Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα cult. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα cult. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Braindead (a.k.a Dead Alive): It's a gore fest!

Καλημερούδια, καλημερούδια γλυκά μου αγγελούδια.  Την ώρα που θα διαβάζετε τούτες δω τις λέξεις, το πιθανότερο είναι πως θα βρίσκομαι στον δρόμο για το Ναύπλιο.  Συνεπώς μιας που θα λείψω για τρεις μερούλες, είπα να μην σας αφήσω έτσι, αλλά να σας προτείνω μια ταινιούλα.  Βέβαια η σημερινή μου πρόταση περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο κοινό που αρέσκεται να βλέπει αρκετά αηδιαστικά και της λεγόμενης "ίου!" αντίδρασης ταινιάκια, μιας που το λέω από τώρα για να είμαστε εντάξει: δεν έχω δει στην ζωή μου πιο σπλάτερ, πιο gory και πιο οτι αιματηρή ταινία από το "Braindead".  Και πιστέψτε με, έχω δει πολλά περίεργα.  Σαν κι αυτό...τίποτα.


Πόσο εκνευριστικό είναι εκεί που όλα πάνε καλά στην ζωή σου, να δαγκωθεί ξαφνικά η μάνα σου μια μέρα από μια Sumatran rat monkey, η οποία την μετατρέπει λίγο αργότερα σε κακάσχημο, δαγκωνιάρικο ζόμπι;  Δεν τσαντίζεσαι όταν σου συμβαίνει αυτό;
Στην προκειμένη περίπτωση ο μαμάκιας Lionel (Timothy Balme) δεν είχε και άλλη επιλογή από το να μείνει πιστός στο πλευρό της και να την φροντίζει ακόμα και μετά τον εμφανέστατο κατά τα άλλα θάνατό της.  Αλλά για κάτσε.  Όλα έχουν τα όριά τους.  Μη φανταστείς πως ο Lionel δεν ήθελε να ξεφύγει από τα μητρικά δεσμά.  Είναι βλέπεις που είχε μπει μες την μέση και η Paquita, μια φλογερή υπάλληλος του τοπικού μανάβικου και ολίγον απ'ολα καταστήματος, η οποία είχε δει στα Ταρό που της έριξε η γιαγιά της, πως θα δενόταν συναισθηματικά και αμετάκλητα με έναν "μαύρο ιππότη".  Φυσικά τον Lionel δεν τον λες μαύρο ιππότη (ούτε καν ένα άλογο δεν καβαλάει), παρόλα αυτά έχοντας γλυκαθεί και ο ίδιος από το ενδιαφέρον της κοπέλας (μιας που μέχρι τότε το μόνο ενδιαφέρον που λάμβανε ήταν από την γραφική του μάνα-καρακάξα) θα δώσουν τελικά το πολυπόθητο πρώτο ραντεβού στον...ζωολογικό κήπο.  Όπως είναι φυσικό η μάνα θα στήσει καρτέρι για την ραντεβουδίστικη χαλάστρα, μόνο που η δική της μέρα θα πάει κατά διαόλου όταν την δαγκώσει το πιο άσχημο πράγμα που θα δεις ποτέ σου.  Μάνα becomes zombie.  Και αυτή είναι μόνο η αρχή μιας που ο Lionel και η Paquita θα αναγκαστούν να τα "δώσουν όλα" στο πιο απίστευτο gore fest που έχεις δει ποτέ σε ταινία...


Ενδεχομένως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι πως αποτελεί σκηνοθετικό αποτέλεσμα του Peter Jackson.
Κι όμως, ο Jackson πριν αρχίσει να ασχολείται με τα σοβαρά του δημιουργήματα, υπήρξε μέγιστος κάφρος μιας που εκτός από την τελειότητα της σημερινής ταινίας, στα πρώτα χρόνια της behind the camera καριέρας του γύρισε και το "Bad Taste", o τίτλος του οποίου προφανέστατα δηλώνει και το όποιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της ταινίας, η οποία θέλει ένα μάτσο εξωγήινους να αποδεκατίζουν τον πληθυσμό μιας μικρής πόλης, θέλοντας να καρπωθούν την ανθρώπινη σάρκα για την...διαγαλαξιακή fast-food αλυσίδα τους!
Είναι γεγονός πως μετά το τέλος του "Braindead" προσπαθούσα να καταλάβω 1) τι ακριβώς είχα παρακολουθήσει επί μιάμιση ώρα, και 2) πως γίνεται όλος αυτός ο κρεάτινος ορυμαγδός να προέρχεται από τα χέρια τoυ τύπου που απεικόνισε με σχεδόν αιθέρια λυρικότητα τον κόσμο του Tolkien;
Το ακόμα πιο απολαυστικό γεγονός βέβαια είναι πως ο Jackson και όλη η παρέα του, δείχνουν να το διασκεδάζουν και με το παραπάνω, μιας που δεν θα γινόταν έτσι κι αλλιώς να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, στο πλαίσιο μιας τόσο hardcore και καθόλα horror ιστορίας.  Όταν δε, βλέπεις πως μέσα από όλο αυτό το αποτέλεσμα πιάνονται χεράκι-χεράκι το μαύρο χιούμορ και ένας εν δυνάμει κοινωνικός προβληματισμός, τότε αντιλαμβάνεσαι πως ίσως και η εμφανής προσπάθεια για πρόκληση οπτικού σοκ, δεν είναι το μόνο που σου προσφέρει αυτή η ταινία.


Αν κάνει κάποιος ένα πέρασμα από την φιλμογραφία του Jackson θα διαπιστώσει πως η ενασχόλησή του με διαφορετικά κινηματογραφικά είδη υπήρξε συνεχής ήδη από την δεκαετία του ΄70, και παρά το γεγονός πως φαίνεται να έχει πάρει απόφαση πλέον να επιστρέφει διαρκώς στις καλές εποχές του Άρχοντα.  Αν δεν είναι χαρακτηριστικό το οτι πρόκειται να σκηνοθετήσει ακόμα δυο ταινίες Hobbit, τότε δεν ξέρω τι είναι....
Όπως και να' χει είναι σίγουρα πάντα ενδιαφέρον να βλέπεις από που ξεκινάνε καταξιωμένοι σκηνοθέτες οι οποίοι ενδεχομένως να έχουν ακολουθήσει πια, μια ολοκληρωτικά διαφορετική κινηματογραφική πορεία.  Εξίσου ενδιαφέρον δηλαδή με το να δεις το "Braindead" για μια διαφορετική προσέγγιση της σχέσης μάνας-γιου.
To 1960 o Alfred Hitchcock προκάλεσε σοκ και δέος με το "Psycho", μιας ταινίας η οποία αντιμετώπισε ένα σωρό προβλήματα κατά το προπαρασκευαστικό της στάδιο, επειδή οι άπαντες παραγωγοί έβρισκαν το περιεχόμενό του τρομερά disturbing.  Βλέπετε η πουριτανική αμερικάνικη κοινωνία του '60 δεν δεχόταν ούτε σκοτωμούς σε ντουζιέρες, ούτε και τα ερωτικά μπλεξίματα της πρωταγωνίστριας με έναν χωρισμένο νεαρό πάνω στο κρεβάτι, με το σουτιέν φάτσα μόστρα.  Ακόμα και αν με βάση την ομώνυμη νουβέλα του Robert Bloch, o Hitchcock δημιούργησε μια ολόκληρη ταινία πάνω σε ένα άριστο ψυχαναλυτικό γράφημα ενός διαταραγμένου γιου, εμμονικού με την μητέρα του σε τέτοιον βαθμό ώστε να γίνει ο ίδιος η μητέρα του, η αναγνώριση της ταινίας από κοινό και κριτικούς ήρθε τελικά με το πέρας το χρόνου. 
Είναι προφανές πως σε καμία περίπτωση δεν θέλω (και δεν μπορώ εξάλλου) να ταυτίσω τα δυο δημιουργήματα.  Είναι όμως και προφανές πως οι βλέψεις του Jackson είναι ακριβώς οι ίδιες: να παρουσιάσει με τον δικό του σπλατερικό τρόπο τον ευνουχισμό του Lionel από την μητέρα του και την αναπόφευκτη ώρα του εξίσου αναπόφευκτου, οριστικού απογαλακτισμού.


Με την τεράστια "βοήθεια" των δεκάδων επί δεκάδων γαλονιών "αίματος" και με το στήσιμο του όλου σκηνικού πάνω σε μια βήτα διαλογής κατάσταση, ο Jackson κάνει μια σαφέστατη αναφορά στον ψυχολογικό ευνουχισμό του πρωταγωνιστή και το μοντέλο της μάνας μέγαιρας, η οποία μετά τον θάνατο του συζύγου έχει βεντουζώσει πάνω στον άτυχο γιο, σαν βδέλλα.  Φυσικά όλη αυτή η θεματική η οποία λειτουργεί σαν αφετηρία για το ζομπιακό χάος που πρόκειται να προκληθεί λίγο αργότερα, λειτουργεί καλά και πειστικά, αν και προφανώς δεν εμβαθύνεται λεπτό, χάρη στην γρήγορη και επιφανειακή προσέγγιση του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου Stephen Sinclair, σε ένα κατά τα άλλα θέμα αέναης συζήτησης.  Το μαύρο χιούμορ αποτελεί επίσης ένα από τα χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στην ταινία, η οποία καθιστά και το love story των δυο νεαρών πρωταγωνιστών ως ευχή και κατάρα μαζί.  Ε άμα το βλέπει και η γιαγία σου στα Ταρό οτι το πεπρωμένο σου είναι γεμάτο από μαυρίλα και θάνατο, καλύτερα να την ακούς....
Φυσικά από ένα film που φέρει τον συγκεκριμένο τίτλο, δεν γίνεται να μην περιμένεις και το αντίστοιχο ξεκοίλιασμα, ξεντέριασμα και οτι άλλο σε ξε- υπάρχει.  Στην ουσία βέβαια οτι και να σκεφτείς, το "Braindead" το έχει ήδη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, με ένα εντοσθιακό σύστημα να σε κυνηγάει από μόνο του για να σε πνίξει, ένα εξαμβλωματικό μωρό να ανοίγει στην μέση το πρόσωπο μιας άτυχης νεαράς, και έναν ακόμη έρμο να παθαίνει εξαιρετικό fatality, με την σπονδυλική του στήλη να τραβιέται με βία από το σώμα του.  Επειδή όμως και το πράγμα είναι γυρισμένο με την b αισθητική να πλανάται ήδη από την πρώτη σκηνή, δε θα έπρεπε να σε ανησυχεί τόσο το θέμα του τρόμου, όσο αυτό της απόλυτης, ανατριχιαστικής και στα όρια αηδίας η οποία συνοδεύει κάθε βασανιστικό καρέ.  Έυγε Jackson!


Συμπέρασμα:  Το "Braindead" είναι μια ταινία που απευθύνεται αποκλειστικά και περιορισμένα σε fans.  Η ιδανική της προβολή θα ήταν σετάκι με το "Evil Dead" προκειμένου μετά να συζητηθεί αναλυτικώς και με επιχειρήματα, το ποια κρατάει τα σκήπτρα της καλύτερης του είδους της.  Περιμένω προτάσεις για μάζωξη.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο πρωταγωνιστής μοιάζει με τον Matthew Bellamy των MUSE, οτι δεν θα φάω ΠΟΤΕ custard cream και οτι στις επόμενες διακοπές μου θα προσπαθήσει να μην μπάσω στην χώρα μου μια Sumatran rat monkey, αν και κάτι τέτοιο φαντάζομαι πως θα ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμαστε.


TRIVIA
  • Λέγεται πως η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί και την πιο αιματηρή στην ιστορία του κινηματογράφου (με βάση το "αίμα" που χρησιμοποιήθηκε στην διάρκεια της παραγωγής).
  • Για του λόγου το αληθές, στην τελευταία σκηνή της ταινίας μόνο, χρησιμοποιήθηκαν 300 λίτρα ψεύτικου αίματος.
  • Η ενοικιάση της ταινίας στην Σουηδία (και πιθανώς και σε άλλες χώρες), συνοδευόταν από σακούλες για...εμετό!
(ΠΗΓΗ IMDB)

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Μπιγκ Χιτ: Ένα ελληνικό neo-noir, όπως δεν το έχεις ξαναδεί

 NEW ARRIVAL

Καλημέρα σε όλους!  Σήμερα θα μιλήσουμε για μια ελληνική προσπάθεια, από αυτές για τις οποίες δεν μιλάω και πολύ συχνά στο blog μου (τις ελληνικές ταινίες δηλαδή, μιας που το είδος που πραγματεύεται η σημερινή, είναι από τα αγαπημένα μου).  Το "Μπιγκ Χιτ" του Κάρολου Ζωναρά, είναι μια ταινία που παίρνει και δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβάρα, και γίνεται ένα από εκείνα τα απρόσμενα cult, ελληνικά δημιουργήματα, στα οποία είναι αδύνατον να πεις οχι.  Οπότε μη του πεις.  Δες το.


Ο υπαστυνόμος Αριστείδης Κορμάς (Μελέτης Γεωργιάδης), καλείται να εξιχνιάσει την μυστήρια αυτοκτονία ενός συναδέλφου του (τον οποίο υποδύεται για ελάχιστα δευτερόλεπτα ο...Σπύρος Μπιμπίλας), ο οποίος έδωσε τέλος στην ζωή του, στο γραφείο του σπιτιού του και με την γυναίκα του να γυροφέρνει στον πάνω όροφο.  Αργότερα όταν ο υπαστυνόμος αντιμετωπίσει την ψυχρή στάση της χήρας Φαρμάκη (Ευγενία Αποστόλου), καθώς και την αδιαφορία των υψηλά ισταμένων του στο Σώμα, θα αρχίσει να ζώνεται από τα φίδια, έχοντας την υποψία πως κάτι βρώμικο παίζεται στην Υπηρεσία του.  Κάτι που έχει να κάνει φράγκα μεγαλοεπιχειρηματιών και την κάλυψη των νονών της νύχτας...
Χωρίς να χάσει καιρό, αλλά μετατρέποντας το περίεργο αυτό κουβάρι σε προσωπικό του αγώνα, ο υπαστυνόμος, θα χτυπήσει πόρτες, θα κάνει ερωτήσεις και θα προσπαθήσει να βρει τους ανθρώπους που κρύβονται στις σκιές, κινώντας τα νήματα.  Όσο όμως πιο βαθιά στην υπόθεση, τον οδηγεί το ένστικτό του, τόσο σε μεγαλύτερο κίνδυνο φαίνεται να θέτει τον εαυτό του, αλλά και την γυναίκα του, Μισέλ (Katie O' Wallis).  Το τίμημα ενός ηθικού άνδρα, θα είναι σκληρό σε αυτόν τον γεμάτο διαφθορά και σαπίλα κόσμο...


Σήμερα δεν θα πούμε πολλά πράγματα για την ταινία, όπως κάνουμε στις υπόλοιπες κριτικές, για τον απλό λόγο πως "what you see, is what you get", που λέγανε και στο χωριό μου.  Δεν έχουμε εδώ κοινωνικούς σχολιασμούς, και αμπελοφιλοσοφίες και διδάγματα και πάει λέγοντας.  Έχουμε έναν σκηνοθέτη, που αποφάσισε με τον δικό του τρόπο να τιμήσει το noir αριστούργημα του Fritz Lang, "Τhe Big Heat", δημιουργώντας το ελληνικό του "αδελφάκι".
Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, οι δυο ταινίες ομοιάζουν μόνο ως προς το σεναριακό τους περιεχόμενο, μιας που ο Ζωναράς, αποφάσισε να πατήσει πάνω στην υπόθεση της ταινίας του Lang, μεταφέροντάς την όμως, στην ελληνική, εξίσου ζοφερή πραγματικότητα.  Έχουμε τον καλό υπαστυνόμο που προσπαθεί να σταθεί στο ηθικό του ύψος, μέσα σε έναν κοινωνικό βούρκο, ο οποίος μοιάζει να τον τραβάει σε ολοένα και μεγαλύτερο βάθος, απειλώντας να τον πνίξει.  Πέρα από αυτό όμως, ο σκηνοθέτης και η ομάδα του, είπαν να εμπλουτίσουν το θέμα με καρικατουρίστικες ερμηνείες, και αρκετό μπινελίκι σε καίρια σημεία, με το "Που' σουνα μωρή;", να αποτελεί σίγουρα, το δικό μου αγαπημένο.


Δημιουργός του-κατά πολλούς-cult, "Ο Γιος του Τσάρλυ", o Ζωναράς, δεν πήρε αψήφιστα αυτή την νέα του προσπάθεια, εισάγοντας στην ταινία την τεχνική του ντουμπλαρίσματος, και βάζοντας τις φωνές άλλων ηθοποιών να ακούγονται πάνω στα πρόσωπα των ερμηνευτών που βλέπουμε στην οθόνη.  Πέρα από την δημιουργία μιας εικόνας που σου φέρνει στο μυαλό ταινίες περασμένων δεκαετιών (τότε δηλαδή που ο ήχος "φοριόταν" πάνω στο οπτικό κομμάτι του φιλμ), ο Ζωναράς, πέτυχε και την μείωση του χρόνου γυρισμάτων σε μόλις, 20 ημέρες, περιορίζοντας σαφέστατα το budget του και χτίζοντας τελικά έναν ταινιακό κόσμο, ο οποίος εύκολα παραπέμπει στο τότε, αλλά και στο τώρα.
Φυσικά η φωτογραφία της ταινίας παρέμεινε ασπρόμαυρη, τα μπατσικά props ανέγγιχτα (must η καπαρντίνα με τον σηκωμένο γιακά), ενώ και η ενσωμάτωση σκηνών, από την original ταινία, φάνηκε να λύνει τα χέρια των συντελεστών, σε στιγμές όπως για παράδειγμα η έκρηξη (δεν λέω περισσότερα σε περίπτωση που κάποιος δεν έχει δει το original, αλλά έτσι κι αλλιώς αν δείτε το "Μπιγκ Χιτ", θα πρέπει να προετοιμαστείτε για αρκετά spoilers), αλλά να αποτελεί παράλληλα και ένα έξυπνο εύρημα το οποίο ταυτίζει ακόμα σε μεγαλύτερο βαθμό τις δυο ταινίες.


Το cast απαρτίζεται από εξαιρετικές φάτσες, που δίνουν στην ταινία την κατάλληλη εσάνς.  Ο Μελέτης Γεωργιάδης, αποτελεί κλασική επιλογή πια (σίγουρα τον θυμάσαι και από "Το Κακό") για b-movie-ζουσες ταινίες, και είναι φυσιογνωμία εμβληματική στον ρόλο του αμέμπτου ηθικής, Αριστείδη Κορμά.  Η Katie O'Wallis σε διπλό ρόλο, υποδύεται την Γαλλίδα σύζυγο του υπαστυνόμου, και την τρελοκαμπέρο Lori, γκόμενα του παρατρεχάμενου, του πλούσιου αφεντικού που κρύβεται πίσω από όλα αυτά.  Κάπου μέσα στην ταινία, θα δεις γνώριμες φάτσες και θα ακούσεις τις εξίσου γνώριμες, ντουμπλαριστές φωνές (π.χ του Μποσταντζόγλου), με όλο αυτό το γαϊτανάκι να προσδίδει στην ταινία μια καθόλα, cult, ερμηνευτική διάσταση.
Το "Μπιγκ Χιτ" είναι μια ταινία η οποία αποτελεί ευχάριστη έκπληξη, μέσα στις πολλές κακές (ευτυχώς και κάποιες καλές), ελληνικές ταινίες της αρπαχτής.  Έχει ατμόσφαιρα, jazz μουσικούλα, διαλόγους εμφανώς στιλιζαρισμένους, αλλά και τόσο ταιριαστούς με τα φώτα των δρόμων, τα στριπτιτζάδικα και την βρωμιά της μεγαλούπολης.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τον Μάϊκ Βαρδακαστάνη, υποδύεται ο θείος του σκηνοθέτη και είναι ο αγαπημένος μου, οτι το 'Καλαματιανός' είναι και γαμώ τα παρατσούκλια και οτι η υστεροφημία του Μπιμπίλα περιλαμβάνει άπειρες γκόμενες, και μια νεανίζουσα φωτογραφία του, στην οποία μοιάζει με τον Μάκη Δελαπόρτα.  Epic win.


No trivia

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

The Paperboy: Southern dirt

Καλημέρα καλημέρα και καλή εβδομάδα!  Δεν κατάφερα πάλι, για ακόμη μια Παρασκευή να γράψω ταινιούλα, αλλά θα προσπαθήσω αυτή την φορά να γράψω και τις τρεις μέρες (ξέρετε τώρα, για τους πιστούς μου αναγνώστες!).  Σήμερα λοιπόν, είπα να συμπεριλάβω στο menu μου, μια εντελώς παρεξηγημένη για εμένα, φετινή ταινία: το "The Paperboy" του Lee Daniels.  Αυτό το εργάκι, έχω την εντύπωση, πως έχει προκαλέσει περισσότερες, αρνητικές αντιδράσεις απ'οτι θα έπρεπε, και πρόκειται να υποστηρίξω την θέση μου σχετικά με το οτι στην τελική, δεν είναι και τόσο κακή ταινία.  Βασικά, δεν είναι κακή ταινία, εξαρτάται όμως πως θα αποφασίσεις να την δεις και να την προσεγγίσεις.  Ξεκινάμε then.


Βρισκόμαστε στον αμερικάνικο νότο, στα τέλη της δεκαετίας του ΄60.  Η Louisiana, εκεί δηλαδή όπου πρόκειται να λάβει χώρα όλο το υποθεσιακό "δράμα" της ταινίας, αποτελεί ίσως την πιο πνιγηρά υγρή πόλη που ποτέ σου δεν έχεις δει.  Εκεί, ένα σωρό κοινωνικά κατακάθια, αγωνίζονται για την προσωπική τους λύτρωση, την απόδοση δικαιοσύνης και την ικανοποίηση μύχιων, kinky μυστικών.
Το story της ταινίας θα αρχίσει να εκτυλίσσεται, όταν στην γενέτειρά του, αποφασίσει να επιστρέψει ένας αλτρουιστής δημοσιογράφος των Miami Times, o Ward Jensen (Matthew McConaughey), ο οποίος παρέα με τον φιλόδοξο συνεργάτη του, Yardley (David Oyelowo), θα αποφασίσει να σκαλίσει τους λόγους, για τους οποίους ο κατά τα άλλα γλοιώδης Hillary Van Wetter (John Cusack), κατηγορήθηκε για την δολοφονία ενός τοπικού σερίφη, αντιμετωπίζοντας τώρα την θανατική ποινή.  Και όσο οι δυο δημοσιογράφοι, θα προσπαθούν να βρουν ψήγματα, μιας εν δυνάμει αθωότητας του Van Wetter, στα πόδια τους θα μπλεχτεί (μεταφορικά και κυριολεκτικά), η Charlotte Bless (Nicole Kidman), μια ξεπλυμένη bimbo, η οποία αρέσκεται να αλληλογραφεί με...μελλοθάνατους(!), και η οποία θεωρεί πως έχει βρει στα γράμματα του Hillary, το next big catch.  Και μέσα σε όλον αυτόν τον συρφετό, θα προστεθεί και ο μικρότερος αδελφός του Ward, Jack (Jac Efron), ο οποίος όταν δεν τριγυρνά με το λευκό του σωβρακάκι, μοιράζει την τοπική εφημερίδα που ο πατέρας του εκδίδει, με την ιδιότητα του paperboy.  Α, και όταν δεν έχει άλλη εφημερίδα να μοιράσει, κοιτάζει τα πόδια, το στήθος και τα άλλα, της Charlotte, σκεπτόμενος τι ωραία που θα ήταν να την είχε στο κρεβάτι.  Μια καθημερινή ιστορία, αρχίζει να ξετυλίγεται εκεί, στους βρομερούς βαλτότοπους της Louisiana...


Τον σκηνοθέτη Lee Daniels, το πιθανότερο είναι πως τον θυμάσαι από την υπερ-δραματική του ταινία "Precious", η οποία το 2009, είχε προκαλέσει αίσθηση, εξαιτίας του ιδιαιτέρα στιβαρού και καθόλα καταθλιπτικού, κοινωνικού της περιεχομένου.  Έκτοτε ο Daniels, δεν είχε σκηνοθετήσει τίποτα άλλο, μέχρι την στιγμή που στον δρόμο του βρέθηκε το μυθιστόρημα του Peter Dexter, 'Τhe Paperboy', το οποίο αποφάσισε τελικά να μεταφέρει ο ίδιος στην μεγάλη οθόνη, φέρνοντας και τον ίδιο τον συγγραφέα στην ομάδα του, προκειμένου να εκτελέσει χρέη σεναριογράφου. 
Το συγγραφικό αποτέλεσμα του Dexter, χαιρετίστηκε από τους κριτικούς θετικά, με την New York Times να κάνει λόγο για μια "eerie and beautiful" νουβέλα, επιβεβαιώνοντας κατά κάποιον τρόπο και τον λόγο, για τον οποίο ο Pedro Almodovar, βρισκόταν σε μια δεκάχρονη(!) συζήτηση με τον Dexter, προκειμένου να αναλάβει εκείνος την μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο.  Τελικώς το λογοτεχνικό υλικό, πέρασε στα χέρια του Αμερικανού σκηνοθέτη, Lee Daniels, ο οποίος όπως έδειξε και η ταινία, έβγαλε πάνω της, όλη την σκοτεινή και ιδρωμένη πλευρά των πρωταγωνιστικών της ηρώων.  Και αν ρωτάτε εμένα, πολύ καλά έκανε.


Αν και ο Daniels, δεν κάνει αισθητή την παρουσία του συχνά, φαίνεται πως θα τον ακούσουμε εντόνως και μέσα στο 2013, μιας που στα σκαριά βρίσκονται ήδη δυο ακόμα ταινίες του.  Η μια, θα φέρει τον τίτλο "The Butler", και θα περιστρέφεται γύρω από διάφορα, αμερικανίζοντα γεγονότα, όπως αυτά θα παίρνουν σάρκα και οστά, μέσα από τα μάτια του μπάτλερ του Λευκού Οίκου, ο οποίος θα ζήσει το πέρασμα οκτώ διαφορετικών Προέδρων και όλων των ετερόκλητων στοιχείων που συνεπάγεται η εγκατάστασή τους στον Οίκο, αλλά και αυτή, στο ανώτατο αξίωμα της αμερικανικής ζωής.  Το cast που έχει μαζευτεί για την συγκεκριμένη ταινία, είναι τόσο τεράστιο, που θα μου πάρει άπειρο χρόνο να το απαριθμήσω, οπότε αν ενδιαφέρεστε τσεκάρετέ το στο IMDB, εκεί όπου θα βρείτε πως η δεύτερη, προγραμματισμένη ταινία του Daniels, παραπέμπει σε biopic της Janis Joplin με τίτλο, "Janis Joplin: Get It While You Can", με κανένα άλλο στοιχείο αναφορικά με την παραγωγή και τους εμπλεκόμενους ηθοποιούς/συνεργάτες, να γίνεται γνωστό.
Επιστρέφοντας και πάλι στα του "The Paperboy", θεωρώ πως η ταινία αποτέλεσε μια από τις πιο απροκάλυπτα προκλητικές και ρεαλιστικές απεικονίσεις ηρώων και καταστάσεων, που έχω δει τελευταία στο cinema.  Οι επικριτές της, έμειναν περισσότερο απ'οτι χρειάστηκε στο κατούρημα του Efron από την Kidman (τον οποίο στην τελική, είχαν τσιμπήσει και τσούχτρες, να τα λέμε αυτά), και στην σκηνή κατά την οποία η Kidman, και πάλι ως άλλο μήλον της έριδος, έρχεται σε ταυτόχρονο οργασμό με τον Cusack, έχοντας γύρω στο ένα μέτρο απόσταση μεταξύ τους.  Μήπως όμως με αυτή την λογική, δεν απορρίπτουμε επί της ουσίας, όλο το νόημα των χαρακτήρων και των ρόλων, τους οποίους ένα ηθοποιούς καλείται να υποδυθεί;  Στην τελική δεν πρέπει να ξεχνάμε τις βασικές αρχές του κινηματογράφου: δεν είναι η Nicole Kidman που ανακουφίζεται (και ανακουφίζει) πάνω στον Zac Efron.  Είναι η Charlotte Bless, που κατουράει τον Jack Jensen.  Ηθοποιός και ρόλος είναι μεν δυο διαφορετικές οντότητες, οι οποίες όμως την στιγμή που η κάμερα αρχίζει να γράφει, ενώνονται σε μια.  Συνεπώς, το να κρίνεις αν μια ταινία είναι καλή, ή αν έχει την όποια καλλιτεχνική αξία, με βάση το τι κάνουν οι ηθοποιοί, το αν δηλαδή ο ρόλος τους είναι συμπαθής ή αποκρουστικός, και τι ακριβώς τους καθιστά αυτό που είναι, μέσα στην μιαμισάωρη διάρκεια της ταινίας, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.


Για να ξεκαθαρίσω κάτι.  Το Paperboy, δεν έχει καμία καλλιτεχνική, κινηματογραφική αξία, εκτός κι αν θεωρείται ως τέτοια η vintage κινηματογράφηση του Roberto Schaefer, η οποία σίγουρα προσδίδει την απαραίτητη, pulp εσάνς, δεν παύει όμως να αποτελεί και μιας μορφής στιλιζάρισμα, με το οποίο εδώ και καιρό έχουμε εξοικειωθεί-κακώς-, μέσα από την χρήση του Instagram και όλων εκείνων των φίλτρων που χρησιμοποιούμε στις φωτογραφίες, επιμένοντας να τους δίνουμε λάμψη και δόξα, περασμένων μεγαλείων.  Σε αυτό βέβαια δεν φταίει ο Schaefer, ο οποίος κάνει ομολογουμένως εξαιρετική δουλειά, αλλά η δική μας μανία να καθιστούμε το οτιδήποτε, βγαλμένο από την original εποχή που οι μανάδες μας είχαν μαλλί περμανάντ και φορούσαν γυαλιστερά φορέματα, με φουσκωτά μανίκια και απλικέ φιόγκους.
Ξεπερνώντας λοιπόν την καραμέλα, "μα η ταινία δεν έχει καμία καλλιτεχνική αξία, δε σου μιλάει..." και όλα τα συναφή, καταλαβαίνω το να θέλει κάποιος να την δει σε version Almodovar, αλλά από εκεί και πέρα μιλάμε για θέμα γούστου, και οχι για το πόσο καλά υπηρετεί ο κάθε σκηνοθέτης αυτό που πραγματεύεται η ιστορία και εν προκειμένω, η υπόθεση του βιβλίου (το οποίο και δεν το έχω διαβάσει).  Πριν λοιπόν αρχίσουμε το κράξιμο, για την ξετσίπωτη ερμηνεία της Kidman, και το σοκαριστικό μυστικό του McConaughey στην ταινία, ας σκεφτούμε λίγο οτι οι άνθρωποι, από αρχαιοτάτων χρόνων, επηρεάζονταν άμεσα από το περιβάλλον, το οποίο τους τροφοδοτούσε.  Όταν συνεπώς έχεις μεγαλώσει σε μια υγρασιασμένη πόλη, τίγκα στην βουρκώδη δυσωδία, τις λάσπες και τις χαμένες ευκαιρίες που καιροφυλακτούν ανάμεσα στα έλη και τις κλιματσίδες, έτοιμες να σε εγκαταλείψουν στο πρώτο σου βήμα μέσα σε αυτήν την σκουπιδιασμένη χοάνη, πως ακριβώς περιμένεις να ανθίσει από το πουθενά ένας ήρωας, ευτυχισμένος, μελιστάλαχτος και τελικά, φυσιολογικός;  Όπως έγραψα και στην κριτική του Reel, είναι σαν να περιμένεις οτι ένα τσούρμο άνθρωποι που ζουν μέσα στην τσιμεντιασμένη πόλη, γεμάτη από θόρυβο, βρωμιά και μοναξιά, δεν θα επηρεαστούν από αυτήν, παρά θα είναι πειθήνιοι και χαμογελαστοί.  Οχι δεν θα είναι.  Φυσικά και θα "παίζουν" κάπου ανάμεσα, όπως ακριβώς και οι ήρωες του Daniels: στο σύνολό τους, καταποντίζονται από το βάρος του βασικού πρωταγωνιστή (του περιβάλλοντος δηλαδή), διατηρούν όμως και κομμάτια ανθρώπινης ευγένειας, όπως αυτά βγαίνουν στην επιφάνεια, λίγο πριν βυθιστούν και πάλι στην ζέχνουσα πρασινίλα της περιοχής.


Η σκηνοθεσία του Daniels καθιστά ξεκάθαρο από την αρχή, οτι δεν έχει σκοπό ούτε αυτιά να χαϊδέψει, ούτε να παρυυσιάσει ένα δείγμα κινηματογράφου, αποστειρωμένο και με "κώδικες", μιας που ενώ στο "Precious" προκαλούσε τον θεατή μέσα από την βαριόμοιρη κατάσταση της πρωταγωνίστριας (λίγο υπερβολικό αν με ρωτάτε), εδώ οι ήρωες, σκηνοθετούνται σε απόλυτα καθημερινές καταστάσεις, με όλο το cast μάλιστα να δίνει εξαιρετικές ερμηνείες.
Αρχικά ο Efron, αν και σίγουρα θα μπορούσε να ήταν καλύτερος (ή επίσης και κάποιος άλλον να υποδυθεί τον ρόλο του), είναι εντούτοις καλός, με απλανή βλέμματα που χαζεύουν το μπούστο της Charlotte, και στιγμές έντασης που του πάνε.  Ο McConaughey αποτελεί περίπτωση ηθοποιού, τον οποίο δεν θα θέλαμε να ξαναδούμε να παίζει σε μαλακίες, μιας που και αποδεικνύει και πάλι οτι είναι καλός ηθοποιός, κρατώντας τις ισορροπίες, ανάμεσα στο οτινανικό ζεύγος Kidman-Cusack, που εδώ δίνει ρέστα.  O Cusack, σε κρεσέντο ανωμαλίας και σαδισμού, γίνεται βρομιάρης μέχρι αηδίας, σε βαθμό που αισθάνεσαι έντονη την ανάγκη για ντουζάκι, μετά το τέλος της ταινίας, ενώ και η Kidman, με την κιτρινωπή της καούκα και το πασαλειμμένο μακιγιάζ, αποτελεί την ιδανική sex doll στα μάτια όλων, δίνοντας μια ύπουλη ερμηνεία, από αυτές που ξέρουμε οτι της πάνε έτσι κι αλλιώς.
Το "The Paperboy" είναι μια ταινία, που μπορεί ορισμένες φορές να θυσιάζει την απλοϊκή, crime ιστορία της, για χατίρι των ηθοποιών της, είναι όμως και μια κινηματογραφική εμπειρία την οποία μπορείς να απολαύσεις, μόνο εάν αποφασίσεις να εγκλιματιστεί απόλυτα στο ύφος, τον λόγο και τον πνιγηρό κόσμο που σου ανοίγει.  Αξίζει σίγουρα την προσοχή σου.ς

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι παίζει και η Macy Grey σε ρόλο οικιακής βοηθού, οτι το επίθετο της ηρωίδας της Kidman δεν είναι τυχαίο, αλλά μάλλον λειτουργεί ως inside joke και οτι ένα overdose του βρακιού του Efron το πάθαμε.


No trivia

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Faster, Pussycat! Kill! Kill!: Some girls are bigger than others

Καλημέρα, καλημέρα, καλή εβδομάδα και όλα τα συναφή!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε την κριτική μας εβδομάδα, με έναν τρόπο λιγάκι ανορθόδοξο, μιας που θα ασχοληθούμε με μια ταινία από το μακρινό 1965.  Και τι ταινία ε;  Exploitation από τα λίγα.  Το "Faster, Pussycat! Kill! Kill! είναι η επιτομή του film με γρήγορα (και καλά) αυτοκίνητα, βία, ολίγον από σεξ και φυσικά μεγάλα μπούστα.  Αν θέλετε λοιπόν να περάσετε μια άκρως cult βραδιά με φίλους, σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.


Η ταινία ξεκινάει με ένα κοντινό στους μηρούς και τις γυμνές κοιλιές των τριών πρωταγωνιστριών, οι οποίες φορώντας μικροσκοπικά, στραφταλιζέ μπουστάκια και βρακάκια με χάντρες, χορεύουν φρενιτωδώς σε κάποιο strip club, με ένα σωρό λιγούρια τριγύρω να γλείφονται και να γουρλώνουν να μάτια πεινασμένοι.  Αμέσως μετά η κάμερα κάνει cut, και μας μεταφέρει σε ένα ερημικό τοπίο στη μέση του πουθενά, οπού υπό τους ήχους ενός λάγνου, μουσικού κομματιού καμπαρετζίδικης εμπνεύσεως, βλέπουμε τρία αυτοκίνητα να ρολλάρουν πάνω στον χωματόδρομο, αφήνοντας πίσω τους σκόνη και άπειρη κακία.
Το story θα μπορούσε και να τελειώνει κάπου εδώ, με εμάς να απολαμβάνουμε τα διάφορα ευτράπελα που οι τρεις θανατηφόρες τύπσσες, θα αντιμετώπιζαν στη πορεία τους.  Παρόλα αυτά η υπόθεση εμπλουτίζεται ακόμα περισσότερο.  Όταν στην οθόνη κάνει την εμφάνισή του ένα ζευγαράκι, και η αρχηγός του γκρουπ, η πληθωρική και uber κακιασμένη Varla (Tura Satana), προκαλέσει το αρσενικό για μια mini κόντρα ταχυτήτων, τα πράγματα θα ξεφύγουν από τον έλεγχο και με μια καρατεκιά της, θα τον αφήσει σέκο.  Αποφασίζοντας να απαγάγουν την αρραβωνιαστικιά του θύματος, θα καταλήξουν σε ένα κακοφορμισμένο σπιτάκι, εκεί που ζει έναν ανώμαλος γέρος, με τον προβληματικό στα μυαλά, αλλά υπερτούμπανο, νεαρό γιο του, καθώς και με τον πιο normal ήρωα της ταινίας, τον μεγαλύτερο γιο.  Εκεί η Ιταλίδα Σπεράντζα Βρανά, Rosie (Haji), η μόνο βυζιά και ζωγραφιστό φρύδι, Varla και η crazy girl Ζωή Λάσκαρη, Billie (Lori Williams) θα τα βρουν επιτέλους, σκούρα.  Και καλά θα πάθουν.


Ο σκηνοθέτης της ταινίας Russ Meyer, ήταν αν μη τι άλλο μια ενδιαφέρουσα περίπτωση δημιουργού, μιας που έμεινε για πάντα πιστός στο είδος του exploitation/sexploitation film, υπηρετώντας το μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 2004.
Ο ίδιος είχε ξεκινήσει από νωρίς τη σκηνοθεσία μικρού μήκους ταινιών, κερδίζοντας μάλιστα το ένα βραβείο μετά το άλλο, αν και κάτι μας λέει οτι από τα 15 του, σίγουρα δεν είχε αρχίσει να δείχνει ακόμη τη τεράστια μανία του προς το μεγάλο, γυναικείο στήθος.  Αργότερα, εκτέλεσε χρέη κάμεραμαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ σύντομα άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος στο Playboy, φωτογραφίζοντας μερικά από τα πρώτα "κουνελάκια".
Λίγο αργότερα ο Meyer γύρισε και την πρώτη του, κινηματογραφική ταινία με τίτλο "The Immoral Mr. Teas", τη πρώτη soft πορνό ταινία, που έκανε περισσότερο από $1 εκατομμύριο εισπράξεις, καθιερώνοντας μάλλον στη συνείδηση του κοινού, τη παρουσία του Meyer, ως του σκηνοθέτη του exploitation είδους.  Και αν όντως έτσι έγινε, δεν έπεσαν καθόλου έξω.
Έπειτα από τον Mr. Teas, ακολούθησαν ταινίες όπως οι "Lorna" (1964), "Mudhoney" (1965), "Motor Psycho" (1965) και "Faster, Pussycat! Kill! Kill!" (1965), η οποία θεωρείται από τους περισσότερους, ως το αριστούργημά του.  Με αυτή ακριβώς τη ταινία, ολοκλήρωσε και την 'Gothic' δημιουργική του περίοδο, την ονομασία της οποίας βάσισε στο ασπρόμαυρο των συγκεκριμένων ταινιών.
Ο Meyer εργάστηκε και για τον κολοσσό, 20th Century Fox, σκηνοθετώντας το "Beyond the Valley of the Dolls" (1970) το οποίο αποτέλεσε μάλιστα, τεράστια εμπορική επιτυχία, πατώντας αυτή τη φορά στα παραδοσιακά του μοτίβα, αλλά υπό τις ευλογίες ενός μεγάλου studio.  Τελικά ο ίδιος αποφάσισε να επιστρέψει λίγο αργότερα στο προσωπικό, camp και ανεξάρτητο στυλ του, γεμάτο από σεξ, βία, επικίνδυνες γυναίκες και μπόλικο ξύλο.


Η ταινία και τελικά η σκηνοθεσία του Russ Meyer είναι εν προκειμένω μια pop art φαντασίωση, και προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία έχει δημιουργήσει και έχει κρατήσει μέχρι και τις μέρες μας, το απαράμιλλης αισθητικής, cult, αποτέλεσμά της.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι η πρωταγωνίστρια, μαζί με τις φίλες της (μια εκ των οποίων είναι και ερωμένη της, η μελαχρινή Rosie) μοιάζουν με σύγχρονες, super ηρωίδες, αφού αγαπούν τα γρήγορα αυτοκίνητα, είναι αδίστακτες, επικίνδυνα σαγηνευτικές και μπορούν να σε ξεκάνουν με τα ίδια τους τα χέρια.  Σκέψου απλά οτι ηθοποιοί όπως ο Statham ή ο πιο παλιά καραβάνα, Sylvester Stalone, έχουν χτίσει καριέρες ολόκληρες πάνω σε μια αδρεναλινάτη πορεία, γεμάτη άπειρο πιστολίδι, ξύλο με το κιλό και ορδές κακών, που τους εκμηδενίζουν με το πάτημα μιας και μόνο σκανδάλης.  Εδώ τα πράγματα αλλάζουν.  Η γυναίκα είναι αυτή που βγαίνει μπροστά, σκληραγωγημένη μεν, αλλά χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ τη υπερ-θηλυκή της διάσταση (το υπερβολικά μεγάλο στήθος δεν ανταποκρίνεται μόνο στους φετιχιστές, ή τους άνδρες γενικώς, που δε μπορούν να κρατήσουν το βλέμμα τους μακριά από ένα πλούσιο μπούστο, αλλά αποτελεί και μια ξεκάθαρη νύξη στην ίδια την ιδέα του φεμινισμού), διεκδικώντας με τον δικό της τρόπο κομμάτι, από τη μερίδα του λεόντος.  Τον ανδροκρατούμενο δηλαδή κόσμο.


Η πρωταγωνίστρια Tura Satana, αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση γυναίκας.  Έχοντας ξεκινήσει από την ηλικία των 13 ετών να εργάζεται ως εξωτική χορεύτρια σε stip clubs, άρχιζε να παίζει από νωρίς σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, υποδυόμενη ως επί το πλείστον την-έτσι κι αλλιώς-πληθωρική τυχοδιώκτη.  Στο "Faster...." η εικόνα της δεν αλλάζει, όπως ακριβώς και το αβυσσαλέο της ντεκολτέ, που νομίζεις οτι ανά πάσα στιγμή θα αφήσει το στήθος της να πεταχτεί έξω και να σου χώσει ένα βυζοσκάμπιλο που θα είναι όλο δικό σου.  Και αν βλέπω χαμογελάκια να σχηματίζονται στο πρόσωπό σας, μάθετε, οτι η αλήθεια δεν απέχει και πολύ από αυτό.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι ντυμένη (φουλ του μαύρου) και ο οποίος παραπέμπει σε μέλος συμμορίας, τα αδρά της χαρακτηριστικά, η απουσία χαμόγελου (ή η διαβολική του παρουσία) και το ταυτόχρονα εκφοβιστικό και άγρια γοητευτικό της, μακιγιάζ, όλα δηλώνουν μια προετοιμασμένη φυσιογνωμία που είναι έτοιμη για οποιοδήποτε ρίσκο.  Το ενδιαφέρον εδώ είναι οτι η διάθεση της αρχηγού δεν είναι τόσο να σαγηνεύσει με τα πλούσια ελέη της, αλλά περισσότερο να "ευνουχίσει" σε έναν βαθμό, όποιον άντρα βρίσκεται απέναντί της, με το να μοστράρει από μόνη της και με τρόπο απροκάλυπτο, το στήθος της.  Αν το πάμε δηλαδή και ακόμη πιο μακριά, το γυναικείο στήθος που είναι αιωνίως ταυτισμένο με το Οιδιπόδειο ενός άνδρα, εδώ αλλάζει χρήση και δε γίνεται πλέον θεμιτό για αυτό που είναι, αλλά αποκρουστικό για όλα αυτά που υπονοεί.
Σε καμία περίπτωση ο σκοπός δεν είναι να βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον πως ακόμα και σε b-movie ταινίες όπως αυτή, ενυπάρχουν στοιχεία εποχής και κοινωνικοπολιτικών προεκτάσεων, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο εδώ, με μια δεύτερη ανάγνωση της ταινίας.  Εξάλλου ας μη ξεχνάμε οτι βρισκόμαστε ακόμη στη δεκαετία του '60, τότε που η έννοια της απελευθέρωσης είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις σε ποικίλους τομείς της καθημερινότητας.  Και τι καλύτερο να κάνεις μια "ελαφριά" ταινία εποχής, που να μιλάει για την "ζουμερή" κατάσταση του ίδιου τότε;


Όσον αφορά τις ερμηνείες μπορείτε φυσικά να μη περιμένετε τίποτα, αφού τα πάντα σε αυτή τη ταινία είναι υπερβολικά και εντελώς στημένα.  Η προφορά της δήθεν Ιταλίδας, η τρέλα της ξανθιάς χαζογκόμενας, ακόμα και ο ρόλος των αρσενικών (που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στα Τάρταρα με έναν ηλικιωμένο πατέρα σε καροτσάκι και έναν γιο με διανοητικό πρόβλημα) είναι υποτυπώδης, αν και ο daddy της παρέας παραδίδει μια άκρως πειστική ερμηνεία, κυρίως χάρη στο αλλοπαρμένο, κακόβουλο βλέμμα του που στάζει μισογυνισμό από χιλιόμετρα μακριά.
Η σκηνοθεσία του Meyer είναι αυτή που σε κερδίζει αμέσως εξαιτίας του γρήγορου μοντάζ, της καρτουνίστικης αισθητικής του και των σκηνών όπως αυτές με τις πρωταγωνίστριες μέσα στο αμάξι και καλά να οδηγούν, αλλά τα σύννεφα στο background να παραμένουν ασάλευτα (και το κούνημα να προέρχεται προφανώς από το δύσμοιρο, παραγωγικό team που κουνούσε τα αυτοκίνητα με τα περισσής μανίας).
Το "Faster, Pussycat! Kill! Kill!" είναι μια από αυτές τις ταινίες που βλέπεις για να περάσεις καλά, πραγματική τροφή του inner, καμένου σου nerd, που ζητάει πότε πότε να το ταΐσεις κάτι εντελώς καλτ και απολαυστικά κακοφτιαγμένου.  Μέσα από χιουμοριστικούς, camp διαλόγους, καρατέκα ξυλίκικη έμπνευση, λουπαριστές μουσικές νότες, κακές γυναίκες και μια στοιχειώδη υπόθεση, αλλά και με λίγη τροφή για σκέψη, αυτή η ταινία είναι must see.  Σκέψου απλά τη μνεία που έκανε για χάρη της ο Quentin Tarantino στο "Death Proof" και θα καταλάβεις οτι μιλάμε για ΤΗΝ έμπνευση.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο σωματαράς γιος, μοιάζει αρκετά με μια πιο brutal εκδοχή του Marlon Brando, οτι η σκηνή με τα catfights και τις ιαχές καράτε είναι άπαιχτες και οτι εγώ ένα από τα poster θα το κάνω μπλουζάκι.  Τέλος.


 No trivia






































































Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Death Proof: Well, it's going to be a realy bumpy ride

Καλησπέρα σε όλους.  Σήμερα, και μετά από μια μέρα γεμάτη από αναμονή για κάρτες διαρκείας στις Νύχτες Πρεμιέρας (thank God, τις προμηθεύτηκα πριν εξαντληθούν), ποδαρόδρομο για να πάρουμε το αυτοκίνητο από μια θέση parking πάνω στα κατσίβραχα της Ακρόπολης, γύρισα επιτέλους σπιτάκι, έφαγα και κάτι ξεγυρισμένα γεμιστά, και είμαι έτοιμη για ακόμη μια ταινιούλα.  Αυτή τη φορά, και παρά το γεγονός πως ξέρω οτι πιθανότατα την έχετε δει οι περισσότεροι, δε μπορώ παρά να γράψω για το "Death Proof" το οποίο είδα χθες το βράδυ στη τηλεόραση και κατάλαβα για ακόμη μια φορά, πόσο απολαυστικά, καμένη ταινία είναι.  So, όσοι συμφωνείτε, συνεχίστε και παρακάτω.  Για όσους δε την έχουν δει, θα προσπαθήσω να σας πείσω οτι αξίζει την προσοχή σας...


Τέσσερις φιλενάδες από το Austin του Texas, αποφασίζουν να βγουν για την καθιερωμένη, βραδινή τους εξόρμηση, και επισκέπτονται για ακόμη μια φορά το διάσημο στέκι της περιοχής, Texas Chilli Parlor.  Εκεί παρέα με ένα devilishly hot jukebox, έναν μπάρμαν που, 'σαν μποιον μοιάζει, μωρέ σα μποιόν μοιάζει' (και ο Tarantino δε μπορεί να μη παίξει έστω έναν τόσο δα ρόλο στις ταινίες του), και μερικά κ*λωμένα boys, περνάνε την ώρα τους πίνοντας σφηνάκια, χορεύοντας λάγνα στις τζουκμποξικές μελωδίες και συζητώντας σχετικά με την επικείμενη επίσκεψή τους, στο σπίτι κοντά στη λίμνη, το οποίο διατηρεί η οικογένεια μιας εξ' αυτών.  Την ίδια στιγμή στο μπαρ, μια ξανθιά χίπισσα, πιάνει κουβέντα σε έναν περίεργο τύπο με μια ουλή "ΝΑ" (με το μπαρδόν) στο πρόσωπό του, ο οποίος έχει μόλις τσακίσει μια γενναία μερίδα νάτσος, και πίνει την επόμενη μη αλκοολούχα, πίνα κολάδα του.  Η κουβέντα ανάβει και μετά από λίγο ο και πολύ stuntman, stuntman Mike (Kurt Russell), καταλήγει σε μια καρέκλα, με μια εκ των προαναφερθέντων φιλενάδων, την Arlene (Vanessa Ferlito), να του σερβίρει και το επιδόρπιο: ένα πρώτης τάξεως lap dance.  Θα έλεγε κανείς δηλαδή, οτι μια πολύ κεφάτη βραδιά βρίσκεται σε εξέλιξη στο παλιακό μπάρ του Warren (Quentin Tarantino).  Βεβαίως.  Με μια μόνο διαφορά: ο stuntman Mike είναι ένας ανώμαλος γκαζιάρης, που αρέσκεται να σκοτώνει γυναίκες με το death proof αυτοκίνητό του, με σήμα κατατεθέν το ασημένιο παπί.  Απλά, καθημερινά πράγματα.  Η pay-back time θα έρθει όμως λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Mike τα βάλει με τα λάθος κορίτσια...


Δε πρόκειται να πούμε πάλι πολλά για τον Tarantino, μιας που τα έχουμε ξαναπεί, μέσα από την αναφορά στο blog, σε άλλες του ταινίες.  Εκεί που θα επικεντρωθούμε περισσότερο είναι η αισθητική της συγκεκριμένης ταινίας, το cast, η σκηνοθεσία και γενικά όλο αυτό το σύνολο που κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έπρεπε να την καθιστά μια εκ των ταινιών για τις οποίες ο Tarantino, οφείλει να είναι περισσότερο περήφανος.  Καλά, βάλτε και το "Reservoir Dogs", το "Pulp Fiction", το "Jackie Brown", τα "Kill Bill", το "Inglourious Basterds".  Χμμ, you got the point.
Αρχικά να υπενθυμήσω σε όσους το έχουν ξεχάσει και να γνωστοποιήσω σε όσους δε το γνώριζαν, οτι σε πρώτη φάση οι δυο ταινίες των Rodrigued-Tarantino, "Planet Terror"-"Death Proof", είχαν κυκλοφορήσει στην Αμερική σαν 'double feature'.  Και τι είναι αυτό;  Στην ουσία αποτελούσαν δυο κομμάτια της ίδιας υποθεσιακά, δουλειάς.  Παρά το γεγονός οτι και στην Ελλάδα οι ταινίες προβλήθηκαν μεμονωμένα, ο στόχος των δυο σκηνοθετών, ήταν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την αισθητική των exploitation ταινιών, των δεκαετιών του ΄50, '60 και κυρίως '70.  Το γεγονός οτι έδωσαν στο κινηματογραφικό τους παιδί το κοινό όνομα "Grindhouse" δεν είναι τυχαίο, μιας που ο όρος προέρχεται από την ονομασία που συνηθιζόταν να δίνεται στις αίθουσες οι οποίες φιλοξενούσαν b-movies, με exploitation περιεχόμενο (από sex, gore, τέρατα και ναρκωτικά, μέχρι ταινίες με νταβατζήδες, πόρνες, serial killers και φυσικά άπειρο αυτοκινητο-κυνηγητό, με θρυλικά πλέον, μοντέλα αμαξιών), οι οποίες προβάλλονταν συνήθως σε 'multiple-feature format' (συνήθως δυο μαζί).
Σε πρώτη βάση λοιπόν, καλό είναι να έχει κανείς στο νου του περί τίνος πρόκειται η ταινία, γιατί μόνο έτσι μπορεί να εκτιμήσει την πραγματική cult υπόστασή της, η οποία όπως φαίνεται είναι αφιερωμένη σε ένα τεράστιο και καθόλα αγαπημένο κινηματογραφικό ρεύμα, το οποίο μεσουράνησε ιδιαιτέρως τη δεκαετία του 1970: αυτό του "trash" cinema.


Αν θα έπρεπε να τοποθετήσουμε την ταινία σε μια κατηγορία, σίγουρα θα ήταν αυτή της γενναιόδωρης καλτιάς, ακόμα και αν μιλάμε για φιλμ των τελευταίων ετών (του 2007 συγκεκριμένα).  Ο τρόπος με τον οποίο ο Tarantino έχει χρησιμοποιήσει όλα αυτά που μόνος του διδάχθηκε, παρακολουθώντας ταινίες επί ταινιών, κατά τη διάρκεια εργασίας του στο video club-και οχι μόνο-, είναι εξαίρετος και φυσικά δεν είναι τυχαίο οτι αποτελεί τον μοναδικό, mainstream σκηνοθέτη, ο οποίος και εξακολουθεί να μένει πιστός στο είδος που τον ανέδειξε, και να μαζεύει το κοινό στις αίθουσες με το τσουβάλι, και φυσικά, να συγκεντρώνει και μεγάλα ονόματα στις εκάστοτε παραγωγές του.  Μπορεί στο "Death Proof", ο Russell να αποτελεί την παλιά, καλή καραβάνα, παρόλα αυτά η συγκεκριμένη δουλειά του, είναι ίσως η πιο καρμποναρισμένη του ταινία, σχετικά με τον exploitation φόρο τιμής που αποτίει: εντυπωσιακές γυναίκες, μισογύνης δολοφόνος κατά συρροή, bad ass αυτοκίνητα, γρατζουναρισμένη εικόνα, compilation soundtrack (πιθανότατα από όλες εκείνες τις ταινίες που αποτέλεσαν την έμπνευση για τον Quentin), επανάληψη του 'fuck' στη νιοστή, αίμα και άγρια, θηλυκά ένστικτα;  B(e) perfection.


Οφείλω και εγώ να παραδεχθώ, οτι την ταινία δε τη θυμόμουν από τη πρώτη φορά που την είχα δει, ή τουλάχιστον δε τη θυμόμουν και τόσο καλά.  Συνεπώς μπορείτε να καταλάβετε και την έκπληξή μου, όταν είδα πως είναι τελικά τοποθετημένη χρονικά, στο σήμερα.  Κινητά τηλέφωνα μπλέκονται με αρτιστίκ αφίσες από πάμπολλες ταινίες, και...i-pods βολεύονται καλά πάνω στην κίτρινη, τσιρλιντερική φορεσιά της Lee (Mary Elizabeth Winstead), η οποία είναι εξίσου βολεμένη μέσα στην κατακίτρινη και τόσο μα τόσο όμορφη Mustang της Kim (Tracie Thoms).
Ο συνδυασμός άλλης εποχής και σύγχρονης κουλτούρας, είναι αυτός που κάνει έντονα τη διαφορά στη ταινία του Tarantino, και αυτό γιατί ενώ η ταινία είναι τόσο απροκάλυπτα vintage, είναι την ίδια στιγμή μέσα στο πνεύμα των καιρών, με free spirited γυναίκες, κλασικούς κακούς και καπάου! φεμινισμό, ιδωμένο μέσα από τα μάτια ενός ποδόφιλου σκηνοθέτη.  Γιατί, αν κάτι είναι κοινό στα δυο κομμάτια της ταινίας, αυτό είναι οι γλουτοί, οι γάμπες και βεβαίως, οι πατούσες.  Κι αν αυτό δεν είναι exploitation φετιχισμός, τότε τι είναι;
Εκτός όμως από το σύνολο της ταινίας που παραπέμπει σε καψιμέϊκο film του '70, η αισθητική αυτή, ενισχύεται και από ένα άλλο κόλπο το οποίο μάλιστα βλέπουμε πριν καν αρχίσει η ταινία: από τα fake trailers.
Λίγο πριν δούμε το πρώτο πλάνο της ταινίας (ένα ακόμη ζευγάρι γυναικεία πατούσια) πέφτουν μερικά ολιγόλεπτα trailers, τα οποία δε νομίζω να βλέπει κανείς στην κόπια του dvd, αλλά ίσως τα θυμάστε να παίζουν μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα.  Αυτά λοιπόν τα fake trailers, επειδή ακριβώς έπαιζαν μέσα στο θέμα του exploitation, αποτελούσαν την πλέον λειτουργική διαφήμιση για την ταινία και μια ομολογουμένως, πρωτότυπη πινελιά.  Ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν, είχε σαν αποτέλεσμα, κάποια από αυτά, να γίνουν τελικά και full length ταινίες(!), όπως το "Machete" με τον μουράτο Danny Trejo, αλλά και το επικών διαστάσεων, "Hobo With a Shotgun", του Jason Eisener.  Ανάμεσα στα άλλα, μπορούσε κάποιος να δει το trailer "Werewolf Women on SS", σε σκηνοθεσία Rob Zombie και πρωταγωνιστή τον Nicolas Cage, αλλά και το "Don't" του Edgar Wright ("Shaun on the Dead", "Hot Fuzz", και "Attack the Block" ως executive producer).


Εκτός από τη σκηνοθεσία που είναι έτσι κι αλλιώς ταραντινίστικη, ενδιαφέρον έχει και το cast, μιας που εκτός από τις γνωστές-άγνωστες τύπου Rosario Dawson, Winstead, MacGowan, βλέπουμε επισήμως και την αγαπημένη stunt woman του Tarantino, την οποία χρησιμοποιεί σε κάθε του ταινία, Zoe Bell.  Η Bell είναι ο κρυμμένος άσος στο μανίκι, καθώς κάνει όλα τα τρελά και τα κουλά της υπόθεσης, ματσουκώνει τον Russell με έναν σωλήνα και γενικά τρελαίνει και τρελαίνεται.
Αν πρέπει να πούμε τι είναι το "Death Proof", το πιο σωστό θα ήταν πως αποτελεί μια μνεία πάνω σε ένα σωρό ταινίες που με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο κάνουν εδώ την εμφάνισή τους: είτε ως αφίσα, είτε ως ατάκα ή ως απλό referance, ο Tarantino αγαπάει το παλιό, το καλό, το κακό και το weird, και δε διστάζει να το δείχνει σε όλη τη διάρκεια του film.  "The Wizard of Oz", "Rio Bravo", "Psycho", "Faster Pussycat! Kill! Kill!", "Bullitt", "Vanishing Point", "The Getaway", "The Toxic Avenger" και "Crash", είναι μόνο μερικές από τις εκατοντάδες αναφορές σε ταινίες που υπάρχουν παντού μέσα στη ταινία.  Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα οτι ο stuntman Mike φτιάχνεται σεξουαλικώς από τα τροχαία ατυχήματα, όπως ακριβώς και οι ήρωες του Cronenberg στη ταινία "Crash".
Εκτός από την μανιασμένη δράση, τον ξέφρενο ρυθμό, την sexy-slutty διάθεση και μια ιστορία που έχουμε ξαναδεί, αλλά αγαπάμε έτσι κι αλλιώς, το "Death Proof", ακόμα και αν δε του φαίνεται, είναι μια ταινία για τον ίδιο τον κινηματογράφο (απαρτίζεται από πρωταγωνιστές που είναι stuntmen, και υποδύονται και τους stuntmen/women, τη Dawson που υποδύεται μια μακιγιέρ, την Winsted που υποδύεται μια ηθοποιό, και πάει λέγοντας), την ιστορία του και τους θαυμαστούς δρόμους που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα.  Και αυτό το γουστάρουμε με τα χίλια.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι καλό είναι να αποφεύγεις όποιον έχει μια νεκροκεφαλή στο καπό του αυτοκινήτου του, οτι το σωστό lap dance γίνεται με πλαστική σαγιονάρα και οτι καλό είναι να μην εμπιστεύσαι μια λευκή Challenger σε τρεις γυναίκες, γιατί ποτέ δε ξέρεις πως θα καταλήξει στα χέρια τους...


TRIVIA
  • Το μακιγιάζ, το χρώμα των μαλλιών και το όλο ντύσιμο της MacGowan εδώ, είναι επίτηδες τόσο έντονα διαφορετικό, προκειμένου να μη παραπέμπει καθόλου στον ρόλο της Cherry στο "Planet Terror".
  • Η ταινία 'κακοποιήθηκε' πραγματικά, προκειμένου να έχει την αίσθηση του παλιού.  Δε χρησιμοποιήθηκε καμία ψηφιακή επεξεργασία.
  • Τα χρώματα του αμαξιού των κοριτσιών στο δεύτερο κομμάτι, παραπέμπουν στη κιτρινόμαυρη στολή της Uma Therman στο "Kill Bill".
  • Η Dawson έπεισε τον Tarantino να κόψει τα μαλλιά της, προκειμένου να παραπέμπει στο pin-up icon, Bettie Page.
 (ΠΗΓΗ IMDB)





































































Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

From Dusk Till Dawn: It's going to be a gory night

Hello, hello again!  Λοιπόν σήμερα και επειδή φτάσαμε και πάλι στο τέλος της εβδομάδας, σκέφτηκα να γράψω για κάτι χαλαρό και άκρως διασκεδαστικό, κι οχι τόσο για κάτι που σηκώνει και πολλή σκέψη.  Έτσι, μου ήρθε στο μυαλό το "From Dusk Till Dawn", το οποίο είδα μόλις πρόσφατα, και ομολογώ οτι με διασκέδασε πολύ, αφενός χάρη στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών (και ειδικά του Harvey Keitel ο οποίος φάνηκε να παίρνει τον ρόλο του στα σοβαρά), και αφετέρου χάρη στην ολοκληρωτικά cult διάσταση που προσφέρει η ταινία.  Αν λοιπόν έχετε διάθεση και εσείς για κάτι cool and fun, τότε προτιμήστε την αυτό το σαββατοκύριακο.  Για πιο σοβαρές ταινιούλες, θα έχουμε την δυνατότητα να μιλήσουμε, μέσα στον επόμενο μήνα, όταν και θα ξεκινήσουν πλέον επισήμως και οι Νύχτες Πρεμιέρας.  Ξεκινάμε!


Δυο μεγαλοκακοποιοί, ο σκληροτράχηλος Seth Gecko (George Clooney) και ο ψυχάκιας, βιαστής, δολοφόνος, αδελφός του, Richard (Quentin Tarantino...of course), καταζητούνται από την αστυνομία του Μεξικό, έπειτα από μια αιματηρή ληστεία τράπεζας, για την οποία ήταν υπεύθυνοι.  Έχοντας κανονίσει να συναντήσουν τον Carlos (Cheech Marin), το κλασικό αφεντικό με τη μουστάκα, με τον οποίο θα ανταλλάξουν λεφτά και άσυλο, αναγκάζονται να διαφύγουν από το Μεξικό, κρατώντας ομήρους τα μέλη μιας οικογένειας, την οποία καλούν να αυτοσχεδιάσει προκειμένου να τους βγάλει με το τροχόσπιτό της, εκτός συνόρων.  Ο πάστορας σε κρίση πίστης, Jacob Fuller (Harvey Keitel), καθώς και τα δυο του παιδιά, Kate (Juliette Lewis), και Scott (Ernest Liu), θα αναγκαστούν να υπακούσουν στις υποδείξεις των αδελφών-εγκληματιών, προκειμένου να παραμείνουν ζωντανοί.  Χωρίς πολλές επιλογές, ο πάτερ φαμίλιας, δε θα φέρει καμία αντίρρηση όταν οι Gecko σταματήσουν σε ένα κωλόμπαρο στη μέση του πουθενά (με την εμπνευσμένη ονομασία, "Titty Twister") προκειμένου να περιμένουν τον Carlos το τσακάλι, και να πιουν κάνα ουισκάκι, θαυμάζοντας ημίγυμνες υπάρξεις να λικνίζονται πάνω στα τραπέζια, τίγκα στο φτερό και το πούπουλο.  Αυτό που δε ξέρουν όμως, είναι οτι οι θαμώνες του μπαρ δεν είναι απλοί άνθρωποι όπως εκείνοι, αλλά κάτι κακάσχημα βαμπίρ, που λυσσάνε για αίμα και σάρκα.  Oh, it's gonna be a hell of a night...


Σκηνοθετημένο το 1996 από τον κινηματογραφικό, 'δίδυμο' αδελφό του Tarantino, Roebert Rodriguez, το "From Dusk Till Dawn" έμελλε να γίνει instant cult classic, χάρη στην χαρακτηριστική σκηνοθεσία του Τεξανού σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου και τόσα άλλα, το μακάβριο περιεχόμενο, την gore αισθητική που καλύπτει όλη σχεδόν τη δουλειά του μέχρι και σήμερα, αλλά και την εμφανέστατη διάθεση του να μη πάρει καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό του.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ο πιο grande, Tarantino.
O Rodriguez είχε επηρεαστεί από μικρός από έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους σκηνοθέτες, τον John Carpenter, ο οποίος ώθησε τα όρια της camp σκηνοθεσίας, του τρόμου και της επιστημονικής φαντασίας, πολύ πιο πέρα από τους ιστορικούς προκατόχους του, της δεκαετίας του '50.
Αν παρακολουθήσει κανείς τη πορεία του μέχρι τις μέρες μας, θα δει οτι η επίδραση του μεγάλου σκηνοθέτη, είναι πολύ έντονη, τόσο στον τομέα της θεματικής, όσο και στον τρόπο που χειρίζεται τη κάμερα.  Έτσι, αν και έχει σκηνοθετήσει γύρω στις τριάντα ταινίες, με πολλές από αυτές να αποτελούν μικρά φιλμάκια και documentaries, το μόνο σίγουρο είναι οτι έχει παραμείνει όλα αυτά τα χρόνια πιστός, στην b-movie αισθητική που τον ανέδειξε και μας έκανε να τον γουστάρουμε, αν μη τι άλλο για τις ανόσιες προσπάθειές του να μας προκαλέσει φόβο, αηδία και ενοχική απόλαυση.
Παρά το γεγονός οτι το κινηματογραφικό του style, μοιάζει έντονα με αυτό του Tarantino (ο οποίος εδώ υπογράφει το σενάριο), ποτέ δε κατάφερε να κάνει τη μεγάλη καριέρα του συναδέλφου του, καθώς μάλλον οι περισσότεροι αδυνατούν να δουν πέρα από τη καλτίλικη φύση του.  Βωμολοχίες, αίμα, διαρκής βία, γκόμενες με πλούσια ελέη και bad ass τύποι που σου ανοίγουν το κεφάλι στο πι και φι, αποτελούν την κλασική clientele του Rodriguez, ο οποίος μέσα από ταινίες όπως οι "El Mariachi", "Desperado", "Spy Kids"(!!), "Planet Terror" και "Machete", αποδεικνύει πως παραμένει ένας τύπος, αιώνια ερωτευμένος με την pulp χαβούζα των καιρών του.  Κάπου εκεί βέβαια βλέπεις οτι έχει κάνει και το "Sin City", παρέα με τον Frank Miller και τον Tarantino, και αναρωτιέσαι γιατί τελικά δεν είχε την ίδια τύχη με τον σάπιο, σκηνοθέτη φίλο του.


Ο μύθος των σκοτεινών πλασμάτων που ορέγονται το ανθρώπινο αίμα, κάνουν νάνι το πρωί, τριγυρνούν το βράδυ, αποφεύγουν το extra σκόρδο στο φαΐ τους και δεν έχουν καμία διάθεση για ξύλινο παλούκωμα, αποτελούσε από πάντα έναν από τους πιο επιτυχημένους θρύλους της παγκόσμιας, φανταστικής ιστορίας, πάνω στον οποίο έχουν γραφεί αναρίθμητα βιβλία, έχουν σκηνοθετηθεί εκατοντάδες ταινίες και γενικότερα, είναι μια από αυτές τις ιστορίες που μοιάζει να ακολουθεί τον άνθρωπο, από την αρχή της ύπαρξής του.
Το 1897 ο Ιρλανδός συγγραφέας, Abraham "Bram" Stoker, έδωσε πνοή στην ιστορία των αιωνόβιων αυτών πλασμάτων, μέσα από το βιβλίο του "Dracula", το οποίο πραγματεύεται τη ζωή του Κόμη Δράκουλα, όπως αυτός προσπαθεί να επιστρέψει από την Τρανσυλβανία, στην Αγγλία, καθώς και τη μάχη του, απέναντι σε μια ομάδα ανδρών και γυναικών, που καθοδηγείται από τον καθηγητή Abraham Van Helsing.
Έκτοτε η ιστορία των βαμπίρ έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη με πολλές παραλλαγές.  Το 1922 o Γερμανός εξπρεσιονιστής, F.W Murnau, σκηνοθετεί το "Nosferatu", μια αλληγορία πάνω στην έλευση του κακού, με τη μορφή της φονικής ασθένειας της πανούκλας, μόνο για να αναπαραστήσει με τρόπο γραφικό, τις εκατόμβες νεκρών που άφησε πίσω του ο 'Α Παγκόσμιος Πόλεμος.  Εδώ, ο Νοσφεράτου του Max Schreck, είναι ένα πλάσμα αποκρουστικό, με μυτερά αυτιά, αυστηρό παρουσιαστικό και κοφτερά δόντια, ο οποίος μοιάζει με τρωκτικό: ακριβώς δηλαδή με τα πλάσματα τα οποία φέρουν την αρρώστια πάνω τους.
Από την άλλη πλευρά, ο Δράκουλα του Coppola, είναι ένα καθαρά σεξουαλικό ον, που αποζητά το αίμα της Mina, όσο και το ίδιο της το κορμί.  Γοητευτικός και έντονα σεξουαλικός, ο Gary Oldman, άφησε εποχή με την ερμηνεία του.
Σήμερα ο μύθος των βρικολάκων, έχει ατονίσει κατά πολύ και-γιατί οχι;-έχει φλωρέψει ολοκληρωτικά, αφού βλέπετε αν δε διαθέτουν κοιλιακούς πέτρα, make-up-ίστικη χλομάδα και ενίοτε, στραφταλιζέ ραφινάρισμα, δεν νοούνται ως πλάσματα της νύχτας.  Η αλήθεια είναι πως αν δε μοιάζεις με το τελευταίο μοντέλο του Kalvin Klein, δε μπορείς να θεωρείσαι original κακός...
Ευτυχώς υπάρχει ο Rodriguez, o Schumacher (ναι, ούτε εγώ το πίστευα), o Νeil Jordan και μια πλειάδα από σύγχρονους north Korean και Σκανδιναβούς σκηνοθέτες, για να κρατήσουν τον αληθινό μύθο ζωντανό.


Στη προκειμένη περίπτωση ο Rodriguez αποφάσισε να προσδώσει στην ιστορία των vampires, μια τελείως cult διάσταση, μέσα από τον συνδυασμό γυμνού και αίματος, σαγήνης και θανάτου, ομορφιάς και ασχήμιας.
Σίγουρα έχει μείνει αξέχαστη σε όλους η σκηνή, οπού η Salma Hayek λικνίζεται αισθησιακά φορώντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα, στους ρυθμούς του "After Dark" των Tito & Tarantula, παρέα με ένα χαριτωμένο φιδάκι.  Και εκεί που κάποιος θαυμάζει τα...κάλλη της λατίνας σταρ, ο Rodriguez χαμογελάει χαιρέκακα, κλείνει το μάτι και στα αμέσως επόμενα λεπτά, την μετατρέπει στο παραπάνω εξάμβλωμα.  Bye bye στύση.
Η αλήθεια είναι, πως ακριβώς αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στη λάγνα αίσθηση και το μακάβριο χιούμορ, το οποίο εξαργυρώνεται με ένα μάτσο νυχτεριδοπλάσματα που χύνουν πράσινο αίμα και παραπέμπουν στους χειρότερούς σου εφιάλτες, είναι αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία τόσο feel good.  Έτσι κι αλλιώς είπαμε, ο Rodriguez, δύσκολα παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, και εδώ αυτό γίνεται παραπάνω από εμφανές.  Απλά ρίχνει μια ομάδα από ανθρώπους μέσα σε ένα άνδρο αιμοδιψών βρικολάκων και αφήνει το χάος να κυριαρχήσει.
Όσον αφορά τους ήρωες, ο πρωταγωνιστικός ρόλος που κρατάει εδώ ο Clooney, θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στη πλούσια, υποκριτική του γκάμα (ενώ αντιθέτως ο ρόλος του Batman, με τις προσαρμοσμένες ρώγες πάνω στη στολή, θα έπρεπε να μείνει στα άδυτα του μυαλού μας), ως ένας από τους καλύτερους, αφού αποδεικνύει οτι και καθόλου δε κωλώνει, και χαίρεται αυτό που κάνει και στη τελική το κάνει και πολύ καλά.  Το ίδιο ισχύει και για τον Keitel, ο οποίος έπειτα από το απείρου κάλους "Bad Lieutenant" και την συνεργασία του με τον Tarantino στο "Reservoir Dogs", φαίνεται πως και αυτός το διασκεδάζει πολύ, ιδιαίτερα μάλιστα αν σκεφτεί κανείς οτι υποδύεται έναν πάστορα.  Amen.
Φυσικά η πάντα εναλλακτική από τα γεννοφάσκια της, Juliette Lewis, δε θα μπορούσε να λείπει στον ρόλο άριστης τοξοβόλου, ενώ το πέρασμά του κάνει και ο αγαπητός των δυο σκηνοθετών, Danny Trejo, γιατί έτσι μας αρέσει.


Η σκηνοθεσία θα σου θυμίσει για ακόμη μια φορά αυτή του Tarantino.  Τα trunk-shots, η κάμερα μπροστά από το όπλο, τα φαντασμαγορικά εφέ και το ομολογουμένως, εντυπωσιακό μακιγιάζ, αποτελούν τα ατού της ταινίας, η οποία έτσι κι αλλιώς ποντάρει σε αυτά, αλλά και στους 'γοητευτικούς' της πρωταγωνιστές, προκειμένου να κερδίσει το ενδιαφέρον.
Το "From Dusk Till Dawn" είναι ένα cult ταινιάκι, ότι πρέπει για σήμερα.  Γιατί δε σας είπα, μπλε φεγγάρι σήμερα δε θα δείτε.  So, From Dusk Till Dawn, για πραγματικά fun βραδάκι.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι μπορείς να κάνεις έναν επιτυχημένο σταυρό, συνδυάζοντας ένα shotgun και ένα ρόπαλο του baseball, οτι όπως με πληροφόρησαν, στη διάρκεια του χορού της Santanico Pandemonium, ο Clooney είχε τη καλύτερη θέα και οτι παντού υπάρχει ένας βετεράνος του Nam.


TRIVIA
  • Το όνομα της οικογένειας Fuller, έχει δοθεί από σεναριογράφο-σκηνοθέτη, Samiuel Fuller, μια από τις πρώτες επιδράσεις του Tarantino,  όσον αφορά το "pulp" cinema.
  • Η Hayek δεν έκανε κάποια χορογραφία για τη σκηνή της, απλά άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και χόρεψε βάση της μουσικής, όπως ακριβώς της είχε πει ο Rodriguez.  Το ίδιο έγινε αργότερα και με τη Jessica Alba, στην δική της σκηνή, στο Sin City.
  • Για τα βαμπίρ χρησιμοποιήθηκε πράσινο αίμα, προκειμένου η ταινία να περάσει τον έλεγχο καταλληλότητας.
  • Αρχικά η Satanico Pandemonium, είχε την ονομασία, Blonde Death.  O Tarantino όμως αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια λατίνα, οπότε επέλεξε και τη Hayek.  To όνομα το πήρε από μια gory, μεξικάνικη ταινία τρόμου, την οποία ο Tarantino είχε δει στο ράφι του video club του εργαζόταν.
  • Η Hayek έχει στη πραγματικότητα, τεράστιο φόβο απέναντι στα φίδια και αρνιόταν να βρίσκεται κοντά σε αυτά.  Όταν διάβασε το σενάριο, κατάλαβε οτι η φοβία της θα αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο στο να δεχθεί τον ρόλο.  Αργότερα ο Rodriguez κατάφερε και της άλλαξε γνώμη, όταν της είπε οτι η Madonna, καραδοκούσε για να αρπάξει τον ρόλο.  Έτσι η Hayek πέρασε δυο μήνες με θεραπευτές και κατάφερε να ξεπεράσει τη φοβία της.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

What Ever Happened to Baby Jane?: Twisted sister

Hello again!  Σήμερα το menu έχει και πάλι κάτι από τα παλιά και συγκεκριμένα από το μακρινό, το πολύ μακρινό, 1962.  Το "Whatever Happened to Baby Jane?" (θα το λέμε για το υπόλοιπο της κριτικής WHTBJ για συντομία) είναι μια ιδιάζουσα ταινία η οποία περιλαμβάνει δυο από τις μεγαλύτερες κυρίες του κλασικού Hollywood, όταν αυτό βρισκόταν ακόμα στις δόξες του.  Παρά το γεγονός όμως οτι οι δυο τους αποτέλεσαν εξέχουσες φυσιογνωμίες του old time classic, αμερικανικού κινηματογράφου, σε αυτή τη ταινία του-κόντρα στα κατεστημένα- σκηνοθέτη Robert Aldrich, οι Crawford και Davis προκαλούν και προκαλούνται, καθώς επί της ουσίας αναβιώνουν στην μεγάλη οθόνη το άσβηστο μίσος και την αέναη κόντρα που χαρακτήριζε την μεταξύ τους σχέση, στην off screen ζωή.  Εκτός αυτών, μέχρι και σήμερα πολλοί αναρωτιούνται πως τελικά οι δυο τους αποφάσισαν να συνεργαστούν σε μια ταινία, και οχι μόνο αυτό, αλλά να βγάλουν και ένα τόσο δυνατό, creepy και αντισυμβατικό αποτέλεσμα που σπάει κόκαλα.  Ίσως απλά να άφησαν τη φυσική αντιπάθεια που έτρεφε η μια για την άλλη, να τις καθοδηγήσει.  Ακόμα και έτσι όμως το WHTBJ αποτελεί ένα από τα πιο σοκαριστικά δημιουργήματα της χρυσής ακόμα εποχής του Hollywood, με συγκλονιστικές (και υπέροχα τρομακτική από πλευράς Davis) ερμηνείες, και ένα cult status που την ακολουθεί μέχρι και σήμερα.  Here we go...


Η μικρή Baby Jane Hudson ήταν ένα από τα αναρίθμητα παιδάκια με υποτυπώδες ταλέντο, η οποία χάρη στην αθώα, ξανθιά ομορφιά της, τη μελιστάλαχτη φωνούλα που έλεγε τραγουδάκια αφιερωμένα στον μπαμπάκα, και τις χαριτωμένες χορευτικές της φιγούρες, αποτελούσε για το φιλοθεάμον, λαϊκό κοινό ένα παιδί-θαύμα, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα κακομαθημένο παλιόπαιδο, τα καπρίτσια του οποίου φρόντιζε να ικανοποιεί η οικογένεια διαρκώς, μιας που στη τελική ήταν αυτό που έφερνε και τα λεφτά στο σπίτι.  Από την άλλη πλευρά η καστανομάλλα αδερφή της Blanche έπαιζε μόνη της στο άλλο άκρο.  Ήσυχη, ταπεινή και υπάκουη αποτελούσε πάντα την ήρεμη δύναμη που δε προκαλούσε προβλήματα, αλλά αναγκαζόταν να υπομένει στοϊκά όλα τα καπρίτσια της αγγελικής (και ταυτόχρονα disturbing) ομορφιάς, αδελφής της.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς πέθαναν και οι ρόλοι αντιστράφηκαν.  Πάνω στο άνθος της νιότης τους, η Blanche (Joan Crawford), πανέμορφη και εκτυφλωτική, ήταν αυτή που έκανε την μια επιτυχία μετά την άλλη στον αδηφάγο, κατά τα άλλα, χώρο του θεάματος, αφήνοντας την αδελφή της Baby Jane (Bette Davis) να φάει την ταλαντούχα σκόνη της, και να περιοριστεί σε μέτριες ταινίες, χωρίς κανένα ηθοποιϊκό ταλέντο.
Και ενώ τα χρόνια εξακολουθούσαν να περνούν και ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους μεγάλωνε, ένα τραγικό ατύχημα θα καθηλώσει για πάντα την Blanche σε μια αναπηρική καρέκλα, καθιστώντας την παράλληλα έρμαιο στα χέρια της ζηλιάρας και μπέκρας πια, αδελφής της.  Οι δυο τους φτάνοντας στην τρίτη ηλικία, θα καταλήξουν να μένουν μαζί σε μια Χολιγουντιανή έπαυλη-φυλακή η οποία παραπαίει (ακριβώς όπως και η Jane).  Εκεί μέσα ένα δράμα παίζεται μέρα με τη μέρα καθώς η εθισμένη στο αλκοόλ Jane αρχίζει σταδιακά να χάνει τον έλεγχο και να ξεσπάει λεκτικά και σωματικά πάνω στην ανάπηρη αδελφή της.  H Blanche μην έχοντας άλλη επιλογή, υπομένει και αυτά τα 'χτυπήματα'.  Για πόσο όμως;


Ο Αμερικανός Robert Aldrich έχει μείνει στην κινηματογραφική ιστορία ως ένας από τους σκηνοθέτες που δεν τυφλώθηκε ποτέ από τα λαμπερά φώτα του Hollywood, και έμεινε μέχρι και την τελευταία στιγμή πιστός στο προσωπικό του cinema.
Μπαίνοντας αρκετά δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου το 1941 ως βοηθός παραγωγής της εταιρίας RKO, o Aldrich κατάφερε σύντομα να ανελιχθεί και να αποτελέσει ένα από τα πιο περιζήτητα ονόματα, με την ειδικότητα πια, του βοηθού σκηνοθέτη.
Το 1953 πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τη ταινία "Big Leaguer", ενώ από τότε μέχρι και το τέλος της ζωή του το 1983, θα σκηνοθετήσει περισσότερες από 30 ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες θα φέρουν πάντα την αισθητική του υπογραφή.
Κινούμενος με μαεστρία ανάμεσα σε διαφορετικά φιλμικά είδη, ο Aldrich εμπλούτισε τη φιλμογραφία του, αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο με ταινίες οι οποίες έγραψαν ιστορία, για τους δικούς της λόγους η καθεμιά. Το "Kiss Me Deadly" (1955) αποτέλεσε υπόδειγμα noir ταινίας, με σκοτεινούς χαρακτήρες και μοιραία υπόθεση, το "WHTBJ" έγινε από τη πρώτη στιγμή το cult διαμάντι του Hollywood με την camp αισθητική, ενώ το πολεμικό/περιπετειώδες "The Dirty Dozen" (1967) έσπασε ταμεία και έκανε τους φανατικούς υποστηρικτές του έργου του, να υποκληθούν μπροστά στην εντυπωσιακή της σκηνοθεσία.  Παρά το γεγονός όμως οτι ο ίδιος κατάφερε να δημιουργήσει τείνει τρόπο σχολή μέσα από τα έργα του (και κυρίως ένα ρεύμα που χαρακτηρίστηκε ως hagsploitation, και θα το δούμε λίγο παρακάτω), να γίνει περιζήτητος στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και να αποτελέσει αδιαμφισβήτητο auteur για τα δυο μεγαλύτερα σινεματικά περιοδικά, τα Cahiers du Cinema και Positif, εντούτοις η αναγνώρισή του στη χώρα του ήρθε μάλλον ετεροχρονισμένα και κυρίως μετά τον θάνατό του.  Δε πειράζει όμως, και έτσι εμείς έχουμε την τύχη να παρακολουθούμε μέχρι και σήμερα, μερικές από τις πιο κακόβουλα υστερικές και σχιζοφρενικά ταραγμένες περσόνες του παγκόσμιου κινηματογράφου.  Το "WHTBJ" αποτέλεσε σίγουρα τον 'κακεντρεχή' κολοφώνα της καριέρας του.


Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ υπάρχει ένα εκτενές αφιέρωμα που περιστρέφεται τόσο γύρω από την ταινία καθεαυτή, όσο και γύρω από την αιώνια κόντρα των δυο πρωταγωνιστριών της και με αφορμή αυτό, παραθέτω και εγώ μερικά από τα στοιχεία που βρήκα άκρως ενδιαφέροντα.
Τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό οι δυο πάλαι ποτέ ντίβες της χρυσής εποχής τους Hollywood, θα έφταναν στα άκρα προκειμένου να καταφέρει να επιβληθεί η μια στην άλλη και να κερδίσει μερικούς extra πόντους στο star system της εποχής.
Όσο σαγηνευτική, σεξουαλική και totally...bitch υπήρξε η Crawford (η οποία κέρδισε το μοναδικό Oscar στη καριέρα της για την ταινία "Mildred Pierce" το 1945), άλλο τόσο ταλαντούχα, με πιο αμφιλεγόμενη ομορφιά και totally bitch επίσης, υπήρξε και η Davis η οποία κατάφερε να σκοράρει δυο Oscar (ένα για τη ταινία "Dangerous" το 1935 και ένα για το "Jezebel" τρία χρόνια μετά), κάνοντας την μελαχρινή αντίζηλο να φάει τα λύσσακά της.
Η ζωή τους γεμάτη από χολιγουντιανή γκλαμουριά, ξεκατινιάσματα, αλλά και απαράμιλλο ταλέντο δεν μπορούσε φυσικά να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, παρόλα αυτά όταν άρχισε να καταφτάνει στην Αμερική το νέο, φρέσκο αίμα τα πράγματα άλλαξαν δραστικά.  Οι δυο μεγάλες κυρίες βρέθηκαν στο περιθώριο, γηραιές και μόνες, και το κοινό φάνηκε αρχικά να μη δίνει τη παραμικρή δεκάρα ακόμα και για μια τόσο απροκάλυπτα αναγκαία επιστροφή, μέσω της κοινής τους συνεργασίας στο "WHTBJ".
Παρά το γεγονός πως δεν ήθελαν ποτέ να συνεργαστούν (ήταν χαρακτηριστική η απάντηση της Davis σε ερώτηση δημοσιογράφου για το εάν θα συνεργαζόταν ποτέ με την Crawford: "μόνο όταν παγώσει η Κόλαση"), εντούτοις η αφάνεια και η λήθη αποτελούν επικίνδυνα, καριερίστικα σαράκια, και έτσι στην πρόταση του Aldrich για επικείμενη κοινή εμφάνιση, οι δυο τους δεν έφεραν αντίρρηση.  Τι κι αν ο Jack Warner (της Warner Bros) είχε δώσει τη δική του, 'φιλική' συμβουλή στον Auldrich: "Δε θα έδινα ούτε μια δεκάρα γι'αυτές τις ξεπλυμένες γριές, σκύλες".  Τι κι αν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι κατά λάθος κλωτσιές της Davis στο κεφάλι της Crawford δημιούργησαν έναν wannabe θρύλο γύρω από τη ταινία;  Όπως ακριβώς δηλαδή και τα βαρίδια που λέγεται οτι έβαλε η Crawford στο παλτό της Davis προκειμένου να την πονέσει η μέση, όταν εκείνη σε μια σκηνή, σέρνει την ανάπηρη αδελφή της;  Όπως και να έχει και οτι κι αν συνέβαινε μεταξύ τους, ένα πράγμα είναι σίγουρο: το "WHTBJ" ήταν, είναι και θα είναι μια βαθιά disturbing ταινία, η οποία βρίσκεται τόσο κοντά στην πραγματική αλήθεια των δυο ηρωίδων της, όσο καμία άλλη.


Ακροβατώντας επικίνδυνα ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ και το exploitation 'εμπόρευμα' (ο όρος hagslpoitation ήρθε και αγκάλιασε κάθε ταινία η οποία περιελάμβανε ηλικιωμένες, ξεπεσμένες ηρωίδες, οι οποίες ως επί το πλείστον αρέσκονταν να βασανίζουν, συζύγους, κόρες, γιούς, ερωμένες, αδελφές και να βυθίζονται σταδιακά σε μια απολαυστική για εμάς, παράνοια) το "WHTBJ" είναι ένα πανηγύρι γκραν-γκινιόλ αισθητικής, μαύρων, κωμικών στιγμών, έντονου αυτοσαρκασμού (οι σκηνές στις οποίες η Bette Davis επιδεικνύει την αλκοολική της μπάκα, είναι απλά υπέροχες), αναμφίβολα camp διάστασης και εκδικητικής μανίας, το οποίο έχει τόσα πολλά-και ένοχα απολαυστικά-στοιχεία που το παρακολουθείς αποσβολωμένος, δεδομένου της μεγάλης, κλασικής επιτυχίας που είχαν κάποτε οι ηρωίδες του.
Οι προσωποποιημένες έννοιες του καλού και του κακού, ενυπάρχουν μέσα στην ταινία σε ξεκάθαρες ποσότητες.  Η Davis αναλαμβάνει τον ρόλο της κακιασμένης αδελφής, με το υπερβολικό μακιγιάζ και την εξτραβαγκαντ αμφίεση, που παραπέμπουν σε τσατσά ξεπεσμένου μπουρδέλου, και αποτελώντας χαρακτηριστικό δείγμα μιας διαταραγμένης προσωπικότητας η οποία δεν ξεπέρασε ποτέ την επιτυχία που είχε ως παιδί-θαύμα (τότε που τα χαριτωμένα, φρου-φρου φουστανάκια ήταν τουλάχιστον όμορφα και το μακιγιάζ φρέσκο πάνω στα ροδαλά, κοριτσίστικα μαγουλάκια).  Από την άλλη η Crawford αποτελεί την πεμπτουσία της καλοκαρδοσύνης και της μεγαλοψυχίας.  Συνδυάζοντας όλα  τα κλισέ ενός χαρακτήρα πάνω της (καλή κοπέλα, που αγαπάει το τέρας/αδελφή της, ακόμα και αν εκείνη ήταν ο λόγος που έμεινε παράλυτη) βρίσκεται στο άλλο άκρο, με συμπεριφορές μελιστάλακτες, πικρό χαμόγελο και άπειρη κατανόηση για την 'φτωχή, άρρωστη αδελφή της'.
O Aldrich μεταφέρει ιδανικά στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο διήγημα του Henry Ferrell, ενός συγγραφέα περισσότερο γνωστού για τα grand guignol έργα του, αποδίδοντας την αρρωστημένη ατμόσφαιρα μια εξίσου αρρωστημένης σχέσης εξάρτησης, με τρόπο διακριτικά horror και απόλυτα ζοφερό.  Αν μάλιστα κάποιος κοιτάξει πιο προσεκτικά, ίσως δει και μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να χλευάσει τελικά τα δημιουργήματα του λαμπερού κόσμου της δόξας, ο οποίος την μια στιγμή σε έχει Θεό και την άλλη σε πετάει στο καλάθι τον αχρήστων σαν ξεζουμισμένη λεμονόκουπα.  Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός, οτι οι δυο πρωταγωνίστριες υποδύονται στη ταινία τους πραγματικούς τους εαυτούς;  Δυο ξεχασμένες δηλαδή ντίβες του παλιού, καλού καιρού;


Η σκηνοθεσία περιορίζεται ως επί το πλείστον στο εσωτερικό της τεράστιας έπαυλης, μέσα στην οποία παίζεται και όλο το δραματικό παιχνίδι.  Η μοναδική φορά που οι δυο αδελφές βγαίνουν έξω μαζί, θα σηματοδοτήσει και την τελική αναμέτρηση/λύτρωση με μια εξαίσια σκηνή στην παραλία.
Με επίκεντρο την επικίνδυνα παραπαίουσα συμπεριφορά της Baby Jane (δικαιολογημένα η Davis ήταν υποψήφια για ένα ακόμη Oscar) και την Crawford να περιορίζεται στον ρόλο του παθητικού δέκτη όλης αυτής της ανυπέρβλητης κακίας (πολύ καλή, αν και φαντάζομαι πως δε την δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξει το δικό της υποκριτικό ταλέντο), οι δυο τους δημιουργούν μια εξαίσια, διαβολική χημεία που αποδίδει τα μέγιστα και καθιστά τη ταινία αυτό που είναι: ένα creepy ανοσιούργημα, και ένα σχόλιο πάνω στον σαρκοφαγικό κόσμο του θεάματος.  Αν δε την έχετε δει, δώστε της μια ευκαιρία, με αφορμή και την επανακυκλοφορία της στις 26 Αυγούστου.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι αρουραίοι έχουν κι άλλη χρησιμότητα, οτι η δικές μας hagsploitation ταινίες σίγουρα θα περιελάμβαναν την Τασσώ Καββαδία και οτι τραγούδι "Ι've written a letter to Daddy" το οποίο τραγουδά η Davis, είναι σίγουρα από τις πιο ενοχλητικές στιγμές της ταινίας.



TRIVIA
  • Η περίεργη, έφηβη που ζει δίπλα από τις αδελφές Hudson, είναι στην πραγματικότητα η κόρη της Bette Davis.
  • Κατά τη διάρκεια της παραγωγής η Davis ζήτησε να τοποθετηθεί στο set ένα μηχάνημα της Coca-Cola προκειμένου να τσατίσει την Crawford η οποία ήταν η χήρα του Προέδρου της Pepsi.
  • Στο βιβλίο της "This N' That" η Davis αναφέρει οτι αρχική σκέψη ήταν να γυριστεί η ταινία έγχρωμη.  Τελικά επειδή η ίδια αρνήθηκε δεν έγινε.  Σύμφωνα με την ίδια το χρώμα θα έκανε απλά μια θλιβερή ιστορία, να φαντάζει όμορφη.
(ΠΗΓΗ IMDB)