Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σινεφιλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σινεφιλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Ovsyanki (a.k.a Silent Souls): Water and remembrance

Γεια σας και πάλι!  Σήμερα, και εν αναμονή του "The Master" που θα βγει αύριο και που σαφέστατα θα πούμε δυο κουβέντες γι' αυτό, το menu σήμερα έχει μια καθαρά σινεφιλική ταινία, η οποία σίγουρα είναι για τους fans αυτού του είδους, και μόνο γι' αυτούς.  Συνεπώς αν έχετε όρεξη για λίγο πιο ιδιαίτερες καταστάσεις, αναζητήστε το "Silent Souls" (μια ταινία για εμένα που αποτέλεσε μια σημαντική στιγμή, καθώς ήταν το πρώτο μου ραντεβού.  Ρώσικη ταινία και μετά σουβλάκι, πιο συγκεκριμένα, οπότε καταλαβαίνετε... :P), και σίγουρα δε θα χάσετε.  Για κάτι πιο περιπετειώδες, θα επιστρέψουμε και την Παρασκευή, με μια ταινία εκ ασιατικού κινηματογράφου (φυσικά).  Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.  "Silent Souls"...


Στη σημερινή Ρωσία, δυο άνδρες αποφασίζουν να ξεκινήσουν ένα ταξίδι μέχρι τον παραπόταμο Oka (ο οποίος εκβάλει στον Βόλγα), προκειμένου να κάψουν το άψυχο κορμί της συζύγου, ενός εκ των δυο, βάση ενός παλιού τελετουργικού.  Τόσο ο εργένης φίλος, όσο και ο σύζυγος, ανήκουν σε μια ρώσικη φυλή γνωστή ως Merya, χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η δυνατότητα αιμομιξίας, ανάμεσα στα μέλη της, προκειμένου η φυλή να παραμείνει ζωντανή και ενεργή, στον σύγχρονο κόσμο.  Σε μια όμως εποχή παγκοσμιοποίησης, όπου η μονάδα θυσιάζεται στον βωμό του πλουραλισμού, πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να κρατήσουν ζωντανή την προσωπική τους ταυτότητα, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους;  Όσο τους επιτρέπεται, γιατί στην τελική το "Silent Souls" είναι μια ταινία για τη διατήρηση της εθνικιστικής ταυτότητας και της ανάγκης ξεχωριστής ύπαρξης, στα πλαίσια ενός διαρκώς απορροφόμενου ατομικισμού, έτσι δηλαδή όπως αυτό εκβιάζεται, από την πλευρά της "παγκόσμιας κοινωνίας".


Το "Silent Souls" αποτελεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, Aleksei Fedorchenko, και όπως δείχνουν τα πράγματα, μάλλον αποτελεί και την καλύτερή του μέχρι τώρα.
Εκτός από τις σαφέστατες παραπομπές σε άλλους, μεγάλους δημιουργούς όπως θα δούμε και παρακάτω, η αξία της συγκεκριμένης ταινίας, φαίνεται να εντοπίζεται ακριβώς στην εσωτερική αναζήτηση του "ποιος είμαι", "που πάω", "για τι προορίζομαι" και τελικά "από που κατάγομαι".
Η ανάγκη του ανθρώπου να έρχεται πάντα σε επαφή με το καταγωγικό του παρελθόν και την ιστορία του, διαφαίνεται ξεκάθαρα στη ταινία του Fedorchenko, η οποία λειτουργεί παράλληλα και ως μια αλληγορία πάνω στον ίδιο τον θάνατο.  Εξάλλου αν το σκεφτεί κανείς, και ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη η οποία μελετάει τις συνθήκες, τις συνέπειες και τον δρόμο που οδηγεί στον θάνατο.  Πάντα.  Είτε αυτός εκφράζεται ως ερωτικός θάνατος, είτε ως διανοητικός θάνατος, είτε ως καθαρά φυσικός, αυτή είναι η μια και μοναδική έννοια που δένει άρρηκτα τις ταινίες μεταξύ τους: η οριστική απώλεια, σε όποια διάσταση κι αν εκφραστεί.
Οι δυο πρωταγωνιστές μας εν προκειμένω, βιώνουν με τρόπους διαφορετικούς την απώλεια.  Από τη μια πλευρά, μιλάμε για την κυριολεκτική απώλεια μια ζωής, αυτή της πληθωρικής συζύγου ενός εκ των πρωταγωνιστών, ενώ από την άλλη γίνεται λόγος και για την απώλεια της παράδοσης αυτών των ατόμων (γνωστών και ως Finns, από τους οποίους στη συνέχεια προήλθαν οι Mari, όπως οι ήρωές μας).  Ο εργένης μάλιστα (όταν αναφερόμαστε σε αυτούς εδώ στην κριτική, θα τους ξεχωρίζουμε ως εργένης και σύζυγος, μιας που τα ονόματά τους, ελάχιστη σημασία έχουν), είναι αυτός ο οποίος από την αρχή της ταινίας, ξεκινάει την εξιστόρηση του, γυρνώντας χρονικά στο παρελθόν, και διηγούμενος την ιστορία αυτού του γηγενή πληθυσμού στην περιοχή.  Από την αρχή κιόλας γίνεται εμφανές οτι το "Silent Souls" είναι μια ελεγεία πάνω στην χαμένη ταυτότητα, τον χαμένο χρόνο (α λα Προυστ κατάσταση) και τον ιδέα του θανάτου.


Κάτι το οποίο γίνεται προοδευτικά κατανοητό, είναι οτι ο εργένης, σαν άλλος Kevin Spacey στο "American Beauty", είναι ουσιαστικά ένας νεκρός, ο οποίος μας εξιστορεί την εμπειρία του ταξιδιού και οτι αυτό συνεπάγεται.  Η διαφορά του όμως με τον ήρωα που υποδύθηκε ο Spacey, είναι οτι ενώ στη ταινία του Mendes, ο χαρακτήρας έχει τη γνώση του θανάτου του, εδώ ο πρωταγωνιστής δε το αντιλαμβάνεται, επειδή το έχει ξεχάσει (θάνατος=λήθη).  Ξεκινώντας λοιπόν έτσι και καταλήγοντας στο τέλος της ταινίας, είναι σαν να γινόμαστε μάρτυρες ενός τέλειου κύκλου (μιας που στο τέλος έρχεται τελικά η συνειδητοποίηση της "φαντασματοσύνης" του).  Συνεπώς, γινόμαστε μάρτυρες της ίδιας της ζωής.
Εκτός από αυτό, όπως είπαμε παραπάνω, και η ένταξη των φυλετικών στοιχείων, βοηθάει στην πλάση του μύθου, αυτού δηλαδή, με την καθαρή έννοια της μεταφορικής του σημασίας.  Παράλληλα μέσω του σκηνοθετικού ξετυλίγματος, είναι σαν να επιστρέφουμε στις πρότερες πηγές του cinema, καθώς οτι εξιστορείται, το βλέπουμε και επί της οθόνης.  Για παράδειγμα ο εργένης κάνει μια σύντομη αναφορά, στην περιποίηση της νύφης, λίγο πριν την τελετή.  Αφού τελειώνει την αφήγησή του, περνάμε σε πλάνο στο οποίο βλέπουμε αυτό που μόλις μας έχει πει, υπό τους παραδοσιακούς ήχους που παραπέμπουν στην εθιμή ζωή των ανθρώπων της φυλής του.
Αν θέλει κανείς, μπορεί να αναζητήσει μια πληθώρα στοιχείων, τα οποία δίνουν εντελώς διαφορετικό νόημα σε μια ταινία που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αρκεί να κοιτάξει λίγο πιο βαθιά στην ιστορία, τις παραπομπές και τις σκηνοθετικές εμπνεύσεις που κρύβει μέσα της.  Και όταν λέμε εμπνεύσεις, γιατί οχι και από άλλους σκηνοθέτες;


Με το ξεκίνημα του film, δίνεται το στίγμα μιας Bela Tarr σκηνοθετικής ματιάς, μέσα από ένα δασώδες, λασπωμένο τοπίο, χωρίς ήλιο και χωρίς τη παραμικρή αίσθηση ζεστασιάς.  Άνθρωποι ξύλινοι, με βλέμματα που δεν συναντώνται, χαμηλωμένο το κεφάλι και μια κατάσταση πλανώμενης μιζέριας και αναπόφευκτης μοίρας, που είναι δύσκολο να μη την αντιληφθεί κάποιος.  Παράλληλα οι χρωματισμοί του τοπίου (όπως και το ίδιο το τοπίο που παραπέμπει σε μυσταγωγικές καταστάσεις), τα μεγαλύτερης διάρκειας πλάνα, η γεμάτη νόημα πρόζα και η ερμηνευτική απλότητα/κενότητα των πρωταγωνιστών, καθώς και η έντονη παρουσία του υγρού στοιχείου δημιουργούν ένα ξεκάθαρα ταρκοφσκικό περιβάλλον, το οποίο γίνεται κάτι παραπάνω από αντιληπτό, στην α λα "Stalker" σκηνή με την ανάμνηση του εργένη και τον εαυτό του ως παιδί πάνω στη βάρκα.  Ενδεικτική του πολλαπλού νοήματος της συγκεκριμένης ταινίας, είναι φυσικά και αυτή η σκηνή με τη βάρκα, η οποία παραπέμπει ξεκάθαρα στην ελληνική μυθολογία, και το πέρασμα των νεκρών στον άλλο κόσμο, μέσω του ποταμού Αχέροντα, στην άλλη άκρη του οποίου βρίσκονταν οι Πύλες του Άδη.
Δανειζόμενος παράλληλα, λαογραφικά και εθιμικά ήθη (και γιατί οχι και κινηματογράφηση, αν και με σαφέστατα πιο λιτές και λιγότερο πολύχρωμες πινελιές), από τον κατατρεγμένο σοβιετικό σκηνοθέτη, Sergei Parajanov, ο Fedorchenko δημιουργεί έναν ηρωικό μικρόκοσμο, μέσα στην ήδη υπαρκτή καθημερινότητα της ψυχρής Ρωσίας, ο οποίος αποτελεί το εισιτήριο προς την ύστατη γνώση και την επιστροφή στις ρίζες.
Τέλος, μπορεί κανείς να εντοπίσει και ψήγματα ομοιότητας με το έργο του Almodovar, ιδιαίτερα στη σκηνή καλλωπισμού του νεκρού σώματος (βλ. παραπάνω), η οποία ομοιάζει έντονα με εκείνη στη ταινία του Ισπανού σκηνοθέτη, "Μίλα Της".  Βέβαια, η σύγκριση μπορεί να γίνει και με τρόπο αντιθετικό, καθώς αυτό που στις ταινίες του Almodovar ορίζεται ως ο "μου" κόσμος των νευρωτικών του ηρωίδων (ο σύζυγός μου, ο εραστής μου, η γυναίκα μου κ.λ.π), εδώ δεν υφίσταται, από τη στιγμή που τη θέση του παίρνει, το θέμα της αιμομιξίας.  Δεν υπάρχει πλέον "μου", μόνο "μας.


Στο "Silent Souls" το μελό δεν έχει καμία θέση.  Όπως ακριβώς έρχεται και κολλάει στις ταινίες του Almodovar, ο οποίος το ωθεί πέρα από τα όρια του, τόσο ξένο φαντάζει στη ταινία του Fedorchenko.  Η προετοιμασία της νεκρής, ακόμα και το κάψιμό της, είναι απογυμνωμένα από οποιαδήποτε μελοδραματική διάσταση, καθιστώντας τις αντιδράσεις μηχανικές και άνευ ρεαλιστικότητας (χαρακτήρες Tarkovsky).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χρήση του χρόνου, με το μυθολογικό παρελθόν που εξιστορείται σε χρόνο αόριστο, και τον χρόνο της τωρινής ιστορίας, ο οποίος είναι ενεστωτικός.  Αυτή η διάκριση δεν είναι φυσικά τυχαία, αλλά παρεμβάλλεται μέσα στο ταξίδι, προκειμένου να τονιστεί ακόμα περισσότερο η ουσία της αναζήτησης της ταυτότητας.
Τέλος, αξίζει να σας πω οτι, παρά το γεγονός οτι ο Tarkovsky απεχθανόταν τα σύμβολα και τους παντός είδους συμβολισμούς, εδώ ο Fedorchenko χρησιμοποιεί από το πρώτο του πλάνο, ένα σύμβολο, το οποίο θα παίξει βασικό ρόλο και θα αποτελέσει παράλληλα τη λύση του μύθου.  Πρόκειται για τα δυο πουλιά, τα οποία αντιπροσωπεύουν τους δυο μας πρωταγωνιστές, και ταυτίζονται μαζί τους.  Ή μάλλον, συμβολίζουν καλύτερα τις ψυχές τους, παραπέμποντας από μόνα τους, στην ακολουθούμενη ιδέα του αναπόφευκτου θανάτου.
Το "Silent Souls" είναι μια ταινία με μπόλικο ζουμί, για όσους δηλαδή θέλουν να τη ξεζουμίσουν.  Αν σας αρέσει αυτός ο κινηματογράφος, δείτε την και να είστε σίγουροι οτι θα τη βιώσετε για τα καλά στο πετσί σας.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι είναι ιδανική για πρώτο ραντεβού, καθώς μεσα στην αίθουσα είσαι εσύ, το μελλοντικό αμόρε, και άντε και ένα άτομο ακόμη, οτι ο καλλωπισμός του τριχωτού, δεν είχε ποτέ πιο πασιφανή σημασία και οτι ο εργένης, μου θυμίζει έναν αντιπαθητικό, χολιγουντιανό ηθοποιό, αλλά δε θυμάμαι ποιον.

No trivia

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Holy Motors: Dedicated to Cinema itself

NEW ARRIVAL

Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους!  Όπως σας είχε πει και από την Παρασκευή, σήμερα Δευτέρα θα ξεκινήσουμε με την πιο πολυσυτηζημένη ταινία της περασμένης εβδομάδας, και όπως δείχνουν τα πράγματα, της πιο πολυσυζητημένης γενικώς, για πολύ καιρό.  Είδα και εγώ λοιπόν το "Holy Motors" και η αλήθεια είναι πως δεν ανήκω στην κατηγορία ούτε εκείνων που το εκθιάζουν, ούτε και εκείνων που το μισούν (αν και η αλήθεια είναι πως τέτοιες ταινίες είτε τις αγαπάς, είτε τις σιχαίνεσαι από τη πρώτη στιγμή).  Προσωπικά, βρίσκομαι κάπου στη μέση.  Αν ενδιαφέρεστε να μάθετε, δείτε που ακριβώς, παρακάτω.


O κ. Oscar (Denis Lavant), περιφέρεται μέσα στη πόλη του Παρισιού, από το πρωί, μέχρι το επόμενο ξημέρωμα, καθισμένος μέσα στην τεράστια, λευκή λιμουζίνα που οδηγεί η γοητευτική, ηλικιωμένη του σοφέρ, Celine (Edith Scob).  Ο κ. Oscar είναι "επαγγελματίας ηθοποιός" (γεγονός που ο ίδιος ο σκηνοθέτης, Leos Carax, μοιάζει να έχει ανάγει σε πρωταρχική φύση του πρωταγωνιστή του), καθώς μέσα στην μέρα "υποδύεται" έναν σωρό διαφορετικούς ρόλους, όλοι, larger than life.  Υποδυόμενος πότε μια φτωχή ζητιάνα, πότε έναν ετοιμοθάνατο γέρο, πότε έναν εξαμβλωματικό καλικάτζαρο των υπονόμων που κλέβει με θρασύτητα ένα όμορφο μοντέλο (βλ. Eva Mendes), από τη φωτογράφισή του σε ένα...νεκροταφείο και πότε έναν ταπεινό οικογενειάρχη, η ζωή του μυστήριου κ. Oscar είναι από μόνη της ένα μεγάλο, κινηματογραφικό κομμάτι: η υποκριτική και η ματιά του ηθοποιού.  Και ενώ μέσα σε αυτό το ρολικό συνονθύλευμα ο θεατής μπορεί να αναζητήσει τον λόγο όλου αυτού του υπαρξιακού ταξιδιού, αλλά και εκείνους που κρύβονται πίσω από την ανάθεση αυτής της "δουλειάς" στον Oscar (είναι οι ίδιοι άραγε που κρύβονται και πίσω από τις κάμερες μιας ταινίας;), έρχεται το τέλος για να επιβεβαιώσει τον τίτλο της ταινίας, αλλά και την δική σου, σταδιακή συνειδητοποίηση σχετικά με το τι θέλει να πει ο ποιητής.  Είναι κάτι το απλό, και ταυτόχρονα προκλητικά περίπλοκο.  O Leos Carax μας κλείνει συνωμοτικά το μάτι, κάνοντας μια καθαρά αυτοαναφορική ταινία.  Μια ταινία για τη/τις ταινία/ες.  Μια ταινία για την απτή ουσία του ίδιου του κινηματογράφου.


Δεκατρία χρόνια μετά την τελευταία του κινηματογραφική δουλειά, το "Pola X", ο Γάλλος σκηνοθέτης επιστρέφει με μια καθαρά σουρεαλιστική ματιά, πάνω στην 7η Τέχνη, με την οποία-όπως όλα δείχνουν-τόσο πολύ παθιάζεται.
Για να είμαι και εντελώς ειλικρινής, αγνοούσα την ύπαρξη του Carax, μέχρι και λίγο πριν από το τεράστιο μπαμ που μοιάζει να προκάλεσε το "Holy Motros" στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, εκεί οπού ξεκίνησε να έχει σφοδρούς υποστηρικτές, αλλά και πολέμιους.  Έτσι λοιπόν και για να είμαι όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενική απέναντι στα πράγματα, μπορώ από την αρχή να κρατήσω στο πίσω κουτάκι του μυαλό μου έναν ενδοιασμό, απέναντι σε όλο αυτό που είδα, επειδή ακριβώς δε γνωρίζω τίποτα ούτε για το παρελθόν, ούτε για την κινηματογραφική διάθεση του Carax, πέρα από το γεγονός οτι είχε υπάρξει και ο ίδιος, κριτικός κινηματογράφου.  Συνεπώς θα παραθέσω απλώς τη δική μου γνώμη, αναφορικά με όλα εκείνα που με συνάρπασαν, αλλά και με το ένα "κομμάτι" που απουσίαζε από τη ταινία, και που θαρρώ οτι η απουσία του ήταν κάτι παραπάνω από αισθητή.


Η ταινία ξεκινάει με τον ίδιο τον σκηνοθέτη (κρατήστε οτι το μεσαίο του όνομα είναι Oscar στη πραγματικότητα), ο οποίος ξυπνάει στο κρεβάτι του, σηκώνεται αργά αργά και με ένα...μεταλλικό δάχτυλο-κλειδί, ανοίγει μια φαντασιακή-υποσυνειδησιακή πόρτα, που οδηγεί σε μια αίθουσα.  Εκεί ένας αριθμός θεατών φαίνεται να παρακολουθεί μια βωβή ταινία, την αρχή δηλαδή του κινηματογράφου (ακόμα και αν ο φορετός ήχος φέρνει απλός την θέαση σε μια πιο σύγχρονη εποχή, ενταγμένη όμως και πάλι στο φαντασιακό κομμάτι του δημιουργού).
Αν θέλουμε να το πάμε τελείως σημειολογικά, αυτά τα πρώτα πέντε λεπτά της ταινίας, έχουν από μόνα τους τόσο ζουμί, ώστε θα μπορούσαμε να μιλάμε και να γράφουμε για αρκετές ώρες.  Το δάχτυλο του σκηνοθέτη αποτελεί το κλειδί που ανοίγει τη πόρτα.  Γιατί;  Γιατί ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος έχει στη κατοχή του το μέσον, που βοηθάει την ιδέα να γίνει περιεχόμενο, και αυτό με τη σειρά του σενάριο και να περάσει στο χαρτί όπου θα μετατραπεί, σε μια παλλόμενη ιστορία που θέλει να διηγηθεί την ιστορία της 7ης Τέχνης.  Από την άλλη, οι θεατές παρακολουθούν τη βωβή ταινία (αποσπάσματα εκ των οποίων βλέπουμε κάποιες φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας, μια ξεκάθαρη νύξη του σκηνοθέτη οτι δε πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε την σιωπηλή προέλευση του κινηματογράφου και μια διαρκής υπενθύμιση οτι ο κινηματογράφος είναι αυτό ακριβώς: μια πεπερασμένη αλληλουχία καρέ, τα οποία τη στιγμή που δημιουργούνται, παύουν ταυτόχρονα να υπάρχουν.  Μια Τέχνη θανάτου), με μάτια σφαλιστά, ακριβώς γιατί αυτό που θα δούμε δεν έχει να κάνει με την αντίληψη που έχουμε για τη ταινία μέσω των ματιών μας, αλλά γι' αυτή που σε πρώτη φάση η λογική και η γνώση, μας αφήνουν να έχουμε και έπειτα, το όποιο συναίσθημα.
Το "Holy Motors" δεν είναι μια ταινία για τον μέσο θεατή, όσο κι αν ξενίζει αυτό.  Υπάρχουν στοιχεία που την καθιστούν διαχρονική και μαγική στην αντίληψη κάποιου που "διαβάζει" cinema, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και ένα σωρό πράγματα τα οποία όταν δεν χωρούν μετάφρασης από κάποιον που δεν αρέσκεται σε αυτού του είδους τον κινηματογράφο (το cinema για το cinema, δηλαδή), μπαίνουν πίσω από ένα κόκκινο Χ, και κατηγοριοποιούνται ως "μαλακίες".  Δικό μας παράδειγμα ο καθαρά καυστικός "Κυνόδοντας" του Λάνθιμου.  Κατηγορήθηκε ως μπούρδα από όσους δε κατανοούν το κάτι περισσότερο (επειδή στη τελική δε θέλουν να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο πιο σοβαρά, δεκτό).  Δε μπορείς όμως να ακυρώνεις κάτι χωρίς επιχειρήματα, έτσι απλά επειδή το θες, γιατί γεγονός είναι οτι εδώ στην Ελλάδα λειτουργούμε κατά κόρον με αυτόν τον τρόπο.  Αρκεί να δει κανείς το "Fester" του Vinterberg, για να καταλάβει οτι ο Λάνθιμος, έχει τους λόγους του που δομεί τη ταινία του έτσι.  Ας βγάλουμε λοιπόν για λίγο τις παρωπίδες, και ας ανοίξουμε το μυαλό μας απέναντι σε κάτι διαφορετικό.  Σε κάτι που έχει πράγματα να μας πει.  Αν βέβαια θέλουμε να τα ακούσουμε.


Η ταινία του Carax αποτελεί ένα δημιούργημα σουρεαλιστικής φαντασίας, με μια όμως καθαρά αφηγηματική παρουσία, γεγονός που από μόνο του αποτελεί μια ιδιαίτερη μνεία, απέναντι στο cinema.  Ταυτόχρονα, η άλλοτε διακριτική, και άλλοτε εξτραβαγκανζέ παρουσία ετερόκλητων στοιχείων, που παραπέμπουν με τη σειρά τους, σε εξίσου διαφορετικά, κινηματογραφικά είδη, είναι επίσης μια θέση που φαίνεται να υποστηρίζει ο σκηνοθέτης, αλλά και να υποστηρίζεται από το υλικό του.  Με αναφορές σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου, του μιούζικαλ, του ρομάντζου, των crime ταινιών, των φαντασιακών-παραμυθιών (το κομμάτι με την Mendes μοιάζει σαν μια άλλη εκδοχή της Πεντάμορφης και του Τέρατος), της επιστημονικής φαντασίας (στην animation σκηνή δυο φολιδωτών τεράτων που ερωτοτροπούν, η ομοιότητα με τη σκηνή του σεξ ανάμεσα στους εξωγήινους της ταινίας "Species", είναι τεράστια), αλλά και των cult, ταινιών τρόμου της δεκαετίας του '60 (σε μια σκηνή η Edith Scob φοράει στο πρόσωπό της μια μάσκα, η οποία παραπέμπει ξεκάθαρα στη μάσκα που φορούσε στο τρομερό αριστούργημα, πρόδρομο του Cronenberg, του Γάλλου George Franju, "Les yeux san visage"), το "Holy Motors" μοιάζει να αποτελεί μια γιορτή του Carax, πάνω στην πολυμορφική τέχνη του κινηματογράφου.
Ακόμα και ο ρόλος του μεταμορφωνόμενου, Denis Levant, ο ρόλος δηλαδή που του επιτρέπει να παίζει πολλούς διαφορετικούς μέσα στη ταινία, είναι μια ξεπατικοσούρα του λόγου ύπαρξης ενός ηθοποιού: να υποδύεται δηλαδή πολλούς, και διαφορετικούς ρόλους στη καριέρα του.  Εδώ ο Levant συμπυκνώνει σε κοντά δυο ώρες, μια καριέρα ζωής, υποδυόμενος μέσα σε μια ταινία, έντεκα διαφορετικούς χαρακτήρες μέσα από μια χαμαιλαιοντική συμπεριφορά, που τον κάνει να να ξεχωρίζει και να επανα-υποδύεται.  Η επίδραση βέβαια του Μπρέχτ (ο Levant ντύνεται και γδύνεται μέσα στη λιμουζίνα του, κατά το δοκούν, με τον θεατή να γίνεται μάρτυρας αυτής της οργανικής του αλλαγής, για χάρη του εκάστοτε ρόλου) και η καθαρά "επαγγελματική" διάσταση του ηθοποιού, παίζει το δικό της ρόλο, μπαίνοντας βαθιά στην ουσία μιας μυθοπλαστικής, σινεματικής κατάστασης μέσα στην οποία εμείς βλέπουμε έναν ηθοποιό, ο οποίος υποδύεται έναν ηθοποιό, ο οποίος υποδύεται πολλούς και διάφορους ρόλους.  Και πάλι ο Carax δε το παρουσιάζει αυτό απογυμνωμένο από την βάση προέλευσης, αλλά σου λέει εμφανέστατα "φίλε, αυτό που βλέπεις είναι ένα προϊόν μυθοπλασίας, μέσω του οποίου θέλω να σου παρουσιάσω τη δική μου ιστορία για τον κινηματογράφο".  Όχι τη δική μου κινηματογραφική ιστορία, αλλά τη δική μου ιστορία για τον κινηματογράφο.  Και αυτό ακριβώς είναι που έχει κάνει το "Holy Motors" talk of the town εδώ και καιρό.


Η μπρεχτική διάσταση του "Holy Motros" γίνεται χειροπιαστή σχεδόν στη σκηνή όπου ο Levant υποδύεται τον ετοιμοθάνατο γέρο.  Όταν έπειτα από το λογύδριο της ανιψιάς του, ξεψυχήσει, στη συνέχεια σηκώνεται από το κρεβάτι, και αφού συστηθεί με την ανιψιά/ηθοποιό, αποχωρεί από το δωμάτιο.  Προσωπικά τοποθετώ τη συγκεκριμένη σκηνή στις αγαπημένες μου της ταινίας, ακριβώς γιατί ο φαντασιακός ιστός που πλέκεται από τον κινηματογράφο και το γεγονός οτι είναι μια υποκριτική κατάσταση, φαίνεται με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο.
Μέσα βέβαια σε όλη αυτή την αλληγορική ιστορία του Carax, αναφορικά με το θαυμάσιο, προκλητικό, ιδιαίτερο, ξεχωριστό και "ψεύτικο" σύμπαν του κινηματογράφου (ένα σύμπαν όμως που τόσο τεχνηέντως μιμείται τη ζωή, αλλά και τούμπαλιν), η ουσιαστική παραφωνία η οποία προσωπικά μου κλότσησε, ήταν η απουσία της φόρμας.  Μπορεί δηλαδή ο Carax να σκηνοθετεί μια ταινία για τον κινηματογράφο, όταν όμως από αυτή λείπει το στοιχειώδες το οποίο πάει χέρι-χέρι μαζί του, τότε για εμένα δεν είναι ένα ολοκληρωμένο, οπτικοακουστικό παραμύθι, αλλά περισσότερο ένα προσχέδιο από το οποίο κάτι λείπει.  Ωραίες όλες οι συμβολικές αναφορές, οι παραπομπές σε κινηματογραφικά είδη και σκηνοθέτες (θα βρείτε μέσα στοιχεία από Tarkovsky και Godard, μέχρι Woody Allen και Bergman, όσον αφορά τη θεματική του προυστικού χρόνου), το μεταφορικό ταξίδι του ήρωα και το τελευταίο πλάνο της ταινίας (όπου για εμένα υπάρχει κιόλας όλα το ζουμί), αλλά πέρα από όλα αυτά, η απουσία της φόρμας είναι σίγουρα αισθητή.  Το μοντάζ των σκηνών, η σκηνοθεσία-κοινωνός μηνυμάτων, η μουσική επένδυση, τα slow motion, τα cut, το στήσιμο της κάμερας, οι λήψεις και ένα σωρό άλλα ζωτικής σημασίας, φορμαλιστικά στοιχεία, μοιάζουν να βρίσκονται στο "Holy Motors" σε ένα απουσιάζων, παράλληλο σύμπαν, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το κινηματογραφικό περιεχόμενο της ταινίας.  Για εμένα η ταινία χάνει κάπου, γιατί εκεί που θα μπορούσε να απογειωθεί με έναν συνδυασμό περιεχομένου-φόρμας, τελικά το δεύτερο θυσιάζεται για χάρη του πρώτου, με αποτέλεσμα ένα-έτσι κι αλλιώς μεγάλο-κομμάτι της αυθεντικής πάστας του cinema, να μένει εκτός.
Ιδιόρρυθμο, διαφορετικό και παραμυθατζίδικο, το "Holy Motors" είναι μια ερωτική επιστολή του Leos Carax, απέναντι στο cinema, την οποία ο καθένας διαβάζει με τον δικό του τρόπο.  Σίγουρα όμως, με τον έναν, ή με τον άλλον τρόπο, του μένει αξέχαστη.  Ακόμα και αν ο Carax δε φαίνεται να μένει απόλυτα πιστός στην μεγάλη του αγάπη...

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Kylie Minogue ξέρει να τραγουδάει, οτι η Eva Mendes είναι η Eva Mendes και οτι το τέλος είναι το κερασάκι στη τούρτα.


No trivia


Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Fa yeung nin wa (a.k.a In the Mood for Love): We won't be like them

Καλημέρες, καλημέρες!  Τετάρτη σήμερα και από αύριο έχουμε μια ουσιαστικά, νέα ταινία που βγαίνει στις αίθουσες, κι αν μάλιστα δεν είστε fan, καλύτερα να το αφήσετε.  Η Bella, ο Edward και ο Jacob, επιστρέφουν για το τελευταίο μέρος του "The Twilight Saga", "The Breaking Dawn-Part 2", κλείνοντας έτσι μια και καλή το όραμα; της συγγραφέως Stephanie Meyer, σχετικά με τη μεταφορά του βαμπιρικού love story της, στον κινηματογράφο.  Αν πάλι δεν είστε και πολύ θερμοί οπαδοί της ελαφριάς βαμπιρολαγνείας, τότε μπορείτε να επισκεφθείτε τον ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ για μια πολύ καλή δόση "Monsieur Lazhar" ή να πάτε να δείτε τελικά το "The Hunt" που τόσο καιρό σας πρήζω και πιστέψτε με, αξίζει τα λεφτά του.  Στα καθ'ημάς, σήμερα το menu έχει κάτι από Ανατολή στα καλύτερά της (θα μου πείτε και πότε δεν ήταν;).  Το "In the Mood of Love" είναι μια ήπιων τόνων ιστορία αγάπης, με εξαιρετική σκηνοθεσία, υπέροχη ατμόσφαιρα και λιτές, αλλά ταυτόχρονα απόλυτα δυναμικές ερμηνείες.  Μια ταινία που πρέπει να δείτε σίγουρα...


Βρισκόμαστε στο Χόνγκ Κόνγκ του 1962.  Δυο ζευγάρια μετακομίζουν την ίδια στιγμή σε δυο γειτονικά διαμερίσματα, τα οποία (εκείνη την εποχή τουλάχιστον), διέθεταν κοινούς, τη κουζίνα, αλλά και άλλους χώρους.  Αυτομάτως ο σκηνοθέτης καθιστά έντονη τη παρουσία, της όμορφης Mrs. Chan (Maggie Cheung) και του εκλεπτυσμένου Mr. Chow (Tony Leung Chiu Wai), οι οποίοι από την πρώτη στιγμή θα αρχίσουν να αναπτύσσουν έναν ενδιαφέροντα δεσμό, κυρίως μέσα από το βλέμμα.  Όταν οι υποψίες τους, σχετικά με την εξωσυζυγική σχέσει των συζύγων τους (οι οποίοι τα έχουν μπλέξει μεταξύ τους), επιβεβαιωθεί και από τους δυο, τότε το πρωταγωνιστικό μας "ζευγάρι" θα οδηγηθεί στα δικά του ερωτικά μονοπάτια, συνάπτοντας σχέση μεταξύ τους, αλλά με μια διαφορά: η δική τους σχέση είναι οριοθετημένη και ελεγχόμενη.  Ένα ελεγχόμενο πάθος θα έλεγε κανείς.  Και αυτό είναι που στην ουσία θα ορίσει τις ζωές και των δυο για πάντα.


Ο Kar Wai Wong, είναι ένας Κινέζος σκηνοθέτης, με πολλές ταινίες στο ενεργητικό του, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν χαρακτηριστεί ως μικρά αριστουργήματα, κερδίζοντας το ένα βραβείο μετά το άλλο, στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως το " Ιn the Mood for Love", έχει χαρακτηριστεί από τους περισσότερους, ως η καλύτερη στιγμή της καριέρας του, και οχι τυχαία, καθώς έχει καταφέρει να συνδυάσει τόσο τη φόρμα, όσο και το περιεχόμενο του έργου του, με έναν τρόπο μοναδικό και απόλυτα αισθαντικό.  Στις νεότερές του ταινίες, όπως οι "2046" και "My Blueberry Nights", ο Wai μοιάζει να έχει απομακρυνθεί από το φορμαλιστιστικό του στοιχείο, επικεντρώνοντας γραφή και σκηνοθεσία, περισσότερο στο περιεχόμενο και το story του film.  Χωρίς να είναι απαραίτητα κακό αυτό, φαίνεται εντούτοις πως έχει χάσει κάπου το στοιχείο εκείνο, που καθιστούσε ταινίες όπως το "In the Mood For Love", σημειολογικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης, μέσα από τα σκηνοθετικά του τεχνάσματα.  Μένει να δούμε αν με τη νέα του ταινία, "The Grandmasters" την οποία οι fan περίμεναν για καιρό, θα μπορέσει να επανακάμψει όσον αφορά το καθαρό κομμάτι της συμβολικής του φόρμας.  Μέχρι τότε, μπορούμε να ασχοληθούμε με τη σημερινή μας ταινία, η οποία είναι τόσο πλούσια καλλιτεχνικά, ώστε η κάθε της σκηνή, η κάθε τοποθέτηση των ηρώων, η κάθε κουβέντα που θα πουν, αποτελεί μέγιστο κοινωνό νοήματος.  Και αυτό είναι πραγματικά "αποκαλυπτικό".


Η ουσία και η πρωτοτυπία αν θέλετε του "In the Mood for Love", έγκειται σε δυο, βασικά χαρακτηριστικά του: πρώτον, οτι η γνωριμία των ηρώων γίνεται οχι με το σπάσιμο των κωδικών ηθικής, αλλά με το ακριβώς αντίθετο.  Με το μη σπάσιμο.  Στην ουσία μπορεί να μιλάμε για ένα παράνομο ζευγάρι, το γεγονός όμως οτι δε πατούν ποτέ έξω από την αυστηρά καθορισμένη συμπεριφορά τους, αλλά ζουν έναν έρωτα δικών τους, ασφαλιστικών δικλείδων, δίνει αν μη τι άλλο αμέσως την εικόνα ενός πάθους υπαρκτού, αλλά κεκαλυμμένου.  Το δεύτερο είναι, πως τα πάντα παίζονται μέσω του βλέμματος, και εδώ ο Wai πετυχαίνει διάνα για έναν πολύ απλό λόγο.  Ο ίδιος ο πυρήνας του κινηματογράφου, είναι το βλέμμα.  Συνεπώς η ταινία είναι βγαλμένη μέσα από τις κοινά αποδεκτές νόρμες του σινεμά.
Εξίσου πιστός σε αυτό που κάνει παραμένει και όταν αποφασίζει να προβεί σε ένα κλασικό σπάσιμο, κινηματογραφικού κώδικα, το οποίο για τη Δύση, είναι μάλλον απαγορευτικό.  Σαν γνήσιος ασιάτης όμως, ο Wai, αποφασίζει οτι το "πήδημα του άξονα" (η αλλαγή θέσης της κάμερας από τη μια πλευρά, στην άλλη, η οποία οδηγεί στην οπτική σύγχυση του θεατή) του ταιριάζει, από τη στιγμή μάλιστα που ενδιαφέρεται για την αισθητική του καδραρίσματός του.  Για ακόμη μια φορά, η φόρμα κυριαρχεί.
Εκτός από τη γοητευτική, αλλά και κάπως καταθλιπτική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η εικόνα ενός σκοτεινού Χονγκ Κόνγκ, γεμάτου όμως από πορφυρά χρώματα, ημίφως και βροχή, ο σκηνοθέτης μας καθιστά απλούς παρατηρητές της ιστορίας του, γεγονός που εξυπηρετείται ιδανικά, από την θέση της κάμερας, η οποία λειτουργεί πάντα ως ένα τρίτο πρόσωπο, κινηματογραφώντας τις καταστάσεις, με μάτι ουδέτερο και ξένο.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός, οτι μέσα στο διαμέρισμα η κάμερα παραμένει σταθερά στον διάδρομο, χωρίς ποτέ να βλέπουμε τα δωμάτια των ηρώων, αλλά ούτε και τους έτερους συζύγους, τους οποίους βλέπουμε μόνο κατακερματισμένους (μια πλάτη, ένα χέρι, μια μέση).  Ο λόγος;  Μα για τον Wai δεν έχει σημασία.  Οτιδήποτε περιττό ή οτιδήποτε υπονοείται, δεν έχει αυτούσιο λόγο ύπαρξης μέσα στη ταινία του.  Το δέσμιο love story έχει τον πρώτο λόγο.


Ο off screen χώρος και η συμπύκνωση του χρόνου, επιτελούν τον δικό τους ρόλο στην ταινία, καθώς ο Wai, απολαμβάνει να μας παρουσιάζει την ιστορία του, μέσα από καθαρά, κινηματογραφικούς τρόπους.  Το off screen (κυρίως ακούμε τους συζύγους να μιλούν, ενώ την ίδια στιγμή βλέπουμε το πρωταγωνιστικό μας ζευγάρι σε πρώτο πλάνο) εξυπηρετεί στην εικαστικότητα της ταινίας, αλλά και στην συμβολική αναπαράσταση της αξίας των βοηθητικών ηρώων.  Οι άπιστοι σύζυγοι δεν χρειάζεται να φανούν ποτέ, επειδή ακριβώς πέρα από την ύφανση του κινήτρου που οδηγεί σιγά σιγά τους ήρωες μας σε μια δική τους σχέση, δεν επιτελούν κανέναν άλλο σκοπό.  Όσο για τη συμπύκνωση του χρόνου, αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, από το σβήσιμο της εικόνας, και το εκπληκτικό μοντάζ, μέχρι τις εναλλαγές των ονειρεμένων φορεμάτων της πρωταγωνίστριας (46 στον αριθμό παρακαλώ, αν και δε φορέθηκαν όλα στη ταινία), προσδίδοντας την δική του, εικαστική πινελιά.
Το "In the Mood for Love" είναι τελικά μια ταινία για την μοναξιά, γεγονός που προδίδεται μέσα από το βλέμμα (όπως είπαμε και παραπάνω), τη λουπαριστή, μουσική επένδυση, ακόμα και το slow motion (μια ακόμη φορμαλιστική χρήση μέσα στη ταινία), και γενικώς με τη χρήση καθαρά φιλμικών μέσων.  Ο Wai δεν καταφεύγει σε φτηνούς μελοδραματισμούς προκειμένου να κατανοήσουμε τη φύση του ερωτικού story των πρωταγωνιστών, αλλά αρκείται να μας υπενθυμίσει σε στιγμές οτι η εποχή και η απιστία, δε μπορούν να συμβαδίσουν.  Το τραγικό μιλάει από μόνο του, οι πληροφορίες παραμένουν πίσω από την κουρτίνα και ο θεατής καλείται να τις ανακαλύψει σταδιακά μόνος του.  Και να οδηγηθεί και αυτός στην όποια λύτρωση αποζητούν οι ήρωες.


Οι ερμηνείες των κεντρικών ηρώων πατούν στο mute, και παραμένουν χωρίς τα δακρύβρεχτα ξεσπάσματα, ψύχραιμες και περιεκτικές.  Είναι όμως ταυτόχρονα προσεγμένες μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια.  Από το στήσιμο και την ενδυματολογική τους φροντίδα, μέχρι τους διαλόγους και το βλέμμα, τα πάντα λειτουργούν εξυπηρετικά για το story, αλλά και για την πρόκληση του βαθύτερου συναισθήματος.
Όπως καταλαβαίνετε η σκηνοθεσία είναι υψηλής ποιότητας, με πολλά ακόμη σκηνοθετικά ευρήματα, ένα εκ των οποίων είναι και η ύπαρξη θεατρικών στοιχείων, σε σκηνές κατά τις οποίες το παράνομο ζευγάρι, υποδύεται τους αντίστοιχους συζύγους(!), σε μερικές από τις πιο ευφυείς σκηνές της ταινίας.  Ο Wai έχει τη δυνατότητα σαν άλλος μάγος του κινηματογράφου να σε παρασύρει και να σε μπερδεύει, κάνοντάς σε να πιστέψεις αυτά που ο ίδιος θέλει.  Μέχρι δηλαδή το επόμενο πλάνο οπού αναφωνείς "ααααα, δεν ήταν αυτός".  Οχι, δεν ήταν.
Αυτό το εύρημα της θεατρικής παράστασης μέσα στην ταινία, είναι που δίνει στην τελική το ζητούμενο twist σε αυτό το love story, πετυχαίνοντας να το ξεχωρίσει από πολλά ακόμη ρομάντζα τα οποία έχουμε δει, και τα οποία πατούν πάνω σε παραδοσιακά, ξενέρωτα μονοπάτια.
Το "In the Mood for Love" είναι μια εξόχως δομημένη ταινία, αν και μοιάζει να προορίζεται περισσότερο για τις πιο σινεφιλίδικες καρδιές.  Παρόλα αυτά, αν της δώσετε μια ευκαιρία, είναι σίγουρο οτι θα σας αποζημιώσει και με το παραπάνω.  Αισθαντικό, επίπονο και τόσο γοητευτικό, είναι ένα film που θα μιλήσει τόσο στη καρδιά, όσο και στο μυαλό σας.  Το ιδανικό δηλαδή.

 Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το τέλος είναι υπέροχο, οτι τα φορέματα επίσης και οτι τώρα περιμένω με αγωνία την καινούρια ταινία του Wai, για να δω αν έχει μεγαλουργήσει και εκεί.



 TRIVIA
  • Η ταινία χρειάστηκε 15 μήνες προκειμένου να ολοκληρωθεί.
  • Το μακιγιάζ και το ντύσιμο της πρωταγωνίστριας χρειαζόταν καθημερινά γύρω στις 5 ώρες!
  • Το νούμερο του δωματίου στο οποίο έμενε ο ήρωας στο ξενοδοχείο είναι 2046.  Η επόμενη δηλαδή ταινία του Wai.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

The Hunt (a.k.a Jagten): The seed of hate is planted...

NEW ARRIVAL (από 8 Νοεμβρίου στις αίθουσες)

Γεια σας, γεια σας και πάλι.  Το menu σήμερα έχει μια ταινία που μας έρχεται από το πάλαι ποτέ παιδί του Δόγματος 95, Thomas Vinterberg.  Το "The Hunt" είναι ένα σκληρό και ωμό δράμα, όπως αυτό εκτυλίσεται σε μια ήσυχη πόλη της Δανίας και σίγουρα αποτελεί τη μια εκ των δυο καλύτερων ταινιών που μπορείς να παρακολουθήσεις αυτή την εβδομάδα.  Η δεύτερη είναι το "Seven Psychopaths", μια θεόμουρλη κωμωδία, με ένα cast διαλεχτό και τρομερό (βλ. Woody Harrelson, Sam Rockwell, Christopher Walken, Tom Waits κ.α).  Για τους Ψυχοπαθείς, θα μιλήσουμε από Παρασκευή και μετά, μιας που τώρα είναι ώρα για "Το Κυνήγι".  Και τι κυνήγι...


Ο Lucas (Mads Mikkelsen) είναι ένας φιλήσυχος άνδρας, που ζει μόνος του, σε μια μικρή πόλη, κάπου στη Δανία.  Εκεί, όλοι είναι γνωστοί και φίλοι μεταξύ τους.  Οι σύζυγοι μαζεύονται για ανδροκρατούμενες νύχτες, παρέα με μπύρες, τραγούδια και κυνήγι ελαφιού στο δάσος, ενώ οι γυναίκες πλάθουν κουλουράκια, μαγειρεύουν, φροντίζουν τα παιδιά, και προσδίδουν στο σπιτικό, ζεστασιά και θαλπωρή.  Εν ολίγοις όλα είναι υπέροχα, και η ζωή κυλάει όμορφα σε αυτή την παρεϊστικη κοινότητα.  Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή, που ένα παιδικό ψέμα, θα μετατρέψει τους κατοίκους, σε σαρκοβόρα θηρία, έτοιμα να ξεσκίσουν τον άτυχο Lucas.  Ο λόγος;  Ο Lucas εργάζεται ως παιδαγωγός στον τοπικό, παιδικό σταθμό, αποτελώντας μάλιστα τον δάσκαλο που όλα τα πιτσιρίκια λατρεύουν να παίζουν μαζί του.  Όταν μια μέρα η 5χρονη κόρη του καλύτερού του φίλου, υπονοήσει εμμέσως πλην σαφώς οτι ο Lucas "ασέλγησε" εις βάρος της, τότε ο ήρωας θα ζήσει την πραγματική Κόλαση επί Γης.  Την στιγμή που όλα έδειχναν να έχουν πάρει τον δρόμο τους γι' αυτόν (ο γιος του θα ερχόταν να μείνει μαζί του, ενώ είχε ξεκινήσει και μια σχέση με την Nadja, την καθαρίστρια του παιδικού σταθμού), τα πάντα θα γκρεμιστούν μπροστά σε αυτό το τρομερό μυστικό που θα αποκαλυφθεί.  Και οχι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία οτι ο Lucas έκανε κάτι τόσο ακατονόμαστο.  Ο πέλεκυς της εκδίκησης, θα πέσει βαρύς πάνω του, έτσι κι αλλιώς.  Ακόμα και αν εμείς ως θεατές, γνωρίζουμε την πάσα αλήθεια...


Έπειτα από μερικές, σκηνοθετικές αναποδιές (αλήθεια, ξέρατε οτι ο Vinterberg έχει κάνει ταινία που λέγεται "It's All About Love", με πρωταγωνιστές τους Joaquin Phoenix, Claire Danes και Sean Penn?), και μια προσπάθεια στροφής προς την κωμική του φύση-που μάλλον δε του βγήκε- ο Δανός σκηνοθέτης, Thomas Vinterberg, ο οποίος ταρακούνησε επισήμως για πρώτη φορά, τα κινηματογραφικά νερά με τη ταινία του "The Celebration" το μακρινό 1998, επιστρέφει και πάλι σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: το δράμα.
Η βασική διαφορά βέβαια του Vinterberg με πολλούς πολλούς ακόμη, σύγχρονους σκηνοθέτες, είναι οτι επιλέγει μια δραματική υπόθεση, οχι τόσο όσον αφορά το περιεχόμενό της, αλλά όσον αφορά την εξυπηρέτηση και την ύπαρξη μια ιστορίας, ενός δράματος δηλαδή.  Αυτό που στην ουσία εννοώ είναι πως σκηνοθέτες όπως ο Vinterberg (βάλε και τον πιο artistic Trier) δεν ενδιαφέρονται για φανφαρώδεις μελοδραματισμούς, συγκινήσεις και δακρύβρεχτες καταστάσεις.  Όταν λέμε δράμα στη προκειμένη περίπτωση, εννοούμε την ύπαρξη ενός στοιχειώδους story, το οποίο εξυπηρετεί τις ιδέες που έχει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης.  Συνεπώς, μη νομίζετε οτι το "The Hunt" είναι μια ταινία που έχει ως στόχο να σας δημιουργήσει αισθήματα λύπης, θλίψης και στενοχώριας.  Κάθε άλλο.  Η βασική της ανάγκη είναι να προκαλέσει την οργή, τη μανία και την δίψα για εκδίκηση.  Οχι του ήρωα.  Τη δική μας.


Μεγαλώνοντας και αφήνοντας πια στην άκρη το αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο του Δόγματος 95, ο Vinterberg δημιουργεί μια ακόμη σπουδή πάνω στο "κακό", που όλοι κρύβουμε μέσα μας.  Ένα κακό, τυφλό και μανιασμένο, που βρίσκεται καλά κρυμμένο στο σκοτάδι, μέχρι να του δωθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να ορμήξει, και να κατασπαράξει ζωές και μέλλον.
Η ιδιαιτερότητα του "The Hunt" είναι οτι ο Vinterberg αποφασίζει να παίξει ένα σαδιστικό παιχνίδι μαζί μας, καθιστώντας μας παντογνώστες από την πρώτη κιόλας στιγμή, χωρίς όμως τη δυνατότητα παρέμβασης.  Εμείς, γνωρίζουμε την αλήθεια, τη βλέπουμε με τα μάτια μας από την αρχή και κατανοούμε όλους τους λόγους που οδήγησαν τη μικρή Clara, να πει ένα τόσο απροκάλυπτο ψέμα.  Που και το γεγονός οτι το "είπε", είναι μάλλον προς συζήτηση καθώς α) η ηλικία της δε της επιτρέπει να αντιληφθεί το μέγεθος του κακού, που έχουν προκαλέσει τα λόγια της και β) η εξομολόγησή της, μοιάζει βεβιασμένη και ετσιθελική, σε μια σκηνή ωδή, στην ανθρώπινη ηλιθιότητα.  Και όμως, γιατί οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν στο λεπτό, την διαβολική, την άρρωστη φύση κάποιου άλλου;  Μήπως επειδή ενδόμυχα γνωρίζουν τι υπάρχει και μέσα στους ίδιους;  Μήπως γιατί ξέρουν οτι πλέον, είναι πιο εύκολο να περιμένεις από τον άλλον να ασελγήσει πάνω στο παιδί σου, από το να το πιάσει από το χέρι και να το πάει σχολείο;  Μήπως επειδή πίσω από τα χαμόγελα, το τραγούδι και την γειτονική συντροφικότητα, κρύβεται στον καθέναν από ένα σκοτεινό πλάσμα που περιμένει το παραμικρό στραβοπάτημα, τη παραμικρή-αβάσιμη-φήμη, προκειμένου να γυμνώσει τα δόντια του, και να δικαιολογήσει την κεκαλυμμένη του μαυρίλα, στο όνομα μιας δήθεν εκδίκησης;  Μήπως;


Ο Vinterberg πέρα από τη διάθεση που έχει να συνομιλήσει μαζί σου, και να ρωτήσει τη γνώμη σου (εσύ στη θέση τους τι θα έκανες;), φροντίζει να ενισχύσει την πλοκή της ταινίας, με έναν τρόπο που δηλώνει ξεκάθαρα αυτή ακριβώς τη πρόθεσή του.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Lucas παρουσιάζεται στην αρχή ευτυχισμένος, κομμάτι μιας φαινομενικά, γαλήνιας κοινότητας (τόσο γαλήνιας, που το ξέσπασμα της μπόρας που καραδοκεί κάπου εκεί, είναι σαρωτικό και πνιγηρό), με την τύχη επιτέλους να του χαμογελά και τη ζωή του να φαντάζει όμορφη.  Ο Vinterberg είναι εξίσου σαδιστής, όπως και ο Michael Haneke στο "Funny Games".  Αυτήν ακριβώς την ευτυχία θέλει να την κάνει κομμάτια.  Και το πετυχαίνει οδυνηρά καλά.
Στον αντίποδα της φρενιασμένης κοινότητας, βρίσκεται ο χαρακτήρας του Mikkelsen (κέρδισε μάλιστα και το βραβείο Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας, στο φεστιβάλ των Καννών).  Άνθρωπος ταπεινός και συγκροτημένος.  Το ενδιαφέρον με τον ρόλο του, είναι οτι εξακολουθεί να παραμένει έτσι, ακόμα και μετά την περιθωριοποίησή του (και οχι μόνο), από την πόλη, μέχρι δηλαδή και το τελειωτικό του ξέσπασμα.  Χωρίς υπερβολικούς συναισθηματισμούς και περιττές αντιδράσεις, ο σκηνοθέτης δίνει το στίγμα των καιρών, εκεί που όλοι θεωρούνται ένοχοι, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Είναι πραγματικά εξοργιστικό να παρακολουθείς το μαρτύριο ενός άνδρα στον οποίο, οχι μόνο δε δόθηκε η ευκαιρία να υποστηρίξει τη δική του γνώμη και την προσωπική του αλήθεια πάνω στο θέμα, αλλά έγινε αυτοστιγμεί δακτυλοδεικτούμενος, ένας ανώμαλος παρίας ανάμεσα σε "αγνές", οικογενειακές καρδιές.  Και αυτή είναι στην τελική και η προσωπική αλήθεια του ίδιου του Vinterberg: "σας καθιστώ όλους υπεύθυνους", μοιάζει να μας λέει.  "Και εσάς που τον δαιμονοποιήσατε επειδή έτσι θέλατε, αλλά και εσάς που ενώ γνωρίζετε την αλήθεια, παραμένετε αμέτοχοι, ανίκανοι να τον σώσετε".  Και τι μπορούμε να κάνουμε άραγε;


Η σκηνοθεσία του Vinterberg είναι μετρημένη, λιτή και καθόλα χειραγωγική, αφού στρέφει τη προσοχή μας, ακριβώς εκεί που θέλει: στην κατάρρευση του κεντρικού ήρωα και την απολυτότητα οτι η ζωή, δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Μέσα από την άγρια ομορφιά του δανέζικου τοπίου, με το αγνό, αφράτο χιόνι και το κρύο που περονιάζει, ο σκηνοθέτης μυεί τον θεατή σε έναν κόσμο μεγάλης ομορφιάς, αλλά και ενοχικών συνδρόμων.  Εκεί, ο άτυχος Lucas, αναγκάζεται να υποδυθεί τον αποδιοπομπαίο τράγο, προκειμένου η κοινωνία να ξεσπάσει το συνολικό της μένος.  Οι λόγοι;  Μπορεί πολλοί.  Μπορεί και κανένας.  Haneke much;
Η ερμηνεία του Mads Mikkelsen είναι υποδειγματική.  Ειλικρινής και σαρωτική, αποτελεί επί της ουσίας μια κοχλάζουσα, ήρεμη δύναμη που ανά πάσα στιγμή περιμένεις οτι θα ξεσπάσει.  Υπέροχος ο Mikkelsen, κάνει την νίκη του στο φεστιβάλ των Καννών, στη κατηγορία Καλύτερης Ερμηνείας, να φαντάζει απόλυτα δικαιολογημένη.
Το "The Hunt" είναι μια ταινία που θα κουβαλάς μέσα σου για πολύ καιρό (αν δηλαδή της δώσεις αυτή την ευκαιρία).  Οχι τόσο εξαιτίας του υποθεσιακού της περιεχομένου, αλλά κυρίως χάρη στις ερμηνείες-δυναμίτη, και όλο το προβληματικό κοινωνικό περιβάλλον, που φαίνεται να σκαλίζει εδώ ο Vinterberg με τα περισσής μανίας.  Ωμό, σοκαριστικό και απρόβλεπτα ειλικρινές, είναι ένα film που ξεμπροστιάζει με τον χειρότερο/καλύτερο τρόπο το ενοχικό σύνδρομο του καθενός από εμάς.  Αυτού που δε χρειάζεται πολλά.  Μόνο μια φήμη και ένα θύμα.  Και ο σπόρος της ενδεδυμένης αμφιβολίας θα υπάρχει για πάντα στις καρδιές.  Αν υπάρχουν κι αυτές.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σπίτι στο φινάλε, είναι εντυπωσιακά ίδιο με αυτό στο "The Celebration" του 1998, οτι ο σκανδιναβικός κινηματογράφος έχει ακόμα πολλά να μας πει, και οτι το τέλος είναι οτι πρέπει.

No trivia

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Spring, Summer, Fall, Winter...and Spring: Human and Nature

Καλημέρα και καλή εβδομάδα να'χουμε!  Όσοι από εσάς έχετε αποδράσει κατά Θεσσαλονίκη μεριά, με αφορμή το 53ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ, καλά να περνάτε, αν και αυτό είναι το μόνο σίγουρο αν κρίνω από το πρόγραμμα τους φεστιβάλ.  Για όλους τους υπόλοιπους που ξεμείναμε εδώ, άντε να πούμε για καμιά ταινία να περάσει και η ώρα πιο δημιουργικά, γιατί πάλι του απαλεύτου είναι τέτοιες μέρες-ειδικά δηλαδή όταν τις ξεκινάς προσπαθόντας να βρεις δουλειά, και κλασικά, δε βρίσκεις τίποτα.  Έτσι για να πνίξω και εγώ τον πόνο μου (πολύ μελούρα έπεσε), είπα να ασχοληθώ με μια ταινία πιο σινεφίλ και στοχαστική, σε σχέση τουλάχιστον με όσες ανέβασα τη περασμένη εβδομάδα.  "Spring, Summer, Fall, Winter...and Spring" λοιπόν.


Το πότε και το ακριβές που, δεν έχουν καμία σημασία, σε αυτή την διδακτική ταινία του Κορεάτη σκηνοθέτη, Kim-ki Duk, η οποία σκιαγραφεί με τον πιο νατουραλιστικό και παραδοσιακά θρησκευτικό τρόπο, το ανθρώπινο ταξίδι μέχρι και τη στιγμή της ύψιστης, προσωπικής απελευθέρωσης: της νιρβάνα.
Σε μια λίμνη στη μέση του πουθενά, βρίσκεται ένας πλωτός ναός, πάνω στον οποίο κατοικεί ένας σεβάσμιος Δάσκαλος του Βουδισμού, και ένα πιτσιρίκι το οποίο μαθητεύει κοντά του, με στόχο-φανταζόμαστε-να πατήσει μια μέρα στα χνάρια του Δασκάλου του, και να φτάσει στην ατομική του φώτιση, μέσω της εναρμόνισής του με τη Φύση.
Και ενώ οι εποχές περνούν, και το παιδί μετατρέπεται σε έφηβο, η σαρκική λαγνεία θα κάνει ισχυρή την εμφάνισή της, υπό τη μορφή μιας νέας κοπέλας που επισκέπτεται τη μονή, προς αναζήτηση γιατρειάς για την "ασθένεια" που κουβαλάει.  Ο νεαρός πια μοναχός, θα έρθει αντιμέτωπος με τα πρωτόγονα ένστικτά του, με τρόπους που πάνε κόντρα στις διδαχές του ασκητισμού και την ίδια την ιδέα του Βουδισμού.  Και οι εποχές περνάνε...


Για τον Kim-ki Duk, είχαμε πει μερικά πράγματα αρκετό καιρό πριν, όταν είχα ανεβάσει στο blog μια ακόμη ταινία του, και συγκεκριμένα το σοκαριστικό "Bad Guy".
Ο Duk, διατηρώντας μια κλασικά arthouse καριέρα ήδη από τη δεκαετία του ΄90, αποτελεί μέχρι και τις μέρες μας, ένα από τα πιο δυνατά, κινηματογραφικά ονόματα που έχει να επιδείξει η Νότια Κορέα, μετρώντας 18 ταινίες στο ενεργητικό του, στις περισσότερες από τις οποίες εκτελεί παράλληλα χρέη παραγωγού και σεναριογράφου.
Η πιο πρόσφατη δουλειά του, "Pieta", κέρδισε στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας, τον Χρυσό Λέοντα, και όπως όλα δείχνουν ο Duk έχει ακόμη ψωμί να δώσει στους απανταχού λάτρεις των ταινιών του.
Βέβαια το να αποτελεί κανείς υποστηρικτή της δουλειάς του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, είναι ταυτόχρονα μια απολαυστική, αλλά και μυσταγωγική εμπειρία, κυρίως γιατί ο Duk είναι από εκείνους τους δημιουργούς που δεν αφήνει στις ταινίες του, τίποτα στη τύχη.  Από το καδράρισμα του περιβάλλοντα χώρου, το στήσιμο των ηθοποιών του, την απουσία, πολλές φορές, της πρόζας, και την χρήση της μουσικής, μέχρι τη χρήση των συμβόλων, την εικαστικότητα των πλάνων του και την παραβολική διάθεση όσον αφορά το περιεχόμενο της ιστορίας του, ο Duk είναι ένας μεγάλος, σύγχρονος δημιουργός επειδή σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις για τη ταινία του, να εντοπίσεις πράγματα, κρυμμένες αναφορές ή και απροκάλυπτες παραπομπές σε οικουμενικά θέματα, όπως αυτά της θρησκείας, της πίστης, της ανθρώπινης ύπαρξης και της Φύσης.  Πράγματα δηλαδή τα οποία στο "SSFWAS" (a.k.a Spring, Summer, Fall, Winter...and Spring) αποτελούν το ζουμί.  Και είναι μπόλικο.


Ο Βουδισμός είναι ίσως η μοναδική θρησκεία στην οποία η εναρμόνιση του ατόμου με τη Φύση, είναι τόσο πρωταρχικής σημασίας, προκειμένου το άτομο, να καταφέρει να αγγίξει την υπέρτατη πνευματική κατανόηση, και να φτάσει έτσι στη πλήρη φώτιση, μέσω μιας καθαρά διαλογιστικής κατάστασης.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Duk, χρησιμοποιεί με τρόπο έξυπνο την έννοια της θρησκείας και των εποχών, προκειμένου να αποτυπώσει με τρόπο κινηματογραφικό το ταξίδι προς την ενηλικίωση του νεαρού πρωταγωνιστή, καθώς και οτι συνεπάγεται αυτό. 
Η ταινία ξεκινάει με την 'Ανοιξη, και μια πόρτα που ανοίγει, προκειμένου να μπούμε σιγά σιγά στον πνευματικό κόσμο του Βουδισμού.  Η πόρτα αποτελεί στην ουσία την απαρχή μιας υπερβατικής ιστορίας, μιας παραβολής, η οποία έχει ως στόχο να διδάξει, να καταστήσει βιωματική την έννοια της Γνώσης και να πει σε εμάς τους θεατές ένα παραμύθι, σχετικά με τη πορεία ζωής του πρωταγωνιστή.  Και όπως όλα τα παραμύθια, δεν έχει χώρο, ούτε χρόνο, αλλά μοιάζει να είναι περισσότερο αρθρωμένη μέσα σε έναν εξω-πραγματικό και εντελώς αλληγορικό κόσμο, απογυμνωμένη από κάθε τι κοσμικό και επίπλαστο.  Άνθρωπος και Φύση πρέπει να είναι ένα.  Είναι όμως;
Η συζήτηση σχετικά με το "φαίνεσθαι" και το "είναι", είναι τεράστια, και δε θα μπούμε σε τέτοια λημέρια, αξίζει όμως να τονίσουμε οτι η ταινία του Duk είναι ακριβώς αυτό: παρουσιάζεται ως μια αφηγηματική ιστορία, που είναι όμως το παραμύθι της μύησης του ανθρώπου στη ζωή, και το γεγονός μάλιστα οτι ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιεί το εύρημα της εναλλαγής των εποχών για να δηλώσει τόσο το πέρασμα του χρόνου, όσο και για να τονίσει την εικαστικότητα των σκηνών, είναι κάτι παραπάνω από ευφυές.  Είναι καταλυτικό για την αξία της ταινίας.

 

Όπως είπαμε και πριν, τίποτα δεν είναι τυχαίο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, στα οποία βλέπουμε την παιδική ηλικία του ήρωα, να "εκπροσωπείται" από την Άνοιξη.  Πρόκειται για την αναγέννηση και την απόκτηση γνώσης του χαρακτήρα, μέσω της πιο ζωη-κής εποχής του χρόνου.  Μέσα εκεί ο μικρός, γίνεται κοινωνός της γνώσης, η άγνοιά του σχετικά με την Φύση-την τάξη της οποία διαταράσσει, υποκινούμενος από τη παιδική του αφέλεια-και τον κόσμο παύει να υπάρχει και συνεπώς, οποιαδήποτε άλλη "αμαρτία" του επιφυλάσσεται για το μέλλον, είναι πια διπλά κολάσιμη.  Ο λόγος;  Μα φυσικά το γεγονός οτι έχει πλέον γνωρίσει την έννοια του θανάτου, αντιλαμβάνεται το σωστό και το λάθος, και συνεπώς, όποιο μελλοντικό παραπάτημα θα σημαίνει οτι έχει γίνει πλέον εις γνώσιν του.
Αμέσως μετά, ακολουθεί το Καλοκαίρι (με ένα μόνο πέρασμα, δηλώνεται και η συμπίεση του χρόνου) στο οποίο ο πιτσιρικάς έχει φτάσει στην εφηβεία, με το σαρκικό του ένστικτο να αρχίζει να κοχλάζει (ο νεαρός, παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον δυο φίδια να ερωτοτροπούν).  Λίγο αργότερα βλέπει μια κοπέλα, μαζί με τη μητέρα της, να πλησιάζουν τη μονή.  Και πάλι όμως το γεγονός οτι ο ήρωας τις παρακολουθεί να έρχονται, έχοντας σκαρφαλώσει πάνω σε μια τεράστια, πέτρινη φιγούρα του Βούδα, δηλώνει μόνο ένα πράγμα (διόλου τυχαίο φυσικά) : ακόμα και έτσι, η σαρκική του λαχτάρα είναι οριοθετημένη, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Πεφωτισμένου Θεού.  Η λογοκρισία (εκ του Δασκάλου) είναι αναπόφευκτη, αλλά παράλληλα αποδεκτή, μιας που ο Βουδισμός επιτρέπει τη νιρβάνα, μέσω της σεξουαλικής επαφής.  Όταν μάλιστα αυτή τοποθετείται μέσα στη Φύση, όπως εδώ, τότε η σεξουαλική συνεύρεση, παύει να είναι μόνο ένστικτο, αλλά εμπεριέχεται πλέον σε αυτή και η δύναμη της αρχέγονης, και αιώνιας Φύσης (π.χ το νερό, παραπέμπει στη διαρκή ροή και στην αέναη αναγέννηση, υπερτονίζοντας τη σημασία του έρωτα μέσα στη ταινία, στο πλαίσιο όμως του ταξιδιού του πρωταγωνιστή, μέσα στη ζωή και τα παθήματα που γίνονται μαθήματα).


Άνοιξη-παιδί, Καλοκαίρι-έφηβος, Φθινόπωρο-νεαρός άνδρας, Χειμώνας-ώριμος άνδρας, Άνοιξη-παιδί.  Ακόμα και από τον τίτλο, μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα οτι η ταινία του Duk είναι τελικά μια ελεγεία πάνω στον κύκλο της ζωής και την αδιατάρακτη δύναμη της Φύσης, η οποία υπήρχε πολύ καιρό πριν την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη Γη, και θα εξακολουθήσει να υπάρχει ακόμη και μετά τον θάνατό μας.
Εκτός από το ταξίδι ζωής, μέσω των βουδιστικών διδαχών, ο Duk (ο οποίος υποδύεται την "τελευταία" ηλικία του ήρωα, όπως βλέπεις στη πιο πάνω φωτογραφία) θέτει πανανθρώπινα ζητήματα (όπως ο θάνατος και η πάλη με τις ενοχές) μέσα από την ταινία του, η οποία αποτελεί στην κυριολεξία ένα έργο τέχνης, τόσο χάρη στο περιεχόμενό της, όσο και στη σκηνοθεσία της, η οποία παραπέμπει ευχάριστα στους πίνακες των αναγεννησιακών ζωγράφων (οι αντικατοπτρισμοί στο νερό, οι κάθετοι κορμοί των δέντρων και το οριζόντιο, πράσινο τοπίο στο φόντο, τα άλλοτε ψυχρά και άλλοτε θερμά χρώματα, όλα συνηγορούν σε μια οπτική πανδαισία με περιεχόμενο.  Η τέχνη κάνει κύκλους, όπως ακριβώς και η ζωή, γιατί η τέχνη είναι ζωή και τούμπαλιν.)
Ως προς τη σκηνοθεσία, ο Duk επιλέγει μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά, τοποθετώντας τη κάμερά του μακριά από τα πρόσωπα των ηρώων, στερώντας από εμάς-επίτηδες προφανώς-τις στομφώδεις και μελοδραματικές τους εκφράσεις, οι οποίες θα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι μιας δυτικής ταινίας.  Οχι όμως εδώ.  Η Φύση δεν ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δράματα, και ο Duk το καθιστά ξεκάθαρο αυτό, με τη χρήση μακρινών λήψεων, μέσω των οποίων το άτομο μοιάζει σαν μια μικρή, ανεπαίσθητη κουκκίδα, στην οργιαστική χλωρίδα του κόσμου.  Το άτομο μηδενίζεται, το σαρκίο απογυμνώνεται του πνεύματός του, και ο υπέρτατος στόχος είναι η ένωση και η ολοκληρωτική εναρμόνιση με τη Φύση και άρα τον Θεό.
Εκτός από την όποια, ρεαλιστική δράση των ηρώων στα πλαίσια της ιστορίας, ο Duk φροντίζει να την ντύνει και με έναν μεταφυσικό μανδύα, που καθιστά την ιδέα περί παραβολής, ακόμα πιο αισθητή.  Υπάρχουν σκηνές, οι οποίες δε μπορούν να εξηγηθούν λογικά, όπως το οτι ο πλωτός ναός μοιάζει να κινείται διαρκώς, χωρίς όμως ποτέ να φεύγει από τη θέση του (η ασταμάτητη πορεία των πραγμάτων, η ροή του νερού αλλιώς), το γεγονός οτι ο δάσκαλος παρακολουθεί τον μικρό μαθητή, χωρίς να εξηγείται το πως πέρασε τη λίμνη, αφού ο μικρός είχε πάρει τη βάρκα ή ακόμα και η επιστροφή της βάρκας από μόνη της, στον ναό.
Το "Spring, Summer, Fall, Winter...and Spring" είναι μια ωδή πάνω στην ίδια τη ζωή.  Μέσα από μια αλληγορική ματιά, ο Duk διηγείται τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου να φτάσει στη Κάθαρση, έχοντας για εργαλείο τα γραπτά και τις προσευχές του Βουδισμού, μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να οδηγηθεί στην ύστατη απελευθέρωση από τα δεσμά του κόσμου, μόνο αφού βιώσει τον προσωπικό του Γολγοθά.  Η ανάβαση είναι σκληρή, η ανταμοιβή όμως αιώνια.  Ακριβώς δηλαδή όπως και το βλέμμα του αγάλματος στο τέλος, που αντικρίζει ολόκληρη τη πλάση.  Αιώνιο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σκηνικό είναι φτιαγμένο και η λίμνη τεχνητή, εδώ και χρόνια (O_O), οτι ο σκύλος που συμβολίζει τη πίστη και η γάτα τη πανουργία, παίζουν τους δικούς τους ρόλους και οτι το κλείσιμο της ταινίας, είναι εξαίσιο.


No trivia

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Barbara: Α quiet little drama

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα καλημέρα!  Σήμερα στο blog, θα μιλήσουμε για μια ταινία ήπιων τόνων (καμία σχέση δηλαδή με αυτά που είδατε, όσοι αποφασίσατε να τσεκάρετε το ιδιαιτέρως ιδιαίτερο, "Excision").  Το "Barbara", είναι μια ταινία για τους σινεφίλ κυρίως, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά εξαιτίας της αργής της εξέλιξης, την οποία όσοι προτιμούν άλλου είδους cinema, μάλλον δε θα εκτιμήσουν.  Συνεπώς αν είσαι ο τύπος ο σινεφίλ, πάνε δες τη.  Θα σ' αρέσει.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.


H Barbara (Nina Hoss) είναι μια δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα (όσο δυναμική και ανεξάρτητη δηλαδή της επιτρεπόταν να είναι, κατά την τελευταία δεκαετία της διχοτομημένης Γερμανίας του '80) η οποία ακολουθεί καριέρα γιατρού στο Βερολίνο.  Η Barbara όμως δεν αντέχει το καταπιεστικό και εκφοβιστικό περιβάλλον της Ανατολικής Γερμανίας, καταθέτοντας το "Ausreiseantrag", ένα επίσημο έγγραφο, με το οποίο ζητά την αποχώρησή της από τη GDR (German Democratic Republic).  Η επιθυμία της δε γίνεται φυσικά αποδεκτή, και προκειμένου να καταστείλουν τις "επαναστατικές" της βλέψεις, για μια καλύτερη ζωή κάπου αλλού, η Barbara στέλνεται πακέτο σε ένα μικρό, αγροτικό νοσοκομείο κάπου κοντά στη Βαλτική.  Εκεί ο υπεύθυνος γιατρός Andre (Ronald Zehrfeld) επωμίζεται το έργο της διακριτικής της παρακολούθησης, ξεπληρώνοντας και ο ίδιος έτσι, ένα τραγικό λάθος του παρελθόντος που τον οδήγησε σε μια θέση, μακριά από την μεγάλη καριέρα.   Παράλληλα, η ηρωίδα καλείται να ανέχεται και τον εξευτελιστικό της έλεγχο από τη Stasi, η οποία φροντίζει να κάνει αισθητή τη παρουσία της ανά τακτά, χρονικά διαστήματα.  Και ενώ συμβαίνουν αυτά, η Barbara δεν έχει σταματήσει τις προσπάθειες φυγής, στηριζόμενη πια στον εραστή της, ο οποίος της υπόσχεται δαχτυλίδια και γάμους στη Δανία.  Μα, μήπως και αυτό, δεν είναι μια καινούρια φυλακή;  Μακριά βέβαια από τον κοινωνικοπολιτικό εγκλεισμό της χώρας της, αλλά nonetheless, μια νέα, πλουμιστή, συζυγική φυλακή;


Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Christian Petzold μας έκανε τη τιμή, και παρευρέθηκε μαζί με τον πρωταγωνιστή του Ronald Zehrfeld (ωραίο παιδί ο Ronald), στη πρεμιέρα της ταινίας του στη Ελλάδα, στο πλαίσιο του 18ου Κινηματογραφικού φεστιβάλ της Αθήνας.
Μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα, ο Petzold απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού και μοιράστηκε μαζί μας όλα αυτά που έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα πάνω του, και που στην ουσία γίνονται γνωστά στους θεατές, μέσα ακριβώς από τις ταινίες του (στο τέλος της κριτικής, θα παραθέσω και κάνα-δυο ερωταπαντήσεις, όπως αυτές έγιναν, έπειτα από το τέλος της προβολής).
Στα γενικά μας τώρα, ο Petzold έχει θεωρηθεί στη χώρα του, ένας από τους σημαντικότερους, σύγχρονους σκηνοθέτες και όπως όλα δείχνουν, οχι αδίκως.
Ξεκινώντας από τηλεοπτικές ταινίες και video, έκανε γρήγορα το πέρασμά του στον κινηματογράφο, όταν το 2000 σκηνοθέτησε τη πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο "The State I Am In".
Η πρώτη του προσπάθεια χαιρετίστηκε θερμά οχι μόνο από τη χώρα του, αλλά και από τη πληθώρα των κινηματογραφικών φεστιβάλ στα οποία συμμετείχε, ενώ κέρδισε και στο Κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, τα βραβεία, Καλύτερου Σεναρίου και FIPRESCI.
Η πορεία του συνέχισε έκτοτε να είναι ανοδική, επικεντρωνόμενος κυρίως στη δημιουργία ρεαλιστικού, πολιτικού σινεμά, το οποίο σε συνδυασμό με τα προσωπικά δράματα των ηρώων του, αναδίδουν μνήμες παλιές και επίπονες, το οποίο διέπεται ως επί το πλείστον, από μια σχεδόν λυρική, σκηνοθετική διάθεση.


Εδώ με το "Barbara", o Petzold επανέρχεται για ακόμη μια φορά στο γνώριμο στυλ του, κατασκευάζοντας το πορτραίτο μιας γυναίκας, που αντιμάχεται με τρόπο υπόγειο, το ετσιθελικό, πολιτικό, status quo της χώρας της, με φόντο την αγροτική εξορία και μια βαρετή ζωή που δε της ταιριάζει.  Ή μήπως οχι;
Έχοντας κερδίσει την Ασημένια Άρκτο, στο πρόσφατο φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Petzold ήρθε φορτσάτος και σε εμάς, αποσπώντας μάλιστα ένα δυνατό χειροκρότημα στο τέλος της ταινίας και αυτό γιατί, παρά το γεγονός οτι το "Barbara" δεν σε εκπλήσσει υποθεσιακά, καθώς πραγματεύεται στην ουσία ένα προσωπικό δράμα, εντούτοις, αυτό που κάποιος θα εκτιμήσει είναι η υποκριτική αρτιότητα της "σκληρής" Nina Hoss και η υπέροχη σκηνοθεσία του Γερμανού δημιουργού, τα πλάνα του οποίου θυμίζουν σε στιγμές, κάτι από Tarkovsky.
Ο 40χρονος διαμελισμός του γερμανικού κράτους, έχει δημιουργήσει αναμφίβολα, πληγές, φόβο και αγωνία για το-όποιο-μέλλον.  Στη ταινία βέβαια, δε γινόμαστε ποτέ μάρτυρες κάποιου απροκάλυπτου, πολιτικού προβληματισμού, αλλά αφηνόμαστε να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματά, από τα σεναριακά ψίχουλα, που αποφασίζει να μας σερβίρει ο Petzold.  Και αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό, όταν γίνεται με τον τρόπο που το κάνει εδώ.  Χωρίς δηλαδή υπερβολικές καταστάσεις, υπέρ του δέοντος δραματική υπόθεση και μια ηρωίδα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.  Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης, επιλέγει να περιορίσει την ουσία των διαλόγων του, στα απολύτως απαραίτητα, και να αφήσει κυρίως το παράστημα και το διαπεραστικό βλέμμα της Hoss να τα πουν όλα.


Το "Barbara" είναι μια ταινία με σπάνια (για την εποχή μας πάντα) "οικονομία" η οποία γίνεται αισθητή στο σύνολό της.  Από ενδυματολογικής (προσέξτε οτι η Hoss φοράει το ίδιο ζευγάρι παπούτσια και τα ίδια, επαναλαμβανόμενα ρούχα, σε όλη τη διάρκεια του φιλμ), μέχρι σεναριακή πλευράς, και από το στήσιμο της κάμερας, μέχρι τη πρόζα, αυτή η ταινία χαρακτηρίζεται από μια απλότητα και μια ειλικρίνεια, η οποία μπορεί να οδηγήσει έναν θεατή στο τελικό χειροκρότημα, ή το ύστατο χασμουρητό.  Εξαρτάται από το τι ακριβώς περιμένει ο θεατής.
Όπως είπαμε και νωρίτερα, ο Petzold φροντίζει να ντύνει τις ταινίες του, με ένα κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, το οποίο λειτουργεί ως βάση, πάνω στην οποία εκτυλίσσεται σταδιακά η ιστορία του.  Αν και αυτό το background, υπάρχει για να δηλώνει και να καθορίζει το ταινιακό του πλαίσιο, εντούτοις δεν αποτελεί ακριβώς τον πρωταγωνιστή, αλλά μοιάζει να λειτουργεί σαν ένα φάντασμα, το οποίο πλανάται πάνω από τους ήρωες, υποκινώντας πράξεις και αποφάσεις.  Ποτέ δε το βλέπουμε πραγματικά, αλλά αισθανόμαστε τη παρουσία του με τρόπους πολλούς και διάφορους.  Ένας από αυτούς είναι και η τμηματική παρουσία της Stasi στη ταινία.
Χωρίς να έχουμε ακολουθήσει για παράδειγμα, οπτικώς εξαρχής, τους λόγους για τους οποίους η Barbara "στάλθηκε" στο αγροτικό νοσοκομείο, καταλαβαίνουμε στη πορεία ποιοί μπορεί να είναι αυτοί, όταν αντιλαμβανόμαστε την πρώτη επίσκεψη της Stasi στο σπίτι της.
Λίγο αργότερα η Barbara αναλαμβάνει να βοηθήσει μια πιτσιρίκα που είναι έγκυος, και την οποία αναζητεί η αστυνομία.  Και πάλι η απάντηση έρχεται λίγο αργότερα, όταν καταλαβαίνουμε ποιος είναι ο ρόλος της, και γιατί τελικώς την έχουν βάλει και αυτή στο μάτι.
Αυτό αποτελεί και το έξυπνα δομημένο κομμάτι της ταινίας: το γεγονός οτι τη μια στιγμή ο Petzold σου δημιουργεί ερωτήματα, μόνο για να έρθει και να στα απαντήσει λίγο αργότερα.  Και ποιος είναι πάντα ο κρυμμένος φταίχτης όλων αυτών;  Το ανατολικογερμανικό καθεστώς και όλα τα παρελκόμενά του.  Και ο σκηνοθέτης δε μιλάει τυχαία...


Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος στη mini συνέντευξή του, οι γονείς του, ανήκαν σε αυτούς τους ανθρώπους (και ήταν πολλοί αυτοί), οι οποίοι έζησαν την εμπειρία της Ανατολικής Γερμανίας στο πετσί τους, αναγκάζοντας να μετακομίσουν και να αφήσουν πίσω τους αναμνήσεις, εμπειρίες και μια ζωή, πίσω στην οποία, δεν επέστρεψαν ποτέ ξανά.
Αυτό ο τείνι τρόπου, βιωματικός κινηματογράφος του Petzold είναι που κάνει και τη συγκεκριμένη ιστορία (μια ανάμεσα σε χιλιάδες) τόσο αξιοπρόσεχτη και δοσμένη κινηματογραφικά με έναν τρόπο, ο οποίος είναι την ίδια στιγμή όμορφος και μελαγχολικός.
Η προσωπική του θλίψη για τα όσα έζησαν οι γονείς του, αλλά και η κρυφή ελπίδα της λύτρωσης, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος αφενός στην στεγνή και αγέρωχη παρουσία/ερμηνεία της Hoss, με μερικές φεμινιστικές πινελιές να κάνουν την εμφάνισή τους,  (η οποία συνεργάζεται για 5η φορά με τον Petzold), και αφετέρου στην υπέροχη κινηματογράφηση του "Barbara", το οποίο εγκλωβίζει πράσινα τοπία, σιωπηλή ομορφιά και ατέλειωτη υπομονή για ένα διαφορετικό μέλλον.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι πολύ καλές, σε αυτό των ήπιων τόνων δράμα, ενώ και η γεύση που σου μένει στο τέλος, είναι μάλλον γλυκόπικρη και ακριβώς αυτό που της ταιριάζει.
Δες το "Barbara" αν αρέσκεσαι σε τέτοιου είδους cinema και μόνο, και έχε στο μυαλό σου οτι ένα βραδυφλεγές, λιτό δράμα, μπορεί να σου πει πολλά περισσότερα από ένα πραγματικό tearjerker ταινιάκι.

Τι έμαθα από τη ταινία: Oτι τα παπούτσια αυτά τα θέλω απεγνωσμένα, οτι εντάξει, μεταξύ μας, ο φλώρος γκόμενός της, δε συγκρίνεται με τον γιατρό και οτι αυτές οι ορθοπεταλιές σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με σκοτώνουν...

No trivia

Συνέντευξη Christian Petzold

1) Γιατί επιλέξατε για ακόμη μια φορά την Nina Hoss για τον ρόλο, από τη στιγμή που έχετε ήδη συνεργαστεί τέσσερις ακόμα φορές μαζί της;

Η αλήθεια είναι οτι στην αρχή δε τη πήγαινα!  Μου φαινόταν κάπως σαν διανοούμενη και δε τη συμπαθούσα ιδιαίτερα.  Αργότερα όμως, και όταν συνεργάστηκα μαζί τις, τις πρώτες φορές, συνειδητοποίησα πόσο μεγαλειώδης ηθοποιός είναι.  Καταφέρνει να γεμίσει τον χώρο μέσα στη ταινία, και να αδειάζει τον εαυτό της, μέσα σε αυτόν.  Συνεπώς, δε θα έλεγα ακριβώς οτι είναι μούσα μου (μούσες πιστεύω έχουν οι ζωγράφοι και οι καλλιτέχνες), αλλά πιστεύω οτι είναι μια πραγματικά, μεγάλη ηθοποιός.

2) Και γιατί διαλέξατε τον Ronald Zehrfeld για τον πρωταγωνιστικό ρόλο; 

Ήθελα πολύ καιρό να συνεργαστώ μαζί του (δίπλα του ο Ronald), αλλά μέχρι τώρα δε τα είχα καταφέρει λόγω του φορτωμένου του προγράμματος.  Νομίζω οτι ο Ronald είναι ένας ηθοποιός ο οποίος μπορεί με τη πληθωρική του, έντονη παρουσία να κάνει αίσθηση.  Το γεγονός δε οτι αυτή η παρουσία, έρχεται σε αντίθεση με μια θλίψη που έχει στο πρόσωπό του, είναι αυτό που τον έκανε ιδανικό για τον κεντρικό ρόλο της ταινίας.

3) Πως ήταν η συνεργασία σας με τη Hoss;

Εξαιρετική, θαυμάσια η συνεργασία μου μαζί της.  Αν μάλιστα θα έπρεπε να επιλέξω και μια σκηνή η οποία είναι η αγαπημένη μου, θα διάλεγα αυτή στο τέλος.  Λέει πολλά και συμπυκνώνει όλο το νόημα τη ταινίας μέχρι εκείνη τη στιγμή.

4) Γιατί επιλέξατε και πάλι το θέμα της Ανατολικής Γερμανίας;

Οι γονείς μου ζούσαν για μεγάλο διάστημα στην Ανατολική Γερμανία, και όταν αναγκάστηκαν να φύγουν, έπρεπε να "διαγράψουν" και ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους.  Γεγονότα, εμπειρίες, αναμνήσεις.  Δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω, είχαν αφήσει εκεί συγγενείς, φίλους.  Και όμως, δε πήραν ποτέ την απόφαση να επιστρέψουν.  Ήταν μια ζωή που ήθελαν να ξεχάσουν, να ξεκόψουν.  Πάντα όμως είχαν αυτή τη θλίψη που άφησαν τον τόπο.  Κατά κάποιον τρόπο, μέσα από τις ταινίες, γίνομαι μάρτυρας των όσον έζησαν.  Η ταινία, αποτελεί παράλληλα και μια ιστορία, γυναικείας χειραφέτησης, στην οποία όμως το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον το οποίο έζησα μέσα από τους γονείς μου, είναι εκεί και υπάρχει.


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Amour: Where is the love?

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους.  Σήμερα, θα ασχοληθούμε με μια ακόμη από τις ταινίες που έτυχε να δω στις Νύχτες Πρεμιέρας.  Αντικειμενικά, η νέα ταινία του Haneke, "Amour" ήταν μια από τις πιο αναμενόμενες ταινίες του φεστιβάλ που μας πέρασε και οι προσδοκίες των περισσοτέρων, έπειτα μάλιστα και από τη νίκη του Χρυσού Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών, ήταν αυξημένες.  Όπως θα καταλάβετε και από το παρακάτω κείμενο, η δική μου στάση βρέθηκε κάπου στη μέση.  Ούτε αγάπησα τη ταινία (έτσι κι αλλιώς και ο σκοπός του δημιουργού, δε νομίζω πως ήταν αυτός), ούτε όμως και μου πέρασε, παγερά αδιάφορη.  Είχε τις καλές τις στιγμές, τη κλασική της σκηνοθεσία, το δουλεμένο της (τόσο όσο) story, αλλά για εμένα μέχρι εκεί, μιας, που μου φάνηκε πως του έλειπε κάτι πολύ βασικό για τις ταινίες που γουστάρω: ψυχή.


O Georges (Jean-louis Trintignant) και η Anne (Emmanuelle Riva), είναι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, καλλιεργημένων ανθρώπων, οι οποίοι παρά το γεγονός οτι έχουν φτάσει στην ηλικία των 80, δεν έχουν σταματήσει να αγαπούν και να εκτιμούν τη κλασική τους παιδεία και τη μουσική.
Μέσα στο ταιριαστά κουλτουρέ τους σπίτι, οι δυο τους ζουν όπως κάθε φυσιολογικό ζευγάρι, μοιράζοντας τη καθημερινότητά τους, ανάμεσα σε κονσέρτα, ετοιμασία πρωινού και διάβασμα βιβλίων.
Όταν ένα πρωί ο Georges, εντοπίσει τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια υγείας στη σύντροφό του, δε θα μπορέσει να διανοηθεί το κακό που σύντομα, θα τους χτυπήσει τη πόρτα.  Η Anne σύντομα θα μείνει παράλυτη έπειτα από ένα σοβαρό εγκεφαλικό και μια αποτυχημένη εγχείρηση, γεγονός, που θα τη καθηλώσει στο αναπηρικό καροτσάκι.
Η ζωή πρόκειται πλέον να μεταμορφωθεί σε πραγματικό γολγοθά, τόσο για την ανήμπορη πια Anne (η οποία με πόνο στα μάτια, δηλώνει οτι δε μπορεί άλλο αυτή τη κατάσταση), και κυρίως για τον Georges που θα επωμιστεί όλο το βάρος της φροντίδας και της προστασίας της γυναίκας του.
Ο δεσμός αγάπης, πρόκειται να δοκιμαστεί πολύ σκληρά.  Και πόσο τελικά θα αντέξει;


Ο Γερμανός σκηνοθέτης, Michael Haneke, αποτελεί πλέον και στη χώρα μας, μια τείνει τρόπο μόδα, την οποία νομίζω πως δεν είχα δει με κανέναν άλλο δημιουργό τα τελευταία χρόνια (ίσως λίγο με τον Woody Allen).  Και τι εννοώ με αυτό;  Μα φυσικά κάτι πολύ απλό: από το φετινό αφιέρωμα στο έργο του, που πραγματοποιήθηκε τo καλοκαίρι στον πολυχώρου του GazARTE, μέχρι και τις διθυραμβικές κριτικές που είχαν αρχίσει ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, καθώς φυσικά και την κατάκτηση του Χρυσού Φοίνικα, ο Haneke έκλεψε και πάλι τα φώτα της κινηματογραφικής δημοσιότητας, με μια ταινία μάλιστα η οποία εκ πρώτης όψεως παρουσιαζόταν ως ένα από τα μεγάλα αριστουργήματά του.  Φυσικά, και εμείς εδώ στην Ελλάδα, που αγαπάμε πολλές φορές τέτοιου είδους, ποιοτικούς δημιουργούς για τους λάθος λόγους, δεν αργήσαμε να μιλάμε για το "Amour" με στόμφο και ενθουσιασμό, ακόμα και αν οι περισσότεροι δε την είχαμε καν δει (στη χώρα μας η ταινία προβλήθηκε σε πρώτη φάση, στα πλαίσια του φεστιβάλ, Νύχτες Πρεμιέρας).  Βάζω και τον εαυτό μου μέσα, αν και σε έναν κάποιο βαθμό, είχα αποφασίσει να κρατήσω μικρό καλάθι, γιατί δεν είναι και λίγες οι φορές που την είχα πατήσει, εξαιτίας των υψηλών μου προσδοκιών.  Και τελικά για εμένα, καλά έκανα.  Το "Amour" είναι ένα σαδιστικό αστείο του Haneke, σε όλους τους θαυμαστές και το κοινό του.  Γηραιών και μη.  Enjoy.


"Funny Games", "Cache", "The White Ribbon", όλες αποτελούν δημιουργήματα της φαντασίας ενός μυαλού, που αρέσκεται σε βαθιά, κοινωνικοπολιτική σάτιρα, ξεμπρόστιασμα της σύγχρονης, μπουρζουαζέ ζωής, απρόσμενες εξάρσεις βίας και μιας μοιρολατρικής διάθεσης απέναντι στο ύπουλο και αρχέγονα σάπιο, ανθρώπινο κύτταρο.
Ιστορίες όπως αυτή του "Funny Games", ή του "Benny's Video", θα μας θυμίζουν πάντα τη βιβλική τρέλα που κουβαλάμε όλοι πάνω μας, και η οποία μέσα στις ταινίες του Haneke βρίσκει το πρόσφορο έδαφος που ζητά, βγαίνει μπροστά και γίνεται ο σκληρός και αμείλικτος πρωταγωνιστής.  Ίσως αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο μέχρι και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν έχω καταλάβει που ακριβώς έγκειται η 'αγάπη', ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι του "Amour".  Στο γεγονός οτι επί τόσο έτη μοιράζονται μια κοινή ζωή μέσα από τον γάμο;  Στο οτι τα κοινά τους ενδιαφέροντα τους κράτησαν μακριά από συγκρούσεις και εντάσεις (όπως αφήνει να εννοηθεί το σοκ μιας παραπληγικής πια Anne, στο μοιραία σκληρό χαστούκι του συζύγου); ή μήπως στο γεγονός οτι ο Georges, παίρνει τη θέση του-έτσι κι αλλιώς-προστάτη, αλλά στο πιο πασιφανές, για εμάς τους θεατές;  Και κάπου εκεί έγκειται και η προσωπική μου ένσταση, όσον αφορά όχι τόσο το story, τη σκηνοθεσία (που μεταξύ μας, ok, την έχω ξαναδεί πολλές πολλές φορές, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα) ή την ιδέα του Hakene, να κάνει μια ταινία για την τρίτη ηλικία (κλείνοντας ενδεχομένως συνωμοτικά το μάτι σε όλους εμάς και γελώντας κρυφά).  Η ένστασή μου αφορά το θέμα της αγάπης και τους λόγους που οδήγησαν τον σκηνοθέτη στο να ονομάσει έτσι μια ταινία, η οποία εκ των πραγμάτων παλεύει με όλα εκείνα τα 'κλασικά ποιοτικά στοιχεία' προκειμένου να σε πείσει για κάτι που όπως εύκολα φαντάζεσαι, θα ίσχυε έτσι κι αλλιώς.  Δυο άνθρωποι είναι μαζί χρόνια ολόκληρα και ζουν τη συνταξιοδοτική τους ζωή με αξιοπρέπεια και σεβασμό.  Εκεί ναι, τη βλέπω την αγάπη, τη νοιώθω και τη φαντάζομαι, μιας που η αναφορά στη προ-εγκεφαλικού εποχή, είναι ελάχιστη.  Τι γίνεται όμως με όλη την υπόλοιπη ταινία;  Θα σου πω, πως το είδα εγώ.  Ο Haneke υπερπροσπαθεί να τονίσει οτι η αγάπη επέρχεται μέσα από την αυτοθυσία, την ίδια στιγμή που αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό, ακόμα και ως προς τα δεσμά του γάμου.  Πόσο πρέπει να αγαπάς κάποιον, προκειμένου να 'αυστοθυσιαστείς' στο ενδεχόμενο μιας διαφορετικής πορείας και να 'συμβιβαστείς' με έναν σύντροφο, για όλη την υπόλοιπη ζωή σου;  Αυτό είναι και το σφάλμα του Haneke.  Την αγάπη την έχουμε ήδη δει, χωρίς να έχουμε δει και τίποτα.  Παρακάτω;  Τι γίνεται παρακάτω;


Χωρίς καμία πρόθεση να γίνω ούτε αφοριστική, ούτε ξινή απέναντι στη συγκεκριμένη ταινία, δε μπορώ να μη παραδεχτώ οτι οι ερμηνείες των δυο βασικών πρωταγωνιστών είναι εξαιρετικές.  Όπως είπα μάλιστα και σε φίλους, μαζί με τους οποίους την είδα, νομίζω πως χρειάζεται πολλά κότσια (ή και κάτι άλλο), προκειμένου ένας ηλικιωμένος να υποδυθεί έναν τόσο προκλητικό ρόλο, από πλευράς τραγικής ειρωνείας.  Πόσο εύκολο θα ήταν να πάθει κάτι ανάλογο, η Riva ή ο Trintignant και στη πραγματική τους ζωή;  Το να αναλαμβάνουν λοιπόν (και κυρίως η Riva) να παίξουν ρόλους ανθρώπων τόσο ανήμπορων, παραιτημένων πια από τη ζωή, που αποζητούν τελικά τη λύτρωση μέσα από τον θάνατο, είναι κινηματογραφικά εντυπωσιακό και αν σε κάποιον αξίζουν να πάνε τα εύσημα, σίγουρα είναι το κεντρικό μας ζευγάρι.
Η σκηνοθεσία του Haneke είναι και πάλι μια από τα ίδια.  Μεγάλης διάρκειας στατικά πλάνα, λιτοί διάλογοι με ένα-μεγάλο σε στιγμές-φιλοσοφίζον υπόβαθρο, μουντά χρώματα και μια αίσθηση ντεκαντάνς πολυτέλειας, που ακολουθεί κατά πόδας το ζεύγος και εξωτερικεύει υπό την μορφή εσωτερικής διακόσμησης του σπιτιού, την κλασική τους εκπαίδευση.


Δυστυχώς, πέρα από τις ερμηνείες όπως ανέφερα και παραπάνω, πραγματικά δε κατάφερα να εντοπίσω τους λόγους για τους οποίους το "Amour" βρέθηκε τόσο ψηλά σε αξιολόγηση κριτικών και κοινού.  Ή μάλλον για το κοινό, ίσως και να μπορώ να καταλάβω.
Όταν παίρνεις ένα ζευγάρι τρίτης ηλικίας, προκαλείς στη σύζυγο ένα εγκεφαλικό, πετάς μέσα στη πλοκή μια εγχείρηση που στράβωσε και στη συνέχεια δίνεις τη σκυτάλη στον σύζυγο, προκειμένου να αποδείξει μια αγάπη(;) μέσα από την αλλαγή της πάνας, το γυμνό σώμα της γυναίκας που μπανιαρίζεται πονώντας, την άρνησή της να φάει, την προοδευτική απώλεια αίσθησης του χώρου και του χρόνου, καθώς και τη διαρκή επίκληση βοήθειας, μέσα από μια σειρά ασταμάτητων, ανατριχιαστικών βογκητών, μπορείς να περιμένεις και το δάκρυ, και το σοκ που πέφτει σαν ασήκωτη πέτρα στη ψυχολογία του θεατή.  Και μάλλον γι' αυτόν το λόγο δεν μπόρεσα να παραδεχτώ αυτή τη φορά τον Haneke: διότι ήταν σαν να εκβίαζε τις δικές μας αντιδράσεις, απέναντι σε κάτι αυταπόδεικτα τραγικό.  Ήταν σαν να μου έδινε στο πιάτο ένα χειραγωγικό σενάριο, από αυτά του σωρού κιόλας, και να απαιτούσε από εμένα να του δώσω τη συγκίνησή μου, αλλά παράλληλα να τον αναγνωρίσω και ως έναν μεγάλο δημιουργό, στον οποίο επιτρέπεται να κάνει κάτι τέτοιο, επειδή είναι μεγάλος.  Λυπάμαι, αλλά δε πάει έτσι.  Το γεγονός (για εμένα τουλάχιστον) οτι η υπόθεση της ταινίας έβγαζε εύκολο δράμα που φώναζε από μακριά, δεν αλλάζει.  Το μόνο που βρήκα ενδιαφέρον, ήταν η έξυπνη εναλλαγή του φιλμικού χρόνου, και η θέση της κόρης στο τέλος.  Ακόμα και άλλα στοιχεία με τα οποία υποτίθεται οτι έπρεπε να σκεφτούμε κάτι παραπάνω, είναι σαν να τα έβαλε επίτηδες, για να σκεφτούμε εμείς, ενώ εκείνος απλά έκανε το παιχνίδι του λέγοντας, "ας το ρίξω και αυτό μέσα, όντας ο Haneke μπορεί να σκεφτούν οτι κάτι εννοώ".  Ναι, τίποτα.
Το "Amour" είναι μια ταινία, η οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί πραγματικό διαμάντι, αν δεν είχε μπει στη μέση η ματαιοδοξία του σκηνοθέτη της.  Και αν κάτι απεχθάνομαι, είναι να μου πασάρουν καταστάσεις που άλλες φορές κατακρίνονται ως φτηνοί μελοδραματισμοί, ως κουλτούρα, εξαιτίας του δημιουργού.  Εξαίσιες ερμηνείες, ικανοποιητική σκηνοθεσία, μερικές καλές (καθαρά κινηματογραφικές στιγμές) και αυτό είναι όλο.  Δες καλύτερα το "Funny Games".  Εκεί τουλάχιστον το διασκεδάζει και ο λόγος που το κάνει είναι ξεκάθαρος, απολαυστικός και απείρως κιτς, αλλά με αιτία.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι ξεκινάει με το μεγαλύτερο spoiler (αν και δε θα ήταν δύσκολο να το καταλάβουμε από μόνοι μας), οτι το τέλος είναι επιτέλους ξεκάθαρο στα μάτια μου και οτι αν δε καθόταν ο Haneke πίσω από τη κάμερα, δε ξέρω κατά πόσο η ταινία θα είχε τσιμπήσει τον Χρυσό Φοίνικα.


No trivia