Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα alternate future. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα alternate future. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

The World's End: Beer up and let's boo-boo!

Χαιρετώ για ακόμη μια εβδομάδα.  Παρά το γεγονός πως η διάθεση δεν χτυπάει και ακριβώς ταβάνι, θα προτείνω σήμερα μια ταινιούλα που πρέπει να δείτε για να διασκεδάσετε και να περάσετε μια απόλυτα fun βραδιά, ιδανικά, μαζί με την καλύτερή σας παρέα.
Πριν περάσουμε όμως στο "The World's End", να πούμε και δυο πράγματα για τις ταινίες που βγήκαν στις αίθουσες αυτή την εβδομάδα.  Έχουμε και λέμε λοιπόν: "Diana" (άστο καλύτερα), "Τhe Fifth Estate" (not bad, αλλά μπορούσε και πολύ καλύτερα), "La Grande Belezza" (δες το οπωσδήποτε, θα τα πούμε και απο'δω κάποια στιγμή γι'αυτή τη ταινία), "The Hunger Games: Catching Fire" (πολύ καλή συνέχεια του μέτριου πρώτου που αξίζει να την δεις, ιδιαίτερα αν αρέσκεσαι στην νεανική περιπέτεια φαντασίας) και last but not least, "The Broken Circle Breakdown" (ζευγαρικό σπαραξικάρδιο δράμα αξιώσεων, με εξαιρετικό soundtrack και δυνατές ερμηνείες).
Και τώρα στα δικά μας: "The World's End" it is!


Ο Gary King (Simon Pegg) και οι κολλητοί του, αποτελούσαν τον μόνιμο πονοκέφαλο της μικρής πόλης του Newton Heaven.  Σαν ζωηροί έφηβοι που ήταν, έμπλεκαν διαρκώς σε κωμικά ευτράπελα, έπιναν μέχρι πρωίας και γυρόφερναν τον τοπικό, γυναικείο πληθυσμό που άξιζε την προσοχή τους.
Τα χρόνια όμως πέρασαν, η παρέα διαλύθηκε και ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.  Ή μάλλον οχι ακριβώς, μιας που ο Gary δεν κατάφερε ποτέ να αφήσει πίσω το "ένδοξο", εφηβικό του παρελθόν.  Το αποτέλεσμα τον θέλει εγκλωβισμένο σε μια ενήλικη πραγματικότητα, από την οποία πασχίζει, αλλά δεν καταφέρνει να ξεφύγει.  Σε μια προσπάθεια να κρατηθεί λιγάκι περισσότερο από αυτά που κάποτε έμοιαζαν να έχουν σημασία, θα καλέσει σε reunion τους παλιούς του φίλους, προκαλώντας τους να ολοκληρώσουν την νύχτα της μεγάλης...μπυροποσίας των νιάτων τους.  Η "αποστολή" θέλει την παρέα να επισκέπτεται και τις δώδεκα(!) τοπικές pub, για ένα πρώτης τάξεως αλκοολικό όργιο, προκειμένου να τερματιστεί επιτέλους το λεγόμενο "Golden Mile".  Η επιστροφή τους όμως στην πόλη δεν θα είναι αυτό ακριβώς που είχαν φανταστεί, μιας που κάτι παράξενο μοιάζει να συμβαίνει εκεί και οι ίδιοι θα αποτελέσουν χωρίς να το ξέρουν, την μοναδική ελπίδα σωτηρία της ανθρωπότητας...


Με το "The World's End" ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Edgar Wright ολοκληρώνει την κινηματογραφική του τριλογία "Cornetto", η οποία έχει χαρακτηριστεί έτσι με αφορμή την παρουσία ενός παγωτού Cornetto τόσο στο "Hot Fuzz", όσο και στο "Shaun of the Dead".  Φυσικά θα το δεις και στο "The World's End", στο οποίο εμφανίζεται ως περιτύλιγμα που παρασύρεται από τον αέρα, κάπου στο τέλος.
Η αλήθεια είναι πως περιμέναμε με ανυπομονησία την συγκεκριμένη ταινία, καθώς όσοι αρέσκονται στο χιούμορ και φυσικά στις πρωταγωνιστικές επιλογές του Wright, ξέρουν πως το δίδυμο Pegg-Frost αποτελούν εγγύηση για μια χαρακτηριστικά διασκεδαστική ταινία.  Όπως αντιλαμβάνεσαι λοιπόν, μιλάμε για ακόμη μια επιτυχία των Βρετανών φίλων μας, την οποία προσωπικά βάζω πολύ ψηλότερα από το αντίστοιχο δείγμα των Evan Goldberg και Seth Rogen, "This Is the End".
Οι δυο ταινίες εκτός από την πασιφανή ομοιότητα των τίτλων, μοιράζονται επί της ουσίας και την ίδια θεματική sci-fi-κής προέλευσης, με την βασική διαφορά να έγκειται στο γεγονός πως οι πρωταγωνιστές του "This Is the End", υποδύονται τους εαυτούς τους.  Ο James Franco, τον James Franco, o Jonah Hill μια ψωνισμένη εκδοχή του και πάει λέγοντας.
Αν και οι δυο ενδείκνυνται για κωμικές βραδιές, εντούτοις το οτινανικό αποτέλεσμα του Rogen είναι γεμάτο καφρίλα, αηδιαστικά ενσταντανέ, σεξουαλικές ατάκες και παρωδία all over the place.  Δεν είναι κακό, απλώς ακολουθεί την πεπατημένη της αμερικάνικης χοντροκοψιάς (η οποία δεν συμβαίνει και πάντα, να τα λέμε αυτά), αλλά και του καυτηριασμού του σύγχρονου star system.  Παρόλα αυτά το "The World's End" κερδίζει για εμένα στα σημεία, για τους λόγους που θα εξηγήσω παρακάτω.


Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός πως η ταινία του Wright δεν αποτελεί μόνο αφορμή για γέλια, αλλά παρουσιάζει μέσα στο σύνολό της και κοινωνικοδραματικά δείγματα, τα οποία αναλαμβάνει να βγάλει μπροστά ένας υπέροχος Simon Pegg.
Το γεγονός πως ο Gary King αποτελεί τον συνδετικό κρίκο της παλιοπαρέας, δεν αποτελεί τυχαία επιλογή.  Ο King αποτελούσε το ίνδαλμα των φίλων του, ήταν κυριολεκτικά ο πάλαι ποτέ "βασιλιάς" τους, ο cool, ο γόης, ο αρεστός.  Με το πέρασμα των χρόνων όμως, η αποτυχία συνειδητοποίησης της ενήλικης κατάστασης, ο αλκοολισμός και η αδυναμία να αποτελέσει έναν λειτουργικό, αυτή την φορά, κρίκο της κοινωνίας, δημιούργησαν μια περσόνα γύρω από τον King, η οποία βρίσκεται προσκολλημένη στην εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του, της απόλυτης επιρροής του.  Μη τον παρεξηγείται, ο Gary δεν είχε ποτέ βλέψεις να γίνει κάποιος πραγματικά σπουδαίος και τρανός, απλώς να γίνει κάποιος και δη, κάποιος με τον οποίο να μπορεί να τα βγάζει και ο ίδιος πέρα.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως η ταινία αποτελεί το ψυχογράφημα ενός χαμένου και ολοκληρωτικά παραιτημένου ατόμου, το οποίο συνεχίζει να τρέφει φρούδες ελπίδες σχετικά με την ικανότητά του να σταθεί στα πόδια του και να πετύχει.  Διόλου τυχαία οi Wright-Pegg αντιπαραβάλουν στην όποια επιτυχία των υπολοίπων (οι οποίοι αντιμετωπίζουν με την σειρά τους, τα δικά τους οικογενειακά θέματα), την μανία ολοκλήρωσης του "Golden Mile" από τον Gary, καθώς αυτό αποτελεί τελικά και το μοναδικό επίτευγμα σε ολόκληρη την ταλαίπωρη ζωή του.  Έχει ανάγκη να πιστέψει σε κάτι και να φέρει αποδείξεις αυτής της πίστης.  Εύστοχα ο Wright, αφήνει την ανάδειξη του προβλήματος του πρωταγωνιστή μέσα από μια παράλληλα δράση, η οποία θέλει την πόλη (και κατ' επέκταση ολόκληρη την ανθρωπότητα) σε κίνδυνο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον προβληματικό χαρακτήρα, να γίνει τελικά κάποιος και συγκεκριμένα, ο νούμερο ένα αντι-ήρωας του πλανήτη.


Φυσικά η επιλογή του sci-fi περιεχομένου και είναι του προσωπικού μου γούστου και αποδίδεται καλά βρε αδερφέ, με μπόλικες αναφορές από εικονικές ταινίες του είδους, κάτι που απογειώνει την ταινία και την κάθε ταινία δηλαδή που κάνει κάτι τέτοιο, με σεβασμό βέβαια πάντα στο προϋπάρχον υλικό (βλ. "Frankenweenie").
Δεν θα αναφερθώ στο τι ακριβώς γίνεται, αν και αν έχεις δει μπόλικες ταινίες, αντιλαμβάνεσαι τι συμβαίνει από νωρίς.  Αξίζει βέβαια να σημειώσουμε πως τα πάντα μέσα στην ταινία έχουν κρυμμένα νοήματα και μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν εύκολα, όλα τα στοιχεία που αποκρύπτονται σε πρώτη φάση (π.χ δώστε μεγάλη προσοχή στις ονομασίες των pubs, καθώς και στις εικόνες που έχουν, γιατί θα καταλάβετε πολλά).  Εντελώς λειτουργική στο πλαίσιο αυτό είναι και η επιλογή της μουσικής λίστας της ταινίας (oh so good!), όπου τα μουσικά κομμάτια χρησιμοποιούνται εύκολα ως τιτλικά υποκεφάλαια της ταινίας.
Όσον αφορά την σκηνοθεσία του Wright είναι φυσικά όπως την περιμένεις: γρήγορη και καλοφτιαγμένη, με απότομα cuts, βρετανικό στιλιζάρισμα και ένα μοντάζ που τρέχει με χίλια.  Εξίσου καλό είναι φυσικά και το cast, με τον Pegg να κρατάει τον καλύτερο ρόλο (και δράμα ο Simon, εύγε!), τον Frost να αποτελεί την παραδοσιακή μας απόλαυση και τους έτερους Martin Freeman, Paddy Considine, Eddie Marsan και Rosamund Pike, να αποδίδουν εξίσου απολαυστικά.
Το "The World's End" γεμάτο από βρετανικό χιούμορ, δράση, awesome σκηνές μάχης και μια άνετη ισορροπία ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό, είναι η ταινία που πρέπει οπωσδήποτε να δεις.  Τώρα!

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι παίζει και ο Pierce Brosnan, οτι ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο δύσκολο να πιείς ένα ποτήρι μπύρας και οτι οι δίδυμοι είναι freaky για...διάφορους λόγους.


TRIVIA
  • Η αφίσα της pub, "The King's Head" αν προσέξετε καλά, αναπαριστά τον ίδιο τον Simon Pegg, ως Gary King.
  • Το poster της ταινίας είναι βασισμένο στο poster του "End of the World" το οποίο βασίζεται στην ίδια θεματική με αυτή του "The World's End".
  • Στην αρχή της ταινίας εκεί όπου η νεαρή ακόμη παρέα κάθετε σε έναν λόφο και...αγναντεύει, μπορείτε να δείτε αν προσέξετε καλά, μια μικρή φωτεινή κουκκίδα που πέφτει από τον ουρανό.  Χμμμ....
(ΠΗΓΗ ΙΜDB)
*Τσέκαρε εδώ και τα posters από τις pub της ταινίας.




















Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Wandafuru raifu (a.k.a After Life): Memories of eternity

Καλή εβδομάδα σε όλους και χρόνια πολλά!  Ελπίζω να τα περάσατε όμορφα αυτές τις μέρες, να φάγατε και καμιά πετσούλα και να βγήκατε νικητές στο τσούγκρισμα των αυγών.  Όπως και να' χει, επιστρέψαμε και εμείς-οχι οτι φύγαμε δηλαδή-στην καθιερωμένη, εβδομαδιαία κριτικούλα μας, ξεκινώντας την εβδομάδα με μια ταινία η οποία καθόταν στον υπολογιστή μου, πάνω από χρόνο.  Έφτασε λοιπόν κάποια στιγμή η ώρα να την δω, και αυτή η ώρα ήταν χθες.  Και αναρωτιόμουν με τον εαυτό μου πως δεν την είχα προτιμήσει νωρίτερα.  Γλυκόπικρο και σκηνοθετημένο με τα πιο απλά μέσα, το "After Life" είναι μια ταινία μνήμης και επιλεκτικής αποφυγής της λήθης.  Για να δούμε...


Κάπου σε μια περιοχή της Ιαπωνίας (πιθανολογούμε, μιας που ποτέ δεν μαθαίνουμε πραγματικά), μια ομάδα ατόμων έχει αναλάβει την περίεργη δουλειά προετοιμασίας των...πεθαμένων, σχετικά με το ταξίδι προς την αιωνιότητα το οποίο ο καθένας τους πρόκειται μετά από λίγο καιρό να πραγματοποιήσει.
Πιο συγκεκριμένα αυτή η παρέα ανθρώπων η οποία ζει σε ένα κατά τα άλλα εγκαταλελειμμένο και πολυκαιρισμένο κτίριο, έχει αναλάβει την πολύ σημαντική δουλειά της συζήτησης με τον αποθανόντα, προκειμένου εκείνος να καταφέρει να διαλέξει μια ανάμνηση από την ζωή του, με την οποία στην συνέχεια θα πορευτεί στο φαντασματικό του "πάντα".  Στην ουσία ο καθένας από αυτούς, διαλέγει την πιο προσφιλή, την πιο όμορφη και και την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του, με την οποία πρόκειται να "ζήσει" έκτοτε, ξεχνώντας όλη την υπόλοιπη γήινη ύπαρξή του.
Φυσικά ανάμεσα σε όλα αυτά τα ετερόκλητα άτομα, υπάρχουν ηλικιωμένοι και νέοι, άτομα μοναχικά και άτομα που έζησαν την ζωή τους στο φουλ, άτομα που αρνούνται να διαλέξουν ανάμνηση και άτομα που απλώς θέλουν να ξεχάσουν μια μονότονη ή επίπονη αλλοτινή πραγματικότητα.  Παρόλα αυτά, όσοι τελικά καταλήγουν στην εμπειρία που θέλουν να κουβαλήσουν μαζί τους, βιώνουν μια απρόβλεπτη κινηματογραφική κατάσταση, καθώς τα άτομα που είναι υπεύθυνα για την ομαλή "μετάβαση", σκηνοθετούν με καθαρά κινηματογραφικά μέσα τις επιλεγμένες αναμνήσεις, προκειμένου μέσα από την βιώσή τους, να επέλθει τελικώς η αναχώρηση των ψυχών...


Το γεγονός οτι αγαπώ τον ασιατικό κινηματογράφο, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν μπόλικοι δημιουργοί εκεί έξω, τους οποίους δεν έχω τσεκάρει ποτέ και ντροπή μου γι' αυτό.
Ένας από αυτούς είναι και ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος του "After Life", Hirokazu Koreeda, του οποίου την φιλμογραφία αν εξετάσει κανείς λίγο περισσότερο, θα δει πως πέρα από το γεγονός πως οι 9 στις 10 ταινίες του αποτελούν κοινωνικοδραματικά ταινιάκια με φιλοσοφικές προεκτάσεις, μοιάζει παράλληλα να ακολουθεί το υποθεσιακό περιεχόμενο των "μεγάλων παλιών" πολύ πιο πιστά, σε σχέση με άλλους σύγχρονους δημιουργούς, οι οποίοι μοιάζουν να έχουν δημιουργήσει έτσι κι αλλιώς την δική τους σχολή στυλιζαρισμένης βίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, μεγάλη επίδραση στο έργο του Koreeda, φαίνεται πως έχει ασκήσει η θεματική του Yasujiro Ozu, ο οποίος πραγματευόταν στις ταινίες του το βάρος της τρίτης ηλικίας, την μοναξιά, την νέα, εκμοντερνισμένη Ιαπωνία και τον αντίκτυπό της στην παραδοσιακή μέχρι τότε ζωή, την αποξένωση των παιδιών από τους γονείς και τελικά, τον θάνατο.  Αυτό ακριβώς το σκεπτικό ακολουθεί και ο Koreeda στην ταινία του "Still Walking" (2008), στην οποία δυο παιδιά επισκέπτονται τους ηλικιωμένους τους γονείς, προκειμένου να τιμήσουν τον θάνατο του μεγαλύτερου γιου της οικογένειας, ο οποίος είχε χαθεί από πνιγμό, δεκαπέντε χρόνια πριν.  Φέρνοντας μαζί τις οικογένειές τους, θα διαπιστώσουν οτι οι σχέσεις με τους γονείς τους έχουν πλέον αλλάξει...
Ταινίες όπως το "Maborosi" (1995), το "Nobody Knows" (2004) και το "I Wish" (2011), αποτελούν κλασικά παραδείγματα των σταθερών σινεματικών αξιών του Koreeda, ο οποίος υφαίνει δραματικά και κοινωνικά, τοποθετώντας τις ταινίες του σχεδόν πάντα, μέσα σε ένα θανατερό, και όμως τόσο βγαλμένο μέσα από την απτή καθημερινότητα, περιτύλιγμα.


Το "After Life" αποτελεί μια από τις πιο αυτοαναφορικές ταινίες που έχω δει, αφού καταφέρνει να συνδυάζει τόσο το κομμάτι της αφήγησης (το οποίο είναι προφανές πως χρησιμοποιείται ως δεκανίκι, προκειμένου ο σκηνοθέτης να μας μιλήσει για τα πραγματικά σημαντικά θέματα της ανθρωπότητας), όσο και το έξυπνο εύρημα της σκηνοθεσίας των αναμνήσεων, για να μας παρουσιάσει στην τελική την ίδια την προέλευση και αξιότητα του κινηματογράφου.
Ο λόγος για τον οποίο δεν είχα αγαπήσει ιδιαίτερα το πρόσφατο "Holy Motors" και παρά το γεγονός πως η αυτοαναφορικότητα ήταν εκεί και σου χαμογελούσε μες τα μούτρα, ήταν επειδή το είχα βρει στην καλύτερη περίπτωση, επιτηδευμένο μέχρι αηδίας.  Ήταν τόσο προφανές το που το πήγαινε ο Carax, τόσο κατανοητό πως όλο αυτό το, κατά τα άλλα δίχως νόημα, αποκτούσε υπόσταση όταν προσπαθούσες να το ερμηνεύσεις μέσα από την οπτική της ουσίας του κινηματογράφου, ώστε έχανε για εμένα, οποιοδήποτε νόημα μεγαλύτερης ενασχόλησης μαζί του, επειδή ακριβώς δεν σε άφηνε να χαθείς μόνος στην εκτυφλωτική μαγεία που προσφέρει το cinema.  Σε έπαιρνε από το χεράκι και σε καθοδηγούσε, και δυστυχώς η εξαιρετική σκηνοθεσία και φωτογραφία δεν αρκούν, ακόμα και αν αποτελούν βασικά (η σκηνοθεσία το βασικότερο ίσως) συστατικά της ομορφιάς της μεγάλης οθόνης.
Όλα αυτά έρχονται εδώ τελείως τούμπα, μιας που ο Koreeda οχι μόνο αφήνει διάσπαρτα στοιχεία προκειμένου ο θεατής να σκεφτεί και να αναρωτηθεί για τα αιώνια ζητήματα της ύπαρξης τους ανθρώπου, αλλά το κάνει και με τέτοια αφτιασίδωτη ταπεινότητα, ώστε κατορθώνει να σε εγκλωβίσει σε αυτόν το άχρονο και άτοπο κόσμο, εκεί όπου η πορεία της όποιας ύπαρξης εξαρτάται από την ιδανική και σωστή επιλογή της μνήμης, της ανάμνησης, του ίδιου του παρελθόντος.


Χωρίς να ξεφεύγει ποτέ από τον χώρο του παλιού κτίσματος (εκτός από μια σεκάνς στην οποία η πρωταγωνίστρια-εργαζόμενη, που είναι επίσης νεκρή, περιφέρεται δίχως προορισμό μέσα στην γεμάτη από κόσμο πόλη), αλλά καθιστώντας τον πραγματικό και ταυτόχρονο ονειρικό (οι πεθαμένοι που εισέρχονται στο κτίριο, μπαίνουν σε αυτό μέσα από ένα ομιχλώδες εξωτερικό, το οποίο ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε επακριβώς περί τίνος πρόκειται, την ίδια στιγμή που λίγο αργότερα, τα δέντρα, τα τζιτζίκια και ο γαλάζιος ουρανός, δηλώνουν πως το εξωτερικό είναι καθόλα ρεαλιστικό), ο Koreeda δημιουργεί ένα παράλληλο σύμπαν, το οποίο λειτουργεί ως η τελευταία στάση των νεκρών, παραπέμποντας σε εναλλακτικό Καθαρτήριο, μέσα στο οποίο έχουν όλοι θέση και δικαίωμα στην ανάμνηση.  Κάνοντας ακόμα και μια έμμεση αναφορά στην ύπαρξη του Παραδείσου και της Κόλασης (υπονοείται πως δεν υπάρχει τίποτα από τα δυο, αλλά δεν γίνεται ξεκάθαρο και τι ακριβώς συναντάμε στην μετά θάνατον ζωή), δίνει την δυνατότητα στους χαρακτήρες του μέσα από συνεντευξιακές συνεδρίες να αποτιμήσουν την παρουσία τους πάνω στην Γη, σαν μια μορφή τελευταίας εξομολόγησης λίγο πριν την εν μέρει λήθη η οποία τους περιμένει.  Οι χαμένες ευκαιρίες, η μοναξιά, ο συμβιβασμός, τα νιάτα και τα γηρατειά, έρχονται σε διαρκή αντίθεση μεταξύ τους, με τους ήρωες να θυμούνται και να πράττουν, την ίδια στιγμή που πολλοί από αυτούς αναζητούν την επιστροφή στα παιδικά τους χρόνια (ψήγματα της προυστικής θεωρίας είναι σχεδόν παντού διάσπαρτα), άλλους να διαθέτουν μνήμες από τις πρώτες στιγμές της μωρουδιακής τους ύπαρξης και συνειδητότητας, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που κρατούν ως πιο σημαντική στιγμή στην ζωή τους, το άγγιγμα και την μυρωδιά της μητέρας και του πατέρα (το Οιδιπόδειο στο αντίστροφό του).
Όπως γίνεται κατανοητό ο Koreeda δεν αναλώνεται σε εντυπωσιακές σκηνοθετικές τεχνικές, ούτε και σε πομπώδες σενάριο, προκειμένου να διαλεχτεί με εμάς τους θεατές αναφορικά με ζητήματα οικουμενικά και αιώνια.  Τοποθετεί απλά τους ήρωές του στην καρέκλα του συνεντευξιαζόμενου (ή του εξομολογούμενου), αφήνοντάς τους να θυμηθούν και να βιώσουν στην συνέχεια, με την βοήθεια του "κινηματογράφου".


Η αγνή αυτοαναφορικότητα της ταινίας δεν γίνεται να σε αφήσει αδιάφορο, καθώς η σύλληψη της αναπαράστασης της ανάμνησης (η βάση του κινηματογράφου από την αρχή της ύπαρξής του, ήταν από πάντα η αναπαράσταση της πραγματικότητας και η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής), είναι ευφυέστατη.  Στην ουσία ο κάθε ήρωας μπορεί να αναγεννηθεί και να συνεχίσει το ταξίδι του, μόνο μέσω της επίδρασης ενός στημένου σκηνικού, ενός συνεργείου που παλεύει να ικανοποιήσει ανάγκες και μιας κάμερας που καταγράφει γεγονότα.  Όπως ακριβώς ο καθένας από εμάς βιώνει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τα διδάγματα μιας ταινίας, έτσι ακριβώς μας λέει και ο Koreeda, πως η ταύτιση της φρέσκιας, ζωντανής, κινηματογραφημένης ανάμνησης, με την νεκρή ψυχή, είναι κάτι το φυσιολογικό και το απόλυτα λογικό.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως ο σκηνοθέτης αποφασίζει να χρησιμοποιήσει την έννοια του cinema, ως το μεταφορικό μέσο προς μια άλλη διάσταση, καθώς εξ' ορισμού η ίδια η τέχνη του κινηματογράφου, είναι μια τέχνη θανάτου, μια τέχνη που καταγράφει ολογράμματα και "φαντάσματα", τα οποία πεθαίνουν κάθε δευτερόλεπτο.  Με το πέρας κάθε σκηνής, και κάθε στιγμής, οι προβαλλόμενες εικόνες χάνονται στην λήθη, με αποτέλεσμα ο Koreeda να δημιουργεί εδώ μια εξαιρετικά ποιητική και εντελώς αυτοαναφορική σχέση, ανάμεσα στον κινηματογράφο και την επίδρασή του πάνω στα άτομα, τα οποία "χάνονται" μέσα του...
Το "After Life", είναι μια ξεχωριστή ταινία, για όποιον αποφασίσει να την δει και να ανακαλύψει όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν ξεχωριστή.  Εδώ το μόνο που κατάφερα ήταν ένα μικρό ξύσιμο της επιφάνειάς της, που ακόμα και αυτή, έχει τόσα να σου πει.  Δείτε την οπωσδήποτε ιδιαίτερα αν είστε σε ανάλογο mood, και περιμένω τις εντυπώσεις σας.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η ζωή είναι κύκλος, οτι το βύθισμα στο νερό της μπανιέρας δημιουργεί ασφάλεια και οτι ακόμα και μια ανθισμένη κερασιά, μπορεί να είναι τα πάντα για έναν άνθρωπο...

Προτίμησα το παρακάτω απόσπασμα, γιατί στο trailer η κλασική φωνή που παρουσιάζει την ταινία, απλά ήταν καταστροφή για την ατμόσφαιρα της ταινίας...



No trivia

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Oblivion: Sci-fi fantasy

Καλημέρες και καλή εβδομάδα να έχουμε.  Εμένα μου ξεκίνησε αρκετά στραβά βεβαίως (όπως και έχει γίνει παράδοση να προσθέσω), αλλά το καλό είναι οτι όλο και ένα κινηματογραφικό γράψιμο θα με κάνει λιγάκι να ξεχαστώ.  Συνεπώς σήμερα και βασικά όλη την εβδομάδα (μιας που πλέον οι Παρασκευές μου τείνουν να τινάζονται λιγάκι στον αέρα, και δεν προλαβαίνω να ανεβάζω ταινιούλα), θα ασχοληθούμε με τα κατεξοχήν blockbusters της εποχής, το sci-fi "Oblivion", και την τρίτη συνέχεια του Iron Man, η οποία βγαίνει στις αίθουσες της Πέμπτη, και αναμένεται να προκαλέσει πανικό.  Κι αν με ρωτάτε καλά θα κάνει μιας που προσωπική μου εκτίμηση είναι πως αποτελεί την καλύτερη εκ των τριών ταινιών.  Μακράν.  Και επειδή το πολύ το κυρ ελέησον το βαριέται και ο παπάς, είπα βρε αδελφέ να ασχοληθούμε αποκλειστικά αυτές τις μέρες με οπτικοακουστική τροφή, κατάλληλη για τις δραση-κες πτυχές του εαυτού μας, πασπαλισμένες με την απαραίτητη επιδερμική, χολιγουντιανή συνταγή του ηθικού προβληματισμού, της πορείας του ανθρώπου και πάει λέγοντας.  Ξεκινάμε λοιπόν με "Οblivion", μια ταινία που έχει ένα σωρό καλά πράγματα στα οποία μπορείς να επικεντρωθείς, αλλά και ένα τεράστιο κακό που ακούει στο όνομα, "αμερικάνικη μελούρα".  Για πάμε.


Ο Jack (Tom Cruise) και η Victoria (Andrea Riseborough), είναι τα δυο εναπομείναντα μέλη της ανθρώπινης φυλής στον πλανήτη Γη, οι οποίοι έχουν ως αποστολή τους την παρακολούθηση και τον έλεγχο, της ομαλής απορρόφησης όλου του υγρού στοιχείου του πλανήτη μας, με την βοήθεια τεράστιων πλατφορμών, οι οποίες προμηθεύονται το νερό, προκειμένου αυτό να μεταφερθεί αργότερα στο Tet, ένα εξωγήινο, πολύεδρο σχήμα, το οποίο στέκει νωχελικά στην μέση του ουρανού, φιλοξενώντας τον σταθμό ανεφοδιασμού.  Την ίδια στιγμή οι εναπομείναντες επιζώντες της ανθρωπότητας, έχουν ήδη εγκατασταθεί στον Τιτάνα, το μεγαλύτερο φεγγάρι του Κρόνου...
Όλα άρχισαν εξήντα χρόνια πριν, όταν η Γη δέχτηκε επίθεση από ορδές εξωγήινων, γνωστούς και ως "Scavs" (από την λέξη "scavengers", η οποία δήλωνε και τις βλέψεις των εξωγήινων πλασμάτων για εκμετάλλευση των πόρων και ουσιαστικό αφανισμό των ανθρώπων, προς δικό τους όφελος), οι οποίοι αφού κατέστρεψαν το φεγγάρι μας(!), άφησαν στην συνέχεια την Φύση να κάνει τα δικά της, προκαλώντας σεισμούς, πλημμύρες και κατακλυσμιαίες αλλαγές που άλλαξαν οριστικά το πρόσωπο του πλανήτη μας, ο οποίος έγινε κρανίου τόπος, πολύ πιο γρήγορα, απ'οτι θα τον κάναμε εμείς.
Και ενώ ο Jack και η συνάδελφός του εξακολουθούν να εργάζονται για τελευταία φορά στην Γη, οι εξωγήινοι συνεχίζουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, μέχρι την στιγμή που η εμφάνιση ενός διαστημικού πληρώματος από το πουθενά, θα θέσει σε κίνηση μηχανισμούς τους οποίους ο Jack δεν είχε καν φανταστεί...


O Joseph Kosinski αποτελεί φρέσκο αίμα στην δημιουργική πιάτσα του Χόλιγουντ και μάλιστα, ένα από τα πολλά υποσχόμενα πρόσωπα των years to come.  Παρά το γεγονός οτι στο ενεργητικό του μετράει μόλις δυο ταινίες (και μια ακόμη η οποία έχει ανακοινωθεί), ο Kosinksi έχει καταφέρει να στρέψει τα φώτα πάνω του, κυρίως χάρη στις εντυπωσιακά καμωμένες σκηνοθετικές του προσπάθειες, οι οποίες τόσο στο "Tron: Legacy", όσο και εδώ στο "Oblivion", αποτελούν αναμφίβολα δείγματα θαυμάσιων, παρελθοντικών διδαχών και πλούσιου φουτουριστικού νου, γεγονός που αποτελεί αν μη τι άλλο έναν απόλυτα θαυμαστό συνδυασμό.
Εξίσου θαυμαστός είναι και ο τεχνολογικά προηγμένος κόσμος του "Oblivion", ο οποίος μπορεί να μην προσφέρει απολύτως τίποτα το καινούριο στο πλαίσιο της ανθρώπινης φιλοσοφίας περί πεπρωμένου, προορισμού ζωής ή ακόμα και περιβαλλοντολογικών ανησυχιών αναφορικά με την πορεία του πλανήτη Γη, καταφέρνει όμως να κατασκευάσει τόσο υπέροχα και με τέτοια ομορφιά τον κόσμο μέσα στον οποίο η δράση του παίρνει σάρκα και οστά, ώστε είναι πραγματικά αδύνατον να μη σε παρασύρει η μαγεία των επιστιμονικοφανταστικών του πλάνων, ακόμα και αν ξέρεις πως όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο, πέρα από αποκυήματα μιας προκλητικής, ψηφιακής "πραγματικότητας".


Τέτοιες δουλειές είναι που κάποιος θα μπορούσε να απολαμβάνει με τις ώρες, ακόμα και στο πλαίσιο ενός κλασικού, black and white graphic novel, μιας που η άνθηση σε comics, ταινίες, ακόμα και ηλεκτρονική μουσική (ξέρεις τώρα, από αυτές που μοιάζουν βγαλμένες κατευθείαν από κόσμους μακρινούς και κρυφούς), που περιλαμβάνουν sci-fi περιπέτειες, διαστημόπλοια και φιγουρατζίδικους κακούς, μάλλον δεν σταμάτησε και ποτέ, με την αρχή να γίνεται προφανέστατα την χρυσή εποχή του George Lucas και των "Star Wars" (brace yourselves, they are coming in 2015), καθώς και του Ridley Scott και του alien-ικού του πονήματος.
Είναι σίγουρο πως αν ερωτηθεί ο καθένας από εμάς για τους λόγους για τους οποίους εκτιμάει και γουστάρει να βλέπει sci-fi ταινίες, θα πει και από κάτι διαφορετικό.  Προσωπικά λατρεύω αυτές τις ταινίες γιατί θέλοντας και μη, πάντα περικλείουν ψήγματα της ανθρώπινης περιέργειας για την απαρχή του κόσμου/κόσμων, τις τεχνολογικές εξελίξεις που μπορεί με την σειρά τους να χρησιμοποιηθούν ποικιλοτρόπως και τα τεράστια υπαρξιακά θέματα που οριοθετούνται στο "αυστηρό" (εδώ γελάμε) πλαίσιο, ενός αχανούς σύμπαντος.  Η Οδύσσεια του Kubrick για πράδειγμα, αποτελεί έναν φωτεινό φάρο στην ιστορία του κινηματογράφου, οχι μόνο γιατί πρωτοτύπησε στις σκηνοθετικές της τεχνικές, και εγκλώβισε μέσα της την παγκόσμια ομορφιά του κινηματογράφου, αλλά και γιατί κατάφερε μέσα από δεμένες σεκάνς και εννοιολογικά πλάνα, να μιλήσει για πράγματα πιο μπροστά από την εποχή της.  Φυσικά το ψυχεδελικό της αμπαλάρισμα, έδωσε ένα τεράστιο boost στην κατά κοινή της αποδοχή, ως μια από τις καλύτερες ταινίες που έγιναν ποτέ, ενώ και το επιβλητικό, σχεδόν προορισμένο για να "ακούγεται" στα πέρατα του διαστήματος, "Also sprach Zarthustra", αποτέλεσε απλώς τον φιόγκο σε ένα κατασκεύασμα που όμοιό του δεν υπάρχει. 


Πριν λοιπόν ο Kosinski αποφασίσει να κυκλοφορήσει στην αγορά το ομώνυμο graphic novel το οποίο ο ίδιος έγραψε, είπε να προχωρήσει στην σκηνοθεσία μιας ταινίας, και αν με ρωτάτε έξυπνη και σοφή η επιλογή του, μιας που έτσι θα είναι περισσότεροι και εκείνοι οι οποίοι όλο και ένα βλέμμα παραπάνω θα ρίξουν στον τίτλο Oblivion, που θα τους περιμένει στα απανταχού, βιβιοπωλικά ράφια.
Η ταινία αποτέλεσε για εμένα μια ευχάριστη έκπληξη, μιας που αγαπώ όλα εκείνα τα film, τα οποία με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, παραπέμπουν και παίρνουν δάνεια από αντίστοιχες ταινίες του είδους.  Στην προκειμένη περίπτωση η επίδραση της Οδύσσειας, είναι κάτι περισσότερο από εμφανής, ιδιαίτερα προς το τέλος, όπου και το πράγμα γίνεται ξεκάθαρο.  Από την ταινία δεν λείπουν επίσης ξόφαλτσες παραπομπές σε άλλα films, όπως το "WALL-E", το "Mad Max",  το "Star Wars" και το "Independence Day", γεγονός που δεν είναι κακό, μιας που οι έμμεσες αναφορές γίνονται με γούστο και καλαισθησία.  Σίγουρα βέβαια θα υπάρξουν και εκείνοι που θα αναρωτηθούν, αν κάπου το θέμα με το sci-fi έχει βαλτώσει, και ίσως αυτό να είναι ένα θέμα προς συζήτηση, μιας που κακά τα ψέματα την παρθενογένεση θα έπρεπε να την έχουμε ξεχάσει εδώ και καιρό.
Ανεξάρτητα από αυτό βέβαια, ο κόσμος που έχει δημιουργήσει ο Kosinski είναι εφιαλτικά ονειρεμένος.  Έρημο, γκρίζο τοπίο, πισίνες που ίπτανται πάνω από αστραποβροντισμένα σύννεφα, μοτοσυκλέτες που συναρμολογούνται στην στιγμή και κάτι θανατηφόρες οπλισμένες μπάλες αέρος, που μοιάζουν με high-tech Blastoises.  Μόνο που αντί για νερό, πετάνε λεϊζερικές φλόγες και σε κάνουν χαρτοπόλεμο.  Ωραία πράγματα.


Και εκεί που έχεις τον τέλειο, τον ιδανικό κόσμο για να κάνεις οτι γουστάρεις, και εκεί που έχεις ακόμα και αξιοπρεπείς ερμηνείες από όλο το cast, αποφασίζουν να σου πετάξουν οι σεναριογράφοι την μελούρα της ζωής σου, με υπεκοντινά στο πρόσωπο του Tom (και στο συνοφρύωμά του), με την ηρωική μουσική να παίζει στον background και όλες εκείνες τις σαχλές πινελιές που δεν προσδίδουν τίποτα το καλό σε μια ταινία, μόνο ένα χασμουρητό στην φάτσα σου.  Τόσο ωραία δουλειά, τέτοιο εκπληκτικό soundtrack από τους M83, και το πράγμα να χάνει από τις "ω πόσο μισητές αμερικανιές";
Αν δεν είστε τόσο αυστηροί όσο εγώ απέναντι στα δάκρυα και τους ηρωισμούς, τότε θα κρατήσετε από το "Oblivion" μόνο τα καλά του.  Είναι σίγουρα μια ταινία που αξίζει να την δεις στον κινηματογράφο και ειδικά οι φαν του sci-fi, θα την εκτιμήσουν δεόντως.  Στις μελιστάλαχτες στιγμές, απλώς γυρίστε το κεφάλι, ξεράστε μέσα στην χάρτινη σακούλα σας και συνεχίστε την προβολή.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Morgan Freeman εκτός από ντετέκτιβ Θεός, είναι και άλλα πράγματα, οτι όλος ο κόσμος χτίστηκε κατά βάθος άνισος, για να αντισταθμίζεται η διαφορά ύψους Kurylenko-Cruise και οτι το τέλος θα μπορούσε να λείπει ρε!

Eπίσης το trailer μπορείτε να το αποφύγετε μις που είναι τίγκα στο spoiler

 

No trivia

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Black Mirror: Serie-ous dystopy

Hey.  Σήμερα δεν θα πλατειάσω και πολύ και θα σας προτείνω μια σειρούλα, μιας που έχουμε και καιρό να ασχοληθούμε με κάτι τηλεοπτικό.  Αυτή η mini σειρά, η οποία ενδείκνυται και για όσους δεν μπορούν για κανέναν λόγο να μείνουν πιστοί στην σταθερή παρακολούθηση που απαιτεί μια σειρά, είναι ιδανική, μιας που καθεμιά από τις δυο σεζόν της, απαρτίζεται από τρία, αυτοτελή επεισόδια.  Η αλήθεια είναι πως είχα διαβάσει γι' αυτήν από εδώ και από εκεί, και με είχε ιντριγκάρει το όλο θέμα της δυστοπίας που λεγόταν οτι κυριαρχεί στα επεισόδια.  Λοιπόν το "Black Mirror", είναι από τα καλύτερα πράγματα που υπάρχουν εκεί έξω αυτή την περίοδο.  Και καλά θα κάνεις να το τσεκάρεις.


Όπως είπα και παραπάνω, η συγκεκριμένη σειρά απαρτίζεται από αυτοτελή επεισόδια, τα οποία όμως χαρακτηρίζονται από αρκετές κοινές προεκτάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν κυρίως με την εποχή, την τεχνολογία και την κοινωνία του σήμερα.  Το καθένα από αυτά, επικεντρώνεται και διηγείται και από μια διαφορετική ιστορία, κινητοποιώντας όλες τις αισθήσεις του θεατή, μέχρι το τελικό "χτύπημα" το οποίο είναι αμετάκλητο.
Η διαφορετικότητα του "Black Mirror", είναι οτι ξεφεύγει από μια καθαρή, τρομολαγνική κατάσταση, όπως αυτή του "American Horror" για παράδειγμα (το οποίο βεβαίως αγαπάμε για την ολούθε σαπίλα του), αναζητώντας περισσότερο διεισδυτικούς μηχανισμούς, προκειμένου να εισβάλει στο μυαλό σου, να σου πατήσει μια ξεγυρισμένη αναισθησία και έπειτα να σε αφήσει μόνο, να κατανοήσεις αυτό που μόλις είδες στην οθόνη σου.  Είναι μια σειρά, η οποία δεν ακολουθεί εύκολες τρομάρες, ουρλιαχτά και αιμάτινους πίδακες, προκειμένου να πετύχει τον στόχο της, αλλά το κάνει αυτό, μέσω μιας πιο εγκεφαλικής κατάστασης, η οποία βασίζεται καταρχάς στις ιστορίες που χαρακτηρίζουν το κάθε επεισόδιο.  Δείτε την αν θέλετε ως μια σειρά από ετερόκλητα σφηνάκια, που ενώ ξέρεις πως θα στην κάνουν την ζημιά, εντούτοις, δεν μπορείς να αντισταθείς.  Έτσι κι αλλιώς το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στις δυο περιπτώσεις: το κεφάλι μένει θολό και η τάση για έμετο κυριαρχεί.  Στην μια περίπτωση, από τις τοξικές ουσίες στις οποίες έχεις υποβάλει τον εαυτό σου, και στην άλλη από την συνειδητοποίηση της τοξικότητας που ο καθένας από εμάς φέρει μέσα του, έτσι κι αλλιώς...


Το "Black Mirror" δεν είναι μια σειρά με την οποία μπορείς απλώς να περάσεις την ώρα σου, καθώς θέτει μερικά πολύ σοβαρά ζητήματα τα οποία όπως θα δεις, είναι πιο σύγχρονα από ποτέ.
Ο δημιουργός της σειράς, Charlie Brooker, εξάλλου, λες πως είναι και πολυσχιδής προσωπικότητα, μιας που είναι δημοσιογράφος, κριτικός, συγγραφέας, παραγωγός, και παρουσιαστής αγγλικών εκπομπών, δουλεύοντας ταυτόχρονα στην τηλεόραση, τον Τύπο, στο ραδιόφωνο και τα online media.  Αν και το πιθανότερο είναι πως δεν τον είχες ακούσει μέχρι σήμερα, η αλήθεια είναι πως μετράει στο ενεργητικό του μπόλικες δουλειές, παρουσιάζοντας μάλλον ψήγματα, μιας διερωτώμενης καθημερινότητας ήδη από το 2008, όταν και δημιούργησε μια mini σειρούλα που λεγόταν, "Dead Set", και απαρτιζόταν από ζομπιακό περιεχόμενο, από αυτά δηλαδή που αρέσκομαι να "καταναλώνω".  Η ευφάνταστη κυριολεκτικά (αλλά οχι και μεταφορικά, δυστυχώς, για τις τεχνολογικά προηγμένες κοινωνίες μας), ήθελε τους παίκτες ενός reality show, τύπου Big Brother, να αποτελούν τους τυχερούς, ζωντανούς εναπομείναντες, όταν ξεσπά ένα zombie apocalypse, με το σπίτι του Μεγάλου Αδελφού να μετατρέπεται σε καταφύγιο, από τον θάνατο και τον ορυμαγδό, που επικρατεί έξω.  Οχι για πολύ όμως...


Για κάποιον ανεξήγητο λόγο την σειρά, δεν την είχα τελικά ξεκινήσει, αν και θυμάμαι ακόμα την θετική εντύπωση που μου είχε προκαλέσει τόσο η φρέσκια ιδέα του νεκροζώντανου θέματος, όσο και ο σαφέστατος, κοινωνικός σχολιασμός του Brooker: "εσείς εκεί μέσα, δεν αντιλαμβάνεστε το κατασπάραγμα στο οποίο σας υποβάλουν καθημερινώς τα media, μέχρι την στιγμή που όταν το αντιληφθείτε, είναι πια πολύ αργά".
Μπορεί λοιπόν στο "Black Mirror" να μην έχουμε ζόμπι (αν και κατά κάποιον τρόπο οι άνθρωποι, τείνουμε να μετατραπούμε σε τέτοια, minus τις κυριολεκτικά, σαρκοβόρες ορέξεις), έχουμε όμως ανθρώπους, οι οποίοι μοιάζουν τις περισσότερες φορές να ξεχνούν τι είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν από πρωτόγονες συμπεριφορές ζώων (και ζόμπι): η λογική.
Η λογική σε αυτή την σειρά, δεν κρατάει τα μπόσικα στις συνειδήσεις των πρωταγωνιστών, οι οποίοι διαμορφώνουν καταστάσεις, διαμορφώνουν και κοινωνίες, γεγονός που αποτελεί στην τελική, και το πιο επικίνδυνο κομμάτι όλης αυτής της περιρρέουσας τεχνολογικής "ανωμαλίας", όπως αυτή εκφράζεται στις καταβραθρωμένες συμπεριφορές και την απουσία της όποιας ηθικής.
Ο Brooker εμφανίζεται πεσιμιστής και ενδεχομένως, σκληρά ρεαλιστής, παρουσιάζοντας κάθε φορά τις διαφορετικές πτυχές μιας καθημερινότητας μίζερης, ζοφερής και δυστοπικής, μέσα στην οποία το κάθε άτομο αποτελεί έρμαιο των πιο αποτρόπαιων πνευματικών, ψυχολογικών και ηθικών καταστάσεων.


Το περιεχόμενο της σειράς του, περιστρέφεται γύρω από τις προκλήσεις ενός αφενός, τεχνολογικά προηγμένου κόσμου, αφετέρου βυθισμένου μέσα σε μια μεγαλύτερη άγνοια της ουσίας της πραγματικής ζωής, με τον άνθρωπο χαμένο κάπου μέσα στον ίδιο του τον εαυτό και πιο μόνο από ποτέ.
Τα θέματα της τείνει τρόπο, κλωνοποίησης, της τρομοκρατίας, των μουδιασμένων κοινωνικών συνειδήσεων, της απομόνωσης, της χειραγώγησης, της απονομής δικαιοσύνης, των social media, της τηλεοπτικής πλύσης εγκεφάλου, της πολιτικής αποχαύνωσης και του μαριονετίστικου ελέγχου από όσους διαθέτουν δύναμη (εν προκειμένω, από όσους κάθονται σε ένα πάνελ και ορίζουν τις ζωές χιλιάδων), αυτά και πολλά ακόμη, αναπαριστώνται μέσα από μια εκπληκτική σκηνοθεσία, και μερικές, εξίσου εκπληκτικές ερμηνείες των συμμετεχόντων ηθοποιών, περιγράφοντας στην ουσία μια πραγματικότητα, η οποία δεν απέχει και πολύ από τα δικά μας μέτρα και σταθμά.  Αν κάτι είναι εξοργιστικά αληθινό σε αυτά τα επεισόδια, είναι πως τις όποιες τσιμπημένες κατευθύνσεις τους, αποτελούν τμήματα της υπάρχουσας ζωής μας, γεγονός που καθιστά την ανάγκη για αφύπνιση, επιτακτική.  Ποιος μας λέει πως την επόμενη φορά, που μια ομάδα τρομοκρατών απαιτήσει λύτρα για την απελευθέρωση ενός ομήρου, αυτά, θα περιορίζονται στα χρήματα και οχι σε κάποια άλλη, παράλογη απαίτηση;  Τι θα έκανες αν είχες την δυνατότητα να συνομιλήσεις μέσω υπολογιστή, με ένα αγαπημένο σου πρόσωπο που έχει πεθάνει, και που στην στην ουσία θα πρόκειται για μια μηχανή που "μιμείται" την φωνή του;  Πως θα ήταν άραγε αν ζούσαμε σε έναν κόσμο, όπου η παραγόμενη ενέργεια, θα εξαρτιόταν αποκλειστικά από την δική μας άθληση;
Σε αυτά και σε άλλα τόσα ερωτήματα, το "Black Mirror" δίνει τις δικές του απαντήσεις.  Απαντήσεις που ίσως να μην θες να μάθεις...


Σαν αποτέλεσμα βρήκα αυτή την μινι-σειρούλα, κάτι περισσότερο από ικανοποιητικό, μιας που η στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία του, η βρετανική μουντάδα και το τακτ της παρουσίασης ακόμα και τον χειρότερων καταστάσεων, μέσα από υπονοούμενα και έμμεσες αναφορές (πολύ καλύτερα δηλαδή, από το να στο δίνει στο πιάτο), καθιστά το "Black Mirror", μια πραγματικά μαύρη απεικόνιση της σύγχρονης ζωής.
Όλοι οι πρωταγωνιστές παραδίδουν μερικές ξεγυρισμένα καλές ερμηνείες, η ατμόσφαιρα είναι ολοκληρωτικά στοιχειωτική, ενώ και η κάθε ιστορία, έχει τα δικά της νοήματα να σου περάσει.  Αν λοιπόν, τώρα που έρχεται και το σαββατοκύριακο, θες κάτι δυνατό να δεις, το οποίο όμως δεν θα σε δεσμεύσει κιόλας (μιας που μέχρι να το δεις, θα έχει τελειώσει), επέλεξε το "Black Mirror" και δεν θα χάσεις.  Αρκεί να ετοιμαστείς για μερικές φέτες, σκληρής αλήθειας...

Τι έμαθα από την σειρά: Οτι μάλλον ήξερα ήδη...

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Looper: "This time travel crap...just fries your brain like an egg"

NEW ARRIVAL

Χαίρετε, χαίρετε και ξαναχαίρετε.  Όπως έχετε προφανέστατα καταλάβει, εδώ και κάνα δυβδόμαδο περίπου ασχολούμαστε με τις νέες κινηματογραφικές προτάσεις που προέρχονται εκ Νυχτών Πρεμιέρας.  Οι περισσότερες είναι καλές και ενδιαφέρουσες, αλλά πρέπει να ομολογήσω οτι δυστυχώς μέχρι τώρα δεν έχω δει τη ταινία-"Drive" (και μάλλον, ούτε πρόκειται να τη δω).  Αν και η πλειοψηφία που έχει φέρει το φεστιβάλ φέτος, είναι αναμφίβολα αξιοπρόσεκτη, κακά τα ψέματα, η μεγάλη έκπληξη δεν έχει έρθει ακόμα από πουθενά και αν με ρωτάτε, ούτε καν από την πολυναμενόμενη δουλειά του Haneke, "Amour" (η οποία θα μπει στο blog, όντας καλή ταινία, αλλά θα πούμε και τα πράγματα με το όνομά τους, όπως για παράδειγμα ότι είναι ένα film που δεν έχει τίποτα το πραγματικά original.  Από σκηνοθεσία, story και feeling, μέχρι ηθικά διδάγματα, ατάκες και πάει λέγοντας.  Όταν έρθει η σειρά του όμως).  Οι ελπίδες μου εναποθέτονται πλέον στην ταινία της τελετής λήξης, "Beasts of the Southern Wild" η οποία πιστεύω ακράδαντα οτι θα είναι ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα.  Μέχρι τη Κυριακή όμως, μπορείτε να καταλάβετε την ευχάριστη έκπληξή μου όταν βρέθηκα στην αίθουσα του IΝΤΕΑΛ προκειμένου να παρακολουθήσω τη δημοσιογραφική του "Looper".  Ω Θεοί!!  Μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας χάρμα οφθαλμών;  Είναι δυνατόν;  Είναι.  Αλληλούια και δέκα χαίρε Μαίρη!  Για δες γιατί...


Βρισκόμαστε σε ένα τόσο μακρινό, αλλά ταυτόχρονα και αρκετά κοντινό μέλλον, στο 2042 και πιο συγκεκριμένα στην πόλη του Κάνσας, η οποία δεν είναι πλέον για κοριτσάκια όπως η Dorothy.  Honey, we are definetely not in Kansas any more...
Σε μια hob-ική πόλη, που βρωμάει και ζέχνει από την ανθρώπινη κατάντια, τους άπειρους αστέγους, τα χαρτονένια παραπήγματα στους δρόμους και τον δείκτη της εγκληματικότητας κολλημένο εδώ και καιρό στα ύψη, ο κόσμος μοιάζει να βουλιάζει σε μια ζοφερή πραγματικότητα χωρίς επιστροφή και το χειρότερο, χωρίς ελπίδα.
Ένας τέτοιος, shitty world όμως, πρέπει να έχει και το αντίστοιχο, κακό αφεντικό που του ταιριάζει και το οποίο στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Abe (Jeff Daniels).  O Abe, λύνει και δένει, κινεί τα νήματα και έχει υπό την επίβλεψή του μια ομάδα επίλεκτων εκτελεστών, γνωστούς με την ονομασία Loopers.  Και τι κάνουν αυτά τα παιδιά;  Αφήστε με να σας εξηγήσω...
Με το που ξεκινάει η ταινία, ο χαρακτήρας του Joseph Gordon-Levitt (Joe), μας πληροφορεί σχετικά με το γεγονός οτι το ταξίδι στον χρόνο έχει εφευρεθεί, αλλά επειδή θεωρείται παράνομο, έχει ταυτόχρονα απαγορευθεί.  Μιας όμως που τα συνδικάτα του εγκλήματος δεν είχαν και ποτέ σε υπόληψη τον Νόμο, έχουν καταστήσει τα time travels αναπόσπαστο κομμάτι της μπίζνας τους.  Και πως γίνεται αυτό;  Μα είναι απλό.  Η μαφία του μέλλοντος (αυτού δηλαδή που υπάρχει στη σφαίρα του χρόνου 30 χρόνια μπροστά από τον νεαρό εαυτό του Joe, δηλαδή στο 2072) στέλνει 'πίσω' στον χρόνο (το 2042) όλους εκείνους τους τύπους που θέλει να 'καθαρίσει'.  Εκεί, ο Looper είναι έτοιμος να ρίξει μια μπαμπάτσικη σοτγκανιδιά στο κουκουλοφόρο θύμα και να εξαφανίσει ένα πτώμα το οποίο αν το καλοσκεφτείς, δεν υπάρχει καν ακόμα το 2042 (mindfucking huh?).  Και σε ερωτώ, υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος να ξεφορτωθείς κάποιον, από το να τον στείλεις για εκτέλεση στο παρελθόν;  Δε νομίζω...
Το ίδιο φαίνεται να σκέφτεται και ο νεαρός Joe, ο οποίος τη βρίσκει με το κολλυριακό ναρκωτικό που βρίσκεται στη γύρα (ναι, ναι, δυο σταγόνες στο μάτι και είσαι φτιαγμένος για ώρες), εκτελεί τις εντολές των ανωτέρων του, ζει μια πλουσιοπάροχη ζωή (δεδομένης της τραγικής κοινωνικής κατάστασης που επικρατεί) και γενικώς, είναι ένα εγωιστικό πρεζάκι, ένας εγωκεντρικός και ψυχρός τύπος.  Τόσο ψυχρός και 'σκληρός' δηλαδή, όσο και οι πλακέτες ασημιού με τις οποίες πληρώνονται οι Loopers, για κάθε επιτυχημένο ξεσκαρτάρισμα.  Τα πάντα όμως, έχουν το τίμημά τους...
Όταν μια μέρα ο Joe στηθεί στο κλασικό του σημείο, προκειμένου να κάνει τη δουλειά του θα εμφανιστεί ένας τύπος ο οποίος κάτι του θυμίζει.  Λογικό, αν σκεφτεί κανείς οτι είναι ο ίδιος ο Joe, τριάντα χρόνια μετά (και υπό το καραφλοειδές παρουσιαστικό του Bruce Willis).
Ο νεαρός Joe θα πρέπει τώρα να φέρει τα πάνω κάτω προκειμένου να σκοτώσει τον μελλοντικό του εαυτό και να "κλείσει τη θηλιά του" (θα δείτε τι σημαίνει αυτό στη ταινία, ε μη σας τα πω και όλα!).  Πόσο εύκολο όμως είναι τελικά αυτό;  Θα σας πω εγώ.  Όταν μπλεχτούν στην υπόθεση και μερικοί εξωτερικοί παράγοντες ανυπολόγιστης σημασίας, δε θα είναι καθόλου.  Μα καθόλου όμως.


Ο σκηνοθέτης του "Looper", Rian Johnson είναι μια ιδιαίτερη πάστα δημιουργού και όπως μας προϊδεάζει τουλάχιστον η πιο πρόσφατη ταινία του, μάλλον είναι έτοιμος να ακολουθήσει τα χνάρια ενός άλλου, ιδιαίτερου και σπουδαίου εμπορικού σκηνοθέτη: του Christopher Nolan.
Ξεκινώντας τη καριέρα του όπως πολλοί ακόμη, με μικρού μήκους ταινιάκια, θα περάσει το 2005 στο πρώτο του, μεγάλου μήκους film, με πρωταγωνιστή και πάλι τον-κατά πολύ νεότερο τότε- Joseph Gordon-Levitt.  Η ταινία "Brick", η οποία πραγματεύεται την περιπέτεια ενός νεαρού στη προσπάθειά του να ανακαλύψει την εξαφάνιση της πρώην κοπέλας του, είναι ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό ντεμπούτο, καθότι πασπαλισμένη με γενναίες δόσεις neo-noir διάθεσης, high-school-ικών μπελάδων και κακόφημης πιτσιρικαρίας, όλα τεχνηέντως μπλεγμένα μέσα σε μια κατά τα άλλα στρωτή υπόθεση.  Αυτή αποτελεί εξάλλου τη πρώτη, σαφή ένδειξη οτι ο Johnson είναι ένας νέος δημιουργός, που δεν αρέσκεται στα εύκολα, προτιμάει τη δημιουργία ατμόσφαιρας και την ύπαρξη πολλαπλών story-κών στρωμάτων που εξελίσσουν και εξελίσσονται.
Η δεύτερη ταινία του, "The Brothers Bloom" μπορεί να είχε συγκεντρώσει ένα ενδιαφέρον cast (Ruffalo, Brody, Weisz), αλλά μάλλον ο σκηνοθέτης κάπου το έχασε (ευτυχώς λίγο) στη προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα μείγμα κωμωδίας και ολίγον δραματίζουσας περιπέτειας(!).  Έτσι κι αλλιώς όταν ο χρόνος αποδεικνύει οτι μπορείς να στήσεις με τρόπο εντυπωσιακό και σκεπτόμενο, μια ταινία όπως το "Looper" τότε το κοινό μπορεί να σου συγχωρήσει και μια αναποδιά.  Όταν δε προσωπικά είδα οτι έχει σκηνοθετήσει και κάνα-δυο επεισοδιάκια από τη νέα σεζόν του "Breking Bad" τότε ήμουν σίγουρη οτι αυτός ο κύριος επρόκειτο να "break bad" και στο "Looper", μια ταινία που είχε ήδη αρχίσει να συζητιέται, πριν καν προβληθεί.  Και είχα δίκιο.


Όπως είπα και στη κριτική μου για το Reel.gr, και θα ξαναπώ (γιατί βασικά μ' αρέσει και πιστεύω πως όντως έτσι είναι) το "Looper" μοιάζει σαν το γεννημένο παιδί, μιας ταινιακής παρτούζας, όσο weird κι αν σας φαίνεται αυτό.  Mε "Blade Runner" και "Hobo with a Shotgun" αισθητική (τα θολά και μακρινά πλάνα της πόλης θυμίζουν πολύ τις intro σκηνές της ιστορικής πλέον, sci-fi ταινίας του Ridley Scott, ενώ τα κοντινά της και όλο το θέμα της ανθρώπινης εξαθλίωσης, παραπέμπουν εύκολα στο σύγχρονο b-movie δημιούργημα, με πρωταγωνιστή έναν hobo Rutger Hauer που είναι έτοιμος να βάλει τα πράγματα στη θέση του, παρέα με ένα shotgun.  Το οποίο όλως περιέργως συναντάμε στο "Looper" σε μεγάλη έκταση), χρονοδινική υπόθεση α λα "Twelve Monkeys" (μα και εκεί ο Bruce;) και κάτι από "X-Men" μετάλλαξη, είναι αναμφίβολα το αμαλγαμικό προϊόν μερικών μεμονωμένα καλών ταινιών, από τις οποίες παίρνει τα καλύτερά στοιχεία, και τα απογειώνει.
Ο Johnson, όσο master μοιάζει να έχει κάνει το κομμάτι της sci-fi σκηνοθεσίας (χωρίς υπερβολές, η κάμερά του καταγράφει κάθε σπιθαμή μελλοντολογικής διάστασης, με μια στέρεη και εξόχως δουλεμένη ματιά), άλλο τόσο φαίνεται πως έχει πιάσει το νόημα των χρονοταξιδιών και της γενικότερης δυσκολίας, όσον αφορά την απεικόνιση τέτοιων θεμάτων, στη μεγάλη οθόνη.
Δεν είναι εύκολο να πραγματεύεσαι θέματα που έχουν να κάνουν με τα μυστήρια του χρόνου και τις "loopholes" (ρωγμές στην κανονικότητα του χρόνου που σου δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδέψεις ποικιλοτρόπως στο παρελθόν.  Εξού και η ονομασία των επαγγελματιών, εκτελεστών στη ταινία), μιας που η προσπάθεια να στηρίξεις μια ιστορία πάνω τους, μπορεί να αποβεί μοιραία και γεμάτη αντιφάσεις.  Πότε;  Πώς; και Γιατί; είναι τα κλασικά ερωτήματα που περνάνε από το μυαλό σου και χρειάζονται άμεση απάντηση προκειμένου να μπορέσεις να παρακολουθήσεις ένα τέτοιο, φιλόδοξο project.  Ε λοιπόν ο Rian Johnson τα καταφέρνει περίφημα και ίσως αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο που έχουμε δει τελευταία, το πιο βασικό μοτίβο αυτών των ταινιών: την κυκλικότητα του χρόνου και κατ' επέκταση το αναπόφευκτο μιας ήδη, προδιαγεγραμμένης μοίρας.  Oh, and it's so freakingly cool.


Πριν από αρκετό καιρό είχα δει τη ταινία "Mr. Nobody" με ένα πολύ καλό Jared Letto στον κεντρικό ρόλο, η οποία εξερευνούσε τις διαφορετικής πορείες μιας ζωής, ανάλογα με τρεις διαφορετικές αποφάσεις που θα μπορούσε να είχε πάρει ο ήρωας, αρκετά πιο νωρίς στη ζωή του.  Άρτια δεμένη ταινία με ως επί το πλείστον φιλοσοφικό/προσωπικό υπόβαθρο, που μοιάζει να βρίσκει το περιπετειώδες, δίδυμό της στο αδρεναλινάτο, "Looper".
Στη προκειμένη περίπτωση βέβαια, ο Johnson (ο οποίος έχει γράψει και το σενάριο), δεν είναι διατεθειμένος να σε πιάσει από το χεράκι και να σου εξηγήσει τα πάντα, μιας που πολλά τα αφήνει στο δικό σου μυαλό να τα αντιληφθεί και να τα επεξεργαστεί.  Και ειλικρινά, δεν είναι και τόσο δύσκολο.
Ακόμα όμως και αν έτσι το ήθελες, μάλλον δε θα έχεις και μεγάλο πρόβλημα στη συνέχεια όταν η δυναμική του σκηνοθεσία και το solid στήσιμο της υπόθεσής του, σε παρασύρουν σε μια high κλασάτη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, με τσαγανό, μπόλικη δράση, αλλά και μια ενδιάμεση υποτονικότητα, που εκτελεί χρέη puzzle maker, προκειμένου να σου προσφέρει ένα τελικό κρεσέντο...μούρλια.
Η neo-noir διάθεση είναι έκδηλη και σε αυτό το film, το οποίο έχει κάτι από παρελθόν, παρόν και μέλλον, γεγονός που το καθιστά απόλυτα σαγηνευτικό.  Τα σκοτεινά χρώματα, οι ετερόκλητες προσωπικότητες, τα γρήγορα, εναλλασσόμενα 'κατ' της κάμερας και η ρέουσα σκηνοθεσία της, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα γεμάτη και πληθωρική, ακριβώς όπως αξίζει σε τέτοιου είδους ταινίες.
Παράλληλα η χρήση των CGI γίνεται με προσοχή και εκεί που χρειάζεται, για να αναφωνήσεις "ααααα!" και "ωωωωω!", βοηθάει στο στήσιμο μιας πόλης-φάντασμα, μερικών ιπτάμενων μηχανών και των περίεργων φρυδιών-ζυγωματικών-χειλιών του Levitt, που με τη πρόσθετη βοήθεια ενός τρίωρου μακιγιάζ, δίνουν την εντύπωση ενός νεότερου Bruce Willis.  Και κατά έναν περίεργο τρόπο, το πετυχαίνουν διάνα.


Οι υπόλοιπες ερμηνείες της ταινίας είναι συμπληρωματικές και κάνουν καλή δουλειά στο να προωθήσουν την υπόθεση.  H Emily Blunt η οποία υποδύεται μια μοναχική μητέρα, είναι ιδιαιτέρως τσαμπουκαλού, ξεσπάει μαζί με το τσεκούρι της πάνω σε έναν κορμό δέντρου (ε να μη δείξουμε και τα καλογυμνασμένα μπράτσα;) και κραδαίνοντας το δικό της shotgun, διώχνει από τη φάρμα της κάθε ανθρώπινο κατακάθι που μπορεί να ταράξει τον γιο της.
Στον αντίποδα ο Jeff Danniels που είχαμε και καιρό να δούμε, κρατάει μεν έναν βασικό ρόλο, αλλά σε έκταση οχι και τόσο.  Παρόλα αυτά πείθει για σατανικό, μουσάτο αφεντικό της μαφίας.
Σε γενικότερο επίπεδο, αν θες να δεις μια καλογραμμένη περιπέτεια φαντασίας, το "Looper" είναι σίγουρα αυτό που ζητάς.  Μπορεί το τέλος της να συζητηθεί και σίγουρα θα υπάρξουν και πολέμιοι που θα προσπαθήσουν να βρουν τη λούπα στην οποία υπέπεσε και ο σκηνοθέτης, παρόλα αυτά-χωρίς φυσικά να είναι τέλειος-ο Johnson φτιάχνει μια αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη ταινία, με εκπληκτική μουσική (δια χειρός Nathan Johnson, ξαδέρφου του σκηνοθέτη) που θυμίζει κάτι από Mansell, εντυπωσιακή στήσιμο και μια ιστορία που θα μπορούσε να είχε καταλήξει πολύ διαφορετικά, αν ο Johnson δεν ήταν αυτός που-φαίνεται-να είναι: ένας δημιουργός με όραμα και την ικανότητα να φτιάχνει καλές ταινίες.  Δύσκολα πράγματα...

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αυτή η Piper Perabo είναι αγέραστη, οτι ο μικρός Pierce Cagnon είναι όνειρο και οτι ο Levitt είναι cool.  Εντάξει, αυτό το ήξερα και από πριν.


No trivia


Τσεκάρετε και ένα τέλειο trailer για την ταινία, κατασκευασμένο εξ'ολοκλήρου σε animated style.














































 























Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Alphaville: Godard and futurism

Γεια σας γεια σας!  Σήμερα τυγχάνει να έχω πολλά πολλά κεφάκια, και αν όλα πάνε καλά, θα τα έχω για όλη τη διάρκεια του σαββατοκύριακου.  Οπότε σήμερα είπα να ασχοληθούμε με μια ταινία αρκετά ιδιαίτερη και εκ πρώτης όψεως αυτό που λέμε, 'λίγο ότι να' ναι.  Το "Alphaville" του Jean-Luc Godard είναι ένα sci-fi (όσο κι αν δε το πιστεύετε) φιλμάκι, με ευδιάκριτη noir αισθητική ("Blade Runner" much?) και την ιδιαίτερη φυσικά, σκηνοθετική-και οχι μόνο-ματιά του μεγάλου σκηνοθέτη.  Να πω κι εδώ, οτι την παρακολούθησα χθες το απόγευμα στη κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου ΑΣΤΥ, στα πλαίσια του φεστιβάλ του Ταινιοράματος.  Περίεργη, αλλά και τόσο πλούσια η ταινία, δε μπορεί παρά να σε ιντριγκάρει, αλλά και να σε αφήσει με πολλές απορίες, που όμως με λίγο παίδεμα στο μυαλό, καταφέρνεις να τις λύσεις και να πεις: "αααα αυτό σήμαινε".  Ναι ναι, αυτό.


Το "Alphaville" έχει όλα εκείνα τα τυπικά χαρακτηριστικά του είδους της επιστημονικής φαντασίας, τα οποία συναντούμε πια διαρκώς σε ανάλογου ύφους ταινίες.  Αν βέβαια σκεφτούμε οτι η χρονολογία του film είναι το 1965, και επιπλέον οτι αποτελεί δημιούργημα του Godard, τότε είναι εύκολο να καταλάβουμε που ακριβώς έγκειται η πρωτοτυπία και η περίεργη μαγεία της συγκεκριμένης ταινίας.
O Lemmy Caution (Eddie Constantine) είναι ένας Αμερικανός μυστικός πράκτορας, στον οποίο ανατίθεται μια αρκετά επικίνδυνη αποστολή: πρέπει να μεταβεί σε μια φουτουριστική πόλη που βρίσκεται έξω στο διάστημα, μακριά από τις 'Έξω Χώρες' όπως αναφέρονται και που θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι αποτελούν εν μέρει τη Γη.  Σε αυτή λοιπόν την πόλη που ονομάζεται Alphaville, και που βρίσκεται σε έναν εντελώς διαφορετικό γαλαξία, ο Caution φαίνεται να αναζητεί κάποιον.  Σύντομα θα αντιληφθεί οτι η πόλη έχει πέσει στα χέρια του σατανικού επιστήμονα Von Braun, ο οποίος μέσω μιας κομποιουτερίστικης διάνοιας (που φαίνεται να τον χρησιμοποιεί ως μια πρώτης τάξεως μαριονέτα), του ALPHA 60, έχει καταφέρει να υποδουλώσει τους πάντες, και να τους καταστήσει άβουλα, 'μηχανικά' όντα, χωρίς αισθήματα και την παραμικρή δυνατότητα έκφρασης.  Βέβαια το χειρότερο από όλα είναι ίσως το γεγονός, πως ο ήρωάς μας έχει αρχίσει να ερωτεύεται την κόρη του κακού επιστήμονα, Natacha (Anna Karina).  Δίνοντας μάχη με μια αναπόφευκτη αυτοκαταστροφή, ο Caution θα προσπαθήσει να σώσει την όμορφη Natacha από την διαβολική Alphaville, και να επιστρέψει πίσω στον δικό του κόσμο.  Πόσο απλό όμως είναι να ξεφύγεις από τα δίχτυα μια ορθολογιστικής και λογικής ευφυΐας;


O Jean-Luc Godard είναι ένας σκηνοθέτης που δε χρειάζεται πολλές συστάσεις.  Αποτελώντας αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες και φυσιογνωμίες της δεκαετίας του '60 (κυρίως), αλλά και μετέπειτα, και καταφέρνοντας να παραμείνει στην επιφάνεια των κινηματογραφικών δρώμενων χάρη στην εντελώς πρωτοποριακή του, σκηνοθετική τεχνική, ο Godard κρατά επάξια μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους των μεγάλων, και συνεχίζει μέχρι και τις μέρες μας να είναι παραγωγικός και παρόν (τελευταία του ταινία το "Film Socialism" του 2010).
Ο Godard μετράει στο ενεργητικό του περισσότερες από ενενήντα(!) ταινίες, έχει κατακτήσει πάμπολλα βραβεία (τα οποία η στάση του δείχνει πως μάλλον τον αφήνουν και παγερά αδιάφορο), ενώ έχει ασκήσει τεράστια επίδραση σε πολλούς μεταγενέστερους σκηνοθέτες, όπως οι Quentin Tarantino, Martin Scorsese, Jim Jarmusch, Wim Wenders, Ken Loach κ.α.
Την δεκαετία του ΄60 ο Godard θεωρείτο ένα από τα βασικά μέλη του ρεύματος της 'Nouvelle Vague' ('New Wave'), μιας θα λέγαμε, ομάδας που απαρτιζόταν από Γάλλους κινηματογραφιστές (μιλάμε για τέλη 1950 με δεκαετία του ΄60) οι οποίοι είχαν επηρεαστεί άμεσα από τον Ιταλικό Νεορεαλισμό του ΄40, αλλά και το κλασικό, αμερικανικό Hollywood.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Godard αποτελούσε μαζί με τον Francois Truffaut την αφρόκρεμα αυτής της ομάδας, με τον πρώτο να φέρνει ρηξικέλευθες αλλαγές στο κομμάτι της σκηνοθεσίας, ενώ τον δεύτερο στο κομμάτι κυρίως της υπόθεσης και του κοινωνικού προβληματισμού.
Αργότερα οι πορείες τους διαφοροποιήθηκαν αισθητά, όταν μάλιστα ο Godard ακολούθησε μια πιο πολιτικοποιημένη κατεύθυνση, αφορίζοντας μάλιστα την κινηματογραφική ιστορία ως 'μπουρζουαζε' και άρα χωρίς καμία αξία.  Παρόλα αυτά, κανείς δεν αμφισβητεί τα διαμάντια που δημιούργησε κατά το παρελθόν, και τα οποία κατάφεραν να σπάσουν τους κλασικούς κώδικες του cinema (με τρόπο ανάλογο αυτού του Carl Dreyer).


Το "A bout de souflle" (1960) εισήγαγε ένα σωρό νέες, σκηνοθετικές τεχνικές, όπως τα jump-cuts (cut στο οποίο δυο διαδοχικές εικόνες του ίδιο αντικειμένου, παρουσιάζονται από δυο διαφορετικές γωνίες λήψεις, που όμως διαφέρουν μεταξύ τους ελάχιστα), το σπάσιμο του δεσίματος του βλέμματος, καθώς και το κοίταγμα των ηθοποιών ακριβώς στην κάμερα (έτσι κι αλλιώς ο Godard είναι γνωστό οτι επιθυμούσε το κινηματογραφικό παιχνίδι να είναι διαρκές ανάμεσα στον ίδιο και το κοινό, συνεπώς ποιος καλύτερος τρόπος να πεις σε έναν θεατή οτι βλέπω ένα προϊόν μυθοπλασίας, από το να βάλεις τον ηθοποιό σου να του μιλά, κοιτώντας τον κατευθείαν στα μάτια;).
Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, τα συναντάμε όπως είναι αναμενόμενο και στο "Alphaville" αν και στη προκειμένη περίπτωση φαίνεται πως έχει δωθεί μεγαλύτερη σημασία και στην ίδια την υπόθεση της ταινίας, και οχι μόνο στη σκηνοθεσία αυτής.


Ο Godard έχει δημιουργήσει εδώ ένα γοητευτικό υβρίδιο noir αισθητικής, sci-fi ιστορίας και μοντέρνας σκηνοθεσίας, από αυτή στην οποία υπήρξε πρωτοπόρος.
Η αλήθεια είναι πως μου προκάλεσε εντύπωση ο εναρμονισμός σκηνοθεσίας και ιστορίας της ταινίας, καθώς το είδος το οποίο επέλεξε να παρουσιάσει στην οθόνη, έδενε τέλεια με το σπασμωδικό και εντελώς προσωπικό του, κινηματογραφικό ύφος.  Οι ήρωες του για ακόμη μια φορά αυτοσχεδιάζουν, κοιτούν την κάμερα, κρύβονται πίσω από τοίχους (μικρές, off-screen σκηνές) διαβάζουν αποσπάσματα από βιβλία (κλασικό στοιχείο στις ταινίες του) και μοιάζουν επίτηδες σαν καλοκουρδισμένα ρομπότ τα οποία επιτελούν ένα έργο: αυτό της προβολής του 'είναι' του film και οχι του 'φαίνεσθαι'.  Εξάλλου όπως λέει και ο ίδιος ο Godard: "Οι ηθοποιοί παίζουν ρόλους, δεν είναι οι ρόλοι.  Ποτέ μου δε σκηνοθέτησε ηθοποιούς (...) Τις περισσότερες φορές ωστόσο, αφήνω τους ηθοποιούς να δημιουργήσουν μόνοι τους, τους αφήνω ελεύθερους.  Οχι βέβαια εντελώς ελεύθερους: οφείλουν να ακολουθήσουν έναν συγκεκριμένο δρόμο..." Και τι είναι τελικά μια ταινία του Godard;  Το κατασκεύασμα μιας πνευματικής και διανοητικής διαδικασίας, μπρεχτικής σύλληψης.  Όλα τα υπόλοιπα είναι δευτερευούσης ή και άνευ σημασίας.


Παρόλα αυτά στο "Alphaville" αυτό που συναρπάζει είναι η απλότητα με την οποία έχουν στηθεί τα πράγματα.  Αυτό που σίγουρα προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι το γεγονός πως για τη δημιουργία αυτής της εξω-γαλαξιακής πόλης, δεν έχουν χρησιμοποιηθεί εφέ ή κατασκευασμένα σκηνικά, αλλά οι ίδιοι οι δρόμοι του Παρισιού!  Στην ουσία ο Godard σε πείθει πως αυτοί οι τόσο γνώριμοι δρόμοι, είναι κομμάτια μιας πόλης που σκέφτεται και δρα εντελώς διαφορετικά από τον κόσμο του κεντρικού ήρωα.  Κι όμως, πρόκειται στην ουσία για τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τον οποίο μέσα από την υπόθεση, εσύ ώς θεατής αποδέχεσαι να τον αντιμετωπίσεις ως κάτι το ολοκληρωτικά ξένο προς εσένα.
Έπειτα η ταινία εγείρει ένα σωρό θέματα που έχουν να κάνουν με την ανθώπινη φύση και όσα καλά  ή κακά απορρέουν από αυτήν.  Απολυταρχικά καθεστώτα, θρησκεία, αγάπη, συνείδηση, είναι μερικά από τα θέματα που ο Godard φαίνεται να ακουμπάει, χωρίς όμως να έχει τη διάθεση ή την ανάγκη να τα ερευνήσει εις βάθος.  Απλά αποτελούν την κινητήρια δύναμη, προκειμένου η πλοκή της υπόθεσης να προχωρήσει λίγο παραπέρα, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει πως δεν έχουν την δική τους, αλληγορική και μεταφορική εν μέρει σημασία, μέσα στην ταινία.  Για παράδειγμα η υπακοή των πολιτών στην ανώτερη δύναμη του ALPHA 60, του υπολογιστή που κινεί τα νήματα (όπως ακριβώς και ο HALL 9000 στο "2001: A Space Odyssey") θα μπορούσε να αποτελεί μια ξεκάθαρη νύξη για την επίδραση της τεχνολογίας στον άνθρωπο, και το πόσο εύκολα μπορούμε να αποτελέσουμε έρμαια αυτής.  Από την άλλη όταν έπειτα από την ανάγνωση ενός ποιήματος, αρχίζουν κάποιες μικρο-παρενέργειες στον αρχηγό-υπολογιστή της πόλης, ο Godard ίσως και να μας δίνει μια πιθανή λύση, στο πρόβλημα της εξάπλωσης της τεχνολογίας.  Και ποια είναι αυτή;  Μα φυσικά η λογοτεχνία, η ποίηση και η ίδια η τέχνη γενικότερα.  Αλλά όλα αυτά είναι υποκειμενικά, και φαίνεται πως περισσότερο υπάγονται στον ξεχωριστό, προσωπικό τρόπο με τον οποίο ο καθένας από εμάς θα επιχειρήσει να δώσει μερικές εξηγήσεις στο περιεχόμενο του "Alphaville".  Μπορεί ο Godard να ήθελα να βάλει τον θεατή σε μια διαδικασία σκέψης, ή απλά έκανε μια τέτοια ταινία γιατί απλά το θεώρησε...cool.  Ποιος ξέρει;
Ιδιαίτερη ταινία το "Alphaville", σίγουρα δεν είναι για όλα τα γούστα, αλλά για περισσότερο σινεφιλίδικες καταστάσεις.  Παρόλα αυτά αν τη δείτε, σίγουρα θα καταφέρετε να εντοπίσετε ψήγματα αρκετά μεταγενέστερων ταινιών, όπως το "Blade Runner" ή για να το πάω ακόμα πιο μακριά, του "Equilibrium" (2002).
Extra tip:  Τα κοινά της σημεία με την ταινία του Jean Cocteau, "Orpheus' (1950) είναι κάτι παραπάνω από εμφανή, αν δει κανείς και τις δυο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Anna Karina ήταν εξωφρενικά όμορφη, οτι τα negative shots που βλέπουμε προς το τέλος, μπορεί να είναι και ένα tribute στο "Nosferatu" (1922), μιας που και το όνομα Nosferatu αναφέρεται μέσα στο film και οτι είναι μια ταινία για τους fan.  Κακά τα ψέματα.



No trivia


Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Pontypool: Kill is kiss

Γεια σας και πάλι!  Τι μέρα κι αυτή σήμερα; (εμένα προσωπικά μου αρέσει πάντως).  Λοιπόν λοιπόν ξέρω οτι είχα αναφέρει στην αρχή της εβδομάδας, οτι θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε με κλασικό κινηματογράφο, αλλά έλα που έτυχε να δω κάνα δυο ταινιούλες που άξιζαν τη προσοχή μας;  Έτσι λοιπόν και σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ανεξάρτητη παραγωγή του 2008 και θα αφήσουμε τα υπόλοιπα από την επόμενη φορά.  Επίσης να υπενθυμίσω πως αυτή η εβδομάδα είναι αρκετά φτωχή κινηματογραφικά μιας που μόνο μια ταινία βγήκε στις αίθουσες και συγκεκριμένα αυτή του Tim Burton, "Dark Shadows".  Επίσης να πούμε οτι ξεκίνησε και το 65ο φεστιβάλ των Κανών (σνιφ!), συνεπώς αν έχουμε κάποιο hot νεάκι ή ενδιαφέρον backstage, εδώ είμαστε (σνιφ, σνιφ δυστυχώς εδώ και οχι εκεί).  Ξεκινάμε λοιπόν...


Σε μια μικρή πόλη του Ontario, στο Pontypool, κάτι περίεργο πρόκειται να συμβεί.  Ενώ η μέρα έχει ξεκινήσει όπως ακριβώς κάθε άλλη, ο Grant Mazzy (Stephen McHattie), ο ηλικιωμένος και uber cool εκφωνητής του τοπικού, ραδιοφωνικού σταθμού αντιλαμβάνεται πως ίσως κάτι να μη πηγαίνει καθόλου καλά, όταν μια μυστηριώδης γυναίκα χτυπήσει το τζάμι του αυτοκινήτου του ψελίζοντας μερικές ακατανόητες λέξεις και στη συνέχεια εξαφανιστεί.  Ο Mazzy εν μέσω κρύου και χιονιού, φτάνει τελικά στον σταθμό, οπού και ξεκινάει την καθημερινή του εκπομπή, με βοηθούς τις Sydney (Lisa Houle) και την νεότερη Laurel-Ann (Georgina Reilly) η οποία έχει μόλις επιστρέψει από το Αφγανιστάν.  Και ενώ η μέρα προχωράει με τις τυπικές φιλονικίες Mazzy και Sydney, αρχίζουν να καταφτάνουν στον σταθμό μερικές περίεργες ειδήσεις, σχετικά με ένα τσούρμο ανθρώπων που έχουν αρχίσει να κατακλύζουν τη πόλη, δρώντας κάτω από μια περίεργη συμπεριφορά.  Οι περισσότεροι μοιάζουν να μιλούν ακατάληπτα, ενώ έχουν αρχίσει να επιτίθενται και ο ένας στον άλλον, σημειώνοντας μάλιστα και τις πρώτες, ανθρώπινες απώλειες.  Στο σταθμό, προσπαθούν να βγάλουν ένα νόημα από όλα αυτά, και να ενημερώσουν τους πολίτες προκειμένου να προστατεύσουν τους εαυτούς τους.  Το πράγμα όμως όσο πάει και αγριεύει, καθώς οι πολίτες φαίνεται να έχουν επιστρέψει στα πρωτόγονα ένστικτά τους, ξεσκίζοντας κυριολεκτικά ο ένας τις σάρκες του άλλου, σε μια νέα πραγματικότητα που δεν έχει επιστροφή.  Κι όμως, ένας επικίνδυνος ιός αποτελεί τελικά τη πηγή του κακού, ένας ιός που δε μοιάζει με κανέναν άλλον, καθώς δεν έχει εξαπλωθεί ούτε μέσω αποτυχημένου πειράματος, ούτε ενός επικίνδυνου, μολυσμένου ζώου.  Η αρχή του ολέθρου αυτή τη φορά αναζητείται κάπου πολύ διαφορετικά: στην ίδια την αγγλική γλώσσα!  Τώρα οι πρωταγωνιστές θα προσπαθήσουν να βρουν μια λύση, πριν να είναι πολύ αργά.  Πόσο εύκολο όμως θα είναι να το κάνουν, απο τη στιγμή που η ομιλία αποτελεί το μέσο διάδοσης του ιού;


Μην έχοντας και πολλά κέφια τις προηγούμενες ημέρες, αποφάσισα να επισκεφτώ το τοπικό dvd club (ναι υπάρχουν ακόμα) για να δω τι παίζει από κυκλοφορίες, μιας που ήθελα άμεσα να δω κάτι, προκειμένου να...πνίξω τον πόνο μου.  Πρόσεξα λοιπόν κάπου χωμένη μια ταινία, (αν θυμάστε σε εκείνα τα ψηλά ράφια, κάπου τέρμα αριστερά ή δεξιά, εκεί που τα αντίτυπα έκαναν παρέα με την οικογένεια αραχνών του καταστήματος) που λεγόταν "Pontypool", με ένα εξώφυλλο τίγκα στα κόκκινα αστεράκια, από αυτά που μπαίνουν συνήθως από κάτι κριτικούς εφημερίδων και περιοδικών (τύπου π.χ Τα Νέα της Κωλοπετινίτσας) ε και είπα 'δε βαριέσαι', ας πάρω να δω τι έχει να μου προτείνει ο διακεκριμένος συνάδελφος της Κωλοπετινίτσας.  Ε λοιπόν θα τον ξαναεμπιστευτώ στα σίγουρα, καθώς το "Pontypool" είναι από τις πιο έξυπνες και ανενωτικές ταινίες του horror/thriller είδους, που έχω δει τελευταία.  Plus, ανεξάρτητης παραγωγής και αρκετά low budget ($1.5 εκατομμύριο).  Τέλεια δηλαδή.


Ο σκηνοθέτης της ταινίας Bruce McDonald είναι στο κινηματογραφικό κουρμπέτι, ήδη από την δεκαετία του ΄80 και μετράει στο ενεργητικό του περισσότερα από 50 δημιουργήματα τα οποία περιλαμβάνουν ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, ντοκιμαντέρ και short φιλμάκια.  Σαν να λέμε δηλαδή οτι ο τύπος τα έχει κάνει όλα, και αν τσεκάρει κανείς την φιλμογραφία του θα διαπιστώσει οτι ο McDonald μια έφεση στα μουσικά δράματα/ταινίες/ντοκιμαντέρ, την έχει σίγουρα (χρησιμοποιεί μάλιστα πολύ τη μουσική των Ramones, ενώ έχει cast-άρει και τον Joey Ramone στα film του).
Πολυσχιδής προσωπικότητα απ'οτι φαίνεται, έχει συμμετάσχει σε πάμπολλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ενώ έχει αποσπάσει και περισσότερα από είκοσι βραβεία.  Δε μου κάνει λοιπόν καμία εντύπωση πως αυτό το άτομο, έφτιαξε μια ταινία όπως το "Pontypool", γεμάτη από μια σύγχρονα, camp αισθητική, έντονο σασπένς και αγωνία που χτυπάει ταβάνι, έναν κεντρικό ήρωα βγαλμένο θαρρείς από τις σελίδες του Stephen King (καουμπόικο καπέλο και ασορτί μπότες), και μια εντελώς 'αναζωογωνητική' υπόθεση, που προχωράει τον μύθο των απέθαντων (ή οχι ακριβώς) ένα βήμα παραπέρα.


Και λέω 'οχι ακριβώς' καθώς τα άτομα που έχουν μολυνθεί στη ταινία, μπορεί να μοιάζουν εμφανισιακά και σε συμπεριφορά με τα ζόμπι, όμως δε φαίνεται να είναι ακριβώς αυτό.. Περισσότερο παραπέμπουν σε άλογα όντα, τα οποία όμως επιτίθενται σε άλλους, οχι για να τους κατασπαράξουν λόγω πείνας, αλλά μάλλον για να τους σκοτώσουν λόγο μανίας και τρέλας.  Οι χαρακτήρες αυτοί θυμίζουν πολύ τους αντίστοιχους στο βιβλίο "Blood Crazy" ("Δίψα για Αίμα") του Simon Clark.   Εκεί ξημερώνει η καταστροφολογική ημέρα κατά την οποία όλοι οι ενήλικοι, άνω των 18 ετών καταλαμβάνονται από μια ανεξέλεγκτη μανία, σκοτώνοντας τα παιδιά τους.  Όσα καταφέρουν να ξεφύγουν, θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν και πάλι τον ανθρώπινο πολιτισμό, που μοιάζει να έχει φτάσει πια στο τέλος του.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη ταινία, με τη διαφορά οτι οι παράφρονες, επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις, παραμιλούν και παραληρούν, μοιάζοντας να αναζητούν κάτι.  Η αλήθεια είναι πως αυτό που αναζητούν είναι η ομιλία όσων παραμένουν ακόμα υγιείς, τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα τους, και τον ήχο των όσων λένε, με τα οποία και 'τρέφονται'.  Και αυτή ακριβώς η εύστοχη και έξυπνη υπόθεση είναι που καθιστά αυτό το φιλμάκι (το οποίο βασίζεται και στην ομώνυμη νουβέλα του συγγραφέα Tony Burgess) αξέχαστο.


Όλη η δράση διαδραματίζεται μέσα στον ραδιοφωνικό σταθμό, χωρίς να βλέπουμε ποτέ τι γίνεται έξω από αυτόν.  Παράλληλα ως θεατές ταυτιζόμαστε απόλυτα με τους κεντρικούς ήρωες, καθώς μαθαίνουμε μόνο από ακούσματα, το τι ακριβώς συμβαίνει στην πόλη.  Αυτό το βρήκα ένα από τα δυνατά σημεία της ταινίας, καθώς καταφέρνει να χτίσει μια εξαιρετικά αγωνιώδη κατάσταση, κρατώντας τη κάμερα κολλημένη διαρκώς, στον ίδιο χώρο.  Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι οι τρομαγμένες φωνές των πολιτών και του ανταποκριτή του σταθμού, που φθάνουν στους πρωταγωνιστές από σταθερά και κινητά τηλέφωνα, μόνο για να δημιουργήσουν ένα απόλυτα κλειστοφοβικό αίσθημα και μια μια πραγματικότητα που μυρίζει αίμα και θάνατο.
Η ιδέα του οτι ορισμένες λέξεις της αγγλικής γλώσσας, μεταφέρουν τον ιό και μολύνουν, όποιον αρχίσει να τις επαναλαμβάνει, είναι διαβολικά έξυπνη, όπως ακριβώς και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί και να ανατραπεί αυτό, κάτι όμως το οποίο δε θα ήθελα να σας κάνω spoiler και προτιμώ να το τσεκάρετε μόνοι σας.  Απλά κάπου εδώ θέλω να προσθέσω πως πίσω από αυτό το τρομακτικό story, κρύβεται σίγουρα ένας κοινωνικός σχολιασμός σχετικά με το γεγονός πως η αγγλική, αποτελεί πια την παγκόσμια γλώσσα, και δεδομένου οτι η ταινία είναι γυρισμένη στον Καναδά, κάνει το πράγμα ακόμα πιο καυστικό και ίσως τραγικά χιουμοριστικό.  Το να αποτελεί η γαλλική τη μητρική σου, αλλά εσύ να μιλάς αγγλικά, έχοντας μάλιστα ξεχάσει σχεδόν τα γαλλικά, αποτελεί μια υπέροχη πάσα, για μια τέτοια-ίσως και b-movie διάστασης-ταινία, που αν μη τι άλλο θέτει επί τάπητος ένα βασικό ζήτημα, με τρόπο εντελώς σουρεαλιστικό και πρωτότυπο.  Αρκεί να σκεφτούμε και τα δικά μας greeklish, και καταλαβαίνουμε όλοι τι σημαίνει αυτό...
Οι ερμηνείες είναι καλές, με κορυφαία αυτή του πρωταγωνιστή που είναι ο ιδανικός για τον ρόλο, και χειρότερη αυτή της Houle, η οποία είναι κομπάρσα από τις λίγες, σε βαθμό που να γελάω ακατάπαυστα μαζί της-να' ναι καλά.  Η σκηνοθεσία σίγουρα σου τραβάει τη προσοχή, και γενικά τείνω να εκθειάζω φιλμάκια που κρατούν το ενδιαφέρον στου αμείωτο χωρίς φρενήρεις καταστάσεις (βλ. "Buried"-εμένα μ' άρεσε).
Μαύρο χιούμορ, μια απρόσμενη λύση και ένα απόλυτα τρομακτικό κλίμα, συνθέτουν το "Pontypool", μια ταινία που πρέπει να προσέξετε και να δείτε.  Είναι τόσο-god damn-σύγχρονη και αληθινή, που καταντάει απολαυστικό.  Εκτός από αυτό που όλοι αρχίζουν και επαναλαμβάνουν τις ίδιες ακριβώς λέξεις, ένα σχόλιο right to the bone.  Lol, lol, lol, lol.  Oh fuck...

Tι έμαθα από τη ταινία:  Οτι η ηλεκτροπληξία σου στραβώνει το στόμα(!), οτι τα γαλλικά είναι τελικά κάπου χρήσιμα και οτι πρέπει να δείτε και την extra σκηνή μετά του τίτλους τέλους, για μια Howard Hawks γεύση.



No trivia