης. Και καλά κάνει.
Κερδίζοντας πριν από μερικές μέρες την Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας, αλλά και αυτή για την Καλύτερη Σκηνοθεσία, ο Ben, μπορεί να χαμογελάει, έπειτα από την οσκαρική του απουσία στην κατηγορία της Σκηνοθεσίας, μιας που αντικειμενικά έχει κάνει μια από τις καλύτερες φετινές δουλειές.
Το "Argo" είναι ένα διπλωματικό/κατασκοπικό θρίλερ για γερά νεύρα, αφού μπορεί να μην χαρακτηρίζεται από σεναριακές εξάρσεις, καταφέρνει όμως να δημιουργήσει το πολυπόθητο σασπένς, μέσα από την δεξιοτεχνική σκηνοθεσία του Affleck. Ο ίδιος εξάλλου τοποθετεί τον δικό του, πρωταγωνιστικό ρόλο στο "περιθώριο", αφήνοντας όλο το υπόλοιπο και υπέρλαμπρο cast που έχει συγκεντρώσει, να λάμψει από μόνο του. O Bryan Cranston θυμίζει το "Breaking Bad", alter ego του σε μια ακόμη δυναμική ερμηνεία, ο γηραιός αθυρόστομος Alan Arkin, κερδίζει μια υποψηφιότητα Β' Ανδρικού Ρόλου για τον ρόλο του, ενώ και ο John Goodman, γεμίζει την οθόνη με το πληθωρικό του ταμπεραμέντο. Την ίδια στιγμή, ο Scot McNairy, κάτι μας λέει οτι θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον (στα φετινά του, και η ερμηνεία στο πλευρό του Brad Pitt, στο underrated "Killing Them Softly), ενώ χαρήκαμε που είδαμε και την 'επιστροφή' της Clea DuVall, μιας ηθοποιού με γνήσιο ταλέντο και ετερόκλητη υποκριτική γκάμα.
'Οσον αφορά την υποθεσιακή βάση του "Argo", ο Affleck δεν μοιάζει να έχει καμία διάθεση για μελοδραματισμούς και πατριωτισμό, παρουσιάζοντας τα πράγματα όσο το δυνατόν περισσότερο αποστασιοποιημένος, και χρησιμοποιώντας εν προκειμένω τα ιστορικά επίκαιρα, προκειμένου να αναπαραστήσει περισσότερο πειστικά, και όσο γίνεται πιο αυθεντικά, το ταραχώδες κλίμα της εποχής. Συνεργός του Ben σε αυτή την ταινία, είναι και το εξαιρετικό μοντάζ με τα ουσιώδη κατ και την αέναη περιπλάνηση της κάμερας, από το ένα πρόσωπο στο άλλο, και τούμπαλιν, με την παράλληλη καταγραφή των "ιστορικών" γεγονότων και της αντιθετικής δράσης αμερικάνικης και ιρανικής πλευράς.
Στην ουσία η ταινία δίνει το στίγμα μιας εποχής εν βρασμώ, χωρίς όμως πομπώδεις στιγμές και ηρωικούς διαλόγους. Ίσα ίσα, οι διάλογοι του "Argo", χαρακτηρίζονται από σπιρτάδα, φρεσκάδα και ταχύτητα, εμπλέκοντας μέσα τους έντονο, και το χιουμοριστικό στοιχείο. Ταυτόχρονα ο Affleck μοιάζει να χειρίζεται ιδανικά την κάμερα, καταγράφοντας συναισθήματα, συγκρούσεις και κινδύνους, οδηγώντας την ταινία σε ένα εξαίσιο, σασπενικό κρεσέντο, που σε κάνει να κρατιέσαι από την άκρη της θέσης σου. Μερικές extra, χιτσκοκικές πινελιές, ποτέ δεν έβλαψαν κανέναν.
Η αυτή καθεαυτή υπόθεση της ταινίας, μέσα στην ταινία είναι πανέξυπνη, και αποδεικνύει πως πολλές φορές η πραγματική ζωή είναι larger than cinema, δίνοντάς μας να καταλάβουμε οτι υπάρχουν πολλές ιστορίες εκεί έξω οι οποίες δεν έχουν ακόμα ειπωθεί, περιμένοντας την στιγμή που κάποιος θα αποφασίσει να ασχοληθεί μαζί τους και να τις φέρει στο φως.
Βεβαίως, επειδή μιλάμε και για μια ταινία με γνήσιο, πολιτικό περιεχόμενο, ήταν φυσικό να υπάρξουν και αντιδράσεις (ακόμα και αν η υπόθεση είναι όσο το δυνατόν πιο απλή, απογυμνωμένη από υπονοούμενα σχετικά με την "αντίπαλη" πλευρά), μιας που δεν ήταν λίγοι αυτοί που κατηγόρησαν τον Affleck για ξεκάθαρη "αμερικανιά", ενώ και η ιρανική πλευρά έδωσε την απάντησή της, λέγοντας ότι ετοιμάζει και αυτή την δική της οπτική των πραγμάτων, λέγοντας χαρακτηριστικά: "Οτι κάνετε εσείς, εμείς το κάνουμε καλύτερα". Μάλιστα...
Ανεξάρτητα πάντως από τα πραγματικά συμφέροντα που κρύβονταν πίσω από την original υπόθεση, η κατάσταση δεν αλλάζει, το γεγονός δηλαδή οτι ο Affleck δρα σαν ένας ουδέτερος παρατηρητής, καταγράφοντας τα γεγονότα χωρίς (ιδιαίτερη) βία, αλλά με πολύ δημιουργικό πάθος.
Το "Argo" είναι μια ταινία που μιλάει για την καλύτερη, ψεύτικη ταινία που...δεν γυρίστηκε ποτέ! Έχοντας στο πλευρό του την ιδιαίτερη "παλιακή" φωτογραφία, την αχαλίνωτη σκηνοθεσία του και μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς, ο Ben Affleck πρέπει σίγουρα να είναι περήφανος για το δημιούργημά του. Εμείς είμαστε.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι οι αρχή της που γίνεται υπό την μορφή storyboards, είναι τέλεια, οτι ο Affleck με αυτή την κόμμωση, θα μπορούσε να ήταν άνετα να ήταν Έλληνας τραγουδιστής των '70s (με απαραίτητη χρυσή καδένα), και οτι ο George Clooney εκτελεί χρέη executive producer.
No trivia
Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013
The Hunter: Human is the biggest mistery of all...
Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους! Κινηματογραφική μέρα η σημερινή μιας που χθες δόθηκαν οι Χρυσές Σφαίρες, υπό τον χιουμοριστική καθοδήγηση των Tina Fey και Amy Poehler. Δεν έχω να πω πολλά πράγματα (μόνο πως εάν θέλετε να ενημερωθείτε σχετικά με τους νικητές, τα βραβεία και τα παραλειπόμενα, μπορείτε να επισκεφθείτε το Reel.gr και να τα μάθετε όλα). Αυτό που θέλω να πω, είναι οτι τουλάχιστον στις Σφαίρες το "Argo" του Ben Affleck, μοιάζει να δικαιώθηκε, μιας που έφυγε με το βραβείο Καλύτερης Ταινίας (Δράμα) και Καλύτερης Σκηνοθεσίας, αφήνοντας πίσω του δημιουργούς όπως τον Spielberg και τον "Lincoln" του, καθώς και τον Ang Lee και το "Life of Pi" του (λογικό). Την ίδια στιγμή Hugh Jackman και Anne Hathaway, βραβεύτηκαν αμφότεροι για τις ερμηνείες τους στους "Άθλιους", με τον Hugh να κερδίζει το βραβείο Καλύτερης 'Α Ανδρικής Ερμηνείας σε Μιούζικαλ/Κωμωδία, και την Anne να κερδίζει αυτό του Καλύτερου Β' Γυναικείου Ρόλου. Στις σειρές, σάρωσε για ακόμη μια φορά το "Homeland", κερδίζοντας το βραβείο Καλύτερης Δραματικής Σειράς, όπως και οι πρωταγωνιστές του, Damien Lewis και Claire Danes, αυτά, των καλύτερων ηθοποιών δραματικής σειράς. Στα ωραία στιγμιότυπα της βραδιάς, κατατάσσεται και η βράβευση της Jodie Foster, με το τιμητικό βραβείο Cecil B. Demille, και ο συγκινητικός της λόγος, σχετικά με την...ομοφυλοφιλία της, καθώς και η παράδοση του βραβείου Καλύτερης Ξενόγλωσσης στον Michael Haneke, από τους....Arnold Schwarzenegger και Silvester Stalone!
Και μετά από αυτή την mini, χθεσινή αναδρομή, ώρα να επιστρέψουμε και πάλι στα δικά μας. Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ταινία, η οποία πέρασε λίγο στο αδιάφορο από τις αίθουσές μας, ενώ δε θα έπρεπε. Για όλα τα καλά, και τα λίγα ενοχλητικά που διαθέτει. "Τhe Hunter".
Ο Martin (Willem Dafoe), είναι ένας μοναχικός "μισθοφόρος", ο οποίος στέλνεται από μια εταιρία βιοτεχνολογίας με την ονομασία "Red Leef", στις κρύες, τασμανικές περιοχές της Αυστραλίας, προκειμένου να εντοπίσει και να πάρει το DNA, ενός κατά τα άλλα μυθικού πλάσματος, που μαρτυρίες θέλουν να εξακολουθεί να υπάρχει, ως το τελευταίο του είδους του: την Τασμανική τίγρη.
Ο πρωταγωνιστής θα ξεκινήσει ένα κοπιαστικό ταξίδι στην οργιώδη φύση της περιοχής, προκειμένου να βρει το ζωικό δείγμα και τα το επιστρέψει χωρίς πολλά πολλά στην εταιρία, παίρνοντας το παραδάκι και συνεχίζοντας μετά τη ζωή του. Επειδή όμως η μοίρα ποτέ δεν μας τα φέρνει όπως θέλουμε, ο Martin θα βρεθεί μπλεγμένος συναισθηματικά με μια τοπική οικογένεια, και συγκεκριμένα με την Lucy (Frances O'Connor), μιας κοινοβιακής τύπισσας που προασπίζει την προστασία της Φύσης και των δασών της περιοχής, αλλά και με τα δυο της πιτσιρίκια. Το πράγμα μάλιστα θα αρχίσει να μπλέκεται περισσότερο, όταν η Lucy του αποκαλύψει οτι ο σύζυγός της χάθηκε, χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος, ενώ αναζητούσε ένα μυθικό πλάσμα στην γύρω περιοχή. Η σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη και ο Martin θα συνειδητοποιήσει οτι πίσω από το απλοϊκό παραπέτασμα, κρύβονται πολλά περισσότερα μυστικά απ'οσα θα μπορούσε να μαντέψει...
Ο Αυστραλός σκηνοθέτης, με την τηλεοπτικά φορτωμένη φιλμογραφία, Daniel Nettheim, βασίζει την υπόθεση της δεύτερης κινηματογραφικής του προσπάθειας, στην ομώνυμη νουβέλα της συμπατριώτισσάς του συγγραφέως, Julia Leigh, ικανοποιώντας την-φαντάζομαι, μιας που δεν έχω διαβάσει το βιβλίο-κινηματογραφικά, μιας που το "The Hunter" είναι μια ταινία που βρίθει φυσιολατρικής ομορφιάς και σιωπηλών στιγμών.
Μπορεί ο Nettheim να έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στην σκηνοθεσία τηλεοπτικών σειρών, η ταινία αυτή όμως αποδεικνύει πως εάν το θελήσει μπορεί να γίνει ένας σύγχρονος και άκρως ενδιαφέρον δημιουργός, ο οποίος δύναται μέσα από την κάμερά του να καταγράψει εξόχως την έννοια της ανθρώπινης μοναξιάς, την ταύτισή της με το ερημικό, σχεδόν αποκαλυπτικό τοπίο της βουνίσιας Αυστραλίας, και την λειτουργία αυτού ως καταλύτη απέναντι στις εταιρικές ενοχές και την διατάραξη της πράσινης ισορροπίας, από την ανθρώπινη παρέμβαση.
Αναμφίβολα οι εξωτερικοί χώροι των γυρισμάτων (σε μια Τασμανία η οποία έχει παραδοθεί τον τελευταίο καιρό, σε μια πύρινη Κόλαση, λες και η ταινία του Nettheim αποτελούσε κάτι σαν πικρή προ-οικονομία), αποτελούν τον βασικό πρωταγωνιστή της υπόθεσης, καθώς η υποβλητική τους ομορφιά και η μαεστρία του σκηνοθέτη που καθιστά και το παραμικρό δείγμα υγρασίας ή ψύχους, να λειτουργεί επιδραστικά στην ψυχοσύνθεση του θεατή, βάζοντάς τον σε μια θέση ανυπόφορου "κρύου", ακριβώς όπως αυτό που πηγάζει ακόμα και από την πιο μοναχική καρδιά (βλ. Dafoe).
Σίγουρα η ταινία αποτελεί μια αξιοπρεπέστατη προσπάθεια, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο και από το one man show του Dafoe, ο οποίος είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικός, κάθε φορά που του δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσει ερμηνευτικά. Και αν σκηνοθεσία, ατμόσφαιρα και πρωταγωνιστική υποκριτική βρίσκονται στα υπέρ, η απόδοση του σεναρίου και οι δευτερεύοντες ρόλοι, είναι εκείνα τα στοιχεία που δεν αφήνουν την ταινία να λάμψει, καταδικάζοντάς τη σε ένα δημιούργημα που ενώ θα μπορούσε να είναι κάτι το πραγματικά σπουδαίο, εντούτοις, κάπου χάνει.
Ο λόγος είναι πως το σενάριο της Alice Addison, μοιάζει περισσότερο σαν βεβιασμένη, δραματική ιστορία, από αυτές που έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε στον αμερικάνικο κινηματογράφο, παρά σαν μια ουσιαστική βάση η οποία να μπορεί να στέκεται, αλλά και να προωθεί παράλληλα τη δράση του κεντρικού ήρωα.
Αν και το story γίνεται λίγο πολύ κατανοητό, ήδη από τα μέσα περίπου της ταινίας, εντούτοις η προσπάθεια των δημιουργών, να αντλήσουν ένα βεβιασμένο συναίσθημα από τον πρωταγωνιστή (προσέξτε, όχι από εμάς, αλλά από τον πρωταγωνιστή), είναι κάτι το άβολο και μάλλον αχρείαστο, μιας που εκ των πραγμάτων η δυναμική του "The Hunter" έγκειται στις σκηνές στις οποίες απολαμβάνουμε τον Dafoe μόνο, παρέα με το αχανές, άγριο περιβάλλον της Τασμανίας.
Η ύπαρξη μιας υπόθεσης είναι τις περισσότερες φορές υψίστης σημασίας, προκειμένου τόσο ο κεντρικός ήρωας, όσο και οι ηθοποιοικοί παρατρεχάμενοί του, να μπορέσουν να εξελιχθούν στα πλαίσια ενός κινηματογραφικού δημιουργήματος. Αντιθέτως εδώ, η αποξενωμένη στάση του χαρακτήρα, αν και original, επιδιώκεται να συνθλιβεί κάτω από το βάρος μιας φορεμένης οικογενειακής κατάστασης, στην οποία ο ίδιος θα πρέπει να παίξει τον ρόλο του απόντος αρσενικού (του πατέρα και του συζύγου δηλαδή). Αν και η προσωπικότητα του Dafoe γίνεται ξεκάθαρη από το πρώτο κιόλας λεπτό της ταινίας (μια σκηνή η οποία μου έφερε στο μυαλό την απομόνωση του Captain Benjamin L. Willard, στις πρώτες στιγμές του "Apocalypse Now"), και την αποδεχόμαστε ως μια γνήσια, ανθρώπινη κατάσταση, εντούτοις αργότερα, το πράγμα μοιάζει να βαδίζει προς μια πιο mainstream αποτύπωση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα, οτι η φύση του κεντρικού χαρακτήρα είναι όπως είναι, μόνο για να γίνει αντιληπτή η μεταστροφή του αργότερα, πράγμα που είναι το ζητούμενο σε πολλές ταινίες, προκειμένου να προωθηθεί έτσι ο μύθος και να αναζητηθεί μια νέα πορεία προς το τέλος. Εδώ όμως η όλη προσπάθεια, δεν πείθει και τόσο, μιας που η σχέση που αναπτύσσεται με την οικογένεια και βεβιασμένη μοιάζει, και δεν φαίνεται να δίνει σημασία σε αληθινές καταστάσεις, που εκ των πραγμάτων κλωτσάνε (χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός λίγο πριν από το τέλος της ταινίας. Όσοι το έχετε δει, ξέρετε σε τι αναφέρομαι).
Στην τελική, τα δραματικά κομμάτια του φιλμ, θα μπορούσαν να απουσιάζουν, με εμάς, να παρακολουθούμε το α λα "Into the Wild" ταξίδι του πρωταγωνιστή, περιπλανώμενοι μαζί του, και αναγνωρίζοντας έτσι μια δική του εσωτερική αλλαγή, που θα μπορούσε να προέρχεται από την αυθεντική επαφή του με την Φύση, και τίποτα περισσότερο. Βεβαίως όπως γίνεται αντιληπτό, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί, από τη στιγμή τουλάχιστον που μιλάμε για την μεταφορά ενός βιβλίου.
Εκτός λοιπόν από την άνιση απόδοση του οικογενειακού δράματος, η Frances O'Connor και ο Sam Neil, περιορίζονται σε μερικές μόνο σκηνές, οι οποίες αν αποτελούσαν αυτόνομα κομμάτια μιας ιστορίας, και μεγαλύτερη αξία θα είχαν και πιο ουσιαστική θα ήταν στην τελική, η συμμετοχή των ηθοποιών. Αντιθέτως η O'Connor κάνει οτι μπορεί προκειμένου να βρει τα όποια ψήγματα υποβόσκοντος ρομάντζου ανάμεσα στην ίδια και τον χαρακτήρα του Dafoe, ενώ ο Neil περιορίζεται σε μια καρικατούρα του ρόλου του στο σπιλμπερικό, "Jurassic Park".
Αν δούμε λοιπόν μακριά από αυτές τις σεναριακές αναποδιές και την ανεκμετάλλευτη δράση των υπολοίπων συμμετεχόντων, το "The Hunter" είναι μια ταινία για τον άνθρωπο και την Φύση, ένα ταξίδι εσωτερικού στοχασμού και επαναπροσδιορισμού ολόκληρης της ζωής ενός ατόμου. Διόλου τυχαίο πως στην άκρη αυτού του δρόμου, "περιμένει" ένα πλάσμα φανταστικό, μυθικών διαστάσεων και ανυπολόγιστης αξίας, σαν άλλο Ιερό Δισκοπότηρο, που προσφέρει την δική του αθανασία. Παράλληλα, το εύρημα της τασμανικής τίγρης, έρχεται και δένει υπέροχα στον κόσμο του απόμακρου Martin, ο οποίος αισθάνεται την Φύση και κατ' επέκταση το ζώο που κυνηγά, ως μια προσωπική του μοίρα ή αν θέλετε, ως την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Η τίγρης και ο Martin κλειδώνουν από μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών, όπως η μοναξιά, η περιπλάνηση στη άγρια φύση και αναμονή ενός επικείμενου θανάτου. Μπορεί η έμμεση αναφορά στην φυσιολατρική τάξη των πραγμάτων, όπως αυτή απαιτείται από τους ανθρώπους να είναι εκεί, αλλά την ίδια στιγμή ο Martin, είναι σαν να ακολουθεί στην ταινία τα χνάρια, του δικού του εαυτού, σε μια προσπάθεια ύστατης, τελικής αναγνώρισης αναφορικά με την πορεία της ίδιας του της ζωής.
Με μια εντυπωσιακή σκηνοθεσία που περιφέρεται εν μέσω σκληρών βράχων, παγωμένου ουρανού και πράσινου οργίου, το "The Hunter" σίγουρα δεν είναι μια ακόμη αδιάφορη ταινία, αλλά καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον σου κυρίως χάρη στην ερμηνεία του Dafoe (μηδέν συναίσθημα, full πληθωρικός), τα τοπιακά πλάνα και την αίσθηση ενός βαθύτερου, καλά κρυμμένου νοήματος περί ύπαρξης και ζωής, που σε καλεί να το ανακαλύψεις. Και αν το τέλος, γκρεμίζει και πάλι την γνήσια οπτική που η ταινία θα έπρεπε να έχει, εσένα αυτό που σου μένει είναι το περονιαστό ψύχος και τα δόντια σου που κροταλίζουν θαρρείς, σε κάθε της λεπτό.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι αυτή την τίγρη, δε τη λες και τίγρη, οτι η O'Connor μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή μαστούρα και οτι ο Neil δεν έχει γεράσει. Ναι, ακόμα.
No trivia
Και μετά από αυτή την mini, χθεσινή αναδρομή, ώρα να επιστρέψουμε και πάλι στα δικά μας. Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ταινία, η οποία πέρασε λίγο στο αδιάφορο από τις αίθουσές μας, ενώ δε θα έπρεπε. Για όλα τα καλά, και τα λίγα ενοχλητικά που διαθέτει. "Τhe Hunter".
Ο Martin (Willem Dafoe), είναι ένας μοναχικός "μισθοφόρος", ο οποίος στέλνεται από μια εταιρία βιοτεχνολογίας με την ονομασία "Red Leef", στις κρύες, τασμανικές περιοχές της Αυστραλίας, προκειμένου να εντοπίσει και να πάρει το DNA, ενός κατά τα άλλα μυθικού πλάσματος, που μαρτυρίες θέλουν να εξακολουθεί να υπάρχει, ως το τελευταίο του είδους του: την Τασμανική τίγρη.
Ο πρωταγωνιστής θα ξεκινήσει ένα κοπιαστικό ταξίδι στην οργιώδη φύση της περιοχής, προκειμένου να βρει το ζωικό δείγμα και τα το επιστρέψει χωρίς πολλά πολλά στην εταιρία, παίρνοντας το παραδάκι και συνεχίζοντας μετά τη ζωή του. Επειδή όμως η μοίρα ποτέ δεν μας τα φέρνει όπως θέλουμε, ο Martin θα βρεθεί μπλεγμένος συναισθηματικά με μια τοπική οικογένεια, και συγκεκριμένα με την Lucy (Frances O'Connor), μιας κοινοβιακής τύπισσας που προασπίζει την προστασία της Φύσης και των δασών της περιοχής, αλλά και με τα δυο της πιτσιρίκια. Το πράγμα μάλιστα θα αρχίσει να μπλέκεται περισσότερο, όταν η Lucy του αποκαλύψει οτι ο σύζυγός της χάθηκε, χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος, ενώ αναζητούσε ένα μυθικό πλάσμα στην γύρω περιοχή. Η σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη και ο Martin θα συνειδητοποιήσει οτι πίσω από το απλοϊκό παραπέτασμα, κρύβονται πολλά περισσότερα μυστικά απ'οσα θα μπορούσε να μαντέψει...
Ο Αυστραλός σκηνοθέτης, με την τηλεοπτικά φορτωμένη φιλμογραφία, Daniel Nettheim, βασίζει την υπόθεση της δεύτερης κινηματογραφικής του προσπάθειας, στην ομώνυμη νουβέλα της συμπατριώτισσάς του συγγραφέως, Julia Leigh, ικανοποιώντας την-φαντάζομαι, μιας που δεν έχω διαβάσει το βιβλίο-κινηματογραφικά, μιας που το "The Hunter" είναι μια ταινία που βρίθει φυσιολατρικής ομορφιάς και σιωπηλών στιγμών.
Μπορεί ο Nettheim να έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στην σκηνοθεσία τηλεοπτικών σειρών, η ταινία αυτή όμως αποδεικνύει πως εάν το θελήσει μπορεί να γίνει ένας σύγχρονος και άκρως ενδιαφέρον δημιουργός, ο οποίος δύναται μέσα από την κάμερά του να καταγράψει εξόχως την έννοια της ανθρώπινης μοναξιάς, την ταύτισή της με το ερημικό, σχεδόν αποκαλυπτικό τοπίο της βουνίσιας Αυστραλίας, και την λειτουργία αυτού ως καταλύτη απέναντι στις εταιρικές ενοχές και την διατάραξη της πράσινης ισορροπίας, από την ανθρώπινη παρέμβαση.
Αναμφίβολα οι εξωτερικοί χώροι των γυρισμάτων (σε μια Τασμανία η οποία έχει παραδοθεί τον τελευταίο καιρό, σε μια πύρινη Κόλαση, λες και η ταινία του Nettheim αποτελούσε κάτι σαν πικρή προ-οικονομία), αποτελούν τον βασικό πρωταγωνιστή της υπόθεσης, καθώς η υποβλητική τους ομορφιά και η μαεστρία του σκηνοθέτη που καθιστά και το παραμικρό δείγμα υγρασίας ή ψύχους, να λειτουργεί επιδραστικά στην ψυχοσύνθεση του θεατή, βάζοντάς τον σε μια θέση ανυπόφορου "κρύου", ακριβώς όπως αυτό που πηγάζει ακόμα και από την πιο μοναχική καρδιά (βλ. Dafoe).
Σίγουρα η ταινία αποτελεί μια αξιοπρεπέστατη προσπάθεια, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο και από το one man show του Dafoe, ο οποίος είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικός, κάθε φορά που του δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσει ερμηνευτικά. Και αν σκηνοθεσία, ατμόσφαιρα και πρωταγωνιστική υποκριτική βρίσκονται στα υπέρ, η απόδοση του σεναρίου και οι δευτερεύοντες ρόλοι, είναι εκείνα τα στοιχεία που δεν αφήνουν την ταινία να λάμψει, καταδικάζοντάς τη σε ένα δημιούργημα που ενώ θα μπορούσε να είναι κάτι το πραγματικά σπουδαίο, εντούτοις, κάπου χάνει.
Ο λόγος είναι πως το σενάριο της Alice Addison, μοιάζει περισσότερο σαν βεβιασμένη, δραματική ιστορία, από αυτές που έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε στον αμερικάνικο κινηματογράφο, παρά σαν μια ουσιαστική βάση η οποία να μπορεί να στέκεται, αλλά και να προωθεί παράλληλα τη δράση του κεντρικού ήρωα.
Αν και το story γίνεται λίγο πολύ κατανοητό, ήδη από τα μέσα περίπου της ταινίας, εντούτοις η προσπάθεια των δημιουργών, να αντλήσουν ένα βεβιασμένο συναίσθημα από τον πρωταγωνιστή (προσέξτε, όχι από εμάς, αλλά από τον πρωταγωνιστή), είναι κάτι το άβολο και μάλλον αχρείαστο, μιας που εκ των πραγμάτων η δυναμική του "The Hunter" έγκειται στις σκηνές στις οποίες απολαμβάνουμε τον Dafoe μόνο, παρέα με το αχανές, άγριο περιβάλλον της Τασμανίας.
Η ύπαρξη μιας υπόθεσης είναι τις περισσότερες φορές υψίστης σημασίας, προκειμένου τόσο ο κεντρικός ήρωας, όσο και οι ηθοποιοικοί παρατρεχάμενοί του, να μπορέσουν να εξελιχθούν στα πλαίσια ενός κινηματογραφικού δημιουργήματος. Αντιθέτως εδώ, η αποξενωμένη στάση του χαρακτήρα, αν και original, επιδιώκεται να συνθλιβεί κάτω από το βάρος μιας φορεμένης οικογενειακής κατάστασης, στην οποία ο ίδιος θα πρέπει να παίξει τον ρόλο του απόντος αρσενικού (του πατέρα και του συζύγου δηλαδή). Αν και η προσωπικότητα του Dafoe γίνεται ξεκάθαρη από το πρώτο κιόλας λεπτό της ταινίας (μια σκηνή η οποία μου έφερε στο μυαλό την απομόνωση του Captain Benjamin L. Willard, στις πρώτες στιγμές του "Apocalypse Now"), και την αποδεχόμαστε ως μια γνήσια, ανθρώπινη κατάσταση, εντούτοις αργότερα, το πράγμα μοιάζει να βαδίζει προς μια πιο mainstream αποτύπωση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα, οτι η φύση του κεντρικού χαρακτήρα είναι όπως είναι, μόνο για να γίνει αντιληπτή η μεταστροφή του αργότερα, πράγμα που είναι το ζητούμενο σε πολλές ταινίες, προκειμένου να προωθηθεί έτσι ο μύθος και να αναζητηθεί μια νέα πορεία προς το τέλος. Εδώ όμως η όλη προσπάθεια, δεν πείθει και τόσο, μιας που η σχέση που αναπτύσσεται με την οικογένεια και βεβιασμένη μοιάζει, και δεν φαίνεται να δίνει σημασία σε αληθινές καταστάσεις, που εκ των πραγμάτων κλωτσάνε (χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός λίγο πριν από το τέλος της ταινίας. Όσοι το έχετε δει, ξέρετε σε τι αναφέρομαι).
Στην τελική, τα δραματικά κομμάτια του φιλμ, θα μπορούσαν να απουσιάζουν, με εμάς, να παρακολουθούμε το α λα "Into the Wild" ταξίδι του πρωταγωνιστή, περιπλανώμενοι μαζί του, και αναγνωρίζοντας έτσι μια δική του εσωτερική αλλαγή, που θα μπορούσε να προέρχεται από την αυθεντική επαφή του με την Φύση, και τίποτα περισσότερο. Βεβαίως όπως γίνεται αντιληπτό, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί, από τη στιγμή τουλάχιστον που μιλάμε για την μεταφορά ενός βιβλίου.
Εκτός λοιπόν από την άνιση απόδοση του οικογενειακού δράματος, η Frances O'Connor και ο Sam Neil, περιορίζονται σε μερικές μόνο σκηνές, οι οποίες αν αποτελούσαν αυτόνομα κομμάτια μιας ιστορίας, και μεγαλύτερη αξία θα είχαν και πιο ουσιαστική θα ήταν στην τελική, η συμμετοχή των ηθοποιών. Αντιθέτως η O'Connor κάνει οτι μπορεί προκειμένου να βρει τα όποια ψήγματα υποβόσκοντος ρομάντζου ανάμεσα στην ίδια και τον χαρακτήρα του Dafoe, ενώ ο Neil περιορίζεται σε μια καρικατούρα του ρόλου του στο σπιλμπερικό, "Jurassic Park".
Αν δούμε λοιπόν μακριά από αυτές τις σεναριακές αναποδιές και την ανεκμετάλλευτη δράση των υπολοίπων συμμετεχόντων, το "The Hunter" είναι μια ταινία για τον άνθρωπο και την Φύση, ένα ταξίδι εσωτερικού στοχασμού και επαναπροσδιορισμού ολόκληρης της ζωής ενός ατόμου. Διόλου τυχαίο πως στην άκρη αυτού του δρόμου, "περιμένει" ένα πλάσμα φανταστικό, μυθικών διαστάσεων και ανυπολόγιστης αξίας, σαν άλλο Ιερό Δισκοπότηρο, που προσφέρει την δική του αθανασία. Παράλληλα, το εύρημα της τασμανικής τίγρης, έρχεται και δένει υπέροχα στον κόσμο του απόμακρου Martin, ο οποίος αισθάνεται την Φύση και κατ' επέκταση το ζώο που κυνηγά, ως μια προσωπική του μοίρα ή αν θέλετε, ως την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Η τίγρης και ο Martin κλειδώνουν από μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών, όπως η μοναξιά, η περιπλάνηση στη άγρια φύση και αναμονή ενός επικείμενου θανάτου. Μπορεί η έμμεση αναφορά στην φυσιολατρική τάξη των πραγμάτων, όπως αυτή απαιτείται από τους ανθρώπους να είναι εκεί, αλλά την ίδια στιγμή ο Martin, είναι σαν να ακολουθεί στην ταινία τα χνάρια, του δικού του εαυτού, σε μια προσπάθεια ύστατης, τελικής αναγνώρισης αναφορικά με την πορεία της ίδιας του της ζωής.
Με μια εντυπωσιακή σκηνοθεσία που περιφέρεται εν μέσω σκληρών βράχων, παγωμένου ουρανού και πράσινου οργίου, το "The Hunter" σίγουρα δεν είναι μια ακόμη αδιάφορη ταινία, αλλά καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον σου κυρίως χάρη στην ερμηνεία του Dafoe (μηδέν συναίσθημα, full πληθωρικός), τα τοπιακά πλάνα και την αίσθηση ενός βαθύτερου, καλά κρυμμένου νοήματος περί ύπαρξης και ζωής, που σε καλεί να το ανακαλύψεις. Και αν το τέλος, γκρεμίζει και πάλι την γνήσια οπτική που η ταινία θα έπρεπε να έχει, εσένα αυτό που σου μένει είναι το περονιαστό ψύχος και τα δόντια σου που κροταλίζουν θαρρείς, σε κάθε της λεπτό.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι αυτή την τίγρη, δε τη λες και τίγρη, οτι η O'Connor μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή μαστούρα και οτι ο Neil δεν έχει γεράσει. Ναι, ακόμα.
No trivia
Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013
Bronson: He wanted to be famous. He became a prisoner.
Χαιρετώ, χαιρετώ! Σήμερα η αλήθεια είναι πως είμαι ενθουσιασμένη, αναφορικά με την ταινία για την οποία πρόκειται να γράψω το κατιτίς μου. Είδα το "Bronson" πριν από μερικές μέρες, και μετά το τέλος του αναρωτιόμουν, πως στο καλό γινόταν να μου έχει ξεφύγει τόσο καιρό. Από την άλλη βέβαια κατα-ευχαριστήθηκα το γεγονός οτι στην τελική, την είδα για πρώτη φορά. Επίσης έμεινα εμβρόντητη και ήθελα να τη δω πάλι και πάλι και πάλι, κάτι που έχει καιρό να μου συμβεί με κάποια ταινία. Όπως και να έχει το "Bronson" δεν απευθύνεται σε όλους, καθώς η τρέλα που κουβαλάει, σίγουρα θα βρει πολλούς που θα την δουν ως κάτι "too much". Ακόμη κι αν δεν είναι έτσι. Ακόμη κι αν πρόκειται για μια μεγάλη σκηνοθετική στιγμή στην καριέρα του Nicolas Winding Refn, και μια τιτανοτεράστια στιγμή στην ερμηνευτική καριέρα του Tom Hardy. Για πάμε.
Ο Michael Peterson, γεννημένος στο Luton της Αγγλίας, αποτελούσε έναν από τους τρεις γιους της οικογένειας Peterson. Σαν παιδί διέφερε κάπου από τα άλλα, αφού η ευστροφία και η εξυπνάδα του, καλύπτονταν από την ανάγκη του για ξύλο, η οποία είχε αρχίσει να καλλιεργείται μέσα του, από πολύ μικρή ηλικία. Όταν αργότερα, και συγκεκριμένα στην ηλικία των 23 ετών, διέπραξε ένοπλη ληστεία στο τοπικό ταχυδρομείο, καταδικάστηκε σε επτάχρονο εγκλεισμό στη φυλακή. Κάπου εκεί έγινε ξεκάθαρο οτι η βίαιη προσωπικότητα του μικρού Michael, μάλλον δεν ήταν κάτι το περαστικό, αλλά φάνηκε να γίνεται έκτοτε όχημα, μιας βίαιης, τρελαμένης και διάσημης ζωής.
Όπως είχε δηλώσει αργότερα ο ίδιος ο Peterson (μιας που η ταινία βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα της ζωής του-όπως έχει χαρακτηριστεί-πιο βίαιου φυλακισμένου της Βρετανίας), βασικός σκοπός της ζωής του, ήταν να γίνει διάσημος, και κατά κάποιον τρόπο ο σκοπός του επιτεύχθηκε πανηγυρικά.
Η ταινία ακολουθεί τη ζωή της αλλόφρονης προσωπικότητας του Michael, όπως αυτός την εξιστορεί μέσα από το "κελί" του, παραθέτοντας εικόνες και στιγμές από το πηγαινέλα του στις φυλακές, το τρελάδικο, και τις πράξεις βίας που σημάδεψαν-κυριολεκτικά-όσους έτυχε να βρεθούν στο πέρασμά του. Αξίζει να πούμε εδώ, οτι ο Peterson, από την επτάχρονη παραμονή του στη φυλακή, ήδη από το 1974, πέρασε τελικά όλη του τη ζωή εκεί, μιας που οχι μόνο έζησε 30 χρόνια σε πλήρη απομόνωση, αλλά μέχρι και σήμερα δεν έχει αποφυλακιστεί. Αυτό είναι το χρονικό μιας φιλόδοξα σχιζοφρενούς προσωπικότητας.
Την αμαρτία μου θα την πω. Μέχρι την εμφάνιση του Refn με το εκστατικό "Drive", αγνοούσα παντελώς την ύπαρξη αυτού του σκληροπυρηνικού σκηνοθέτη, με το ξεχωριστό προσωπικό στυλ, την ωμή βία και το εκπληκτικό στήσιμο ατμόσφαιρας. Ακόμα και πέρσι δηλαδή, με τη δημιουργία της πιο badass ταινίας της χρονιάς, η οποία κατέκτησε την κορυφή στις προσωπικές, ταινιακές μου επιλογές, δεν ήμουν σίγουρη αν αυτός ο σκηνοθέτης έχει κάτι το διαφορετικό, κάτι που να τον κάνει να ξεχωρίζει από όλους τους άλλους και που μπορεί να σε βάλει στο τριπ μιας καταφανούς, σκληρής πραγματικότητας με κινηματογραφικές εξάρσεις, περασμένων εποχών. Οχι, δεν ήμουν σίγουρη. Μετά το "Bronson" όμως, δεν έχω καμία αμφιβολία.
Είναι γεγονός πως όσο καλή και αν είναι η ερμηνεία ενός ηθοποιού ή όσο έξυπνο και αν είναι το σενάριο, πάντα θα θέλουμε να βλέπουμε τη γέννηση νέων δημιουργών-auter, οι οποίοι θα μπορούν να ξεχωρίζουν, χάρη στον δικό τους τρόπο με τον οποίο έχουν αποφασίσει να βλέπουν και να στήνουν το cinema. Μεγάλοι δημιουργοί όπως ο Kubrick, ο Tarkovski, o Fellini ή ο Antonioni, κατάφεραν να γράψουν με ανεξίτηλους μαρκαδόρους το όνομά τους στον κινηματογραφικό πίνακα, ακριβώς γιατί είχαν πάντα κάτι να πουν. Είτε μέσα από τη σκηνοθεσία, είτε μέσα από την υπόθεση, είτε μέσα από τον-πολλές φορές βαρύγδουπο, αλλά πάντα ξεκάθαρα εκεί-σχολιασμό τους για θέματα ποικίλης ύλης (από την θρησκεία και την πνευματικότητα, μέχρι το αμιγώς κοινωνικό και πανανθρώπινο), αυτοί και άλλοι τόσο σκηνοθέτες, είχαν καταφέρει να διαμορφώσουν ένα προσωπικό ύφος, που τους έκανε να ξεχωρίζουν. Πιστεύω ακράδαντα (έπειτα και από την παρακολούθηση του "Valhala Rising" το οποίο θα μπει κάποια στιγμή στο blog), οτι ο Refn είναι σίγουρα ένας auter των καιρών μας. Και πολύ το γουστάρω αυτό.
Αυτός ίσως ήταν και ένας λόγος (το γεγονός δηλαδή οτι πάντα με έλκει μια καλή σκηνοθεσία που κρύβει άσσους στο μανίκι), για τον οποίο δεν κατάφερα να αγαπήσω το "Holy Motors", το οποίο μπορεί με τις σινεφίλ αναφορές του να πέτυχε διάνα στις καρδιές πολλών κινηματογραφόφιλων (μάλλον περισσότερο από όσο είμαι εγώ, μιας που μέχρι σήμερα δεν έχω αντιληφθεί τον λόγο όλου αυτού του χαμού με την ταινία), για εμένα όμως έχασε πολύ στο κομμάτι της σκηνοθεσίας. Τα πλάνα που χαρακτηρίστηκαν από άλλους μαγικά, για εμένα ήταν απλά, συνοδευτικά πλάνα της εκάστοτε ιστορίας που μας διηγόταν ο Carax και τίποτα περισσότερο. Αντιθέτως, παρακολουθώντας το "Bronson", αντιλήφθηκα μερικές ξεκάθαρες, σκηνοθετικές αναφορές σε μεγάλους σκηνοθέτες και αυτό εγώ θεωρώ τρομερή μαγκιά. Το να "ξεπατικώσεις" κατά κάποιον τρόπο εικονικές στιγμές του κινηματογράφου και να τις μεταφέρεις στην ταινία σου, ως πρώτης τάξεως gags (βλ. την τελική σκηνή του "Holy Motors", ή αυτή με τους πιθήκους), είναι συμπαθές και χαριτωμένο. Το να κάνεις όμως μια ωδή σε έναν μεγάλο δημιουργό μέσα από τη σκηνοθεσία σου, και την δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που σου φέρνει στο μυαλό τις ανατριχιαστικές στιγμές του σατυρικού, κοινωνικού σχολιασμού του Kubrick στο "A Clockwork Orange" ή το "Eyes Wide Shut", ή ακόμη και το σαγηνευτικά άρρωστο σύμπαν του David Lynch, το βρίσκω πραγματικά υπέροχο. Είναι βεβαίως δίκοπο μαχαίρι, το να καταφέρεις να κρατηθείς στα standards των δικών σου καιρών, και να μην καταλήξεις σκηνοθετικό κακέκτυπο άλλων δημιουργών. Και εδώ ο Refn κάνει εξαιρετική δουλειά.
Παίρνοντας το γενικότερο πλαίσιο της ταραχώδους ζωής του Michael Peterson (ο οποίος εντός της φυλακής έγινε το πολύ κακό και εμπνευσμένο κατευθείαν από τον διάσημο ηθοποιό, alter ego του, Charles Bronson), ο Refn, υφαίνει με σκηνοθετική μαεστρία, μια ερμηνεία μεγατόνων από τον θηριώδη για τις ανάγκες του ρόλου, Tom Hardy, αποτελώντας σίγουρα μια από τις καλύτερες στιγμές και των δυο.
Μέσα από την αφήγηση του ίδιου του Hardy/Bronson, έρχεται στο φως ο χαρακτήρας του πιο διάσημου φυλακισμένου στην Βρετανία, ο οποίος διακατέχεται από μια σχεδόν ζωώδη, αεικίνητη διάθεση για βία, γρονθοκοπήματα και ξύλο, γεγονός που τον καθιστά και τόσο απαθή απέναντι σε κάθε μορφής εξουσιαστική βία, η οποία δρα φυσικά στον αντίποδα της δικής τους μανίας. Το εύστοχο κινηματογραφικό εύρημα που χρησιμοποιεί ο Refn, τοποθετώντας τον ήρωα σε μια θεατρική σκηνή, πάνω στην οποία δίνει το προσωπικό του ρεσιτάλ σε έναν ρόλο ζωής, καθιστά ταυτόχρονα την ταύτιση κινηματογράφου-θεάτρου κάτι περισσότερο από προφανή, με το "κοινό" στα πόδια του Bronson να τον χειροκροτεί και να τον επευφημεί σε αυτό το κρεσεντικό, one man show. Ταυτόχρονα, μπορεί το voice over του Hardy, να μην είναι κάτι καινούριο, παρόλα αυτά σίγουρα προσδίδει έναν τόνο ιδιαιτερότητας, από τι στιγμή μάλιστα που έχουμε τη δυνατότητα να δούμε όλη τη ζωή του, στο πλαίσιο κατακερματισμένων χρονικά, σκηνών.
O Refn δεν μασάει τα λόγια του, αλλά χαρίζει απλόχερα ατμόσφαιρα και εξαιρετικά καδραρίσματα, μέσα από τη χρήση των φωτεινών του πηγών (ακόμα και στη παραπάνω φωτογραφία, το φως που λούζει τον Hardy πάνω από το κεφάλι του, τον φέρνει ακριβώς στο προσκήνιο, σαν να βρίσκεται διαρκώς στη προσωπική του θεατρική σκηνή), και φίλτρων-κυρίως κόκκινο και μπλε-, χρώματα που άλλοτε παραπέμπουν σε λιντζικές, και άλλοτε σε κιουμπρικές καταστάσεις (η σκηνή δε με τον Hardy στο δωμάτιο του θείου του, με τις κοκκινωπές αποχρώσεις, παραπέμπει απευθείας στη δουλειά του Kubrick). Παράλληλα τα κοντινά του πλάνα, ή αντιστοίχως τα αποστασιοποιημένα που βάζουν την κάμερά του στον ρόλο του παρατηρητή, η φρενήρης σε στιγμές κινηματογράφηση, τα low shots, τα τράβελινγκ και τα πανοραμικά πλάνα, όλα δηλώνουν κομμάτια αυτού του ανθρώπου που γεμίζει τα πλάνα της κάθε σκηνής. Του "all i ever wanted to be was famous", Bronson.
Η σκηνοθεσία του Refn μαρτυρά κάτι από καθαρόαιμο, βρετανικό κινηματογράφο, με δυναμικές δόσεις από cinema Guy Ritchie, αποδεικνύοντας οτι μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα στην υποθεσιακή και-γιατί οχι;- καταγωγικική προέλευση της κάθε ιστορίας που πραγματεύεται.
Βέβαια αξίζει να κάνουμε και μια αναφορά στον Tom Hardy, ο οποίος με αυτόν ακριβώς τον ρόλο, αποδεικνύει πέρα από το πασιφανές ταλέντο του, και το πόσο αφοσιωμένος ηθοποιός είναι, με το να "γίνει" ο Bronson. Ξυρισμένο κεφάλι, τσιγκελωτό μουστάκι, τρελό βλέμμα, extra extra κιλά, μύες και ολοκληρωτική αλλαγή στην προφορά, μαρτυρούν οτι αυτός ο ρόλος-πρόκληση απέδωσε καρπούς, και τον έκανε αναμφίβολα έναν από τους περισσότερα υποσχόμενους ηθοποιούς της γενιάς του. Γεγονός πάντως είναι οτι μέχρι σήμερα έχει αποδείξει την αξία του με τη συμμετοχή σε πολλές, και καλές ταινίες-και κάποιες αστοχίες που βέβαια του τις συγχωρούμε- ερμηνεύοντας πάντα εικονικούς ρόλους και παραδινόμενος απόλυτα στην εκάστοτε ερμηνεία του. Ένας ρόλος απόλυτης σχιζοφρένιας, υπέροχου ταλέντου και ορμητικής δύναμης, από τον Hardy. Εμείς υποκλινόμαστε.
Το "Bronson" είναι μια ταινία που πρέπει να δει κάθε fan αυτού του είδους κινηματογράφου. Σκληρή, εντυπωσιακή στην δημιουργία της και απόλυτα σαγηνευτική, είναι μια ταινία που θα τριγυρνάει στο μυαλό σας για πολύ καιρό αφού την δείτε. Πιστέψτε με.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το soundtrack της, είναι οτι πιο εθιστικό έχω ακούσει τελευταία, οτι το "It's a Sin" των Pet Shop Boys δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο στο μυαλό μου και οτι το μουστάκι του Hardy είναι όλα τα λεφτά.
TRIVIA
Ο Michael Peterson, γεννημένος στο Luton της Αγγλίας, αποτελούσε έναν από τους τρεις γιους της οικογένειας Peterson. Σαν παιδί διέφερε κάπου από τα άλλα, αφού η ευστροφία και η εξυπνάδα του, καλύπτονταν από την ανάγκη του για ξύλο, η οποία είχε αρχίσει να καλλιεργείται μέσα του, από πολύ μικρή ηλικία. Όταν αργότερα, και συγκεκριμένα στην ηλικία των 23 ετών, διέπραξε ένοπλη ληστεία στο τοπικό ταχυδρομείο, καταδικάστηκε σε επτάχρονο εγκλεισμό στη φυλακή. Κάπου εκεί έγινε ξεκάθαρο οτι η βίαιη προσωπικότητα του μικρού Michael, μάλλον δεν ήταν κάτι το περαστικό, αλλά φάνηκε να γίνεται έκτοτε όχημα, μιας βίαιης, τρελαμένης και διάσημης ζωής.
Όπως είχε δηλώσει αργότερα ο ίδιος ο Peterson (μιας που η ταινία βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα της ζωής του-όπως έχει χαρακτηριστεί-πιο βίαιου φυλακισμένου της Βρετανίας), βασικός σκοπός της ζωής του, ήταν να γίνει διάσημος, και κατά κάποιον τρόπο ο σκοπός του επιτεύχθηκε πανηγυρικά.
Η ταινία ακολουθεί τη ζωή της αλλόφρονης προσωπικότητας του Michael, όπως αυτός την εξιστορεί μέσα από το "κελί" του, παραθέτοντας εικόνες και στιγμές από το πηγαινέλα του στις φυλακές, το τρελάδικο, και τις πράξεις βίας που σημάδεψαν-κυριολεκτικά-όσους έτυχε να βρεθούν στο πέρασμά του. Αξίζει να πούμε εδώ, οτι ο Peterson, από την επτάχρονη παραμονή του στη φυλακή, ήδη από το 1974, πέρασε τελικά όλη του τη ζωή εκεί, μιας που οχι μόνο έζησε 30 χρόνια σε πλήρη απομόνωση, αλλά μέχρι και σήμερα δεν έχει αποφυλακιστεί. Αυτό είναι το χρονικό μιας φιλόδοξα σχιζοφρενούς προσωπικότητας.
Την αμαρτία μου θα την πω. Μέχρι την εμφάνιση του Refn με το εκστατικό "Drive", αγνοούσα παντελώς την ύπαρξη αυτού του σκληροπυρηνικού σκηνοθέτη, με το ξεχωριστό προσωπικό στυλ, την ωμή βία και το εκπληκτικό στήσιμο ατμόσφαιρας. Ακόμα και πέρσι δηλαδή, με τη δημιουργία της πιο badass ταινίας της χρονιάς, η οποία κατέκτησε την κορυφή στις προσωπικές, ταινιακές μου επιλογές, δεν ήμουν σίγουρη αν αυτός ο σκηνοθέτης έχει κάτι το διαφορετικό, κάτι που να τον κάνει να ξεχωρίζει από όλους τους άλλους και που μπορεί να σε βάλει στο τριπ μιας καταφανούς, σκληρής πραγματικότητας με κινηματογραφικές εξάρσεις, περασμένων εποχών. Οχι, δεν ήμουν σίγουρη. Μετά το "Bronson" όμως, δεν έχω καμία αμφιβολία.
Είναι γεγονός πως όσο καλή και αν είναι η ερμηνεία ενός ηθοποιού ή όσο έξυπνο και αν είναι το σενάριο, πάντα θα θέλουμε να βλέπουμε τη γέννηση νέων δημιουργών-auter, οι οποίοι θα μπορούν να ξεχωρίζουν, χάρη στον δικό τους τρόπο με τον οποίο έχουν αποφασίσει να βλέπουν και να στήνουν το cinema. Μεγάλοι δημιουργοί όπως ο Kubrick, ο Tarkovski, o Fellini ή ο Antonioni, κατάφεραν να γράψουν με ανεξίτηλους μαρκαδόρους το όνομά τους στον κινηματογραφικό πίνακα, ακριβώς γιατί είχαν πάντα κάτι να πουν. Είτε μέσα από τη σκηνοθεσία, είτε μέσα από την υπόθεση, είτε μέσα από τον-πολλές φορές βαρύγδουπο, αλλά πάντα ξεκάθαρα εκεί-σχολιασμό τους για θέματα ποικίλης ύλης (από την θρησκεία και την πνευματικότητα, μέχρι το αμιγώς κοινωνικό και πανανθρώπινο), αυτοί και άλλοι τόσο σκηνοθέτες, είχαν καταφέρει να διαμορφώσουν ένα προσωπικό ύφος, που τους έκανε να ξεχωρίζουν. Πιστεύω ακράδαντα (έπειτα και από την παρακολούθηση του "Valhala Rising" το οποίο θα μπει κάποια στιγμή στο blog), οτι ο Refn είναι σίγουρα ένας auter των καιρών μας. Και πολύ το γουστάρω αυτό.
Αυτός ίσως ήταν και ένας λόγος (το γεγονός δηλαδή οτι πάντα με έλκει μια καλή σκηνοθεσία που κρύβει άσσους στο μανίκι), για τον οποίο δεν κατάφερα να αγαπήσω το "Holy Motors", το οποίο μπορεί με τις σινεφίλ αναφορές του να πέτυχε διάνα στις καρδιές πολλών κινηματογραφόφιλων (μάλλον περισσότερο από όσο είμαι εγώ, μιας που μέχρι σήμερα δεν έχω αντιληφθεί τον λόγο όλου αυτού του χαμού με την ταινία), για εμένα όμως έχασε πολύ στο κομμάτι της σκηνοθεσίας. Τα πλάνα που χαρακτηρίστηκαν από άλλους μαγικά, για εμένα ήταν απλά, συνοδευτικά πλάνα της εκάστοτε ιστορίας που μας διηγόταν ο Carax και τίποτα περισσότερο. Αντιθέτως, παρακολουθώντας το "Bronson", αντιλήφθηκα μερικές ξεκάθαρες, σκηνοθετικές αναφορές σε μεγάλους σκηνοθέτες και αυτό εγώ θεωρώ τρομερή μαγκιά. Το να "ξεπατικώσεις" κατά κάποιον τρόπο εικονικές στιγμές του κινηματογράφου και να τις μεταφέρεις στην ταινία σου, ως πρώτης τάξεως gags (βλ. την τελική σκηνή του "Holy Motors", ή αυτή με τους πιθήκους), είναι συμπαθές και χαριτωμένο. Το να κάνεις όμως μια ωδή σε έναν μεγάλο δημιουργό μέσα από τη σκηνοθεσία σου, και την δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που σου φέρνει στο μυαλό τις ανατριχιαστικές στιγμές του σατυρικού, κοινωνικού σχολιασμού του Kubrick στο "A Clockwork Orange" ή το "Eyes Wide Shut", ή ακόμη και το σαγηνευτικά άρρωστο σύμπαν του David Lynch, το βρίσκω πραγματικά υπέροχο. Είναι βεβαίως δίκοπο μαχαίρι, το να καταφέρεις να κρατηθείς στα standards των δικών σου καιρών, και να μην καταλήξεις σκηνοθετικό κακέκτυπο άλλων δημιουργών. Και εδώ ο Refn κάνει εξαιρετική δουλειά.
Παίρνοντας το γενικότερο πλαίσιο της ταραχώδους ζωής του Michael Peterson (ο οποίος εντός της φυλακής έγινε το πολύ κακό και εμπνευσμένο κατευθείαν από τον διάσημο ηθοποιό, alter ego του, Charles Bronson), ο Refn, υφαίνει με σκηνοθετική μαεστρία, μια ερμηνεία μεγατόνων από τον θηριώδη για τις ανάγκες του ρόλου, Tom Hardy, αποτελώντας σίγουρα μια από τις καλύτερες στιγμές και των δυο.
Μέσα από την αφήγηση του ίδιου του Hardy/Bronson, έρχεται στο φως ο χαρακτήρας του πιο διάσημου φυλακισμένου στην Βρετανία, ο οποίος διακατέχεται από μια σχεδόν ζωώδη, αεικίνητη διάθεση για βία, γρονθοκοπήματα και ξύλο, γεγονός που τον καθιστά και τόσο απαθή απέναντι σε κάθε μορφής εξουσιαστική βία, η οποία δρα φυσικά στον αντίποδα της δικής τους μανίας. Το εύστοχο κινηματογραφικό εύρημα που χρησιμοποιεί ο Refn, τοποθετώντας τον ήρωα σε μια θεατρική σκηνή, πάνω στην οποία δίνει το προσωπικό του ρεσιτάλ σε έναν ρόλο ζωής, καθιστά ταυτόχρονα την ταύτιση κινηματογράφου-θεάτρου κάτι περισσότερο από προφανή, με το "κοινό" στα πόδια του Bronson να τον χειροκροτεί και να τον επευφημεί σε αυτό το κρεσεντικό, one man show. Ταυτόχρονα, μπορεί το voice over του Hardy, να μην είναι κάτι καινούριο, παρόλα αυτά σίγουρα προσδίδει έναν τόνο ιδιαιτερότητας, από τι στιγμή μάλιστα που έχουμε τη δυνατότητα να δούμε όλη τη ζωή του, στο πλαίσιο κατακερματισμένων χρονικά, σκηνών.
O Refn δεν μασάει τα λόγια του, αλλά χαρίζει απλόχερα ατμόσφαιρα και εξαιρετικά καδραρίσματα, μέσα από τη χρήση των φωτεινών του πηγών (ακόμα και στη παραπάνω φωτογραφία, το φως που λούζει τον Hardy πάνω από το κεφάλι του, τον φέρνει ακριβώς στο προσκήνιο, σαν να βρίσκεται διαρκώς στη προσωπική του θεατρική σκηνή), και φίλτρων-κυρίως κόκκινο και μπλε-, χρώματα που άλλοτε παραπέμπουν σε λιντζικές, και άλλοτε σε κιουμπρικές καταστάσεις (η σκηνή δε με τον Hardy στο δωμάτιο του θείου του, με τις κοκκινωπές αποχρώσεις, παραπέμπει απευθείας στη δουλειά του Kubrick). Παράλληλα τα κοντινά του πλάνα, ή αντιστοίχως τα αποστασιοποιημένα που βάζουν την κάμερά του στον ρόλο του παρατηρητή, η φρενήρης σε στιγμές κινηματογράφηση, τα low shots, τα τράβελινγκ και τα πανοραμικά πλάνα, όλα δηλώνουν κομμάτια αυτού του ανθρώπου που γεμίζει τα πλάνα της κάθε σκηνής. Του "all i ever wanted to be was famous", Bronson.
Η σκηνοθεσία του Refn μαρτυρά κάτι από καθαρόαιμο, βρετανικό κινηματογράφο, με δυναμικές δόσεις από cinema Guy Ritchie, αποδεικνύοντας οτι μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα στην υποθεσιακή και-γιατί οχι;- καταγωγικική προέλευση της κάθε ιστορίας που πραγματεύεται.
Βέβαια αξίζει να κάνουμε και μια αναφορά στον Tom Hardy, ο οποίος με αυτόν ακριβώς τον ρόλο, αποδεικνύει πέρα από το πασιφανές ταλέντο του, και το πόσο αφοσιωμένος ηθοποιός είναι, με το να "γίνει" ο Bronson. Ξυρισμένο κεφάλι, τσιγκελωτό μουστάκι, τρελό βλέμμα, extra extra κιλά, μύες και ολοκληρωτική αλλαγή στην προφορά, μαρτυρούν οτι αυτός ο ρόλος-πρόκληση απέδωσε καρπούς, και τον έκανε αναμφίβολα έναν από τους περισσότερα υποσχόμενους ηθοποιούς της γενιάς του. Γεγονός πάντως είναι οτι μέχρι σήμερα έχει αποδείξει την αξία του με τη συμμετοχή σε πολλές, και καλές ταινίες-και κάποιες αστοχίες που βέβαια του τις συγχωρούμε- ερμηνεύοντας πάντα εικονικούς ρόλους και παραδινόμενος απόλυτα στην εκάστοτε ερμηνεία του. Ένας ρόλος απόλυτης σχιζοφρένιας, υπέροχου ταλέντου και ορμητικής δύναμης, από τον Hardy. Εμείς υποκλινόμαστε.
Το "Bronson" είναι μια ταινία που πρέπει να δει κάθε fan αυτού του είδους κινηματογράφου. Σκληρή, εντυπωσιακή στην δημιουργία της και απόλυτα σαγηνευτική, είναι μια ταινία που θα τριγυρνάει στο μυαλό σας για πολύ καιρό αφού την δείτε. Πιστέψτε με.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το soundtrack της, είναι οτι πιο εθιστικό έχω ακούσει τελευταία, οτι το "It's a Sin" των Pet Shop Boys δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο στο μυαλό μου και οτι το μουστάκι του Hardy είναι όλα τα λεφτά.
TRIVIA
- Ο ρόλος του Bronson προοριζόταν αρχικά για τον Jason Statham. Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχ. Χαχαχαχαχαχαχαχα.
- Ο Bronson έκανε καθημερινά 2.500 push-ups επί πέντε εβδομάδες προκειμένου να αποκτήσει τον όγκο του Bronson(!).
(ΠΗΓΗ IMDB)
Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013
The Impossible: Nothing is...
NEW ARRIVAL
Γεια σας και πάλι! Καλημέρα και καλή χρονιά σε όλους, με υγεία πάνω απ'ολα, αγάπη και όσο μπορούμε χαρά. Σήμερα λοιπόν, και μετά από απουσία δυο εβδομάδων, είπα να ξεκινήσουμε και πάλι το blogaki με μια ταινία, η οποία φαίνεται πραγματικά "αδύνατη". Το "The Impossible" είναι μια ταινία που θα λατρέψει το κοινό, κυρίως, επειδή πατάει πάνω σε ένα κλασικό, δραματικό μοτίβο, προκαλώντας συγκίνηση και μπόλικο κλάμα. Και οχι πάντα με την καλή έννοια. Για να δούμε λοιπόν τι μπορεί και τι οχι, να μας προσφέρει το "The Impossible".
Η οικογένεια Belon, αποφασίζει να περάσει τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές της, σε ένα ταϋλανδέζικο, παραθαλάσσιο θέρετρο, που το λες και Παράδεισο επί Γης. Εκεί η γιατρός που δεν εξασκεί το επάγγελμα αλλά μεγαλώνει τα τρία τους παιδιά, Maria (Naomi Watts), και ο σύζυγός της Henry (Ewan McCregor), απολαμβάνουν ξέγνοιαστες στιγμές με τα αγοροπιτσιρίκια τους, παίζοντας μπάλα, κάνοντας ηλιοθεραπεία και στέλνοντας φωτεινά αερόστατα στον ουρανό, το βράδυ του ερχομού τον Χριστουγέννων.
Μια μόλις μέρα μετά τη γιορτινή ατμόσφαιρα, κανείς δεν είναι έτοιμος γι' αυτό που θα επακολουθήσει (και πως θα μπορούσε δηλαδή να είναι;). Το πρωί της 26ης Δεκεμβρίου του 2004, ένα τεράστιο, φονικό τσουνάμι, θα χτυπήσει τις ακτές της Ao Nang, αφήνοντας στο πέρασμά του θάνατο και ανυπολόγιστη καταστροφή. Εκεί η οικογένεια Belon, θα είναι μόνο μια από τις πολλές που θα προσπαθήσει να επανενωθεί, αντιμετωπίζοντας κακουχίες, πείνα, σκληρούς τραυματισμούς και εξαθλίωση, στην κοπιώδη αναζήτηση της πολυπόθητης επανα-συνύπαρξης των μελών της. Αυτό που για πολλούς είναι αδύνατο, εδώ, γίνεται τελικά δυνατό.
Η ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία (σε περίπτωση δηλαδή που υπάρξουν κάποιοι σκεπτικιστές οι οποίοι βρουν εντελώς απίθανο το σενάριό της), και συγκεκριμένα σε αυτή της ισπανικής καταγωγής, οικογένειας Belon. Και αν αναρωτιέστε για ποιον λόγο ο σκηνοθέτης, Juan Antonio Bayona δεν τήρησε την αυθεντικότητα του θέματος, ρίχνοντας στα κινηματογραφικά τσουναμο-λιοντάρια, μια ομάδα ισπανόφωνων ηθοποιών, μάλλον η αιτία δεν είναι και τόσο δύσκολη στην ερμηνεία της.
Η Naomi Watts και ο Ewan McCregor, είναι δυο ηθοποιοί της γενιάς τους, με βαρύ κινηματογραφικό φορτίο στις πλάτες τους, αποτελώντας μέγιστη εγγύηση για κάθε (ή τουλάχιστον για τις περισσότερες) ταινία στην οποία εμφανίζονται. Συνεπώς μπορούμε να αντιληφθούμε το γεγονός οτι ο Bayona, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να ρισκάρει την κόστους $30 εκατομμυρίων ταινία του, να χαντακωθεί ή να πάει και άπατη, δίνοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους οχι απλά σε ξενόφωνους ηθοποιούς (γιατί γι' αυτόν τον λόγο υπάρχουν στην τελική οι Banderas, Penelope Cruz και Bardem και μια χαρά είναι από άποψη ταλέντου τα παιδιά), αλλά και επικεντρώνοντας το όλο feeling της ταινίας του, ακόμα και την γλώσσα, στα ισπανικά. Ως ένα βαθμό μπορούμε να το αντιληφθούμε αυτό. Από την άλλη βέβαια το να μη δίνεις την ευκαιρία σε μια συγκλονιστική εκ των πραγμάτων ιστορία, να μιλήσει με τα πραγματικά της χρώματα, δε ξέρω αν βοηθάει έτσι κι αλλιώς. Το να βλέπεις ας πούμε την κατάξανθη Watts να λέγεται Maria, και τo ολίγον φλεγματικό, βρετανόπουλο αγόρι της, Lucas, ε σου κλωτσάει κάπου, ακόμα κι αν δε το θες. Και αυτό είναι το πρώτο ολίσθημα το οποίο μπορεί να εντοπίσει κανείς, στη νέα ταινία του σκηνοθέτη του, "The Orphanage".
Και τώρα που τα λέμε έτσι μεταξύ μας, τι ταινιάρα ήταν αυτό το Orphanage ρε παιδί μου; Τι τρομερή ατμόσφαιρα, ερμηνείες, σενάριο και τρομοκρατική διάθεση; Το κακό με το "The Impossible" είναι πως όταν προσπαθήσεις να το συγκρίνεις με το ισπανικό Ορφανοτροφείο, αντιλαμβάνεσαι οτι μπάζει τόσο πολύ από κάθε άποψη, ώστε τελικά παρατάς τις συγκρίσεις, και προσπαθείς να παρακολουθήσεις την δραματίζουσα, κταστροφολογία του Bayona, αποδεσμευμένος από το προηγούμενο, κινηματογραφικό του κομψοτέχνημα.
Για να μην είμαστε βέβαια και υπερβολικοί, το "The Impossible" έχει πράγματα να σου δώσει, τα οποία περιστρέφονται κυρίως γύρω από την σπαρακτική ερμηνεία της Watts, την εντυπωσιακή αποτύπωση της μανίας του τσουνάμι και του ολέθρου που άφησε πίσω του (αν και δε ξέρουμε κατά πόσο είναι εύκολο για κάποιον που βρέθηκε εκεί, να "ξαναζήσει" αυτή την εμπειρία, έστω και υπό τη μορφή ταινίας), καθώς και μερικές καλές σκηνοθετικές πινελιές (ιδιαίτερα κάπου στο τέλος), εκεί που ο Bayona δίνει το κάτι παραπάνω, εμπνευσμένος θαρρείς από τις καλύτερες στιγμές του Guillermo del Toro, στο ανατριχιαστικά καλό, "The Devil's Backbone".
Αν σε αυτά προσθέσουμε το συντομότατο πέρασμα της Geraldine Chaplin που κάνει λίγο spice up τα πράγματα, καθώς και την χημεία των ηθοποιών οι οποίοι πραγματικά δένουν ωραία μεταξύ τους (τα δυο μικρότερα πιτσιρίκια κλέβουν εύκολα την παράσταση), τότε το "The Impossible" γίνεται μια ταινία που μπορείς να της δώσεις μια ευκαιρία. Το πρόβλημα βέβαια, το οποίο βρίσκεται στον αντίποδα, μπορεί να καταστήσει ξαφνικά όλα τα παραπάνω, άνευ σημασίας, μειώνοντας το ενδιαφέρον της προσπάθειας κατακόρυφα. Και αυτό είναι ένα βασικό θέμα το οποίο ταλανίζει σκηνοθέτες και σκηνοθέτες που τυγχάνει να πέσουν στην παγίδα του: οι εύκολοι συναισθηματισμοί/δράμα/συγκίνηση, όπως θες πες το.
Καταρχάς ένα σοβαρό φάουλ μπορώ να εντοπίσω απευθείας, όσον αφορά την χρήση της μουσικής επένδυσης στην ταινία. Πέρα από το γεγονός οτι δεν αποτελεί επουδενί ενδοαφηγηματικό κομμάτι του φιλμ, αλλά χρησιμεύει καθαρά ως στοιχείο δημιουργίας ατμόσφαιρας (nothing wrong there), εντούτοις η μουσική είναι τόσο τραβηγμένη από τα μαλλιά και προσπαθεί τόσο πολύ να δημιουργήσει και να εκβιάσει το συναίσθημα, μέσα από ορχηστρικά κρεσέντα και βιολιά που κλαίνε, ώστε προσωπικά που δημιουργήθηκε εντόνως η ανάγκη να δοθεί ένα τέλος στο δράμα της οικογένειας, μπας και σταματήσει επιτέλους, αυτό το μουσικό μαρτύριο. Πραγματικά, αν η μουσική δεν χρησίμευε ως ένα τόσο απροκάλυπτα υποκινούμενο για ψευδή συγκίνηση, όχημα, τα πράγματα θα ήταν σαφώς καλύτερα. Δεν ήταν όμως.
Κάτι άλλο που με ξενίσει αρκετά επίσης, ήταν το γεγονός οτι στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ο Bayona, φάνηκε να χάνει κάπου το μέτρο της ειλικρινούς αναπαράστασης για χάρη ενός μαζικού συναισθηματισμού, και αν κάτι απεχθάνομαι στις ταινίες, είναι ακριβώς αυτό. Όταν ο άλλος προσπαθεί να εκμαιεύσει από εμένα συναισθήματα με τρόπο ετσιθελικό, αρχίζω να χτίζω και εγώ μια αμυντική στάση σαν να του δηλώνω οτι, ξέρεις κάτι φίλε, σαν θεατή με έχεις χάσει. Αυτό ήταν και το βασικό μου πρόβλημα με τo "Amour" του Haneke, μια άποψη που φαίνεται να συμμερίζομαι μόνο εγώ, αλλά δεν βαριέσαι. Αισθάνθηκα οτι ο σκηνοθέτης με είχε στήσει σε έναν τοίχο, και μου πετούσε θάνατο, γηρατειά, απομόνωση και αποξένωση, γελώντας παράλληλα χαιρέκακα, τη στιγμή που εγώ προσπαθούσα να εντοπίσω το νόημα της "πραγματικής αγάπης". Για εμένα τόσο ο Bayona, όσο και ο Haneke υπέπεσαν στο λάθος της πρόκλησης εύκολης συγκίνησης. Και γιατί όλο αυτό;
Το "The Impossible" χάνει την ευκαιρία να αποτελέσει έναν αληθινό, επιβιωτικό γολγοθά, αναμασώντας κραυγές, δάκρυα και επιθανάτια βλέμματα, προκειμένου να σε κάνει να πειστείς για το πραγματικό δράμα όλων αυτών των ανθρώπων που έζησαν και είδαν τις οικογένειες τους να χάνονται στα βρώμικα, θαλασσινά νερά. Το κύμα που καταπίνει τα πάντα, ήταν αρκετό κ. Bayona, γιατί κατάπιε και εμάς μαζί.
Είναι τελικά το "The Impossible" μια εμπορική ταινία του σωρού; Και ναι και οχι. Η διάθεση του σκηνοθέτη για εντυπωσιασμό και εισιτήρια είναι προφανής, όπως δηλαδή και η διάθεση για κλαψιάρικη συγκίνηση και σοκ των θεατών. Κι όμως, μέσα σε αυτό το καθαρά εμπορεύσιμο παραπέτασμα της ταινίας, μπορεί κανείς να εντοπίσει μια προσπάθεια διαμόρφωσης ενός προσωπικού στυλ, μιας δικής του μανιέρας ολίγον φαντασιακής και κοσμογονικής, η οποία μαρτυρά οτι ο Bayona, σίγουρα μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα αν αποφασίσει να ξεφύγει από τις αμερικανίζουσες παρωπίδες του, και σκεφτεί πάλι σαν Ισπανός. Ενδεχομένως εκεί ακριβώς (στην καταγωγή του δηλαδή), να τοποθετείται και η απόφαση να ασχοληθεί με τον εφιάλτη, τον οποίο έζησε μια οικογένεια συμπατριωτών του.
Δεν ήθελε πολύ για να καταστεί η ταινία του ένα ενθύμημα της ανθρώπινης ψυχής και δύναμης. Δυστυχώς η προσπάθεια κάπου λοξοδρόμησε, προς αναζήτηση ενός βαριού και ασήκωτου οικογενειακού δράματος, που δεν ήταν στην τελική το ζητούμενο. Κρίμα όμως γιατί μέσα από μια τέτοια, πραγματικά απίστευτη ιστορία, θα μπορούσε να βγει ένα αποτέλεσμα-δυναμίτης. Oh well, next time Mr. Bayona, next time.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι αυτά τα παιδάκια ικανοποιούνται με τα πιο απλά δώρα, οτι η γυναίκα που έζησε αυτή την εμπειρία, είναι κάτι παραπάνω από ήρωας και οτι Ewan είναι κομματάκι χαλβάς εδώ. Με το μπαρδόν.
No trivia
Γεια σας και πάλι! Καλημέρα και καλή χρονιά σε όλους, με υγεία πάνω απ'ολα, αγάπη και όσο μπορούμε χαρά. Σήμερα λοιπόν, και μετά από απουσία δυο εβδομάδων, είπα να ξεκινήσουμε και πάλι το blogaki με μια ταινία, η οποία φαίνεται πραγματικά "αδύνατη". Το "The Impossible" είναι μια ταινία που θα λατρέψει το κοινό, κυρίως, επειδή πατάει πάνω σε ένα κλασικό, δραματικό μοτίβο, προκαλώντας συγκίνηση και μπόλικο κλάμα. Και οχι πάντα με την καλή έννοια. Για να δούμε λοιπόν τι μπορεί και τι οχι, να μας προσφέρει το "The Impossible".
Η οικογένεια Belon, αποφασίζει να περάσει τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές της, σε ένα ταϋλανδέζικο, παραθαλάσσιο θέρετρο, που το λες και Παράδεισο επί Γης. Εκεί η γιατρός που δεν εξασκεί το επάγγελμα αλλά μεγαλώνει τα τρία τους παιδιά, Maria (Naomi Watts), και ο σύζυγός της Henry (Ewan McCregor), απολαμβάνουν ξέγνοιαστες στιγμές με τα αγοροπιτσιρίκια τους, παίζοντας μπάλα, κάνοντας ηλιοθεραπεία και στέλνοντας φωτεινά αερόστατα στον ουρανό, το βράδυ του ερχομού τον Χριστουγέννων.
Μια μόλις μέρα μετά τη γιορτινή ατμόσφαιρα, κανείς δεν είναι έτοιμος γι' αυτό που θα επακολουθήσει (και πως θα μπορούσε δηλαδή να είναι;). Το πρωί της 26ης Δεκεμβρίου του 2004, ένα τεράστιο, φονικό τσουνάμι, θα χτυπήσει τις ακτές της Ao Nang, αφήνοντας στο πέρασμά του θάνατο και ανυπολόγιστη καταστροφή. Εκεί η οικογένεια Belon, θα είναι μόνο μια από τις πολλές που θα προσπαθήσει να επανενωθεί, αντιμετωπίζοντας κακουχίες, πείνα, σκληρούς τραυματισμούς και εξαθλίωση, στην κοπιώδη αναζήτηση της πολυπόθητης επανα-συνύπαρξης των μελών της. Αυτό που για πολλούς είναι αδύνατο, εδώ, γίνεται τελικά δυνατό.
Η ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία (σε περίπτωση δηλαδή που υπάρξουν κάποιοι σκεπτικιστές οι οποίοι βρουν εντελώς απίθανο το σενάριό της), και συγκεκριμένα σε αυτή της ισπανικής καταγωγής, οικογένειας Belon. Και αν αναρωτιέστε για ποιον λόγο ο σκηνοθέτης, Juan Antonio Bayona δεν τήρησε την αυθεντικότητα του θέματος, ρίχνοντας στα κινηματογραφικά τσουναμο-λιοντάρια, μια ομάδα ισπανόφωνων ηθοποιών, μάλλον η αιτία δεν είναι και τόσο δύσκολη στην ερμηνεία της.
Η Naomi Watts και ο Ewan McCregor, είναι δυο ηθοποιοί της γενιάς τους, με βαρύ κινηματογραφικό φορτίο στις πλάτες τους, αποτελώντας μέγιστη εγγύηση για κάθε (ή τουλάχιστον για τις περισσότερες) ταινία στην οποία εμφανίζονται. Συνεπώς μπορούμε να αντιληφθούμε το γεγονός οτι ο Bayona, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να ρισκάρει την κόστους $30 εκατομμυρίων ταινία του, να χαντακωθεί ή να πάει και άπατη, δίνοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους οχι απλά σε ξενόφωνους ηθοποιούς (γιατί γι' αυτόν τον λόγο υπάρχουν στην τελική οι Banderas, Penelope Cruz και Bardem και μια χαρά είναι από άποψη ταλέντου τα παιδιά), αλλά και επικεντρώνοντας το όλο feeling της ταινίας του, ακόμα και την γλώσσα, στα ισπανικά. Ως ένα βαθμό μπορούμε να το αντιληφθούμε αυτό. Από την άλλη βέβαια το να μη δίνεις την ευκαιρία σε μια συγκλονιστική εκ των πραγμάτων ιστορία, να μιλήσει με τα πραγματικά της χρώματα, δε ξέρω αν βοηθάει έτσι κι αλλιώς. Το να βλέπεις ας πούμε την κατάξανθη Watts να λέγεται Maria, και τo ολίγον φλεγματικό, βρετανόπουλο αγόρι της, Lucas, ε σου κλωτσάει κάπου, ακόμα κι αν δε το θες. Και αυτό είναι το πρώτο ολίσθημα το οποίο μπορεί να εντοπίσει κανείς, στη νέα ταινία του σκηνοθέτη του, "The Orphanage".
Και τώρα που τα λέμε έτσι μεταξύ μας, τι ταινιάρα ήταν αυτό το Orphanage ρε παιδί μου; Τι τρομερή ατμόσφαιρα, ερμηνείες, σενάριο και τρομοκρατική διάθεση; Το κακό με το "The Impossible" είναι πως όταν προσπαθήσεις να το συγκρίνεις με το ισπανικό Ορφανοτροφείο, αντιλαμβάνεσαι οτι μπάζει τόσο πολύ από κάθε άποψη, ώστε τελικά παρατάς τις συγκρίσεις, και προσπαθείς να παρακολουθήσεις την δραματίζουσα, κταστροφολογία του Bayona, αποδεσμευμένος από το προηγούμενο, κινηματογραφικό του κομψοτέχνημα.
Για να μην είμαστε βέβαια και υπερβολικοί, το "The Impossible" έχει πράγματα να σου δώσει, τα οποία περιστρέφονται κυρίως γύρω από την σπαρακτική ερμηνεία της Watts, την εντυπωσιακή αποτύπωση της μανίας του τσουνάμι και του ολέθρου που άφησε πίσω του (αν και δε ξέρουμε κατά πόσο είναι εύκολο για κάποιον που βρέθηκε εκεί, να "ξαναζήσει" αυτή την εμπειρία, έστω και υπό τη μορφή ταινίας), καθώς και μερικές καλές σκηνοθετικές πινελιές (ιδιαίτερα κάπου στο τέλος), εκεί που ο Bayona δίνει το κάτι παραπάνω, εμπνευσμένος θαρρείς από τις καλύτερες στιγμές του Guillermo del Toro, στο ανατριχιαστικά καλό, "The Devil's Backbone".
Αν σε αυτά προσθέσουμε το συντομότατο πέρασμα της Geraldine Chaplin που κάνει λίγο spice up τα πράγματα, καθώς και την χημεία των ηθοποιών οι οποίοι πραγματικά δένουν ωραία μεταξύ τους (τα δυο μικρότερα πιτσιρίκια κλέβουν εύκολα την παράσταση), τότε το "The Impossible" γίνεται μια ταινία που μπορείς να της δώσεις μια ευκαιρία. Το πρόβλημα βέβαια, το οποίο βρίσκεται στον αντίποδα, μπορεί να καταστήσει ξαφνικά όλα τα παραπάνω, άνευ σημασίας, μειώνοντας το ενδιαφέρον της προσπάθειας κατακόρυφα. Και αυτό είναι ένα βασικό θέμα το οποίο ταλανίζει σκηνοθέτες και σκηνοθέτες που τυγχάνει να πέσουν στην παγίδα του: οι εύκολοι συναισθηματισμοί/δράμα/συγκίνηση, όπως θες πες το.
Καταρχάς ένα σοβαρό φάουλ μπορώ να εντοπίσω απευθείας, όσον αφορά την χρήση της μουσικής επένδυσης στην ταινία. Πέρα από το γεγονός οτι δεν αποτελεί επουδενί ενδοαφηγηματικό κομμάτι του φιλμ, αλλά χρησιμεύει καθαρά ως στοιχείο δημιουργίας ατμόσφαιρας (nothing wrong there), εντούτοις η μουσική είναι τόσο τραβηγμένη από τα μαλλιά και προσπαθεί τόσο πολύ να δημιουργήσει και να εκβιάσει το συναίσθημα, μέσα από ορχηστρικά κρεσέντα και βιολιά που κλαίνε, ώστε προσωπικά που δημιουργήθηκε εντόνως η ανάγκη να δοθεί ένα τέλος στο δράμα της οικογένειας, μπας και σταματήσει επιτέλους, αυτό το μουσικό μαρτύριο. Πραγματικά, αν η μουσική δεν χρησίμευε ως ένα τόσο απροκάλυπτα υποκινούμενο για ψευδή συγκίνηση, όχημα, τα πράγματα θα ήταν σαφώς καλύτερα. Δεν ήταν όμως.
Κάτι άλλο που με ξενίσει αρκετά επίσης, ήταν το γεγονός οτι στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ο Bayona, φάνηκε να χάνει κάπου το μέτρο της ειλικρινούς αναπαράστασης για χάρη ενός μαζικού συναισθηματισμού, και αν κάτι απεχθάνομαι στις ταινίες, είναι ακριβώς αυτό. Όταν ο άλλος προσπαθεί να εκμαιεύσει από εμένα συναισθήματα με τρόπο ετσιθελικό, αρχίζω να χτίζω και εγώ μια αμυντική στάση σαν να του δηλώνω οτι, ξέρεις κάτι φίλε, σαν θεατή με έχεις χάσει. Αυτό ήταν και το βασικό μου πρόβλημα με τo "Amour" του Haneke, μια άποψη που φαίνεται να συμμερίζομαι μόνο εγώ, αλλά δεν βαριέσαι. Αισθάνθηκα οτι ο σκηνοθέτης με είχε στήσει σε έναν τοίχο, και μου πετούσε θάνατο, γηρατειά, απομόνωση και αποξένωση, γελώντας παράλληλα χαιρέκακα, τη στιγμή που εγώ προσπαθούσα να εντοπίσω το νόημα της "πραγματικής αγάπης". Για εμένα τόσο ο Bayona, όσο και ο Haneke υπέπεσαν στο λάθος της πρόκλησης εύκολης συγκίνησης. Και γιατί όλο αυτό;
Το "The Impossible" χάνει την ευκαιρία να αποτελέσει έναν αληθινό, επιβιωτικό γολγοθά, αναμασώντας κραυγές, δάκρυα και επιθανάτια βλέμματα, προκειμένου να σε κάνει να πειστείς για το πραγματικό δράμα όλων αυτών των ανθρώπων που έζησαν και είδαν τις οικογένειες τους να χάνονται στα βρώμικα, θαλασσινά νερά. Το κύμα που καταπίνει τα πάντα, ήταν αρκετό κ. Bayona, γιατί κατάπιε και εμάς μαζί.
Είναι τελικά το "The Impossible" μια εμπορική ταινία του σωρού; Και ναι και οχι. Η διάθεση του σκηνοθέτη για εντυπωσιασμό και εισιτήρια είναι προφανής, όπως δηλαδή και η διάθεση για κλαψιάρικη συγκίνηση και σοκ των θεατών. Κι όμως, μέσα σε αυτό το καθαρά εμπορεύσιμο παραπέτασμα της ταινίας, μπορεί κανείς να εντοπίσει μια προσπάθεια διαμόρφωσης ενός προσωπικού στυλ, μιας δικής του μανιέρας ολίγον φαντασιακής και κοσμογονικής, η οποία μαρτυρά οτι ο Bayona, σίγουρα μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα αν αποφασίσει να ξεφύγει από τις αμερικανίζουσες παρωπίδες του, και σκεφτεί πάλι σαν Ισπανός. Ενδεχομένως εκεί ακριβώς (στην καταγωγή του δηλαδή), να τοποθετείται και η απόφαση να ασχοληθεί με τον εφιάλτη, τον οποίο έζησε μια οικογένεια συμπατριωτών του.
Δεν ήθελε πολύ για να καταστεί η ταινία του ένα ενθύμημα της ανθρώπινης ψυχής και δύναμης. Δυστυχώς η προσπάθεια κάπου λοξοδρόμησε, προς αναζήτηση ενός βαριού και ασήκωτου οικογενειακού δράματος, που δεν ήταν στην τελική το ζητούμενο. Κρίμα όμως γιατί μέσα από μια τέτοια, πραγματικά απίστευτη ιστορία, θα μπορούσε να βγει ένα αποτέλεσμα-δυναμίτης. Oh well, next time Mr. Bayona, next time.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι αυτά τα παιδάκια ικανοποιούνται με τα πιο απλά δώρα, οτι η γυναίκα που έζησε αυτή την εμπειρία, είναι κάτι παραπάνω από ήρωας και οτι Ewan είναι κομματάκι χαλβάς εδώ. Με το μπαρδόν.
No trivia
Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012
Compliance: Based on true events
Hey hey και πάλι. Λοιπόν όπως όλα δείχνουν, αυτή θα είναι η προτελευταία, blog-ίστικη εβδομάδα μας, μιας που και μετά από την επόμενη, θα τα πούμε πάλι μετά τα Χριστούγεννα. Οχι τίποτα άλλο, αλλά ακόμα δε ξέρω τι στο καλό θα κάνω στις γιορτές: θα μείνω, θα φύγω, θα πεθάνω (όπως τόσοι άλλοι δηλαδή την ύστατη 21η Δεκεμβρίου), όπως και να'χει, επειδή ένα γενικότερο χάσιμο θα υπάρχει, θα επανέλθουμε πάλι με τον νέο χρόνο! So, σήμερα, θα ολοκληρώσουμε και αυτή την εβδομάδα, με μια ταινία η οποία είναι τόσο σκληρή, όσο και η ανθρώπινη φύση. Το "Compliance" είναι για εμένα, μια από τις καλύτερες ταινίες του '12, γιατί είναι τόσο ωμό και γυμνό, όσο και τα πραγματικά γεγονότα, πάνω στα οποία βασίστηκε. Ε ρε χαμός που έχει να γίνει στα Blogoscars!
Η Sandra (Ann Dowd), είναι υπεύθυνη σε ένα κοτοπουλάδικο-φαστφουντάδικο κάπου στην Αμερική. Από τη πρώτη σκηνή της ταινίας καταλαβαίνουμε οτι η Sandra, είναι μια γυναίκα ολίγον καταπιεσμένη, ολίγον μη-τσαμπουκαλού, και τέλος πάντων ένα άτομο που οι υπόλοιποι δε παίρνουν και πολύ στα σοβαρά. Όταν ένα πρωί, δεχθεί ένα τηλεφώνημα από τον αστυνομικό Daniels, ο οποίος την ενημερώνει οτι η Becky (Dreama Walker), η νεαρή υπάλληλος του καταστήματος, έχει κλέψει χρήματα από μια πελάτισσα, η Sandra, θα αρχίσει να εκτελεί βήμα-βήμα τις οδηγίες του αστυνόμου, προκειμένου να ελέγξει την Becky και να βρει τα χρήματα, για τα οποία έχει γίνει όλη αυτή η αναστάτωση. Το θέμα βέβαια, έγκειται σε ένα βασικό πρόβλημα: η Sandra δεν αμφισβητεί λεπτό την άγνωστη, ανδρική φωνή που έρχεται από το τηλέφωνο και αυτό είναι λάθος, μιας που ο τύπος της άλλης γραμμής, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από έναν σαδιστή φαρσέρ, που αρέσκεται να το παίζει εξουσία, πάνω σε ανύποπτα θύματα. Και όπως όλα δείχνουν, κανείς δεν θα βγει αλώβητος από αυτή την ιστορία...
Η ελληνική μετάφραση του τίτλου της ταινίας, είναι στην προκειμένη περίπτωση μια από τις πιο επιτυχημένες που θα δεις, τουλάχιστον για φέτος. Η "Υποταγή", όπως είναι στη γλώσσα μας, αποτελεί τον βασικό παρονομαστή μιας ταινίας, σκληρής και βάναυσης, που δείχνει την αρρώστια του ανθρώπινου μυαλού, σε νέα μεγαλεία. Αν και δεν περιλαμβάνει σκηνές γραφικές ή αντικειμενικά βίαιες, εντούτοις ο σκηνοθέτης της, Craig Zobel, παίζει ένα τόσο σατανικό, ψυχολογικό παιχνίδι μαζί σου, ώστε μετά το τέλος της νιώθεις τουλάχιστον βρώμικος και βεβηλωμένος. Ακριβώς δηλαδή όπως και η πρωταγωνίστριά του.
Ο Zobel έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 2007, με το άγνωστο ταινιάκι "Great World of Sound", το οποίο αν και προσωπικά δεν ήξερα, μου δίνει απευθείας το στίγμα του δημιουργού του, ως εναλλακτικό, indie film, από αυτά που αρέσκομαι να καταβροχθίζω οπτικώς. Στη συνέχεια σκηνοθέτησε ένα video documentary το, "Of Montreal: In a Fit of Hercynian Prig, Oculi", ενώ στη συνέχεια ήρθε και η σειρά του "Compliance". Στα μελλοντικά του σχέδια, έχει τη μεταφορά της post apocalyptic, sci-fi νουβέλας, "Z for Zachariah", του Robert C. O'Brian, με τον Tobey Maguire, ως μοναδικό-προς το παρόν-πρωταγωνιστή. Αν βέβαια όλα αυτά δε σας λένε και τίποτα, να είστε σίγουροι οτι το "Compliance" θα σας πει περισσότερα απ' όσα θα θέλατε να μάθετε.
Η βάση της υπόθεσης πατάει αποκλειστικά και μόνο πάνω, σε ένα βασικό ερώτημα: "γιατί;". Γιατί κανείς δεν αμφισβητεί την ταυτότητα του αγνώστου που παίρνει τηλέφωνο; Γιατί όλοι αποφασίζουν απλά να υποταγούν στις οδηγίες του και να κάνουν οτι ακριβώς τους λέει; Γιατί όλοι, λογικά όντα όπως είναι, καταφεύγουν σε καταστάσεις σαδιστικές και άρρωστες, χωρίς να φέρουν την παραμικρή αντίρρηση σε όλα αυτά που ο δήθεν, αστυνομικός Daniels, τους βάζει να κάνουν; Η απάντηση είναι μάλλον περισσότερο απλή, απ'οτι θα φανταζόμασταν: γιατί στην τελική είμαστε άνθρωποι, ακολουθούμε την ελεύθερη βούλησή μας και είμαστε σε θέση να παίρνουμε αποφάσεις καταπώς εμείς πιστεύουμε οτι αυτές είναι σωστές. Με τη διαφορά οτι κάθε απόφαση που βλέπουμε εδώ, είναι εκ των πραγμάτων λανθασμένη.
Θυμίζοντας έντονα το σκηνικό του "The Exterminating Angel", του Louis Bunuel, εκεί όπου η μπουρζουαζέ πλουτοκρατική παρέα, αδυνατεί να βγει από την έπαυλη, επειδή μια "αόρατη δύναμη" (αυτή που μεταφράζεται ως αυστηρά οριοθετημένη μεγαλοαστική συμπεριφορά, υλική δίψα και προσωπικό κοινωνικό αυτοπεριορισμό), την εμποδίζει, έτσι και εδώ, οι ήρωες του "Compliance" μοιάζουν έρμαια μιας ανώτερης δύναμης, η οποία τους εμποδίζει να δουν την αλήθεια και να απαιτήσουν την πρέπουσα δικαιοσύνη. Αδυνατούν να αντιληφθούν (ή ίσως και να αποδεχτούν), μέσα από την δικαιολογία της rush hour day του φαστφουντάδικου, οτι όλο αυτό που συμβαίνει στο πίσω αποθηκάκι του μαγαζιού, είναι ένας ξεδιάντροπος εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από μια δύναμη τόσο ύπουλη και αβίαστα σατανική, ώστε το ενδεχόμενο μιας τιποτένιας φάρσας να μοιάζει τουλάχιστον εξωπραγματικό. Και η ψυχολογία της μάζας δίνει και παίρνει...
Μπορεί το σενάριο να σας φανεί περίεργο και τουλάχιστον υπερβολικό, το χειρότερο όμως είναι οτι η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, όπως αυτά συνέβαιναν επί τουλάχιστον μια δεκαετία(!), σε διάφορες μικρές πόλεις της Αμερικής.
Πιο συγκεκριμένα, ο δράστης (ο οποίος συνελήφθη τελικά το 2004), συνήθιζε να τηλεφωνεί σε αλυσίδες ταχυφαγείων(η ταινία βασίζεται στο περιστατικό που συνέβη στη πολιτεία Bullit, σε ένα κατάστημα McDonald's) και άλλα μαγαζιά, λέγοντας πως ήταν αστυνομικός και αναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες και τους υπεύθυνους, να προχωρούν σε έρευνα των γυναικών υπαλλήλων τους (υπό τη μορφή γδυσίματος και ψαξίματος των...επίμαχων σημείων τους, και με αφορμή το κλέψιμο χρημάτων), καθώς και άλλες ανορθόδοξες τακτικές, για χάρη πάντα της αστυνομίας, μέχρι εκείνη να μεταβεί στον χώρο και να αναλάβει την υπόθεση. Τα περιστατικά που είχαν δηλωθεί, έφταναν τουλάχιστον τα 70, σε 30 διαφορετικές πολιτείες της Αμερικής, ενώ όταν τελικά ο 37χρονος David Stewart συνελήφθη ως δράστης, η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης, ήταν ξεκάθαρη: η δουλειά του David ήταν σωφρονιστικός υπάλληλος.
Αν και η ταινία περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη σκηνή, η οποία δε συνέβη πραγματικά, εντούτοις είναι άκρως σοκαριστικό όταν αντιλαμβάνεσαι οτι όλα τα υπόλοιπα έγιναν όντως, εις βάρος μιας ανυποψίαστης υπαλλήλου των McDonald's.
Επειδή λοιπόν δεν έχει καμία σημασία να δούμε τίποτα άλλο πέρα από τον χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται το δράμα, καθώς και τους επιμέρους ήρωες, ο Zobel χειρίζεται με μαεστρία την κάμερά του, υπονοώντας καταστάσεις, κάνοντας διαρκώς γκρο πλάνα στους χαρακτήρες και δείχνοντας την σταδιακή αλλαγή της διάθεσής τους, μέσα από απορημένες εκφράσεις, ντροπιασμένα βλέμματα, φοβισμένη γύμνια και αποδόμηση οποιουδήποτε ζεστού, χαλαρού συναισθήματος.
Η "φορτωμένη" αποθήκη, με τις πλαστικές καρέκλες, τους νικελωμένους πάγκους και τον πίνακα-στόχων του μαγαζιού, αποτελούν το ιδανικό μέρος, προκειμένου να ξεδιπλωθεί μια τόσο τραγική ιστορία. Παράλληλα η σκηνοθεσία (η οποία μέσα από κενά, παγωμένα πλάνα στην αρχή, αλλά και στο τέλος, χτίζει όλο το οικοδόμημα της παράνοιας και του φόβου), μας μεταφέρει σε στιγμές στο σπίτι του θύτη, ο οποίος ενώ μιλάει στο τηλέφωνο, ζωγραφίζει, φτιάχνει κάτι να φάει, καπνίζει και γενικώς, αποτελεί την άλλη, την αντιθετική όψη, του ίδιου νομίσματος.
Εκτός βέβαια από τη σκηνοθεσία που σε καθηλώνει και σε εξοργίζει (χωρίς να ζητά κανένα βεβιασμένο συναίσθημα από εσένα, θυμήσου το αυτό), οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών είναι εξαιρετικές. Η Dreama Walker είναι πολύ καλή στον ρόλο του θύματος. Ταραγμένη, ανήσυχη και καθόλα "κακοποιημένη", συνοψίζει ολόκληρο τον ρόλο της σε μόλις δυο κουβέντες: "Why did you continued?". "I don't know".
Στον αντίποδα, και η Ann Dowd δίνει μια ερμηνεία ασυνείδητα αδίστακτη, στον ρόλο της υπεύθυνης, η οποία ακολουθεί εντολές σαν άλλο στρατιωτάκι. Εν μέσω τηλεφωνημάτων, σωματικού ελέγχου της Becky και συνειδητοποίησης του τρομερού λάθος, ο κόσμος της γκρεμίζεται και οι τύψεις αναλαμβάνουν δράση. Τύψεις που θα την ακολουθούν πλέον, για μια ζωή.
Το "Compliance" είναι ένα δυνατό ταινιάκι, από αυτά που κάθε χρόνο βγαίνουν και δε τα παίρνεις χαμπάρι ποτέ. Ήρθε η ώρα αυτό να το πάρεις. Ψάξτο.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η Walker μοιάζει στην McCord, οτι o γηραιότερος δίνει τη λύση και οτι ο καιρός στη Νέα Ορλεάνη έχει πολύ υγρασία.
No trivia
Η Sandra (Ann Dowd), είναι υπεύθυνη σε ένα κοτοπουλάδικο-φαστφουντάδικο κάπου στην Αμερική. Από τη πρώτη σκηνή της ταινίας καταλαβαίνουμε οτι η Sandra, είναι μια γυναίκα ολίγον καταπιεσμένη, ολίγον μη-τσαμπουκαλού, και τέλος πάντων ένα άτομο που οι υπόλοιποι δε παίρνουν και πολύ στα σοβαρά. Όταν ένα πρωί, δεχθεί ένα τηλεφώνημα από τον αστυνομικό Daniels, ο οποίος την ενημερώνει οτι η Becky (Dreama Walker), η νεαρή υπάλληλος του καταστήματος, έχει κλέψει χρήματα από μια πελάτισσα, η Sandra, θα αρχίσει να εκτελεί βήμα-βήμα τις οδηγίες του αστυνόμου, προκειμένου να ελέγξει την Becky και να βρει τα χρήματα, για τα οποία έχει γίνει όλη αυτή η αναστάτωση. Το θέμα βέβαια, έγκειται σε ένα βασικό πρόβλημα: η Sandra δεν αμφισβητεί λεπτό την άγνωστη, ανδρική φωνή που έρχεται από το τηλέφωνο και αυτό είναι λάθος, μιας που ο τύπος της άλλης γραμμής, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από έναν σαδιστή φαρσέρ, που αρέσκεται να το παίζει εξουσία, πάνω σε ανύποπτα θύματα. Και όπως όλα δείχνουν, κανείς δεν θα βγει αλώβητος από αυτή την ιστορία...
Η ελληνική μετάφραση του τίτλου της ταινίας, είναι στην προκειμένη περίπτωση μια από τις πιο επιτυχημένες που θα δεις, τουλάχιστον για φέτος. Η "Υποταγή", όπως είναι στη γλώσσα μας, αποτελεί τον βασικό παρονομαστή μιας ταινίας, σκληρής και βάναυσης, που δείχνει την αρρώστια του ανθρώπινου μυαλού, σε νέα μεγαλεία. Αν και δεν περιλαμβάνει σκηνές γραφικές ή αντικειμενικά βίαιες, εντούτοις ο σκηνοθέτης της, Craig Zobel, παίζει ένα τόσο σατανικό, ψυχολογικό παιχνίδι μαζί σου, ώστε μετά το τέλος της νιώθεις τουλάχιστον βρώμικος και βεβηλωμένος. Ακριβώς δηλαδή όπως και η πρωταγωνίστριά του.
Ο Zobel έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 2007, με το άγνωστο ταινιάκι "Great World of Sound", το οποίο αν και προσωπικά δεν ήξερα, μου δίνει απευθείας το στίγμα του δημιουργού του, ως εναλλακτικό, indie film, από αυτά που αρέσκομαι να καταβροχθίζω οπτικώς. Στη συνέχεια σκηνοθέτησε ένα video documentary το, "Of Montreal: In a Fit of Hercynian Prig, Oculi", ενώ στη συνέχεια ήρθε και η σειρά του "Compliance". Στα μελλοντικά του σχέδια, έχει τη μεταφορά της post apocalyptic, sci-fi νουβέλας, "Z for Zachariah", του Robert C. O'Brian, με τον Tobey Maguire, ως μοναδικό-προς το παρόν-πρωταγωνιστή. Αν βέβαια όλα αυτά δε σας λένε και τίποτα, να είστε σίγουροι οτι το "Compliance" θα σας πει περισσότερα απ' όσα θα θέλατε να μάθετε.
Η βάση της υπόθεσης πατάει αποκλειστικά και μόνο πάνω, σε ένα βασικό ερώτημα: "γιατί;". Γιατί κανείς δεν αμφισβητεί την ταυτότητα του αγνώστου που παίρνει τηλέφωνο; Γιατί όλοι αποφασίζουν απλά να υποταγούν στις οδηγίες του και να κάνουν οτι ακριβώς τους λέει; Γιατί όλοι, λογικά όντα όπως είναι, καταφεύγουν σε καταστάσεις σαδιστικές και άρρωστες, χωρίς να φέρουν την παραμικρή αντίρρηση σε όλα αυτά που ο δήθεν, αστυνομικός Daniels, τους βάζει να κάνουν; Η απάντηση είναι μάλλον περισσότερο απλή, απ'οτι θα φανταζόμασταν: γιατί στην τελική είμαστε άνθρωποι, ακολουθούμε την ελεύθερη βούλησή μας και είμαστε σε θέση να παίρνουμε αποφάσεις καταπώς εμείς πιστεύουμε οτι αυτές είναι σωστές. Με τη διαφορά οτι κάθε απόφαση που βλέπουμε εδώ, είναι εκ των πραγμάτων λανθασμένη.
Θυμίζοντας έντονα το σκηνικό του "The Exterminating Angel", του Louis Bunuel, εκεί όπου η μπουρζουαζέ πλουτοκρατική παρέα, αδυνατεί να βγει από την έπαυλη, επειδή μια "αόρατη δύναμη" (αυτή που μεταφράζεται ως αυστηρά οριοθετημένη μεγαλοαστική συμπεριφορά, υλική δίψα και προσωπικό κοινωνικό αυτοπεριορισμό), την εμποδίζει, έτσι και εδώ, οι ήρωες του "Compliance" μοιάζουν έρμαια μιας ανώτερης δύναμης, η οποία τους εμποδίζει να δουν την αλήθεια και να απαιτήσουν την πρέπουσα δικαιοσύνη. Αδυνατούν να αντιληφθούν (ή ίσως και να αποδεχτούν), μέσα από την δικαιολογία της rush hour day του φαστφουντάδικου, οτι όλο αυτό που συμβαίνει στο πίσω αποθηκάκι του μαγαζιού, είναι ένας ξεδιάντροπος εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από μια δύναμη τόσο ύπουλη και αβίαστα σατανική, ώστε το ενδεχόμενο μιας τιποτένιας φάρσας να μοιάζει τουλάχιστον εξωπραγματικό. Και η ψυχολογία της μάζας δίνει και παίρνει...
Μπορεί το σενάριο να σας φανεί περίεργο και τουλάχιστον υπερβολικό, το χειρότερο όμως είναι οτι η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, όπως αυτά συνέβαιναν επί τουλάχιστον μια δεκαετία(!), σε διάφορες μικρές πόλεις της Αμερικής.
Πιο συγκεκριμένα, ο δράστης (ο οποίος συνελήφθη τελικά το 2004), συνήθιζε να τηλεφωνεί σε αλυσίδες ταχυφαγείων(η ταινία βασίζεται στο περιστατικό που συνέβη στη πολιτεία Bullit, σε ένα κατάστημα McDonald's) και άλλα μαγαζιά, λέγοντας πως ήταν αστυνομικός και αναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες και τους υπεύθυνους, να προχωρούν σε έρευνα των γυναικών υπαλλήλων τους (υπό τη μορφή γδυσίματος και ψαξίματος των...επίμαχων σημείων τους, και με αφορμή το κλέψιμο χρημάτων), καθώς και άλλες ανορθόδοξες τακτικές, για χάρη πάντα της αστυνομίας, μέχρι εκείνη να μεταβεί στον χώρο και να αναλάβει την υπόθεση. Τα περιστατικά που είχαν δηλωθεί, έφταναν τουλάχιστον τα 70, σε 30 διαφορετικές πολιτείες της Αμερικής, ενώ όταν τελικά ο 37χρονος David Stewart συνελήφθη ως δράστης, η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης, ήταν ξεκάθαρη: η δουλειά του David ήταν σωφρονιστικός υπάλληλος.
Αν και η ταινία περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη σκηνή, η οποία δε συνέβη πραγματικά, εντούτοις είναι άκρως σοκαριστικό όταν αντιλαμβάνεσαι οτι όλα τα υπόλοιπα έγιναν όντως, εις βάρος μιας ανυποψίαστης υπαλλήλου των McDonald's.
Επειδή λοιπόν δεν έχει καμία σημασία να δούμε τίποτα άλλο πέρα από τον χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται το δράμα, καθώς και τους επιμέρους ήρωες, ο Zobel χειρίζεται με μαεστρία την κάμερά του, υπονοώντας καταστάσεις, κάνοντας διαρκώς γκρο πλάνα στους χαρακτήρες και δείχνοντας την σταδιακή αλλαγή της διάθεσής τους, μέσα από απορημένες εκφράσεις, ντροπιασμένα βλέμματα, φοβισμένη γύμνια και αποδόμηση οποιουδήποτε ζεστού, χαλαρού συναισθήματος.
Η "φορτωμένη" αποθήκη, με τις πλαστικές καρέκλες, τους νικελωμένους πάγκους και τον πίνακα-στόχων του μαγαζιού, αποτελούν το ιδανικό μέρος, προκειμένου να ξεδιπλωθεί μια τόσο τραγική ιστορία. Παράλληλα η σκηνοθεσία (η οποία μέσα από κενά, παγωμένα πλάνα στην αρχή, αλλά και στο τέλος, χτίζει όλο το οικοδόμημα της παράνοιας και του φόβου), μας μεταφέρει σε στιγμές στο σπίτι του θύτη, ο οποίος ενώ μιλάει στο τηλέφωνο, ζωγραφίζει, φτιάχνει κάτι να φάει, καπνίζει και γενικώς, αποτελεί την άλλη, την αντιθετική όψη, του ίδιου νομίσματος.
Εκτός βέβαια από τη σκηνοθεσία που σε καθηλώνει και σε εξοργίζει (χωρίς να ζητά κανένα βεβιασμένο συναίσθημα από εσένα, θυμήσου το αυτό), οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών είναι εξαιρετικές. Η Dreama Walker είναι πολύ καλή στον ρόλο του θύματος. Ταραγμένη, ανήσυχη και καθόλα "κακοποιημένη", συνοψίζει ολόκληρο τον ρόλο της σε μόλις δυο κουβέντες: "Why did you continued?". "I don't know".
Στον αντίποδα, και η Ann Dowd δίνει μια ερμηνεία ασυνείδητα αδίστακτη, στον ρόλο της υπεύθυνης, η οποία ακολουθεί εντολές σαν άλλο στρατιωτάκι. Εν μέσω τηλεφωνημάτων, σωματικού ελέγχου της Becky και συνειδητοποίησης του τρομερού λάθος, ο κόσμος της γκρεμίζεται και οι τύψεις αναλαμβάνουν δράση. Τύψεις που θα την ακολουθούν πλέον, για μια ζωή.
Το "Compliance" είναι ένα δυνατό ταινιάκι, από αυτά που κάθε χρόνο βγαίνουν και δε τα παίρνεις χαμπάρι ποτέ. Ήρθε η ώρα αυτό να το πάρεις. Ψάξτο.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η Walker μοιάζει στην McCord, οτι o γηραιότερος δίνει τη λύση και οτι ο καιρός στη Νέα Ορλεάνη έχει πολύ υγρασία.
No trivia
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)