Hello again! Ψάχνοντας ταινιούλα για να βάλω σήμερα, κατέληξα σε εκείνη που τριβέλιζε, για άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο, το μυαλό μου σήμερα το πρωί. Είναι μια από εκείνες τις ταινίες για τις οποίες διαβάζεις στις Νύχτες Πρεμιέρας και σου κάνουν εντύπωση. Προσωπικά, τα περισσότερα ταινιάκια που τυγχάνει να παρακολουθώ στο φεστιβάλ μου είναι εντελώς άγνωστα σε πρώτη φάση. Επειδή όμως θεωρώ πως μεγαλύτερη ουσία έχει για κάποιον να δει φιλμάκια τα οποία είναι σχεδόν αδύνατον να κυκλοφορήσουν στην χώρα μας, έτσι και η φετινή μου λίστα απαρτιζόταν στο σύνολό της από ανεξάρτητα δημιουργήματα που περίμεναν να τα ανακαλύψεις.
Σήμερα λοιπόν, εκτός από τις standard ταινίες που κυκλοφορούν στις αίθουσες με μπόλικο καλό πράγμα (σου προτείνω "Luton", "Prisoners", "Le Passe" και ένα "Despicable Me 2" για να δέσει το γλυκό), θα τσεκάρουμε το "Tore Tanzt" μια ταινία σκληρή και ολοκληρωτικά παραβολική, μόνο για τα γερά νεύρα και στομάχια.
O Tore είναι ένας νεαρός που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Δεν έχει οικογένεια, δεν έχει σπίτι και κανέναν που ουσιαστικά να νοιάζεται γι' αυτόν. Στην προσπάθειά του να ζήσει λίγο ακόμη, τάσσεται στο πλευρό των "The Jesus Freaks", μια ομάδα από χαμένα παιδιά τα οποία δοξάζουν τον Κύριο και προσπαθούν να ζουν σύμφωνα με τις διδασκαλίες του στο πλαίσιο όμως μια μοντέρνας, σύγχρονης πραγματικότητας.
Ο αλτρουιστής Tore βλέποντας πως κάποιοι από τους εμπλεκόμενους μένουν μόνο στα λόγια, ζώντας κατά τα άλλα μια φυσιολογική ζωή γεμάτη πειρασμούς, αποφασίζει να μαζέψει τα πράγματά του και να μετακομίσει στο σπίτι του Benno, ενός άνδρα τον οποίο γνώρισε τυχαία στον δρόμο, όταν το αυτοκίνητό του χάλασε. Τότε ο Tore παρέα με έναν φίλο του επικαλέστηκαν το όνομα του Θεού τους, προκειμένου να βοηθήσουν τον Benno και την οικογένειά του να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο. Το "θαύμα" έγινε τελικά και μια ιδιάζουσα φιλία ξεκίνησε ανάμεσα στους δυο άνδρες. Φυσικά ο Tore δεν είχε καμία ιδέα για τις φριχτές στιγμές που τον περίμεναν στο Κολαστήριο του Benno, εκεί όπου η πίστη του θα δοκιμαζόταν ολοκληρωτικά και αμετάκλητα...
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Katrin Gebbe είναι τολμηρό και σίγουρα δεν μασάει τα λόγια του. Βασικά και μόνο η σκέψη πως η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί δημιούργημα ενός γυναικείου μυαλού, είναι αρκετή για να σοκάρει, ακόμη και αν βάλουμε στην άκρη όλες τις έτσι κι αλλιώς σοκαριστικές στιγμές του "Tore Tanzt".
Η σκληρότητα που χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη ταινία, είναι κάτι το οποίο έχουμε συνηθίσει στον κινηματογράφο χρόνια τώρα. Από τον πολιτικό σχολιασμό του Pasolini στο-στα όρια εμετικό-"Salo" και το σαρκοφαγωμένο "Society" του Brian Yuzna, μέχρι το βίαιο "Irreversible" του Gaspar Noe (το οποίο περιλαμβάνει μια από τις πλέον σκληρές και αναγνωρίσιμες σκηνές βιασμού στην μεγάλη οθόνη) και-γιατί οχι;-τον δικό μας "Κυνόδοντα", πολλοί σκηνοθέτες χρησιμοποιούν την βία ως μέσο έκφρασης και αρκετές φορές καυτηριασμού των κακώς κειμένων της ανθρωπότητας. Είτε μιλάμε για κοινωνικοπολιτικούς σχολιασμούς, είτε για την θέση της γυναίκας στην σημερινή εποχή, είτε ακόμη και για τις μύχιες και βαθιά διαταραγμένες φύσεις των ατόμων, ο κινηματογράφος κατάφερνε από πάντα να ξεμπροστιάζει και να προκαλεί, επειδή ακριβώς μέσα σε αυτόν τίποτα δεν μένει κρυφό. Είναι γεγονός εξάλλου πως τα οπτικοακουστικά του στοιχεία σε καθηλώνουν και σε καθιστούν κατά κάποιον τρόπο έναν ηδονοβλεπτικό συνεργό όλων εκείνων των ετερόκλητων θεματικών που θέλει να σου παρουσιάσει, αδύναμο στην όποια αντίδραση μέσα στην σκοτεινή, κινηματογραφική αίθουσα. Με το "Tore Tanzt" θα το καταλάβεις καλά αυτό.
Το ενδιαφέρον κομμάτι αυτής της ταινίας είναι πως καταφέρνει να καταστήσει τον πρωταγωνιστή της έναν ήρωα οικουμενικό και διαχρονικό, κυρίαρχο στον χρόνο και αναλλοίωτο στην δυναμική του. Αυτό που γίνεται μάλιστα εμφανές σταδιακά, είναι και η πρόθεση της σκηνοθέτιδας (η οποία έχει αναλάβει και το σενάριο), να μιλήσει για την θρησκευτικότητα και την πίστη, παρουσιάζοντας στο κοινό της έναν νέο Μεσσία, έναν "μεταμορφωμένο" Χριστό, ψηλό και ξερακιανό, ξανθό, με γαλάζια μάτια και πράο βλέμμα γεμάτο κατανόηση και κρυφή, απλοϊκή γνώση. Ο Tore μετουσιώνεται σιγά σιγά σε σωτήριο όχημα κατά τρόπο κοινό με εκείνον που κάποτε ο Χριστός θυσιάστηκε για το καλό ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ο Tore βλέπει, βασανίζεται, υποφέρει και υπομένει στωικά κάθε κακουχία για το καλό αυτή τη φορά, οχι όλου του κόσμου (πόσα μπορεί να κάνει πια ένας ξεχασμένος από τους πάντες έφηβος;), αλλά των δυο παιδιών της οικογένειας που με την σειρά τους κωφεύουν και σιωπούν μπροστά στην βαρβαρότητα του "πατέρα αφέντη" και της μάνας που αδιαφορεί.
Επί της ουσίας το "Tore Tanzt" αποτελεί μια γλαφυρή αλληγορία του δρόμου των μαρτυρίων του Ιησού, ο οποίος μοιάζει ίδιος και απαράλλαχτος καρμποναρισμένος στις γολγοθικές μέρες του αγγελικού Tore. Έξυπνος και ιδιαίτερα αποτελεσματικός, κινηματογραφικά, ο τρόπος που επιλέγει η Gebbe να παρουσιάσει τα ανθρώπινα μαρτύρια ενός πια "υπερανθρώπου". Η δοκιμασία της πίστης, της λογικής και το μεγάλο "γιατί" βάλλουν από παντού την ταινία, η οποία βασίζεται και σε πραγματικά γεγονότα. Το περίμενες έτσι δεν είναι;
Σκηνοθετικά το "Tore Tanzt" είναι ένα μελαγχολικό κατασκεύασμα με πολλά, κενά πλάνα των φυλλωμάτων των δέντρων που κουνιούνται νωχελικά στο αεράκι, θυμίζοντας διαρκώς πως η Φύση είναι παρούσα στο ανθρώπινο δράμα, αλλά σπάνια συμμετέχει σε αυτό. Στην ουσία μιλάμε για μια προοδευτικά σκοτεινή ατμόσφαιρα, μουντή και δυσοίωνη η οποία δηλώνει τρανή παρουσία, λειτουργώντας ως το αποκαλυπτικό επιστέγασμα του φιλμ. Οι γκριζαρισμένες αποχρώσεις και ο περιορισμένος χώρος για την δράση της κάμερας στο εσωτερικό του σπιτιού, εντείνουν ακόμη περισσότερο την αγωνία και το τελολογικό της υπόθεσης το οποίο αντιλαμβάνεσαι έτσι κι αλλιώς από ένα σημείο και μετά, στην προσπάθειά σου να δικαιολογήσεις την παραιτημένη φύση του Tore. Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς τους λόγους για τους οποίους αυτή η ταινία σου μιλάει για την πιο παλιά ιστορία του κόσμου: αυτή των παθών του Υιού του Θεού.
Σπαρακτικό στο σύνολό του και απάνθρωπο μέσα στην ιστορία του, το "Tore Tanzt" είναι μια ταινία που αξίζει την προσοχή σου, μόνο όμως αν είσαι κατάλληλα προετοιμασμένος. Να σημειώσουμε πως και η πρωταγωνιστική παρουσία του Julius Feldmeier είναι εξαιρετική.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι δύσκολα γίνονται θαύματα, οτι η πίστη δοκιμάζεται καθημερινά και οτι πρέπει να είσαι πάντα προετοιμασμένος για την απανθρωπιά του ανθρώπου.
No trivia
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Mindf*cking. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Mindf*cking. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013
Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013
Only God Forgives: God might will, we won't
NEW ARRIVAL (στις αίθουσες από τις 19 Σεπτεμβρίου)
Γεια σας γεια σας και πάλι! Επιστρέφουμε σιγά σιγά στο blog αυτή την ημέρα, κατά την οποία δεν έχω ρεύμα στο σπίτι για δέκα μόνο ώρες (δε τις λες και πολλές) με αποτέλεσμα να έχω μεταφερθεί στην γιαγιά για internet (πόσο μπροστά δηλαδή;). Σήμερα το λοιπόν το menu έχει μια ταινία την οποία πριν την δω περίμενα ωσάν τρελή. Όταν άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες κριτικές οι οποίες δεν μιλούσαν και με τα πιο κολακευτικά λόγια γι'αυτήν, ήθελα να την δω ακόμα περισσότερο προκειμένου να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι τι στο καλό έτρεχε. Ε λοιπόν τρέχουν πολλά σε αυτή την ταινία. Το μόνο ίσως που μένει σταθερό είναι ο Ryan Gosling. Απλά και μόνο επειδή είναι ο Ryan Gosling βασικά.
Δυο χρόνια πριν ο Δανός σκηνοθέτης Nicolas Winding Refn κατάφερε πολλούς να ταχθούν στο σκηνοθετικό του πλευρό, οχι μόνο επειδή έκανε την έκπληξη κερδίζοντας το βραβείο Σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Καννών με το εξαιρετικό-για εμένα τουλάχιστον-"Drive", αλλά και γιατί η ταινία αποτέλεσε για πολλούς λόγους αφορμή, για έναν επαναπροσδιορισμό του crime είδους, με σωρό αναφορές σε άλλα ταινιακά δείγματα: από τον μοναχικό ήρωα των γουέστερν του John Ford, μέχρι το χαρακτηριστικό στιλιζάρισμα των noir και από την χρήση του slow motion για καθαρά εικαστικούς λόγους της στιγμής (και οχι για την ενίσχυση της όποιας δράσης όπως χρησιμοποιείται συνήθως στις σύγχρονες περιπέτειες), μέχρι την οικουμενικότητα του ήρωα χωρίς όνομα (ή απλώς του ομηρικού Κανένα/Οδυσσέα κάτι το οποίο θα ταίριαζε ιδανικά με το εδώ "ταξίδι" του πρωταγωνιστή), το "Drive" ήταν μια ταινία που προκάλεσε αίσθηση και αγαπήθηκε πολύ από το κοινό, ενδεχομένως επειδή χαρακτηρίζεται και από ψήγματα exploitation ταινιών της δεκαετίας του ΄70 με κακούς, macho πρωταγωνιστές και extra ταχύτητες.
Φυσικά ο Refn μετρούσε στο ενεργητικό ήδη μερικές αξιοπρόσεκτες ταινίες, όπως το "Βronson" με τον θηριώδη Tom Hardy, αλλά και το ιδιαίτερο "Valhalla Rising" με την έτερη ένοχη απόλαυση, τον Mads Mikkelsen.
Και κάπου εδώ θα με ρωτήσετε, "γιατί τα λέμε όλα αυτά αφού τα έχουμε ξαναπεί;". Διότι κάτι καλό πρέπει να θυμηθούμε κι εμείς, αν είναι στην συνέχεια να μιλήσουμε για το "Only God Forgives".
Καταρχάς να δηλώσω οτι αν μη τι άλλο τα posters της ταινίας μου άρεσαν (κάτι είναι και αυτό), όπως και η χρωματική παλέτα που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης, προκειμένου να προσδώσει στην ατμόσφαιρα του φιλμ όλη την αίγλη της φωτεινής εγκληματικής ζωής της Bangkok, μέσα από τις παρακμιακές νέον πινελιές του φλούο μπλε, του αιμάτινου κόκκινου, του ζωηρού πορτοκαλί και του σκληρού κίτρινου. Σίγουρα η ταινία θα υστερούσε πολύ περισσότερο αν η σκηνοθεσία δεν ήταν αυτό που τελικά είναι και που ας μη γελιόμαστε αποτελεί και μια σαφέστατη αναφορά στον παρανοϊκά βίαιο κινηματογράφο του Gaspar Noe (ο οποίος μετέβη μάλιστα στην Bangkok κατά την διάρκεια των γυρισμάτων και χαιρετίζεται έτσι κι αλλιώς στα τελικά credits) και που μαζί με την εκστατική τρέλα του Refn για την βία γενικότερα (γεγονός το οποίο έχει παρόλα αυτά καταντήσει άκρως γραφικό), δημιουργούν ένα καθόλα προκλητικό αποτέλεσμα το οποίο όμως δεν είναι και τόσο δύσκολο να διαπιστώσεις πως το κάνει απλά και μόνο για να προκαλέσει.
Στον αντίποδα του "Drive" το οποίο ήταν πιο ανθρωποκεντρικό ως προς την ανάδειξη του κεντρικού προσώπου σε τραγικό ήρωα του σήμερα, το "Only God Forgives" μοιάζει με το σατανικό δίδυμο αδελφάκι, υπερβολικά στιλιζαρισμένο και ματαιόδοξο για να το πάρεις στα σοβαρά.
Ο Refn, ενδεχομένως πιο υπερφίαλος από ποτέ, εμποτίζει την ταινία του με βάρβαρες εξάρσεις βίας, λίγα λόγια και πολλά κενά βλέμματα, τοποθετώντας σε στην θέση του ενοχικού ηδονοβλεψία που δύσκολα μπορεί να πάρει τη ματιά του απ'οτι συμβαίνει, παρά το γεγονός πως στον πυρήνα αυτού του δημιουργήματος δεν μοιάζει να υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από την μονομανή ανάγκη και αφορμή για μια ωδή στην ωμή βία.
Μη νομίζεις πως η σκληρότητα της ταινίας βασίζεται μόνο στον σωματικό πόνο. Κάθε άλλο. Η ψυχολογική και κυρίως η λεκτική βία που χρησιμοποιείται (η λέξη "cum dumpster" όπως ξεστομίζεται από την σκύλα-Thomas είναι ενδεικτική) αποτελούν τις βάσεις μιας ταινίας που δεν έχει και πολλά να πει, προσφέρεται όμως με ένα κάποιο γοητευτικό αμπαλάρισμα οπότε ίσως και να ξεπεράσεις το γεγονός πως παρά την φιλία του με τον σκηνοθέτη, ο Gosling δέχτηκε να παίξει με το συγκεκριμένο σενάριο (είπαμε το "Gangser Squad" θα κάνουμε πως απλά δεν υπήρξε γιατί στην τελική το αντιμετώπιζες και ως μια ένοχη, pulp απόλαυση).
Το ουσιαστικό πρόβλημα του "Only God Forgives", έγκειται στο οτι δεν έχει κάποιον σαφή υποθεσιακό προσανατολισμό, προσπαθώντας παράλληλα να πλασάρει αυτή την φορά τα slow πλάνα, τα close-ups στον κεντρικό ήρωα, ακόμα και την εξωδιηγηματική μουσική ως στοιχεία ενός κόσμου που ζει και αναπνέει πατώντας πάνω σε αυτές ακριβώς τις νόρμες. Η πραγματικότητα του Julian είναι ζοφερή και αποσαθρωτική για την ανθρώπινη υπόσταση, με τον Gosling να υποδύεται στην τελική έναν άνδρα που επιδιώκει την υπέρτατη λύτρωση από τα μητρικά/οιδιποδειακά δεσμά. Εξάλλου αυτές ακριβώς οι φροϋδικές πινελιές φαίνονται τόσο στο τέλος της ταινίας (η σκηνή είναι ολοκληρωτικά παράταιρη με οτι έχεις δει πριν και ενδεχομένως να λειτουργούσε αποτελεσματικά εάν η προοπτική του Refn δεν ήταν να κάνει μια ταινία με όλα τα γνώριμα στοιχεία του, σε στιλ "κάντο και οτι βγει"), όσο και στην αντιμετώπιση του θηλυκού στοιχείου το οποίο ο Julian απεχθάνεται και ποθεί την ίδια στιγμή.
Ως προς τις ερμηνείες ο Gosling είναι ο τύπος από το "Drive", στο πολύ πιο αφηρημένο και μουγκό, ενώ η Thomas μπαίνει άνετα στην λίστα των πιο μισητών γυναικών που έχεις δει σε ταινία. Από την άλλη το γεγονός πως ο Refn ήθελε ο Pansringarm να αποτελεί τον επίγειο Θεό που αποδίδει δικαιοσύνη, αποτελεί μόνο έναν από τους τρόπους με τους οποίους μπορείς να "διαβάσεις" αυτή την ταινία,η οποία παραμένει ενεργειακά χαοτική μέχρι το τέλος της.
Εν κατακλείδι το "Οnly God Forgives" θα αντιμετωπίσει τόσο το γιουχαϊτό αυτών που αρέσκονται στο "Drive", όσο και αυτών που αρέσκονται απλά στον Gosling. Στις Κάννες δεν κατάφερε να το αποφύγει και μόλις η ταινία ξεκινήσει θα καταλάβεις και το γιατί, δεν είναι δύσκολο. Μια πεπατημένη παραζαλική σκηνοθεσία και το "hot face now" του Gosling, απλά δεν αρκούν.
Βεβιασμένο, χωρίς συνοχή και ξεκάθαρο στόχο, το "Only God Forgives" είναι το χαμένο στοίχημα της μέχρι τώρα χρονιάς. Κρίμα.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι μπορεί να είσαι ιδιοκτήτης boxing club, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα φας και της χρονιάς σου, οτι η φωνή του Gosling όταν πιάνει οκτάβα είναι αστεία (καλά αυτό το είχα προσέξει από το "The Place Beyond the Pines" και οτι η μασέτα είναι το νέο trend.
TRIVIA
Γεια σας γεια σας και πάλι! Επιστρέφουμε σιγά σιγά στο blog αυτή την ημέρα, κατά την οποία δεν έχω ρεύμα στο σπίτι για δέκα μόνο ώρες (δε τις λες και πολλές) με αποτέλεσμα να έχω μεταφερθεί στην γιαγιά για internet (πόσο μπροστά δηλαδή;). Σήμερα το λοιπόν το menu έχει μια ταινία την οποία πριν την δω περίμενα ωσάν τρελή. Όταν άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες κριτικές οι οποίες δεν μιλούσαν και με τα πιο κολακευτικά λόγια γι'αυτήν, ήθελα να την δω ακόμα περισσότερο προκειμένου να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι τι στο καλό έτρεχε. Ε λοιπόν τρέχουν πολλά σε αυτή την ταινία. Το μόνο ίσως που μένει σταθερό είναι ο Ryan Gosling. Απλά και μόνο επειδή είναι ο Ryan Gosling βασικά.
O Julian (Ryan Gosling) είναι ένας λαθρέμπορος ναρκωτικών ο οποίος κυριαρχεί στην εγκληματική ζωή της Bangkok, διατηρώντας παράλληλα μια βιτρινάτο boxing club, μέσα στo οποίo "ανθούν" τα ξυλίκικα ταλέντα του μέλλοντος.
Όταν μια μέρα μάθει τα απρόσμενα μαντάτα του θανάτου του αδελφού του, θα προσπαθήσει να βρει τον δράστη που τόλμησε να τον σκοτώσει, ξεκινώντας ένα σκοτεινό ταξίδι στις πιο βρώμικες γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης. Την αρχηγία στην όλη υπόθεση αναλαμβάνει η μητέρα του Crystal (Kristin Scott Thomas) η οποία ωθεί τον μοναχογιό της πια, στον βίαιο γκρεμό, σε μια προσπάθεια να εκδικηθεί την άδικη(;) δολοφονία του αδελφού του και γιου της. Οι δυο τους όμως μοιάζουν να υπολογίζουν χωρίς τον ξενοδόχο ο οποίος ακούει στο όνομα Chang (Vithaya Pansringarm) και που σαν άλλος Θεός τιμωρός τριγυρνάει τις νύχτες δίνοντας τέλος στην μιασματική ζωή των ανθρώπινων κατακαθιών της πόλης. Και ο Chang ξέρει από πρώτο χέρι ποιος σκότωσε τον αδελφό του Julian...
Δυο χρόνια πριν ο Δανός σκηνοθέτης Nicolas Winding Refn κατάφερε πολλούς να ταχθούν στο σκηνοθετικό του πλευρό, οχι μόνο επειδή έκανε την έκπληξη κερδίζοντας το βραβείο Σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Καννών με το εξαιρετικό-για εμένα τουλάχιστον-"Drive", αλλά και γιατί η ταινία αποτέλεσε για πολλούς λόγους αφορμή, για έναν επαναπροσδιορισμό του crime είδους, με σωρό αναφορές σε άλλα ταινιακά δείγματα: από τον μοναχικό ήρωα των γουέστερν του John Ford, μέχρι το χαρακτηριστικό στιλιζάρισμα των noir και από την χρήση του slow motion για καθαρά εικαστικούς λόγους της στιγμής (και οχι για την ενίσχυση της όποιας δράσης όπως χρησιμοποιείται συνήθως στις σύγχρονες περιπέτειες), μέχρι την οικουμενικότητα του ήρωα χωρίς όνομα (ή απλώς του ομηρικού Κανένα/Οδυσσέα κάτι το οποίο θα ταίριαζε ιδανικά με το εδώ "ταξίδι" του πρωταγωνιστή), το "Drive" ήταν μια ταινία που προκάλεσε αίσθηση και αγαπήθηκε πολύ από το κοινό, ενδεχομένως επειδή χαρακτηρίζεται και από ψήγματα exploitation ταινιών της δεκαετίας του ΄70 με κακούς, macho πρωταγωνιστές και extra ταχύτητες.
Φυσικά ο Refn μετρούσε στο ενεργητικό ήδη μερικές αξιοπρόσεκτες ταινίες, όπως το "Βronson" με τον θηριώδη Tom Hardy, αλλά και το ιδιαίτερο "Valhalla Rising" με την έτερη ένοχη απόλαυση, τον Mads Mikkelsen.
Και κάπου εδώ θα με ρωτήσετε, "γιατί τα λέμε όλα αυτά αφού τα έχουμε ξαναπεί;". Διότι κάτι καλό πρέπει να θυμηθούμε κι εμείς, αν είναι στην συνέχεια να μιλήσουμε για το "Only God Forgives".
Καταρχάς να δηλώσω οτι αν μη τι άλλο τα posters της ταινίας μου άρεσαν (κάτι είναι και αυτό), όπως και η χρωματική παλέτα που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης, προκειμένου να προσδώσει στην ατμόσφαιρα του φιλμ όλη την αίγλη της φωτεινής εγκληματικής ζωής της Bangkok, μέσα από τις παρακμιακές νέον πινελιές του φλούο μπλε, του αιμάτινου κόκκινου, του ζωηρού πορτοκαλί και του σκληρού κίτρινου. Σίγουρα η ταινία θα υστερούσε πολύ περισσότερο αν η σκηνοθεσία δεν ήταν αυτό που τελικά είναι και που ας μη γελιόμαστε αποτελεί και μια σαφέστατη αναφορά στον παρανοϊκά βίαιο κινηματογράφο του Gaspar Noe (ο οποίος μετέβη μάλιστα στην Bangkok κατά την διάρκεια των γυρισμάτων και χαιρετίζεται έτσι κι αλλιώς στα τελικά credits) και που μαζί με την εκστατική τρέλα του Refn για την βία γενικότερα (γεγονός το οποίο έχει παρόλα αυτά καταντήσει άκρως γραφικό), δημιουργούν ένα καθόλα προκλητικό αποτέλεσμα το οποίο όμως δεν είναι και τόσο δύσκολο να διαπιστώσεις πως το κάνει απλά και μόνο για να προκαλέσει.
Στον αντίποδα του "Drive" το οποίο ήταν πιο ανθρωποκεντρικό ως προς την ανάδειξη του κεντρικού προσώπου σε τραγικό ήρωα του σήμερα, το "Only God Forgives" μοιάζει με το σατανικό δίδυμο αδελφάκι, υπερβολικά στιλιζαρισμένο και ματαιόδοξο για να το πάρεις στα σοβαρά.
Ο Refn, ενδεχομένως πιο υπερφίαλος από ποτέ, εμποτίζει την ταινία του με βάρβαρες εξάρσεις βίας, λίγα λόγια και πολλά κενά βλέμματα, τοποθετώντας σε στην θέση του ενοχικού ηδονοβλεψία που δύσκολα μπορεί να πάρει τη ματιά του απ'οτι συμβαίνει, παρά το γεγονός πως στον πυρήνα αυτού του δημιουργήματος δεν μοιάζει να υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από την μονομανή ανάγκη και αφορμή για μια ωδή στην ωμή βία.
Μη νομίζεις πως η σκληρότητα της ταινίας βασίζεται μόνο στον σωματικό πόνο. Κάθε άλλο. Η ψυχολογική και κυρίως η λεκτική βία που χρησιμοποιείται (η λέξη "cum dumpster" όπως ξεστομίζεται από την σκύλα-Thomas είναι ενδεικτική) αποτελούν τις βάσεις μιας ταινίας που δεν έχει και πολλά να πει, προσφέρεται όμως με ένα κάποιο γοητευτικό αμπαλάρισμα οπότε ίσως και να ξεπεράσεις το γεγονός πως παρά την φιλία του με τον σκηνοθέτη, ο Gosling δέχτηκε να παίξει με το συγκεκριμένο σενάριο (είπαμε το "Gangser Squad" θα κάνουμε πως απλά δεν υπήρξε γιατί στην τελική το αντιμετώπιζες και ως μια ένοχη, pulp απόλαυση).
Το ουσιαστικό πρόβλημα του "Only God Forgives", έγκειται στο οτι δεν έχει κάποιον σαφή υποθεσιακό προσανατολισμό, προσπαθώντας παράλληλα να πλασάρει αυτή την φορά τα slow πλάνα, τα close-ups στον κεντρικό ήρωα, ακόμα και την εξωδιηγηματική μουσική ως στοιχεία ενός κόσμου που ζει και αναπνέει πατώντας πάνω σε αυτές ακριβώς τις νόρμες. Η πραγματικότητα του Julian είναι ζοφερή και αποσαθρωτική για την ανθρώπινη υπόσταση, με τον Gosling να υποδύεται στην τελική έναν άνδρα που επιδιώκει την υπέρτατη λύτρωση από τα μητρικά/οιδιποδειακά δεσμά. Εξάλλου αυτές ακριβώς οι φροϋδικές πινελιές φαίνονται τόσο στο τέλος της ταινίας (η σκηνή είναι ολοκληρωτικά παράταιρη με οτι έχεις δει πριν και ενδεχομένως να λειτουργούσε αποτελεσματικά εάν η προοπτική του Refn δεν ήταν να κάνει μια ταινία με όλα τα γνώριμα στοιχεία του, σε στιλ "κάντο και οτι βγει"), όσο και στην αντιμετώπιση του θηλυκού στοιχείου το οποίο ο Julian απεχθάνεται και ποθεί την ίδια στιγμή.
Ως προς τις ερμηνείες ο Gosling είναι ο τύπος από το "Drive", στο πολύ πιο αφηρημένο και μουγκό, ενώ η Thomas μπαίνει άνετα στην λίστα των πιο μισητών γυναικών που έχεις δει σε ταινία. Από την άλλη το γεγονός πως ο Refn ήθελε ο Pansringarm να αποτελεί τον επίγειο Θεό που αποδίδει δικαιοσύνη, αποτελεί μόνο έναν από τους τρόπους με τους οποίους μπορείς να "διαβάσεις" αυτή την ταινία,η οποία παραμένει ενεργειακά χαοτική μέχρι το τέλος της.
Εν κατακλείδι το "Οnly God Forgives" θα αντιμετωπίσει τόσο το γιουχαϊτό αυτών που αρέσκονται στο "Drive", όσο και αυτών που αρέσκονται απλά στον Gosling. Στις Κάννες δεν κατάφερε να το αποφύγει και μόλις η ταινία ξεκινήσει θα καταλάβεις και το γιατί, δεν είναι δύσκολο. Μια πεπατημένη παραζαλική σκηνοθεσία και το "hot face now" του Gosling, απλά δεν αρκούν.
Βεβιασμένο, χωρίς συνοχή και ξεκάθαρο στόχο, το "Only God Forgives" είναι το χαμένο στοίχημα της μέχρι τώρα χρονιάς. Κρίμα.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι μπορεί να είσαι ιδιοκτήτης boxing club, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα φας και της χρονιάς σου, οτι η φωνή του Gosling όταν πιάνει οκτάβα είναι αστεία (καλά αυτό το είχα προσέξει από το "The Place Beyond the Pines" και οτι η μασέτα είναι το νέο trend.
TRIVIA
- Ο Refn είχε την ιδέα για την ταινία στην δεύτερη εγκυμοσύνη της γυναίκας του. Βίωνε τότε διάφορα υπαρξιακά και ένοιωθε πολύ θυμό και βία να βρίσκονται μέσα του, αλλά δεν ήξερε πως να τα εξωτερικεύσει. Ξαφνικά είχε την ιδέα πως το μοναδικό ον που έχει όλες τις απαντήσεις για τα υπαρξιακά ερωτήματα, είναι ο ίδιος ο Θεός, φαντάζοντας τον εαυτό του να βρίσκεται σε μια σωματική πάλη μαζί του. Eεεμ....αχα.
- Η λέξεις "Cum Dumpster" μπήκαν στο σενάριο όταν ο Refn ρώτησε τον Gosling ποια θεωρεί πως είναι η πιο απεχθής λέξη που μπορεί να πει κάποιος σε μια γυναίκα. Και ο Gosling απάντησε το παραπάνω.
- Σε πρώτη φάση για την ταινία προοριζόταν ο Luke Evans, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Gosling. I could see it working.
- Ο τρόπος με τον οποίο ο Refn αντιμετώπιζε την ταινία του άλλαξε, όταν η μεγαλύτερη κόρη του δήλωσε πως είδε ένα...φάντασμα στο δωμάτιό της στην Ταϊλάνδη. Είπε οτι στην Δύση θα τον είχαν βάλει στο τρελάδικο αν έλεγε σε κάποιον πως υπάρχουν φαντάσματα, αλλά στην Ανατολή κάλεσαν έναν σαμάνο προκειμένου να διώξει το φάντασμα. Υποστήριξε πως αυτή η εμπειρία τον έκανε να αντιληφθεί πως η πνευματικότητα έχει και άλλη πλευρά στην Ασία και πως ήθελε να κάνει μια ταινία με αυτού του είδους τον μυστικισμό. Ok...
- Σύμφωνα με τον Refn η ταινία πρόκειται για ένα θρίλερ παραγόμενο υπό την μορφή ενός γουέστερν και όλο αυτό στην Άπω Ανατολή, με έναν σύγχρονη cowboy ήρωα. Refn ομολόγα, τι παίρνεις;
(ΠΗΓΗ IMDB)
Πέμπτη 30 Μαΐου 2013
Braindead (a.k.a Dead Alive): It's a gore fest!
Καλημερούδια, καλημερούδια γλυκά μου αγγελούδια. Την ώρα που θα διαβάζετε τούτες δω τις λέξεις, το πιθανότερο είναι πως θα βρίσκομαι στον δρόμο για το Ναύπλιο. Συνεπώς μιας που θα λείψω για τρεις μερούλες, είπα να μην σας αφήσω έτσι, αλλά να σας προτείνω μια ταινιούλα. Βέβαια η σημερινή μου πρόταση περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο κοινό που αρέσκεται να βλέπει αρκετά αηδιαστικά και της λεγόμενης "ίου!" αντίδρασης ταινιάκια, μιας που το λέω από τώρα για να είμαστε εντάξει: δεν έχω δει στην ζωή μου πιο σπλάτερ, πιο gory και πιο οτι αιματηρή ταινία από το "Braindead". Και πιστέψτε με, έχω δει πολλά περίεργα. Σαν κι αυτό...τίποτα.
Πόσο εκνευριστικό είναι εκεί που όλα πάνε καλά στην ζωή σου, να δαγκωθεί ξαφνικά η μάνα σου μια μέρα από μια Sumatran rat monkey, η οποία την μετατρέπει λίγο αργότερα σε κακάσχημο, δαγκωνιάρικο ζόμπι; Δεν τσαντίζεσαι όταν σου συμβαίνει αυτό;
Στην προκειμένη περίπτωση ο μαμάκιας Lionel (Timothy Balme) δεν είχε και άλλη επιλογή από το να μείνει πιστός στο πλευρό της και να την φροντίζει ακόμα και μετά τον εμφανέστατο κατά τα άλλα θάνατό της. Αλλά για κάτσε. Όλα έχουν τα όριά τους. Μη φανταστείς πως ο Lionel δεν ήθελε να ξεφύγει από τα μητρικά δεσμά. Είναι βλέπεις που είχε μπει μες την μέση και η Paquita, μια φλογερή υπάλληλος του τοπικού μανάβικου και ολίγον απ'ολα καταστήματος, η οποία είχε δει στα Ταρό που της έριξε η γιαγιά της, πως θα δενόταν συναισθηματικά και αμετάκλητα με έναν "μαύρο ιππότη". Φυσικά τον Lionel δεν τον λες μαύρο ιππότη (ούτε καν ένα άλογο δεν καβαλάει), παρόλα αυτά έχοντας γλυκαθεί και ο ίδιος από το ενδιαφέρον της κοπέλας (μιας που μέχρι τότε το μόνο ενδιαφέρον που λάμβανε ήταν από την γραφική του μάνα-καρακάξα) θα δώσουν τελικά το πολυπόθητο πρώτο ραντεβού στον...ζωολογικό κήπο. Όπως είναι φυσικό η μάνα θα στήσει καρτέρι για την ραντεβουδίστικη χαλάστρα, μόνο που η δική της μέρα θα πάει κατά διαόλου όταν την δαγκώσει το πιο άσχημο πράγμα που θα δεις ποτέ σου. Μάνα becomes zombie. Και αυτή είναι μόνο η αρχή μιας που ο Lionel και η Paquita θα αναγκαστούν να τα "δώσουν όλα" στο πιο απίστευτο gore fest που έχεις δει ποτέ σε ταινία...
Ενδεχομένως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι πως αποτελεί σκηνοθετικό αποτέλεσμα του Peter Jackson.
Κι όμως, ο Jackson πριν αρχίσει να ασχολείται με τα σοβαρά του δημιουργήματα, υπήρξε μέγιστος κάφρος μιας που εκτός από την τελειότητα της σημερινής ταινίας, στα πρώτα χρόνια της behind the camera καριέρας του γύρισε και το "Bad Taste", o τίτλος του οποίου προφανέστατα δηλώνει και το όποιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της ταινίας, η οποία θέλει ένα μάτσο εξωγήινους να αποδεκατίζουν τον πληθυσμό μιας μικρής πόλης, θέλοντας να καρπωθούν την ανθρώπινη σάρκα για την...διαγαλαξιακή fast-food αλυσίδα τους!
Είναι γεγονός πως μετά το τέλος του "Braindead" προσπαθούσα να καταλάβω 1) τι ακριβώς είχα παρακολουθήσει επί μιάμιση ώρα, και 2) πως γίνεται όλος αυτός ο κρεάτινος ορυμαγδός να προέρχεται από τα χέρια τoυ τύπου που απεικόνισε με σχεδόν αιθέρια λυρικότητα τον κόσμο του Tolkien;
Το ακόμα πιο απολαυστικό γεγονός βέβαια είναι πως ο Jackson και όλη η παρέα του, δείχνουν να το διασκεδάζουν και με το παραπάνω, μιας που δεν θα γινόταν έτσι κι αλλιώς να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, στο πλαίσιο μιας τόσο hardcore και καθόλα horror ιστορίας. Όταν δε, βλέπεις πως μέσα από όλο αυτό το αποτέλεσμα πιάνονται χεράκι-χεράκι το μαύρο χιούμορ και ένας εν δυνάμει κοινωνικός προβληματισμός, τότε αντιλαμβάνεσαι πως ίσως και η εμφανής προσπάθεια για πρόκληση οπτικού σοκ, δεν είναι το μόνο που σου προσφέρει αυτή η ταινία.
Αν κάνει κάποιος ένα πέρασμα από την φιλμογραφία του Jackson θα διαπιστώσει πως η ενασχόλησή του με διαφορετικά κινηματογραφικά είδη υπήρξε συνεχής ήδη από την δεκαετία του ΄70, και παρά το γεγονός πως φαίνεται να έχει πάρει απόφαση πλέον να επιστρέφει διαρκώς στις καλές εποχές του Άρχοντα. Αν δεν είναι χαρακτηριστικό το οτι πρόκειται να σκηνοθετήσει ακόμα δυο ταινίες Hobbit, τότε δεν ξέρω τι είναι....
Όπως και να' χει είναι σίγουρα πάντα ενδιαφέρον να βλέπεις από που ξεκινάνε καταξιωμένοι σκηνοθέτες οι οποίοι ενδεχομένως να έχουν ακολουθήσει πια, μια ολοκληρωτικά διαφορετική κινηματογραφική πορεία. Εξίσου ενδιαφέρον δηλαδή με το να δεις το "Braindead" για μια διαφορετική προσέγγιση της σχέσης μάνας-γιου.
To 1960 o Alfred Hitchcock προκάλεσε σοκ και δέος με το "Psycho", μιας ταινίας η οποία αντιμετώπισε ένα σωρό προβλήματα κατά το προπαρασκευαστικό της στάδιο, επειδή οι άπαντες παραγωγοί έβρισκαν το περιεχόμενό του τρομερά disturbing. Βλέπετε η πουριτανική αμερικάνικη κοινωνία του '60 δεν δεχόταν ούτε σκοτωμούς σε ντουζιέρες, ούτε και τα ερωτικά μπλεξίματα της πρωταγωνίστριας με έναν χωρισμένο νεαρό πάνω στο κρεβάτι, με το σουτιέν φάτσα μόστρα. Ακόμα και αν με βάση την ομώνυμη νουβέλα του Robert Bloch, o Hitchcock δημιούργησε μια ολόκληρη ταινία πάνω σε ένα άριστο ψυχαναλυτικό γράφημα ενός διαταραγμένου γιου, εμμονικού με την μητέρα του σε τέτοιον βαθμό ώστε να γίνει ο ίδιος η μητέρα του, η αναγνώριση της ταινίας από κοινό και κριτικούς ήρθε τελικά με το πέρας το χρόνου.
Είναι προφανές πως σε καμία περίπτωση δεν θέλω (και δεν μπορώ εξάλλου) να ταυτίσω τα δυο δημιουργήματα. Είναι όμως και προφανές πως οι βλέψεις του Jackson είναι ακριβώς οι ίδιες: να παρουσιάσει με τον δικό του σπλατερικό τρόπο τον ευνουχισμό του Lionel από την μητέρα του και την αναπόφευκτη ώρα του εξίσου αναπόφευκτου, οριστικού απογαλακτισμού.
Με την τεράστια "βοήθεια" των δεκάδων επί δεκάδων γαλονιών "αίματος" και με το στήσιμο του όλου σκηνικού πάνω σε μια βήτα διαλογής κατάσταση, ο Jackson κάνει μια σαφέστατη αναφορά στον ψυχολογικό ευνουχισμό του πρωταγωνιστή και το μοντέλο της μάνας μέγαιρας, η οποία μετά τον θάνατο του συζύγου έχει βεντουζώσει πάνω στον άτυχο γιο, σαν βδέλλα. Φυσικά όλη αυτή η θεματική η οποία λειτουργεί σαν αφετηρία για το ζομπιακό χάος που πρόκειται να προκληθεί λίγο αργότερα, λειτουργεί καλά και πειστικά, αν και προφανώς δεν εμβαθύνεται λεπτό, χάρη στην γρήγορη και επιφανειακή προσέγγιση του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου Stephen Sinclair, σε ένα κατά τα άλλα θέμα αέναης συζήτησης. Το μαύρο χιούμορ αποτελεί επίσης ένα από τα χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στην ταινία, η οποία καθιστά και το love story των δυο νεαρών πρωταγωνιστών ως ευχή και κατάρα μαζί. Ε άμα το βλέπει και η γιαγία σου στα Ταρό οτι το πεπρωμένο σου είναι γεμάτο από μαυρίλα και θάνατο, καλύτερα να την ακούς....
Φυσικά από ένα film που φέρει τον συγκεκριμένο τίτλο, δεν γίνεται να μην περιμένεις και το αντίστοιχο ξεκοίλιασμα, ξεντέριασμα και οτι άλλο σε ξε- υπάρχει. Στην ουσία βέβαια οτι και να σκεφτείς, το "Braindead" το έχει ήδη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, με ένα εντοσθιακό σύστημα να σε κυνηγάει από μόνο του για να σε πνίξει, ένα εξαμβλωματικό μωρό να ανοίγει στην μέση το πρόσωπο μιας άτυχης νεαράς, και έναν ακόμη έρμο να παθαίνει εξαιρετικό fatality, με την σπονδυλική του στήλη να τραβιέται με βία από το σώμα του. Επειδή όμως και το πράγμα είναι γυρισμένο με την b αισθητική να πλανάται ήδη από την πρώτη σκηνή, δε θα έπρεπε να σε ανησυχεί τόσο το θέμα του τρόμου, όσο αυτό της απόλυτης, ανατριχιαστικής και στα όρια αηδίας η οποία συνοδεύει κάθε βασανιστικό καρέ. Έυγε Jackson!
Συμπέρασμα: Το "Braindead" είναι μια ταινία που απευθύνεται αποκλειστικά και περιορισμένα σε fans. Η ιδανική της προβολή θα ήταν σετάκι με το "Evil Dead" προκειμένου μετά να συζητηθεί αναλυτικώς και με επιχειρήματα, το ποια κρατάει τα σκήπτρα της καλύτερης του είδους της. Περιμένω προτάσεις για μάζωξη.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο πρωταγωνιστής μοιάζει με τον Matthew Bellamy των MUSE, οτι δεν θα φάω ΠΟΤΕ custard cream και οτι στις επόμενες διακοπές μου θα προσπαθήσει να μην μπάσω στην χώρα μου μια Sumatran rat monkey, αν και κάτι τέτοιο φαντάζομαι πως θα ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμαστε.
TRIVIA
Πόσο εκνευριστικό είναι εκεί που όλα πάνε καλά στην ζωή σου, να δαγκωθεί ξαφνικά η μάνα σου μια μέρα από μια Sumatran rat monkey, η οποία την μετατρέπει λίγο αργότερα σε κακάσχημο, δαγκωνιάρικο ζόμπι; Δεν τσαντίζεσαι όταν σου συμβαίνει αυτό;
Στην προκειμένη περίπτωση ο μαμάκιας Lionel (Timothy Balme) δεν είχε και άλλη επιλογή από το να μείνει πιστός στο πλευρό της και να την φροντίζει ακόμα και μετά τον εμφανέστατο κατά τα άλλα θάνατό της. Αλλά για κάτσε. Όλα έχουν τα όριά τους. Μη φανταστείς πως ο Lionel δεν ήθελε να ξεφύγει από τα μητρικά δεσμά. Είναι βλέπεις που είχε μπει μες την μέση και η Paquita, μια φλογερή υπάλληλος του τοπικού μανάβικου και ολίγον απ'ολα καταστήματος, η οποία είχε δει στα Ταρό που της έριξε η γιαγιά της, πως θα δενόταν συναισθηματικά και αμετάκλητα με έναν "μαύρο ιππότη". Φυσικά τον Lionel δεν τον λες μαύρο ιππότη (ούτε καν ένα άλογο δεν καβαλάει), παρόλα αυτά έχοντας γλυκαθεί και ο ίδιος από το ενδιαφέρον της κοπέλας (μιας που μέχρι τότε το μόνο ενδιαφέρον που λάμβανε ήταν από την γραφική του μάνα-καρακάξα) θα δώσουν τελικά το πολυπόθητο πρώτο ραντεβού στον...ζωολογικό κήπο. Όπως είναι φυσικό η μάνα θα στήσει καρτέρι για την ραντεβουδίστικη χαλάστρα, μόνο που η δική της μέρα θα πάει κατά διαόλου όταν την δαγκώσει το πιο άσχημο πράγμα που θα δεις ποτέ σου. Μάνα becomes zombie. Και αυτή είναι μόνο η αρχή μιας που ο Lionel και η Paquita θα αναγκαστούν να τα "δώσουν όλα" στο πιο απίστευτο gore fest που έχεις δει ποτέ σε ταινία...
Ενδεχομένως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι πως αποτελεί σκηνοθετικό αποτέλεσμα του Peter Jackson.
Κι όμως, ο Jackson πριν αρχίσει να ασχολείται με τα σοβαρά του δημιουργήματα, υπήρξε μέγιστος κάφρος μιας που εκτός από την τελειότητα της σημερινής ταινίας, στα πρώτα χρόνια της behind the camera καριέρας του γύρισε και το "Bad Taste", o τίτλος του οποίου προφανέστατα δηλώνει και το όποιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της ταινίας, η οποία θέλει ένα μάτσο εξωγήινους να αποδεκατίζουν τον πληθυσμό μιας μικρής πόλης, θέλοντας να καρπωθούν την ανθρώπινη σάρκα για την...διαγαλαξιακή fast-food αλυσίδα τους!
Είναι γεγονός πως μετά το τέλος του "Braindead" προσπαθούσα να καταλάβω 1) τι ακριβώς είχα παρακολουθήσει επί μιάμιση ώρα, και 2) πως γίνεται όλος αυτός ο κρεάτινος ορυμαγδός να προέρχεται από τα χέρια τoυ τύπου που απεικόνισε με σχεδόν αιθέρια λυρικότητα τον κόσμο του Tolkien;
Το ακόμα πιο απολαυστικό γεγονός βέβαια είναι πως ο Jackson και όλη η παρέα του, δείχνουν να το διασκεδάζουν και με το παραπάνω, μιας που δεν θα γινόταν έτσι κι αλλιώς να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, στο πλαίσιο μιας τόσο hardcore και καθόλα horror ιστορίας. Όταν δε, βλέπεις πως μέσα από όλο αυτό το αποτέλεσμα πιάνονται χεράκι-χεράκι το μαύρο χιούμορ και ένας εν δυνάμει κοινωνικός προβληματισμός, τότε αντιλαμβάνεσαι πως ίσως και η εμφανής προσπάθεια για πρόκληση οπτικού σοκ, δεν είναι το μόνο που σου προσφέρει αυτή η ταινία.
Αν κάνει κάποιος ένα πέρασμα από την φιλμογραφία του Jackson θα διαπιστώσει πως η ενασχόλησή του με διαφορετικά κινηματογραφικά είδη υπήρξε συνεχής ήδη από την δεκαετία του ΄70, και παρά το γεγονός πως φαίνεται να έχει πάρει απόφαση πλέον να επιστρέφει διαρκώς στις καλές εποχές του Άρχοντα. Αν δεν είναι χαρακτηριστικό το οτι πρόκειται να σκηνοθετήσει ακόμα δυο ταινίες Hobbit, τότε δεν ξέρω τι είναι....
Όπως και να' χει είναι σίγουρα πάντα ενδιαφέρον να βλέπεις από που ξεκινάνε καταξιωμένοι σκηνοθέτες οι οποίοι ενδεχομένως να έχουν ακολουθήσει πια, μια ολοκληρωτικά διαφορετική κινηματογραφική πορεία. Εξίσου ενδιαφέρον δηλαδή με το να δεις το "Braindead" για μια διαφορετική προσέγγιση της σχέσης μάνας-γιου.
To 1960 o Alfred Hitchcock προκάλεσε σοκ και δέος με το "Psycho", μιας ταινίας η οποία αντιμετώπισε ένα σωρό προβλήματα κατά το προπαρασκευαστικό της στάδιο, επειδή οι άπαντες παραγωγοί έβρισκαν το περιεχόμενό του τρομερά disturbing. Βλέπετε η πουριτανική αμερικάνικη κοινωνία του '60 δεν δεχόταν ούτε σκοτωμούς σε ντουζιέρες, ούτε και τα ερωτικά μπλεξίματα της πρωταγωνίστριας με έναν χωρισμένο νεαρό πάνω στο κρεβάτι, με το σουτιέν φάτσα μόστρα. Ακόμα και αν με βάση την ομώνυμη νουβέλα του Robert Bloch, o Hitchcock δημιούργησε μια ολόκληρη ταινία πάνω σε ένα άριστο ψυχαναλυτικό γράφημα ενός διαταραγμένου γιου, εμμονικού με την μητέρα του σε τέτοιον βαθμό ώστε να γίνει ο ίδιος η μητέρα του, η αναγνώριση της ταινίας από κοινό και κριτικούς ήρθε τελικά με το πέρας το χρόνου.
Είναι προφανές πως σε καμία περίπτωση δεν θέλω (και δεν μπορώ εξάλλου) να ταυτίσω τα δυο δημιουργήματα. Είναι όμως και προφανές πως οι βλέψεις του Jackson είναι ακριβώς οι ίδιες: να παρουσιάσει με τον δικό του σπλατερικό τρόπο τον ευνουχισμό του Lionel από την μητέρα του και την αναπόφευκτη ώρα του εξίσου αναπόφευκτου, οριστικού απογαλακτισμού.
Με την τεράστια "βοήθεια" των δεκάδων επί δεκάδων γαλονιών "αίματος" και με το στήσιμο του όλου σκηνικού πάνω σε μια βήτα διαλογής κατάσταση, ο Jackson κάνει μια σαφέστατη αναφορά στον ψυχολογικό ευνουχισμό του πρωταγωνιστή και το μοντέλο της μάνας μέγαιρας, η οποία μετά τον θάνατο του συζύγου έχει βεντουζώσει πάνω στον άτυχο γιο, σαν βδέλλα. Φυσικά όλη αυτή η θεματική η οποία λειτουργεί σαν αφετηρία για το ζομπιακό χάος που πρόκειται να προκληθεί λίγο αργότερα, λειτουργεί καλά και πειστικά, αν και προφανώς δεν εμβαθύνεται λεπτό, χάρη στην γρήγορη και επιφανειακή προσέγγιση του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου Stephen Sinclair, σε ένα κατά τα άλλα θέμα αέναης συζήτησης. Το μαύρο χιούμορ αποτελεί επίσης ένα από τα χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στην ταινία, η οποία καθιστά και το love story των δυο νεαρών πρωταγωνιστών ως ευχή και κατάρα μαζί. Ε άμα το βλέπει και η γιαγία σου στα Ταρό οτι το πεπρωμένο σου είναι γεμάτο από μαυρίλα και θάνατο, καλύτερα να την ακούς....
Φυσικά από ένα film που φέρει τον συγκεκριμένο τίτλο, δεν γίνεται να μην περιμένεις και το αντίστοιχο ξεκοίλιασμα, ξεντέριασμα και οτι άλλο σε ξε- υπάρχει. Στην ουσία βέβαια οτι και να σκεφτείς, το "Braindead" το έχει ήδη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, με ένα εντοσθιακό σύστημα να σε κυνηγάει από μόνο του για να σε πνίξει, ένα εξαμβλωματικό μωρό να ανοίγει στην μέση το πρόσωπο μιας άτυχης νεαράς, και έναν ακόμη έρμο να παθαίνει εξαιρετικό fatality, με την σπονδυλική του στήλη να τραβιέται με βία από το σώμα του. Επειδή όμως και το πράγμα είναι γυρισμένο με την b αισθητική να πλανάται ήδη από την πρώτη σκηνή, δε θα έπρεπε να σε ανησυχεί τόσο το θέμα του τρόμου, όσο αυτό της απόλυτης, ανατριχιαστικής και στα όρια αηδίας η οποία συνοδεύει κάθε βασανιστικό καρέ. Έυγε Jackson!
Συμπέρασμα: Το "Braindead" είναι μια ταινία που απευθύνεται αποκλειστικά και περιορισμένα σε fans. Η ιδανική της προβολή θα ήταν σετάκι με το "Evil Dead" προκειμένου μετά να συζητηθεί αναλυτικώς και με επιχειρήματα, το ποια κρατάει τα σκήπτρα της καλύτερης του είδους της. Περιμένω προτάσεις για μάζωξη.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο πρωταγωνιστής μοιάζει με τον Matthew Bellamy των MUSE, οτι δεν θα φάω ΠΟΤΕ custard cream και οτι στις επόμενες διακοπές μου θα προσπαθήσει να μην μπάσω στην χώρα μου μια Sumatran rat monkey, αν και κάτι τέτοιο φαντάζομαι πως θα ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμαστε.
TRIVIA
- Λέγεται πως η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί και την πιο αιματηρή στην ιστορία του κινηματογράφου (με βάση το "αίμα" που χρησιμοποιήθηκε στην διάρκεια της παραγωγής).
- Για του λόγου το αληθές, στην τελευταία σκηνή της ταινίας μόνο, χρησιμοποιήθηκαν 300 λίτρα ψεύτικου αίματος.
- Η ενοικιάση της ταινίας στην Σουηδία (και πιθανώς και σε άλλες χώρες), συνοδευόταν από σακούλες για...εμετό!
(ΠΗΓΗ IMDB)
Παρασκευή 24 Μαΐου 2013
Hannibal: Feeding your fears
Hey there, επιστρέψαμε πάλι για ακόμη μια μερούλα, τώρα που κουτσά στραβά έχω λίγο χρόνο. Σήμερα είπα να ασχοληθούμε με την περίπτωση της νέας τηλεοπτικής σειράς "Hannibal" η οποία αποτελεί την νέα, προσωπική μου μανία και την προτείνω ανεπιφύλακτα σε όσους έχουν γερό στομάχι και αντέχουν τα κανιβαλιστικά υπονοούμενα με τα οποία βρύθει η πραγματικά καλοφτιαγμένη σειρά του NBC. Here we go.
Η ιστορία της σειράς βασίζεται στην ιδιάζουσα σχέση και συνεργασία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον κανίβαλο-ψυχίατρο Dr. Lecter (Mads Mikkelsen) και τον Will Graham (Hugh Dancy), έναν νεαρό criminal profiler του FBI ο οποίος έχει το χάρισμα (και την κατάρα μαζί), να ταυτίζεται σε κάθε crime scene με τον εκάστοτε δολοφόνο, βάζοντας τον εαυτό του στην θέση του και ακολουθώντας τα εγκληματικά του βήματα μέχρι το οριστικό τέλος του κάθε άτυχου θύματος.
Ο Will βέβαια εκτός από αυτή του την "έκτη αίσθηση" η οποία τον καθιστά βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της υπηρεσίας του, διακατέχεται από έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις και πνευματική ανισορροπία, μιας που δεν είναι και οτι πιο υγιές για τον ψυχισμό σου, το να ασχολείσαι όλη μέρα με κατακρεουργημένα κορμιά και ανθρώπινα σώματα που παραπέμπουν σε σφαχτάρια. Για τον λόγο αυτό ο chief Jack Crawford (Laurence Fishburne), συστήνει στον Will να επισκεφθεί έναν παλιό γνώριμο ο οποίος θα τον βοηθήσει να αντιμετωπίζει την αποτρόπαια καθημερινότητα της δουλειάς του. Αυτός δεν είναι φυσικά άλλος, από τον well-mannered, ατσαλάκωτο και εκλεπτυσμένο Dr. Lecter, ο οποίος γίνεται το δεξί χέρι του περίεργου νεαρού αν και οχι χωρίς την δική του "ανταμοιβή" από την όλη υπόθεση. Βλέπετε οι έρευνες του FBI για έναν κατά συρροήν δολοφόνο ο οποίος αρπάζει από τα θύματά του τα ζωτικά τους όργανα, τον αφορά άμεσα. Γιατί αν μη τι άλλο τι είναι το κρασί χωρίς ένα καλό κομμάτι κρέας;
Φαντάζομαι πως όταν ακούστηκε για πρώτη φορά η είδηση σχετικά με την δημιουργία μιας σειράς η οποία θα βασιζόταν στον εικονικό χαρακτήρα που ερμήνευσε με περισσή πιστότητα ο Antony Hopkins, πολλοί θα ήταν εκείνοι (ανάμεσά τους και εγώ), οι οποίοι προβληματίστηκαν ως προς το πως θα μπορούσε να υποδυθεί κανείς το ίδιο εξαιρετικά και μάλιστα στα πρότυπα μιας τηλεοπτικής σειράς, τον πανέξυπνο και μέγιστο χειραγωγό, Hannibal Lecter. Το πρώτο επεισόδιο ήταν μόνο η αρχή προκειμένου να καταλάβω οτι αυτή η σειρά έχει οτι χρειάζεται για να γίνει must.
Καταρχάς η δική μου ανησυχία δεν είχε να κάνει μόνο με το όλο concept, αλλά με την παρουσία του Hugh Dancy στον κεντρικό ρόλο τον οποίο θεωρούσα πάντα κάπως γλυκανάλατο. Ε λοιπόν η παρουσία του στην σειρά αποτελεί σίγουρα μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις που έχω δει, μιας που ο ρόλος οχι μόνο του ταιριάζει γάντι, αλλά και ο ίδιος έχει καταφέρει να βρει μια τρομερή ισορροπία ανάμεσα στην λογική και την παράνοια, συνδυάζοντας εξαιρετικά τις σκοτεινές ματιές και την εφιαλτική του πραγματικότητα, με μια καλά κρυμμένη και σχεδόν δολοφονική τάση (γεγονός που απορρέει από την ταύτισή του με τον δολοφόνο), φέρνοντας κάπως στο μυαλό τις προσεγμένες κινήσεις του Dexter ο οποίος ακολουθεί νοερά την αιμάτινη πορεία κάθε εγκλήματος.
Ο χαρακτήρας του Dancy βέβαια σκιαγραφείται ως ένας τύπος με πολλαπλά εσωτερικά "προβλήματα", εύθραυστος, μοναχικός και σε στιγμές επικίνδυνος, οχι μόνο για τους γύρω του, αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα από ένα φυσίκ γεμάτο κατακερματισμένες και κοφτές αντιδράσεις, μυαλό ξυράφι και πολυδιάστατες ψυχολογικές διεργασίες, ο Dancy δίνει σίγουρα την καλύτερη ερμηνεία στην μέχρι τώρα καριέρα του.
Απάναντι από τον Dancy βεβαίως, θα συναντήσουμε και έναν δυναμικό Mads Mikkelsen ο οποίος αποτελεί ιδανική περίπτωση Lecter, χάρη στην ψύχραιμη και ουδέτερη στάση του, την αλφαδιασμένη του χωρίστρα και τις μπροκάρ γραβάτες του. Αποτελώντας τον υπεράνω πάσης υποψίας τύπο επειδή ακριβώς βρίσκεται μέσα σε όλα, αλλά και πουθενά (γεγονός που θα έπρεπε να τον καθιστά νούμερο ένα ύποπτο για διάφορα atrocities), καταφέρνει να ελίσσεται και να έχει από κοντά όλο το ερευνητικό team, το οποίο προσπαθεί να εξιχνιάσει την μια σοκαριστική δολοφονία μετά την άλλη, γνωρίζοντας έτσι εκ των έσω κάθε βήμα, κάθε απόφαση, κάθε νέο στοιχείο. Εκτελώντας παράλληλα χρέη μεγάλου puppet-master, καταφέρνει και υπολογίζει με ακρίβεια την κάθε του κίνηση, χωρίς παρόλα αυτά εμείς ως θεατές να γινόμαστε μάρτυρες του παραμικρού συμβάντος που τον αφορά, μέχρι την στιγμή που κάτι τέτοιο πρέπει απλά να το δούμε. Ο Mikkelsen δίνει έτσι μια ακόμη αξιόλογη ερμηνεία, κάτι δηλαδή στο οποίο τον έχουμε έτσι κι αλλιώς συνηθίσει.
Οι απόλυτα cool παρουσίες των Dancy-Mikkelsen έρχονται και κουμπώνουν ιδανικά με την προσεγμένη σκηνοθεσία της σειρά, της φαντασιακές σεκάνς και τα οπτικά backwards, δημιουργώντας ένα καθόλα ρεαλιστικό, αλλά ταυτόχρονα φευγάτο σύμπαν μέσα στο οποίο είσαι την ίδια στιγμή θηρευτής και θήραμα. Ο κάθε ένας από τους χαρακτήρες ξεχωριστά (με έμφαση στους δυο πρωταγωνιστές, αλλά και τον Fishburne), καλούνται να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα προσωπικούς δαίμονες και προβλήματα, με τον φαινομενικά μόνο συγκρατημένο Lecter να φαντάζει αργότερα οχι και τόσο συγκρατημένος, επισκεπτόμενος με την σειρά του τον δικό του ψυχίατρο.
Αν θα έπρεπε να επαινέσουμε συνοπτικά για κάτι αυτή την σειρά, θα ήταν σίγουρα για την αρμονική σύνδεση χαρακτήρων και καταστάσεων, τις εξαιρετικές της ερμηνείες και την εις βάθος ανάλυση των χαρακτήρων η οποία έρχεται αβίαστα και λογικά. Ακόμη κι αν κάπου βαρεθείς το ψυχολογικό μπλα μπλα, το story σίγουρα θα σε αποζημιώσει με μια ακόμη βάναυση εικόνα, βγαλμένη θαρρείς από τους χειρότερους, αποκαλυπτικούς εφιάλτες. Οχι μόνο τους δικούς τους, αλλά και τους δικούς σου.
Τι έμαθα από την σειρά: Οτι καλό είναι να μην τρως κάτι την ώρα που την βλέπεις, οτι ο Mads έχει διατελέσει χασάπης και οτι ο σε ένα cameo θα δεις την πάλαι ποτέ μικρή Anna Chlumsky, την οποία σίγουρα θυμάσαι ως "κορίτσι" του Macaulay Culkin στην ταινία, "Το Κορίτσι μου" (μεσημέρια σαββατοκύριακου στο MEGA).
TRIVIA
Η ιστορία της σειράς βασίζεται στην ιδιάζουσα σχέση και συνεργασία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον κανίβαλο-ψυχίατρο Dr. Lecter (Mads Mikkelsen) και τον Will Graham (Hugh Dancy), έναν νεαρό criminal profiler του FBI ο οποίος έχει το χάρισμα (και την κατάρα μαζί), να ταυτίζεται σε κάθε crime scene με τον εκάστοτε δολοφόνο, βάζοντας τον εαυτό του στην θέση του και ακολουθώντας τα εγκληματικά του βήματα μέχρι το οριστικό τέλος του κάθε άτυχου θύματος.
Ο Will βέβαια εκτός από αυτή του την "έκτη αίσθηση" η οποία τον καθιστά βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της υπηρεσίας του, διακατέχεται από έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις και πνευματική ανισορροπία, μιας που δεν είναι και οτι πιο υγιές για τον ψυχισμό σου, το να ασχολείσαι όλη μέρα με κατακρεουργημένα κορμιά και ανθρώπινα σώματα που παραπέμπουν σε σφαχτάρια. Για τον λόγο αυτό ο chief Jack Crawford (Laurence Fishburne), συστήνει στον Will να επισκεφθεί έναν παλιό γνώριμο ο οποίος θα τον βοηθήσει να αντιμετωπίζει την αποτρόπαια καθημερινότητα της δουλειάς του. Αυτός δεν είναι φυσικά άλλος, από τον well-mannered, ατσαλάκωτο και εκλεπτυσμένο Dr. Lecter, ο οποίος γίνεται το δεξί χέρι του περίεργου νεαρού αν και οχι χωρίς την δική του "ανταμοιβή" από την όλη υπόθεση. Βλέπετε οι έρευνες του FBI για έναν κατά συρροήν δολοφόνο ο οποίος αρπάζει από τα θύματά του τα ζωτικά τους όργανα, τον αφορά άμεσα. Γιατί αν μη τι άλλο τι είναι το κρασί χωρίς ένα καλό κομμάτι κρέας;
Με τον δημιουργό της σειράς Bryan Fuller να αποτελεί ήδη παλιά καραβάνα της τηλεοπτικής δημιουργίας μιας που μετράει στο ενεργητικό του σειρές όπως οι "Dead Like Me", "Heroes" και "Pushing Daisies", το "Hannibal" αποτελεί ένα αμάλγαμα ψυχιατρικής θεωρίας και αποκρουστικής τρέλας, το οποίο δεν σκοτίζεται για επιφανειακές ευκολίες, προτιμώντας μάλλον περισσότερο τον δύσκολο και μακρύ δρόμο της σταδιακά δομημένης πλοκής, προσφέροντας έτσι στους τηλεθεατές την δυνατότητα να ταυτιστούν σε μεγαλύτερο βαθμό οχι τόσο με τον Hannibal, όσο με τον Will.
Το γεγονός πως από το πρώτο κιόλας επεισόδιο ο Dancy είναι αυτός ο οποίος κρατάει την πρωταγωνιστική σκυτάλη, αφήνει να εννοηθεί πως οι δημιουργοί της σειράς δεν βιάζονται να καταστήσουν τον Lecter ως τον καταφανή villain της υπόθεσης, δίνοντας το ελεύθερο στην ιστορία να πάρει τον χρόνο της, να μεστώσει και να κατακαθίσει μέσα σου ακριβώς όπως τα ακριβά κρασιά τα οποία καταναλώνει με τόση απόλαυση ο ευφυής, κοστουμαρισμένος Lecter.
Αν και κάποιους ίσως τους ξενίσει λίγο το γεγονός πως η σειρά απαιτεί από εκείνους υπομονή προκειμένου να εξελιχτεί και να τους παρασύρει, γεγονός είναι πως ξέρει τι κάνει μιας που όταν μπλέκεις με τον πολύσημο κόσμο της ψυχιατρικής, της ιατροδικαστικής και των νευρώσεων, δεν γίνεται να μεταπηδάς διαρκώς από την μια εξέλιξη στην άλλη, και να εκβιάζεις σεναρικά το κάθε φορά, μονόωρο επεισόδιο, καθώς το μόνο που θα καταφέρεις να πετύχεις, είναι μια τρύπα στο νερό. Και κανείς δεν θέλει να δει μια ακόμη τηλεοπτική αρλούμπα.
Φαντάζομαι πως όταν ακούστηκε για πρώτη φορά η είδηση σχετικά με την δημιουργία μιας σειράς η οποία θα βασιζόταν στον εικονικό χαρακτήρα που ερμήνευσε με περισσή πιστότητα ο Antony Hopkins, πολλοί θα ήταν εκείνοι (ανάμεσά τους και εγώ), οι οποίοι προβληματίστηκαν ως προς το πως θα μπορούσε να υποδυθεί κανείς το ίδιο εξαιρετικά και μάλιστα στα πρότυπα μιας τηλεοπτικής σειράς, τον πανέξυπνο και μέγιστο χειραγωγό, Hannibal Lecter. Το πρώτο επεισόδιο ήταν μόνο η αρχή προκειμένου να καταλάβω οτι αυτή η σειρά έχει οτι χρειάζεται για να γίνει must.
Καταρχάς η δική μου ανησυχία δεν είχε να κάνει μόνο με το όλο concept, αλλά με την παρουσία του Hugh Dancy στον κεντρικό ρόλο τον οποίο θεωρούσα πάντα κάπως γλυκανάλατο. Ε λοιπόν η παρουσία του στην σειρά αποτελεί σίγουρα μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις που έχω δει, μιας που ο ρόλος οχι μόνο του ταιριάζει γάντι, αλλά και ο ίδιος έχει καταφέρει να βρει μια τρομερή ισορροπία ανάμεσα στην λογική και την παράνοια, συνδυάζοντας εξαιρετικά τις σκοτεινές ματιές και την εφιαλτική του πραγματικότητα, με μια καλά κρυμμένη και σχεδόν δολοφονική τάση (γεγονός που απορρέει από την ταύτισή του με τον δολοφόνο), φέρνοντας κάπως στο μυαλό τις προσεγμένες κινήσεις του Dexter ο οποίος ακολουθεί νοερά την αιμάτινη πορεία κάθε εγκλήματος.
Ο χαρακτήρας του Dancy βέβαια σκιαγραφείται ως ένας τύπος με πολλαπλά εσωτερικά "προβλήματα", εύθραυστος, μοναχικός και σε στιγμές επικίνδυνος, οχι μόνο για τους γύρω του, αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα από ένα φυσίκ γεμάτο κατακερματισμένες και κοφτές αντιδράσεις, μυαλό ξυράφι και πολυδιάστατες ψυχολογικές διεργασίες, ο Dancy δίνει σίγουρα την καλύτερη ερμηνεία στην μέχρι τώρα καριέρα του.
Απάναντι από τον Dancy βεβαίως, θα συναντήσουμε και έναν δυναμικό Mads Mikkelsen ο οποίος αποτελεί ιδανική περίπτωση Lecter, χάρη στην ψύχραιμη και ουδέτερη στάση του, την αλφαδιασμένη του χωρίστρα και τις μπροκάρ γραβάτες του. Αποτελώντας τον υπεράνω πάσης υποψίας τύπο επειδή ακριβώς βρίσκεται μέσα σε όλα, αλλά και πουθενά (γεγονός που θα έπρεπε να τον καθιστά νούμερο ένα ύποπτο για διάφορα atrocities), καταφέρνει να ελίσσεται και να έχει από κοντά όλο το ερευνητικό team, το οποίο προσπαθεί να εξιχνιάσει την μια σοκαριστική δολοφονία μετά την άλλη, γνωρίζοντας έτσι εκ των έσω κάθε βήμα, κάθε απόφαση, κάθε νέο στοιχείο. Εκτελώντας παράλληλα χρέη μεγάλου puppet-master, καταφέρνει και υπολογίζει με ακρίβεια την κάθε του κίνηση, χωρίς παρόλα αυτά εμείς ως θεατές να γινόμαστε μάρτυρες του παραμικρού συμβάντος που τον αφορά, μέχρι την στιγμή που κάτι τέτοιο πρέπει απλά να το δούμε. Ο Mikkelsen δίνει έτσι μια ακόμη αξιόλογη ερμηνεία, κάτι δηλαδή στο οποίο τον έχουμε έτσι κι αλλιώς συνηθίσει.
Οι απόλυτα cool παρουσίες των Dancy-Mikkelsen έρχονται και κουμπώνουν ιδανικά με την προσεγμένη σκηνοθεσία της σειρά, της φαντασιακές σεκάνς και τα οπτικά backwards, δημιουργώντας ένα καθόλα ρεαλιστικό, αλλά ταυτόχρονα φευγάτο σύμπαν μέσα στο οποίο είσαι την ίδια στιγμή θηρευτής και θήραμα. Ο κάθε ένας από τους χαρακτήρες ξεχωριστά (με έμφαση στους δυο πρωταγωνιστές, αλλά και τον Fishburne), καλούνται να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα προσωπικούς δαίμονες και προβλήματα, με τον φαινομενικά μόνο συγκρατημένο Lecter να φαντάζει αργότερα οχι και τόσο συγκρατημένος, επισκεπτόμενος με την σειρά του τον δικό του ψυχίατρο.

Αν θα έπρεπε να επαινέσουμε συνοπτικά για κάτι αυτή την σειρά, θα ήταν σίγουρα για την αρμονική σύνδεση χαρακτήρων και καταστάσεων, τις εξαιρετικές της ερμηνείες και την εις βάθος ανάλυση των χαρακτήρων η οποία έρχεται αβίαστα και λογικά. Ακόμη κι αν κάπου βαρεθείς το ψυχολογικό μπλα μπλα, το story σίγουρα θα σε αποζημιώσει με μια ακόμη βάναυση εικόνα, βγαλμένη θαρρείς από τους χειρότερους, αποκαλυπτικούς εφιάλτες. Οχι μόνο τους δικούς τους, αλλά και τους δικούς σου.
Τι έμαθα από την σειρά: Οτι καλό είναι να μην τρως κάτι την ώρα που την βλέπεις, οτι ο Mads έχει διατελέσει χασάπης και οτι ο σε ένα cameo θα δεις την πάλαι ποτέ μικρή Anna Chlumsky, την οποία σίγουρα θυμάσαι ως "κορίτσι" του Macaulay Culkin στην ταινία, "Το Κορίτσι μου" (μεσημέρια σαββατοκύριακου στο MEGA).
TRIVIA
- Ο Lawrence Fishburne και η σύζυγός του στην σειρά Gina Torres, είναι παντρεμένοι και στην πραγματικότητα.
- Ο Dancy και ο Mikkelsen είχαν συνεργαστεί και πάλι στην ταινία "Arthur", εκεί όπως υποδύονταν αντίστοιχα τον Galadhad και τον Tristan.
- O τίτλος του κάθε επεισοδίου είναι παρμένος και από ένα διαφορετικό γαλλικό πιάτο.
(ΠΗΓΗ IMDB)
Τετάρτη 8 Μαΐου 2013
Trance: Strawberry
NEW ARRIVAL
Χαιρετώ again guyz! Σήμερα ας μιλήσουμε για κάτι καινούριο, και συγκεκριμένα για την νέα ταινία του Danny Boyle που κυκλοφορεί από αύριο, 9/5 στους κινηματογράφους. Να καταθέσω εδώ σε πρώτη φάση πως η ταινία μου άρεσε αρκετά, καθώς είδα κάτι καλοφτιαγμένο και απρόσμενα φρέσκο σε στιγμές, το οποίο κατέστησε την κάπου δαιδαλώδη αφήγηση τελικώς κατανοητή και καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση του σεναρίου. Ξεκινάμε.
O Simon (James McAvoy), είναι ένας εργαζόμενος σε έναν λονδρέζικο οίκο δημοπρασιών ο οποίος αντιμετωπίζει κάποια φλέγοντα, προσωπικά ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα έχει ξεμείνει από λεφτά, με αποτέλεσμα μην βρίσκοντας άλλη λύση, να αποφασίσει να συνεργαστεί με μια ομάδα ληστών, οι οποίοι ένα ωραίο πρωί μπουκάρουν στον οίκο, και ξεσηκώνουν έναν πίνακα του Goya. Πάνω στην αναμπουμπούλα όμως, ο Simon τρώει μια στο κεφάλι από τον Franck (Vincent Cassel), τον αρχηγό της ομάδας, και πέφτει κάτω αναίσθητος. Όταν συνέρχεται συνειδητοποιεί με τρόμο, πως δεν έχει ιδέα που βρίσκεται ο πίνακας, την ίδια στιγμή που ο Franck τον αναζητά επίμονα. Έτσι λοιπόν προκειμένου να καταφέρει να θυμηθεί, επισκέπτεται μια υπνοθεραπεύτρια, την γοητευτική Elizabeth (Rosario Dawson), από την οποία θα ζητήσει βοήθεια, προκειμένου βήμα βήμα να εντοπίσει και πάλι τα ίχνη του χαμένου έργου τέχνης. Από εκεί και πέρα η κατάσταση παρεκτρέπεται επικίνδυνα μιας που όλοι πρόκειται να εγκλωβιστούν σε ένα παραισθησιογόνο ταξίδι, από το οποίο η μόνη διαφυγή είναι μια: να καταφέρεις να "ξυπνήσεις"...
Μετά το κινηματογραφικό του διάλειμμα, και την ανάληψη της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, ο Danny Boyle επιστρέφει και πάλι στα σινεματικά δρώμενα, αυτή την φορά κατασκευάζοντας ένα τριπαριστό ταινιάκι, το οποίο μπορεί να χάνει λίγο στο θέμα της ρεαλιστικότητας, δεν παύει όμως να αποτελεί μια καλή και καθόλα εντυπωσιακή περιπέτεια αποπλάνησης και παραπλάνησης. Όταν ένα σκηνοθέτης εξάλλου, έχει καταφέρει να σου δώσει στο παρελθόν μερικά αξιοθαύμαστα κατασκευάσματα ετερόκλητης μάλιστα σύνθεσης, τότε δεν γίνεται παρά να περιμένεις πως και οι παροντικές του δημιουργίες, θα είναι το ίδιο καλές. Ταινίες όπως το παραληρηματικό "Trainspotting", το ζομπιακά ανανεωτικό "28 Days Later", καθώς και το κοινωνικοδραματικό "Slumdog Millionaire" με την τεράστια βραβειακή-και οχι μόνο-επιτυχία του, αποδεικνύουν αν μη τι άλλο, πως ο Boyle διαθέτει ακόμα τσαγανό και ενδιαφέρουσα σκηνοθετική οπτική, ικανή να σε κρατήσει στην θέση σου μέχρι την ύστατη στιγμή του τέλους, χωρίς να έχεις πάρει χαμπάρι πότε πέρασε η ώρα. Ακόμα και το πιο πρόσφατο "127 Hours" με πρωταγωνιστή τον "κοντεύω να γίνω μαϊντανός", James Franco, αποτέλεσε ένα εξαιρετικό δείγμα του πόσο άρτιο και σύγχρονο μπορεί να δείχνει ένα κλειστοφοβικό θρίλερ, το οποίο βασίζεται κατά κύριο λόγο στο "one man show" του εκάστοτε ηθοποιού (ομολογουμένως ο Franco έδωσε τον καλύτερό του εαυτό σε μια εξαιρετική ερμηνεία), μιας που ο Boyle φρόντισε να ντύσει την ιστορία του, οχι μόνο με τον αυτοβιογραφικό μανδύα, αλλά και με περιρρέουσες φυσιολατρικές και καθόλα ανθρωποκεντρικές πινελιές, οι οποίες σε συνδυασμό με την πολύχρωμη σκηνοθεσία, δημιουργούσαν ένα άκρως θελκτικό αποτέλεσμα.
Ακούγοντας σήμερα τον Κουτσογιαννόπουλο να λέει πως το "Trance" είναι μια καλή ταινία που κάπου κολλάει στο θέμα του ρεαλισμού και του κατά πόσο μπορούν να συμβούν όλα αυτά τα οποία συμβαίνουν, θα συμφωνήσω σίγουρα μαζί του, χωρίς βέβαια στην προκειμένη περίπτωση να έχει τελικά και τόσο σημασία το κατά πόσο μπορεί ή δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια κατάσταση. Και εξηγώ.
Tο πως αντιλαμβάνεται ο καθένας από εμάς το κομμάτι της πραγματικότητας, και πως αποφασίζει να εισάγει τις δικές του βιωματικές εμπειρίες στο πλαίσιο μιας ταινίας, διαφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ακόμα θυμάμαι άτομα που απορούσαν με την διάρκεια που έκανε το φορτηγάκι με τον di Caprio να πέσει στο ποτάμι, στο "Inception", και ας είχε "μαλλιάσει" η γλώσσα του Nolan να εξηγεί μέχρι εκείνη την στιγμή ονειρικά επίπεδα, συνειδητά, υποσυνείδητα και slow motion χρόνους. Όταν για τους δικούς σου λόγους δε μπαίνεις ποτέ στο mood της κάθε ταινίας, δεν γίνεται να έχεις απαιτήσεις απτού ρεαλισμού, γιατί πολύ απλά πολλές ταινίες δεν αποσκοπούν σε αυτό. Γιατί ακριβώς σου αρέσουν οι ταινίες τρόμου; Υπάρχει ποτέ περίπτωση στην προσπάθειά σου να ξεφύγεις από έναν δολοφόνο, να σκοντάψεις γύρω στις 32 φορές και να τρέχεις με όλη σου την δύναμη, την ίδια στιγμή που ο evil one σε πλησιάζει περπατώντας και τελικώς σε ξεκοιλιάζει σαν γουρούνι στο σφαγείο; Προφανώς οχι, το δέχεσαι όμως γιατί γνωρίζεις οτι θα δεις μια horror ταινία. That's all.
Ας πάρουμε για παράδειγμα δυο ταινίες του Boyle. Τι πιθανότητες υπάρχουν ένα παιδί από την Ινδία να απαντήσει σωστά σε εντελώς τυχαίες ερωτήσεις, τις απαντήσεις των οποίων ξέρει επειδή με τον έναν ή με το άλλον τρόπο τις έχει ζήσει στην ζωή του; Καμία λέω εγώ, απλώς ο Boyle βρήκε έναν πρωτότυπο, αφηγηματικό τρόπο προκειμένου να περάσει στην μεγάλη οθόνη τις περιπέτειες ενός νεαρού απόκληρου. Από την άλλη πλευρά ένας νεαρός άνδρας παγιδεύεται στα βραχώδη όρη της Utah, όταν ένας τεράστιος βράχος καταπλακώνει το χέρι του. Αναγκάζεται να πίνει τα ούρα του για πέντε μέρες προκειμένου να μην αφυδατωθεί, όταν παίρνει την απόφαση να κόψει τελικά το χέρι του, να περιφερθεί αιμορραγώντας μέσα στην καυτή έρημο, μέχρι που μια οικογένεια τον βρίσκει, τον μεταφέρει στο νοσοκομείο και τελικά ο άνδρας επιζεί. Παρατραβηγμένο ε; Κι όμως, το "127 Hours" βασίζεται στην αληθινή ιστορία του πεζοπόρου Aron Ralston, ο οποίος αναγκάστηκε να ακρωτηριάσει το ίδιο του το χέρι προκειμένου να επιβιώσει.
Συνοψίζοντας, το "Trace" είναι μια από εκείνες τις ταινίες όπου το σενάριο μπορεί να σου φανεί λίγο-έως πολύ-τραβηγμένο, μιας που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην αντίληψή σου περί πραγματικότητας. Εγώ σου προτείνω να μη το σκέφτεσαι και τόσο γιατί στην τελική, πόσα είναι αυτά που δεν ξέρουμε για τον κόσμο εκεί έξω; Oh so many...
Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος το θέμα του σεναρίου (το οποίο είναι τόσο παραπλανητικό, όσο και ολόκληρη η ταινία), το "Trance" καταφέρνει και σε κερδίζει χάρη στην μεθυστική, κατακερματισμένη σκηνοθεσία του Danny Boyle, ο οποίος εκμεταλλεύεται στο φουλ κάθε αντικατοπτριστική επιφάνεια (από παρκε-ταρισμένα πατώματα και καθρέφτες, μέχρι τζαμαρίες και νερό), δημιουργώντας μια εντελώς ψευδαισθητική κατάσταση μέσα στην οποία οι ήρωες δρουν και υπάρχουν. Κάποιες φορές χωρίς να το γνωρίζουν ούτε καν οι ίδιοι...
Το εύρημα της ύπνωσης παίζει εδώ καταλυτικό ρόλο, φέρνοντας στην επιφάνεια αναμνήσεις, απωθημένα και καταπιεσμένες μνήμες, οι οποίες μπορεί να μην εμβαθύνουν σε πιο ιατρικούς όρους (δεν χρειάζεται κιόλας), δημιουργούν όμως το ιδανικό παραπέτασμα και την κατάλληλη αφετηρία για μια πρώτης τάξεως τροφή του στυλ "μην εμπιστεύεσαι ότι βλέπεις", και θα αρκεστώ εδώ.
Από πλευράς ερμηνειών, κάνουν όλοι καλή δουλειά, με τον McAvoy σε ρόλο που δεν τον έχουμε συνηθίσει, τον Cassel σε αυτού του κλασικού κωλόπαιδου και την Dawson σε ρόλο μοιραίας ψυχιάτρου/υπνοθεραπεύτριας, η οποία τα δίνει όλα για την Τέχνη. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Και το πλούσιο στήθος της και το άλλο που σέρνει και καράβι.
Γενικώς το "Trance" αποτελεί ενδεχομένως την πιο ενδιαφέρουσα κινηματογραφική επιλογή της εβδομάδας, αφού καταφέρνει να σε ξεγελάσει και να μεταποιηθεί μέσω ενός κρεσεντικού τρανσ-αρίσματος σε κάτι το διαφορετικό. Αξιόλογο το πρωταγωνιστικό cast, απόλυτα ταιριαστό το μουσικό score, με συμμετοχές από Moby, Emeli Sande, Unkle, ακόμα και μια εκτέλεση από την ίδια την Dawson, και μια σκηνοθεσία λουκούμι, συνθέτουν το άκρως ενδιαφέρον νέο ταινιάκι του Boyle. Δες το.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τα γυμνά της Dawson θα καθηλώσουν τα ανδρικά πλήθη, οτι όλοι κρύβουμε έναν bad ass μέσα μας και οτι ο Vincent πρέπει να πηδήξει σε όποια ταινία παίζει. Είναι νόμος.
TRIVIA
Χαιρετώ again guyz! Σήμερα ας μιλήσουμε για κάτι καινούριο, και συγκεκριμένα για την νέα ταινία του Danny Boyle που κυκλοφορεί από αύριο, 9/5 στους κινηματογράφους. Να καταθέσω εδώ σε πρώτη φάση πως η ταινία μου άρεσε αρκετά, καθώς είδα κάτι καλοφτιαγμένο και απρόσμενα φρέσκο σε στιγμές, το οποίο κατέστησε την κάπου δαιδαλώδη αφήγηση τελικώς κατανοητή και καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση του σεναρίου. Ξεκινάμε.
O Simon (James McAvoy), είναι ένας εργαζόμενος σε έναν λονδρέζικο οίκο δημοπρασιών ο οποίος αντιμετωπίζει κάποια φλέγοντα, προσωπικά ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα έχει ξεμείνει από λεφτά, με αποτέλεσμα μην βρίσκοντας άλλη λύση, να αποφασίσει να συνεργαστεί με μια ομάδα ληστών, οι οποίοι ένα ωραίο πρωί μπουκάρουν στον οίκο, και ξεσηκώνουν έναν πίνακα του Goya. Πάνω στην αναμπουμπούλα όμως, ο Simon τρώει μια στο κεφάλι από τον Franck (Vincent Cassel), τον αρχηγό της ομάδας, και πέφτει κάτω αναίσθητος. Όταν συνέρχεται συνειδητοποιεί με τρόμο, πως δεν έχει ιδέα που βρίσκεται ο πίνακας, την ίδια στιγμή που ο Franck τον αναζητά επίμονα. Έτσι λοιπόν προκειμένου να καταφέρει να θυμηθεί, επισκέπτεται μια υπνοθεραπεύτρια, την γοητευτική Elizabeth (Rosario Dawson), από την οποία θα ζητήσει βοήθεια, προκειμένου βήμα βήμα να εντοπίσει και πάλι τα ίχνη του χαμένου έργου τέχνης. Από εκεί και πέρα η κατάσταση παρεκτρέπεται επικίνδυνα μιας που όλοι πρόκειται να εγκλωβιστούν σε ένα παραισθησιογόνο ταξίδι, από το οποίο η μόνη διαφυγή είναι μια: να καταφέρεις να "ξυπνήσεις"...
Μετά το κινηματογραφικό του διάλειμμα, και την ανάληψη της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, ο Danny Boyle επιστρέφει και πάλι στα σινεματικά δρώμενα, αυτή την φορά κατασκευάζοντας ένα τριπαριστό ταινιάκι, το οποίο μπορεί να χάνει λίγο στο θέμα της ρεαλιστικότητας, δεν παύει όμως να αποτελεί μια καλή και καθόλα εντυπωσιακή περιπέτεια αποπλάνησης και παραπλάνησης. Όταν ένα σκηνοθέτης εξάλλου, έχει καταφέρει να σου δώσει στο παρελθόν μερικά αξιοθαύμαστα κατασκευάσματα ετερόκλητης μάλιστα σύνθεσης, τότε δεν γίνεται παρά να περιμένεις πως και οι παροντικές του δημιουργίες, θα είναι το ίδιο καλές. Ταινίες όπως το παραληρηματικό "Trainspotting", το ζομπιακά ανανεωτικό "28 Days Later", καθώς και το κοινωνικοδραματικό "Slumdog Millionaire" με την τεράστια βραβειακή-και οχι μόνο-επιτυχία του, αποδεικνύουν αν μη τι άλλο, πως ο Boyle διαθέτει ακόμα τσαγανό και ενδιαφέρουσα σκηνοθετική οπτική, ικανή να σε κρατήσει στην θέση σου μέχρι την ύστατη στιγμή του τέλους, χωρίς να έχεις πάρει χαμπάρι πότε πέρασε η ώρα. Ακόμα και το πιο πρόσφατο "127 Hours" με πρωταγωνιστή τον "κοντεύω να γίνω μαϊντανός", James Franco, αποτέλεσε ένα εξαιρετικό δείγμα του πόσο άρτιο και σύγχρονο μπορεί να δείχνει ένα κλειστοφοβικό θρίλερ, το οποίο βασίζεται κατά κύριο λόγο στο "one man show" του εκάστοτε ηθοποιού (ομολογουμένως ο Franco έδωσε τον καλύτερό του εαυτό σε μια εξαιρετική ερμηνεία), μιας που ο Boyle φρόντισε να ντύσει την ιστορία του, οχι μόνο με τον αυτοβιογραφικό μανδύα, αλλά και με περιρρέουσες φυσιολατρικές και καθόλα ανθρωποκεντρικές πινελιές, οι οποίες σε συνδυασμό με την πολύχρωμη σκηνοθεσία, δημιουργούσαν ένα άκρως θελκτικό αποτέλεσμα.
Ακούγοντας σήμερα τον Κουτσογιαννόπουλο να λέει πως το "Trance" είναι μια καλή ταινία που κάπου κολλάει στο θέμα του ρεαλισμού και του κατά πόσο μπορούν να συμβούν όλα αυτά τα οποία συμβαίνουν, θα συμφωνήσω σίγουρα μαζί του, χωρίς βέβαια στην προκειμένη περίπτωση να έχει τελικά και τόσο σημασία το κατά πόσο μπορεί ή δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια κατάσταση. Και εξηγώ.
Tο πως αντιλαμβάνεται ο καθένας από εμάς το κομμάτι της πραγματικότητας, και πως αποφασίζει να εισάγει τις δικές του βιωματικές εμπειρίες στο πλαίσιο μιας ταινίας, διαφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ακόμα θυμάμαι άτομα που απορούσαν με την διάρκεια που έκανε το φορτηγάκι με τον di Caprio να πέσει στο ποτάμι, στο "Inception", και ας είχε "μαλλιάσει" η γλώσσα του Nolan να εξηγεί μέχρι εκείνη την στιγμή ονειρικά επίπεδα, συνειδητά, υποσυνείδητα και slow motion χρόνους. Όταν για τους δικούς σου λόγους δε μπαίνεις ποτέ στο mood της κάθε ταινίας, δεν γίνεται να έχεις απαιτήσεις απτού ρεαλισμού, γιατί πολύ απλά πολλές ταινίες δεν αποσκοπούν σε αυτό. Γιατί ακριβώς σου αρέσουν οι ταινίες τρόμου; Υπάρχει ποτέ περίπτωση στην προσπάθειά σου να ξεφύγεις από έναν δολοφόνο, να σκοντάψεις γύρω στις 32 φορές και να τρέχεις με όλη σου την δύναμη, την ίδια στιγμή που ο evil one σε πλησιάζει περπατώντας και τελικώς σε ξεκοιλιάζει σαν γουρούνι στο σφαγείο; Προφανώς οχι, το δέχεσαι όμως γιατί γνωρίζεις οτι θα δεις μια horror ταινία. That's all.
Ας πάρουμε για παράδειγμα δυο ταινίες του Boyle. Τι πιθανότητες υπάρχουν ένα παιδί από την Ινδία να απαντήσει σωστά σε εντελώς τυχαίες ερωτήσεις, τις απαντήσεις των οποίων ξέρει επειδή με τον έναν ή με το άλλον τρόπο τις έχει ζήσει στην ζωή του; Καμία λέω εγώ, απλώς ο Boyle βρήκε έναν πρωτότυπο, αφηγηματικό τρόπο προκειμένου να περάσει στην μεγάλη οθόνη τις περιπέτειες ενός νεαρού απόκληρου. Από την άλλη πλευρά ένας νεαρός άνδρας παγιδεύεται στα βραχώδη όρη της Utah, όταν ένας τεράστιος βράχος καταπλακώνει το χέρι του. Αναγκάζεται να πίνει τα ούρα του για πέντε μέρες προκειμένου να μην αφυδατωθεί, όταν παίρνει την απόφαση να κόψει τελικά το χέρι του, να περιφερθεί αιμορραγώντας μέσα στην καυτή έρημο, μέχρι που μια οικογένεια τον βρίσκει, τον μεταφέρει στο νοσοκομείο και τελικά ο άνδρας επιζεί. Παρατραβηγμένο ε; Κι όμως, το "127 Hours" βασίζεται στην αληθινή ιστορία του πεζοπόρου Aron Ralston, ο οποίος αναγκάστηκε να ακρωτηριάσει το ίδιο του το χέρι προκειμένου να επιβιώσει.
Συνοψίζοντας, το "Trace" είναι μια από εκείνες τις ταινίες όπου το σενάριο μπορεί να σου φανεί λίγο-έως πολύ-τραβηγμένο, μιας που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην αντίληψή σου περί πραγματικότητας. Εγώ σου προτείνω να μη το σκέφτεσαι και τόσο γιατί στην τελική, πόσα είναι αυτά που δεν ξέρουμε για τον κόσμο εκεί έξω; Oh so many...
Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος το θέμα του σεναρίου (το οποίο είναι τόσο παραπλανητικό, όσο και ολόκληρη η ταινία), το "Trance" καταφέρνει και σε κερδίζει χάρη στην μεθυστική, κατακερματισμένη σκηνοθεσία του Danny Boyle, ο οποίος εκμεταλλεύεται στο φουλ κάθε αντικατοπτριστική επιφάνεια (από παρκε-ταρισμένα πατώματα και καθρέφτες, μέχρι τζαμαρίες και νερό), δημιουργώντας μια εντελώς ψευδαισθητική κατάσταση μέσα στην οποία οι ήρωες δρουν και υπάρχουν. Κάποιες φορές χωρίς να το γνωρίζουν ούτε καν οι ίδιοι...
Το εύρημα της ύπνωσης παίζει εδώ καταλυτικό ρόλο, φέρνοντας στην επιφάνεια αναμνήσεις, απωθημένα και καταπιεσμένες μνήμες, οι οποίες μπορεί να μην εμβαθύνουν σε πιο ιατρικούς όρους (δεν χρειάζεται κιόλας), δημιουργούν όμως το ιδανικό παραπέτασμα και την κατάλληλη αφετηρία για μια πρώτης τάξεως τροφή του στυλ "μην εμπιστεύεσαι ότι βλέπεις", και θα αρκεστώ εδώ.
Από πλευράς ερμηνειών, κάνουν όλοι καλή δουλειά, με τον McAvoy σε ρόλο που δεν τον έχουμε συνηθίσει, τον Cassel σε αυτού του κλασικού κωλόπαιδου και την Dawson σε ρόλο μοιραίας ψυχιάτρου/υπνοθεραπεύτριας, η οποία τα δίνει όλα για την Τέχνη. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Και το πλούσιο στήθος της και το άλλο που σέρνει και καράβι.
Γενικώς το "Trance" αποτελεί ενδεχομένως την πιο ενδιαφέρουσα κινηματογραφική επιλογή της εβδομάδας, αφού καταφέρνει να σε ξεγελάσει και να μεταποιηθεί μέσω ενός κρεσεντικού τρανσ-αρίσματος σε κάτι το διαφορετικό. Αξιόλογο το πρωταγωνιστικό cast, απόλυτα ταιριαστό το μουσικό score, με συμμετοχές από Moby, Emeli Sande, Unkle, ακόμα και μια εκτέλεση από την ίδια την Dawson, και μια σκηνοθεσία λουκούμι, συνθέτουν το άκρως ενδιαφέρον νέο ταινιάκι του Boyle. Δες το.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τα γυμνά της Dawson θα καθηλώσουν τα ανδρικά πλήθη, οτι όλοι κρύβουμε έναν bad ass μέσα μας και οτι ο Vincent πρέπει να πηδήξει σε όποια ταινία παίζει. Είναι νόμος.
TRIVIA
- Σε πρώτη φάση υποψήφιος για τον ρόλο του Franck ήταν ο Michael Fassbender, αλλά λόγω προγράμματος αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Έτσι ο ρόλος δόθηκε στον Cassel.
- Υποψήφιες επίσης για τον γυναικείο ρόλο ήταν επίσης οι Scarlett Johansson και Eva Green. Έχω μια μικρή υποψία πως ο Boyle ήθελε να δείξει οπωσδήποτε στην ταινία του μεγάλο στήθος. Δεν εξηγείται αλλιώς...
(ΠΗΓΗ IMDB)
Δευτέρα 1 Απριλίου 2013
Triangle: Punishment comes in waves...
Καλημέρα σε όλους, καλή εβδομάδα και καλό μήνα να έχουμε! Προσοχή με τα ψέματα που θα σας πουν και θα πείτε σήμερα, 1η Απριλίου, και μέρα χαρά Θεού απόξω. Μυρωδιές, ήλιος και ελαφρύ αεράκι, οτι πρέπει για μια γνήσια, ανοιξιάτικη μέρα. Το λοιπόν, θα ξεκινήσουμε την εβδομάδα μας με μια ταινία, οχι και τόσο χαρούμενη, την οποία είχα δει κάτι μήνες πριν. Θα ξεκινούσα με το "Stoker" (που κι αυτή δεν την λες αισιόδοξη), αλλά επειδή είμαι άτομο εμμονικό, και κάτι έχει σκαλώσει στο laptop μου, και περιμένω να δω τι ακριβώς είναι, σας το λέω από τώρα, δεν θα είχα και πολύ μυαλό να ασχοληθώ όπως θέλω με την ταινία του Chan-wook Park. Συνεπώς, και επειδή Δευτέρα είναι, καλό είναι να δούμε και καμιά ταινία, ασχέτως αν κατα βάθος ξέρω πως όλοι θα δείτε αφενός, το τελευταίο επεισόδιο του "The Walking Dead", και αφετέρου, το πρώτο επεισόδιο της νέας σεζόν του "Game of Thrones". Θα κάνω τα στραβά μάτια και θα σας προτείνω το "Triangle", μια ταινία πολύ διαφορετική από αυτό που θα περιμένατε...
H Jess (Melissa George), είναι μια μοναχική μητέρα, η οποία ζει μαζί με τον αυτιστικό της γιο, σε ένα μικρό σπίτι κάπου στην Αυστραλία. Παρά το γεγονός πως φαίνεται να αντιμετωπίζει δυσκολίες στο μεγάλωμα του παιδιού, εντούτοις μοιάζει να μη τα παρατάει εύκολα, μιας που καταφέρνει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, με περίσσια φροντίδα και αγάπη.
Όταν μια μέρα αποδεχτεί την πρόταση ενός φίλου, για μια ιστιοπλοϊκή απόδραση, παρέα με μερικούς ακόμη γνωστούς, η Jess, θα αρπάξει την ευκαιρία, προκειμένου να περάσει ένα ξέγνοιαστο-όσο γίνεται δηλαδή-Σάββατο, μέσα στην θάλασσα και τον ήλιο, αποζητώντας ουσιαστικά μερικές ώρες ανάπαυλας από την φροντίδα του μικρού της αγοριού, ο οποίος βρίσκεται έτσι κι αλλιώς ασφαλής στο "ειδικό" σχολείο για αυτιστικά παιδιά.
Ενώ όμως η βαρκάδα εκτυλίσσεται ειδυλλιακά, μια ξαφνική καταιγίδα, θα οδηγήσει το πλήρωμα στην αναζητήση καταφυγίου σε ένα διερχόμενο πλοίο, το οποίο θα σταματήσει για να τους περιμαζέψει. Με την μόνη διαφορά πως, όπως και εσύ μπορείς να φανταστείς, κάτι φαίνεται να πηγαίνει πολύ, πολύ στραβά πάνω σε αυτό το κατά τα άλλα, εγκαταλελειμμένο πλοίο. Κάτι, που μοιάζει να έχει τις ρίζες του στην ύπαρξη και τις επιλογές της ίδιας της Jess...
Για τον σκηνοθέτη της ταινίας, Christopher Smith, δεν έχουμε και πολλά να πούμε, από την άποψη, πως έχουμε ήδη πει, όταν είχα γράψει στο blogaki, μια ακόμη ταινία του, και συγκεκριμένα το μεσαιωνικό, "Black Death".
Ο ίδιος αν και μετράει στο βιογραφικό του λίγα σχετικά πράγματα, εντούτοις φαίνεται πως ακόμα και αυτά, τα έχει κατασκευάσει με προσεγμένη πίστη στο ετερόκλητον του αντικειμένου του, μιας που μπορεί τα περισσότερα να χαρακτηρίζονται από μια κοινή γκάμα τρόμου, σασπενσικών πινελιών και καθαρόαιμου θρίλερ, είναι όμως ενταγμένα στην ουσία, σε διαφορετικά, ταινιακά είδη.
Στην προκειμένη περίπτωση το "Triangle", είναι μια ταινία που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μη σου γεμίζει και πολύ το μάτι (γεγονός είναι για παράδειγμα πως η αφίσα της, παραπέμπει σε κακό horror, από εκείνα του σωρού που τείνουν να γεμίζουν τα ράφια των dvdάδικων), είναι όμως ένα ταινιάκι που απλώς αποφασίζει να αποκαλύψει αργά αργά τα χαρτιά του στους θεατές, κρατώντας κρυμμένους άσσους, που εξακολουθούν να βγαίνουν από το μανίκι, μέχρι και λίγο πριν από το τέλος της. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να πιστέψετε πως τα πράγματα είναι τόσο απλά, όσο σε μια περιεκτική κριτική που μπορεί να διαβάσετε κάπου για το συγκεκριμένο εργάκι, μιας που όποιος αποφασίσει να σας την προτείνει, είναι γεγονός, πως δεν μπορεί να πει και πολλά πράγματα, παρά να περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα. Και αυτό, γιατί το "Triangle" είναι από τις ταινίες που βλέπονται μια μόνο φορά, χάρη στις "εκπλήξεις" που σου επιφυλάσσει, και τις οποίες δεν απολαμβάνεις εννοείται στον ίδιο βαθμό, αν αποφασίσεις να την τιμήσεις, για δεύτερη φορά. Προσωπικά, ακόμα ψάχνομαι να δω, ποια είναι η πρέπουσα παρουσίαση, με την οποία θα μπορέσω να αναφερθώ σε αυτήν όπως θέλω, αλλά και με τα λιγότερα-ή και καθόλου-spoilers...
Καταρχάς όσοι είχατε τσεκάρει την κριτική της ταινίας, "The Ghost Ship", την οποία είχα βάλει πρόσφατα (και ξαναλέω οτι δεν είναι η μεταφυσική, κακοφτιαγμένη χαζομάρα του 2002, με τον ίδιο τίτλο), μπορείτε να καταλάβετε σε ένα βαθμό και το consept, το οποίο κρύβεται πίσω από το "Triangle".
Οι ομοιότητες ως προς τις ονομασίες των δυο πλοίων, του κακού που μοιάζει να ελοχεύει σε κάθε γωνία και να πλανάται πάνω από τα κεφάλια των ηρώων, της εμπλοκής της ελληνικής μυθολογίας και του γενικότερου κλίματος που επικρατεί, σίγουρα δεν μπορεί να είναι τυχαίες, μιας που είναι πολύ πιθανό ο Smith, να εμπνεύστηκε από τα b-movies των περασμένων δεκαετιών, προκειμένου να δημιουργήσει τον νιχιλιστικό κόσμο της δικής του ταινίας.
Εκτός βέβαια από μια σαφέστατη νύξη απέναντι σε παλαιότερες και ίσως, λιγότερο γνωστές επιδράσεις, ο Smith, καθιστά ξεκάθαρη και την επιρροή που μάλλον του άσκησε μια από τις καλύτερες και πιο κλασικές ταινίες, εσωτερικού τρόμου, που έγιναν ποτέ: το "The Shining" του Stanley Kubrick.
Χωρίς σαφέστατα να θέλω να προχωρήσω στο οποιοδήποτε spoiler, αναφορικά με το τι ακριβώς γίνεται στην ταινία, μπορώ εντούτοις να σας πω, πως η σύνδεση με την "Λάμψη", είναι πολύ πιο ουσιαστική απ'οτι αφήνουν να εννοηθεί, μερικά κοινά αντικείμενα και σκηνές. Για παράδειγμα, έχουμε ένα τεράστιο, εγκαταλελειμμένο πλοίο, το οποίο θα αποτελέσει το σκηνικό της δράσης των ηρώων, ακριβώς όπως και το "Overlook Hotel", στην ταινία του μεγάλου σκηνοθέτη. Έρημο ξενοδοχείο από τη μια, έρημο υπερ-καράβι από την άλλη. Παράλληλα, τόσο οι φαντασιώσεις του Jack, μέσα στο ξενοδοχείο, οι οποίες τον οδηγούν στις παλιές, καλές, χρυσές εποχές της περιοχής, με την αίθουσα χορού να λειτουργεί και τους πάντες να διασκεδάζουν τσουγκρίζοντας σαμπάνιες, όσο και το ντεκόρ του πλοίου στο "Triangle", παραπέμπουν σε περασμένες χρονιές, οι οποίες μοιάζουν να έχουν σφραγίσει με την κατάληξη και την μοίρα τους, τους δυο αυτούς χώρους. Μια ακόμη ομοιότητα παρατηρείται, όσον αφορά την ύπαρξη των λαβύρινθων, ο οποίος είναι μεν πιο ξεκάθαρος στην Λάμψη, είναι δε εμφανής σε έναν βαθμό, και μέσα στο πλοίο, χάρη στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, μέσα από τους οποίους οι ήρωες, καλούνται να λύσουν το τρομερό μυστήριο.
Αν σε αυτές τις αυταπόδεικτες ομοιότητες, προσθέσετε την ύπαρξη ενός τσεκουριού, μιας αίθουσας χορού (ballroom), καθώς και ενός δωματίου που φέρει τον αριθμό 237 στην πόρτα (ναι, όλα αυτά υπάρχουν στην ταινία του Smith), τότε γίνεται κάτι περισσότερο από εμφανής η διάδραση ανάμεσα στα δυο films. Υπάρχει κάποια χειροπιαστή ταύτιση ανάμεσα τους; Οχι. Υπάρχουν όμως σκηνές και αντικείμενα, που λειτουργούν σαν πρώτης τάξεως 'easter-eggs'; Βεβαιότατα...
Και φυσικά δεν σταματάμε μόνο εκεί. Τόσο ο κλειστοφοβικός τρόμος που μοιάζει να πνίγει το ξενοδοχείο του Kubrick, όσο και αυτός που βυθίζει τον κόσμο του πλοίου στην παράνοια, αποτελούν τα καλύτερα, πρόσφορα εδάφη, προκειμένου να παιχτεί το φοβικό δράμα των πρωταγωνιστών, οδηγώντας μας κάθε φορά και σε διαφορετικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα πολλοί είχαν θεωρήσει πως η νουβέλα του King, αποτελούσε μια στοχευμένη γροθιά στο αμερικάνικο όνειρο και την οικογενειακή πραγματικότητα του πατριώτη Αμερικάνου, ακόμα και αν ο τρόπος που μεταφέρθηκε στην οθόνη, μάλλον είχε να κάνει με την εντελώς προσωπική ματιά του Kubrick, ο οποίος ήθελε να διηγηθεί τις δικές του ιστορίες (από το πως σκηνοθέτησε μαζί με τις μυστικές υπηρεσίες, την προσεδάφιση του Apollo 11 στην σελήνη, μέχρι το κεκαλυμμένο του κατηγορώ, απέναντι στις θηριωδίες του Γ' Ράιχ). Στην προκειμένη περίπτωση, το "Triangle", μάλλον εξετάζει την θεματική του, μέσα από ένα καθαρά μυθολογικό πρίσμα, μέσα στο οποίο ο δημιουργός του, αποφασίζει να πετάξει και ορισμένα μοιρολατρικά ψήγματα, αναπόφευκτου μέλλοντος και εσωτερικής συνειδητοποίησης, τα οποία έρχονται και κλειδώνουν στο τέλος του, τότε δηλαδή που το τοπίο μοιάζει να καθαρίζει ολοκληρωτικά.
Έχετε στο μυαλό σας πως τα πάντα, παίζουν τον δικό τους ρόλο σε αυτό το underrated ταινιάκι, καθώς τίποτα δεν μοιάζει τυχαίο και φύρδην μίγδην ριγμένο μέσα στο σενάριο. Αν πάρουμε για παράδειγμα το όνομα του πλοίου (Aeolus) και σκαλίσουμε λίγο την ελληνική μυθολογία (ή και οχι, μιας που που αναφέρεται μέσα στην ταινία αυτό που ο θεατής πρέπει να αντιληφθεί), θα δούμε οτι θεωρείτο ο πατέρας του Σίσυφου, ο οποίος είχε τιμωρηθεί από τους Θεούς επειδή ξεγέλασε τον Άδη. Και η τιμωρία του; Να ανεβάζει στην αιωνιότητα έναν μεγάλο βράχο στην κορυφή ενός βουνού, μέχρι που εκείνος έπεφτε από την άλλη μεριά, και ο Σίσυφος, αναγκαζόταν να τον ανεβάζει για ακόμη μια, ατέλειωτη φορά. Τι σχέση έχει όμως αυτό με την ταινία; Πιστέψτε με, μεγάλη...
Εκτός από την σκηνοθεσία η οποία περνάει στο μεδούλι σου τις απαραίτητες δόσεις φόβου, η ερμηνεία της Melissa George είναι ιδανική. Φοβισμένη, μπερδεμένη και έτοιμη για όλα, σίγουρα καταφέρνει να σε κρατήσει στην άκρη της θέσης σου, μέχρι το αναπόφευκτο φινάλε που σκάει στο πρόσωπό σου, μαζί με την δική της τρομακτική συνειδητοποίηση, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα τρομακτικό και οδυνηρά εφιαλτικό.
Το "Triangle" είναι ένα καλοστημένο ταινιάκι τρόμου και πολλών άλλων, και καλά θα κάνεις να το δεις, αν δε το έχει ήδη τσεκάρει. Και φυσικά περιμένω γνώμες, γιαί δεν φαντάζεσαι πως με "τρώει" να το συζητήσω.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Liam Hemsworth έχει υπάρξει τούμπανο, οτι θεωρείται γρουσουζιά να σκοτώσεις έναν γλάρο, πριν από ένα ναυτικό ταξίδι και οτι το τρέξιμο που έριξε αυτή η George στην ταινία, απλά δεν υπάρχει.
To trailer το αποφεύγω, μιας που τα spoilers είναι άπειρα.
No trivia
H Jess (Melissa George), είναι μια μοναχική μητέρα, η οποία ζει μαζί με τον αυτιστικό της γιο, σε ένα μικρό σπίτι κάπου στην Αυστραλία. Παρά το γεγονός πως φαίνεται να αντιμετωπίζει δυσκολίες στο μεγάλωμα του παιδιού, εντούτοις μοιάζει να μη τα παρατάει εύκολα, μιας που καταφέρνει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, με περίσσια φροντίδα και αγάπη.
Όταν μια μέρα αποδεχτεί την πρόταση ενός φίλου, για μια ιστιοπλοϊκή απόδραση, παρέα με μερικούς ακόμη γνωστούς, η Jess, θα αρπάξει την ευκαιρία, προκειμένου να περάσει ένα ξέγνοιαστο-όσο γίνεται δηλαδή-Σάββατο, μέσα στην θάλασσα και τον ήλιο, αποζητώντας ουσιαστικά μερικές ώρες ανάπαυλας από την φροντίδα του μικρού της αγοριού, ο οποίος βρίσκεται έτσι κι αλλιώς ασφαλής στο "ειδικό" σχολείο για αυτιστικά παιδιά.
Ενώ όμως η βαρκάδα εκτυλίσσεται ειδυλλιακά, μια ξαφνική καταιγίδα, θα οδηγήσει το πλήρωμα στην αναζητήση καταφυγίου σε ένα διερχόμενο πλοίο, το οποίο θα σταματήσει για να τους περιμαζέψει. Με την μόνη διαφορά πως, όπως και εσύ μπορείς να φανταστείς, κάτι φαίνεται να πηγαίνει πολύ, πολύ στραβά πάνω σε αυτό το κατά τα άλλα, εγκαταλελειμμένο πλοίο. Κάτι, που μοιάζει να έχει τις ρίζες του στην ύπαρξη και τις επιλογές της ίδιας της Jess...
Για τον σκηνοθέτη της ταινίας, Christopher Smith, δεν έχουμε και πολλά να πούμε, από την άποψη, πως έχουμε ήδη πει, όταν είχα γράψει στο blogaki, μια ακόμη ταινία του, και συγκεκριμένα το μεσαιωνικό, "Black Death".
Ο ίδιος αν και μετράει στο βιογραφικό του λίγα σχετικά πράγματα, εντούτοις φαίνεται πως ακόμα και αυτά, τα έχει κατασκευάσει με προσεγμένη πίστη στο ετερόκλητον του αντικειμένου του, μιας που μπορεί τα περισσότερα να χαρακτηρίζονται από μια κοινή γκάμα τρόμου, σασπενσικών πινελιών και καθαρόαιμου θρίλερ, είναι όμως ενταγμένα στην ουσία, σε διαφορετικά, ταινιακά είδη.
Στην προκειμένη περίπτωση το "Triangle", είναι μια ταινία που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μη σου γεμίζει και πολύ το μάτι (γεγονός είναι για παράδειγμα πως η αφίσα της, παραπέμπει σε κακό horror, από εκείνα του σωρού που τείνουν να γεμίζουν τα ράφια των dvdάδικων), είναι όμως ένα ταινιάκι που απλώς αποφασίζει να αποκαλύψει αργά αργά τα χαρτιά του στους θεατές, κρατώντας κρυμμένους άσσους, που εξακολουθούν να βγαίνουν από το μανίκι, μέχρι και λίγο πριν από το τέλος της. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να πιστέψετε πως τα πράγματα είναι τόσο απλά, όσο σε μια περιεκτική κριτική που μπορεί να διαβάσετε κάπου για το συγκεκριμένο εργάκι, μιας που όποιος αποφασίσει να σας την προτείνει, είναι γεγονός, πως δεν μπορεί να πει και πολλά πράγματα, παρά να περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα. Και αυτό, γιατί το "Triangle" είναι από τις ταινίες που βλέπονται μια μόνο φορά, χάρη στις "εκπλήξεις" που σου επιφυλάσσει, και τις οποίες δεν απολαμβάνεις εννοείται στον ίδιο βαθμό, αν αποφασίσεις να την τιμήσεις, για δεύτερη φορά. Προσωπικά, ακόμα ψάχνομαι να δω, ποια είναι η πρέπουσα παρουσίαση, με την οποία θα μπορέσω να αναφερθώ σε αυτήν όπως θέλω, αλλά και με τα λιγότερα-ή και καθόλου-spoilers...
Καταρχάς όσοι είχατε τσεκάρει την κριτική της ταινίας, "The Ghost Ship", την οποία είχα βάλει πρόσφατα (και ξαναλέω οτι δεν είναι η μεταφυσική, κακοφτιαγμένη χαζομάρα του 2002, με τον ίδιο τίτλο), μπορείτε να καταλάβετε σε ένα βαθμό και το consept, το οποίο κρύβεται πίσω από το "Triangle".
Οι ομοιότητες ως προς τις ονομασίες των δυο πλοίων, του κακού που μοιάζει να ελοχεύει σε κάθε γωνία και να πλανάται πάνω από τα κεφάλια των ηρώων, της εμπλοκής της ελληνικής μυθολογίας και του γενικότερου κλίματος που επικρατεί, σίγουρα δεν μπορεί να είναι τυχαίες, μιας που είναι πολύ πιθανό ο Smith, να εμπνεύστηκε από τα b-movies των περασμένων δεκαετιών, προκειμένου να δημιουργήσει τον νιχιλιστικό κόσμο της δικής του ταινίας.
Εκτός βέβαια από μια σαφέστατη νύξη απέναντι σε παλαιότερες και ίσως, λιγότερο γνωστές επιδράσεις, ο Smith, καθιστά ξεκάθαρη και την επιρροή που μάλλον του άσκησε μια από τις καλύτερες και πιο κλασικές ταινίες, εσωτερικού τρόμου, που έγιναν ποτέ: το "The Shining" του Stanley Kubrick.
Χωρίς σαφέστατα να θέλω να προχωρήσω στο οποιοδήποτε spoiler, αναφορικά με το τι ακριβώς γίνεται στην ταινία, μπορώ εντούτοις να σας πω, πως η σύνδεση με την "Λάμψη", είναι πολύ πιο ουσιαστική απ'οτι αφήνουν να εννοηθεί, μερικά κοινά αντικείμενα και σκηνές. Για παράδειγμα, έχουμε ένα τεράστιο, εγκαταλελειμμένο πλοίο, το οποίο θα αποτελέσει το σκηνικό της δράσης των ηρώων, ακριβώς όπως και το "Overlook Hotel", στην ταινία του μεγάλου σκηνοθέτη. Έρημο ξενοδοχείο από τη μια, έρημο υπερ-καράβι από την άλλη. Παράλληλα, τόσο οι φαντασιώσεις του Jack, μέσα στο ξενοδοχείο, οι οποίες τον οδηγούν στις παλιές, καλές, χρυσές εποχές της περιοχής, με την αίθουσα χορού να λειτουργεί και τους πάντες να διασκεδάζουν τσουγκρίζοντας σαμπάνιες, όσο και το ντεκόρ του πλοίου στο "Triangle", παραπέμπουν σε περασμένες χρονιές, οι οποίες μοιάζουν να έχουν σφραγίσει με την κατάληξη και την μοίρα τους, τους δυο αυτούς χώρους. Μια ακόμη ομοιότητα παρατηρείται, όσον αφορά την ύπαρξη των λαβύρινθων, ο οποίος είναι μεν πιο ξεκάθαρος στην Λάμψη, είναι δε εμφανής σε έναν βαθμό, και μέσα στο πλοίο, χάρη στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, μέσα από τους οποίους οι ήρωες, καλούνται να λύσουν το τρομερό μυστήριο.
Αν σε αυτές τις αυταπόδεικτες ομοιότητες, προσθέσετε την ύπαρξη ενός τσεκουριού, μιας αίθουσας χορού (ballroom), καθώς και ενός δωματίου που φέρει τον αριθμό 237 στην πόρτα (ναι, όλα αυτά υπάρχουν στην ταινία του Smith), τότε γίνεται κάτι περισσότερο από εμφανής η διάδραση ανάμεσα στα δυο films. Υπάρχει κάποια χειροπιαστή ταύτιση ανάμεσα τους; Οχι. Υπάρχουν όμως σκηνές και αντικείμενα, που λειτουργούν σαν πρώτης τάξεως 'easter-eggs'; Βεβαιότατα...
Και φυσικά δεν σταματάμε μόνο εκεί. Τόσο ο κλειστοφοβικός τρόμος που μοιάζει να πνίγει το ξενοδοχείο του Kubrick, όσο και αυτός που βυθίζει τον κόσμο του πλοίου στην παράνοια, αποτελούν τα καλύτερα, πρόσφορα εδάφη, προκειμένου να παιχτεί το φοβικό δράμα των πρωταγωνιστών, οδηγώντας μας κάθε φορά και σε διαφορετικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα πολλοί είχαν θεωρήσει πως η νουβέλα του King, αποτελούσε μια στοχευμένη γροθιά στο αμερικάνικο όνειρο και την οικογενειακή πραγματικότητα του πατριώτη Αμερικάνου, ακόμα και αν ο τρόπος που μεταφέρθηκε στην οθόνη, μάλλον είχε να κάνει με την εντελώς προσωπική ματιά του Kubrick, ο οποίος ήθελε να διηγηθεί τις δικές του ιστορίες (από το πως σκηνοθέτησε μαζί με τις μυστικές υπηρεσίες, την προσεδάφιση του Apollo 11 στην σελήνη, μέχρι το κεκαλυμμένο του κατηγορώ, απέναντι στις θηριωδίες του Γ' Ράιχ). Στην προκειμένη περίπτωση, το "Triangle", μάλλον εξετάζει την θεματική του, μέσα από ένα καθαρά μυθολογικό πρίσμα, μέσα στο οποίο ο δημιουργός του, αποφασίζει να πετάξει και ορισμένα μοιρολατρικά ψήγματα, αναπόφευκτου μέλλοντος και εσωτερικής συνειδητοποίησης, τα οποία έρχονται και κλειδώνουν στο τέλος του, τότε δηλαδή που το τοπίο μοιάζει να καθαρίζει ολοκληρωτικά.
Έχετε στο μυαλό σας πως τα πάντα, παίζουν τον δικό τους ρόλο σε αυτό το underrated ταινιάκι, καθώς τίποτα δεν μοιάζει τυχαίο και φύρδην μίγδην ριγμένο μέσα στο σενάριο. Αν πάρουμε για παράδειγμα το όνομα του πλοίου (Aeolus) και σκαλίσουμε λίγο την ελληνική μυθολογία (ή και οχι, μιας που που αναφέρεται μέσα στην ταινία αυτό που ο θεατής πρέπει να αντιληφθεί), θα δούμε οτι θεωρείτο ο πατέρας του Σίσυφου, ο οποίος είχε τιμωρηθεί από τους Θεούς επειδή ξεγέλασε τον Άδη. Και η τιμωρία του; Να ανεβάζει στην αιωνιότητα έναν μεγάλο βράχο στην κορυφή ενός βουνού, μέχρι που εκείνος έπεφτε από την άλλη μεριά, και ο Σίσυφος, αναγκαζόταν να τον ανεβάζει για ακόμη μια, ατέλειωτη φορά. Τι σχέση έχει όμως αυτό με την ταινία; Πιστέψτε με, μεγάλη...
Εκτός από την σκηνοθεσία η οποία περνάει στο μεδούλι σου τις απαραίτητες δόσεις φόβου, η ερμηνεία της Melissa George είναι ιδανική. Φοβισμένη, μπερδεμένη και έτοιμη για όλα, σίγουρα καταφέρνει να σε κρατήσει στην άκρη της θέσης σου, μέχρι το αναπόφευκτο φινάλε που σκάει στο πρόσωπό σου, μαζί με την δική της τρομακτική συνειδητοποίηση, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα τρομακτικό και οδυνηρά εφιαλτικό.
Το "Triangle" είναι ένα καλοστημένο ταινιάκι τρόμου και πολλών άλλων, και καλά θα κάνεις να το δεις, αν δε το έχει ήδη τσεκάρει. Και φυσικά περιμένω γνώμες, γιαί δεν φαντάζεσαι πως με "τρώει" να το συζητήσω.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Liam Hemsworth έχει υπάρξει τούμπανο, οτι θεωρείται γρουσουζιά να σκοτώσεις έναν γλάρο, πριν από ένα ναυτικό ταξίδι και οτι το τρέξιμο που έριξε αυτή η George στην ταινία, απλά δεν υπάρχει.
To trailer το αποφεύγω, μιας που τα spoilers είναι άπειρα.
No trivia
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013
Black Mirror: Serie-ous dystopy
Hey. Σήμερα δεν θα πλατειάσω και πολύ και θα σας προτείνω μια σειρούλα, μιας που έχουμε και καιρό να ασχοληθούμε με κάτι τηλεοπτικό. Αυτή η mini σειρά, η οποία ενδείκνυται και για όσους δεν μπορούν για κανέναν λόγο να μείνουν πιστοί στην σταθερή παρακολούθηση που απαιτεί μια σειρά, είναι ιδανική, μιας που καθεμιά από τις δυο σεζόν της, απαρτίζεται από τρία, αυτοτελή επεισόδια. Η αλήθεια είναι πως είχα διαβάσει γι' αυτήν από εδώ και από εκεί, και με είχε ιντριγκάρει το όλο θέμα της δυστοπίας που λεγόταν οτι κυριαρχεί στα επεισόδια. Λοιπόν το "Black Mirror", είναι από τα καλύτερα πράγματα που υπάρχουν εκεί έξω αυτή την περίοδο. Και καλά θα κάνεις να το τσεκάρεις.
Όπως είπα και παραπάνω, η συγκεκριμένη σειρά απαρτίζεται από αυτοτελή επεισόδια, τα οποία όμως χαρακτηρίζονται από αρκετές κοινές προεκτάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν κυρίως με την εποχή, την τεχνολογία και την κοινωνία του σήμερα. Το καθένα από αυτά, επικεντρώνεται και διηγείται και από μια διαφορετική ιστορία, κινητοποιώντας όλες τις αισθήσεις του θεατή, μέχρι το τελικό "χτύπημα" το οποίο είναι αμετάκλητο.
Η διαφορετικότητα του "Black Mirror", είναι οτι ξεφεύγει από μια καθαρή, τρομολαγνική κατάσταση, όπως αυτή του "American Horror" για παράδειγμα (το οποίο βεβαίως αγαπάμε για την ολούθε σαπίλα του), αναζητώντας περισσότερο διεισδυτικούς μηχανισμούς, προκειμένου να εισβάλει στο μυαλό σου, να σου πατήσει μια ξεγυρισμένη αναισθησία και έπειτα να σε αφήσει μόνο, να κατανοήσεις αυτό που μόλις είδες στην οθόνη σου. Είναι μια σειρά, η οποία δεν ακολουθεί εύκολες τρομάρες, ουρλιαχτά και αιμάτινους πίδακες, προκειμένου να πετύχει τον στόχο της, αλλά το κάνει αυτό, μέσω μιας πιο εγκεφαλικής κατάστασης, η οποία βασίζεται καταρχάς στις ιστορίες που χαρακτηρίζουν το κάθε επεισόδιο. Δείτε την αν θέλετε ως μια σειρά από ετερόκλητα σφηνάκια, που ενώ ξέρεις πως θα στην κάνουν την ζημιά, εντούτοις, δεν μπορείς να αντισταθείς. Έτσι κι αλλιώς το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στις δυο περιπτώσεις: το κεφάλι μένει θολό και η τάση για έμετο κυριαρχεί. Στην μια περίπτωση, από τις τοξικές ουσίες στις οποίες έχεις υποβάλει τον εαυτό σου, και στην άλλη από την συνειδητοποίηση της τοξικότητας που ο καθένας από εμάς φέρει μέσα του, έτσι κι αλλιώς...
Το "Black Mirror" δεν είναι μια σειρά με την οποία μπορείς απλώς να περάσεις την ώρα σου, καθώς θέτει μερικά πολύ σοβαρά ζητήματα τα οποία όπως θα δεις, είναι πιο σύγχρονα από ποτέ.
Ο δημιουργός της σειράς, Charlie Brooker, εξάλλου, λες πως είναι και πολυσχιδής προσωπικότητα, μιας που είναι δημοσιογράφος, κριτικός, συγγραφέας, παραγωγός, και παρουσιαστής αγγλικών εκπομπών, δουλεύοντας ταυτόχρονα στην τηλεόραση, τον Τύπο, στο ραδιόφωνο και τα online media. Αν και το πιθανότερο είναι πως δεν τον είχες ακούσει μέχρι σήμερα, η αλήθεια είναι πως μετράει στο ενεργητικό του μπόλικες δουλειές, παρουσιάζοντας μάλλον ψήγματα, μιας διερωτώμενης καθημερινότητας ήδη από το 2008, όταν και δημιούργησε μια mini σειρούλα που λεγόταν, "Dead Set", και απαρτιζόταν από ζομπιακό περιεχόμενο, από αυτά δηλαδή που αρέσκομαι να "καταναλώνω". Η ευφάνταστη κυριολεκτικά (αλλά οχι και μεταφορικά, δυστυχώς, για τις τεχνολογικά προηγμένες κοινωνίες μας), ήθελε τους παίκτες ενός reality show, τύπου Big Brother, να αποτελούν τους τυχερούς, ζωντανούς εναπομείναντες, όταν ξεσπά ένα zombie apocalypse, με το σπίτι του Μεγάλου Αδελφού να μετατρέπεται σε καταφύγιο, από τον θάνατο και τον ορυμαγδό, που επικρατεί έξω. Οχι για πολύ όμως...
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο την σειρά, δεν την είχα τελικά ξεκινήσει, αν και θυμάμαι ακόμα την θετική εντύπωση που μου είχε προκαλέσει τόσο η φρέσκια ιδέα του νεκροζώντανου θέματος, όσο και ο σαφέστατος, κοινωνικός σχολιασμός του Brooker: "εσείς εκεί μέσα, δεν αντιλαμβάνεστε το κατασπάραγμα στο οποίο σας υποβάλουν καθημερινώς τα media, μέχρι την στιγμή που όταν το αντιληφθείτε, είναι πια πολύ αργά".
Μπορεί λοιπόν στο "Black Mirror" να μην έχουμε ζόμπι (αν και κατά κάποιον τρόπο οι άνθρωποι, τείνουμε να μετατραπούμε σε τέτοια, minus τις κυριολεκτικά, σαρκοβόρες ορέξεις), έχουμε όμως ανθρώπους, οι οποίοι μοιάζουν τις περισσότερες φορές να ξεχνούν τι είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν από πρωτόγονες συμπεριφορές ζώων (και ζόμπι): η λογική.
Η λογική σε αυτή την σειρά, δεν κρατάει τα μπόσικα στις συνειδήσεις των πρωταγωνιστών, οι οποίοι διαμορφώνουν καταστάσεις, διαμορφώνουν και κοινωνίες, γεγονός που αποτελεί στην τελική, και το πιο επικίνδυνο κομμάτι όλης αυτής της περιρρέουσας τεχνολογικής "ανωμαλίας", όπως αυτή εκφράζεται στις καταβραθρωμένες συμπεριφορές και την απουσία της όποιας ηθικής.
Ο Brooker εμφανίζεται πεσιμιστής και ενδεχομένως, σκληρά ρεαλιστής, παρουσιάζοντας κάθε φορά τις διαφορετικές πτυχές μιας καθημερινότητας μίζερης, ζοφερής και δυστοπικής, μέσα στην οποία το κάθε άτομο αποτελεί έρμαιο των πιο αποτρόπαιων πνευματικών, ψυχολογικών και ηθικών καταστάσεων.
Το περιεχόμενο της σειράς του, περιστρέφεται γύρω από τις προκλήσεις ενός αφενός, τεχνολογικά προηγμένου κόσμου, αφετέρου βυθισμένου μέσα σε μια μεγαλύτερη άγνοια της ουσίας της πραγματικής ζωής, με τον άνθρωπο χαμένο κάπου μέσα στον ίδιο του τον εαυτό και πιο μόνο από ποτέ.
Τα θέματα της τείνει τρόπο, κλωνοποίησης, της τρομοκρατίας, των μουδιασμένων κοινωνικών συνειδήσεων, της απομόνωσης, της χειραγώγησης, της απονομής δικαιοσύνης, των social media, της τηλεοπτικής πλύσης εγκεφάλου, της πολιτικής αποχαύνωσης και του μαριονετίστικου ελέγχου από όσους διαθέτουν δύναμη (εν προκειμένω, από όσους κάθονται σε ένα πάνελ και ορίζουν τις ζωές χιλιάδων), αυτά και πολλά ακόμη, αναπαριστώνται μέσα από μια εκπληκτική σκηνοθεσία, και μερικές, εξίσου εκπληκτικές ερμηνείες των συμμετεχόντων ηθοποιών, περιγράφοντας στην ουσία μια πραγματικότητα, η οποία δεν απέχει και πολύ από τα δικά μας μέτρα και σταθμά. Αν κάτι είναι εξοργιστικά αληθινό σε αυτά τα επεισόδια, είναι πως τις όποιες τσιμπημένες κατευθύνσεις τους, αποτελούν τμήματα της υπάρχουσας ζωής μας, γεγονός που καθιστά την ανάγκη για αφύπνιση, επιτακτική. Ποιος μας λέει πως την επόμενη φορά, που μια ομάδα τρομοκρατών απαιτήσει λύτρα για την απελευθέρωση ενός ομήρου, αυτά, θα περιορίζονται στα χρήματα και οχι σε κάποια άλλη, παράλογη απαίτηση; Τι θα έκανες αν είχες την δυνατότητα να συνομιλήσεις μέσω υπολογιστή, με ένα αγαπημένο σου πρόσωπο που έχει πεθάνει, και που στην στην ουσία θα πρόκειται για μια μηχανή που "μιμείται" την φωνή του; Πως θα ήταν άραγε αν ζούσαμε σε έναν κόσμο, όπου η παραγόμενη ενέργεια, θα εξαρτιόταν αποκλειστικά από την δική μας άθληση;
Σε αυτά και σε άλλα τόσα ερωτήματα, το "Black Mirror" δίνει τις δικές του απαντήσεις. Απαντήσεις που ίσως να μην θες να μάθεις...
Σαν αποτέλεσμα βρήκα αυτή την μινι-σειρούλα, κάτι περισσότερο από ικανοποιητικό, μιας που η στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία του, η βρετανική μουντάδα και το τακτ της παρουσίασης ακόμα και τον χειρότερων καταστάσεων, μέσα από υπονοούμενα και έμμεσες αναφορές (πολύ καλύτερα δηλαδή, από το να στο δίνει στο πιάτο), καθιστά το "Black Mirror", μια πραγματικά μαύρη απεικόνιση της σύγχρονης ζωής.
Όλοι οι πρωταγωνιστές παραδίδουν μερικές ξεγυρισμένα καλές ερμηνείες, η ατμόσφαιρα είναι ολοκληρωτικά στοιχειωτική, ενώ και η κάθε ιστορία, έχει τα δικά της νοήματα να σου περάσει. Αν λοιπόν, τώρα που έρχεται και το σαββατοκύριακο, θες κάτι δυνατό να δεις, το οποίο όμως δεν θα σε δεσμεύσει κιόλας (μιας που μέχρι να το δεις, θα έχει τελειώσει), επέλεξε το "Black Mirror" και δεν θα χάσεις. Αρκεί να ετοιμαστείς για μερικές φέτες, σκληρής αλήθειας...
Τι έμαθα από την σειρά: Οτι μάλλον ήξερα ήδη...
Όπως είπα και παραπάνω, η συγκεκριμένη σειρά απαρτίζεται από αυτοτελή επεισόδια, τα οποία όμως χαρακτηρίζονται από αρκετές κοινές προεκτάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν κυρίως με την εποχή, την τεχνολογία και την κοινωνία του σήμερα. Το καθένα από αυτά, επικεντρώνεται και διηγείται και από μια διαφορετική ιστορία, κινητοποιώντας όλες τις αισθήσεις του θεατή, μέχρι το τελικό "χτύπημα" το οποίο είναι αμετάκλητο.
Η διαφορετικότητα του "Black Mirror", είναι οτι ξεφεύγει από μια καθαρή, τρομολαγνική κατάσταση, όπως αυτή του "American Horror" για παράδειγμα (το οποίο βεβαίως αγαπάμε για την ολούθε σαπίλα του), αναζητώντας περισσότερο διεισδυτικούς μηχανισμούς, προκειμένου να εισβάλει στο μυαλό σου, να σου πατήσει μια ξεγυρισμένη αναισθησία και έπειτα να σε αφήσει μόνο, να κατανοήσεις αυτό που μόλις είδες στην οθόνη σου. Είναι μια σειρά, η οποία δεν ακολουθεί εύκολες τρομάρες, ουρλιαχτά και αιμάτινους πίδακες, προκειμένου να πετύχει τον στόχο της, αλλά το κάνει αυτό, μέσω μιας πιο εγκεφαλικής κατάστασης, η οποία βασίζεται καταρχάς στις ιστορίες που χαρακτηρίζουν το κάθε επεισόδιο. Δείτε την αν θέλετε ως μια σειρά από ετερόκλητα σφηνάκια, που ενώ ξέρεις πως θα στην κάνουν την ζημιά, εντούτοις, δεν μπορείς να αντισταθείς. Έτσι κι αλλιώς το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στις δυο περιπτώσεις: το κεφάλι μένει θολό και η τάση για έμετο κυριαρχεί. Στην μια περίπτωση, από τις τοξικές ουσίες στις οποίες έχεις υποβάλει τον εαυτό σου, και στην άλλη από την συνειδητοποίηση της τοξικότητας που ο καθένας από εμάς φέρει μέσα του, έτσι κι αλλιώς...
Το "Black Mirror" δεν είναι μια σειρά με την οποία μπορείς απλώς να περάσεις την ώρα σου, καθώς θέτει μερικά πολύ σοβαρά ζητήματα τα οποία όπως θα δεις, είναι πιο σύγχρονα από ποτέ.
Ο δημιουργός της σειράς, Charlie Brooker, εξάλλου, λες πως είναι και πολυσχιδής προσωπικότητα, μιας που είναι δημοσιογράφος, κριτικός, συγγραφέας, παραγωγός, και παρουσιαστής αγγλικών εκπομπών, δουλεύοντας ταυτόχρονα στην τηλεόραση, τον Τύπο, στο ραδιόφωνο και τα online media. Αν και το πιθανότερο είναι πως δεν τον είχες ακούσει μέχρι σήμερα, η αλήθεια είναι πως μετράει στο ενεργητικό του μπόλικες δουλειές, παρουσιάζοντας μάλλον ψήγματα, μιας διερωτώμενης καθημερινότητας ήδη από το 2008, όταν και δημιούργησε μια mini σειρούλα που λεγόταν, "Dead Set", και απαρτιζόταν από ζομπιακό περιεχόμενο, από αυτά δηλαδή που αρέσκομαι να "καταναλώνω". Η ευφάνταστη κυριολεκτικά (αλλά οχι και μεταφορικά, δυστυχώς, για τις τεχνολογικά προηγμένες κοινωνίες μας), ήθελε τους παίκτες ενός reality show, τύπου Big Brother, να αποτελούν τους τυχερούς, ζωντανούς εναπομείναντες, όταν ξεσπά ένα zombie apocalypse, με το σπίτι του Μεγάλου Αδελφού να μετατρέπεται σε καταφύγιο, από τον θάνατο και τον ορυμαγδό, που επικρατεί έξω. Οχι για πολύ όμως...
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο την σειρά, δεν την είχα τελικά ξεκινήσει, αν και θυμάμαι ακόμα την θετική εντύπωση που μου είχε προκαλέσει τόσο η φρέσκια ιδέα του νεκροζώντανου θέματος, όσο και ο σαφέστατος, κοινωνικός σχολιασμός του Brooker: "εσείς εκεί μέσα, δεν αντιλαμβάνεστε το κατασπάραγμα στο οποίο σας υποβάλουν καθημερινώς τα media, μέχρι την στιγμή που όταν το αντιληφθείτε, είναι πια πολύ αργά".
Μπορεί λοιπόν στο "Black Mirror" να μην έχουμε ζόμπι (αν και κατά κάποιον τρόπο οι άνθρωποι, τείνουμε να μετατραπούμε σε τέτοια, minus τις κυριολεκτικά, σαρκοβόρες ορέξεις), έχουμε όμως ανθρώπους, οι οποίοι μοιάζουν τις περισσότερες φορές να ξεχνούν τι είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν από πρωτόγονες συμπεριφορές ζώων (και ζόμπι): η λογική.
Η λογική σε αυτή την σειρά, δεν κρατάει τα μπόσικα στις συνειδήσεις των πρωταγωνιστών, οι οποίοι διαμορφώνουν καταστάσεις, διαμορφώνουν και κοινωνίες, γεγονός που αποτελεί στην τελική, και το πιο επικίνδυνο κομμάτι όλης αυτής της περιρρέουσας τεχνολογικής "ανωμαλίας", όπως αυτή εκφράζεται στις καταβραθρωμένες συμπεριφορές και την απουσία της όποιας ηθικής.
Ο Brooker εμφανίζεται πεσιμιστής και ενδεχομένως, σκληρά ρεαλιστής, παρουσιάζοντας κάθε φορά τις διαφορετικές πτυχές μιας καθημερινότητας μίζερης, ζοφερής και δυστοπικής, μέσα στην οποία το κάθε άτομο αποτελεί έρμαιο των πιο αποτρόπαιων πνευματικών, ψυχολογικών και ηθικών καταστάσεων.
Το περιεχόμενο της σειράς του, περιστρέφεται γύρω από τις προκλήσεις ενός αφενός, τεχνολογικά προηγμένου κόσμου, αφετέρου βυθισμένου μέσα σε μια μεγαλύτερη άγνοια της ουσίας της πραγματικής ζωής, με τον άνθρωπο χαμένο κάπου μέσα στον ίδιο του τον εαυτό και πιο μόνο από ποτέ.
Τα θέματα της τείνει τρόπο, κλωνοποίησης, της τρομοκρατίας, των μουδιασμένων κοινωνικών συνειδήσεων, της απομόνωσης, της χειραγώγησης, της απονομής δικαιοσύνης, των social media, της τηλεοπτικής πλύσης εγκεφάλου, της πολιτικής αποχαύνωσης και του μαριονετίστικου ελέγχου από όσους διαθέτουν δύναμη (εν προκειμένω, από όσους κάθονται σε ένα πάνελ και ορίζουν τις ζωές χιλιάδων), αυτά και πολλά ακόμη, αναπαριστώνται μέσα από μια εκπληκτική σκηνοθεσία, και μερικές, εξίσου εκπληκτικές ερμηνείες των συμμετεχόντων ηθοποιών, περιγράφοντας στην ουσία μια πραγματικότητα, η οποία δεν απέχει και πολύ από τα δικά μας μέτρα και σταθμά. Αν κάτι είναι εξοργιστικά αληθινό σε αυτά τα επεισόδια, είναι πως τις όποιες τσιμπημένες κατευθύνσεις τους, αποτελούν τμήματα της υπάρχουσας ζωής μας, γεγονός που καθιστά την ανάγκη για αφύπνιση, επιτακτική. Ποιος μας λέει πως την επόμενη φορά, που μια ομάδα τρομοκρατών απαιτήσει λύτρα για την απελευθέρωση ενός ομήρου, αυτά, θα περιορίζονται στα χρήματα και οχι σε κάποια άλλη, παράλογη απαίτηση; Τι θα έκανες αν είχες την δυνατότητα να συνομιλήσεις μέσω υπολογιστή, με ένα αγαπημένο σου πρόσωπο που έχει πεθάνει, και που στην στην ουσία θα πρόκειται για μια μηχανή που "μιμείται" την φωνή του; Πως θα ήταν άραγε αν ζούσαμε σε έναν κόσμο, όπου η παραγόμενη ενέργεια, θα εξαρτιόταν αποκλειστικά από την δική μας άθληση;
Σε αυτά και σε άλλα τόσα ερωτήματα, το "Black Mirror" δίνει τις δικές του απαντήσεις. Απαντήσεις που ίσως να μην θες να μάθεις...
Σαν αποτέλεσμα βρήκα αυτή την μινι-σειρούλα, κάτι περισσότερο από ικανοποιητικό, μιας που η στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία του, η βρετανική μουντάδα και το τακτ της παρουσίασης ακόμα και τον χειρότερων καταστάσεων, μέσα από υπονοούμενα και έμμεσες αναφορές (πολύ καλύτερα δηλαδή, από το να στο δίνει στο πιάτο), καθιστά το "Black Mirror", μια πραγματικά μαύρη απεικόνιση της σύγχρονης ζωής.
Όλοι οι πρωταγωνιστές παραδίδουν μερικές ξεγυρισμένα καλές ερμηνείες, η ατμόσφαιρα είναι ολοκληρωτικά στοιχειωτική, ενώ και η κάθε ιστορία, έχει τα δικά της νοήματα να σου περάσει. Αν λοιπόν, τώρα που έρχεται και το σαββατοκύριακο, θες κάτι δυνατό να δεις, το οποίο όμως δεν θα σε δεσμεύσει κιόλας (μιας που μέχρι να το δεις, θα έχει τελειώσει), επέλεξε το "Black Mirror" και δεν θα χάσεις. Αρκεί να ετοιμαστείς για μερικές φέτες, σκληρής αλήθειας...
Τι έμαθα από την σειρά: Οτι μάλλον ήξερα ήδη...
Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013
John Dies at the End: Soy Sauce is good for you
Γεια σας, γεια σας για ακόμη μια φορά! Σήμερα, με τον καιρό να μας τα έχει χαλάσει μια και καλή, είναι πολύ πιθανό να αναζητήσετε μια εναλλακτική βραδιά, από αυτή που είχατε στο μυαλό σας, αναφορικά με κάποια έξοδο. Φυσικά αναφέρομαι σε μια βραδιά στο σπίτι, με ταινιούλα, καλή παρέα και τζέρτζελο. Και σας έχω το κατάλληλο πράγμα: "John Dies at the End".
Πριν περάσουμε όμως σε αυτό να σας θυμίσω για ακόμη μια φορά, οτι από τις 15 Φεβρουαρίου θα ξεκινήσουν τα πολυαγαπημένα μας Blogoscars για την πρέπουσα απονομή της...κινηματογραφικής δικαιοσύνης. Όσοι δεν έχετε ακόμα εγγραφεί, μην ξεχνιέστε (αλλά και μην αγχώνεστε, μιας που η συμμετοχή θα λήξει στις 14 Φλεβάρη) και μπείτε εδώ (http://blogoscars.gr/post/40596761690/blogoscars-2013) προκειμένου να τσιμπήσετε μια θέση στην λίστα των συμμετεχόντων.
Και αφού τα'παμε και αυτά, περνάμε στο σημερινό μας ζουμί. "John Dies at the End" then.
Όταν ένα νέο ναρκωτικό αρχίσει να κάνει τη γύρα του στην αγορά, δυο φίλοι, ο John (Rob Mayes) και ο Dave (Chase Williamson), θα βρεθούν προ...περίεργων εκπλήξεων όταν διαπιστώσουν οτι το "πράμα" με την ονομασία 'Soy Souce', το οποίο παραπέμπει σε μαύρη, γυαλιστερή γλίτσα, δεν σου προκαλεί τις γνωστές παρενέργειες των ναρκωτικών, αλλά μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο σαν ένα μπουστάρισμα του εγκεφάλου σου, ο οποίος είναι πλέον σε φάση να αντιληφθεί το πως έχει πραγματικά, ο κόσμος που μας περιβάλει.
Η μαύρη σάλτσα, φαίνεται πως κρύβει από πίσω ένα τεράστιο, παγκόσμιο μυστικό το οποίο θέτει σε άμεσο κίνδυνο την ύπαρξη ολόκληρης της ανθρωπότητας, με αποτέλεσμα η σωτηρία αυτής να επαφίεται σε εκείνους που κατέχουν την γνώση, και άρα τους δυο, νεαρούς πρωταγωνιστές. Στην πραγματικότητα, αυτή η ενέσιμη ουσία "ανοίγει" τα μάτια και το μυαλό, προκειμένου το άτομο να αντιληφθεί την ύπαρξη διαφορετικών διαστάσεων, τεράτων και απόκοσμων πλασμάτων, όπως αυτά περιδιαβαίνουν στον κόσμο μας, και μπαινοβγαίνουν σε αυτόν, από τα ποικίλα portals που διατηρούν, για την πιο εύκολη...μεταφορά τους, από και προς την γήινη πραγματικότητα. O John και ο Dave, είναι τώρα οι μόνοι που μπορούν να δώσουν ένα τέλος σε αυτή την απόκοσμη απειλή που έχει βάλει στόχο τον αφανισμό του ανθρώπινου είδους. Θα προλάβουν όμως;
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Don Coscarelli, δεν είναι και ο πιο mainstream τύπος που θα μπορούσες να φανταστείς, μιας που η κινηματογραφική του καριέρα κάθε άλλο, παρά σε εμπορικές επιτυχίες και βαρετές ιστορίες αναλώνεται.
Ακολουθώντας κατά πολλούς το παράδειγμα του μεγάλου Romero, ο οποίος έκανε την ιδέα του ζομπι, pop, ταυτίζοντάς το μια για πάντα με τις ταινίες τρόμου, αλλά και με βαθύτερες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, ο Coscarelli έπλεξε τον δικό του φανταστικό μύθο, ο οποίος μπορεί να μην έφτασε ποτέ το μέγεθος και την σινεματική αξία του Romero, κατάφερε εντούτοις να βρει μπόλικους θερμούς υποστηρικτές, δημιουργώντας το δικό του cult franchise, με την αρχή να γίνεται το 1979, και το "Phantasm". Αργότερα ακολούθησαν πολλά ακόμη sequels, τα οποία από την εποχή του '70, βρήκαν πρόσφορο έδαφος μέχρι και τις μέρες μας, με την τελευταία προσθήκη (προς το παρόν δηλαδή), να γίνεται το 1998 με το "Phantasm IV: Oblivion".
Ο ίδιος βέβαια δεν αρκέστηκε στον δικό του μύθο, αλλά ενέταξε στην πορεία του και άλλα είδη, όπως το φαντασιακό "The Beastmaster", κάτι μεταξύ He-Man, Κόναν ο Βάρβαρος και She-ra, με έναν πρωταγωνιστή με αδαμιαία περιβολή και ορδές από ζώα(!), τα οποία τον βοηθούν στο εκδικητικό του ταξίδι. Βεβαίως δεν γίνεται να μην κάνουμε και μια αναφορά στο πιο millennium δημιούργημά του, το original, και απόλυτα τρελιάρικο "Bubba Ho-Tep" (το έχουμε φιλοξενήσει και εδώ στο blog), και στο οποίο ένας γηραιός Elvis και ένας...έγχρωμος Kennedy(!!), βρίσκονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, η οποία τους έχει έτσι κι αλλιώς για νεκρούς, ζώντας σε ένα ήσυχο γηροκομείο κάπου στην Αμερική. Εκεί οι δυο τους θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν μια αρχαία απειλή, η οποία εισβάλει στο γηροκομείο και τρέφεται με τις ψυχές των ενοίκων ρουφώντας τες από την...οπίσθια οπή τους.
Αν σου φαίνεται αυτό το story περίεργο, που να δεις και το "John Dies at the End".
Για να μην ξεχνιόμαστε μιας που και εσύ θα το έχεις συνηθίσει δηλαδή, η ταινία βασίζεται σε μια κόμικ νουβέλα τρόμου, με την ίδια ονομασία και συγγραφέα τον Jason Pargin (ο οποίος όμως υπογράφει το βιβλίο του ως David Wong, όπως δηλαδή και ο πρωταγωνιστικός του ήρωας).
Η συγγραφική του προσπάθεια ξεκίνησε το 2001, υπό την μορφή webseries (όπως συμβαίνει αρκετά συχνά τώρα τελευταία), κατέληξε σε printed έκδοση το 2007, ενώ δυο χρόνια μετά κυκλοφόρησε και σε μορφή hard cover.
Η μεταφορά της νουβέλας στην μεγάλη οθόνη, υποθέτουμε πως αποτέλεσε εξαίσιο υλικό στα χέρια ενό b-γούστου γνώστη, όπως ο Coscarelli, και παρά το γεγονός οτι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, μπορώ να αντιληφθώ δυο πράγματα, τα οποία λειτουργούν παράλληλα και ως η ουσιαστική αντίφαση που μπορεί να χαντακώσει, αλλά και να ανυψώσει το συγκεκριμένο επίτευγμα.
Αρχικά, και όπως διάβασα από μερικά forums, το περιεχόμενο του βιβλίου είναι αρκετά διαφορετικό, και όπως είναι αναμενόμενο, πολύ πιο πλούσιο. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων, έχουμε μια ταινία που υστερεί αρκετά, ακόμα και όταν πρόκειται για ένα mindf*ck σενάριο, όπως αυτό. Από την άλλη πλευρά βέβαια, το να καταφέρεις να αποδόσεις με τρόπο camp, και απροκάλυπτα b, την όλη αισθητική του βιβλίου, ακόμα και αν υστερείς σε λεπτομέρειες, είναι κάτι έτσι κι αλλιώς απολαυστικό, αφού όλοι αναγνωρίζουμε την "δύναμη" του κοινού που διψά για αίμα, βδελυγματικά τέρατα και μυστηριακές διαστάσεις που ξερνάνε τα πλάσματα του χειρότερού σου εφιάλτη.
Συνεπώς καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: το "John Dies at the End", είναι μια από τις καλύτερες cult ταινίες της χρονιάς, αρκεί να μην έχεις διαβάσει το βιβλίο, προκειμένου να περιμένεις περισσότερα από όσα είναι σε θέση να σου δώσει. Είναι μια από εκείνες τις ταινίες που πρέπει να την παίρνεις όπως σου έρχεται. Γεμάτη δηλαδή από οργιώδη φαντασία, αποκρουστικά, ανθρώπινα απομεινάρια και μπόλικες fun πινελιές, που την καθιστούν την ιδανική camp συνοδεία, της τέλειας βραδιάς.
Χωρίς να παίρνει καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό της, η ταινία είναι ένα συνονθύλευμα gore και pop αισθητικής, η οποία αν και κάπου στη μέση πάει να χάσει λίγο τον μπούσουλα, καταφέρνει να μαζέψει και πάλι την σκηνοθετική της καλούμπα, εν μέσω γλιστερών οφθαλμών που κάνουν πλοπ και πανέξυπνων, κρακενικών πλασμάτων που παραπέμπουν σε καρπεντερικά κακέκτυπα.
Το "John Dies at the End", συνοδεύεται από έναν από τους πιο "ξεδιάντροπους" τίτλους που έχουμε δει τελευταία, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί από μόνος του θέλει να αποτελέσει ένα τεράστιο spoiler, παραπέμποντας σε εκείνον τον αγαπημένο σου φίλο, που θα σου αναφέρει (καταλάθος, αλλά και τις περισσότερες φορές επίτηδες), το τέλος του βιβλίου που διαβάζεις ή της ταινίας που βλέπεις. Στην πυρά!
Παρόλα αυτά μην ανησυχείς, γιατί το περιεχόμενο του τίτλου δεν είναι τόσο απλό, ακριβώς δηλαδή όπως και το σενάριο το οποίο έχει βάλει σκοπό να σε κάνει να αναφωνήσεις "wtf?", ουκ ολίγες φορές. Η αλήθεια πάντως είναι, πως το συγκεκριμένο ανοσιούργημα, δεν ενδείκνυται για τους μη fans του είδους, μιας που μάλλον θα σας προκαλέσει ανακατέματα και αναγούλες. Αφήστε το καλύτερα σε όσους αρέσκονται στο "άρρωστο" cinema των Cronenberg, μιας που η ταινία θα μπορούσε εύκολα να αποτελεί την πτυχιακή ενός θαυμαστή του sick σκηνοθέτη, γυρισμένη με τα πιο απλά μέσα και ουρλιάζοντας σε κάθε της σκηνή, την low budget προέλευσή της.
Η σκηνοθεσία θαρρείς και έχει πεταχτεί από το παράθυρο, μιας που η ανάγκη χρήσης CGI σε ορισμένες σκηνές, μάλλον παραπέμπει περισσότερο σε ζωγραφιά από το Paint του υπολογιστή, παρά σε κάποια σοβαρή προσπάθεια απόδοσης, ενός τέρατος για παράδειγμα. Βέβαια, αν είσαι προετοιμασμένος γι' αυτό που θα δεις, καθόλου δε σε χαλάει αυτή η ολοκληρωτική απουσία ενός αξιοπρεπούς εφε, μιας που αυτό είναι και το ζητούμενο: η δημιουργία ενός φιλμ, το οποίο ξεγελάει τον εαυτό του, περιορισμένο σε μια βάση απλοϊκής αναπαράστασης των εκάστοτε στοιχείων, προκειμένου η "δεύτερη" διάστασή του, να γίνει ακόμη πιο αισθητή. Συνεπώς, μη σας ξενίσει η σκηνοθετική ματιά σε στιγμές, γιατί είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται η ιστορία μας.
Και εκεί που λες οτι μια τέτοια προσπάθεια θα συνοδεύεται από ερμηνείες ηθοποιών που δεν έχεις δει στη ζωή σου, η παρουσία του Paul Giamatti μάλλον αλλάζει λίγο τις ισορροπίες, αφού σε κάνει να απορείς για ποιον λόγο δέχτηκε να παίξει σε μια τέτοια ταινία. Η απάντηση είναι απλή και προφανής: γιατί είναι cool. Αυτό.
Εκτός βέβαια από τον αγαπητό κουλτουρέ (ο οποίος έχει παίξει και σε μερικές ηλιθιότητες, να τα λέμε αυτά) ηθοποιό του Hollywood, το πέρασμά του κάνει και ένας ακόμη, λιγότερο γνωστός ονομαστικά, αλλά με μια φάτσα που αν τη μάθεις, δε την ξεχνάς ποτέ ξανά (και να θες δηλαδή).
Ο Doug Jones είναι ένας από τους πιο χαρισματικούς και χαμαιλεοντικούς ηθοποιούς που υπάρχουν εκεί έξω, τον οποίο βλέπεις ως επί το πλείστον να κρατάει τα μπόσικα στις ταινίες, χωρίς να βγαίνει ποτέ στην πρώτη, ερμηνευτική γραμμή. Ο ρόλος που του έδωσε την ευκαιρία να λάμψει πραγματικά, ήταν αυτός του μυστηριώδους Πάνα, στο αριστοτεχνικό "Pan's Labyrinth" του del Toro, στην ταινία δηλαδή που υποδύθηκε ταυτόχρονα το καλό και το κακό (έπαιζε παράλληλα και τον αποτρόπαιο Pale Man). Αν και η καριέρα του μετράει συμμετοχές σε μπόλικες ακόμα ταινίες, στις οποίες τις περισσότερες φορές είναι μεταμφιεσμένος σε κάτι, στο "John Dies at the End", τον βλέπουμε να κάνει ένα μικρό, αλλά ουσιαστικό πέρασμα, γεμίζοντας τα πλάνα με το ανάστημα, αλλά και την απόκοσμη παρουσία του.
Το "John Dies at the End" είναι μια ταινία μόνο γι' αυτούς που αγαπούν το συγκεκριμένο είδος. Έχει χιούμορ και μια περιρρέουσα, οτινανικη διάθεση που δε σε αφήνει ασυγκίνητο. Το τέλος δε, είναι απλά τέλειο! Δείτε την για μια χαλαρή, παρεϊστικη βραδιά με μπόλικο ποπ-κορν και sodasssss.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο John μοιάζει υπερβολικά με τον Ορφέα Αυγουστίδη(...), οτι τα παϊδάκι και τα λουκάνικα, ποτέ δεν θα μπορέσω να τα ξαναδώ όπως είναι, και οτι ένα ψεύτικο χέρι, μπορεί τελικά, να σώσει την κατάσταση.
No trivia
Πριν περάσουμε όμως σε αυτό να σας θυμίσω για ακόμη μια φορά, οτι από τις 15 Φεβρουαρίου θα ξεκινήσουν τα πολυαγαπημένα μας Blogoscars για την πρέπουσα απονομή της...κινηματογραφικής δικαιοσύνης. Όσοι δεν έχετε ακόμα εγγραφεί, μην ξεχνιέστε (αλλά και μην αγχώνεστε, μιας που η συμμετοχή θα λήξει στις 14 Φλεβάρη) και μπείτε εδώ (http://blogoscars.gr/post/40596761690/blogoscars-2013) προκειμένου να τσιμπήσετε μια θέση στην λίστα των συμμετεχόντων.
Και αφού τα'παμε και αυτά, περνάμε στο σημερινό μας ζουμί. "John Dies at the End" then.
Όταν ένα νέο ναρκωτικό αρχίσει να κάνει τη γύρα του στην αγορά, δυο φίλοι, ο John (Rob Mayes) και ο Dave (Chase Williamson), θα βρεθούν προ...περίεργων εκπλήξεων όταν διαπιστώσουν οτι το "πράμα" με την ονομασία 'Soy Souce', το οποίο παραπέμπει σε μαύρη, γυαλιστερή γλίτσα, δεν σου προκαλεί τις γνωστές παρενέργειες των ναρκωτικών, αλλά μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο σαν ένα μπουστάρισμα του εγκεφάλου σου, ο οποίος είναι πλέον σε φάση να αντιληφθεί το πως έχει πραγματικά, ο κόσμος που μας περιβάλει.
Η μαύρη σάλτσα, φαίνεται πως κρύβει από πίσω ένα τεράστιο, παγκόσμιο μυστικό το οποίο θέτει σε άμεσο κίνδυνο την ύπαρξη ολόκληρης της ανθρωπότητας, με αποτέλεσμα η σωτηρία αυτής να επαφίεται σε εκείνους που κατέχουν την γνώση, και άρα τους δυο, νεαρούς πρωταγωνιστές. Στην πραγματικότητα, αυτή η ενέσιμη ουσία "ανοίγει" τα μάτια και το μυαλό, προκειμένου το άτομο να αντιληφθεί την ύπαρξη διαφορετικών διαστάσεων, τεράτων και απόκοσμων πλασμάτων, όπως αυτά περιδιαβαίνουν στον κόσμο μας, και μπαινοβγαίνουν σε αυτόν, από τα ποικίλα portals που διατηρούν, για την πιο εύκολη...μεταφορά τους, από και προς την γήινη πραγματικότητα. O John και ο Dave, είναι τώρα οι μόνοι που μπορούν να δώσουν ένα τέλος σε αυτή την απόκοσμη απειλή που έχει βάλει στόχο τον αφανισμό του ανθρώπινου είδους. Θα προλάβουν όμως;
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Don Coscarelli, δεν είναι και ο πιο mainstream τύπος που θα μπορούσες να φανταστείς, μιας που η κινηματογραφική του καριέρα κάθε άλλο, παρά σε εμπορικές επιτυχίες και βαρετές ιστορίες αναλώνεται.
Ακολουθώντας κατά πολλούς το παράδειγμα του μεγάλου Romero, ο οποίος έκανε την ιδέα του ζομπι, pop, ταυτίζοντάς το μια για πάντα με τις ταινίες τρόμου, αλλά και με βαθύτερες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, ο Coscarelli έπλεξε τον δικό του φανταστικό μύθο, ο οποίος μπορεί να μην έφτασε ποτέ το μέγεθος και την σινεματική αξία του Romero, κατάφερε εντούτοις να βρει μπόλικους θερμούς υποστηρικτές, δημιουργώντας το δικό του cult franchise, με την αρχή να γίνεται το 1979, και το "Phantasm". Αργότερα ακολούθησαν πολλά ακόμη sequels, τα οποία από την εποχή του '70, βρήκαν πρόσφορο έδαφος μέχρι και τις μέρες μας, με την τελευταία προσθήκη (προς το παρόν δηλαδή), να γίνεται το 1998 με το "Phantasm IV: Oblivion".
Ο ίδιος βέβαια δεν αρκέστηκε στον δικό του μύθο, αλλά ενέταξε στην πορεία του και άλλα είδη, όπως το φαντασιακό "The Beastmaster", κάτι μεταξύ He-Man, Κόναν ο Βάρβαρος και She-ra, με έναν πρωταγωνιστή με αδαμιαία περιβολή και ορδές από ζώα(!), τα οποία τον βοηθούν στο εκδικητικό του ταξίδι. Βεβαίως δεν γίνεται να μην κάνουμε και μια αναφορά στο πιο millennium δημιούργημά του, το original, και απόλυτα τρελιάρικο "Bubba Ho-Tep" (το έχουμε φιλοξενήσει και εδώ στο blog), και στο οποίο ένας γηραιός Elvis και ένας...έγχρωμος Kennedy(!!), βρίσκονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, η οποία τους έχει έτσι κι αλλιώς για νεκρούς, ζώντας σε ένα ήσυχο γηροκομείο κάπου στην Αμερική. Εκεί οι δυο τους θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν μια αρχαία απειλή, η οποία εισβάλει στο γηροκομείο και τρέφεται με τις ψυχές των ενοίκων ρουφώντας τες από την...οπίσθια οπή τους.
Αν σου φαίνεται αυτό το story περίεργο, που να δεις και το "John Dies at the End".
Για να μην ξεχνιόμαστε μιας που και εσύ θα το έχεις συνηθίσει δηλαδή, η ταινία βασίζεται σε μια κόμικ νουβέλα τρόμου, με την ίδια ονομασία και συγγραφέα τον Jason Pargin (ο οποίος όμως υπογράφει το βιβλίο του ως David Wong, όπως δηλαδή και ο πρωταγωνιστικός του ήρωας).
Η συγγραφική του προσπάθεια ξεκίνησε το 2001, υπό την μορφή webseries (όπως συμβαίνει αρκετά συχνά τώρα τελευταία), κατέληξε σε printed έκδοση το 2007, ενώ δυο χρόνια μετά κυκλοφόρησε και σε μορφή hard cover.
Η μεταφορά της νουβέλας στην μεγάλη οθόνη, υποθέτουμε πως αποτέλεσε εξαίσιο υλικό στα χέρια ενό b-γούστου γνώστη, όπως ο Coscarelli, και παρά το γεγονός οτι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, μπορώ να αντιληφθώ δυο πράγματα, τα οποία λειτουργούν παράλληλα και ως η ουσιαστική αντίφαση που μπορεί να χαντακώσει, αλλά και να ανυψώσει το συγκεκριμένο επίτευγμα.
Αρχικά, και όπως διάβασα από μερικά forums, το περιεχόμενο του βιβλίου είναι αρκετά διαφορετικό, και όπως είναι αναμενόμενο, πολύ πιο πλούσιο. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων, έχουμε μια ταινία που υστερεί αρκετά, ακόμα και όταν πρόκειται για ένα mindf*ck σενάριο, όπως αυτό. Από την άλλη πλευρά βέβαια, το να καταφέρεις να αποδόσεις με τρόπο camp, και απροκάλυπτα b, την όλη αισθητική του βιβλίου, ακόμα και αν υστερείς σε λεπτομέρειες, είναι κάτι έτσι κι αλλιώς απολαυστικό, αφού όλοι αναγνωρίζουμε την "δύναμη" του κοινού που διψά για αίμα, βδελυγματικά τέρατα και μυστηριακές διαστάσεις που ξερνάνε τα πλάσματα του χειρότερού σου εφιάλτη.
Συνεπώς καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: το "John Dies at the End", είναι μια από τις καλύτερες cult ταινίες της χρονιάς, αρκεί να μην έχεις διαβάσει το βιβλίο, προκειμένου να περιμένεις περισσότερα από όσα είναι σε θέση να σου δώσει. Είναι μια από εκείνες τις ταινίες που πρέπει να την παίρνεις όπως σου έρχεται. Γεμάτη δηλαδή από οργιώδη φαντασία, αποκρουστικά, ανθρώπινα απομεινάρια και μπόλικες fun πινελιές, που την καθιστούν την ιδανική camp συνοδεία, της τέλειας βραδιάς.
Χωρίς να παίρνει καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό της, η ταινία είναι ένα συνονθύλευμα gore και pop αισθητικής, η οποία αν και κάπου στη μέση πάει να χάσει λίγο τον μπούσουλα, καταφέρνει να μαζέψει και πάλι την σκηνοθετική της καλούμπα, εν μέσω γλιστερών οφθαλμών που κάνουν πλοπ και πανέξυπνων, κρακενικών πλασμάτων που παραπέμπουν σε καρπεντερικά κακέκτυπα.
Το "John Dies at the End", συνοδεύεται από έναν από τους πιο "ξεδιάντροπους" τίτλους που έχουμε δει τελευταία, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί από μόνος του θέλει να αποτελέσει ένα τεράστιο spoiler, παραπέμποντας σε εκείνον τον αγαπημένο σου φίλο, που θα σου αναφέρει (καταλάθος, αλλά και τις περισσότερες φορές επίτηδες), το τέλος του βιβλίου που διαβάζεις ή της ταινίας που βλέπεις. Στην πυρά!
Παρόλα αυτά μην ανησυχείς, γιατί το περιεχόμενο του τίτλου δεν είναι τόσο απλό, ακριβώς δηλαδή όπως και το σενάριο το οποίο έχει βάλει σκοπό να σε κάνει να αναφωνήσεις "wtf?", ουκ ολίγες φορές. Η αλήθεια πάντως είναι, πως το συγκεκριμένο ανοσιούργημα, δεν ενδείκνυται για τους μη fans του είδους, μιας που μάλλον θα σας προκαλέσει ανακατέματα και αναγούλες. Αφήστε το καλύτερα σε όσους αρέσκονται στο "άρρωστο" cinema των Cronenberg, μιας που η ταινία θα μπορούσε εύκολα να αποτελεί την πτυχιακή ενός θαυμαστή του sick σκηνοθέτη, γυρισμένη με τα πιο απλά μέσα και ουρλιάζοντας σε κάθε της σκηνή, την low budget προέλευσή της.
Η σκηνοθεσία θαρρείς και έχει πεταχτεί από το παράθυρο, μιας που η ανάγκη χρήσης CGI σε ορισμένες σκηνές, μάλλον παραπέμπει περισσότερο σε ζωγραφιά από το Paint του υπολογιστή, παρά σε κάποια σοβαρή προσπάθεια απόδοσης, ενός τέρατος για παράδειγμα. Βέβαια, αν είσαι προετοιμασμένος γι' αυτό που θα δεις, καθόλου δε σε χαλάει αυτή η ολοκληρωτική απουσία ενός αξιοπρεπούς εφε, μιας που αυτό είναι και το ζητούμενο: η δημιουργία ενός φιλμ, το οποίο ξεγελάει τον εαυτό του, περιορισμένο σε μια βάση απλοϊκής αναπαράστασης των εκάστοτε στοιχείων, προκειμένου η "δεύτερη" διάστασή του, να γίνει ακόμη πιο αισθητή. Συνεπώς, μη σας ξενίσει η σκηνοθετική ματιά σε στιγμές, γιατί είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται η ιστορία μας.
Και εκεί που λες οτι μια τέτοια προσπάθεια θα συνοδεύεται από ερμηνείες ηθοποιών που δεν έχεις δει στη ζωή σου, η παρουσία του Paul Giamatti μάλλον αλλάζει λίγο τις ισορροπίες, αφού σε κάνει να απορείς για ποιον λόγο δέχτηκε να παίξει σε μια τέτοια ταινία. Η απάντηση είναι απλή και προφανής: γιατί είναι cool. Αυτό.
Εκτός βέβαια από τον αγαπητό κουλτουρέ (ο οποίος έχει παίξει και σε μερικές ηλιθιότητες, να τα λέμε αυτά) ηθοποιό του Hollywood, το πέρασμά του κάνει και ένας ακόμη, λιγότερο γνωστός ονομαστικά, αλλά με μια φάτσα που αν τη μάθεις, δε την ξεχνάς ποτέ ξανά (και να θες δηλαδή).
Ο Doug Jones είναι ένας από τους πιο χαρισματικούς και χαμαιλεοντικούς ηθοποιούς που υπάρχουν εκεί έξω, τον οποίο βλέπεις ως επί το πλείστον να κρατάει τα μπόσικα στις ταινίες, χωρίς να βγαίνει ποτέ στην πρώτη, ερμηνευτική γραμμή. Ο ρόλος που του έδωσε την ευκαιρία να λάμψει πραγματικά, ήταν αυτός του μυστηριώδους Πάνα, στο αριστοτεχνικό "Pan's Labyrinth" του del Toro, στην ταινία δηλαδή που υποδύθηκε ταυτόχρονα το καλό και το κακό (έπαιζε παράλληλα και τον αποτρόπαιο Pale Man). Αν και η καριέρα του μετράει συμμετοχές σε μπόλικες ακόμα ταινίες, στις οποίες τις περισσότερες φορές είναι μεταμφιεσμένος σε κάτι, στο "John Dies at the End", τον βλέπουμε να κάνει ένα μικρό, αλλά ουσιαστικό πέρασμα, γεμίζοντας τα πλάνα με το ανάστημα, αλλά και την απόκοσμη παρουσία του.
Το "John Dies at the End" είναι μια ταινία μόνο γι' αυτούς που αγαπούν το συγκεκριμένο είδος. Έχει χιούμορ και μια περιρρέουσα, οτινανικη διάθεση που δε σε αφήνει ασυγκίνητο. Το τέλος δε, είναι απλά τέλειο! Δείτε την για μια χαλαρή, παρεϊστικη βραδιά με μπόλικο ποπ-κορν και sodasssss.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο John μοιάζει υπερβολικά με τον Ορφέα Αυγουστίδη(...), οτι τα παϊδάκι και τα λουκάνικα, ποτέ δεν θα μπορέσω να τα ξαναδώ όπως είναι, και οτι ένα ψεύτικο χέρι, μπορεί τελικά, να σώσει την κατάσταση.
No trivia
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)