Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωμωδία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωμωδία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

The World's End: Beer up and let's boo-boo!

Χαιρετώ για ακόμη μια εβδομάδα.  Παρά το γεγονός πως η διάθεση δεν χτυπάει και ακριβώς ταβάνι, θα προτείνω σήμερα μια ταινιούλα που πρέπει να δείτε για να διασκεδάσετε και να περάσετε μια απόλυτα fun βραδιά, ιδανικά, μαζί με την καλύτερή σας παρέα.
Πριν περάσουμε όμως στο "The World's End", να πούμε και δυο πράγματα για τις ταινίες που βγήκαν στις αίθουσες αυτή την εβδομάδα.  Έχουμε και λέμε λοιπόν: "Diana" (άστο καλύτερα), "Τhe Fifth Estate" (not bad, αλλά μπορούσε και πολύ καλύτερα), "La Grande Belezza" (δες το οπωσδήποτε, θα τα πούμε και απο'δω κάποια στιγμή γι'αυτή τη ταινία), "The Hunger Games: Catching Fire" (πολύ καλή συνέχεια του μέτριου πρώτου που αξίζει να την δεις, ιδιαίτερα αν αρέσκεσαι στην νεανική περιπέτεια φαντασίας) και last but not least, "The Broken Circle Breakdown" (ζευγαρικό σπαραξικάρδιο δράμα αξιώσεων, με εξαιρετικό soundtrack και δυνατές ερμηνείες).
Και τώρα στα δικά μας: "The World's End" it is!


Ο Gary King (Simon Pegg) και οι κολλητοί του, αποτελούσαν τον μόνιμο πονοκέφαλο της μικρής πόλης του Newton Heaven.  Σαν ζωηροί έφηβοι που ήταν, έμπλεκαν διαρκώς σε κωμικά ευτράπελα, έπιναν μέχρι πρωίας και γυρόφερναν τον τοπικό, γυναικείο πληθυσμό που άξιζε την προσοχή τους.
Τα χρόνια όμως πέρασαν, η παρέα διαλύθηκε και ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.  Ή μάλλον οχι ακριβώς, μιας που ο Gary δεν κατάφερε ποτέ να αφήσει πίσω το "ένδοξο", εφηβικό του παρελθόν.  Το αποτέλεσμα τον θέλει εγκλωβισμένο σε μια ενήλικη πραγματικότητα, από την οποία πασχίζει, αλλά δεν καταφέρνει να ξεφύγει.  Σε μια προσπάθεια να κρατηθεί λιγάκι περισσότερο από αυτά που κάποτε έμοιαζαν να έχουν σημασία, θα καλέσει σε reunion τους παλιούς του φίλους, προκαλώντας τους να ολοκληρώσουν την νύχτα της μεγάλης...μπυροποσίας των νιάτων τους.  Η "αποστολή" θέλει την παρέα να επισκέπτεται και τις δώδεκα(!) τοπικές pub, για ένα πρώτης τάξεως αλκοολικό όργιο, προκειμένου να τερματιστεί επιτέλους το λεγόμενο "Golden Mile".  Η επιστροφή τους όμως στην πόλη δεν θα είναι αυτό ακριβώς που είχαν φανταστεί, μιας που κάτι παράξενο μοιάζει να συμβαίνει εκεί και οι ίδιοι θα αποτελέσουν χωρίς να το ξέρουν, την μοναδική ελπίδα σωτηρία της ανθρωπότητας...


Με το "The World's End" ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Edgar Wright ολοκληρώνει την κινηματογραφική του τριλογία "Cornetto", η οποία έχει χαρακτηριστεί έτσι με αφορμή την παρουσία ενός παγωτού Cornetto τόσο στο "Hot Fuzz", όσο και στο "Shaun of the Dead".  Φυσικά θα το δεις και στο "The World's End", στο οποίο εμφανίζεται ως περιτύλιγμα που παρασύρεται από τον αέρα, κάπου στο τέλος.
Η αλήθεια είναι πως περιμέναμε με ανυπομονησία την συγκεκριμένη ταινία, καθώς όσοι αρέσκονται στο χιούμορ και φυσικά στις πρωταγωνιστικές επιλογές του Wright, ξέρουν πως το δίδυμο Pegg-Frost αποτελούν εγγύηση για μια χαρακτηριστικά διασκεδαστική ταινία.  Όπως αντιλαμβάνεσαι λοιπόν, μιλάμε για ακόμη μια επιτυχία των Βρετανών φίλων μας, την οποία προσωπικά βάζω πολύ ψηλότερα από το αντίστοιχο δείγμα των Evan Goldberg και Seth Rogen, "This Is the End".
Οι δυο ταινίες εκτός από την πασιφανή ομοιότητα των τίτλων, μοιράζονται επί της ουσίας και την ίδια θεματική sci-fi-κής προέλευσης, με την βασική διαφορά να έγκειται στο γεγονός πως οι πρωταγωνιστές του "This Is the End", υποδύονται τους εαυτούς τους.  Ο James Franco, τον James Franco, o Jonah Hill μια ψωνισμένη εκδοχή του και πάει λέγοντας.
Αν και οι δυο ενδείκνυνται για κωμικές βραδιές, εντούτοις το οτινανικό αποτέλεσμα του Rogen είναι γεμάτο καφρίλα, αηδιαστικά ενσταντανέ, σεξουαλικές ατάκες και παρωδία all over the place.  Δεν είναι κακό, απλώς ακολουθεί την πεπατημένη της αμερικάνικης χοντροκοψιάς (η οποία δεν συμβαίνει και πάντα, να τα λέμε αυτά), αλλά και του καυτηριασμού του σύγχρονου star system.  Παρόλα αυτά το "The World's End" κερδίζει για εμένα στα σημεία, για τους λόγους που θα εξηγήσω παρακάτω.


Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός πως η ταινία του Wright δεν αποτελεί μόνο αφορμή για γέλια, αλλά παρουσιάζει μέσα στο σύνολό της και κοινωνικοδραματικά δείγματα, τα οποία αναλαμβάνει να βγάλει μπροστά ένας υπέροχος Simon Pegg.
Το γεγονός πως ο Gary King αποτελεί τον συνδετικό κρίκο της παλιοπαρέας, δεν αποτελεί τυχαία επιλογή.  Ο King αποτελούσε το ίνδαλμα των φίλων του, ήταν κυριολεκτικά ο πάλαι ποτέ "βασιλιάς" τους, ο cool, ο γόης, ο αρεστός.  Με το πέρασμα των χρόνων όμως, η αποτυχία συνειδητοποίησης της ενήλικης κατάστασης, ο αλκοολισμός και η αδυναμία να αποτελέσει έναν λειτουργικό, αυτή την φορά, κρίκο της κοινωνίας, δημιούργησαν μια περσόνα γύρω από τον King, η οποία βρίσκεται προσκολλημένη στην εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του, της απόλυτης επιρροής του.  Μη τον παρεξηγείται, ο Gary δεν είχε ποτέ βλέψεις να γίνει κάποιος πραγματικά σπουδαίος και τρανός, απλώς να γίνει κάποιος και δη, κάποιος με τον οποίο να μπορεί να τα βγάζει και ο ίδιος πέρα.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως η ταινία αποτελεί το ψυχογράφημα ενός χαμένου και ολοκληρωτικά παραιτημένου ατόμου, το οποίο συνεχίζει να τρέφει φρούδες ελπίδες σχετικά με την ικανότητά του να σταθεί στα πόδια του και να πετύχει.  Διόλου τυχαία οi Wright-Pegg αντιπαραβάλουν στην όποια επιτυχία των υπολοίπων (οι οποίοι αντιμετωπίζουν με την σειρά τους, τα δικά τους οικογενειακά θέματα), την μανία ολοκλήρωσης του "Golden Mile" από τον Gary, καθώς αυτό αποτελεί τελικά και το μοναδικό επίτευγμα σε ολόκληρη την ταλαίπωρη ζωή του.  Έχει ανάγκη να πιστέψει σε κάτι και να φέρει αποδείξεις αυτής της πίστης.  Εύστοχα ο Wright, αφήνει την ανάδειξη του προβλήματος του πρωταγωνιστή μέσα από μια παράλληλα δράση, η οποία θέλει την πόλη (και κατ' επέκταση ολόκληρη την ανθρωπότητα) σε κίνδυνο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον προβληματικό χαρακτήρα, να γίνει τελικά κάποιος και συγκεκριμένα, ο νούμερο ένα αντι-ήρωας του πλανήτη.


Φυσικά η επιλογή του sci-fi περιεχομένου και είναι του προσωπικού μου γούστου και αποδίδεται καλά βρε αδερφέ, με μπόλικες αναφορές από εικονικές ταινίες του είδους, κάτι που απογειώνει την ταινία και την κάθε ταινία δηλαδή που κάνει κάτι τέτοιο, με σεβασμό βέβαια πάντα στο προϋπάρχον υλικό (βλ. "Frankenweenie").
Δεν θα αναφερθώ στο τι ακριβώς γίνεται, αν και αν έχεις δει μπόλικες ταινίες, αντιλαμβάνεσαι τι συμβαίνει από νωρίς.  Αξίζει βέβαια να σημειώσουμε πως τα πάντα μέσα στην ταινία έχουν κρυμμένα νοήματα και μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν εύκολα, όλα τα στοιχεία που αποκρύπτονται σε πρώτη φάση (π.χ δώστε μεγάλη προσοχή στις ονομασίες των pubs, καθώς και στις εικόνες που έχουν, γιατί θα καταλάβετε πολλά).  Εντελώς λειτουργική στο πλαίσιο αυτό είναι και η επιλογή της μουσικής λίστας της ταινίας (oh so good!), όπου τα μουσικά κομμάτια χρησιμοποιούνται εύκολα ως τιτλικά υποκεφάλαια της ταινίας.
Όσον αφορά την σκηνοθεσία του Wright είναι φυσικά όπως την περιμένεις: γρήγορη και καλοφτιαγμένη, με απότομα cuts, βρετανικό στιλιζάρισμα και ένα μοντάζ που τρέχει με χίλια.  Εξίσου καλό είναι φυσικά και το cast, με τον Pegg να κρατάει τον καλύτερο ρόλο (και δράμα ο Simon, εύγε!), τον Frost να αποτελεί την παραδοσιακή μας απόλαυση και τους έτερους Martin Freeman, Paddy Considine, Eddie Marsan και Rosamund Pike, να αποδίδουν εξίσου απολαυστικά.
Το "The World's End" γεμάτο από βρετανικό χιούμορ, δράση, awesome σκηνές μάχης και μια άνετη ισορροπία ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό, είναι η ταινία που πρέπει οπωσδήποτε να δεις.  Τώρα!

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι παίζει και ο Pierce Brosnan, οτι ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο δύσκολο να πιείς ένα ποτήρι μπύρας και οτι οι δίδυμοι είναι freaky για...διάφορους λόγους.


TRIVIA
  • Η αφίσα της pub, "The King's Head" αν προσέξετε καλά, αναπαριστά τον ίδιο τον Simon Pegg, ως Gary King.
  • Το poster της ταινίας είναι βασισμένο στο poster του "End of the World" το οποίο βασίζεται στην ίδια θεματική με αυτή του "The World's End".
  • Στην αρχή της ταινίας εκεί όπου η νεαρή ακόμη παρέα κάθετε σε έναν λόφο και...αγναντεύει, μπορείτε να δείτε αν προσέξετε καλά, μια μικρή φωτεινή κουκκίδα που πέφτει από τον ουρανό.  Χμμμ....
(ΠΗΓΗ ΙΜDB)
*Τσέκαρε εδώ και τα posters από τις pub της ταινίας.




















Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Monsters University: When Mike met Sully

NEW ARRIVAL

Γεια σας, γεια σας και καλή μας εβδομάδα.  Σήμερα θα ξεκινήσουμε με μια νέα άφιξη-επιτέλους-μετά από καιρό και συγκεκριμένα μια ταινιούλα που ενδείκνυται τόσο για τα μικρότερα, όσο και για τα μεγαλύτερα παιδιά.
Η αλήθεια είναι πως όταν ανακοινώθηκε πως η Pixar είχε στα σκαριά το prequel του "Monsters Inc.", προσωπικά δεν πέταξα και την σκούφια μου, καθώς θεώρησα πως μάλλον πάνε να βγάλουν από την μύγα ξύγκι, ιδιαίτερα δώδεκα χρόνια μετά το original υλικό.  Παρόλα αυτά μπορώ να πω πως το "Monsters University" ήταν καλύτερο απ'οτι το περίμενα (σαφέστατα οχι καλύτερο από το πρώτο), και οτι σίγουρα όσοι αποφασίσετε να το επισκεφθείτε στις αίθουσες, δεν θα απογοητευτείτε.  Here we go.


To "Monsters University" πραγματεύεται την ιστορία των δυο αγαπημένων μας ηρώων, πριν τις περιπέτειές τους ως ενήλικοι φοβιστές στο "Monsters Inc.", και πιο συγκεκριμένα την ιστορία της πρώτης τους συνάντησης, τότε που δεν τους έλεγες ακριβώς κολλητούς, αλλά περισσότερο άσπονδους εχθρούς.
Ο μικρούλης μονόφθαλμος Mike (με την φωνή του Billy Crystal στα αγγλικά και αυτή του Θανάση Τσαλταμπάση στα μεταγλωττισμένα), έχει ένα και μοναδικό όνειρο ζωής από την πρώτη στιγμή που επισκέφθηκε με το σχολείο του τον χώρο δράσης μερικών από τους πιο σημαντικούς μπαμπούλες ολόκληρου τους μπαμπουλοσύμπαντος: τον χώρο στον οποίο οι παιδικές πολύχρωμες πόρτες, οδηγούν σε κοιμισμένα αγγελούδια, τα οποία οι επαγγελματίες μπαμπούλες αρέσκονται να τρομάζουν εκμαιεύοντας την καλύτερη δυνατή τσιρίδα τους.
Παρά το γεγονός πως ο Mike ουδόλως τρομακτικός είναι, κάνει οτι μπορεί προκειμένου να καταφέρει να γίνει ένας από τους καλύτερους φοβιστές.  Στον αντίποδα, θα γνωρίσει τον γιγαντόσωμο, χνουδωτό Sully (με τις φωνές των John Goodma/Αντώνη Λουδάρο) ο οποίος έχει έμφυτο το ταλέντο της τρομάρας, φαίνεται όμως να μην δίνει την παραμικρή σημασία για την κολεγιακή του δράση και το επιμελές διάβασμα.
Όταν οι δυο τους γνωριστούν κατά τύχη θα ξεσπάσει ένας έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους, αναφορικά με το ποιος είναι ο καλύτερος.  Μέχρι την στιγμή δηλαδή που η συνέχιση της κολεγιακής τους ύπαρξης θα εξαρτηθεί από την μεταξύ τους συνεργασία...


Μετά τα στραβοπατήματα των "Cars 2" και "Brave", η Pixar φαίνεται να ξαναβρίσκει τον εαυτό της με το "Monsters University", εν μέρη βασίζοντας την επιτυχία του στην αναγνωρισιμότητα των κεντρικών του ηρώων και την αγάπη του κοινού για τους αιώνιους φίλους της μικρής, κοτσιδιάρας Boo, της πρώτης ταινίας.
Μπορεί να έχουμε ξαναδεί την επιστροφή χαρακτήρων ή ακόμη καλύτερα την κρυμμένη παρουσία τους υπό την μορφή "easter eggs" σε διάφορες άλλες ταινίες της Pixar, εντούτοις ο Mike και ο Sully φαίνεται να κρατούν μια ξεχωριστή θέση, χάρη στο εντελώς πρωτότυπο story με το οποίο τους γνωρίσαμε.  Εξάλλου στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε και για το πρώτο prequel που κυκλοφορεί η Pixar, μιας που οτι άλλο έχουμε δει αποτελεί είτε original ταινία, είτε sequel.
O μάλλον άπειρος Dan Scanlon (δεν έχει σκηνοθετήσει άλλο animation, εκτός από την συμμετοχή του απο'δω και απο'κει σε ελάχιστα projects της εταιρείας), κάνει καλή δουλειά στο να επαναφέρει στην μνήμη μας τα συμπαθή τερατάκια που γνωρίσαμε πριν από δώδεκα χρόνια, αναζωπυρώνοντας σταδιακά και την σχέση ανάμεσά τους, παρά την αρχική τους-κινητήρια για την υπόθεση της ταινίας-κόντρα.
Χωρίς να χαρακτηρίζεται από ένα εξαιρετικά πρωτότυπο σενάριο, καταφέρνει εντούτοις να κρατήσει το ενδιαφέρον και το χιούμορ σε επίπεδα ικανά να κρατήσουν με την σειρά τους και εσένα επικεντρωμένο στον πολύχρωμο και πολύβουο χώρο του κολεγίου, στην απόδοση του οποίου έχει πετύχει διάνα.


Αναμφίβολα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και απολαυστικά στοιχεία της ταινίας, είναι η σκηνοθετική απόδοση του στερεοτυπικού θέματος του κολεγίου και όλης της τρέλας που επικρατεί στον χώρο του, τις αδελφότητές του, ακόμη και του διαχωρισμού των μαθητών με βάση το επίπεδο της cool-οσύνης τους.
Αν θα έπρεπε να μαντέψουμε, θα λέγαμε πως αυτή ακριβώς η απεικόνιση αποτελεί σίγουρα και μια σαφέστατη αναφορά σε όλους εκείνους τους σωρούς των χαζοαμερικάνικων ταινιών (σίγουρα δεν είναι όλες χαζές, άλλες τουλάχιστον ενέχουν το στοιχείο της ένοχης απόλαυσης) οι οποίες στήνουν ολόκληρα ευτραπελικά σκηνικά γύρω από τα λεγόμενα campuses.  Το ίδιο ακριβώς θα δεις να συμβαίνει και στο "Monsters Inc." με την διαφορά πως η ελευθερία του κινούμενου σχεδίου δίνει την δυνατότητα στους δημιουργούς να πλάσουν τον κόσμο με τα πιο τρελά και τερατίστικα υλικά που έχεις δει, καθώς φυσικά και με τις απαραίτητες δόσεις συναισθήματος και διδακτισμού που έχουμε πει οτι χαρακτηρίζουν τις ταινίες της Disney και της Pixar.
Στην πρώτη ταινία μάθαμε λοιπόν πως πρέπει να υπερνικάς τους φόβους σου και να αποδέχεσαι το ποιος πραγματικά είσαι, ένας χιουμορίστας πουά γίγαντας για παράδειγμα, ο οποίος καταλήγεις να γίνει ο καλύτερος φίλος ενός μικρού κοριτσιού, την ίδια στιγμή που θα έπρεπε να της προκαλείς τον απόλυτο τρόμο.  Αυτή την φορά το θέμα έχει να κάνει περισσότερο με την παρουσία του Mike, την πίστη στον εαυτό μας και το εσωτερικό πείσμα που μας κάνει να μη τα παρατάμε ποτέ, ακόμη και στις μεγαλύτερες δυσκολίες.  Και σε αυτό φυσικά το αποτέλεσμα παίρνει άριστα δέκα.  Όπως τις περισσότερες φορές εξάλλου.


Αν και σίγουρα το αποτέλεσμα ίσως να φαίνεται κάπου χλιαρό (φαντάζομαι κυρίως εξαιτίας της μεταγλώττισης και της ηλίθιας απόδοσης μερικών προζικών στιγμών που σίγουρα θα άξιζαν να τις ακούσουμε στα αγγλικά), εντούτοις το "Monsters University" αποτελεί την ιδανική επιλογή για μια fun βραδιά κυρίως επειδή έχεις την εγγύηση της Pixar.
Κατά τα άλλα οτι επιθυμήσεις θα το βρεις μέσα στην ταινία, ακόμα και μια υπόνοια της μελλοντικής Boo, την οποία δεν θα σου πω που να κοιτάξεις να την βρεις, είναι έκπληξη.  Παράλληλα το χιούμορ, τα εκτυφλωτικά σχεδόν χρώματα, ο fun διαχωρισμός των κοινωνικών ομάδων του κολεγίου σε προχωρημένους τύπους (με αντίστοιχα μπουφανάκια παρακαλώ), losers, ακόμα και εναλλακτικές, punk τερατοτύπισσες, καθώς και η όπως την περιμένεις χαζοβιόλικη δράση των πρωταγωνιστών, αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κόσμου της Pixar τα οποία εμφανίζονται και εδώ κλασικά, παραδοσιακά, αν και με μια κάποια έλλειψη περαιτέρω πρωτοτυπίας η αλήθεια είναι.
Για εμένα πάντως, ένα γεγονός που μου έκανε εντύπωση, ήταν επίσης το σενάριο του Πρωταθλήματος Τρομάρας με το διαγωνιστικό του περιεχόμενο, το οποίο μου έφερε στο μυαλό το αντίστοιχο, τρίαθλο μαγείας αυτή την φορά, στην τέταρτη συνέχεια του Harry Potter, "Harry Potter and the Goblet of Fire".  Το βρήκα σίγουρα ωραία πινελιά, αν και όπως είπα, το γεγονός πως αμέσως σκέφτηκα το αντίστοιχο σενάριο του Potter, δεν με άφησε να απολαύσω στο φουλ την υποθεσιακή ιδέα των συντελεστών.


Αν θες να δεις κάτι fun αυτή την εβδομάδα, προτίμησε καλύτερα το "Monsters University".  Ευχόμουν να σου πω τα ίδια και το "Μan of Steel", αλλά η αλήθεια είναι πως μάλλον θα βαρεθείς οικτρά.  Άσε που η ταινία είναι και απλώς μέτρια.  Για τα κακώς κείμενα όμως του ατσαλογκόμενο, θα επανέλθουμε την Τετάρτη ή την Παρασκευή.  Till then, ετοιμάσω για μπαμπουλοφανταστικές στιγμές.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Ρούλης (φοβερή μεταγλώτιση) έχει το πιο τρομακτικό skill, οτι ο τα σιδεράκια που φοράει ο Mike, το ξέρετε οτι τα φοράει χωρίς λόγο, έτσι δεν είναι; και οτι επίσης το μικρού μήκους ταινιάκι, "The Blue Umbrella" που το συνοδεύει, είναι τέλειο.


No trivia

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Welcome to the Dollhouse: -Why do you hate me? -Because you're ugly

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Όπως θα προσέξατε έλειπα και την Παρασκευή που μας πέρασε και όπως σας ξαναείπα, μάλλον κοντεύει να μου γίνει συνήθεια αυτό, μιας που όσο το πράγμα προχωράει, τόσα περισσότερο έχω να κάνω με αποτέλεσμα όλο και κάτι να μένει πίσω.  Το λοιπόν επειδή έχω ξεκινήσει εντατικό διάβασμα, είναι πιθανό αρκετές φορές από εδώ και πέρα να μην προλαβαίνω να βάζω ταινιούλες σε τόσο συστηματική βάση όπως μέχρι τώρα.  Παρόλα αυτά θα το παλέψω όσο μπορώ, προκειμένου να κάνω την εμφάνισή μου συχνά (και οχι πυκνά), γιατί και για εμένα είναι κάτι σημαντικό, αλλά και με εσάς θέλω να κρατάω την κινηματογραφική μου επαφή : )
Μετά την εισαγωγή περνάμε στην σημερινή μας ταινία, και συγκεκριμένα σε ένα ταινιάκι που μας έρχεται από το 1995 και που συνοψίζει με τον πιο άρτιο και μαζί γλυκόπικρο τρόπο, τον καθημερινό εφιάλτη που ζουν τόσα και τόσα παιδιά στο σχολείο.  "Welcome to the Dollhouse" λοιπόν...


H Dawn Wiener (Heather Matarazzo) είναι ένα κλασικό ασχημόπαπο το οποίο μπλέκει σε παρεξηγήσεις όπου σταθεί και όπου βρεθεί χωρίς να το θέλει.  Με τους συμμαθητές της να της κάνουν τον βίο αβίωτο, τους γονείς της να αδιαφορούν παντελώς και να στρέφουν την προσοχή τους στον έξυπνο και απόλυτα nerd αδελφό της Mark, καθώς και στην τρισχαριτωμένη και μπουμπουκένια μικρότερη αδελφή της Missy (η οποία όλη μέρα χορεύει στον κήπο, με το μακρύ ξανθό μαλλί της να ανεμίζει, γιατί είναι και μπαλαρίνα...φυσικά), οι ανασφάλειες της Dawn χτυπάνε κόκκινο.  Όταν μοιάζεις σαν να φοράς το κάλυμμα του καναπέ της γιαγιάς σου, γυαλιά με τεράστιους φακούς και ένα λαστιχάκι στα μαλλιά που απαρτίζεται από δυο πλαστικά...μπαλάκια σε όλες τις αποχρώσεις, γίνεσαι αν μη τι άλλο εύκολος στόχος στους bullies του σχολείου.  Και πάνω που η Dawn προσπαθεί να αποδεχτεί την τρομερή καθημερινότητά της, θα κάνει την εμφάνισή του ο έρωτας, υπό την μορφή ενός μακρομαλλιά γόη ο οποίος αναλαμβάνει χρέη τραγουδιστή στο-ο Θεός να το κάνει-συγκρότημα του αδελφού της...


Ο σκηνοθέτης Todd Solondz αντικατοπτρίζει στην ταινία του με την βοήθεια μιας απρόβλεπτα ενδελεχούς ματιάς, τις φοβίες, τις ανησυχίες και την ψυχολογική βία που ασκείται στην μικρή του πρωταγωνίστρια, μέσα από την χρήση μέσων που προκαλούν τόσο το γέλιο, όσο και την θλίψη.  Χωρίς στην ουσία να εμμένει και να κολλάει σε ένα μόνο συναισθηματικό μονοπάτι, αλλά γεμίζοντας την ιστορία του (το σενάριο το έχει γράψει ο ίδιος) με χρωματικές πινελιές προ εφηβικών ορμονών και ενήλικης ηλιθιότητας, μιας που η νεαρή ηλικία παρουσιάζεταιι πολύ πιο συνειδητοποιημένη στα της ζωής, απ'οτι η σκύλα-μάνα που αρνείται ένα κομμάτι σοκολατένιου κέικ στην Dawn, επειδή εκείνη δεν κάνει αυτό που της ζήτησε (και το οποίο άφησε στην δική της, διακριτική ευκαιρία να αποφασίσει να θέλει να το κάνει ή οχι), ή ο αδιάφορος πατέρας, ο οποίος είναι πιο ευνουχισμένος και από γάτο.
Το γεγονός πως η μικρή Dawn διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του τυπικού "απόβλητου", σίγουρα αποτελούν την βάση του story, προκειμένου αυτό μέσα από τις αναπόφευκτες συγκρούσεις της να προωθηθεί μέχρι το ανοιχτό τέλος της ταινίας.
Παρόλα αυτά, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι πως η Dawn δεν παρουσιάζεται σαν το απόλυτο θύμα της υπόθεσης, καθώς μπορεί να γίνεται δέκτης διαφόρων κοσμητικών σχολίων, αλλά δεν παραμένει ατάραχη απέναντι σε αυτά.  Αντιθέτως πολλές φορές αντεπιτίθεται και λογομαχεί με τους τους "αντιπάλους" της, τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που εκείνοι εγείρουν καταστάσεις σωματικής βίας, οπότε και η Dawn ζαρώνει από τρόμο και ηττοπάθεια, μετατρεπόμενη αυτομάτως σε άβουλο πλάσμα, τονίζοντας έτσι στο έπακρο την μοναξιά της ηλικίας της.


Η επιλογή του Solondz να μην καταστήσει την Dawn ως το αδιαφιλονίκητο θύμα, ενισχύει ακόμα περισσότερο την προσεγμένη του οπτική πάνω στο θέμα της παιδικής ψυχολογίας και της μεταβατικής περιόδου κατά την οποία ένα παιδί αρχίζει σιγά σιγά να μεταπηδά στο εφηβικό του level.  Όλα είναι εδώ, ακόμη και οι πρώτες ερωτικές, σεξουαλικές σκέψεις που αρχίζουν να διαφοροποιούν την ηρωίδα, αφήνοντάς την να αμφιταλαντεύεται σε έναν ενδιάμεσο χώρο πιτσιρικίστικης δράσης και ημι-ενήλικης αντίδρασης.
Με την καριέρα του Solondz να περιστρέφεται γύρω από την προβληματική της μοναξιάς, την κατάθλιψης και των διαφόρων εμμονών (αρκετές φορές υπό την μορφή μανίας), γίνεται κατανοητό πως και το "Welcome to the Dollhouse", με τον ειρωνικό του τίτλο, αποτελεί μια ακόμη σκιαγράφηση όλων των δυσκολιών που καλείται να αντιμετωπίσει στην προκειμένη περίπτωση ένα παιδί.  Προκειμένου όλο αυτό να προκαλέσει τον δέοντα αντίκτυπο, ο σκηνοθέτης δεν περιορίζει την καταγραφή των γεγονότων μόνο σε μια εσωτερικίζουσα διεργασία της Dawn, αλλά φυσικά την κοσμεί με μια φορετή "ασχήμια", μιας που σαν θεατές αντιλαμβανόμαστε πως αν η μικρή ήθελε να βελτιώσει την εμφάνισή της, απλώς θα μπορούσε να αλλάξει στυλ.  Η επιλογή του να μην το κάνει και να παραμείνει πιστή σε αυτό που είναι (γιατί αυτό είναι), αποτελεί μια ακόμη έμμεση νύξη του δημιουργού, οχι μόνο της αλήθειας που χαρακτηρίζει τα παιδιά (όσο σκληρής ή καλής κι αν είναι), αλλά και της ουσιαστικής συνειδητοποίησης πως πρέπει να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας όπως είναι, γιατί απλά αυτοί είμαστε.  Για αναρωτηθείτε λίγο αν δείτε την ταινία, θυμάστε σε κάποια της στιγμή η Dawn να μονολογεί ατάκες τύπου, "Θεέ μου γιατί με έκανες άσχημη;" "γιατί να είμαι έτσι" και τα σχετικά;


Οι ερμηνείες αποτελούν ένα εξίσου καλό κομμάτι της ταινίας, με αυτή της πρωταγωνίστριας Heather Matarazzo να ξεχωρίζει εύκολα.  Αυτό που πραγματικά σε κρατάει κολλημένο στην οθόνη σου, είναι το γεγονός πως η ίδια δεν μοιάζει να προσποιείται και αν θα έπρεπε να ποντάρω, θα έλεγα πως όντως η ζωή της στο σχολείο δεν πρέπει να ήταν και πολύ εύκολη στην πραγματικότητα.
Γεμάτη από γαλάζιο βλέμμα (πίσω από το οποίο βλέπεις σχεδόν τα γρανάζια του μυαλού της να κινούνται διαρκώς), απορημένες εκφράσεις και οργή για την κατάφωρη αδικία στην οποία υπόκειται διαρκώς από τον περιβάλλον γύρω της, αποτελεί την ιδανική επιλογή για τον ρόλο, παίζοντας με απόλυτη φυσικότητα, απογυμνωμένη από τις υποδείξεις του ρόλου της και απογειώνοντας τον χαρακτήρα της Dawn για χάρη κάθε κοριτισιού που υποφέρει από το μαρτυρικό κορόιδεμα.
Η αρχή της ταινίας μάλιστα, δίνει κατευθείαν το στίγμα της κατάστασης (η Dawn με έναν δίσκο στα χέρια, προσπαθεί να αποφασίσει που να καθίσει στην σχολική καφετέρια), την οποία μπορεί να έχουμε δει σε άπειρες προ εφηβικές ταινίες, σε καμία όμως με την ειλικρίνεια και την σχεδόν χειροπιαστή της γλυκόπικρη αίσθηση.
Μια ακόμη πλευρά της ταινίας η οποία την κάνει να διαφέρει, είναι ο τρόπος που πετυχαίνει να συνδυάσει το κωμικό, με το έντονα μαύρο, αποκρουστικό στοιχείο, το οποίο από κάποια στιγμή και μετά, σε κάνει να αναρωτιέσαι αν από ένα σκηνοθετικό twist η ταινία μετατράπηκε σε οικογενειακό δράμα μεγατόνων.  Αυτό ακριβώς είναι και το χαρακτηριστικό της ταινίας, το οτι δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πότε κάνει πλάκα ή πότε μιλάει σοβαρά.


Το "Welcome to the Dollhouse" είναι μια ταινία (η οποία κέρδισε και το Grand Jury Prize στο Sundance film festival του 1996) για όλες τις ηλικίες η οποία σίγουρα θα σας κάνει να την θυμάστε για πολύ καιρό.  Ενδείκνειται για μοναχικές βραδιές παρέα με coca-cola.  Θα καταλάβετε γιατί.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ακόμα και στα '90s υπήρχε ένας Michael Cera, οτι το outfit με το μπλε κολάν ήταν τέλειο και οτι κατά βάθος η Dawn ήταν χίπστερ.


No trivia

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

Fido: It's hard to find-o a good zombie

Γεια σας, γεια σας!  Αργήσαμε λιγάκι να γράψουμε σήμερα, αλλά τι να γίνει που είμαι και εγώ από το πρωί στους δρόμους για διάφορες δουλείες, plus, ολίγον αρρωστούλα με τον λαιμό μου.  Περαστικά μου!
Το λοιπόν, δεν ξέρω αν τα μάθατε, αλλά αυτό το Σάββατο θα πραγματοποιηθεί το ετήσιο Zombie Walk Athens στην Πλατεία Συντάγματος, στο οποίο όπως καταλαβαίνετε, ντύνεστε το αγαπημένο σας ζομπάκι και σκάτε μύτη με φίλους και γνωστούς, για...αργό parade και mood απέθαντου.  Για περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να τσεκάρετε και το official page της εκδήλωσης στο facebook.  Όλο αυτό το intro φυσικά και δεν το έκανα χωρίς λόγο, μιας που λόγο της επερχόμενης, πωρωτικής εκδήλωσης (στην οποία το Reel.gr είναι χορηγός), είπα να μπω σε ανάλογη διάθεση από σήμερα, με ένα ταινιάκι που περιλαμβάνει ζόμπια, αρκετά διαφορετικά απ'οτι τα έχουμε συνηθίσει.  "Fido" λοιπόν.


Κάπου σε ένα εναλλακτικό, '50s σύμπαν, οι πεθαμένοι ήρθαν και πάλι στην ζωή, όταν μια ραδιενεργή σκόνη από το διάστημα, έπεσε στην Γη, και τους έκανε να περπατήσουν και πάλι αργά και νωχελικά πάνω της.  Ακολούθησαν οι "Zombie Wars", οι οποίοι οδήγησαν το φρέσκο, ζωντανό, ανθρώπινο είδος στην νίκη, μετατρέποντας στην ουσία τους περπατιστούς απέθαντους σε σκλάβους.  Τους σκλάβους αυτούς φροντίζει να προμηθεύει η επικρατούσα οργάνωση, Zomcom, η οποία έχει αναλάβει χρέη προστάτη μετά το τέλος του πολέμου, σε μια προσπάθεια να κρατήσει τα εναπομείναντα ζόμπι, μακριά από τα ονειρεμένα, αμερικάνικα προάστια.  Παράλληλα, φροντίζει να παρέχει σε κάθε ζόμπι από ένα κολάρο, το οποίο έχει την δυνατότητα να εκμηδενίζει την σαρκοφάγα διάθεσή του, μετατρέποντάς το σε πειθήνιο πλάσμα, έτοιμο να κουρέψει το γκαζόν, να σου φτιάξει μια πίτα ή να ικανοποιήσει τις...περίεργες, σεξουαλικές σου ορέξεις.
Μέσα σε αυτό το αλλοπρόσαλλο κλίμα, ένας πιτσιρικάς, ο Timmy, θα βρει στο πρόσωπο του οικιακού του ζόμπι, με το όνομα Fido (Billy Conolly), τον φίλο και τον πατέρα που ζητά, μιας που ο δικός του φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τα κυριακάτικα γκολφ, παρά για τον ίδιο.  Παράλληλα και η μητέρα του, Helen, (Carrie-Anne Moss), μοιάζει να συμπαθεί και να αποδέχεται τα...απομεινάρια του Fido, προκαλώντας σούσουρα στην κουτσομπόλα γειτονιά.  Και εν το μεταξύ ο Fido, έχει και αυτός τις δικές του...ορμές.


Μέσα στο συνονθύλευμα των ίδιων, επαναλαμβανόμενων μοτίβων που αφορούν την νεκροζώντανη θεματική που πρώτος έθεσε στη βάση της ο George Romero, το "Fido" αποτελεί μια ανάσα φρέσκιας ιδέας, η οποία έσκασε το 2006, και την οποία και εσύ μπορεί μέχρι σήμερα να μην έχεις ανακαλύψει.  Κακώς, γιατί κι εγώ τώρα την ανακάλυψα.  Παρόλα αυτά, είτε την έχεις ήδη δει, είτε πρόκειται να την δεις κάποια στιγμή από εδώ και πέρα, σίγουρα θα συμφωνήσεις με το γεγονός, πως ο σκηνοθέτης Andrew Currie, αφήνει σίγουρα περιθώριο για εναλλακτικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τις πολυφορεμένες ιδέες των ζόμπι, του αιμάτινος φαγώματος και της όλης αισθητικής που συνήθως ακολουθεί αυτές τις ταινίες.
Το να καταφέρνεις να επαναπροσδιορίσεις στην ουσία ένα είδος, το οποίο από πολλούς (και από εμένα), θεωρείται στο μεγαλύτερο μέρος του βαλτωμένο, δεν είναι εύκολη δουλειά, αλλά απαιτεί full φαντασία και μια έξυπνη ιδέα.  Όπως ακριβώς το ανόσιο δίδυμο των Simon Pegg και Edgar Wright, αποφάσισαν να παρωδίσουν με φλεγματιό τρόπο την ιστορία των ζόμπι, στο ανεκδιήγητα καλό, "Shaun of the Dead", έτσι και ο Currie, είπε να συνδυάσει την κλασάτη εποχή της δεκαετίας του '50, με την βρωμερή σαπίλα των νεκροζώντανων, προκειμένου να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο στην σύλληψη και εξαιρετικά εκτελεσμένο ταινιάκι, το οποίο έχει και άλλα να σου πει (ιδιαίτερα όσον αφορά το στήσιμό του), αν βεβαίως του το επιτρέψεις.


Παραπέμποντας σαφέστατα σε κινηματογράφο περασμένων ετών, ο δημιουργός του "Fido" φροντίζει οχι μόνο να στιλιζάρει την εικόνα του και να φέρει μπροστά από την κάμερά του, τα απαραίτητα για την εποχή props, όπως για παράδειγμα τα εντυπωσιακά ντυσίματα και τα εκτυφλωτικά αυτοκίνητα, αλλά επιλέγει να "παίξει" και με την χρωματική του παλέτα, ταυτίζοντας στην ουσία την λειτουργική παρουσία του Technicolor, όπως αυτή αποτελούσε ολόκληρη, εικαστική σχολή στις παλιές ταινίες, με αυτό το σπτιρτόζο, b-movie ταινιάκι, ζομπιακής υπόθεσης.
Αν κάποιος είχε διαβάσει την κριτική μου για την ταινία, "The Adventures of Robin Hood" (ή είχε προσπαθήσει να την διαβάσει, μιας που μου είχε βγει μπόλικη), σίγουρα θα έχει καταλάβει ήδη τι εννοώ, μιας που η ταινία αυτή του Michael Curtiz, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εννοιολογικής χρήσης του Technicolor.  Για παράδειγμα ενώ εκεί, η Λαίδη Μάριον, αρχίζει σταδιακά να ταυτίζεται χρωματικά, με το παρδαλό outfit του Robin, δηλώνοντας ξεκάθαρα το προοδευτικό δέσιμό τους, βλέπουμε οτι συνεχίζει να τον "ακολουθεί" με τον ίδιο τρόπο, ακόμα και όταν τα πράγματα δυσκολεύουν για εκείνον, οπότε και περνάμε σε πιο σκούρες, ενδυματολογικές αποχρώσεις.  Αυτοστιγμεί, η Marion μεταπηδά στα μελανόχρωμα ρούχα (σκούρο πορφυρό, μωβ, καφέ), προκειμένου να αντιληφθούμε εμείς ως θεατές, το γεγονός, οτι συμπαραστέκεται μεν σιωπηρά στα δεινά του Robin, δηλώνοντας δε με καταφανώς κινηματογραφικό (και άρα οπτικό τρόπο), την ταύτισή της μαζί του: μέσω των χρωματικών διακυμάνσεων των κοστουμιών.  Ε λοιπόν, την ίδια ακριβώς τακτική, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει εδώ κι ο Andrew Currie, προκειμένου να είναι μέσα στο κλίμα της παλιακής σκηνοθεσίας.


Χαρακτηριστικό είναι πως και η μητέρα του Timmy, αρχίζει σιγά σιγά να εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για τον Fido, μέσω των χρωματιστών της φορεμάτων, τα οποία όποτε βρίσκεται κοντά του, κυμαίνονται στα χρώματα του έντονου πράσινου, του φλογερού κόκκινου και κάθε άλλης ζωηρόχρωμης απόχρωσης.  Όσο φαίνεται πως ανταποκρίνεται σε αυτά ο Fido, τόσο μοιάζει να απωθείται ο ίδιος της ο σύζυγος, σε κάθε σκηνή με τον οποίο, ακόμα και αν εκείνη ντύνεται με φουλ χρώμα, εκείνος επιμένει στα πιο ξεπλυμένα και συντηρητικά, απόδειξη οτι η δική του μεταστροφή, μάλλον δεν ανταποκρίνεται σε θετική στάση απέναντι στο ζόμπι του σπιτιού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η χρήση της τριχρωμίας κόκκινο-κίτρινο-μπλε, η οποία θεωρείτο οτι αποτελούσε την οπτική ολοκλήρωση που το μάτι του θεατή, αναζητούσε στις ταινίες περασμένων δεκαετιών, διακαώς και εντελώς υποσυνείδητα.  Αν προσέξει κανείς το "Fido", θα δει πως η ταινία, μάλλον παραμένει πιστή σε αυτόν τον κώδικα, μιας που η ύπαρξη του ενός χρώματος, είναι σχεδόν σίγουρο πως αργότερα, θα συνοδεύεται από την παρουσία και των άλλων δυο.  Προσέξτε σε μια σκηνή για παράδειγμα, την ύπαρξη λουλουδιών σε ένα πεζοδρομιακό παρτέρι (κίτρινα και κόκκινα) και πως αυτά αποκτούν ξαφνικά μια παραπάνω, ξεκάθαρη πινελιά του background, όταν έρχεται και σταματάει δίπλα τους, ένα εκτυφλωτικά μπλε αυτοκίνητο.
Τέτοιου είδους τεχνάσματα, μπορεί να τσεκάρει κανείς καθ όλη την διάρκεια της ταινίας, γεγονός, που της προσδίδει ένα παραπάνω αυθεντικό touch, το οποίο έρχεται σε έντονη αντίθεση, με το εσκεμμένο gore του θέματος.


Αν θες να μάθεις πως τα πάνε οι ερμηνείες, θα σου πω πολύ καλά, μιας που η Moss, προσδίδει την απαραίτητη εκλεπτυσμένη, αλλά και τσαμπουκαλεμένη της γοητεία, o σύζυγος Dylan Baker την απολαυστικά χλεχλέδικη παρουσία του, ενώ την ανατροπή κάνει ο θρυλικός κωμικός Billy Conolly στον ρόλο του Fido, τον οποίο ομολογουμένως δεν είχα αντιληφθεί πως έπαιζε αυτός, μέχρι που άρχισα να γράφω για την ταινία.  Εξαιρετικά...γρυλιστικός!
Το "Fido" είναι μια ταινία που καταφέρνει να ενώσει ετερόκλητα είδη (ολίγον από horror, ολίγον από παρωδία, κωμωδία και film εποχής), συνδυάζοντάς τα αρμονικά, και σερβίροντας ένα όμορφο αποτέλεσμα που σίγουρα θα σε αφήσει ικανοποιημένο με τις ισορροπημένες του δόσεις.  Τσέκαρέ το αμέσως.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η Carrie-Anne Moss ήταν πραγματικά έγκυος στα γυρίσματα, οτι ο γλοιώδης γείτονας με το όνομα Mr. Theopolis, αποδεικνύει οτι παντού υπάρχει ένας Έλληνας και οτι μάλιστα πάντα παίρνει το πιο φίνο γκομενάκι.  Εν προκειμένω ένα θηλυκό ζόμπι με μίνι φούστα και ξανθό μαλλί.  Αμ πως!


No trivia 






Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Wreck-It Ralph: Insert coin to start adventure

Hello again!  Λοιπόν σήμερα είπα να το περάσουμε στο κάπως πιο ανάλαφρο, μιας που την Δευτέρα η κριτική μου βγήκε και λίγο τέρας, και μάλλον σας ξετίναξα.  Sorry γι' αυτό, αλλά άμα έχεις να πεις και πράμα για τις τεχνικές και την ιστορία του κινηματογράφου, ε κάπου ξεχνιέσαι.  Σήμερα όμως, και επειδή εδώ και κάνα δυο μέρες βρίσκομαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας μιας που είμαι ολίγον άρρωστη, είπα να μειώσω το μέγεθος του γραψίματος και να περιοριστώ στο να πω μερικά πραγματάκια για το animation της χρονιάς που αντικειμενικά, θα έπρεπε να πάρει το φετινό Oscar (βασικά, θα το έδινα προσωπικά εξ ημισείας στο "Wreck-It Ralph και το "Frankenweenie").  Δεν ήξερα δηλαδή οτι κάθε ταινία που βγάζει η Pixar, πρέπει να θεωρείται και instant classic, αφού αντικειμενικά το "Brave" δεν είναι επ ουδενί τόσο καλό, όσο άλλες δουλείες της.  Τέλος πάντων, ο Ralph, τιμήθηκε τουλάχιστον δεόντως στα Βlogoscars, όπου τσίμπησε την 20η θέση και τώρα θα τον τιμήσουμε όπως πρέπει και εδώ στο blogaki μου.


Ο Wreck-It Ralph, αποτελεί τον βασικό, κακό κεντρικό ήρωα του arcade παιχνιδιού, "Fix-It-Felix Jr.".  Όπως κάθε game που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και αυτό, έχει τον δικό του villain, προκειμένου στον αντίποδα να βρίσκεται ο καλός και ηρωικός χαρακτήρας που σώζει κάθε φορά την κατάσταση, και που στην συγκεκριμένη περίπτωση ακούει στο όνομα, Felix.
Η δουλειά του Ralph λοιπόν, είναι να σκαρφαλώνει σε μια πολυκατοικία, και να γκρεμίζει οτι βρει στο πέρασμά του, έτσι ώστε να έρθει λίγο αργότερα ο Felix και να διορθώσει όλες τις ζημιές, με τον παίκτη να ανεβάζει σκορ και τον Ralph να καταλήγει στις λάσπες ξανά και ξανά και ξανά.
Ο ίδιος μην αντέχοντας άλλο την μοναξιά και την σκληρή αντιμετώπιση από τους υπόλοιπους χαρακτήρες του παιχνιδιού, επειδή είναι ο "bad guy", θα προσπαθήσει να αποδείξει οτι και οι κακοί, είναι ικανοί να κερδίσουν χρυσά μετάλλια, εγκαταλείποντας το δικό του, 8-bit arcade και εισβάλλοντας στον κόσμο του "Hero's Duty", ενός εξελιγμένου οπλικού παιχνιδιού, όπως τα ξέρουμε σήμερα.  Αφού κάνει και εκεί τον σαματά του, θα καταλήξει σε ένα υπερ-ζαχαρούχο game, το "Sugar Rush", εκεί όπου θα γνωρίσει την quirky πιτσιρίκα Vanellope, η οποία αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα.  Και ξαφνικά ο Ralph θα βρεθεί διχασμένος ανάμεσα στις περιστάσεις.  Να βοηθήσει την μικρή να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, ή να γυρίσει περήφανος και ικανοποιημένος στον δικό του κόσμο, ο οποίος όμως έχει αλλάξει ολοκληρωτικά;  Και όσο οι καταστάσεις περιπλέκονται, μια άλλη, πανούργα απειλή, θέτει σε κίνδυνο, ολόκληρο τον κόσμο των ηλεκτρονικών...


Το "Wreck-It Ralph" είναι μια ταινία που χτυπάει κατευθείαν στις παιδικές αναμνήσεις του καθένα από εμάς.  Όλοι έχουμε αναμφίβολα να διηγηθούμε πολλές και διαφορετικές ιστορίες, αναφορικά με τις τεράστιες και πολύχρωμες οθόνες των ηλεκτρονικών που συνόδευαν τις βόλτες μας στα λούνα πάρκ και τα ταξίδια μας, ενώ και τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη της οικογένειάς μας, σίγουρα θυμούνται τις δικές τους επισκέψεις στα ουφάδικα, τότε που μαζεύονταν παρέες ολόκληρες για άπειρο κάψιμο και gaming μέχρι πρωίας.
Οι δικές μου αναμνήσεις έρχονται από το μιαμισάωρο ταξίδι με το πλοίο, από το λιμάνι της Κυλλήνης στην Ζάκυνθο, τότε που τα καράβια είχαν ακόμη μέσα ηλεκτρονικά και κυρίως Pac-Man, στο οποίο έμενα κρεμασμένη μέχρι να φτάσουμε.  Από τις γλυκές μου αναμνήσεις δεν λείπει βέβαια ούτε και ο Sonic, με τον οποίο προσπαθούσα να πιάσω τα καταραμένα δακτυλίδια που όλο μου έπεφταν, στο SEGA του ξαδέρφου μου, το "Mortal Combat" που έπαιζα στο ATARI μου, καθώς και ένα σωρό άλλα παιχνιδάκια, συμπεριλαμβανομένου του TETRIS στο Game Boy, που μου είχε φάει τα καλύτερα χρόνια της ζωή μου, στην προσπάθεια να κάνω high score, καθώς και τον Donkey Kong με τον γιο του στο παιχνίδι του Super Nintendo.  Ξέρετε από αυτά που δεν πάθαιναν ποτέ τίποτα, και όταν έβαζες την κασέτα και δεν έπαιζε, έπρεπε απλώς να του ρίξεις ένα γερό φύσημα (για να φύγουν και καλά οι σκόνες) και μετά έπαιζε μια χαρά.  Αχχχχ ωραίες εποχές...
Γι' αυτά λοιπόν και για άλλα πολλά, μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί ο Ralph μίλησε ή θα έπρεπε κανονικά να μιλήσει στις καρδιές όλων μας.  Και βασικά γιατί εκτός από το συνονθύλευμα αναμνήσεων που φέρνει στο μυαλό σου, είναι και τρομερά cool σαν animation, οπότε ναι, παίζει και αυτό βασικό ρόλο.


Επιστρέφοντας στα παλιά, καλά της λημέρια, η Disney, δημιούργησε έναν κόσμο τόσο οικείο και τόσο απρόσμενα αληθινό, ώστε είναι μάλλον δύσκολο να βρει κάποιος το "Wreck-It Ralph", εξεζητημένο ή κακοδουλεμένο.
Παραπέμποντας άμεσα στο σκεπτικό των ζωντανών παιχνιδιών του Andy, στο "Toy Story", εκεί όπου τα παιχνίδια ζούσαν την δική τους, αληθινή ζωή, όταν ο Andy σταματούσε να αχολείται μαζί τους, έτσι και εδώ, χτίζεται το σκηνικό μιας ολόκληρης πραγματικότητας την οποία καθημερινά βιώνουν οι χαρακτήρες των παιχνιδιών, όταν αυτά κλείνουν για το βράδυ.  Οι διάδρομοι που σουλατσάρουν χιλιάδες χαρακτήρες, σου φέρνουν επίσης στο μυαλό, την επιχείρηση που είχαν στήσει τα τέρατα στο "Mπαμπούλας Α.Ε", εκεί όπου εκπαιδεύονταν προκειμένου να μπορούν να αποδίδουν τα μέγιστα στην δουλειά τους.  Έτσι και εδώ, ο Ralph, o Felix, η badass Calhoun, και όλοι οι άλλοι, φορούν την "μάσκα" τους και υποδύονται τους χαρακτήρες που οι απανταχού gamers έχουν συνηθίσει.  Όταν όμως τα φώτα κλείσουν, οι bit-άτοι ήρωες επιστρέφουν στα ηλεκτρονικά τους σπίτια, εκεί όπου τρώνε πίτες, διασκεδάζουν και ξεσαλώνουν με βεγγαλικά και...μαρτίνι!.
Ο κόσμος του Ralph δεν διαφέρει ουσιαστικά σε τίποτα, από οτι μας έχει συστήσει μέχρι τώρα η Pixar και η Disney, μιας που στις ταινίες τους αυτή η εναλλακτική, κρυφή διάσταση στην οποία οι κατεξοχήν ήρωες μοιάζουν να παίρνουν έτσι κι αλλιώς σάρκα και οστά και να ζουν την δική τους ζωή, αποτελεί παραδοσιακά, κλασικό μοτίβο.  Η διαφορά έγκειται επί της ουσίας στην ιδέα του να δημιουργήσεις έναν νέο κόσμο, ακολουθώντας φυσικά τα μονοπάτια που εδώ και χρόνια έχεις σκάψει.  Και αφού έδωσες πνοή σε όλα εκείνα τα πλάσματα που πλάθουν την παιδική φαντασία (παιχνίδια, αυτοκινητάκια, τον Μπαμπούλα, τα ζωάκια του ζωολογικού κήπου κ.λ.π), έφτασε η στιγμή να αποκαλύψεις και την καθημερινότητα όλων εκείνων των ετερόκλητων χαρακτήρων που βρίσκονται "κλεισμένοι" πίσω από μια γυάλινη οθόνη.


Αυτό που ίσως έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ταινία, είναι οτι καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον σου αμείωτο, επειδή κατακερματίζει το σασπένς, σε διαφορετικά κομμάτια, με αποτέλεσμα να περιμένεις την επίλυση πολλών, και διαφορετικών προβλημάτων, όπως αυτά προκύπτουν από την πληθωρική δράση του Ralph.
Είναι γεγονός πως σε πολλά, σύγχρονα animation, υπάρχει μια γενική, κεντρική ιστορία, η οποία τις περισσότερες φορές διανθίζεται από κάποιες μικροιστορίες, που οδηγούν τον ήρωα σε ηθικά διλήμματα και διδάγματα.  Κάτι παρόμοιο θα δεις να συμβαίνει και στο "Wreck-It Ralph", εδώ που ο πρωταγωνιστικός μας καταστροφέας θέτει σε κίνηση πολλά, και ενδιαφέροντα μαζί νήματα, εκ των οποίων, στο τέλος του καθενός από αυτά, βρίσκεις και μια διδαχή, αναφορικά με κάτι που θα σε βοηθήσει να δεις τον κόσμο καλύτερα, και εσένα, να γίνεις καλύτερος "άνθρωπος".
Η φιλία, η πίστη στον εαυτό σου, η τόλμη, το θάρρος και η πραγμάτωση των ονείρων, αποτελούν αιώνιες θεματικές των animation εκείνων που μπορούν να αποτελέσουν εγγυημένη απόλαυση τόσο για μικρούς, όσο και για μεγάλους.  Σε περίπτωση λοιπόν που αναρωτιέστε αν ο Ralph έχει υποθεσιακό ψωμί να σας δώσει, αν αποφασίσετε να το δείτε με τα πιτσιρίκια σας, μάλλον θα εκπλαγείτε ευχάριστα.  Αν αποφασίσετε να το δείτε μόνοι σας μάλιστα, επιλέξτε την original, αγγλική version, με αγγλικούς υπότιτλους, διαφορετικά το πράγμα θα χάσει κάπου στους διαλόγους, μιας που το χιούμορ που προκύπτει από ορισμένες λέξεις, σίγουρα δεν μπορεί να αποδοθεί καθόλου σωστά στα ελληνικά.  Και επίσης να δηλώσω οτι η συγκεκριμένη ταινία θεωρώ πως ήταν από αυτές που χαντακώθηκαν ελεεινά, με την τρομερή ιδέα να έρθει στην Ελλάδα μόνο μεταγλωττισμένη, και με μόνο μια αίθουσα να την προβάλει κανονικά.  Συγχαρητήρια για ακόμη μια φορά...


Κατά τα άλλα όπως περιμένεις, η ταινία είναι ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα, που θα σε κάνει να ξεράσεις ουράνια τόξα από την ιλιγγιώδη, χρωματική της παλέτα, και την διαρκή κίνησή της.  Έχει γέλιο, έχει συγκίνηση, είναι τίγκα στην δράση και την περιπέτεια, ενώ  άπειρα είναι φυσικά και τα gags που παραπέμπουν σε ηλεκτρονικούς ήρωες και γλυκατζίδικα προϊόντα (κάπου εκεί θα δείτε τα μπισκότα Oreo να εκτελούν χρέη...φρουρών).
Όσον αφορά τις φωνές τις οποίες δανείζουν οι John C. Reilly στον Ralph, Sarah Silverman στην Vanellope, Jack McBrayer στον Felix και η Jane Lynch στην Calhoun, μάλλον θα συμφωνήσετε οτι αποτελούν ιδανικές επιλογές, ενώ δεν θα σας είναι και καθόλου δύσκολο να εντοπίσετε κάποια σαφέστατα κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στις animation μορφές και τους ηθοποιούς.  Για παράδειγμα, το τρελό μαλλί και ο συμπαθητικός όγκος του Reilly, μεταφράζεται ιδανικά στον Ralph, το μαύρο μαλλί της Silverman είναι ακριβώς το ίδιο στην αξιολάτρευτη Vanellope, ενώ και η ψηλόλιγνη κορμοστασιά της Lynch με το κοντοκουρεμένο, ξανθό μαλλί, αποτελούν βασικά στοιχεία της δικής της ηρωίδας.
Το "Wreck-It Ralph" συνίσταται άνετα για οικογενειακές, κινηματογραφικές βραδιές καθώς έχει τα πάντα: έξυπνο σενάριο, καλειδοσκοπικές εικόνες, τέρμα τα γκάζια δράση και μπόλικη, μπόλικη δόση ζάχαρης.  Αν δεν την έχετε δει, κάντε το.  Και απολαύστε ανεύθυνα!

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι αν δεν έχεις ένα βαζάκι Merenda δίπλα σου, δεν παλεύεται, οτι η φωνή της Silverman είναι όλα τα λεφτά και οτι πλέον θα βλέπω με άλλο μάτι τα αγαπημένα μου παιχνίδια.  Θα αναζητώ εκείνη την μπλε κουκίδα στο καλώδιο, ένδειξη οτι κάποιος χαρακτήρας, αποφάσισε να επισκεφθεί κάποιον φίλο του, στο γειτονικό arcade...


TRIVIA
  • Η αρχική απόφαση ήταν να παραμείνουν όλοι οι χαρακτήρες στην μορφή των 8-bit, σε όλη την διάρκεια της ταινίας.  Θεωρήθηκε όμως πως έτσι θα ήταν δύσκολο να καταστεί ο Ralph συμπαθής χαρακτήρας,
  • Τα ονόματα των ντονατ-αστυνομικών, Wynnchel και Duncan, αποτελούν μια έμμεση αναφορά σε δυο αμερικάνικες αλυσίδες ντόνατς, των Winchell's Donut House και Dunkin' Donuts.
  • Υπάρχουν μερικές πράσινες μέντες στην χώρα της Sugar Land, οι οποίες δημιουργούν την εικόνα του Mickey.
(ΠΗΓΗ IMDB)





Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Milocrorze - A love story: Surrealistic love

Καλησπέρα σε όλους!  Επιστρέψαμε και σήμερα με μια ταινιούλα την οποία οι περισσότεροι, μάλλον δεν θα γνωρίζουν.  Δεν πειράζει όμως, θα σας την γνωρίσω εγώ γιατί είναι ένα αποτέλεσμα τόσο σουρεαλιστικό και εντυπωσιακά καμμωμένο, ώστε ιδιαίτερα οι λάτρεις του ασιατικού cinema, δεν γίνεται να το προσπεράσουν.  Όσοι βέβαι συμμετείχαν στα φετινά Blogoscars, σίγουρα έχουν πάρει μια γερή πρέφα, αναφορικά με το τι πάει να πει "Mirokuroze" (όπως είναι ο original τίτλος του).  Για όλους τους υπόλοιπους είμαι εγώ εδώ, προκειμένου να σας μυήσω σε αυτό το άκρως, οτινανικό, σινεματικό ταξιδάκι.  Πάμε!


Μάλιστα.  Λοιπόν, είναι λιγάκι δύσκολο να περιγράψω την επακριβή ιστορία της συγκεκριμένης ταινίας, αλλά θα προσπαθήσω.  Και οτι καταλάβατε, καταλάβατε.
Η ταινία μας ξεκινά με την γνωριμία ενός καροτομάλλη πιτσιρικά, με φούξια σατέν παντελονάκι, και λαχανί πουλόβερ, ο οποίος ζει μια μοναχική και ανέμελα καρτουνίστικη ζωή, στο ταπεινό, πλήν σουρεαλιστικό (αρχίσαμε) σπιτικό του.  Μια μέρα ο γλυκούλης Ovreneli Vreneligare (ναι αυτό είναι το όνομά του, και ετοιμαστείτε να το ακούσετε στην ταινία γύρω στις εκατό φορές), θα πέσει ξερός από την ομορφιά της 30αρας Mirokuroze, με την οποία θα αποφασίσουν να...συζήσουν!  Και ο Ovreneli Vreneligare είναι τόσο ευτυχισμένος...
Από το σημείο εκείνο και μετά, αρχίζουν να μπλέκονται στην υπόθεση (ποια υπόθεση;) της ταινίας, ένα σωρό χαρακτήρες, ο καθένας από τους οποίους ακολουθεί την δική του story-κή πορεία, δημιουργώντας το προσωπικό του, υποθεσιακό γαϊτανάκι.  Η πιο ενδιαφέρουσα χωρίς αμφιβολία, ιστορία, είναι αυτή του καλοσυνάτου Tamon, ο οποίος ερωτεύεται μια ανθοπώλη, και αποφασίζει να την κάνει κορίτσι του.  Ο Tamon βέβαια είναι και ολίγον κινητή καταστροφή, μιας που όπου πάει, η γκαντεμιά τον ακολουθεί.  Έτσι λοιπόν θα πρέπει να περάσει από τα σαράντα κύματα (και κάτι παραπάνω), προκειμένου να καταφέρει να ζήσει την ζωή που επιθυμεί, στο πλευρό της όμορφης Yuri.  Και εν το μεταξύ ο Ovreneli Vreneligare, έχει μεγαλώσει και βλέπουμε την συνέχεια, και της δικής του ιστορίας αγάπης, διότι όπως λέει και ο τίτλος, αν αυτή η ταινία μιλάει για κάτι, αυτή είναι η αγάπη.  Μμμμ, όπως κι αν τη δεις δηλαδή.


Λοιπόν που λέτε, τον σκηνοθέτη, Yoshimasa Ishibashi, προφανέστατα και δεν τον ήξερα.  Οχι οτι έχει κάνει και πολλές, κινηματογραφικές δουλειές, αλλά αυτό μάλλον δεν έχει και μεγάλη σημασία, μιας που ο Ishibashi φαίνεται πως αποτελεί έτσι κι αλλιώς, καλλιτεχνική και τρελιάρικη προσωπικότητα εκεί στην Ιαπωνία.
Πιο συγκεκριμένα, είναι ένας καλλιτέχνης ο οποίος ασχολείται με το video, τις experimental ταινιούλες (κάτι καταλάβαμε) και την performance, ανήκοντας παράλληλα σε μια τοπική κολεκτίβα του Kyoto, την 'Kyupi Kyupi'.  Παράλληλα, έχει σκηνοθετήσει δουλειές για μουσεία τέχνης, και γενικότερα μάλλον τον λες ανήσυχη και εφευρετική φύση.
Το "Milocrorze", είναι μια ταινία που σαφέστατα δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην κινηματογραφική ζήτηση του κοινού, μιας που τα πάντα σε αυτήν την παραγωγή ουρλιάζουν σουρεαλισμό, κιτς αισθητική, εναλλακτική πραγματικότητα και τέλος πάντων όλα αυτά που μπορεί να κάνουν μια ταινία να ξεχωρίζει έτη φωτός από άλλες.  
Η αλήθεια είναι, πως αποφάσισα να την συμπεριλάβω στο blog μου, διότι πέρα από μια εντελώς διαφορετική πρόταση, είναι μια ταινία την οποία προσωπικά απόλαυσα στο έπακρο, για τον βασικό λόγο οτι λατρεύω οτιδήποτε έχει να κάνει με τα anime.  Το "Μilocrorze", έχει μια παιχνιδιάρικη διάθεση, και μια σεναριακή διάθεση που δύσκολα την εγκλωβίζεις σε καθημερινά, στερεοτυπικά καλούπια, ακριβώς όπως συμβαίνει σε εκατοντάδες anime, τα οποία μπορεί να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όπως την ξέρουμε, καταφέρνουν να δημιουργήσουν όμως το δικό τους σύμπαν, μέσα στο οποίο κάθε λέξη και κάθε πράξη, είναι απολύτως αποδεκτές και στην τελική, συμβατικές.  Σκεφτείτε το λοιπόν, σαν ένα live action anime.   Και μετά απολαύστε το.


Η αισθητική του "Milocrorze" νομίζεις πως είναι βγαλμένη από το μυαλό ενός τύπου, ο οποίος έχει αγαπημένο alter ego, τον μαυροπάνθηρα "Shaft", εμπνέεται από τις pulp μουσικές γέφυρες των ταινιών της δεκαετίας του '70, και λατρεύει παράφορα την pop art ματιά του Andy Warhol.  Αν τα πάρετε όλα αυτά και τα ρίξετε σε ένα δυνατό μπλέντερ, προσθέτοντας κάτι από καρακιτσάτο, τηλεοπτικό παιχνίδι του ΄80, σαμουραϊκή, eastern παράδοση και φαντεζί κοστούμια εποχής Ρένας Βλαχοπούλου, τότε έχετε πιάσει το νόημα του "Milocrorze".  Ένα μικρό δηλαδή, μη φανταστείτε.
Μακριά από οτι σας έχω προτείνει μέχρι τώρα, αναφορικά με την ασιατική κουλτούρα, η ταινία του Ishibashi, είναι ένα ξέφρενο, οπτικοακουστικό υπερθέαμα, το οποίο σίγουρα θα σας προσφέρει στιγμές απόλυτου fun, αλλά και σαφέστατου εντυπωσιασμού.  Σε στιγμές, ίσως μάλιστα σας θυμίσει και το "I'm a Cyborg but that's OK", ένα-κατά την γνώμη μου-underrated διαμαντάκι του Chan-wook Park, το οποίο εξετάζει το θέμα της ψυχικής νόσου, μέσα από ένα νέο, σουρεαλιστικό πρίσμα, το οποίο προσωπικά, δεν είχα εντοπίσει ποτέ άλλοτε σε ταινία, με παρόμοια θεματική.  Οι ομοιότητες ανάμεσα στις δυο ταινίες, εντοπίζονται στις πρωτότυπες, σκηνοθετικές τεχνικές και την δόμηση της κατάλληλης ατμόσφαιρας, προκειμένου ο σκηνοθέτης να καθοδηγήσει μαεστρικά τον θεατή, στο απελευθερωτικό του τέλος: είτε αυτό πρόκειται να χτιστεί μέσα σε μια ψυχιατρική πτέρυγα, είτε να οδηγηθεί σε ένα τελικό κρεσέντο, μέσα στο "παλάτι", μιας πόλης βυθισμένης στη σήψη και την παρακμή, όπως γίνεται στο "Milocrorze".


Φυσικά, προκειμένου να μπορέσει να στηθεί το όλο εγχείρημα του Ishibashi, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός ορισμένου, σεναριακού μοτίβου, το οποίο όπως καταλαβαίνετε, είναι το πολυφορεμένο θέμα της αγάπης.  Ακόμα και έτσι όμως, ο δημιουργός, αποφασίζει να το χρησιμοποιήσει μόνο ως μια αφορμή, προκειμένου να μας διηγηθεί το παραμύθι-εξτραβαγκάντζα του, χωρίς να υποπέσει στο ολίσθημα της ανίας και των συμβατικών, χαζοβιολέ ρομάντζων.  Αντιθέτως, ακόμα και το υποτυπώδες "love story" που εκτυλίσσεται ανάμεσα στο πιτσιρίκι, και την 30αρα, είναι φτιαγμένο από μια αθώα και εντελώς έξω από τα πλαίσια της παρεξήγησης, κατάσταση.  Βέβαια θεωρούμε και έξυπνο από μέρους του, πως το πράγμα δεν παίζει ανάποδα, να έχουμε δηλαδή έναν 30αρη, που σπιτώνει ένα ανήλικο κοριτσάκι.  Αυτό μάλλον δεν θα θέλαμε να το δούμε, ακόμα και στα πλαίσια μιας αλληγορίζουσας αναπαράστασης τύπου, "ο έρως χρόνια δεν κοιτά".
Επιστρέφοντας πάλι στο βασικό μας θέμα, ο Ishibashi, κάνει αυτό που βλέπουμε σε πολλές σύγχρονες, χολιγουντιανές χαζομάρες του σωρού, ενδεχομένως με καυστική διάθεση απέναντί τους (ή και οχι, δεν το γνωρίζω αυτό), μιας που αποφασίζει και ο ίδιος να πλέξει διαφορετικές μεταξύ τους ιστορίες, μέσα στα ίδια κάδρα, με κατά κάποιον τρόπο, η μια, να μας οδηγεί οπτικά στην έναρξη της άλλης, και πάει λέγοντας.  Ακόμα και έτσι όμως, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την διάθεσή του, για πολύχρωμες, ζαχαρούχες σεκάνς, slow motion που προσδίδει κάτι από το extra ηρωικό στον πρωταγωνιστή, και μια ανάγκη να μπλέξει πολλά και διάφορα στοιχεία κουβάρι, προκειμένου να απογειώσει τις-έστω-εμπλεκόμενες, ιστορίες αγάπης, οι οποίες στην τελική δεν μπλέκονται ουσιαστικά μεταξύ τους, αλλά μόνο κατ' εικόνα.  Και μάλιστα σύντομη.


Η τελική σεκάνς, είναι πραγματικά από τα πιο εντυπωσιακά στιγμιότυπα που έχω δει τελευταία σε ταινία, διότι παραπέμπει εύκολα, ακόμα και σε graphic novel δημιούργημα, γεμάτο αίμα, θάνατο και πόρνες.  Και πωρωτική μουσική, έτσι για να γίνει ακόμα πιο νόστιμο.
Όσον αφορά ερμηνείες και τα συναφή, τι να πω και εγώ η κοινή θνητή;  Αν διάβαζα το σενάριο, θα ήθελα και εγώ να παίξω, ακόμα και αν έκανα κάποια που περπατάει στο βάθος του δρόμου και παίζει σε φλου.  Οι υποκριτικές ικανότητες των συμμετεχόντων, δεν τίθεται αμφιβολία οτι είναι καλές, επειδή ακριβώς τα βγάζουν υπέροχα πέρα, σε αυτό το φαντασιόπληκτο κατασκεύασμα, που περιλαμβάνει ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι μπορείς να φανταστείς.  Ιδιαίτερα kudos, αξίζουν φυσικά στον ταλαίπωρο κεντρικό ήρωα, και το φραουλένιο αγοράκι (φραουλένιο γιατί έχει πορτοκαλί μαλλί, ακριβώς όπως και ο Ichigo στο "Bleach", το οποίο "ichigo", σημαίνει φράουλα.  Ε τι σκατά μάθαμε τόσα χρόνια που το βλέπαμε;), ο οποίος κερδίζει τις εντυπώσεις.  Κυρίως επειδή είναι τόσο φραουλένιος.
Το "Milocrorze" είναι για αυτούς που αγαπούν τις περίεργες και παράδοξες ταινίες, αυτούς που αρέσκονται στο οτινανικό παραλήρημα του σύγχρονου, ασιατικού κινηματογράφου και γι' αυτούς που τολμούν στην τελική να δουν, κάτι διαφορετικό.  Δεν πρόκειται να την ξεχάσετε αυτήν την ταινία.  Με τίποτα.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η αγάπη μακραίνει το μαλλί, οτι το καπάκι της κατσαρόλας, έχει και άλλη χρήση και οτι στην φαντασίωση ενός αρσενικού, η ποθητή γυναίκα, μένει για πάντα νέα.

No trivia

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

The Sessions: Sex for everyone

Καλημέρα καλημέρα και πάλι σε όλους!  Βρισκόμαστε μια εβδομάδα ακριβώς πριν από τα φετινά Blogoscars, και την αλήθεια μου θα την πω.  Καλά, είναι δυνατόν να έχουν μόνο 81 συμμετοχές, την εποχή που πέρσι συγκεντρώθηκαν 130 άτομα;  Για παρακαλώ μπείτε στην official σελίδα και δηλώστε συμμετοχή, γιατί μου φαίνεται πως το παραφορτώσαμε στον κόκκορα το event, και κρίμα είναι τέλος πάντων.
Στα δικά μας λοιπόν, σήμερα, θα ασχοληθούμε με μια ταινιούλα που προκάλεσε αίσθηση στις περασμένες, Νύχτες Πρεμιέρας και οχι άδικα, αφού αποτέλεσε μια από τις πιο fun επιλογές, ανεξάρτητα από το θέμα της, το οποίο και σοβαρό είναι και θα μπορούσε να καταλήξει σε βαρύ και ασήκωτο δράμα.  Κι όμως, το "The Sessions" είναι στην τελική μια από τις πιο feel good ταινίες της χρονιάς.  Και με το δίκιο του.  Για να δούμε...


Ο 38χρονος Mark O'Brien (John Hawkes), είναι ένας σπιρτόζος δημοσιογράφος και ποιητής, με καυστικό χιούμορ και ατακαδόρικη διάθεση, που ζει μια φιλήσυχη ζωή.  Θα έλεγε κανείς δηλαδή οτι ο Mark, αποτελεί τον τύπο της διπλανής πόρτας.  Σωστό.  Αποτελεί όμως και τον τύπο ο οποίος είναι καθηλωμένος από την ηλικία των έξι ετών, σε ένα ένα ογκώδες μεταλλικό κουτί, το οποίο τον κρατάει στην ζωή.  Ο Mark έχοντας προσβληθεί από πολιομυελίτιδα στην τρυφερή, παιδική του ηλικία, έχει στην ουσία περάσει όλα του τα χρόνια, υποστηριζόμενος από το μηχάνημα και με την βοήθεια πάντα μιας νοσοκόμας, η οποία είναι υπεύθυνη για την διαρκή φροντίδα του.  Αν και στην περίπτωσή του το σώμα είναι ασθενές, το πνεύμα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ζωηρό, μιας που έχοντας αποδεχτεί την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, δεν παύει στιγμή να αστειεύται και να περνάει καλά όπως μπορεί.  Βέβαια οδεύοντας πλέον ολοταχώς προς τα 40, ο Mark έχει έναν κάποιον καημό και συγκεκριμένα έναν, ο οποίος ταυτίζεται με μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής: το σεξ.  Βλέπετε ο ίδιος δεν έχει κάνει ποτέ στην ζωή του σεξ, μιας που η καθηλωτική του κατάσταση δεν του το επιτρέπει.  Παρόλα αυτά, ενεργητικός όπως είναι, θα αποφασίσει πως ποτέ δεν είναι αργά, θα συμβουλευτεί τον χιουμορίστα, φίλο του παπά, Father Brendan (William H. Macy), καθώς και την ατσάλινη βοηθό του, Vera (Moon Bloodgood), και θα προσλάβει μια sex surrogate, την Cheryl (Helen Hunt), η οποία θα τον βοηθήσει να γνωρίσει τις χαρές της σεξουαλικής συνεύρεσης.  Όπως είναι όμως φυσικό τα πράγματα δεν θα είναι και τόσο εύκολα, είτε μιλάμε για πρακτικούς, είτε για συναισθηματικούς λόγους...


Το "The Sessions" αποτελεί μια από εκείνες τις περιπτώσεις ταινιών, η οποία, όπως ανέφερα και πιο πάνω, παρά το γεγονός οτι έχει στο κέντρο της ένα θέμα-και δη υγείας-το οποίο και σοβαρό είναι και απειλητικό για την ίδια την ύπαρξη ενός ατόμου (απλό παράδειγμα το οποίο βλέπουμε σε κάποια φάση και εδώ, είναι τι γίνεται όταν κοπεί το ρεύμα), μοιάζει εντούτοις να λειτουργεί περισσότερο προσδιοριστικά, όσον αφορά την ταυτότητα και την προσωπικότητα του χαρακτήρα, παρά σαν αφορμή για κλάματα και δράματα.  Ο ίδιος μάλιστα ο σκηνοθέτης, δεν έχει ως στόχο την πρόκληση και του παραμικρού οίκτου του θεατή, απέναντι στον πρωταγωνιστή του.  Αντιθέτως, τον τοποθετεί σε μια θέση απόλυτου εναρμονισμού με την κατάστασή του, ανάγοντάς τον στην τελική σε έναν πραγματικό αγωνιστή της ζωής, χωρίς όμως τις περιττές υπερβολές και τις μελοδραματικές εξάρσεις που θα περίμενε κανείς.  Εξάλλου το γεγονός οτι η ταινία κέρδισε στο περσινό φεστιβάλ του Sundance, το Βραβείο Κοινού, καθώς και το Special Jury Prize, αποδεικνύει εκτός των άλλων, πως είναι και μια ταινία από τις χαρακτηριστικά ανεξάρτητες, από αυτές δηλαδή που κάθε χρονιά κερδίζουν ένα κομμάτι από την κινηματογραφική πίτα και καλά κάνουν.  Έτσι γιατί τις περισσότερες φορές το αξίζουν, ακριβώς όπως και εδώ.


Ο Αυστραλο-αμερικανός σκηνοθέτης, Ben Lewin, είχε θα λέγαμε και έναν παραπάνω, περισσότερο βιωματικό λόγο για τον οποίο ασχολήθηκε τόσο με την συγγραφή του σεναρίου, όσο και με την σκηνοθεσία του "The Sessions".  Ο λόγος είναι πως και ο ίδιος στην ηλικία των έξι ετών, 'χτυπήθηκε' από την πολιομυελίτιδα, με αποτέλεσμα έκτοτε οι πατερίτσες, να γίνουν η προέκταση του εαυτού του.
Βλέποντας δημιουργούς να αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας ταινίες, οι οποίες περιλαμβάνουν μια εσάνς από δικά τους, προσωπικά θέματα και προβλήματα, θα έλεγε κανείς πως στην συγκεκριμένη περίπτωση, η αντικειμενική ματιά του σκηνοθέτη, μάλλον βρίσκεται κάπου στο μηδέν, με την υποκειμενική διάσταση του πράγματος να είναι αυτή που κυριαρχεί.  Και όμως, σε περιπτώσεις όπως αυτές του Levin, (αλλά και του εξίσου πρόσφατου David O. Russell, ο οποίος στην νέα του ταινία "Silver Linings Playbook", θέτει σε μια βάση το θέμα της διπολικής διαταραχής, από την οποία πάσχει και ο γιος του), αντικειμενικότητα και υποκειμενικότητα μοιάζουν να βαδίζουν χέρι-χέρι, και αυτό γιατί αφενός οι δημιουργοί δεν θέλουν να καταστεί το αποτέλεσμά τους ολοκληρωτικά προσωπικό, και αφετέρου γιατί όντας γνώστες της εκάστοτε θεματικής τους, ίσως και να αντιλαμβάνονται καλύτερα και πιο αποτελεσματικά τον τρόπο απόδοσης της ιστορίας τους.
Ο λόγος λοιπόν για τον οποίο αυτό το ταινιάκι μοιάζει τόσο απίστευτα αισιόδοξο, μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί εκτός από την διάθεση του σκηνοθέτη, και στην ειλικρινή αγάπη για ζωή του πραγματικού Mark O'Brien, μιας που η ταινία βασίζεται στην αληθινή του ιστορία και πιο συγκεκριμένα στην έκθεση που είχε γράψει ο ίδιος ο O'Brien με τίτλο, "On Seeing a Sex Surrogate". 


Η επιλογή του σωστού cast σε τέτοιου είδους ταινίες, οι οποίες βασίζονται ουσιαστικά στις ερμηνείες τους, είναι φυσικά καίριας σημασίας, μιας που είτε θα χαντακώσουν το όποιο εγχείρημα, είτε θα το απογειώσουν.  Στην περίπτωση του Sessions, το πράγμα μάλλον κλείνει περισσότερο προς το δεύτερο, αφού όλες οι ερμηνείες χαρακτηρίζονται από μια υπέροχα φρέσκια και αισιόδοξη αντιμετώπιση ενός θέματος που παίζει στο background και που η ερμηνεία του Hawkes, σε κάνει σχεδόν να ξεχνάς οτι πρόκειται για έναν άνθρωπο καθηλωμένο από πάντα, σε μια οδυνηρή, οριζόντια στάση.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ταινίας, είναι οτι αντιμετωπίζει το σεξ, ως μιας μορφής κινητήρια δύναμη, ως ένα γεγονός που μπορεί να αλλάξει εντελώς την κοσμοθεωρία ενός ατόμου, όσο μη τελετουργικό και καθαρά συμβατικό κι αν είναι.  Είναι σαν ο ρομαντικός ποιητής Mark, να εμποτίζει λίγο αργότερα την ποίησή του με "βρώμικα" στιχάκια και πονηριά, τα οποία πηγάζουν απευθείας από την "δουλειά" που γίνεται, με την ευγενική Cheryl.
Η ταινία δεν μασάει τα λόγια της, αλλά αντιθέτως αποκτά από ένα σημείο και μετά, ένα καθαρό και επαναλαμβανόμενο, σεξουαλικό λεξιλόγιο, το οποίο μέσα στην αίθουσα, ίσως και να φέρει μερικούς πουριτανούς θεατές, σε δύσκολη θέση.  Άσχετα αν το σεξ είναι κάτι που-οποία έκπληξις!-κάνουν και αυτοί.
Ακριβώς λοιπόν επειδή οι shocking διάλογοι δίνουν και παίρνουν, είτε ως μορφή απλής συζήτησης, είτε κατά την διάρκεια των υποδείξεων από την Cheryl για το...τι πάει και που, ο Levin τους τοποθετεί στην υπόθεσή τους, ως ένα απόλυτα φυσιολογικό κομμάτι της καθημερινότητας ενός 40αρη παρθένου, χωρίς μυξοπαρθενικές αντιδράσεις και αποτροπιασμό.  Και ακριβώς για τον λόγο αυτό, η σεξουαλική απελευθέρωση του ήρωα γίνεται θέμα κοινό, ανάμεσα στον πνευματικό του, την βοηθό του και ένα σωρό ακόμη άτομα (πολλά από τα οποία αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα υγείας, αν και σε μικρότερο βαθμό) τα οποία σπεύδουν προς βοήθεια.  Καμία ντροπή δεν έχει θέση εδώ.  Μόνο η ανθρώπινη περιέργεια, το ένστικτο και η βιωματική διαδικασία του σεξέρωτα.


Εκτός από την αφηγηματική μορφή της σκηνοθεσίας, οι ερμηνείες έχουν βεβαίως τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.  Ο John Hawkes αποτελεί το αστέρι που λάμπει, και παρά το γεγονός οτι η καριέρα του ως ηθοποιός είχε ήδη ξεκινήσει από την δεκαετία του ΄80, η πραγματική αναγνώριση ήρθε μόλις τα τελευταία χρόνια.  Από το "Winter's Bone" και μετά, το όνομά του έγινε συνώνυμο αξιόλογων, indie ως επί το πλείστον παραγωγών, συνεχίζοντας να μας εκπλήσσει με την άγρια, ερμηνευτική του ικανότητα, και στο περσινό "Martha Marcy Mae Marlene".  Εδώ καταλήγοντας στο άλλο άκρο, αυτό ενός ευαίσθητου και τσαχπίνη άνδρα, δίνει ρέστα με την προσήλωση στον ρόλο του παράλυτου, αναπαριστώντας με τρομακτική ομοιότητα άτομα, που πάσχουν από την ίδια ασθένεια.  Και επειδή εξαιτίας της σωματικής του κατάστασης, η κάμερα επικεντρώνεται στο πρόσωπό του, δεν χρειαζόμαστε και άλλες υποδείξεις, αναφορικά με το μεγαλείο του Hawkes: βαθιά ανθρώπινος και γεμάτος θετική διάθεση, είναι πραγματικά υπέροχο να τον βλέπεις να επικοινωνεί, οχι μόνο με το στόμα, αλλά και με το βλέμμα του, σαρώνοντας ερμηνευτικά και αποτελώντας την μέγιστη αδικία που δεν προτάθηκε φέτος για Oscar.  Εξίσου καλός είναι και ο Macy, στον ρόλο του πάτερ, ο οποίος αποδεικνύει οτι το θρησκευτικό πνεύμα, μπορεί να συμβαδίζει άψογα με τις συζητήσεις περί ερωτικής πράξης, αποτελώντας τον τέλειο, χιουμοριστικό (ω ναι, ναι) παρτενέρ του Hawkes και δίνοντας μια απολαυστική ερμηνεία, ακομπλεξάριστη και χαλαρή.  Και η Hunt όμως, είναι όπως πάντα βράχος στον ρόλο που τις ανατίθεται.  Είτε ντυμένη, είτε γυμνή, αποκτά μια απρόσμενη χημεία με τον Hawkes, γίνεται μούσα του σεξ και αποδεικνύει οτι οι 50αρες ίσον με δυο 25αρες.
Το "The Sessions" είναι μια ταινία αισιόδοξη και απόλυτα feel good, με καλογραμμένος διαλόγους, σπιρτάδα και γλυκόπικρη ομορφιά.  Αν δεν την έχετε ήδη δει, ρίξτε μια ματιά και δεν θα απογοητευτείτε.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι αυτά τα πουκάμισα των '80s, είναι σκέτα έργα τέχνης, οτι το όνομα Moon Bloodgood είναι απλά τέλειο και οτι ένας πάτερ με αμφίεση σπορ και μπαντάνα στο κεφάλι, είναι must.


Νo trivia 



Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Silver Linings Playbook: Always look on the crazy side of life

NEW ARRIVAL (από αύριο, 31/01, στους κινηματογράφους)

Γεια σας, γεια σας!  Μετά από απουσία δυο ημερών, κατά τις οποίες δεν ανέβασα ταινιούλα μιας που βρισκόμουν εκτός Αθηνών, είπα να επιστρέψω και πάλι, γιατί έχουμε αφήσει στην μέση μπόλικες ακόμα ταινίες που αξίζουν την προσοχή μας, ιδιαίτερα λίγο πριν τα πολυαναμενόμενα blogoscars.  Έτσι λοιπόν, και για να είμαστε και μέσα στο κλίμα, σήμερα, θα ασχοληθούμε με μια πολύ feel good ταινία (ακόμα κι αν δεν την φαίνεται), η οποία θα κυκλοφορήσει από αύριο στις ελληνικές αίθουσες και που καλά θα κάνετε να σπεύσετε να την δείτε.  Πιστέψτε με, το "Silver Linings Playbook", είναι ένα από τα καλύτερα films της φετινής χρονιάς, με μερικές μάλιστα, από τις καλύτερες ερμηνείες.  Χωρίς πολλά πολλά λοιπόν, ξεκινάμε.


Ο Pat Solitano (Bradley Cooper), έχει μόλις βγει από το ψυχιατρικό ίδρυμα στο οποίο ήταν εγκλεισμένος τους τελευταίους μήνες, έπειτα από την ατυχή στιγμή κατά την οποία βρήκε την γυναίκα του να χαριεντίζεται με έναν συνάδελφό της από την δουλειά, μέσα στο ντους.  Σε κατάσταση υστερίας ο Pat, έριξε στον εραστή ένα μπερντάκι ξύλο που θα το θυμάται σίγουρα όλη του τη ζωή και μετά από αυτό το ψυχολογικό breakdown, μπήκε στο ίδρυμα για να ηρεμήσει.  Στο μεταξύ η γυναίκα του τον παράτησε (και εσύ μωρή γκαμήλα, δε φτάνει που τον απάτησες, τον παράτησες κιόλας; ουστ!), και ολόκληρος ο κοινωνικός περίγυρος άρχισε να αντιμετωπίζει τον Pat, ως πρώτης τάξεως τρελό.  Παρόλα αυτά ο ίδιος, ανανεωμένος και λιγότερο ευέξαπτος, θα αποφασίσει να κάνει μια νέα αρχή, μετακομίζοντας και πάλι στο πατρικό του, εκεί όπου οι γονείς του, θα τον βοηθήσουν να μπει και πάλι στον ίσιο δρόμο.  Τόσο ο πατέρας του Pat (Robert De Niro), ο οποίος του έχει μεταδώσει κάτι από τον ψυχωτικό του κόσμο, όσο και η γλυκύτατη μητέρα του Dolores (Jacki Weaver), είναι πρόθυμοι να κάνουν οτι περνάει από το χέρι τους, προκειμένου ο γιος τους να μπορέσει επιτέλους να σταθεί μια και καλή στα πόδια του.  Φυσικά και επειδή η μοίρα πάντα κρύβει το καλύτερο για το τέλος, η εμφάνιση στην ζωή του Pat, μιας γοητευτικής και μυστηριώδους γυναίκας, της Tiffany (Jennifer Lawrence), θα φέρει στην καθημερινότητά του την απαραίτητη δόση καρυκεύματος, ακόμα και αν εκείνος φαίνεται να μην έχει πάρει χαμπάρι τίποτα.  Βέβαια η Tiffany, έρχεται πακέτο με τα δικά της...θεματάκια, οπότε κάπου εκεί τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο και ο Pat πρέπει να πάρει τελικά μερικές σοβαρές, ενήλικες αποφάσεις...


Ο σκηνοθέτης του "Three Kings" και του πιο πρόσφατου "The Fighter" (το οποίο βραβεύθηκε με δυο Oscar, αυτά για τον Β' Ανδρικό και Β' Γυναικείο, τα οποία κέρδισαν δυο χρόνια πριν οι Christian Bale και Melissa Leo), David O. Russell, επιστρέφει και πάλι, μεταφέροντας αυτή τη φορά την ομώνυμη, best-seller νουβέλα του συγγραφέα Matthew Quick και θέτοντας στο κινηματογραφικό του μικροσκόπιο τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα και τις κωμικοτραγικές, οικογενειακές καταστάσεις των ηρώων του.
Παρά το γεγονός οτι το "Silver Linings Playbook" αποτελεί επί της ουσίας ένα δράμα με μια ξεκάθαρα κωμική εσάνς, ακόμα και έτσι, ο Russell υφαίνει έναν καθημερινό κόσμο προβλημάτων, αληθινών χαρακτήρων και αναπόφευκτης φέτας γλυκόπικρης ζωής, χωρίς να καθιστά το εξαιρετικό υλικό που έχει στα χέρια του, ούτε μελό, ούτε όμως και κακέκτυπο μιας απλής πραγματικότητας.  Αντιθέτως, αυτό που γίνεται ξεκάθαρο από την αρχή είναι πως πρώτο του μέλημα αποτελούν οι ήρωες και η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, οι οποίοι παραπέμπουν εύκολα στο φίλο, τον γείτονα ή τον τύπο της διπλανής πόρτας, κερδίζοντας έτσι πόντους στην συνείδηση του θεατή, ο οποίος ταυτίζεται μαζί τους και συμπάσχει στο υποτυπώδες "δράμα".  Προσοχή όμως, όταν λέμε δράμα, εννοούμε την ύπαρξη μιας στοιχειώδους πλοκής, πάνω στην οποία θα μπορέσει να εξελιχθεί η υπόθεση και μαζί με αυτή και οι συμμετέχοντες ήρωες.  Δεν αναφερόμαστε στο δράμα με την έννοια του δακρύβρεχτου (αν και πολλοί δημιουργοί τείνουν να απαιτούν εκβιαστικά το δάκρυ από το κοινό, πασάροντάς τους καταστάσεις που καταντούν τραγικά μελοδραματικές), αλλά καθαρά με αυτή της ύπαρξης μιας ιστορίας.  Και εδώ ο Russell πετυχαίνει διάνα.


Το μακρινό 1981, η ταινία του Warren Beatty (ο οποίος είχε αναλάβει χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού), "Reds", κατάφερε το ακατόρθωτο: να βρεθούν και οι τέσσερις πρωταγωνιστές της υποψήφιοι, για τα Oscar Α' και B' ρόλου.
Μετά από 32 ολόκληρα χρόνια ο Russell έσπασε αυτό το ρεκόρ στις φετινές υποψηφιότητες των χρυσών αγαλματιδίων, με τους πρωταγωνιστές του να διεκδικούν και τα τέσσερα βραβεία ερμηνείας (οι De Niro και Wheaver για Β', και οι Cooper και Lawrence για Α').  Εκτός αυτού, το "Silver Linings Playbook", είναι και η πρώτη ταινία μετά το "Million Dollar Baby", η οποία τσίμπησε υποψηφιότητες σε όλες τις καλές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών για Καλύτερη Ταινία της χρονιάς, Καλύτερη Σκηνοθεσία και Καλύτερου Σεναρίου.  Και κάπου εκεί εσείς θα με ρωτήσετε αν αξίζει η ταινία όλο αυτό το σούσουρο.  Και εγώ θα σας πω οτι ναι, αξίζει, αρκεί να ξέρετε τι θα πάτε να δείτε.
Καταρχάς η σκηνοθεσία του Russell θα μπορούσε κανείς να πει οτι δεν χαρακτηρίζεται από κάποια συγκεκριμένη τεχνική, ούτε οτι εμπεριέχει εντυπωσιακά κόλπα, περίεργες γωνίες λήψεως, φίλτρα, και γενικώς τίποτα από όλα αυτά που μας κάνουν να απολαμβάνουμε σε καθαρά κινηματογραφική διάσταση, άλλες ταινίες.  Παρόλα αυτά δεν μπορεί να αμφισβητήσει και κανείς το γεγονός, οτι η σκηνοθετική του ματιά είναι τόσο φρέσκια, ανάλαφρη και αναζωογονητική, ώστε είναι αδύνατον να μη σε παρασύρει με τις γρήγορες εναλλαγές της και την προσήλωση στους ήρωες.  Εξάλλου από μόνο του το original υλικό, σε κάνει να αποζητάς σε πρώτη φάση το στήσιμο των χαρακτήρων και τους ουσιώδεις διαλόγους που δίνουν και παίρνουν, και σε δεύτερη βάση την σκηνοθεσία, η οποία λειτουργεί υποστηρικτικά μεν, κάνει σπουδαία δουλειά δε.


Συνεχίζοντας την αναφορά στους λόγους για τους οποίους αξίζει να δει κανείς αυτή την ταινία, σίγουρα θα βάλουμε σε αυτούς το καλοδουλεμένο σενάριο, πάνω στο οποίο όπως φαίνεται ο O. Russell, έχει ρίξει το μεγαλύτερο βάρος (μιας που εκτός από την σκηνοθεσία, ανέλαβε και την προσαρμογή του σεναρίου).
Η υπόθεση, όσο απλοϊκή και καθημερινή κι αν φαίνεται, είναι μάλλον η ιδανική λύση στην ανάδειξη των υπέροχων ερμηνειών (θα έρθουμε και σε αυτό), αφού δεν χρειάζεται ούτε περιττά φτιασίδια, ούτε υπερβολές, προκειμένου να καταστεί αρεστή.   Ίσα-ίσα που ακριβώς αυτή η απλότητά της, και το μιουτάρισμα ενός εν δυνάμει σοβαρού, ψυχικού προβλήματος, όπως αυτό από το οποίο διακατέχεται ο ήρωας, να είναι αυτό που δίνει στο σενάριο τις απαραίτητες μόνο δόσεις οικογενειακού δράματος, απομακρύνοντας τον σκόπελο μιας ενδεχόμενης υπερ-μελούρας.  Θα έλεγε κανείς μάλιστα πως η προσωπική ιστορία του σκηνοθέτη, ο γιος του οποίου πάσχει από διπολική διαταραχή, ίσως και να λειτούργησε αντιθετικά, θέτοντας εν προκειμένω τον χαρακτήρα του Cooper, σε μια πιο αποστασιοποιημένη κατάσταση, στην οποία αφενός υπάρχει μια κάποια προβληματική, αφετέρου δεν την αφήνει να καταπιεί ολόκληρο τον "κόσμο" του ήρωά του.  Σε έναν βαθμό, λειτουργεί μάλιστα εξαγνιστικά, προκειμένου ο Pat να έρθει αντιμέτωπος με το εγώ του, να το αποδεχθεί και να προχωρήσει.
Σε παρόμοιους ρυθμούς κινούνται και οι σπιρτόζικοι διάλογοι, οι οποίοι καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της ταινίας, γεμίζοντας διαρκώς τα πλάνα σαν εναλλακτική σκηνοθεσία και δίνοντας στην ταινία ένα εντελώς ανεξάρτητο feeling που της πάει πολύ.  Ειδικά οι διαρκείς συζητήσεις ανάμεσα στους Cooper-Lawrence, είναι από τους καλύτερους που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, για έναν απλό λόγο: είναι φυσικοί, ειλικρινείς και εντελώς αβίαστοι, γεγονός στο οποίο σίγουρα βοηθάει και η ιδανική χημεία που επικρατεί ανάμεσα στους δυο γοητευτικούς ηθοποιούς.


Τέλος, αξίζει να κάνουμε και μια αναφορά στις ερμηνείες, οι οποίες αποτελούν το δυνατό χαρτί της ταινίας.
Από τη μια πλευρά έχεις τον De Niro, ο οποίος αποφασίζει επιτέλους να αφήσει τις σάχλες κατά μέρος, και να υποδυθεί τον παραδοσιακό πατέρα, με πίστη και συναίσθημα, απέναντι στον γιο που χρειάζεται όπως όπως την βοήθεια του.  Πωρωμένος με τους Eagles και έχοντας κληροδοτήσει κατά τρόπο ατυχή, τον εμφανή ψυχαναγκασμό του στον Pat, είναι ενδιαφέρον να παρακολουθείς το πως οι δυο αυτοί άνδρες, εμπλέκονται σε μια κατάσταση κοινής αποτίναξης του προβλήματός τους, βαδίζοντας σε παρόμοια μονοπάτια, ακόμη και αν ο κινηματογραφικός χρόνος του Cooper με τον De Niro, είναι σαφέστατα λιγότερος από αυτόν με την Lawrence.  Έπειτα έχεις και την Αυστραλέζα Jacki Weaver, η οποία μετά το πολύ καλό "Animal Kingdom", επιστρατεύεται εδώ και πάλι, στον ρόλο της μητέρας, μιας καλόκαρδης και πρόσχαρης γυναίκας που ετοιμάζει μεζεδάκια, και υπομένει στωικά τις συναισθηματικές εξάρσεις του γιου της.  Βέβαια αν κάποιοι κλέβουν την παράσταση, αυτοί είναι οι δυο νεαροί πρωταγωνιστές.  Η Lawrence αποδεικνύει για ακόμη μια φορά γιατί θεωρείται το next best thing του Hollywood, βαδίζοντας ολοταχώς για το Oscar.  Τρελή, σεξομανής και κυκλοθυμική, αποτελεί την ιδανική ενσάρκωση του θηλυκού, στο πλευρό του Cooper, ο οποίος δίνει με την σειρά του μια θαυμάσια ερμηνεία και επιτέλους μας παρουσιάζει τον ηθοποιό μέσα του, που δεν είναι μόνο ωραία χαμόγελα και κοιλιακούς, αλλά έχει πράγματι "ψωμί" να δώσει.  Με το αινιγματικό του βλέμμα, τις σπασμωδικές του κινήσεις και την θλίψη στο κυνήγι της συζύγου του, κρατάει όμορφα τις ισορροπίες ανάμεσα στο σοβαρό και στο κωμικίζον στοιχείο, δίνοντας την καλύτερή του ερμηνεία μέχει τώρα.
Το "Silver Linings Playbook" είναι ένα από τα πιο απρόσμενα, feel good ταινιάκια.  Ανάλαφρο, με σωστές πινελιές συναισθηματισμού, δυνατές ερμηνείες και ένω soundtrack που περιλαμβάνει από Stevie Wonder και Led Zeppelin, μέχρι Bob Dylan, Johnny Cash και μουσική από το Danny Elfman(!), είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες τις χρονιάς.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η σκουπιδοσακούλα στο τρέξιμο βοηθάει, οτι τα δημητριακά στο ραντεβού "λένε" και οτι η Julia Stiles κακο-μεγάλωσε.  Ναι, κάπου παίζει και η Julia.


No trivia