Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οικογένεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οικογένεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Nebraska: A road trip

NEW ARRIVAL

Επιστροφή και πάλι μετά από καιρό απουσίας, λόγω άπειρου φόρτου εργασίας.  Ευτυχώς να λέμε που υπάρχουν και τα blogoscrars και θα ξε-αραχνιάσει λιγάκι ο blog.  Όσοι δεν έχετε ακόμα δηλώσει συμμετοχή, μη περιμένετε.  Μπείτε εδώ και ετοιμαστείτε για μια πραγματικά δύσκολη, μπλογκοσκαρική χρονιά.
Btw φέτος θα φιλοξενήσω στο blog μου και έναν καινούριο, καλό φίλο (εξού και το μερεμετάκι στην εμφάνιση, μη μας περάσει και για τίποτα 'βλαχάρες, τελευταίες'), οπότε σύντομα θα μας δείτε με το καλό να ετοιμάζουμε πυρετωδώς official και unofficial λίστες, posters, OSTs, καλύτερες ταινίες, ερμηνείες και τα σχετικά.  Φρενίτιδα...
Όσον αφορά την ταινία για την οποία αποφάσισα να αναρτήσω το κατιτίς μου, πρόκειται αναμφίβολα για την ταινία της εβδομάδας και σίγουρα για μια από τις καλύτερες για φέτος.  Το "Nebraska" του Alexander Payne, αποτελεί ένα υπέροχο δείγμα road trip, τόσο λιτό και απέριττο, όσο εν προκειμένω, μια νωχελική μέρα στην αμερικάνικη πολιτεία της Νebraska.


Ο Woody (Bruce Dern) είναι ένας σύζυγος και πατέρας που ποτέ δεν φάνηκε να τα καταφέρνει ιδιαίτερα καλά, σε καμία από αυτές τις δυο του ιδιότητες.
Με τον χρόνο να αφήνει σταδιακά τα σημάδια του στο μυαλό του, η οικογενειακή κατάσταση της καθημερινής πραγματικότητας των πρωταγωνιστών πρόκειται να αλλάξει, όταν ο ίδιος αποφασίσει να ταξιδέψει μέχρι την Nebraska, ξεκινώντας μάλιστα το μακρύ του ταξίδι με τα...πόδια.  Την απρόβλεπτη απόφαση του πατέρα του, θα προσπαθήσει να αλλάξει ο David (Will Forte), o οποίος θα κάνει οτι μπορεί προκειμένου να τον σταματήσει και να τον "επαναφέρει" στην, κατά τα άλλα, δίχως νόημα, πραγματικότητά του.  Ο Woody, ανένδοτος, επιμένει πως πρέπει να φτάσει μέχρι την Nebraska, προκειμένου να εισπράξει ένα εκατομμύριο δολάρια, τα οποία κληρώθηκαν στο όνομά του, στα πλαίσια μιας διαφημιστικής προώθησης προϊόντων.  Ο David, θα αναγκαστεί να ακολουθήσει τον πατέρα του σε ένα ταξίδι που είναι τελικά κάτι περισσότερο από αυτό που φαίνεται...


Ο Alexander Payne επιστρέφει δυο χρόνια μετά τους "Απογόνους" του, υπογράφοντας ένα γλυκόπικρο, οικογενειακό δράμα, με μπόλικες δόσεις χιούμορ και κεντρικό πυλώνα, την ερμηνευτική πληθωρικότητα του Bruce Dern, ο οποίος λειτουργεί εδώ ως νούμερο ένα, συναισθηματικός οδοστρωτήρας.
Αν και το "Nebraska" αποτελεί την έβδομη, μόλις, ταινία του Payne, καταφέρνει να αποτελέσει και αυτή τμήμα, της εντελώς ανθρωποκεντρικής δουλειάς του σκηνοθέτη, ο οποίος επιλέγει εδώ το ασπρόμαυρο φορμάτ, αφενός για να ενισχύσει την αισθητική της ταινίας του, και αφετέρου για να καταστήσει ενδεχομένως σαφή, την απόλυτη φύση του-επί της αρχής-γεροπερίεργου Woody: άσπρο ή μαύρο.  Τίποτα ενδιάμεσο.
Φυσικά ο υποψήφιος για 'Best Achievement in Cinematography' Oscar, ελληνικής καταγωγής, Phedon Papamichael, αποτελεί έτσι κι αλλιώς μια από τις καλύτερες αφορμές για να δει κανείς το "Nebraska", μιας που η καλλιτεχνική, φωτογραφική του συμβολή στο οπτικό αποτέλεσμα της ταινίας, προσδίδει στο σενάριο του Bob Nelson, το ιδανικό πάτημα προκειμένου να αναπτυχθεί μέσα σε ένα καθόλα λυρικό πλαίσιο.


Όπως γίνεται πάντως σαφές, αυτή ακριβώς η ποιητική εικόνα των συντελεστών, έρχεται σε έντονη αντιδιαστολή με τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τόσες και τόσες οικογένειες, με μια εξ' αυτών να αποτελεί στην συγκεκριμένη περίπτωση, τους κεντρικούς ήρωες της υπόθεσης.
Φυσικά η αφορμή για το αυτοκινητικό ταξίδι πατέρα/γιου, δεν είναι καθόλου τυχαία, μιας που αποτελεί την καταλληλότερη ευκαιρία για προσωπικές ενδοσκοπήσεις, αλλά και φαμιλιακό bonding μεταξύ πάλαι ποτέ αδιάφορου πατέρα και συναισθηματικά στιγματισμένου γιου.  Ο ανεξάρτητος, αμερικάνικος κινηματογράφος άλλωστε, πάντα χρησιμοποιούσε την δυναμική του "road trip film" προκειμένου να μεταβιβάσει σε μεταφορικό/αλληγορικό επίπεδο στην συνείδηση του θεατή, όλα όσα βλέπει εκείνος να συμβαίνουν στην μεγάλη οθόνη.  Από το ελευθεριακό "Easy Rider" του Dennis Hopper, ύμνο στην αμερικάνικη ιδεολογία των 'ανοιχτών οριζόντων' και το εμβληματικό "Bandlands" του Terrence Mallick, μέχρι το φεμινιστικό γκάζι των "Thelma and Louise", ακόμη και την επαναπόκτηση της ταυτότητας του ήρωα στο "Paris, Texas" του Wim Weders, ο κινηματογράφος του δρόμου, του ταξιδιού και της ερημικής σκόνης, αποτελούσε, αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για έναν ήρωα να διεκδικήσει τον δικό του 'τελικό προορισμό'.


Το "Nebraska" αποτελεί σεναριακά την επιτομή της προσπάθειας επανασύνδεσης (και κυρίως, της προσπάθειας επικοινωνίας) πατέρα/γιου, υπό το πρίσμα μιας αφορμής η οποία συμπυκνώνεται στην πεποίθηση του Woody πως πράγματι έχει γίνει πλούσιος.  Εκτός όμως από το κεντρικό μοτίβο της ταινίας, η υπόθεση διανθίζεται παράλληλα και από την εμπλοκή ενός σωρού άλλων χαρακτήρων, ο καθένας από τους οποίους δίνει και το δικό του, προσωπικό στίγμα.
Την προσοχή παρόλα αυτά κλέβει ο Bruce Dern, ο οποίος υποδύεται συγκλονιστικά τον ηλικιωμένο πατέρα με όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ανθρώπου που αισθάνεται παραγκωνισμένος, δίχως λόγο να ζει, μακριά από τις δραστηριότητες που τον κατέτασσαν κάποτε στα ενεργά μέλη της κοινωνίας.  Το ενδιαφέρον μάλιστα του σεναρίου έχει να κάνει ιδιαίτερα, με τον τρόπο με τον οποίο χτίζεται από την αρχή η παρουσία του Woody, ως αλκοολικού, πεισματάρη, γεροξεκούτη, μόνο για να αποκαλυφθεί στην συνέχεια πως τα πράγματα, ίσως και να μην είναι ακριβώς έτσι.  Τον ρόλο της αποκατάστασης της "φήμης" του, αναλαμβάνει η αθυρόστομη και ξύπνια σύζυγος Kate (ένα όνειρο η Squibb), που κάπου ανατρέπει τα δεδομένα και δίνει το πραγματικό στίγμα του ήρωα Woody.
Το "Nebraska" είναι μια ταινία γεμάτη ζεστασιά, χιούμορ και αληθινούς ανθρώπους, μια ταινία που ασχολείται με μια φέτα πραγματικής ζωής, θέτοντας ως προβληματική τους οικογενειακούς δεσμούς, την σχέση πατέρα/γιου και την ανάγκη των ανθρώπων να συνεχίσουν να ζουν και να πορεύονται κυνηγώντας πάντα τον επόμενό τους προορισμό.

Τι έμαθα από την ταινία: Oτι ο ξάδερφος Cole, είναι ο αδελφός του Macaulay Culkin στο "Home Alone", οτι η μουσική του Mark Orton είναι υπέροχη και οτι το τέλος της είναι αυτό που ταιριάζει σε κάθε τέτοιου είδους ταινία.




TRIVIA

  • Για τον ρόλο του David πέρασαν από οντισιόν οι Bryan Cranston, Matthew Modine, Paul Rudd και Casey Affleck.
  • Για τον ρόλο του Woody πέρασαν επίσης απο οντισιόν οι Gene Huckman, Robert Forster, Jack Nicholson (!) και Robert Duvall.
  • H Paramount είχε αντιδράσει όταν ο Payne αποφάσισε να σκηνοθετήσει την ταινία του σε ασπρόμαυρο.  Όταν βέβαια οι πρώτες διθυραμβικές κριτικές ξεκίνησαν, άλλαξαν γνώμη...
(ΠΗΓΗ IMDB)

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Prisoners: A(maze)ing crime thriller

Επιστροφή και πάλι λοιπόν.  Την περασμένη εβδομάδα δεν κατάφερα να αναρτήσω κάποια ταινιούλα, λόγω χρόνου, αλλά και πιο προσωπικών θεμάτων, οπότε νομίζω ήταν επιτακτική η ανάγκη ξε-αραχνιάσματος του blog αυτή την εβδομάδα.  Έτσι κι αλλιώς, και οι ταινίες που βγήκαν σήμερα Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, και λίγες είναι, και μέτριας κατάστασης.  Αν εξαιρέσουμε δηλαδή το μουσικό ντοκιμαντέρ, "Searching for Sugarman" το οποίο κέρδισε πέρσι το Oscar καλύτερου ντοκιμαντέρ, ο νέος "Thor" είναι αποτελεσματικός για μια fun βραδιά, ενώ ο "Συνήγορος" του Ridley Scott, με ένα cast-βόμβα (Michael Fassbender, Brad Pitt, Javier Bardem, Penelope Cruz και Cameron Diaz), ας πούμε πως σε κάνει να αναπολείς τις παλιές, καλές "Blade Runner" και "Alien" εποχές.  Φόλα ολκής.
Για τον λόγο αυτό είπα να επικεντρωθώ σε μια ταινία, η οποία είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες για την φετινή χρονιά, θυμίζοντας αυθεντικά, καλογυρισμένα θρίλερ του παρελθόντος (του οχι και τόσο μακρινού).  "Prisoners" λοιπόν.


Το αμερικάνικο όνειρο στο επίκεντρο: ένα ταπεινό, πλην ζεστό σπιτικό, μια αγαπημένη οικογένεια, φίλοι, παιδιά, χαρά, γιορτή.
H ευτυχισμένη καθημερινότητα δεν αργεί να κομματιαστεί, όταν η μικρή Anna της οικογένειας Dover καθώς και η φίλη της Joy (της έτερης φαμίλιας), εξαφανίζονται κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.  Οι υποψίες βέβαια δεν αργούν να πέσουν πάνω στο μυστήριο RV το οποίο λίγο πριν το κακό, βρίσκεται παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου, κοντά στο σημείο όπου οι δυο μικρές έπαιζαν ανέμελες με τα αδέρφια τους λίγο πριν.
Και ενώ η αστυνομία μπαίνει στον χορό, αναλαμβάνοντας δράση με επικεφαλή τον detective Loki (Jake Gyllenhaal), ο Keller Dover (Hugh Jackman), θα αποφασίσει να πάρει τον νόμο στα χέρια του προκειμένου να βρει τα παιδιά, πριν να είναι πλέον πολύ αργά.  Το σφτιχτοπλεγμένο κουβάρι της υπόθεσης όμως, θα αποκαλύψει πολλά και αρκούντως σοκαριστικά μυστικά που θα αναδιαμορφώσουν εκ νέου τον ψυχισμό και την εικόνα των εμπλεκομένων χαρακτήρων, για την ασφάλεια και κυρίως, για την ίδια την ζωή.


Ο Καναδός σκηνοθέτης Denis Villeneuve ("Polytechnique", "Incendies") επιστρέφει και πάλι στα κινηματογραφικά δρώμενα, στήνοντας έξοχα ένα πολυεπίπεδο σενάριο, αποτελεσματικό και απόλυτα λειτουργικό, στα πλαίσια του ενοχικού ξεδιπλώματος της διαφορετικής πλευράς, στην οποία βρίσκετακαθένας από τους πρωταγωνιστές του.
Επί της ουσίας το "Prisoners" είναι ένα ψυχολογικό πλανάρισμα ετερόκλητων χαρακτήρων, οι αποφάσεις των οποίων οδηγούν σε σωρό, τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που συνοδεύουν κάθε σκέψη και κάθε ζοφερή συνειδητοποίηση.
Δεν είναι εύκολο να κρατήσεις το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για μια, κατά τα άλλα', "συνηθισμένη" πλοκή στα πλαίσια της σινεματικής εμπειρίας.  Παρόλα αυτά, αυτό που με ζηλευτή μαεστρία κατορθώνει εδώ ο Villeuneve, έχοντας ως μπούσουλα το καλογραμμένο σενάριο του Aaron Guzikowski (ο οποίος ήταν βέβαια υπεύθυνος και για το σενάριο του "Contraband"), είναι η κατασκευή ενός γερού, κοινωνικοδραματικού οικοδομήματος το οποίο απαρτίζεται στα επιμέρους τμήματά του από μερικές απόλυτα πυροδοτικές, crime στιγμές, συναισθηματικές εξάρσεις και puzzle-ικές αποκαλύψεις, που ανάγουν πλέον το πεπατημένο μοτίβο "έχασα την κόρη μου και θα τιμωρήσω τους πάντες για να την βρω", σε ένα πρώτης τάξεως ζευγαρωτό αποτέλεσμα θύτη/θύματος, νόμου/αυτοδικίας, σωστού/λάθους.


Είναι σχεδόν σίγουρο πως οι περισσότεροι έχετε ήδη δει την ταινία και το πιθανότερο είναι πως έχετε καταλήξει με την σειρά σας στα ίδια συμπεράσματα, δεν μπορώ όμως κι εγώ να μην εντυπωσιαστώ από το γεγονός πως το "Prisoners" αποτελεί την ιδανική επιλογή τόσο για όσους ήθελαν να επισκεφτούν τις αίθουσες για να δουν απλά μια ταινία, όσο κι για εκείνους που αναζητούσαν το κάτι περισσότερο.
Η επιλογή των ηθοποιών αποτελεί ένα ακόμη ενδεικτικό στοιχείο της επιτυχημένης συνταγής που χρησιμοποιήθηκε, μιας που εκτός από το υπερ-διάσημο πρωταγωνιστικό δίδυμο (στο οποίο αμφότεροι είναι καλοί), η τοποθέτηση του Gyllenhaal στον ρόλο του ντετέκτιβ, μοιάζει σαν ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού στον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο εξίσου καλό (και παρόμοιας σεναριακής φύσεως) "Zodiac", εκεί όπου αναλάμβανε και πάλι τον ρόλο του ντετέκτιβ (αν και ερασιτέχνη), μιας που ως δημοσιογράφος/καρτουνίστας είχε επιδοθεί στην ανακάλυψη του Zodiac, του κατά συρροήν δολοφόνου που σκότωνε ζευγαράκια σε ερημιές.
Εκτός από τον Gyllenhaal πάντως, όλοι είναι εξαιρετικοί.  Τολμώ να πω πως ο Jackman δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες τις καριέρας του στον ρόλο του εκδικητικού πατέρα.  Εκφραστικός, με φουλ ένταση και επιβλητική παρουσία, είναι ιδανικός ως Keller Dover, έχοντας μάλιστα και μια πολύ καλή χημεία με τον κωλοπαιδίστικης έμπνευσης Gyllenhaal.  Δεν χρειάζεται να πούμε και πολλά για το μήλον της έριδος Paul Dano, ο οποίος αποτελεί έτσι κι αλλιώς έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του (σε αυτό συμβάλει βέβαια και η ιδιαίτερη φάτσα του).  Σιγοντάροντας όλους αυτούς, έρχεται και η Melissa Leo, την οποία τη λες και αγνώριστη, αποτελώντας μια ενδιαφέρουσα παρουσία στην ταινία.


Η σκηνοθεσία είναι υποβλητική: βροχερό περιβάλλον, παγωμένη ατμόσφαιρα και μουντά χρώματα, συνθέτουν έναν σκοτεινό κόσμο στον οποίο παιδιά χάνονται, οικογενειακά μυστικά βαραίνουν την πραγματικότητα σαν τρομερή ταφόπλακα και πληγωμένοι ενήλικες αναζητούν την εξιλέωση μέσα από μια φριχτή καθημερινότητα μίμησης.
Το "Prisoners" είναι μια ταινία που αξίζει να δεις, καθώς μπορεί να παραπέμπει στην παραδοσιακής κοπής κινηματογραφική πραγματικότητα (αρχή-μέση-τέλος), καταφέρνει όμως παράλληλα να παραμείνει πιστή στον μύθο μιας εξελισσόμενης δράσης που εκπλήσσει, σοκάρει, αποκαλύπτει και αποκαθηλώνει μέχρι τελευταίας στιγμής.  Τι αποκαθηλώνει;  Μα την ιερότητα της αγίας, αμερικανικής οικογένειας, μαζί με τα όρια μέχρι τα οποία είναι διατεθειμένος να φτάσει κανείς για να προστατέψει τους δικούς του.  Αν υπάρχουν κι αυτά δηλαδή...

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Gyllenhaal είναι τούμπανος, οτι αυτή η Maria Bello έχει πάρει παραμάζωμα τους κινηματογραφικούς συζύγους και οτι μια σφυρίχτρα είναι πάντα χρήσιμη.


TRIVIA
  • Σε πρώτη φάση τα ονόματα των Christian Bale-Mark Wahlberg και Bryan Singer ακούγονταν για την ταινία, μέχρι την στιγμή που οι δυο ηθοποιοί επέλεξαν τελικά το "The Fighter".
  • Το όνομα της Melissa Leo στην ταινία είναι, Holly Jones.  Το ίδιο όνομα είχε και ένα κοριτσάκι το οποίο είχε απαχθεί και είχε δολοφονηθεί το 2010 στο Τορόντο.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Miss Violence: No secrets in this house

NEW ARRIVAL  (από τις 7 Νοεμβρίου στις αίθουσες)

Καλημέρες καλημέρες!  Χθες δεν προλάβαμε να ανεβάσουμε κάποια ταινιούλα, αλλά δεν θα αφήναμε και το σαββατοκύριακο να πάει χαμένο, μιας που αν μη τι άλλο μπορούμε να προτείνουμε καινούρια ταινιούλα που θα βγει στις αίθουσες την επόμενη εβδομάδα.  Πιο συγκεκριμένα θα ασχοληθούμε με την νέα ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά, "Miss Violence", η οποία προκάλεσε αίσθηση στο φεστιβάλ της Βενετίας, από το οποίο απέσπασε μάλιστα τον Αργυρό Λέοντα, αλλά και το βραβείο Ά Ανδρικού για την ερμηνεία του Θέμη Πάνου, στον ρόλο του πατέρα.  Σας το λέω από τώρα πάντως πως η ταινία δεν είναι για ευαίσθητα στομάχια και σίγουρα οχι για όλους.  Τι εννοώ με αυτό;  Θα καταλάβετε...


Στα ενδέκατα γενέθλια της η μικρή Αγγελική πέφτει από το μπαλκόνι του σπιτιού, βρίσκοντας τραγικό θάνατο, με ένα αινιγματικό όμως χαμόγελο να ζωγραφίσει το πρόσωπό της.  Η οικογένεια ταραγμένη από το σοκ της αυτοκτονίας, θα προσπαθήσει να συνεχίσει στην δύσκολη καθημερινότητά της, μια καθημερινότητα που σκιαγραφεί με μελανά χρώματα την ζοφερή οικονομική κατάσταση-και οχι μόνο-της σύγχρονης Ελλάδας.
Καθώς το σεναριακό κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται, τα μυστικά που βρίσκονται καλά θαμμένα κάτω από το vintage χαλί του σπιτιού, θα αρχίσουν να αναδεύονται, απαιτώντας να βγουν στην επιφάνεια και να καταπνίξουν μέχρι και την τελευταία ρανίδα λογικής.  Αν δηλαδή αυτή υπήρξε και ποτέ...


Η "Miss Violence" αποτελεί την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά και όπως όλα δείχνουν αποτελεί και την πιο πολυσυζητημένη, οχι μόνο εξαιτίας της σημαντικής της διάκρισης και βράβευσης στο μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας, αλλά και εξαιτίας της σκληρής θεματικής την οποία πραγματεύεται.
Καταρχάς να τονίσουμε πως και αυτό το δημιούργημα τοποθετείται σίγουρα μέσα στην ομάδα των ελληνικών ταινιών του λεγόμενου πια "weird greek cinema" μιας που οι δημιουργοί στην αναζήτηση της στυλιζαρισμένης αισθητικής και των ακραίων κοινωνικοπολιτικών πειραματισμών, μοιάζουν να ακολουθούν πλέον μια κοινή τακτική, μια παντιέρα η οποία απογειώθηκε μέσα από τον "Κυνόδοντα" του Γιώργου Λάνθιμου.
Το γεγονός πως οι περισσότεροι πια-σίγουρα οχι όλοι-Έλληνες δημιουργοί έχουν στραφεί σε μια εναλλακτική, σκηνοθετικά, απεικόνιση της σκληρότητας με την οποία βάλλεται η "αγία ελληνική οικογένεια" από παντού, αποτελεί μεν μια κάποια πρωτοτυπία, σίγουρα όμως όταν αυτό επαναλαμβάνεται διαρκώς, παύει σταδιακά να χαρακτηρίζεται από την πρότερη δυναμική του με αυτό να ωθεί εκ των πραγμάτων τον κάθε δημιουργό στην αναζήτηση της νέας έκπληξης, της νέας πρόκλησης και της ενσωμάτωσης της βίας σε κάθε της μορφή, σε μια προσπάθεια να ακουστεί δυνατά και καθαρά η αποδόμηση του τριπτύχου "πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια".


Μια από τις έξυπνες και σκηνοθετικά λειτουργικές επιλογές στην παρουσίαση της ταινίας, είναι η σταδιακή εξέλιξη των μικρών ανατροπών με τις οποίες γεμίζει ο Αβρανάς τις σκηνές του, καθιστώντας άκρως ενδιαφέρουσα την καταληκτική τους πορεία.  Ταυτόχρονα το κατακερματισμένο, απότομο μοντάζ δίνει ένα κοφτό, σχεδόν επιτακτικής ανάγκης ύφος, το οποίο πυροδοτεί επί της ουσίας ολόκληρη την επερχόμενη μετάβαση εξουσίας, η οποία πέφτει βαριά σαν ταφόπλακα πάνω στους ήρωες, παρά την αρχική εκτίμηση πως η λύτρωση είχε επιτέλους χτυπήσει την πόρτα.
Η σκηνοθεσία του Αβρανά ακολουθεί κλασικά μοτίβα χρωματικού φίλτρου και παλιακής αισθητικής, επιβεβαιώνοντας την τάση των δημιουργών μας τα τελευταία χρόνια στην αποτύπωση μιας εν δυνάμει σουρεαλιστικής εικόνας, μιας παλαιωμένης ματιάς πάνω στην ανθρώπινη φύση και την αγριότητα που κρύβουμε μέσα μας.
Θα ήταν υποκριτικό να μην πούμε πως κάποιες ομοιότητες του "Miss Violence" με τον "Κυνόδοντα" σε "χτυπούν" απευθείας στις αισθήσεις με την έναρξη της ταινίας, μιας που εκτός από την δημιουργική προσέγγιση (η οποία τείνει πλέον να είναι ακριβώς η ίδια, με ελάχιστες μόνο αλλαγές), και η ιστορία επικεντρώνεται στην παρουσίαση μιας εις βάθους προβληματικής οικογένειας, τα μυστικά της οποίας αποκαλύπτονται προοδευτικά, με τον θεατή βέβαια να είναι έτσι κι αλλιώς υποψιασμένος από την αρχή πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά.  Και αυτό το κάτι είναι για ακόμη μια φορά "ο πατέρας αφέντης".


Η πατριαρχική εξουσία και το αρσενικό καταδυνάστευμα αποτελούν πάγιες σεναριακές τακτικές μεγάλων σκηνοθετών, όπως των αδελφών Taviani στο "Padre padrone", αλλά και του εποχής "Δόγματος 95", "Festen" του Thomas Vintenberg το οποίο μοιράζεται εξίσου πολλά κοινά στοιχεία με το "Miss Violence" περιλαμβάνοντας τα απολύτως απαραίτητα: μια γιορτή, έναν θηλυκό θάνατο, μια σκληρή αποκάλυψη, έναν πατέρα που δεν ήταν ποτέ πατέρας και το τρύπιο μετά.
Αν κάποιος προσέξει από την αρχή το καδράρισμα του πατέρα σε σχέση με την υπόλοιπη οικογένεια, αντιλαμβάνεται γρήγορα τον ρόλο που επιτελεί στην προκειμένη περίπτωση η σκηνοθεσία, καθιστώντας μας διαρκώς μάρτυρες ενός κατακερματισμένου κορμιού, το οποίο φιλμάρεται με το πρόσωπο εκτός κάδρου. Ενδεχομένως και να μιλάμε για μια ξεκάθαρη νύξη της οικουμενικότητας αυτού του πατέρα- ψευδοπροστάτη, που πρώτος προδίδει οτι σημαντικότερο έχει κανείς στην ζωή του.
Το γεγονός πως από την ταινία του Αβρανά απουσιάζει και το πιο μικρό στοιχείο αισιοδοξίας και προστατευτισμού εξάλλου (ή το οποίο όταν υπάρχει εμφανίζεται σε περιορισμένες δόσεις και πάντα στα όρια του αποστειρωμένου), είναι απλώς μια ακόμη ένδειξη του ζοφερού, άρρωστου κλίματος μέσα στο οποίο ο όρκος σιωπής περιδιαβαίνει ανάμεσα στις πόρτες που ο "αφέντης" επιβάλει να παραμένουν ανοιχτές.  "Δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε σε αυτό το σπίτι", λέει. Όχι, εκτός από ματωμένες ψυχές και φόβο, τίποτα άλλο...
Οι ερμηνείες εξίσου χαρακτηριστικές, κινούνται στα όρια του επιτιδευμένου και του ξώφαλτσα ρεαλιστικού με τον Θέμη Πάνου να κερδίζει το στοίχημα (και το βραβείο) του λύκου μεταμφιεσμένου σε αμνό του Θεού και την Ελένη Ρουσσινού να κυριαρχεί σε μια σχεδόν σχιζοφρενική ερμηνεία.
Το "Miss Violence" δεν είναι μια ταινία που δεν έχεις ξαναδεί.  Διαθέτει όμως ατμόσφαιρα, πολύ καλή σκηνοθεσία (αν και πρέπει να είστε έτοιμοι για τις άκρως disturbing στιγμές που την συνοδεύουν), βουβές ερμηνείες και έναν τίτλο, η αποκρυπτογράφηση του οποίου έρχεται ξαφνικά και αδυσώπητα, στην καλύτερη ίσως, στιγμή της ταινίας.  Αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι δηλαδή...

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το τραγούδι της Shaya δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο για εμένα, οτι κάνει ένα πέρασμα ο Μηνάς Χατζησάββας και ο Χρήστος Λούλης.


No trivia

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Ain't Them Bodies Saints: No saints, just humans

NEW ARRIVAL

Alloha και πάλι!  Καταρχάς να πω ένα "welcome" βρε αδελφέ, στα καινούργια μέλη της κινηματογραφικής μας ομάδας!  Ελπίζω να περάσετε καλά και εσείς μαζί με εμάς : )  Have fun!
Πέμπτη σήμερα και φυσικά έχουμε νέες ταινιούλες στις αίθουσες και μάλιστα για όλα τα γούστα, έτσι για να διαλέξεις.  Έχουμε και λέμε λοιπόν: "Βρέχει Κεφτέδες 2" για animation κατάσταση, οσκαρικό-όπως όλα δείχνουν-Tom Hanks στο "Captain Phillips", χαριτωμενιές του Levitt στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο "Don Jon", κάτι από τα παλιά με "Meet Don Joe", ανάλαφρη Audrey Tautou στο "L'Ecume Des Jours" και φυσικά την ταινία που διάλεξα να μοιραστώ μαζί σας, το "Ain't Them Bodies Saints" του David Lowery για κοινωνικοδραματικές καταστάσεις.


H Ruth (Rooney Mara) και ο Bob (Cassey Afleck) είναι ένα νεαρό ζευγάρι full ερωτευμένο, προορισμένο σε τούτη την ζωή να μείνουν για πάντα ο ένας δίπλα στον άλλο.  Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως οι λάθος επιλογές αποτελούν μονόδρομο γι' αυτούς, με την "Bonnie and Clyde" ατμόσφαιρα να διαχέεται στην οθόνη από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας.
Όταν ο Bob πληρώσει το τίμημα της παρανομιακής τους ζωής με την φυλάκισή του για κάμποσα χρόνια, η Ruth θα κληθεί να μεγαλώσει μόνη της την κορούλα τους, προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια της, χωρίς όμως και να ξεχνά ποτέ τον μεγάλο της έρωτα, τον οποίο περιμένει καρτερικά να γυρίσει πίσω.  Και ενώ η ζωή μοιάζει να έχει δρομολογηθεί για την ίδια, τα μαντάτα της δραπέτευσης του Bob γίνονται το νούμερο ένα θέμα στην μικρή πόλη των περιχώρων του Τέξας.  Η Ruth αρχίζει να ζει και πάλι με την ελπίδα οτι ο Bob θα επιστρέψει για να "σώσει" εκείνη και το παιδί τους από μια καθημερινότητα σε αναμονή, μια πραγματικότητα δίχως νόημα και οικογενειακή ουσία.  Ο Bob όμως έχει και μερικούς ανοιχτούς λογαριασμούς εκεί έξω, λογαριασμούς που μοιάζουν να μην είναι διατεθειμένοι να τον αφήσουν να βρεθεί και πάλι στο πλευρό της μοναδικής του αγάπης...


Αν η παραπάνω περίληψη της ταινίας σου φάνηκε περισσότερο μελιστάλαχτη απ'οτι θα ήθελες, είναι επειδή και η ταινία αν χαρακτηρίζεται από μερικά οροθετημένα στοιχεία αυτά είναι μεταξύ άλλων η ήπιων τόνων σκηνοθεσία, οι μπόλικοι διάλογοι και ο τεράστιος, άσβεστος έρωτας του ζευγαριού ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο όλης της ταινιακής υπόθεσης, ωθώντας το σενάριο προς την τετελεσμένη του κατάληξη.
Ο σκηνοθέτης David Lowery στο τρίτο μεγάλου μήκους δημιούργημά του (έχουν προηγηθεί τα "Deadroom" και "St. Nick"), επιστρέφει στην καρδιά του αμερικάνικου, ανεξάρτητου κινηματογράφου, βουτώντας την ταινία του βαθιά μέσα στα ηλιοκαμένα, αγροτικά χρώματα του Τέξας και στρέφοντας την προσοχή του στην θεματική της αιώνιας, πεπρωμενικής αγάπης, πασπαλισμένης με δόσεις γήινου μελοδράματος.
Το concept μάλλον παραβολικό μοιάζει με τους Mara και Affleck να κρατούν καλά τους ρόλους των πρωτόπλαστων που υπέπεσαν εν προκειμένω στο ολέθριο αμάρτημα της redneck-ικής ανυποταγής απέναντι στους πολιτειακούς νόμους.  Φυσικά η "τιμωρία" είναι σκληρή και για τους δυο μιας που εμπεριέχει περισσότερο την σκληρότητα του αποχωρισμού, παρά την αυτή καθεαυτή τιμωρία της φυλάκισης για τον Bob και της μοναξιάς για την Ruth.  Ακόμα και έτσι όμως ο Lowery (ο οποίος υπογράφει και το σενάριο) φροντίζει να κοσμήσει την ιστορία του με περιρρέον συναίσθημα το οποίο αν μη τι άλλο πυροδοτεί τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών, μεταγγίζοντας πρέπουσες ποσότητες και στο κοινό, το οποίο αντιλαμβάνεται και αποδέχεται την κινηματογραφική αυτή σχέση ως την νούμερο ένα ανάγκη.


Η ταινία προβλήθηκε σε εμάς για πρώτη φορά, στο πρόσφατο κινηματογραφικό φεστιβάλ "Νύχτες Πρεμιέρας" και η αλήθεια είναι πως από τα διάφορα σχόλια που έπιασαν τα αυτιά μου, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι την θεώρησαν βαρετή και κάπως μια από τα ίδια.  Ως προς το δεύτερο συμφωνούμε κάπου.  Ως προς το πρώτο, οχι και τόσο.
Η αλήθεια είναι πως το "Ain't Them Bodies Saints" ακολουθεί μια δική μου, αγαπημένη πορεία και συγκεκριμένα αυτή της ενασχόλησης με τα θέματα και το περιβάλλον του αμερικάνικου νότου.  Καταλαβαίνω πως η διαρκής προώθηση των νεο-indie ταινιών με ράθυμο περιεχόμενο, γοητευτικά πλάνα φυσιολατρικής αισθητικής και δράματα καθημερινών, απλών ανθρώπων, μπορεί και να ξενίσει ορισμένους καθώς όλο το παραπάνω ίσως και να παρερμηνευτεί ως "βαρετό", παρόλα αυτά θεωρώ πως η ατμόσφαιρα των συγκεκριμένων ταινιών, μπορεί να προσφέρει μια πρώτης τάξεως βάση για την ανάδειξη, κατά κύριο λόγο, σπουδαίων ψυχογραφημάτων της κάθε ατομικής υπόστασης.  Αυτό ακριβώς το γεγονός έρχεται και κουμπώνει ιδανικά ως προς το αμιγώς κινηματογραφικό του κομμάτι, με τις πλούσιες εικόνες (ακόμη και μιας εν δυνάμει ντεκαντανς) του νότου.
Η ταινία σίγουρα δεν είναι για όσους αναζητούν το σασπένς και την περιπέτεια, καθώς αποτελεί ένα καθαρόαιμο κοινωνικοδραματικό κατασκεύασμα, που ενδυναμώνεται από την όμορφη σκηνοθεσία και την εξαίσια χημεία του πρωταγωνιστικού διδύμου.


Φυσικά και δεν πρέπει να περιμένεις κάτι το εξαιρετικά διαφορετικό (και ποιος περιμένει δηλαδή πια από τον κινηματογράφο και οχι μόνο;) τόσο ως προς την υπόθεση, όσο και ως προς την σκηνοθεσία, όπως και να το κάνουμε όμως, το "Ain't Them Bodies Saints", είναι ένα γοητευτικό, μικρό ταινιάκι γεμάτο χρωματική "ζεστασιά" και υπέροχα πλάνα, με τις-όπως αναφέραμε και παραπάνω-εξαιρετικές ερμηνείες των Mara και Affleck να κυριαρχούν.  H Rooney Mara έχει αποδείξει εξάλλου την δυνατότητά της να μεταμορφώνεται και να καταλήγει από το ένα ερμηνευτικό άκρο στο άλλο, υποδυόμενη εδώ την εύθραυστη, αλλά δυναμική Ruth.  Από την άλλη και ο Affleck μοιάζει να έχει αποκτήσει το απαιτούμενο ηθοποιϊκό τσαγανό, κάνοντας καλές επιλογές και δίνοντας μια χαμηλών τόνων, αλλά ενδιαφέρουσα ερμηνεία στο πλευρό της Mara με την οποία διαθέτουν μάλιστα και μια απρόσμενα καλή χημεία.
Το "Ain't Them Bodies Saints" είναι μια ταινία που αγγίζει τα όρια της λυρικότητας σε σημεία, τοποθετημένη όμως τόσο απόλυτα και τόσο ολοκληρωτικά μέσα στην μοναχική καθημερινότητα, ώστε η πλανική ποίηση και η ρεαλιστικότητα της σκηνοθεσίας να γίνονται ένα και το αυτό.  Αν ψάχνεις για κάτι ήρεμο και καλό, τότε έχεις βρει την ταινία που ψάχνεις.

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι παίζει και ο Lundy από τον "Dexter" (και είναι καλός), οτι βλέπουμε και το Ben Foster (το σεριφιλίκι του πάει) και οτι μη ψάχνεις να βρεις νόημα στον τίτλο, κατά τύχη τους έσκασε.

No trivia


Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Fruitvale Station:One step closer...

NEW ARRIVAL 

Επιστροφή και πάλι λοιπόν.  Μετά από μια εβδομάδα και πάλι εδώ, να μιλήσουμε για μια νέα ταινιούλα η οποία κυκλοφόρησε από χθες, 17 Οκτωβρίου στις αίθουσες και που αξίζει την αμέριστη  προσοχή σας.  Μιλάμε βεβαίως για το "Fruitvale Station", μια ταινία που πολλοί από εμάς είχαν την ευκαιρία να δουν πρώτοι στις φετινές, 19ες Νύχτες Πρεμιέρας και η οποία μας άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις.  Το "Fruitvale Station" είναι μια καθαρά δραματική ταινία, η οποία όμως έχει όλα εκείνα τα προτερήματα μιας αυθεντικά ανεξάρτητης παραγωγής, γεγονός που γίνεται αντιληπτό από τα πρώτα κιόλας λεπτά της.  Εναλλακτικά θα μπορούσες να προτιμήσεις στις αίθουσες το "About Time", μια ρομαντική κομεντί η οποία επίσης ξεφεύγει από τον ανόητο μπούσουλα πολλών εκ των ομοίων της.  
Συνεχίζουμε λοιπόν...


Ο Oscar Grant (Michael B. Jordan) είναι ένας νεαρός άνδρας, ο οποίος κάπου έχει χάσει τον δρόμο στην ζωή του.  Έχοντας κάνει φυλακή και συνεχίζοντας να πουσάρει στην πιάτσα ναρκωτικά προκειμένου να ζήσει την οικογένειά του, μοιάζει σαν την κλασική περίπτωση του ατόμου δίχως επιστροφή.  Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, μιας που ο Oscar μια ημέρα πριν τον νέο χρόνο, αποφασίζει να ενδώσει στην ατομική του ενδοσκόπηση και να αλλάξει ρότα.  Ξεφορτώνεται άρον άρον το τελευταίο ναρκωτικό πακέτο και ξεκινάει την προσπάθεια για εύρεση μιας "νόμιμης" , όπως λέει και ο ίδιος, εργασίας.  Η κατάσταση μοιάζει δύσκολη, αλλά οχι αναστρέψιμη μιας που στο πλευρό του θα βρεθεί γρήγορα η αγαπημένη του Sophina (Melonie Diaz), για την πρέπουσα ηθική υποστήριξη, καθώς και η μικρούλα Tatiana, τιμή και καμάρι του μπαμπά-Oscar.  Όσο όμως η μέρα ξετυλίγεται μπροστά τους σαν κουβάρι, τόσο η περιρρέουσα αίσθηση απειλής μοιάζει να καταπλακώνει τα όνειρα και την ανάγκη του Oscar για την ευκαιρία που θα τον βοηθήσει να ορθοποδήσει μια και καλή.  Και δυστυχώς αυτή η απειλή δεν αργεί να κάνει την εμφάνισή της...


Το "Fruitvale Station" είναι η ταινία που προκάλεσε την μεγαλύτερη αίσθηση στα κινηματογραφικά φεστιβάλ όπου εμφανίστηκε και από τα οποία αποχώρησε κρατώντας ανα χείρας τα περισσότερα βραβεία στα οποία ήταν υποψήφια, όπως το Un Certain Regard-Avenir Prize στις Κάννες, καθώς και τα βραβεία Κοινού (για δραματική ταινία) και Grand Jury Prize στο indie φεστιβάλ του Sundance.
Ενδεχομένως η μεγάλη της επιτυχία να βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε, αναπαριστώντας ιδανικά (αλλά καθόλα τραγικά όπως επιτάσσει η ιστορία), την υπόθεση του εικοσιδυάχρονου Oscar Grant ο οποίος έπεσε νεκρός στον σταθμό της Καλιφόρνια, Fruitvale, από τα πυρά ενός αστυνομικού και εν μέσω εκατοντάδων αυτοπτών μαρτύρων οι οποίοι κατέγραψαν με τα κινητά τους τηλέφωνα το τραγικό συμβάν.  Ξημέρωνε πρωτοχρονιά του 2009.
Η ταινία αποτελεί το full length σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ryan Coogler ο οποίος μετέφερε συγκλονιστικά στην μεγάλη οθόνη μια πλοκή, βγαλμένη μέσα από το πιο σκληρό πρόσωπο, της πιο φριχτής καθημερινότητας. 
Παρά το γεγονός πως σε τέτοιου είδους films είναι πολύ εύκολο για κάποιον να ξεφύγει και να οδηγήσει τον θεατή σε υπερβολικούς συναισθηματισμούς και συγκινητικές ευκολίες, εντούτοις ο Coogler μοιάζει να ξέρει καλά τι κάνει, απογυμνώνοντας εντελώς τους χαρακτήρες του από δήθεν ηθοποιϊκά περιτυλίγματα και σπρώχνοντάς τους μπροστά στην κάμερα μόνο με την ιδιότητα του "next door person".  Και εκεί ακριβώς βρίσκεται όλη η ουσία της ταινίας: αφενός στην απόλυτα νατουραλιστική της σκηνοθεσία και αφετέρου στις "φυσικές" ερμηνείες του πρωταγωνιστικού cast.



Αναμφίβολα η σκηνοθεσία της ταινίας αποτελεί ένα από τα δυνατά της χαρτιά.  Όπως ανέφερα και στην κριτική που έγραψα για το Fruitvale στο Reel.gr, ο δημιουργός μεταχειρίζεται την κάμερά του σαν ένα "ηδονοβλεπτικό φάντασμα" (αυτό μου άρεσε και το κρατώ : P), αφήνει δηλαδή εμάς τους θεατές να "εισβάλουμε" στον χώρο και την προσωπική ζωή του ήρωα, γνωρίζοντας βέβαια εκ των προτέρων πως οτιδήποτε προηγηθεί, οποιαδήποτε πράξη και αν συντελεστεί, όλα αποτελούν έναν συγκυριακό μονόδρομο που θα οδηγήσει στο αναπόφευκτο τέλος.  Εν προκειμένω η γνώση του θεατή για τα πεπραγμένα, αλλά οχι του πρωταγωνιστή, δημιουργούν ένα ολοκληρωτικά κινηματογραφικό παιχνίδι στο οποίο αρέσκονταν και μεγάλοι σκηνοθέτες, όπως ο Hitchcock ο οποίος φρόντιζε να καθιστά το κοινό, κομμάτι των ταινιών του, παρέχοντάς τους την πρότερη γνώση (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το εκπληκτικό θρίλερ δωματίου, "The Rope").  Έτσι και εδώ ο Coogler πετυχαίνει την δημιουργία ενός πρώτης τάξεως συναισθηματικού μόνο σασπένς, μιουτάροντας την στιγμή της κορύφωσης σε ένα στιγμιαίο πυροβολικό άκουσμα και τίποτα παραπάνω.
Χαρακτηριστική είναι και η κλασική αφηγηματική που ακολουθεί η ταινία, με ελάχιστα flashbacks τα οποία λειτουργούν κυρίως ενισχυτικά στην απόφαση του Oscar να πάρει την ζωή του στα χέρια του, με την όλη θεματική της τελευταίας ημέρες να χτίζει διαρκώς την αγωνία και το τετελεσμένο γεγονός του μοιραίου συμβάντος.  Αυτή μάλιστα η αντίθεση που χαρακτηρίζει το σταδιακά προωθούμενο σενάριο, από το ξαφνικό, ολιγόλεπτο τέλος, είναι που πυροδοτούν επί της ουσίας το ενδιαφέρον διαμορφώνοντας άριστα το πλάνο ενός μικρού, αλλά θαυματουργού indie film.



Φυσικά κατά τραγική ειρωνεία η ιστορία του Oscar ενισχύεται (κινηματογραφικά μόνο) από το concept της προσωπικής του αλλαγής, το οποίο συμπίπτει παράλληλα με την αλλαγή του χρόνου και άρα το γενικότερο κλίμα επαναπροσδιορισμού και νέων στόχων που υποθετικά θέτουν πολλοί άνθρωποι την συγκεκριμένη στιγμή.  
Όπως περιμένεις οι ερμηνείες είναι υπέροχες, με τον Michael B. Jordan στον πρωταγωνιστικό ρόλο να ξεχωρίζει εύκολα, κυρίως επειδή η όλη του απόδοση μοιάζει εντελώς αβίαστη.  Στο πλευρό του θα δούμε γνωστές φυσιογνωμίες, όπως την βραβευμένη με Oscar για τον ρόλο της στο "The Help", Octavia Spencer, καθώς και την Melonie Diaz, κλασική επιλογή σε τέτοιου κοινωνικοδραματικές ταινίες.  
Το "The Fruitvale Station" αποτελεί μια ταινιακή περίπτωση που ξεχωρίζει χάρη στην γενναία ερμηνεία του βασικού ήρωα, καθώς και της προσοχής με την οποία έχει προσεγγίσει ο σκηνοθέτης το ευαίσθητο θέμα της.  Είναι στην ουσία ένα κοινωνικό δράμα που βρίσκεται βαθιά ριζωμένο στην καθημερινότητα του κόσμου, εμπλέκοντας ξεκάθαρα τα στοιχεία του φυλετικού ρατσισμού, των στερεοτύπων και του απρόοπτου της ζωής. 
Δώστε της μια ευκαιρία και περιμένω εντυπώσεις : )

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι κάνει ένα μικρό, αλλά εντελώς disturbing πέρασμα ο Chad Michael Murray, οτι ο αστυνομικός που σκότωσε τον Oscar καταδικάστηκε σε δυο χρόνια και αποφυλακίστηκε μετά από 7 μήνες (...) και οτι την ταινία πρέπει να την δεις.  Αυτό.


No trivia

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Mud: A southern summer

Χαιρετώ.  Το λοιπόν σήμερα μόλις είχα ένα μικρό free από το τρέξιμο και τις ταινίες των Νυχτών Πρεμιέρας, οπότε είπα να επιστρέψω για λίγο τώρα που μπορώ στο blog, γιατί χλωμό το κόβω να καταφέρω να γράψω και για ακόμη μια μέσα στην εβδομάδα.  Όσοι θέλετε να ενημερώνεστε για τις τρέχουσες ταινίες και το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Αθήνας, δεν έχετε παρά να μας παρακολουθήσετε στο Reel.gr.  Ελπίζω σύντομα να αρχίσω να γράφω πιο εντατικά πάλι στο blog, όταν ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα και δεν επικρατεί αυτή η απολαυστική, αλλά και κουραστική τρέλα.
Σήμερα λοιπόν είπα να περάσουμε σε κάτι που ξέμεινε στα τεφτέρια μου από το καλοκαίρι και συγκεκριμένα στην ταινία η οποία για εμένα ήταν σίγουρα η καλύτερη του καλοκαιριού και ενδεχομένως μια από τις καλύτερες για την φετινή χρονιά.  "Mud" λοιπόν.


Δυο φίλοι, ο Ellis (Tye Sheridan) και ο Neckbone (Jacob Lofland), ζουν μια καθημερινή και δίχως εκπλήξεις ζωή στην πόλη του Αρκάνσας.  Η πραγματικότητά τους περιλαμβάνει περιπλανήσεις με την μοτοσυκλέτα του Neckbone, αγορίστικες εξορμήσεις δίπλα στο ποτάμι της περιοχής και έναν διακαή πόθο να μετατρέψουν μια βάρκα που έχει σφηνώσει πάνω σε ένα...δέντρο, στο δικό τους δεντρόσπιτο.  Η προσπάθειά τους να δημιουργήσουν το δικό τους κρησφύγετο, θα τους οδηγήσει σε μια περίεργη συνάντηση με έναν εξίσου περίεργο άνδρα που ακούει στο όνομα "Mud" (Matthew McConauhgey).  O μυστηριώδης Mud θα αναπτύξει από την αρχή μια ιδιάζουσα φιλία με τα παιδιά, υποσχόμενος να τους δώσει το όπλο που κουβαλά, εάν εκείνα τον βοηθήσουν να επισκευάσει την βάρκα προκειμένου να φύγει το συντομότερο δυνατόν από την πόλη.  Τα παιδιά θα μπλεχτούν έτσι άθελά τους σε μια ιστορία αγάπης, προδοσίας και θανάτου, χωμένη καλά στα ελώδη μονοπάτια του αμερικάνικου νότου.  Ο Mud θα αποτελέσει την αφορμή για την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής τους...


Για τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Jeff Nichols τα έχουμε ξαναπεί όταν μας είχε δοθεί η αφορμή με το εξαιρετικό του ταινιάκι, "Take Shelter" το οποίο αν δεν έχεις δει ακόμη, καλά θα κάνεις να το τσεκάρεις.
Η αλήθεια είναι πως ο συγκεκριμένος δημιουργός μας έχει προσφέρει μέχρι στιγμής τρεις μόλις ταινίες, οι οποίες παρόλα αυτά αποτελούν τρανό παράδειγμα του οτι σημασία τις περισσότερες φορές έχει η ποιότητα και οχι η ποσότητα.  Αν παρακολουθήσει κανείς και τα τρία του φιλμ εύκολα διαπιστώνει πως χαρακτηρίζονται από έναν κοινό παρονομαστή, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον αμερικάνικο νότο.  Ξεκινώντας με ένα συναισθηματικό κενό από το "Shotgun Stories" του 2007 (για το οποίο επίσης θα τα πούμε), ο Nichols χτίζει σταδιακά έναν κόσμο τον οποίο χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα σαν παντιέρα προκειμένου να παρουσιάσει καταστάσεις, πρόσωπα και ιστορίες.  Το γεγονός πως όλοι του οι χαρακτήρες γεννιούνται και "πεθαίνουν" νότιοι αποτελεί το βασικότερό του μοτίβο, καθώς το φυσικό περιβάλλον του τόπου είναι εκείνο το οποίο πλάθει στην ουσία τους ήρωες και τις δράσεις/αντιδράσεις τους, κρατώντας τους έρμαια ενός κόσμου χωρίς ευκαιρίες και μέλλον, ενός κόσμου που βολεύεται σε ένα ταπεινό προγονικό παρελθόν γεμάτο εμπόδια του σήμερα και οικογενειακά ριζώματα.  Εξαιρετικός χειριστής ενός τοπίου που μοιάζει να εκπέμπει από μια παράλληλη πραγματικότητα, ο Nichols εμποτίζει τον κινηματογραφικό του καμβά με κάθε πιθανό συναίσθημα (ή και απουσία αυτού), κατασκευάζοντας όμορφες παραβολές για την ίδια την ανθρώπινη φύση και το περαστικό μας ταξίδι από τούτον τον κόσμο.


Φυσικά από το "Mud" δεν λείπει και το πρωτοπλαστικό θαρρείς story της αγάπης και του έρωτα, με την ιστορία του Mud και της όμορφης Juniper (Reese Witherspoon) να αποτελεί (και να λειτουργεί στην τελική), ως η παρασκηνιακή υπόθεση που αποκαλύπτει και δίνει ώθηση στην προσωπική ιστορία του φυγά-Mud.
Το ενδιαφέρον με αυτή την ταινία είναι πως ο Nichols δεν αναλώνεται σε εύκολες, πρωταγωνιστικές καταστάσεις τις οποίες τσιμπάς από την αρχή, προτιμώντας να γνωρίσει στο κοινό αργά, αλλά σταθερά την κρυμμένη ζωή ενός άνδρα που θα μπορούσε από μόνη της να αποτελεί αφορμή για παραβολικές εξηγήσεις και προσωπική ενδοσκόπηση.  Στην ουσία το "Mud" αποτελεί ένα φιλμ με διαφορετικά σεναριακά επίπεδα, στο οποίο η κάθε πράξη, ακόμα και αν προέρχεται από τους δεύτερους ή και τρίτους χαρακτήρες, κουβαλάει πάνω της ένα συγκεκριμένο τίμημα.  Η οικογένεια του Ellis, ο θείος του Neckbone (τον οποίο υποδύεται για λίγα λεπτά ο μούσος του Nichols, Michael Shannon), το μυστικό του Mud, οι "κακοί" τύποι και τα προβλήματα της Juniper, αποκτούν μια φυσική λειτουργία εμπλουτίζοντας ένα κατά τα άλλα παραδοσιακά κοινωνικοδραματικό σενάριο.  Εντούτοις η εκπληκτική φωτογραφία, η σχεδόν ρομαντική σκηνοθεσία και οι υπέροχες ερμηνείες απογειώνουν μια υπόθεση που στα λάθος χέρια θα ήταν απλώς προβλέψιμη και βαρετή.
Αν παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη των χαρακτήρων του Nichols θα εντοπίσει το κοινό παίξιμο και την εσωτερική πάλη των ηρώων που καθοδηγούνται οχι μόνο από τις προσωπικές τους επιλογές, αλλά και από εκείνες των άλλων και κυρίως, την πίστη του κοινωνικού περίγυρου στο άτομο.  Τόσο ο Michael Shannon στα "Shotgun Stories" και "Take Shelter", όσο και ο McConaughey στο "Mud", χαρακτηρίζονται από μια σχεδόν οικουμενική τραγικότητα όσον αφορά τις αποφάσεις τους και την ταινιακή τους δράση, αποφάσεις που κρίνονται ολοκληρωτικά από την αντιμετώπισή τους από τις συντρόφους, τα παιδιά τους ή τους φίλους.  Η εσωτερική μοναξιά και η απαραίτητη κοινωνικοποίηση του ατόμου αποτελούν το "ειρωνικό" ζευγάρι των ταινιών του νοτιοαναθρεμένου Nichols.


Οι ερμηνείες σίγουρα κλέβουν την παράσταση.  Ο Matthew McConaughey έχει βρει επιτέλους τον υποκριτικό του εαυτό, δίνοντας μια πολύ όμορφη και σχεδόν συγκινητική ερμηνεία στον ρόλο του χαμένου Mud.  Στο πλευρό του οι δυο πιτσιρικάδες είναι εξίσου εντυπωσιακοί, με τον Tye Sheridan παρόλα αυτά να βγαίνει εύκολα μπροστά χάρη στην απόλυτα ειλικρινή του ερμηνεία, η οποία φέρνει σε στιγμές στο μυαλό τον αδικοχαμένο River Phoenix του "Stay by Me" των αναμνησιακών μας, παιδικών χρόνων (στο οποίο παραπέμπει εξάλλου και η γενικότερη σκηνοθεσία και παρουσία των παιδιών).  Αξιοπρόσεκτη στον ρόλο της και η Reese Witherspoon, ως ξεπλυμένη και ολίγον ξεπεσμένη Juniper, ενώ όπως πάντα και η παρουσία του Sam Shepard δίνει το κάτι παραπάνω σε ένα έτσι κι αλλιώς ιδανικό cast.
To "Μud" συγκεντρώνει μέσα του όλη την άγρια ομορφιά και την αποδομιστική φύση του αμερικάνικου νότου, τον οποίο τόσο καλά ξέρει να χειρίζεται ο Nichols.  Λαμπρό δείγμα του ανεξάρτητου κινηματογράφου (όσο λαμπρό ήταν και το περσινό "Beasts of the Southern Wild"), καταφέρνει με την συνολική του παρουσία να σε κερδίσει, να σε συγκινήσει και να σε κάνει να πιστέψεις στις μικρές, καθημερινές ιστορίες του κόσμου, όπου κι αν εκτυλίσσονται αυτές.  Plus, το soundtrack είναι από τα πιο ωραία πράγματα που θα ακούσεις φέτος.

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι ο McConaughey πρέπει απαραιτήτως να έχει μια σκηνή στην οποία να φαίνεται ο κοιλιακός-φέτα (κάποιες συνήθειες δεν ξεχνιούνται), οτι θα δεις έναν γνωστό από το "Boardwalk Empire" και οτι η γοητεία της συγκεκριμένης ταινίας φωνάζει από μακριά.


No trivia


Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Monsters University: When Mike met Sully

NEW ARRIVAL

Γεια σας, γεια σας και καλή μας εβδομάδα.  Σήμερα θα ξεκινήσουμε με μια νέα άφιξη-επιτέλους-μετά από καιρό και συγκεκριμένα μια ταινιούλα που ενδείκνυται τόσο για τα μικρότερα, όσο και για τα μεγαλύτερα παιδιά.
Η αλήθεια είναι πως όταν ανακοινώθηκε πως η Pixar είχε στα σκαριά το prequel του "Monsters Inc.", προσωπικά δεν πέταξα και την σκούφια μου, καθώς θεώρησα πως μάλλον πάνε να βγάλουν από την μύγα ξύγκι, ιδιαίτερα δώδεκα χρόνια μετά το original υλικό.  Παρόλα αυτά μπορώ να πω πως το "Monsters University" ήταν καλύτερο απ'οτι το περίμενα (σαφέστατα οχι καλύτερο από το πρώτο), και οτι σίγουρα όσοι αποφασίσετε να το επισκεφθείτε στις αίθουσες, δεν θα απογοητευτείτε.  Here we go.


To "Monsters University" πραγματεύεται την ιστορία των δυο αγαπημένων μας ηρώων, πριν τις περιπέτειές τους ως ενήλικοι φοβιστές στο "Monsters Inc.", και πιο συγκεκριμένα την ιστορία της πρώτης τους συνάντησης, τότε που δεν τους έλεγες ακριβώς κολλητούς, αλλά περισσότερο άσπονδους εχθρούς.
Ο μικρούλης μονόφθαλμος Mike (με την φωνή του Billy Crystal στα αγγλικά και αυτή του Θανάση Τσαλταμπάση στα μεταγλωττισμένα), έχει ένα και μοναδικό όνειρο ζωής από την πρώτη στιγμή που επισκέφθηκε με το σχολείο του τον χώρο δράσης μερικών από τους πιο σημαντικούς μπαμπούλες ολόκληρου τους μπαμπουλοσύμπαντος: τον χώρο στον οποίο οι παιδικές πολύχρωμες πόρτες, οδηγούν σε κοιμισμένα αγγελούδια, τα οποία οι επαγγελματίες μπαμπούλες αρέσκονται να τρομάζουν εκμαιεύοντας την καλύτερη δυνατή τσιρίδα τους.
Παρά το γεγονός πως ο Mike ουδόλως τρομακτικός είναι, κάνει οτι μπορεί προκειμένου να καταφέρει να γίνει ένας από τους καλύτερους φοβιστές.  Στον αντίποδα, θα γνωρίσει τον γιγαντόσωμο, χνουδωτό Sully (με τις φωνές των John Goodma/Αντώνη Λουδάρο) ο οποίος έχει έμφυτο το ταλέντο της τρομάρας, φαίνεται όμως να μην δίνει την παραμικρή σημασία για την κολεγιακή του δράση και το επιμελές διάβασμα.
Όταν οι δυο τους γνωριστούν κατά τύχη θα ξεσπάσει ένας έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους, αναφορικά με το ποιος είναι ο καλύτερος.  Μέχρι την στιγμή δηλαδή που η συνέχιση της κολεγιακής τους ύπαρξης θα εξαρτηθεί από την μεταξύ τους συνεργασία...


Μετά τα στραβοπατήματα των "Cars 2" και "Brave", η Pixar φαίνεται να ξαναβρίσκει τον εαυτό της με το "Monsters University", εν μέρη βασίζοντας την επιτυχία του στην αναγνωρισιμότητα των κεντρικών του ηρώων και την αγάπη του κοινού για τους αιώνιους φίλους της μικρής, κοτσιδιάρας Boo, της πρώτης ταινίας.
Μπορεί να έχουμε ξαναδεί την επιστροφή χαρακτήρων ή ακόμη καλύτερα την κρυμμένη παρουσία τους υπό την μορφή "easter eggs" σε διάφορες άλλες ταινίες της Pixar, εντούτοις ο Mike και ο Sully φαίνεται να κρατούν μια ξεχωριστή θέση, χάρη στο εντελώς πρωτότυπο story με το οποίο τους γνωρίσαμε.  Εξάλλου στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε και για το πρώτο prequel που κυκλοφορεί η Pixar, μιας που οτι άλλο έχουμε δει αποτελεί είτε original ταινία, είτε sequel.
O μάλλον άπειρος Dan Scanlon (δεν έχει σκηνοθετήσει άλλο animation, εκτός από την συμμετοχή του απο'δω και απο'κει σε ελάχιστα projects της εταιρείας), κάνει καλή δουλειά στο να επαναφέρει στην μνήμη μας τα συμπαθή τερατάκια που γνωρίσαμε πριν από δώδεκα χρόνια, αναζωπυρώνοντας σταδιακά και την σχέση ανάμεσά τους, παρά την αρχική τους-κινητήρια για την υπόθεση της ταινίας-κόντρα.
Χωρίς να χαρακτηρίζεται από ένα εξαιρετικά πρωτότυπο σενάριο, καταφέρνει εντούτοις να κρατήσει το ενδιαφέρον και το χιούμορ σε επίπεδα ικανά να κρατήσουν με την σειρά τους και εσένα επικεντρωμένο στον πολύχρωμο και πολύβουο χώρο του κολεγίου, στην απόδοση του οποίου έχει πετύχει διάνα.


Αναμφίβολα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και απολαυστικά στοιχεία της ταινίας, είναι η σκηνοθετική απόδοση του στερεοτυπικού θέματος του κολεγίου και όλης της τρέλας που επικρατεί στον χώρο του, τις αδελφότητές του, ακόμη και του διαχωρισμού των μαθητών με βάση το επίπεδο της cool-οσύνης τους.
Αν θα έπρεπε να μαντέψουμε, θα λέγαμε πως αυτή ακριβώς η απεικόνιση αποτελεί σίγουρα και μια σαφέστατη αναφορά σε όλους εκείνους τους σωρούς των χαζοαμερικάνικων ταινιών (σίγουρα δεν είναι όλες χαζές, άλλες τουλάχιστον ενέχουν το στοιχείο της ένοχης απόλαυσης) οι οποίες στήνουν ολόκληρα ευτραπελικά σκηνικά γύρω από τα λεγόμενα campuses.  Το ίδιο ακριβώς θα δεις να συμβαίνει και στο "Monsters Inc." με την διαφορά πως η ελευθερία του κινούμενου σχεδίου δίνει την δυνατότητα στους δημιουργούς να πλάσουν τον κόσμο με τα πιο τρελά και τερατίστικα υλικά που έχεις δει, καθώς φυσικά και με τις απαραίτητες δόσεις συναισθήματος και διδακτισμού που έχουμε πει οτι χαρακτηρίζουν τις ταινίες της Disney και της Pixar.
Στην πρώτη ταινία μάθαμε λοιπόν πως πρέπει να υπερνικάς τους φόβους σου και να αποδέχεσαι το ποιος πραγματικά είσαι, ένας χιουμορίστας πουά γίγαντας για παράδειγμα, ο οποίος καταλήγεις να γίνει ο καλύτερος φίλος ενός μικρού κοριτσιού, την ίδια στιγμή που θα έπρεπε να της προκαλείς τον απόλυτο τρόμο.  Αυτή την φορά το θέμα έχει να κάνει περισσότερο με την παρουσία του Mike, την πίστη στον εαυτό μας και το εσωτερικό πείσμα που μας κάνει να μη τα παρατάμε ποτέ, ακόμη και στις μεγαλύτερες δυσκολίες.  Και σε αυτό φυσικά το αποτέλεσμα παίρνει άριστα δέκα.  Όπως τις περισσότερες φορές εξάλλου.


Αν και σίγουρα το αποτέλεσμα ίσως να φαίνεται κάπου χλιαρό (φαντάζομαι κυρίως εξαιτίας της μεταγλώττισης και της ηλίθιας απόδοσης μερικών προζικών στιγμών που σίγουρα θα άξιζαν να τις ακούσουμε στα αγγλικά), εντούτοις το "Monsters University" αποτελεί την ιδανική επιλογή για μια fun βραδιά κυρίως επειδή έχεις την εγγύηση της Pixar.
Κατά τα άλλα οτι επιθυμήσεις θα το βρεις μέσα στην ταινία, ακόμα και μια υπόνοια της μελλοντικής Boo, την οποία δεν θα σου πω που να κοιτάξεις να την βρεις, είναι έκπληξη.  Παράλληλα το χιούμορ, τα εκτυφλωτικά σχεδόν χρώματα, ο fun διαχωρισμός των κοινωνικών ομάδων του κολεγίου σε προχωρημένους τύπους (με αντίστοιχα μπουφανάκια παρακαλώ), losers, ακόμα και εναλλακτικές, punk τερατοτύπισσες, καθώς και η όπως την περιμένεις χαζοβιόλικη δράση των πρωταγωνιστών, αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κόσμου της Pixar τα οποία εμφανίζονται και εδώ κλασικά, παραδοσιακά, αν και με μια κάποια έλλειψη περαιτέρω πρωτοτυπίας η αλήθεια είναι.
Για εμένα πάντως, ένα γεγονός που μου έκανε εντύπωση, ήταν επίσης το σενάριο του Πρωταθλήματος Τρομάρας με το διαγωνιστικό του περιεχόμενο, το οποίο μου έφερε στο μυαλό το αντίστοιχο, τρίαθλο μαγείας αυτή την φορά, στην τέταρτη συνέχεια του Harry Potter, "Harry Potter and the Goblet of Fire".  Το βρήκα σίγουρα ωραία πινελιά, αν και όπως είπα, το γεγονός πως αμέσως σκέφτηκα το αντίστοιχο σενάριο του Potter, δεν με άφησε να απολαύσω στο φουλ την υποθεσιακή ιδέα των συντελεστών.


Αν θες να δεις κάτι fun αυτή την εβδομάδα, προτίμησε καλύτερα το "Monsters University".  Ευχόμουν να σου πω τα ίδια και το "Μan of Steel", αλλά η αλήθεια είναι πως μάλλον θα βαρεθείς οικτρά.  Άσε που η ταινία είναι και απλώς μέτρια.  Για τα κακώς κείμενα όμως του ατσαλογκόμενο, θα επανέλθουμε την Τετάρτη ή την Παρασκευή.  Till then, ετοιμάσω για μπαμπουλοφανταστικές στιγμές.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Ρούλης (φοβερή μεταγλώτιση) έχει το πιο τρομακτικό skill, οτι ο τα σιδεράκια που φοράει ο Mike, το ξέρετε οτι τα φοράει χωρίς λόγο, έτσι δεν είναι; και οτι επίσης το μικρού μήκους ταινιάκι, "The Blue Umbrella" που το συνοδεύει, είναι τέλειο.


No trivia

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

A ma soeur! (a.k.a Fat Girl): Sexuality and adolescence

Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους!  Θα ξεκινήσουμε την εβδομαδιαία μας κριτικούλα με μια ταινία η οποία μου είχε προκαλέσει εντύπωση η αλήθεια είναι, αλλά νομίζω για όλους τους λάθος λόγος.  Σε μια από εκείνες τις καθιερωμένες λίστες με ταινίες που πρέπει να δει κανείς σίγουρα στην ζωή του, είχα βρει και το γαλλικό "A ma soeur!", πιο γραφικά αγγλιστί, "Fat Girl".  Για να πω την αλήθεια μου έκανε εντύπωση ο τίτλος, οπότε και αποφάσισα να του ρίξω μια ματιά.  Μετά το τέλος του είχα μείνει λίγο αποσβολωμένη σχετικά με το τι είδα, αλλά νομίζω πως στην τελική η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί και μια από τις πιο "αρετουσάριστες" και γεμάτες ζωη-κά ψεγάδια, που έχω δει.


H δωδεκάχρονη Anais (Anais Reboux) είναι μια παχουλή πιτσιρίκα η οποία δεν σταματάει να τρώει σε κάθε ευκαιρία, είτε αυτή βρίσκεται στο οικογενειακό πρωινό, είτε στην βόλτα με την αδελφή της.  Πέρα από το γεγονός πως τα παιδικά της κιλά αποτελούν αναμφίβολα μεγάλο πρόβλημα στο πως την αντιμετωπίζει ο κοινωνικός περίγυρος (με το κακό να ξεκινάει μάλιστα από τους ίδιους τους γονείς), η Anais καλείται να βρεθεί και απέναντι από την δεαπεντάχρονη αδελφή της Elena (Roxane Masquida), μια εξαιρετικά όμορφη έφηβη που δεν περνάει απαρατήρητη από τα μάτια κάθε αρσενικού που τυγχάνει να συναντήσει στον δρόμο.  Παρόλα αυτά εκτός από την φρέσκια ομορφιά της, η Elena διαθέτει επίσης εγωκεντρισμό, ψυχρότηα και μαγνητίζον σεξαπίλ, γεγονός που προκαλεί διαρκώς πονοκέφαλο στην ατσούμπαλη αδελφή της, η οποία πρέπει να ακολουθεί παντού την Elena και τον Ιταλό νεο-γκόμενό της, για γονικό ξεκάρφωμα.  Όσο όμως το ειδύλλιο φουντώνει με τον πλέον σεξ-ικό τρόπο, τόσο η μικρή Anais αρχίζει να εμπλέκεται συναισθηματικά σε έναν κυκεώνα πρόωρων ορμών και αναγκών, απαιτώντας την ίδια σεξουαλική προσοχή που δέχεται και η αδελφή της...


Αν για κάτι είναι γνωστή η σκηνοθέτης Catherine Breillat, αυτό είναι σίγουρα το γεγονός πως σε μια καριέρα που εκτείνεται σε τέσσερις δεκαετίες, έμεινε πιστή σε ένα συγκεκριμένο είδος κινηματογράφου, γεμάτο από ακραιφνή σεξουαλικότητα, παιδικές και προ εφηβικές ανησυχίες και έναν αιώνιο ανταγωνισμό ανάμεσα σε αδέλφια.
Παρά το γεγονός πως η καριέρα της αγγίζει σχεδόν μισό αιώνα, εντούτοις μετράει στο ενεργητικό της μόλις δεκαεπτά σκηνοθετημένες ταινίες, και σχεδόν διπλάσια σενάρια, η πλειοψηφία των οποίων χαρακτηρίζεται από αυτή την ιδιάζουσα ματιά πάνω στην έννοια της αφελούς ερωτικής επιθυμίας μιας έφηβης ή και ενός παιδιού.  Για τον λόγο αυτόν εξάλλου η ίδια έχει κατηγορηθεί από πολλούς ως μια "porno auteriste", μια σκηνοθέτιδα δηλαδή η οποία έχει βασίσει το προσωπικό της στυλ και ματιά, πάνω σε αυτή την λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τον κοινωνικό σχολιασμό του περιεχομένου μιας ταινίας, από την καταφανώς προκλητική και στα όρια του πορνό διάσταση του εκάστοτε story.
Ταινίες όπως οι "A Real Young Girl" (η οποία αποτέλεσε το πρώτο της φιλμ το οποίο έθεσε τις βάσεις ολόκληρης της μετέπειτα πορείας της), "Perfect Love", "Romance" και "Brief Crossing", αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα δουλειάς της Breillat, με το "Fat Girl" να διεκδικεί τον τίτλο του πιο disturbing αποτελέσματος που η Γαλλίδα σκηνοθέτης έχει δημιουργήσει μέχρι τώρα.


Η ιδιαιτερότητα του φιλμ έχει να κάνει κυρίως με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της Anais, οχι μόνο εξαιτίας της χλευαστικής συμπεριφοράς στην οποία εξαναγκάζεται από όλους σχεδόν, αλλά κυρίως με αφορμή τις γραφικές, ερωτικές περιπτύξεις της αδελφής της με τον αρκετά μεγαλύτερό της, Fernando.
H Breillat στήνει ολόκληρες σκηνές με την κάμερα να παραμένει εντελώς αποστασιοποιημένη, παρατηρώντας απλώς από την γωνιά της, τις συζητήσεις ανάμεσα στην Εlena και τον Fernando, οι οποίες βέβαια δεν είναι ακριβώς συζητήσεις, αλλά περισσότερο προσπάθειες του ξαναμμένου τύπου να πείσει την ανήλικη Elena να κάνουν σεξ.  Αν και το ταμπού της σεξουαλικής επαφής με μια ανήλικη καταρρίπτεται σχεδόν από τις πρώτες στιγμές της ταινίας με το φλερτ των δυο πρωταγωνιστών, εντούτοις ίσως και να μη μας έκανε τόση εντύπωση, αν ήταν αυστηρά περιορισμένο στην καταγραφή της μεταξύ τους πλοκής.  Παρόλα αυτά γίνεται γρήγορα αντιληπτό πως όλη η υπόθεση εκτυλίσσεται τελικά για τα μάτια της Anais, η οποία μοιραζόμενη το ίδιο δωμάτιο με την αδελφή της, γίνεται μάρτυρας τόσο των συζητήσεων, όσο και των ερωτικών περιπτύξεων.
Προσωπικά βρήκα το συγκεκριμένο σκηνοθετικό στήσιμο πολύ έξυπνο (και πολύ σκληρό βέβαια), μιας που η σκηνοθέτης φαίνεται να μπάζει στο παιχνίδι την θεωρία περί "primal scene", την οποία είχαμε δει και στην "Persona" του Bergman.  Βασισμένη στην σοκαριστική εμπειρία που αποκτά ένα μικρό παιδί, όταν βλέπει για πρώτη φορά τους γονείς του να κάνουν έρωτα, η Breillat μεταβιβάζει το βάρος και την ευθύνη των γονιών, στην Elena και τον Fernando, καθιστώντας τους υπεύθυνους για τον ψυχικό στιγματισμό της Αnais, η οποία εν μέσω δακρύων υποβάλλεται σε ένα εν δυνάμει "primal scene", συνοδευόμενο από τα αγκομαχητά των δυο εραστών και τον προσωπικό της, πνευματικό γολγοθά.


Αν και η σκηνοθέτης τοποθετεί την Anais στον ρόλο του θύματος, εντούτοις το πράγμα δεν είναι ακριβώς έτσι, μιας που τελικά η στρουμπουλή πιτσιρίκα φαίνεται πως είναι πολύ πιο "επικίνδυνη" από την αδερφή της, όσον αφορά την αντίληψη περί σεξουαλικής νομιμότητας.  Οχι δηλαδή οτι και το βάρος είναι μόνο δικό της, μιας που ο αδιάφορος πατέρας, και η μητέρα που ενδιαφέρεται μόνο να καπνίζει σαν φουγάρο (άντε και να κανακεύει την Elena), αποτελούν την κλασική αρχή για κάθε ψήγμα κακού (όπως κι αν το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό), το οποίο προέρχεται κυρίως από εκεί που δεν το περιμένεις.
Η Anais παρουσιάζεται σκοπίμως άδολη και αθώα, μόνο για να αντιληφθούμε με το πέρασμα του χρόνου πως απλώς ξέρει να κρύβει καλά την μυστική της φύση και τα ανεπίτρεπτα για την ηλικία "θέλω" της, με την ίδια να δημιουργεί μια ιδιάζουσα προσωπικότητα η οποία έλκεται και αποθείται την ίδια στιγμή από την έννοια της σαρκικής επαφής.
Αναμφίβολα η Breillat δημιουργεί ένα καθόλα disturbing κοριτσίστικο πρότυπο, στο οποίο είτε θα είσαι μια όμορφη τσούλα, είτε μια αδιάφορη μικρή με πολλά, παραπανίσια κιλά.  Αυτό αποτελεί έτσι κι αλλιώς από μόνο του πρόκληση, διότι βρίσκεται εντελώς κόντρα απέναντι στην φεμινιστική τάση για δυναμικά θηλυκά που ξέρουν τι θέλουν και τα οποία αν μη τι άλλο γαλουχούνται από εξίσου δυναμικές, προηγούμενες γενιές.  Αντιθέτως εδώ, η μητέρα παρουσιάζεται σαν ένα νευρωτικό άτομο από το οποίο τα δυο κορίτσια δεν έχουν τίποτα να μιμηθούν, παρά να ακολουθήσει η καθεμιά την δική της, λανθασμένη πορεία.  Κι όμως, μέσα από την αντίδραση της Anais κάπου στο τέλος (ένα τέλος σοκαριστικό το οποίο δεν σας αποκαλύπτω για ευνόητους λόγους), αποδεικνύεται πως ίσως και να αποτελεί την πιο δυνατή εκ των τριών (ο ρόλος των αρσενικών περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα έτσι κι αλλιώς), καθώς μοιάζει να παίρνει την ζωή της στα χέρια της.  Με έναν καταστροφικό παρόλα αυτά τρόπο...


Το "A ma soeur!" είναι μια ηχηρή, δραματική ταινία με κοινωνικές προεκτάσεις και εκτροχιασμούς φύλλων, η οποία σκιαγραφεί με τα πιο σύγχρονα χρώματα, θέματα όμως η εφηβεία, η απότομη ενηλικίωση, το σεξ, η κακοποίηση (είτε σωματική, είτε λεκτική, είτε ψυχική) και το τέλος της αθωότητας.  Σίγουρα δεν είναι μια ταινία για όλους, καθώς εκτός από το ιδιαίτερο περιεχόμενό της, ενδέχεται να κουράσει κάποιους και εξαιτίας της σκηνοθεσίας της, με τα μεγάλης διάρκειας πλάνα και της περιττής πρόζας, που εδώ όμως έχει την κυρίαρχη σημασία.  Αν θέλετε κάτι διαφορετικό, προτιμήστε την.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το μπανάνα-σπλιτ είναι κλασική αξία, οτι αυτός ο Fernando είναι αίσχος και οτι το τέλος είναι από τα πιο κουφά πράγματα που έχω δει...


No trivia

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Welcome to the Dollhouse: -Why do you hate me? -Because you're ugly

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Όπως θα προσέξατε έλειπα και την Παρασκευή που μας πέρασε και όπως σας ξαναείπα, μάλλον κοντεύει να μου γίνει συνήθεια αυτό, μιας που όσο το πράγμα προχωράει, τόσα περισσότερο έχω να κάνω με αποτέλεσμα όλο και κάτι να μένει πίσω.  Το λοιπόν επειδή έχω ξεκινήσει εντατικό διάβασμα, είναι πιθανό αρκετές φορές από εδώ και πέρα να μην προλαβαίνω να βάζω ταινιούλες σε τόσο συστηματική βάση όπως μέχρι τώρα.  Παρόλα αυτά θα το παλέψω όσο μπορώ, προκειμένου να κάνω την εμφάνισή μου συχνά (και οχι πυκνά), γιατί και για εμένα είναι κάτι σημαντικό, αλλά και με εσάς θέλω να κρατάω την κινηματογραφική μου επαφή : )
Μετά την εισαγωγή περνάμε στην σημερινή μας ταινία, και συγκεκριμένα σε ένα ταινιάκι που μας έρχεται από το 1995 και που συνοψίζει με τον πιο άρτιο και μαζί γλυκόπικρο τρόπο, τον καθημερινό εφιάλτη που ζουν τόσα και τόσα παιδιά στο σχολείο.  "Welcome to the Dollhouse" λοιπόν...


H Dawn Wiener (Heather Matarazzo) είναι ένα κλασικό ασχημόπαπο το οποίο μπλέκει σε παρεξηγήσεις όπου σταθεί και όπου βρεθεί χωρίς να το θέλει.  Με τους συμμαθητές της να της κάνουν τον βίο αβίωτο, τους γονείς της να αδιαφορούν παντελώς και να στρέφουν την προσοχή τους στον έξυπνο και απόλυτα nerd αδελφό της Mark, καθώς και στην τρισχαριτωμένη και μπουμπουκένια μικρότερη αδελφή της Missy (η οποία όλη μέρα χορεύει στον κήπο, με το μακρύ ξανθό μαλλί της να ανεμίζει, γιατί είναι και μπαλαρίνα...φυσικά), οι ανασφάλειες της Dawn χτυπάνε κόκκινο.  Όταν μοιάζεις σαν να φοράς το κάλυμμα του καναπέ της γιαγιάς σου, γυαλιά με τεράστιους φακούς και ένα λαστιχάκι στα μαλλιά που απαρτίζεται από δυο πλαστικά...μπαλάκια σε όλες τις αποχρώσεις, γίνεσαι αν μη τι άλλο εύκολος στόχος στους bullies του σχολείου.  Και πάνω που η Dawn προσπαθεί να αποδεχτεί την τρομερή καθημερινότητά της, θα κάνει την εμφάνισή του ο έρωτας, υπό την μορφή ενός μακρομαλλιά γόη ο οποίος αναλαμβάνει χρέη τραγουδιστή στο-ο Θεός να το κάνει-συγκρότημα του αδελφού της...


Ο σκηνοθέτης Todd Solondz αντικατοπτρίζει στην ταινία του με την βοήθεια μιας απρόβλεπτα ενδελεχούς ματιάς, τις φοβίες, τις ανησυχίες και την ψυχολογική βία που ασκείται στην μικρή του πρωταγωνίστρια, μέσα από την χρήση μέσων που προκαλούν τόσο το γέλιο, όσο και την θλίψη.  Χωρίς στην ουσία να εμμένει και να κολλάει σε ένα μόνο συναισθηματικό μονοπάτι, αλλά γεμίζοντας την ιστορία του (το σενάριο το έχει γράψει ο ίδιος) με χρωματικές πινελιές προ εφηβικών ορμονών και ενήλικης ηλιθιότητας, μιας που η νεαρή ηλικία παρουσιάζεταιι πολύ πιο συνειδητοποιημένη στα της ζωής, απ'οτι η σκύλα-μάνα που αρνείται ένα κομμάτι σοκολατένιου κέικ στην Dawn, επειδή εκείνη δεν κάνει αυτό που της ζήτησε (και το οποίο άφησε στην δική της, διακριτική ευκαιρία να αποφασίσει να θέλει να το κάνει ή οχι), ή ο αδιάφορος πατέρας, ο οποίος είναι πιο ευνουχισμένος και από γάτο.
Το γεγονός πως η μικρή Dawn διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του τυπικού "απόβλητου", σίγουρα αποτελούν την βάση του story, προκειμένου αυτό μέσα από τις αναπόφευκτες συγκρούσεις της να προωθηθεί μέχρι το ανοιχτό τέλος της ταινίας.
Παρόλα αυτά, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι πως η Dawn δεν παρουσιάζεται σαν το απόλυτο θύμα της υπόθεσης, καθώς μπορεί να γίνεται δέκτης διαφόρων κοσμητικών σχολίων, αλλά δεν παραμένει ατάραχη απέναντι σε αυτά.  Αντιθέτως πολλές φορές αντεπιτίθεται και λογομαχεί με τους τους "αντιπάλους" της, τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που εκείνοι εγείρουν καταστάσεις σωματικής βίας, οπότε και η Dawn ζαρώνει από τρόμο και ηττοπάθεια, μετατρεπόμενη αυτομάτως σε άβουλο πλάσμα, τονίζοντας έτσι στο έπακρο την μοναξιά της ηλικίας της.


Η επιλογή του Solondz να μην καταστήσει την Dawn ως το αδιαφιλονίκητο θύμα, ενισχύει ακόμα περισσότερο την προσεγμένη του οπτική πάνω στο θέμα της παιδικής ψυχολογίας και της μεταβατικής περιόδου κατά την οποία ένα παιδί αρχίζει σιγά σιγά να μεταπηδά στο εφηβικό του level.  Όλα είναι εδώ, ακόμη και οι πρώτες ερωτικές, σεξουαλικές σκέψεις που αρχίζουν να διαφοροποιούν την ηρωίδα, αφήνοντάς την να αμφιταλαντεύεται σε έναν ενδιάμεσο χώρο πιτσιρικίστικης δράσης και ημι-ενήλικης αντίδρασης.
Με την καριέρα του Solondz να περιστρέφεται γύρω από την προβληματική της μοναξιάς, την κατάθλιψης και των διαφόρων εμμονών (αρκετές φορές υπό την μορφή μανίας), γίνεται κατανοητό πως και το "Welcome to the Dollhouse", με τον ειρωνικό του τίτλο, αποτελεί μια ακόμη σκιαγράφηση όλων των δυσκολιών που καλείται να αντιμετωπίσει στην προκειμένη περίπτωση ένα παιδί.  Προκειμένου όλο αυτό να προκαλέσει τον δέοντα αντίκτυπο, ο σκηνοθέτης δεν περιορίζει την καταγραφή των γεγονότων μόνο σε μια εσωτερικίζουσα διεργασία της Dawn, αλλά φυσικά την κοσμεί με μια φορετή "ασχήμια", μιας που σαν θεατές αντιλαμβανόμαστε πως αν η μικρή ήθελε να βελτιώσει την εμφάνισή της, απλώς θα μπορούσε να αλλάξει στυλ.  Η επιλογή του να μην το κάνει και να παραμείνει πιστή σε αυτό που είναι (γιατί αυτό είναι), αποτελεί μια ακόμη έμμεση νύξη του δημιουργού, οχι μόνο της αλήθειας που χαρακτηρίζει τα παιδιά (όσο σκληρής ή καλής κι αν είναι), αλλά και της ουσιαστικής συνειδητοποίησης πως πρέπει να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας όπως είναι, γιατί απλά αυτοί είμαστε.  Για αναρωτηθείτε λίγο αν δείτε την ταινία, θυμάστε σε κάποια της στιγμή η Dawn να μονολογεί ατάκες τύπου, "Θεέ μου γιατί με έκανες άσχημη;" "γιατί να είμαι έτσι" και τα σχετικά;


Οι ερμηνείες αποτελούν ένα εξίσου καλό κομμάτι της ταινίας, με αυτή της πρωταγωνίστριας Heather Matarazzo να ξεχωρίζει εύκολα.  Αυτό που πραγματικά σε κρατάει κολλημένο στην οθόνη σου, είναι το γεγονός πως η ίδια δεν μοιάζει να προσποιείται και αν θα έπρεπε να ποντάρω, θα έλεγα πως όντως η ζωή της στο σχολείο δεν πρέπει να ήταν και πολύ εύκολη στην πραγματικότητα.
Γεμάτη από γαλάζιο βλέμμα (πίσω από το οποίο βλέπεις σχεδόν τα γρανάζια του μυαλού της να κινούνται διαρκώς), απορημένες εκφράσεις και οργή για την κατάφωρη αδικία στην οποία υπόκειται διαρκώς από τον περιβάλλον γύρω της, αποτελεί την ιδανική επιλογή για τον ρόλο, παίζοντας με απόλυτη φυσικότητα, απογυμνωμένη από τις υποδείξεις του ρόλου της και απογειώνοντας τον χαρακτήρα της Dawn για χάρη κάθε κοριτισιού που υποφέρει από το μαρτυρικό κορόιδεμα.
Η αρχή της ταινίας μάλιστα, δίνει κατευθείαν το στίγμα της κατάστασης (η Dawn με έναν δίσκο στα χέρια, προσπαθεί να αποφασίσει που να καθίσει στην σχολική καφετέρια), την οποία μπορεί να έχουμε δει σε άπειρες προ εφηβικές ταινίες, σε καμία όμως με την ειλικρίνεια και την σχεδόν χειροπιαστή της γλυκόπικρη αίσθηση.
Μια ακόμη πλευρά της ταινίας η οποία την κάνει να διαφέρει, είναι ο τρόπος που πετυχαίνει να συνδυάσει το κωμικό, με το έντονα μαύρο, αποκρουστικό στοιχείο, το οποίο από κάποια στιγμή και μετά, σε κάνει να αναρωτιέσαι αν από ένα σκηνοθετικό twist η ταινία μετατράπηκε σε οικογενειακό δράμα μεγατόνων.  Αυτό ακριβώς είναι και το χαρακτηριστικό της ταινίας, το οτι δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πότε κάνει πλάκα ή πότε μιλάει σοβαρά.


Το "Welcome to the Dollhouse" είναι μια ταινία (η οποία κέρδισε και το Grand Jury Prize στο Sundance film festival του 1996) για όλες τις ηλικίες η οποία σίγουρα θα σας κάνει να την θυμάστε για πολύ καιρό.  Ενδείκνειται για μοναχικές βραδιές παρέα με coca-cola.  Θα καταλάβετε γιατί.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ακόμα και στα '90s υπήρχε ένας Michael Cera, οτι το outfit με το μπλε κολάν ήταν τέλειο και οτι κατά βάθος η Dawn ήταν χίπστερ.


No trivia

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Clandestine Childhood (a.k.a Infancia Clandestina): From the eyes of a child...

NEW ARRIVAL

Γεια σας, γεια σας και καλή εβδομάδα να έχουμε!  Σήμερα και μιας και τις τελευταίες μέρες τρέχω λιγάκι σαν τρελή, προκειμένου να προλάβω διάφορα, είπα να σας προτείνω μια καινούρια ταινιούλα, η οποία πρόκειται να κυκλοφορήσει από την Πέμπτη, στης ελληνικές αίθουσες.  Με αφορμή λοιπόν την δημοσιογραφική της προβολή, για τις ανάγκες του site στο οποίο γράφω, είπα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία και να γράψω δυο λόγια, μιας που ήταν στην τελική και μια απρόσμενη, μικρούλα έκπληξη.  Ο λόγος;  Στην ταινία πρωταγωνιστεί η μούσα των μεξικάνικων, σαπουνοπερικών μας, νεότερων χρόνων, η Natalia Oreiro.  Πόσο καλή έλεγα, μπορεί να είναι μια ταινία με την Oreiro;  Αρκετά καλή, κατέληξα μετά το τέλος της.  Για να δούμε λοιπόν.  "Infancia Clandestina".


Βρισκόμαστε στην μεταπερονική Αργεντινή της δεκαετίας του ΄70, εκεί όπου ο στρατός έχει πλέον καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία, και έχει εγκαθιδρύσει την δική του κυριαρχία.  Εκεί, ανάμεσα στους πολλούς, ένα παντρεμένο ζευγάρι ακτιβιστών το οποίο είχε εξοριστεί στην Κούβα, εξαιτίας της φιλοπερονικής του δράσης, θα επιστρέψει και πάλι στην πατρίδα του, παρέα με τα δυο μικρά του παιδιά: την μόλις μερικών μηνών Vicky, και τον εύστροφο πιτσιρικά, Juan.
Αποφασίζοντας να καταλύσουν στο σπιτικό του θείου του Juan, Beto, το ζευγάρι θα συνεχίσει την υπόγεια, επαναστατική του δράση στο πλευρό έτερων companeros, προκειμένου να ρίξουν από την εξουσία τον σφετεριστή στρατό.
Όπως είναι αναμενόμενο, όλη αυτή η κεκαλυμμένη δράση της οικογένειας, θα έχει τον δικό της αντίκτυπο πάνω στον παιδικό ψυχισμό του Juan, ο οποίος θα κληθεί να αλλάξει όνομα (και να μετονομαστεί σε Ernesto, από τον Ernesto Che Guevera, βεβαίως, βεβαίως), και να χτίσει στην ουσία, μια ολόκληρη, διαφορετική ταυτότητα, πριν μεταβεί στο νέο του σχολείο.  Και ενώ ο μικρός Juan, βιώνει την καθημερινότητά του, με τρόπο διαφορετικό απ'ολα τα υπόλοιπα παιδιά, τα πρώτα παιδικά σκιρτήματα θα του χτυπήσουν την πόρτα, όταν γνωρίσει την όμορφη Maria.  Ο αθώος "έρωτάς" τους, θα αποτελέσει βάλσαμο στην περίεργη, κομαντατική πραγματικότητά του, κάνοντάς τον ευτυχισμένο για πρώτη φορά, εδώ και καιρό.  Για πόσο όμως;


Ο Αργεντινός σκηνοθέτης, Benjamin Avila, κάνει με αυτό το ταινιάκι, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, μοιραζόμενος με τους θεατές ημιβιωματικές εμπειρίες και επιπρόσθετες μυθοπλαστικές πινελιές.  Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια εξάλλου και ο θάνατος της μητέρας του (η οποία είχε θεωρηθεί πως διατηρούσε σχέσεις με τους Μontoneros) από τον στρατό, σημάδεψαν την ζωή του σκηνοθέτη, ο οποίος μέχρι πρότινος στρεφόταν προς την δημιουργία κοινωνικοπολιτικών, ως επί το πλείστον, ντοκιμαντέρ, τα οποία είχαν να κάνουν με την ταραγμένη εποχή του '70, όπως την βίωνε η χώρα της Αργεντινής.
Αν και όπως αναφέρεται, η ταινία, βασίζεται μόνο εν μέρει στην ζωή και τα βιώματα του Avila, παρόλα αυτά η υπόθεση, δεν περνάει έτσι κι αλλιώς ως κάτι το απτό και απόλυτα αντικειμενικό, μιας που τα σκηνοθετικά της στυλιζαρίσματα σε στιγμές, είναι και δεν είναι ενταγμένα, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο μιας αλήθειας.  Ακόμα και αν ο σκηνοθέτης ήθελε να αναπαραστήσει μέσα από τον φακό του, τις δύσκολες και σκληρές στιγμές που είχε αντιμετωπίσει ο ίδιος στην τρυφερή του ηλικία, το γεγονός πως το σενάριο ξεφεύγει από την αυστηρώς οριοθετημένη πλοκή του πολιτικού cinema, είναι ένα γεγονός.  Εν προκειμένω ο Avila, φαίνεται πως δεν νοιάζεται να μας διηγηθεί μια ιστορία για τον τρόπο που οι ενήλικες καταφεύγουν στις επαναστατικές του πράξεις, ως μιας μορφής αντίστασης, αλλά την ιστορία ενός παιδιού που καταφεύγει στην φιλία και την αγάπη, προκειμένου να εκφράσει-ενδεχομένως και υποσυνείδητα-την δική του μορφή αντίστασης.


Ο Juan γίνεται το αντικείμενο-εκφραστής κάθε παιδιού που έρχεται αντιμέτωπο με τον αντίκτυπο μιας επανάστασης ή ενός πολέμου, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση, μοιάζει να έρχεται διαρκώς εκ των έξω.  Και τι εννοούμε με αυτό.  Εννοούμε, πως καθ'όλη την διάρκεια της ταινίας, δεν γινόμαστε ποτέ μάρτυρες ενός βίαιου συμβάντος, το οποίο να εκτυλίσσεται στον τρέχοντα, κινηματογραφικό και αφηγηματικό χρόνο, με τις εν δυνάμει συγκρούσεις και την έκρυθμη κατάσταση, να παίζουν διαρκώς, εκτός πλάνου.  Η απειλή κρέμεται με αυτόν τον τρόπο, πάνω από τα κεφάλια των πρωταγωνιστών και ποτέ δεν μοιάζει να οδηγείται σε ένα ολοκληρωμένο ξέσπασμα, αφήνοντας τους θεατές μόνο να εικάζουν και να υποθέτουν, σχετικά με το τι μπορεί να συμβαίνει εκτός πλάνου.  Όλος ο φόβος και η ανησυχία του πρωταγωνιστικό ζευγαριού, εκφράζεται μέσα από μια αστυνομική σειρήνα που θα ηχήσει ή μέσα από τον έλεγχο των χαρτιών για παράδειγμα, των ηρώων, από τους ανθρώπους του στρατού, οι οποίοι βρίσκονται ακροβολισμένοι στον δρόμο, γι' αυτή την δουλειά.  Αν θα έπρεπε λοιπόν αν επικρατήσουμε μια κάποια σκηνοθετική στάση του Avila, αυτή σίγουρα χωράει στην μετατόπιση του φόβου σε έναν off screen χώρο, εκεί ακριβώς που σαν θεατές υποψιαζόμαστε οτι παίζεται και το μεγαλύτερο δράμα, αυτό που θα έχει τον οριστικό αντίκτυπο, πάνω στους πρωταγωνιστές μας.


Αν βέβαια θέλουμε να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, καλό θα ήταν να αναφέρουμε οτι το σενάριο, αποτελεί στο σύνολό του, το πιο αδύναμο χαρτί της ταινίας, για έναν κυρίως, βασικό λόγο: το γεγονός οτι ποτέ δεν έχουμε μια επαρκή ανάπτυξη των κεντρικών χαρακτήρων.  Σίγουρα θα απαιτούσε διαφορετική προσέγγιση, μιας εντατικότερη προσπάθεια ανάπτυξης και οπτικοποίησης του παρελθόντος των χαρακτήρων, αλλά ακόμα κι αν αυτό δεν γινόταν (όπως δηλαδή συμβαίνει στην ταινία), θα έπρεπε οι ήρωες να πατούν πιο γερά στο έδαφος, αναφορικά με τους λόγους οι οποίοι τους οδηγούν στην εκάστοτε πράξη.  Εξάλλου, υπάρχουν και κάποιες, μάλλον awkward στιγμές, στις οποίες το πράγμα δεν δουλεύει καλά, φανερώνοντας τις σεναριακές αδυναμίες (π.χ η οικογένεια χρησιμοποιεί μια επιχείρηση σοκολάτας ως βιτρίνα, προκειμένου να γεμίζει κατά τα άλλα, σοκολατένια κουτάκια, με σφαίρες, με τις οποίες τροφοδοτεί την επανάσταση. Γιατί όμως κανείς δεν σκέφτεται, οτι το να σε πιάσουν στον δρόμο με το mini φορτηγάκι και ένα εμπόρευμα τίγκα στον οπλισμό, θα ήταν πολύ εύκολο να συμβεί; και άρα επικίνδυνο;).
Ακόμα όμως και αν οι "μεγάλοι" χαρακτήρες δεν αναλύονται όσο θα χρειαζόταν (ή θα έπρεπε, όπως το βλέπει κανείς), η ταινία καταφέρνει να κερδίσει την προσοχή σου, χάρη στον νεαρό της πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι εξαιρετικός, καθώς και στην όμορφη σκηνοθεσία της, η οποία διαθέτει φωνή και σου πασάρει και μερικά αξιόλογα τερτίπια, τα οποία δεν τα περιμένεις και τα οποία αποτελούν και το βασικό της αλατοπίπερο.
Καταρχάς, κάθε φορά που ο Juan φέρνει στον νου του κάποιο σκληρό, βίαιο συμβάν (γιατί στην τελική η ταινία, είναι και μια ιστορία πάνω στην μνήμη, ακόμα και μέσα σε ένα mainstream σύνολο, όπως γίνεται εδώ), η εναλλαγή από live action, σε animation, χρησιμοποιείται ως παντιέρα, σαν να πρόκειται για άλλον Tarantino, ο οποίος αποκρύπτει το αίμα και την gore διάθεση, μέσα σε ένα ανιματζίδικο περιτύλιγμα.  Εδώ, οι animation σεκάνς, θα μπορούσαν να σταθούν και από μόνες τους ως μικρού μήκους ταινιάκια, τα οποία ακολουθώντας την παραδοσιακή τεχνική, δίνουν σίγουρα μια εντελώς διαφορετική εικόνα στην ταινία.  Εξίσου ενδιαφέρουσα πάντως, είναι και η προσέγγιση των ονειρικών καταστάσεων του Juan, ο οποίος προβάλει στο υπνωτικό του υποσυνείδητο, την ταραχώδη ζωή του, εν μέσω μπουνιουελικών σεναρίων, προσθέτοντας μερικά απρόβλεπτα, σουρεαλιστικά στοιχεία στο concept της ταινίας, και μάλιστα υπό την μόνιμη, χρωματική παλέτα ενός αρρωστιάρικου, φωσφωρίζοντος, νέον πράσινου.


Το "Infancia Clandestina", είναι από εκείνες τις ταινίες που βγαίνουν, και περνούν απαρατήρητες, οπότε εγώ είμαι εδώ, προκειμένου να στου επιστήσω την προσοχή και να σου πω, οτι αξίζει να της ρίξεις ένα παραπάνω βλέφαρο.  Αν μη τι άλλο πρόκειται για ένα κατά τα άλλα, απλοϊκό δράμα, που έχει και τις καλές του στιγμές, μια εκ των οποίων περιλαμβάνει και την παρουσία της Natalia Oreiro (ω ναι), στον κεντρικό ρόλο της μάνας και η οποία υποδύεται τον ρόλο της, αρκούντως πειστικά και ικανά.  Αν λοιπόν δεν έχετε κάτι διαφορετικό στην σινεματική σας κούτρα, δείτε το και περιμένω απόψεις.  Χαιρετώ!

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι περιμένω και ταινία της Thalia, οτι "cambio dolor, por libertad..." και οτι η σεκάνς στο luna park, είναι από τις πιο όμορφες και γλυκές στιγμές της ταινίας.


No trivia