Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νεανικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νεανικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

The Faculty: Alienation gets real

Hello again και καλή εβδομάδα σε όλους.  Λοιπόν επειδή τώρα τελευταία όλο δεν έχω χρόνο να δω ταινίες, και όταν τελικά έχω λίγο, δε μπορώ να κάτσω να παιδέψω το μυαλό μου με "βαριές" ταινίες, το σαββατοκύριακο που μας πέρασε αποφάσισα να ξαναδώ μια από τις καλύτερες νεανικές ταινίες των '90s, το "The Faculty".  Την συγκεκριμένη ταινία όλο και κάποια φορά την είχα πετύχει στην τηλεόραση, αλλά ποτέ δεν είχα καταφέρει να την δω ολόκληρη.  Έτσι λοιπόν σε μια από τις κλασικές μου αναζητήσεις για την απάντηση στο αιώνιο ερώτημα, "και τώρα τι βλέπουμε;", είπα να την δω αυτή την φορά ολόκληρη.  Με το που ακούγεται το "The Kids Aren't Alright" των Offspring στην πρώτη σκηνή, ξέρω οτι θα περάσω ένα απολαυστικό μιαμισάωρο και δεν πέφτω έξω, μιας που αν το "The Faculty" μεταφράζεται σε κάτι αυτό είναι σε ένα συνονθύλευμα χαρακτηριστικών, '90s αναφορών και αισθητικής, αδύνατον να του αντισταθείς.


Το σενάριο απλό και γνωστό.  Μια ομάδα μαθητών αρχίζει να υποψιάζεται πως οι καθηγητές του σχολείου είναι εξωγήινοι, όταν η καθημερινή ρουτίνα δίνει την σκυτάλη σε μια σειρά περίεργων φαινομένων τα οποία συνδέονται με τις εξίσου περίεργες συμπεριφορές του προσωπικού.
Η παρέα δεν είναι και ακριβώς παρέα από την αρχή της ταινίας, μιας που περιλαμβάνει εκπροσώπους από όλες τις κοινωνικές κλίκες που χαρακτηρίζουν την λυκειακή ζωή.  Μπροστάρης αυτής της ετερόκλητης ομάδας η οποία θα προσπαθήσει να σώσει την πόλη από τους παρασιτικούς εξωγήινους που θέλουν να κυριαρχήσουν την Γη, είναι ο Zeke (Josh Hartnett) ένας πανέξυπνος αλλά αλιτήριος τύπος ο οποίος χασομεράει πασάροντας χάπια καφεΐνης ως ναρκωτικά στους συμμαθητές του και προφυλακτικά με γεύση κεράσι στην συνεσταλμένη καθηγήτρια της Λογοτεχνίας, Miss Elizbeth Burke (Famke Janssen).  Κάπου εκεί θα δεις και τον παραδοσιακό καρπαζοεισπράκτορα του σχολείου τον οποίο υποδύεται ο Elijah Wood, την "bitchy miss pretty face", Delilah Profitt (Jordana Brewster), με το επίθετό της να δηλώνει ξεκάθαρα τις βλέψεις για περαιτέρω κοινωνική ανέλιξη και παραμονή στο πλευρό του αθληταρά Stan (Shawn Hatosy) για λόγους πρεστίζ.  Φυσικά δεν λείπει ούτε το φρικιό με την ρετσινιά της λεσβίας Stokely (Clea DuVall), καθώς και το χαζοβιόλικο βλαχαδερό από την Atlanta, Marybeth (Laura Harris) y'all!


Αν και τόσο καιρό έλεγα να στρωθώ να την δω επιτέλους παρόλα αυτά δεν ήξερα οτι πίσω από τις κάμερες καθόταν ο Robert Rodriguez τον οποίο έχουμε συνηθίσει σε μια εντελώς διαφορετική κατηγορία ταινιών, περισσότερο b-movie-στικης αισθητικής.  Την στιγμή βέβαια που πας να σκεφτείς κάτι τέτοιο, αρχίζεις να βάζεις και όλα τα κομμάτια του "The Faculty" στην σειρά (δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να το κάνεις), και καταλήγεις στο συμπέρασμα πως αυτή η ταινία ίσως και να είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σκηνοθετικά δείγματα του Rodriguez, το οποίο λειτουργεί με την σειρά του ως μια νεανική ανθολογία σχολικών, κινηματογραφικών επιρροών, sci-fi πινελιών, εξωγήινης λογοτεχνίας και ποπ κουλτούρας, με την οποία θα ταυτιστείς, ιδιαίτερα αν ανήκεις σε κάποια από την κατηγορία των πρωταγωνιστών (φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν ένα περίεργο υβρίδιο της Stokely με τον μοναχικό και εντελώς geeky χαρακτήρα του Wood).
Αυτό που καταφέρνει αναμφίβολα και με μεγάλη επιτυχία ο Rodriguez, είναι να δημιουργήσει μια ταινία ύμνο για την εποχή, η οποία βλέπεται καλύτερα από μια χρονική απόσταση (ιδανική εν έτι 2013), επειδή ακριβώς εγκλωβίζει την ουσία των '90s μέσα σε ένα μάτσο κάρε.  Από τα trends στα ρούχα (φαρδιές μπλούζες και παντελόνια, σφιχτοκουμπωμένα πουκάμισα, κοριτσίστικα χοντροπάπουτσα και total black look για το "μαύρο πρόβατο" της παρέας, το οποίο αποτελεί έτσι κι αλλιώς διαχρονική αξία) και τις μουσικές επιλογές (The Offspring, Garbage, Sheryl Crow, Oasis, καθώς και τον πάντα "in" David Bowie, αλλά και το μαθητικά επαναστατικό "Another Brick in the Wall"), μέχρι τον πασιφανή σχολικό διαχωρισμό των μαθητών και την οριοθετημένη στα πλαίσια ενός εν δυνάμει μονοδιάστατου χαρακτήρα, συμπεριφορά τους, όλα εδώ ουρλιάζουν αυθεντική 90ίλα.  Και γι' αυτό την αγαπώ.


Μη φανταστείτε βέβαια πως η αγάπη μου για τον κινηματογράφο της δεκαετίας του '90 είναι κοινή προς όλα τα είδη, αφού κατά γενική ομολογία εκείνη την περίοδο σκηνοθετήθηκαν και μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές μπαρούφες.  Ούτε είναι να πεις πως έζησα και την συγκεκριμένη ταινία στο φουλ, εκτός και αν τα δεκάχρονα (βλ. εμένα) οργιάζαν έτσι κι αλλιώς εκείνη την εποχή.  Θα έλεγε οτι έζησα περισσότερα μια ετεροχρονισμένη 90ίλα που μπήκε στο πετσί μου μέσα από τις παρέες, την οικογένειά μου και ένα σωρό άλλα ερεθίσματα από αυτά δηλαδή που όλοι δεχόμαστε, και την οποία νομίζω πως πέρασα σε ταυτόχρονη, παράλληλη προβολή με όλο το φουτουριστικό μιλένιουμ.
Γι' αυτό τον λόγο το "The Faculty" αν και δεν σου προσφέρει τίποτα το διαφορετικό ή κάτι με το οποίο να πρέπει να ασχοληθείς με αναλύσεις επί αναλύσεων, αποτελεί εντούτοις μια από τις πιο γλυκές (και γιατί οχι ένοχες) απολαύσεις τις οποίες θα παρακολουθήσεις, αν δεν το έχεις ήδη κάνει δηλαδή.
Παρόλα αυτά ακόμα και εδώ υπάρχουν πραγματάκια τα οποία μπορείς να τσιμπήσεις από εδώ και από εκεί, όπως για παράδειγμα την σημασία που έχει για έναν loner όπως ο Wood, να προσπαθήσει να κατατροπώσει ένα τσούρμο ανθρωπόμορφους εξωγήινους και να γίνει ο τοπικός ήρωας (και άρα να πάψει να αποτελεί τον καημένο του οποίου η "οικογένεια" συνθλίβεται καθημερινώς στον στύλο της σημαίας).  Προφανώς και δεν είναι τυχαίο επίσης το γεγονός της αποξένωσης, το οποίο στα αγγλικά ως alienation μπορεί να ερμηνευτεί τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά, αφού πάνω κάτω αυτό συμβαίνει στο σχολείο: κάτι διψασμένα παράσιτα επιδιώκουν να "αποξενώσουν" και να χειραγωγήσουν τους μαθητές, μετατρέποντάς τους σε πρώτης τάξεως παθητικά όντα με εποικιστικές τάσεις.  Κάτι καθημερινό δηλαδή...


Φυσικά αν προσέξετε λίγο καλύτερα θα δείτε πως το κάθε τραγούδι παίζει και σε συγκεκριμένη στιγμή της ταινίας, ανάλογα με το concept της κάθε σκηνής, και αυτό που σίγουρα προκαλεί θετική εντύπωση, είναι τα αρκετά καλά εφέ (δεδομένης της εποχής πάντα), με τα οποία παρουσιάζονται οι κακοί εξωγήινοι.
Στην ταινία επίσης σίγουρα θα απολαύσετε το οτινανικό cast, το οποίο δένει τέλεια, καθώς και μερικές ηθοποικές προσθήκες που κάνουν την διαφορά, όπως αυτή της Famke Janssen στον ρόλο της ταπεινής καθηγήτριας που αργότερα γίνεται sexy θηλυκό, του...Usher ο οποίος υποδύεται έναν από την ομάδα του football, του Jon Stewart στον ρόλο ενός εκ των καθηγητών, καθώς και της Salma Hayek σε ένα μικρό ρολάκι, μιας που φανταζόμαστε πως ο Rodriguez, απλώς δεν γινόταν να κάνει ταινία χωρίς αυτήν μέσα.
Όσον αφορά τους βασικούς πρωταγωνιστές, όλοι δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό (μεταξύ μας παίζουν σε σενάριο που ο καθένας μας θα ήθελε διακαώς να πρωταγωνιστήσει) χωρίς υπερβολές, με μια αγνώριστη Jordana Brewster, έναν συνήθη ύποπτο Hartnett και έναν Wood σε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους της περίεργης κινηματογραφικής του καριέρας (είναι γεγονός οτι ήρθε σε τούτο τον μάταιο κόσμο προκειμένου να υποδυθεί μόνο τον Frodo).
Κατά τα άλλα αν περιμένεις κλασική σχολική σκηνοθεσία, μερικές extra gore στιγμές και αναφορές σε βιβλία όπως το "Invasion of the Body Snatchers", δεν πέφτεις έξω μιας που τα παιδιά βασίζουν ακριβώς πάνω εκεί όλα τα ύποπτα συμπτώματα περί της αλλαγής στην συμπεριφορά των καθηγητών τους.  Εγώ να προσθέσω πάντως πως η όλη κατάσταση θυμίζει εκδοχή του "The Breakfast Club", υπό το πρίσμα βέβαια μιας εξωγήινης απειλής.


Εν κατακλείδι το "The Faculty" αποτελεί μια απολαυστική και καθόλα διασκεδαστική επιστροφή στο πρόσφατο ή και πιο παλιό παρελθόν σου.  Εγγυημένη πρόταση για ημέρες με περίεργα mood swings.  Believe me.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι μεταξύ μας την Ms. Burke, όλοι θα την ήθελαν να παραμείνει όπως έγινε μετά, οτι ο Hartnett είναι κατά τα άλλα διάνοια και πως όταν δεις μια γηραιά καθηγήτρια να πέφτει νεκρή πάνω σου, μέσα στην ντουλάπα του γραφείου των καθηγητών, σημαίνει πως ήρθε η ώρα να την κάνεις.  Plus, μάθε να κρύβεις επιτέλους τα πορνό σου και σε κάποιο άλλο σημείο πέρα από κάτω από το στρώμα σου.


 TRIVIA
  • Όταν ο Casey περιποιείται τα τραύματά του στην τουαλέτα, πάνω από το κεφάλι του είναι ένα γκράφιτι που λέει, "Τito & Tarantula", το όνομα της μπάντας που χρησιμοποιούσε ο Rodriguez σε διάφορες ταινίες του όπως το "Desperado" και το "From Dusk till Dawn".
  • O Jon Stewart παίζει τον καθηγητή Edward Furlong.  Στην πραγματικότητα ο ηθοποιός Edward Furlong υποδύθηκε τον John Connor στο "Terminator 2: Judgment Day", στην οποία τον καταδίωκε ο T-1000 Εξολοθρευτής, τον οποίο υποδυόταν ο Robert Patrick.  Ο Patrick υποδύεται επίσης στο The Faculty τον προπονητή της ομάδας football.
  • Ένα σύνθημα που φαίνεται στα αποδυτήρια λέει "Τhe will to win comes from within", αρκετά ταιριαστό αν σκεφτεί κανείς πως κάτι τέτοιο ισχύει και στην περίπτωση των παρασιτικών εξωγήινων οι οποίοι θέλουν να κερδίσουν, λειτουγόντας "μέσα" από τους ξενιστές/ανθρώπους.
 (ΠΗΓΗ IMDB)

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

A ma soeur! (a.k.a Fat Girl): Sexuality and adolescence

Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους!  Θα ξεκινήσουμε την εβδομαδιαία μας κριτικούλα με μια ταινία η οποία μου είχε προκαλέσει εντύπωση η αλήθεια είναι, αλλά νομίζω για όλους τους λάθος λόγος.  Σε μια από εκείνες τις καθιερωμένες λίστες με ταινίες που πρέπει να δει κανείς σίγουρα στην ζωή του, είχα βρει και το γαλλικό "A ma soeur!", πιο γραφικά αγγλιστί, "Fat Girl".  Για να πω την αλήθεια μου έκανε εντύπωση ο τίτλος, οπότε και αποφάσισα να του ρίξω μια ματιά.  Μετά το τέλος του είχα μείνει λίγο αποσβολωμένη σχετικά με το τι είδα, αλλά νομίζω πως στην τελική η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί και μια από τις πιο "αρετουσάριστες" και γεμάτες ζωη-κά ψεγάδια, που έχω δει.


H δωδεκάχρονη Anais (Anais Reboux) είναι μια παχουλή πιτσιρίκα η οποία δεν σταματάει να τρώει σε κάθε ευκαιρία, είτε αυτή βρίσκεται στο οικογενειακό πρωινό, είτε στην βόλτα με την αδελφή της.  Πέρα από το γεγονός πως τα παιδικά της κιλά αποτελούν αναμφίβολα μεγάλο πρόβλημα στο πως την αντιμετωπίζει ο κοινωνικός περίγυρος (με το κακό να ξεκινάει μάλιστα από τους ίδιους τους γονείς), η Anais καλείται να βρεθεί και απέναντι από την δεαπεντάχρονη αδελφή της Elena (Roxane Masquida), μια εξαιρετικά όμορφη έφηβη που δεν περνάει απαρατήρητη από τα μάτια κάθε αρσενικού που τυγχάνει να συναντήσει στον δρόμο.  Παρόλα αυτά εκτός από την φρέσκια ομορφιά της, η Elena διαθέτει επίσης εγωκεντρισμό, ψυχρότηα και μαγνητίζον σεξαπίλ, γεγονός που προκαλεί διαρκώς πονοκέφαλο στην ατσούμπαλη αδελφή της, η οποία πρέπει να ακολουθεί παντού την Elena και τον Ιταλό νεο-γκόμενό της, για γονικό ξεκάρφωμα.  Όσο όμως το ειδύλλιο φουντώνει με τον πλέον σεξ-ικό τρόπο, τόσο η μικρή Anais αρχίζει να εμπλέκεται συναισθηματικά σε έναν κυκεώνα πρόωρων ορμών και αναγκών, απαιτώντας την ίδια σεξουαλική προσοχή που δέχεται και η αδελφή της...


Αν για κάτι είναι γνωστή η σκηνοθέτης Catherine Breillat, αυτό είναι σίγουρα το γεγονός πως σε μια καριέρα που εκτείνεται σε τέσσερις δεκαετίες, έμεινε πιστή σε ένα συγκεκριμένο είδος κινηματογράφου, γεμάτο από ακραιφνή σεξουαλικότητα, παιδικές και προ εφηβικές ανησυχίες και έναν αιώνιο ανταγωνισμό ανάμεσα σε αδέλφια.
Παρά το γεγονός πως η καριέρα της αγγίζει σχεδόν μισό αιώνα, εντούτοις μετράει στο ενεργητικό της μόλις δεκαεπτά σκηνοθετημένες ταινίες, και σχεδόν διπλάσια σενάρια, η πλειοψηφία των οποίων χαρακτηρίζεται από αυτή την ιδιάζουσα ματιά πάνω στην έννοια της αφελούς ερωτικής επιθυμίας μιας έφηβης ή και ενός παιδιού.  Για τον λόγο αυτόν εξάλλου η ίδια έχει κατηγορηθεί από πολλούς ως μια "porno auteriste", μια σκηνοθέτιδα δηλαδή η οποία έχει βασίσει το προσωπικό της στυλ και ματιά, πάνω σε αυτή την λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τον κοινωνικό σχολιασμό του περιεχομένου μιας ταινίας, από την καταφανώς προκλητική και στα όρια του πορνό διάσταση του εκάστοτε story.
Ταινίες όπως οι "A Real Young Girl" (η οποία αποτέλεσε το πρώτο της φιλμ το οποίο έθεσε τις βάσεις ολόκληρης της μετέπειτα πορείας της), "Perfect Love", "Romance" και "Brief Crossing", αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα δουλειάς της Breillat, με το "Fat Girl" να διεκδικεί τον τίτλο του πιο disturbing αποτελέσματος που η Γαλλίδα σκηνοθέτης έχει δημιουργήσει μέχρι τώρα.


Η ιδιαιτερότητα του φιλμ έχει να κάνει κυρίως με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της Anais, οχι μόνο εξαιτίας της χλευαστικής συμπεριφοράς στην οποία εξαναγκάζεται από όλους σχεδόν, αλλά κυρίως με αφορμή τις γραφικές, ερωτικές περιπτύξεις της αδελφής της με τον αρκετά μεγαλύτερό της, Fernando.
H Breillat στήνει ολόκληρες σκηνές με την κάμερα να παραμένει εντελώς αποστασιοποιημένη, παρατηρώντας απλώς από την γωνιά της, τις συζητήσεις ανάμεσα στην Εlena και τον Fernando, οι οποίες βέβαια δεν είναι ακριβώς συζητήσεις, αλλά περισσότερο προσπάθειες του ξαναμμένου τύπου να πείσει την ανήλικη Elena να κάνουν σεξ.  Αν και το ταμπού της σεξουαλικής επαφής με μια ανήλικη καταρρίπτεται σχεδόν από τις πρώτες στιγμές της ταινίας με το φλερτ των δυο πρωταγωνιστών, εντούτοις ίσως και να μη μας έκανε τόση εντύπωση, αν ήταν αυστηρά περιορισμένο στην καταγραφή της μεταξύ τους πλοκής.  Παρόλα αυτά γίνεται γρήγορα αντιληπτό πως όλη η υπόθεση εκτυλίσσεται τελικά για τα μάτια της Anais, η οποία μοιραζόμενη το ίδιο δωμάτιο με την αδελφή της, γίνεται μάρτυρας τόσο των συζητήσεων, όσο και των ερωτικών περιπτύξεων.
Προσωπικά βρήκα το συγκεκριμένο σκηνοθετικό στήσιμο πολύ έξυπνο (και πολύ σκληρό βέβαια), μιας που η σκηνοθέτης φαίνεται να μπάζει στο παιχνίδι την θεωρία περί "primal scene", την οποία είχαμε δει και στην "Persona" του Bergman.  Βασισμένη στην σοκαριστική εμπειρία που αποκτά ένα μικρό παιδί, όταν βλέπει για πρώτη φορά τους γονείς του να κάνουν έρωτα, η Breillat μεταβιβάζει το βάρος και την ευθύνη των γονιών, στην Elena και τον Fernando, καθιστώντας τους υπεύθυνους για τον ψυχικό στιγματισμό της Αnais, η οποία εν μέσω δακρύων υποβάλλεται σε ένα εν δυνάμει "primal scene", συνοδευόμενο από τα αγκομαχητά των δυο εραστών και τον προσωπικό της, πνευματικό γολγοθά.


Αν και η σκηνοθέτης τοποθετεί την Anais στον ρόλο του θύματος, εντούτοις το πράγμα δεν είναι ακριβώς έτσι, μιας που τελικά η στρουμπουλή πιτσιρίκα φαίνεται πως είναι πολύ πιο "επικίνδυνη" από την αδερφή της, όσον αφορά την αντίληψη περί σεξουαλικής νομιμότητας.  Οχι δηλαδή οτι και το βάρος είναι μόνο δικό της, μιας που ο αδιάφορος πατέρας, και η μητέρα που ενδιαφέρεται μόνο να καπνίζει σαν φουγάρο (άντε και να κανακεύει την Elena), αποτελούν την κλασική αρχή για κάθε ψήγμα κακού (όπως κι αν το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό), το οποίο προέρχεται κυρίως από εκεί που δεν το περιμένεις.
Η Anais παρουσιάζεται σκοπίμως άδολη και αθώα, μόνο για να αντιληφθούμε με το πέρασμα του χρόνου πως απλώς ξέρει να κρύβει καλά την μυστική της φύση και τα ανεπίτρεπτα για την ηλικία "θέλω" της, με την ίδια να δημιουργεί μια ιδιάζουσα προσωπικότητα η οποία έλκεται και αποθείται την ίδια στιγμή από την έννοια της σαρκικής επαφής.
Αναμφίβολα η Breillat δημιουργεί ένα καθόλα disturbing κοριτσίστικο πρότυπο, στο οποίο είτε θα είσαι μια όμορφη τσούλα, είτε μια αδιάφορη μικρή με πολλά, παραπανίσια κιλά.  Αυτό αποτελεί έτσι κι αλλιώς από μόνο του πρόκληση, διότι βρίσκεται εντελώς κόντρα απέναντι στην φεμινιστική τάση για δυναμικά θηλυκά που ξέρουν τι θέλουν και τα οποία αν μη τι άλλο γαλουχούνται από εξίσου δυναμικές, προηγούμενες γενιές.  Αντιθέτως εδώ, η μητέρα παρουσιάζεται σαν ένα νευρωτικό άτομο από το οποίο τα δυο κορίτσια δεν έχουν τίποτα να μιμηθούν, παρά να ακολουθήσει η καθεμιά την δική της, λανθασμένη πορεία.  Κι όμως, μέσα από την αντίδραση της Anais κάπου στο τέλος (ένα τέλος σοκαριστικό το οποίο δεν σας αποκαλύπτω για ευνόητους λόγους), αποδεικνύεται πως ίσως και να αποτελεί την πιο δυνατή εκ των τριών (ο ρόλος των αρσενικών περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα έτσι κι αλλιώς), καθώς μοιάζει να παίρνει την ζωή της στα χέρια της.  Με έναν καταστροφικό παρόλα αυτά τρόπο...


Το "A ma soeur!" είναι μια ηχηρή, δραματική ταινία με κοινωνικές προεκτάσεις και εκτροχιασμούς φύλλων, η οποία σκιαγραφεί με τα πιο σύγχρονα χρώματα, θέματα όμως η εφηβεία, η απότομη ενηλικίωση, το σεξ, η κακοποίηση (είτε σωματική, είτε λεκτική, είτε ψυχική) και το τέλος της αθωότητας.  Σίγουρα δεν είναι μια ταινία για όλους, καθώς εκτός από το ιδιαίτερο περιεχόμενό της, ενδέχεται να κουράσει κάποιους και εξαιτίας της σκηνοθεσίας της, με τα μεγάλης διάρκειας πλάνα και της περιττής πρόζας, που εδώ όμως έχει την κυρίαρχη σημασία.  Αν θέλετε κάτι διαφορετικό, προτιμήστε την.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το μπανάνα-σπλιτ είναι κλασική αξία, οτι αυτός ο Fernando είναι αίσχος και οτι το τέλος είναι από τα πιο κουφά πράγματα που έχω δει...


No trivia

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Welcome to the Dollhouse: -Why do you hate me? -Because you're ugly

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Όπως θα προσέξατε έλειπα και την Παρασκευή που μας πέρασε και όπως σας ξαναείπα, μάλλον κοντεύει να μου γίνει συνήθεια αυτό, μιας που όσο το πράγμα προχωράει, τόσα περισσότερο έχω να κάνω με αποτέλεσμα όλο και κάτι να μένει πίσω.  Το λοιπόν επειδή έχω ξεκινήσει εντατικό διάβασμα, είναι πιθανό αρκετές φορές από εδώ και πέρα να μην προλαβαίνω να βάζω ταινιούλες σε τόσο συστηματική βάση όπως μέχρι τώρα.  Παρόλα αυτά θα το παλέψω όσο μπορώ, προκειμένου να κάνω την εμφάνισή μου συχνά (και οχι πυκνά), γιατί και για εμένα είναι κάτι σημαντικό, αλλά και με εσάς θέλω να κρατάω την κινηματογραφική μου επαφή : )
Μετά την εισαγωγή περνάμε στην σημερινή μας ταινία, και συγκεκριμένα σε ένα ταινιάκι που μας έρχεται από το 1995 και που συνοψίζει με τον πιο άρτιο και μαζί γλυκόπικρο τρόπο, τον καθημερινό εφιάλτη που ζουν τόσα και τόσα παιδιά στο σχολείο.  "Welcome to the Dollhouse" λοιπόν...


H Dawn Wiener (Heather Matarazzo) είναι ένα κλασικό ασχημόπαπο το οποίο μπλέκει σε παρεξηγήσεις όπου σταθεί και όπου βρεθεί χωρίς να το θέλει.  Με τους συμμαθητές της να της κάνουν τον βίο αβίωτο, τους γονείς της να αδιαφορούν παντελώς και να στρέφουν την προσοχή τους στον έξυπνο και απόλυτα nerd αδελφό της Mark, καθώς και στην τρισχαριτωμένη και μπουμπουκένια μικρότερη αδελφή της Missy (η οποία όλη μέρα χορεύει στον κήπο, με το μακρύ ξανθό μαλλί της να ανεμίζει, γιατί είναι και μπαλαρίνα...φυσικά), οι ανασφάλειες της Dawn χτυπάνε κόκκινο.  Όταν μοιάζεις σαν να φοράς το κάλυμμα του καναπέ της γιαγιάς σου, γυαλιά με τεράστιους φακούς και ένα λαστιχάκι στα μαλλιά που απαρτίζεται από δυο πλαστικά...μπαλάκια σε όλες τις αποχρώσεις, γίνεσαι αν μη τι άλλο εύκολος στόχος στους bullies του σχολείου.  Και πάνω που η Dawn προσπαθεί να αποδεχτεί την τρομερή καθημερινότητά της, θα κάνει την εμφάνισή του ο έρωτας, υπό την μορφή ενός μακρομαλλιά γόη ο οποίος αναλαμβάνει χρέη τραγουδιστή στο-ο Θεός να το κάνει-συγκρότημα του αδελφού της...


Ο σκηνοθέτης Todd Solondz αντικατοπτρίζει στην ταινία του με την βοήθεια μιας απρόβλεπτα ενδελεχούς ματιάς, τις φοβίες, τις ανησυχίες και την ψυχολογική βία που ασκείται στην μικρή του πρωταγωνίστρια, μέσα από την χρήση μέσων που προκαλούν τόσο το γέλιο, όσο και την θλίψη.  Χωρίς στην ουσία να εμμένει και να κολλάει σε ένα μόνο συναισθηματικό μονοπάτι, αλλά γεμίζοντας την ιστορία του (το σενάριο το έχει γράψει ο ίδιος) με χρωματικές πινελιές προ εφηβικών ορμονών και ενήλικης ηλιθιότητας, μιας που η νεαρή ηλικία παρουσιάζεταιι πολύ πιο συνειδητοποιημένη στα της ζωής, απ'οτι η σκύλα-μάνα που αρνείται ένα κομμάτι σοκολατένιου κέικ στην Dawn, επειδή εκείνη δεν κάνει αυτό που της ζήτησε (και το οποίο άφησε στην δική της, διακριτική ευκαιρία να αποφασίσει να θέλει να το κάνει ή οχι), ή ο αδιάφορος πατέρας, ο οποίος είναι πιο ευνουχισμένος και από γάτο.
Το γεγονός πως η μικρή Dawn διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του τυπικού "απόβλητου", σίγουρα αποτελούν την βάση του story, προκειμένου αυτό μέσα από τις αναπόφευκτες συγκρούσεις της να προωθηθεί μέχρι το ανοιχτό τέλος της ταινίας.
Παρόλα αυτά, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι πως η Dawn δεν παρουσιάζεται σαν το απόλυτο θύμα της υπόθεσης, καθώς μπορεί να γίνεται δέκτης διαφόρων κοσμητικών σχολίων, αλλά δεν παραμένει ατάραχη απέναντι σε αυτά.  Αντιθέτως πολλές φορές αντεπιτίθεται και λογομαχεί με τους τους "αντιπάλους" της, τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που εκείνοι εγείρουν καταστάσεις σωματικής βίας, οπότε και η Dawn ζαρώνει από τρόμο και ηττοπάθεια, μετατρεπόμενη αυτομάτως σε άβουλο πλάσμα, τονίζοντας έτσι στο έπακρο την μοναξιά της ηλικίας της.


Η επιλογή του Solondz να μην καταστήσει την Dawn ως το αδιαφιλονίκητο θύμα, ενισχύει ακόμα περισσότερο την προσεγμένη του οπτική πάνω στο θέμα της παιδικής ψυχολογίας και της μεταβατικής περιόδου κατά την οποία ένα παιδί αρχίζει σιγά σιγά να μεταπηδά στο εφηβικό του level.  Όλα είναι εδώ, ακόμη και οι πρώτες ερωτικές, σεξουαλικές σκέψεις που αρχίζουν να διαφοροποιούν την ηρωίδα, αφήνοντάς την να αμφιταλαντεύεται σε έναν ενδιάμεσο χώρο πιτσιρικίστικης δράσης και ημι-ενήλικης αντίδρασης.
Με την καριέρα του Solondz να περιστρέφεται γύρω από την προβληματική της μοναξιάς, την κατάθλιψης και των διαφόρων εμμονών (αρκετές φορές υπό την μορφή μανίας), γίνεται κατανοητό πως και το "Welcome to the Dollhouse", με τον ειρωνικό του τίτλο, αποτελεί μια ακόμη σκιαγράφηση όλων των δυσκολιών που καλείται να αντιμετωπίσει στην προκειμένη περίπτωση ένα παιδί.  Προκειμένου όλο αυτό να προκαλέσει τον δέοντα αντίκτυπο, ο σκηνοθέτης δεν περιορίζει την καταγραφή των γεγονότων μόνο σε μια εσωτερικίζουσα διεργασία της Dawn, αλλά φυσικά την κοσμεί με μια φορετή "ασχήμια", μιας που σαν θεατές αντιλαμβανόμαστε πως αν η μικρή ήθελε να βελτιώσει την εμφάνισή της, απλώς θα μπορούσε να αλλάξει στυλ.  Η επιλογή του να μην το κάνει και να παραμείνει πιστή σε αυτό που είναι (γιατί αυτό είναι), αποτελεί μια ακόμη έμμεση νύξη του δημιουργού, οχι μόνο της αλήθειας που χαρακτηρίζει τα παιδιά (όσο σκληρής ή καλής κι αν είναι), αλλά και της ουσιαστικής συνειδητοποίησης πως πρέπει να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας όπως είναι, γιατί απλά αυτοί είμαστε.  Για αναρωτηθείτε λίγο αν δείτε την ταινία, θυμάστε σε κάποια της στιγμή η Dawn να μονολογεί ατάκες τύπου, "Θεέ μου γιατί με έκανες άσχημη;" "γιατί να είμαι έτσι" και τα σχετικά;


Οι ερμηνείες αποτελούν ένα εξίσου καλό κομμάτι της ταινίας, με αυτή της πρωταγωνίστριας Heather Matarazzo να ξεχωρίζει εύκολα.  Αυτό που πραγματικά σε κρατάει κολλημένο στην οθόνη σου, είναι το γεγονός πως η ίδια δεν μοιάζει να προσποιείται και αν θα έπρεπε να ποντάρω, θα έλεγα πως όντως η ζωή της στο σχολείο δεν πρέπει να ήταν και πολύ εύκολη στην πραγματικότητα.
Γεμάτη από γαλάζιο βλέμμα (πίσω από το οποίο βλέπεις σχεδόν τα γρανάζια του μυαλού της να κινούνται διαρκώς), απορημένες εκφράσεις και οργή για την κατάφωρη αδικία στην οποία υπόκειται διαρκώς από τον περιβάλλον γύρω της, αποτελεί την ιδανική επιλογή για τον ρόλο, παίζοντας με απόλυτη φυσικότητα, απογυμνωμένη από τις υποδείξεις του ρόλου της και απογειώνοντας τον χαρακτήρα της Dawn για χάρη κάθε κοριτισιού που υποφέρει από το μαρτυρικό κορόιδεμα.
Η αρχή της ταινίας μάλιστα, δίνει κατευθείαν το στίγμα της κατάστασης (η Dawn με έναν δίσκο στα χέρια, προσπαθεί να αποφασίσει που να καθίσει στην σχολική καφετέρια), την οποία μπορεί να έχουμε δει σε άπειρες προ εφηβικές ταινίες, σε καμία όμως με την ειλικρίνεια και την σχεδόν χειροπιαστή της γλυκόπικρη αίσθηση.
Μια ακόμη πλευρά της ταινίας η οποία την κάνει να διαφέρει, είναι ο τρόπος που πετυχαίνει να συνδυάσει το κωμικό, με το έντονα μαύρο, αποκρουστικό στοιχείο, το οποίο από κάποια στιγμή και μετά, σε κάνει να αναρωτιέσαι αν από ένα σκηνοθετικό twist η ταινία μετατράπηκε σε οικογενειακό δράμα μεγατόνων.  Αυτό ακριβώς είναι και το χαρακτηριστικό της ταινίας, το οτι δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πότε κάνει πλάκα ή πότε μιλάει σοβαρά.


Το "Welcome to the Dollhouse" είναι μια ταινία (η οποία κέρδισε και το Grand Jury Prize στο Sundance film festival του 1996) για όλες τις ηλικίες η οποία σίγουρα θα σας κάνει να την θυμάστε για πολύ καιρό.  Ενδείκνειται για μοναχικές βραδιές παρέα με coca-cola.  Θα καταλάβετε γιατί.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ακόμα και στα '90s υπήρχε ένας Michael Cera, οτι το outfit με το μπλε κολάν ήταν τέλειο και οτι κατά βάθος η Dawn ήταν χίπστερ.


No trivia

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

The Perks of Being a Wallflower: We are infinite

NEW ARRIVAL (από αύριο στους κινηματογράφους)

Καλημέρα, καλημέρα!  Τετάρτη σήμερα, και αύριο βεβαίως βγαίνουν στις αίθουσες ένα σωρό νέες ταινίες, με το "The Hobbit" να έχει κλέψει από τώρα τα φώτα, αν και οι κριτικές εξακολουθούν να παραμένουν μετριοπαθείς, αναφορικά με τη νέα τριλογία που έχει στα σκαριά ο Peter Jackson.  Εκτός από αυτό, θα έχουμε τη δυνατότητα να απολαύσουμε το ρομάντζο, "People Like Us" (meh...), το δραματικό "La Sirga", τη νέα ταινία του Francois Ozon, "Dans la Maison", το πολυαγαπημένο "Teddy Bear", το οποίο κέρδισε τις εντυπώσεις στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, κατακτώντας το Βραβείο Κοινού, το "Marley" (το οποίο επίσης είδαμε στις Νύχτες), ένα ντοκιμαντέρ για τον θρύλο της ρέγγε μουσικής, Bob Marley, καθώς και την ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε εμείς σήμερα, το "The Perks of Being a Wallflower", το οποίο ομολογώ οτι περίμενα και καιρό.  Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.


O Charlie (Logan Lerman) είναι ένας πρωτοετής, ο οποίος εκτός από τα δικά του προβλήματα, καλείται τώρα να αντιμετωπίσει και την εφιαλτική ζωή του σχολείου, υπομένοντας ειρωνικά σχόλια, bullying και φυσικά την απουσία οποιουδήποτε φίλου.  Και όσο ο Charlie περιορίζεται στην ευεργετική ιδιότητα του γραψίματος (έχοντας το όνειρο να γίνει μια μέρα συγγραφέας), και στο διάβασμα κλασικής λογοτεχνίας με την οποία φροντίζει να τον προμηθεύει ο δάσκαλος των Αγγλικών, Mr. Anderson (Paul Rudd), σαν άλλο "ναρκωτικό", τόσο φαίνεται οτι η κατάσταση χειροτερεύει, και ο διαταραγμένος ψυχισμός του Charlie, είναι έτοιμος να ξεσπάσει για ακόμη μια φορά.  Κάπου εκεί λοιπόν, θα κάνουν την εμφάνισή τους δυο τελειόφοιτοι, οι οποίοι σαν άλλοι, από μηχανής Θεοί, θα τραβήξουν τον Charlie "από τα μαλλιά", βγάζοντάς τον στην επιφάνεια της βαθιάς του κατάθλιψης και μοναξιάς, και δείχνοντάς του τον δρόμο για την πραγματική ζωή.  Τόσο η Sam (Emma Watson), μια όμορφη και φιλική παρουσία που ακούει Smiths, ντύνεται με στυλ και επιλέγει συντροφικά ταίρια που δεν της αξίζουν, όσο και ο ετεροθαλής αδελφός της Patrick (Ezra Miller), η καλλιτεχνίζουσα φύση της παρέας, με το έξυπνο χιούμορ και τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις, θα αποτελέσουν τους φύλακες αγγέλους του Charlie, ο οποίος θα ενταχθεί μια και καλή στη παρέα των "misfits toys".  Και αυτοί όμως, αντιμετωπίζουν τα δικά τους θέματα, σαν κάθε τυπικό έφηβο...


Το "Τhe Perks of Being a Wallflower", βασίζεται στο ομώνυμο young-adult μυθιστόρημα του συγγραφέα Stephen Chbosky, ο οποίος εδώ αναλαμβάνει χρέη σεναριογράφου, και σκηνοθέτη.  Αυτή η νεανική, δραματική του νουβέλα, κυκλοφόρησε το 1999 υπό τη μορφή "epistolary novel", που σημαίνει υπό την μορφή ενός document.  Στη παρούσα περίπτωση, υπό την μορφή μιας σειράς από γράμματα (ημερολόγιο ίσως;), τα οποία γράφει ο πρωταγωνιστής, και όπου εμείς μέσα από την αφήγησή του, γινόμαστε θεατές της προσωπικής του ιστορίας.
Ο Chbosky αν και δεν είναι σκηνοθέτης, εντούτοις φαίνεται πως με το ντεμπούτο του, κατάφερε να στρέψει την προσοχή πάνω του, κερδίζοντας μια υποψηφιότητα "Best First Feature", στα Ιndepenent Spirit Awards, και εκατοντάδες fans, οι οποίοι έχουν ανάγει πλέον την ταινία, στο "The Breakfast Club" της σύγχρονης γενιάς.  Η αλήθεια είναι πως δεν τους αδικώ, καθώς το βιβλίο μπορεί να μην το έχω διαβάσει (και αντιλαμβάνομαι οτι πιθανότατα, θα είναι και καλύτερο από την ταινία), παρόλα αυτά το φιλμάκι, κέρδισε την εκτίμησή μου, χάρη στην κλασική, προβληματική θεματική των εφήβων, την όμορφη σκηνοθεσία, τα εξαιρετικά, μουσικά ακούσματα και την ιδανική επιλογή του cast.


Ξεκινώντας από την ατόφια υπόθεση του έργου, σίγουρα δε πρέπει να περιμένετε κάτι εντελώς πρωτότυπο, καθώς στην ουσία παρακολουθούμε την coming of age ιστορία μιας εναλλακτικής παρέας παιδιών, που ακούει το "Heroes" του David Bowie, πρωταγωνιστεί στο εβδομαδιαίο ανέβασμα της funky παράστασης του "Rocky Horror Picture Show", εκεί οπού ο Patrick τα δίνει όλα μέσα στον λαμπυρίζον κορσέ και της μαύρες του ζαρτιέρες, χορεύει ξέφρενα στους σχολικούς χορούς και στην τελική, ζει για το τώρα.  Χωρίς δηθενιές, και εκβιασμένα, εφηβικά συναισθήματα, ο Chbosky χτίζει ένα νεανικό σύμπαν μέσα στο οποίο όλοι είναι πρωταγωνιστές οχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και αυτής των άλλων.  Αποκομμένοι σε μεγάλο βαθμό από την ενήλικη παρουσία των γονιών (για παράδειγμα τους γονείς της Sam και του Patrick του βλέπουμε ελάχιστα, και μόνο στο τέλος, ενώ η φυσική παρουσία των γονιών του Charlie, δε προσδίδει τίποτα παραπάνω πέρα από αυτό ακριβώς: μια φυσική παρουσία), τα παιδιά θυμίζουν έντονα την ομάδα των παιδιών στο βιβλίο του William Golding, "Lord of the Flies".  Έτσι και εδώ, μακριά από την ενήλικη φροντίδα, οι νεαροί πρωταγωνιστές βουτούν από μόνοι τους στα βαθιά, σε θέματα που έχουν να κάνουν με την ομοφυλοφιλία, την σεξουαλικότητα, την μοναξιά, την κακοποίηση, αλλά και τη φιλία, την αγάπη, τον έρωτα και την πίστη στα όνειρα.
Όπως αντιλαμβάνεστε, πρόκειται για μια κλασική, εφηβική συνταγή, η οποία όμως είναι εμποτισμένη με τόσα γλυκόπικρα συναισθήματα και αλήθειες βγαλμένες από τη ζωή εκατομμυρίων εφήβων, που ακόμα και αν μιλάμε για τις αρχές του ΄90 (εκεί τοποθετείται χρονικά η ταινία), τα μοτίβα τα οποία πραγματεύεται, εξακολουθούν να παραμένουν, πιο επίκαιρα από ποτέ.  Ακόμα και 20+ χρόνια μετά.


Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ταινίας, είναι ο τρόπος με τον οποίο υπονοούνται και περνούν με τρόπο υπόγειο, οι αναμνήσεις του Charlie, στις οποίες πρέπει να αναζητηθεί το προβληματικό του παρόν.  Αν και η αλλαγή στην προσωπικότητά του, έρχεται τμηματικά, εντούτοις γίνεται ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή οτι ο νεαρός πρωταγωνιστής, παλεύει με δαίμονες του παρελθόντος, αφήνοντας να εννοηθεί με τη βοήθεια flash-backs, οτι κάτι τραγικό και σκοτεινό είχε συμβεί στη ζωή του, όταν ήταν ακόμη παιδί, κάτι που αφορούσε την πολυαγαπημένη του θεία (θα τολμούσα να κάνω μια αναφορά σε ένα, κατά κάποιον τρόπο, Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα, από αυτά που δημιουργούν ψυχολογικά και ψυχολογικά, αλλά δε θα το αναλύσω περαιτέρω, γιατί θα καταλάβετε και εσείς όταν το δείτε).  Αυτό εξάλλου αποτελεί και τον βασικό λόγο της διαρκούς αποξένωσής του, της δειλίας του στο να κάνει φίλους και της γενικότερης, μοναχικής του στάσης.  Συνεπώς όταν έχουμε να κάνουμε με έναν τέτοιο έφηβο, η παρουσία φίλων στη ζωή του, έχει καταλυτικές συνέπειες, και άρα, εκεί που η όποια φιλία θα μπορούσε να είναι κάτι το ουδέτερο, ως μια φυσιολογική, ηλικιακή κατάσταση, εδώ μετατρέπεται σε ζωτικής σημασίας συμβάν για την "λογική" πορεία του Charlie.  Ακόμα και το υποβόσκον love story του ίδου με την Sam, περνάει σε δεύτερη μοίρα και δεν αποτελεί την κινητήριο δύναμη για την εξέλιξη της υπόθεσης (και καλά κάνει).  Αντιθέτως ο "έρωτας" του φοβισμένου πρωτοετή για ολόκληρη την παρέα, είναι αυτός που βγαίνει μπροστά, και αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της ταινίες.  Το καθεαυτό love story είναι θεμιτό-και φυσικό δηλαδή-, αλλά οχι για την προώθηση του μύθου.  Αυτό που έχει τελικά σημασία, είναι η προσωπική απελευθέρωση του Charlie, μέσα από την βοήθεια που του προσφέρει η ομάδα, υπό τη μορφή της αποδοχής και της ειλικρινούς φιλίας.


Η σκηνοθεσία του Chbosky είναι ζωηρόχρωμη και νοσταλγική, και αν κανείς δεν διαβάσει οτι το story εκτυλίσεται στις αρχές των '90s, τότε μπορεί πολύ εύκολα να υποθέσει οτι τα πάντα διαδραματίζονται στη σημερινή εποχή.  Τόσο τα vintage ντυσίματα και τα 45άρια δισκάκια, όσο και η παρουσία της γραφομηχανής, η όλη αισθητική του σχολείου, η διακόσμηση των σπιτιών, η μουσική που ακούνε τα παιδιά κ.λ.π, όλα παραπέμπουν ταυτόχρονα στο τότε, αλλά και στο τώρα, μιας που θα μπορούσε να δει κανείς τους πρωταγωνιστές, ως νεογνούς hipsters, χωρίς όμως τις υπερβολές που διακρίνει πολλούς από αυτούς, όσον αφορά την αντίληψη περί παλαιού και καλόγουστου.
Οι ερμηνείες αποτελούν επίσης, ένα δυνατό ατού της ταινίας, μιας που βλέπουμε την Watson να αποδεσμεύεται μια και καλή από τον Harry Potter-ικό της μανδύα, να ωριμάζει και να βρίσκει το ερμηνευτικό της στυλ.  Αποκάλυψη αποτελεί και ο πρωταγωνιστής του Percy Jakcson, Logan Lerman, ο οποίος τα καταφέρνει μια χαρά στον ρόλο του Charlie, βάζοντα πλώρη για καλά πράγματα, αν το θελήσει.  Βέβαια αυτός που πραγματικά κλέβει την παράσταση, είναι ο Ezra Miller, τον οποίο είχαμε δει την περασμένη χρονιά σε ρόλο διαβολικού γιού, στο "We Need to Talk About Kevin".  Εδώ, ανάλαφρος, σπιρτόζος και τολμηρός, αποτελεί το κέντρο της προσοχής και γοητεύει, κάνοντας ξεκάθαρο οτι θα ακούμε γι'αυτόν πολύ, από εδώ και πέρα.
Το "The Perks of Being a Wallflower" είναι μια υπέροχη ταινία, με όλα τα indie χαρακτηριστικά που περιμένεις να δεις.  Super μουσική, καλογραμμένοι διάλογοι, ατάκες που έχουν ήδη γίνει must, εξαιρετικές ερμηνείες και όλως περιέργως, feel good ατμόσφαιρα, σου υπόσχεται 100 λεπτά καρδιακής απόλαυσης.  Ακόμα και αν "we accept the love we think we deserve", "we are infinite"...

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι παίζει και η Mae Whitman στον ρόλο μιας punk, βουδίστριας, φεμινίστριας, και είναι όλα τα λεφτά, οτι τα ρούχα τα αγαπώ (αν και δεν είμαι hipster) και οτι ο Miller στον ρόλο του μέγα Tim Curry στο "Rocky Horror Picture Show" είναι θεότητα.


No trivia

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Gimme the Loot: ...cause my plans are big nigga!

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα, καλημέρα!  Τoday, θα μιλήσουμε και πάλι για μια ακόμη ταινία, η οποία φιλοξενήθηκε στο 18ο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, και η οποία αποτέλεσε για εμένα μια ευχάριστη έκπληξη, όσον αφορά το σύνολό της.  Το να σηκώνεσαι πρωί, με τη τσίμπλα στο μάτι και να πηγαίνεις για προβολή ταινίας, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, δεδομένου οτι αν η ταινία σου βγει μάπα, τότε κλάφτα.  Όταν όμως σου βγαίνει μικρό διαμαντάκι τύπου "Gimme the Loot", τότε και εσύ πολαμβάνεις τον καφέ σου αραχτός στο κάθισμα, και τη ταινία γουστάρεις, και στη τελική, δε κλαίς και το ξύπνημά σου.  Για να δούμε λοιπόν, τι θα δούμε και σήμερα...


Η Sofia (Tashiana Washington) και ο Malcolm (Ty Hickson), είναι δυο φιλαράκια από το Bronx, που αρέσκονται να γκραφιτιάζουν κάθε σπιθαμή τοίχου που μπορεί να βρουν ελεύθερη.  Οι υπογραφές τους, μοστράρουν ως επί το πλείστον κομβικά σημεία, από τα οποία τα ονόματά τους, γίνονται αξιοθέατο προς τέρψην αντίπαλων ομάδων, οι οποίες διεκδικούν με τη σειρά τους χώρο, στους τσιμεντένιους τοίχους της πόλης.
Όταν μια μέρα η Sofia αντιληφθεί οτι το γκράφιτί τους, έχει καλυφθεί από το αντίπαλο δέος, το οποίο τόλμησε να 'περάσει' πάνω από το δικό τους, το χαρακτηριστικό logo των NY Mets (ένα...μήλο δηλαδή), οι δυο φίλοι, θα συλλάβουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, προκειμένου να γίνει κατανοητό μια για πάντα, ποιος είναι το αφεντικό στο Brooklyn: βάζουν στόχο να μπουν κρυφά στο γήπεδο των Mets, και να γράψουν τα ονόματά τους πάνω στο μεγάλο, κατακόκκινο και πλαστικό μήλο, που βρίσκεται εκεί, για τις ανάγκες των αγώνων της ομάδας.  Έτσι, θα ξεκινήσουν ένα διήμερο ταξίδι, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα-για τον φύλακα του γηπέδου-χρήματα, ο οποίος με διακριτικό τρόπο, θα τους αφήσει να μπουν και να κάνουν τη δουλειά τους.
Μέσα από πώληση αντικειμένων, δανεισμό χρημάτων, και ολίγον από κλέψιμο, τα παιδιά, θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν το ποσό, πάση θυσία και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα: να γίνουν οι πιο γνωστοί γκραφιτάδες της περιοχής, γράφοντας ιστορία.  Και τα ονόματά τους στο τεράστιο φρούτο βεβαίως βεβαίως.


Η συγκεκριμένη ταινία, αποτέλεσε για εμένα μια, από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού φεστιβάλ, καθώς είχε όλα τα φόντα να αποτελέσει εκείνη την εναλλακτική πρόταση, που εσύ και οι φίλοι σου θα εκτιμούσατε δεόντως.  Και όπως έδειξε το πράγμα, δεν έπεσα και πολύ έξω.
Το όνομα Adam Leon, πιθανότατα δε σου λέει τίποτα, και πως θα μπορούσε άλλωστε, από τι στιγμή που μιλάμε για έναν ακόμη νέο δημιουργό, με δυο-τρεις μόνο δουλειές, στο ενεργητικό του.
Πιο συγκεκριμένα ο Leon εκτός από το "Gimme the Loot" έχει σκηνοθετήσει ένα ακόμη short ταινιάκι με τίτλο "Killer" και πρωταγωνιστή και πάλι τον Ty Hickson, τον οποίο βλέπουμε εδώ στον ρόλο του Malcolm.
Από εκεί και πέρα οι δουλειές του περιλαμβάνουν συμμετοχές σε κάνα-δυο ακόμη ταινίες, όπως στο "Melinda and Melinda" (εκτελόντας χρέη production office assistant), καθώς και στη ταινία του Woody Allen, "Hollywood Ending", ως set production assistant.
Mε το "Gimme the Loot" (το οποίο αποτελεί και τη πρώτη, μεγάλου μήκους δουλειά του) ο Leon, τσιμπάει και το βραβείο του "Best Narrative Feature"στο φεστιβάλ του SXSW, και αν με ρωτήσετε, διόλου τυχαία.  Ας είναι καλά η τεράστια επίδραση του κινηματογράφου του Spike Lee, όπως θα δούμε παρακάτω.


Ξεκινώντας να βλέπεις τη ταινία του Leon, είναι σαν να έχεις βουτήξει πραγματικά, στο παρελθόν του Spike Lee, ενός, από τους πιο ιδιαίτερους και με always προσωπικό στυλ, σύγχρονους σκηνοθέτες της Αμερικής.
Με μια καριέρα που μετρά περισσότερα από τριάντα χρόνια, και δουλειές που ξεπερνούν σε αριθμό τις πενήντα, ο Lee, αποδεικνύει οτι μένοντας πιστός στον κοινωνικό/πολιτισμικό κινηματογράφο που επέλεξες να ακολουθείς, μπορείς να κάνεις θαυμάσια πράγματα, να υφάνεις εξαιρετικούς χαρακτήρες και να δώσεις πνοή σε κατά τα άλλα, γκετοποιημένες, αμερικάνικες γωνιές, όντας, το ίδιο παραγωγικός (και απείρως πιο αληθινός) με άλλους σκηνοθέτες της ίδιας ή της μετέπειτα από εσένα, γενιάς.  Το γεγονός δε οτι ο ίδιος κατάφερνε πάντα να θέτει στο προσκήνιο ή και στο background των ταινιών του, τους κοινωνικούς του προβληματισμούς σχετικά με την ίδια τη ζωή των αφροαμερικανών, τον οδήγησε στην απόκτηση ενός ξεκάθαρου, προσωπικού ύφους, με το οποίο έντυνε κάθε ταινία που περνούσε από τα χέρια του.  Ιδιαιτέρως όταν μιλάμε για τη πρώιμη δουλειά του και τη σκηνοθεσία films όπως τα "Malcolm X", "Crooklyn", "Clockers" και "Summer of Sam", τότε μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε όλα εκείνα τα μοτίβα τα οποία ενώ επαναλαμβάνονται, προσδίδουν εντούτοις αυθεντικότητα και ρεαλισμό στον δικό του κινηματογράφο, εντάσσοντάς τον σε μια κατηγορία σκηνοθετών με-ως επί το πλείστον-καθαρά βιωματικό cinema.
Έτσι λοιπόν δεν είναι να απορεί κανείς, που η ταινία αυτή του Adam Leon, παρουσιάζει τόσες πολλές ομοιότητες, με τις αντίστοιχες του Lee.  Μπορεί η επίδρασή του είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη, τη ίδια στιγμή όμως ο Leon, κρατάει τα μπόσικα, προσθέτοντας τις δικές του χιουμοριστικές και άλλες, πινελιές.


Όπως είδατε κρατήθηκα πολύ, προκειμένου να μην αναφερθώ στην λανθασμένη (για εμένα τουλάχιστον) επιλογή του σκηνοθέτη, να σκηνοθετήσει εκ νέου το "Oldboy" του Chan wook Park, με πρωταγωνιστές τους Samuel L. Jackson, Elisabeth Olsen και Josh Brolin.  Προτιμώ να αναφερθώ στα θέματα τα οποία επιλέγει ο Lee και τα οποία (με μεγάλη ικανοποίηση ομολογουμένως) εντόπισα στο "Gimme the Loot".
Η ζωή των δυο πρωταγωνιστών δεν είναι καθόλου εύκολη, μιας που αποτελούν κομμάτι ενός μικρόκοσμου, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε έναν αδηφάγο μακρόκοσμο.  Πολυτελή λοφτς, μοντέρνοι ουρανοξύστες, φωτεινές βιτρίνες και μπλαζέ μπουρζουαζία, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τους κακόφημους δρόμους (Scorsese much?), την άνευ ευκαιριών πραγματικότητα, την έντονη παραβατικότητα και γενικώς, τη προβολή ενός βαλτοποιημένου κόσμου, που ακόμα και σήμερα, αδυνατεί να ακολουθήσει τους γρήγορους, σύγχρονους ρυθμούς της ζωής.
Παρόλα αυτά η διάθεση του Leon δεν είναι μοιρολατρική, αλλά μοιάζει να κοιτάζει τα πράγματα με μια σκληρή μεν, ρεαλιστική δε, ματιά, εντάσσοντας στη ταινία του χιουμοριστικές στιγμές, ευτραπελικές καταστάσεις, κίνδυνο, αλλά και μια γραφική, γλυκιά αθωότητα, που χαρακτηρίζει τους κεντρικούς ήρωες.
Χωρίς τη παραμικρή διάθεση για κριτική, ο Leon μας παρουσιάζει με τρόπο απλό την αντικειμενική κατάσταση, ζητώντας ταυτόχρονα από εμας να μην αδιαφορήσουμε για τα κοινωνικά προβλήματα των νεαρών, αλλά να μη τα πάρουμε και βαρέως.  Στη τελική, αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι, και οχι ο προορισμός.  Το "Gimme the Loot" είναι αυτό ακριβώς.  Ένα ταξίδι στη δύσκολη καθημερινότητα των παιδιών του γκέτο, που όμως έχουν μάθει να προσαρμόζονται, να αυτοσαρκάζονται, να διεκδικούν και να αγαπούν.  Τη ζωή.


Η σκηνοθεσία είναι Spike Lee-ική to say the least, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι ο Leon δεν έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έναν νέο, ανερχόμενο σκηνοθέτη, με ενδιαφέρουσα παρουσία.  Στη παρούσα φάση είναι μάλλον δύσκολο να τον κατατάξουμε κάπου, αν μη τι άλλο γιατί δεν έχουμε δει τίποτε άλλο από εκείνον.  Παρόλα αυτά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο μοιάζει αρκετά πράγματα υποσχόμενο, οπότε μένει να δούμε.
Όσον αφορά τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, αυτές, ξεχειλίζουν από φυσικότητα και ρεαλισμό, γεγονός που μόνο χέρι χέρι θα μπορούσε να πάει τόσο με την υπόθεση, όσο και με το είδος της σκηνοθεσίας.
Οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, η ζωή της έγχρωμης κοινότητας, η αστική εγκληματικότητα, η φτώχεια, καθώς και η πολιτική διάσταση του θέματος (που εδώ σε πρώτο διάβασμα δε γίνεται αντιληπτή, εξακολουθεί όμως να υπάρχει), είναι εκφάνσεις του αμερικάνικου τρόπου ζωής, και των περιοχών τύπου Bronx, Brooklyn κ.α, οπότε σίγουρα δε θα μπορούσαν να λείπουν ως απτή πραγματικότητα από το "Gimme the Loot".  Παρόλα αυτά, όπως είπαμε, αυτό δεν είναι και το ζητούμενο.  Η φιλία, η ανάγκη για προστασία, η αγάπη και τα καθημερινά μαθήματα ζωής, αποτελούν τον καταλύτη αυτής της ταινίας, την οποία τη λες και feel good, ακόμα και αν εκ πρώτης όψεως, δε σου φαίνεται.
Αθυρόστομη, με υπέροχες νέγρικες, jazz νότες, ειλικρινής και με ψυχή, η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Adam Leon είναι ένα δείγμα ανεξάρτητου, αμερικανικού κινηματογράφου που οι fan θα εκτιμήσουν δεόντως.  Αναζήτησέ την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι όταν έχεις ανάγκη από χρήματα, τότε και ένα ζευγάρι χρησιμοποιημένα αθλητικά, είναι ότι πρέπει για πούλημα, οτι a lady is a lady, ακόμα και μέσα σε sneakers, βρώμικο μπλουζάκι, χακί χαχολο-βερμούδα και μαλλί wannabe κοτσίδα, και οτι όταν δεν έχεις πισίνα, κάνε μια βουτιά στο υδραγωγείο δίπλα από το σπίτι σου.  Απλά πράγματα.

No trivia

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Fat Kid Rules the World: And he rules it well

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλή εβδομάδα και σήμερα σε όλους!  Χθες το βράδυ, 30 Σεπτεμβρίου, παρέα με τον μήνα, μας αποχαιρέτισε και ένα ακόμη κινηματογραφικό φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο είχε για ακόμη μια φορά ηχηρή παρουσία και φέτος.  Άσχετο, αλλά για να μη ξεχαστώ κιόλας, καλό μήνα σε όλους βρε!!
Μετά και από το χθεσινό, υπέροχο κλείσιμο του φεστιβάλ με μια από τις hands down, καλύτερες ταινίες της χρονιάς, το "Beasts of the Southern Wild", η βραδιά κύλησε όμορφα και σίγουρα μας κρατούσε το καλό για το τέλος.  Υπέροχο κομμάτι cinema, είναι μια ταινία που δε πρέπει να χάσετε (αν με το καλό πάρει διανομή και σε εμάς) και για την οποία θα μιλήσουμε και εμείς μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ακόμη ταινία την οποία παρακολούθησα στα πλαίσια του φεστιβάλ, και μπορώ να πω πως αν και μπήκε σφήνα στο πρόγραμμα το οποίο είχα βγάλει, ήταν τελικά μια από τις καλύτερες που είδα.  Αισιόδοξη, τρυφερή, αλλά και πικρούτσικη, το "Fat Kid Rules the World" ήταν αναμφίβολα μια αποκάλυψη για όσους παρευρέθησαν στις αίθουσες και μια πραγματική, εφηβική απόλαυση αν με ρωτάτε.  Κάπου εδώ θέλω επίσης να πω, οτι από εδώ και πέρα, ακόμα και αν οι Νύχτες τελείωσαν, τον παραπάνω τιτλάκο θα συνεχίσω να τον βάζω, πρώτον, γιατί θα αποτελεί αναφορά στις ταινίες που θα προτείνω, και που είδα στο φεστιβάλ, και δεύτερον, γιατί καθότι ψυχαναγκαστικό άτομο, δε θα μπορούσα να συνεχίσω να βάζω ταινίες χωρίς την παραπάνω παραπομπή, μιας που έχω ήδη ανεβάσει κάποιες που φέρουν τον αντίστοιχο τίτλο (όσοι δε θέλετε να με έχετε φίλη πια, θα το καταλάβω).  Και τώρα, περνάμε στο ψητό.


O Troy (Jacob Wysocki) είναι ένας παχύσαρκος έφηβος με αυτοκτονικές τάσεις, καθώς πέρα από την αγάπη του για το φαγητό, δε λες οτι έχει και καμιά άλλη στη ζωή του (αν και πολύ θα'θελε).  Ούτε φίλους, ούτε κοπέλα, ούτε καν μητέρα, μιας που έχει πεθάνει, με αποτέλεσμα να ζει μαζί με τον πρώην πεζοναύτη πατέρα του, Μr. Billings (Billy Campbell) και τον μικρότερο αδελφό του, Dayle (Dylan Arnold).
Όταν μια μέρα ο Troy αποφασίσει πως ήρθε η ώρα να βάλει τέλος στη θλιβερή ζωή του, θα σταθεί μπροστά από ένα λεωφορείο και θα αρχίσει να φαντασιώνεται το σπλατερικό του τέλος, τίγκα στην αιματίλα.  Και εκεί που το σχέδιο πάει να ευοδώσει, θα πεταχτεί στα ξαφνικά ένας περίεργος νεαρός, ο Marcus (Matt O'Leary) ο οποίος θα τον σώσει.  Το πράγμα όμως δεν είναι και τόσο απλό, όταν ο άστεγος και ναρκομανής Marcus, απαιτήσει από τον Troy να δημιουργήσουν μια...rock μπάντα, ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία της ψυχής του (που είναι τελικά πολύ μεγάλο πράγμα).
Ο Troy που δεν έχει ιδέα πως να παίζει ντραμς, και ακόμα περισσότερο τι πάει να πει rock, θα πειστεί τελικά να κάνει μια προσπάθεια και να βοηθήσει τον Marcus στο 'φιλόδοξο', μουσικό του project.  Θα πρέπει όμως πρώτα να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα: να βοηθήσει τον καινούριο του φίλο, να ξεπεράσει το πρόβλημα της εξάρτησής του.  Πράγμα, καθόλου εύκολο...


Το "Fat Kid Rules the World" είναι μια πραγματικά feelgood ταινία, η οποία μέσα από οικογενειακές δυσκολίες και σύγχρονα θέματα-μάστιγες, όπως αυτό των ναρκωτικών, αλλά και της αποξένωσης, καταφέρνει να πάρει στροφή προς κάτι πιο αισιόδοξο, καταλήγοντας να είναι ταυτόχρονα και μια από τις πιο αναπάντεχα καλές, coming of age ταινίες που έχεις δει τελευταία.
Το φιλμάκι αυτό βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της νεαρής, Αμερικανίδας συγγραφέως KL Going, και συγκαταλέγεται όπως καταλαβαίνεις στη κατηγορία της λογοτεχνίας που προορίζεται για "young adults".  Η ιστορία γράφτηκε το 2003 και η 'American Library Association' ανακήρυξε το βιβλίο ως ένα από τα καλύτερα της περασμένης δεκαετίας.  Και αν ακόμα δεν έχω τη προσοχή σου, είμαι σίγουρη πως μετά από την αποκάλυψη του σκηνοθέτη, θα την έχω.  Και ποιος είναι αυτός;  Ο Matthew Lillard.
Όσο περίεργο σου φαίνεται εσένα, άλλο τόσο φάνηκε και σε εμένα, ιδιαίτερα αφού τσέκαρα τον σκηνοθέτη, μετά το τέλος της ταινίας, και αν δεν έχεις καταλάβει ακόμα για ποιον μιλάμε, να σου πω οτι ο Lillard είναι ένας από τους πιο γελοίους τύπους που μπορεί να θυμηθείς να παίζει σε ταινίες, καθότι ηθοποιός.  Από το "Scream" (1996), μέχρι το corny "She's All That" (1999), και από το alter-ego Shaggy του "Scooby-Doo" (2002), μέχρι το πιο πρόσφατο, 'ποιοτικό' του πέρασμα από τη ταινία του Alexander Payne, "Τhe Descendants".
Μπορεί εν ολίγοις ο Lillard να μη φημίζεται κιόλας για το υποκριτικό του ταλέντο, μιας που αναλώνεται σε χαζορόλους εξίσου χαζών ταινιών, παρόλα αυτά με τη πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, μοιάζει να βρίσκει τον κινηματογραφικό του στόχο, που χαρακτηρίζεται από μια ολοφάνερη indie διάθεση, χαλαρούς, σκηνοθετικούς ρυθμούς και μπόλικες δόσεις εναλλακτικού στυλ.


Η ταινία δεν έχει καμία διάθεση διδακτισμού και απλά παίρνει την πραγματικότητα ως έχει.  Ούτε κατακραυγή για τον εθισμό του Marcus στα ναρκωτικά, ούτε για την υπέρβαρη παρουσία του Troy, ούτε και για μια ολόκληρη γενιά που απολαμβάνει τη μουσική της επανάσταση και προσπαθεί (ή οχι) μέσα από αυτή.
Προσωπικά, μου έκανε τεράστια εντύπωση το γεγονός, οτι ο πατέρας του Troy, είναι πρώην marine, καθώς κάποιος θα σκεφτόταν οτι τέτοιου είδους, σκληροπυρηνικοί τύποι, δεν αφήνουν τα παιδιά τους να γίνουν μπουλούκοι, και οτι στις περισσότερες περιπτώσεις, η "ράβδος" και η λεκτική βία, κάνουν θαύματα (αν και όλοι ξέρουμε οτι δημιουργούν θύματα).  Έχοντας στο μυαλό μου τον πρώην στρατιωτικό πατέρα του Ricky στη ταινία του Mendes, "American Beauty", φανταζόμουν οτι η περίπτωση πατέρα-γιου θα ήταν παρόμοια και εδώ.  Τελικά έκανα λάθος, μιας που για πρώτη φορά είδα τη "πατρική φιγούρα που έχει τελέσει σε ειδικές δυνάμεις", ακομπλεξάριστη, αυστηρή μεν, πραγματικά ανθρώπινη δε.
Γενικότερα αυτό που μπορεί κανείς να παρατηρήσει εύκολα σε αυτό το-με δικό του τρόπο-fan ταινιάκι, είναι πως έχει μια αισιοδοξία και μια αγάπη για τη ζωή, ακόμα και όταν αυτή σου προσφέρει στο πιάτο τη πιο κακομαγειρεμένη της μερίδα.  Ακόμα και τότε, ο Troy θα συνεχίσει να τρώει (αυτό θα μπορούσε να είναι και σεφερλικό αστείο) και να υπάρχει, ο Mr. Billings να πονάει, αλλά να κρατάει την οικογένεια ενωμένη και ο Marcus να εθίζεται όλο και περισσότερο, αλλά να εξακολουθεί να ροκάρει.
Οι χαρακτήρες του "Fat Kid Rules" είναι σαφέστατα έρμαια των επιλογών τους, αλλά έχουν την επιλογή να τις αντιμετωπίσουν και να τις αλλάξουν.  Δεν υπάγονται τόσο σε μια μοιρολατρική διάθεση τέλους (ακόμα και η δήθεν αυτοκτονία του Troy, παρουσιάζεται με τρόπο μαύρα χιουμοριστικό), όσο σε μια χειροπιαστή, δύσκολη πραγματικότητα, από την οποία ανταπεξέρχονται μέρα με τη μέρα.  Και αν κάτι κάνει αυτό το film αξιοπρόσεχτο, είναι η φροντισμένη σκηνοθεσία και η ειλικρινής αγάπη με την οποία πλάθει ο Lillard τους ήρωές του.  Good job.

 

Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι προσεγμένες και απλές, καθότι υποδύονται και άτομα της διπλανής πόρτας, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δε χαρακτηρίζονται από μια δυναμική, που πρέπει να συναντά κανείς σε τέτοιου είδους, ανεξάρτητες προσπάθειες.
Αυτός που αναμφίβολα κερδίζει τις εντυπώσεις με τη πληθωρική του παρουσία, είναι φυσικά ο Wysocki, τον οποίο ίσως και να θυμάσαι από τη ταινία "Terri", οπού και συμπρωταγωνιστούσε στο πλευρό του John C. Reilly.  Ο ρόλος του δεν ήταν και πολύ διαφορετικός απ'οτι στη ταινία του Lillard, μιας που και εκεί έπαιζε έναν εκτοπισματικό έφηβο, ο οποίος προσπαθούσε να τα βρει με τη ζωή του.
Εδώ ο Wysocki μοιάζει περισσότερο να αυτοσαρκάζεται και από ένα σημείο και μετά απλά, 'he doesn't give a damn!', και καλά κάνει.  Στην ουσία, η σταδιακή του μετεξέλιξη από έναν κομπλαρισμένο, μοναχικό έφηβο, σε ένα παιδί με δίπλωμα στη δύσκολη ζωή, είναι κάτι το συγκινητικό να το βλέπεις, και ακόμα και αν μιλάμε τελικά για ένα χιλιοπαιγμένο σενάριο και πάλι εγώ θα σου πω, οτι αυτές οι indie παραγωγές είναι που κρύβουν το λαχταριστά, φρέσκο ζουμί.
Ευαίσθητος και πάνω απ'ολα καλός φίλος, ο Troy είναι ένας άνθρωπος των καιρών του, που παλεύει να κάνει τη διαφορά.  Ακόμα και αν αυτή περιορίζεται στη σωτηρία του νεοαποκτιθέντα φίλου του.  Λίγο είναι αυτό;
Από την άλλη πλευρά, πολύ καλός και ο O'Leary, ο οποίος αν και βέρο Αμερικανάκι, εντούτοις περνάει ευκολότατα για british boy, με λιγδωμένο μαλλί,  ξεσκισμένο ντύσιμο και κιθάρα στην αγκαλιά για punk-rock νότες.  Μαζί με τον Wysocki μάλιστα δημιουργούν ένα δίδυμο με χημεία που σε πείθει για όλες τις νεανικές τους τρέλες: καλές, κακές, χοντροκομμένες και απλά, αληθινές.
Ας μη ξεχάσουμε εδώ και τον Billy Campbell (τον θυμάσαι από το ξυλίκι που του είχε χώσει η-και πολύ κακιά-Jennifer Lopez στο "Enough";) στον ρόλο του πατριάρχη, που δίνει μια όμορφα ώριμη ερμηνεία, και αναλαμβάνει μερικές από τις καλύτερες ατάκες της ταινίας.


Η σκηνοθεσία ακολουθεί ανάλαφρους ρυθμούς και για κάποιον λόγο αν δεν είχα δει οτι πρόκειται για αμερικάνικη παραγωγή, θα είχα ορκιστεί οτι πρόκειται για κάποια ανεξάρτητη, βρετανική ταινία.
Ο Lillard ακολουθεί ράθυμες διαδρομές, χωρίς να τους λείπει όμως μια νεανική δυναμική και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κλίμα πραγματικότητας, αλλά και με δόσεις φαντασιακής διάθεσης, κυρίως όταν ο Troy σκέφτεται τρόπος για να εξοντώσει τον...εαυτό του.
Αν έχεις δει το "The School of Rock" και σου άρεσε, τότε θα μπορούσαμε να πούμε οτι το "Fat Kid Rules the World" είναι σαν την ενήλικη μετάβαση της ταινίας με τον Jack Black.  Σπινθηροβόλο, γλυκά αισιόδοξο και με τα απαραίτητα, ροκ γρατσουνίσματα, είναι μια τόσο feelgood ταινία, όσο και τα μηνύματα που θέλει να περάσει.  Τσέκαρέ την με τη πρώτη ευκαιρία.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το παντελόνι στον τοίχο είναι και πολύ rock, διακοσμητική πρόταση, οτι όταν κάνεις μάστερ το γύρισμα της μπαγκέτας στο χέρι, έχεις αρχίσει να μαθαίνεις ντραμς και οτι όταν φαντάζεσαι πως το αίμα σου είναι μια κόκκινη μάζα από...ζελέ, ε, είναι πιο fun.



No trivia


Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Flipped: The very first love of your life...

Γεια σας γεια σας και πάλι!  Σήμερα έχουμε ακόμη μια νοσταλγική ταινιούλα βγαλμένη κατευθείαν από την καρδιά των 60s, όπως ακριβώς και το "Moonrise Kingdom" που είδαμε μερικές μέρες πιο πριν.  Το "Flipped" είναι ένα όμορφο, γλυκό ταινιάκι, με γνωστούς ηθοποιούς, μια μελιστάλαχτη ιστορία σχετικά με τη πρώτη αγάπη και την ατμόσφαιρα μιας εποχής γεμάτη χαμένη αθωότητα.  Η ταινία έχει τα καλά της, αλλά έχει και τα κακά της (κανα-δυο αλλά τα έχει), οπότε ξεκινάμε κατευθείαν και γι'αυτή τη κριτικούλα μας.  Here we go.


Η ιστορία μας απλή και χιλιοειπωμένη.  O Bryce Loski (Callan McAuliffe) μετακομίζει με την οικογένειά του και ενώ είναι ακόμα πιτσιρίκι, απέναντι από το σπίτι των Baker, οι οποίοι εκτός από δυο γιους έχουν και ένα χαριτωμένο, αλλά ολίγον περίεργο κοριτσάκι που του αρέσει να χώνει τη μύτη του παντού, τη Juli (Madeline Carroll).  Η μικρή Juli θα νοιώσει από τη πρώτη στιγμή τη καρδιά της να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα για τον ξανθό Bryce με τα 'dazzling eyes', αλλά τα αισθήματα δε φαίνεται να είναι αμοιβαία, μιας που ο Bryce είναι απλά εντελώς αδιάφορος απέναντί της.  Όταν τα χρόνια περάσουν και τα παιδιά μεγαλώσουν, η Juli θα αποτελέσει μια όμορφη, και ενδιαφέρουσα έφηβη η οποία βλέπει τη πραγματική μαγεία στη θέα μιας τεράστιας συκομουριάς, έχει τη δική της επιχείρηση από εκτρεφόμενες...κότες, και τον διακαή πόθο που εξακολουθεί να τη καίει σχετικά με το πότε θα καταφέρει να ξεκλέψει το πολυπόθητο φιλί από τον γόη της γειτονιάς.  Όταν όμως οι καταστάσεις φέρουν τη Juli να αμφισβητήσει την πραγματική αξία-ενός κενού όπως όλα δείχνουν Bryce-τότε τα πράγματα θα κάνουν ένα απρόσμενο flip, και εκεί που η πιτσιρίκα ξελιγωνόταν στη θέα του γείτονά της, τα πράγματα θα αντιστραφούν κατά 180 μοίρες, με τον Bryce να αρχίσει να βλέπει διαφορετικά την από καιρό κολλιτσίδα του.  Έχει ο καιρός γυρίσματα...


Ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Rob Reiner είναι υπεύθυνος και πάλι για τη δημιουργία ενός film που διαθέτει στιλ και ατμόσφαιρα βγαλμένη κατευθείαν από τη καρδιά της δεκαετίας του '60, πράγμα καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ο δημιουργός μιας από τις καλύτερες coming of age ταινίες (της ίδιας πάντα εποχής), του "Stand by Me" το οποίο αποτελεί βεβαίως και βιβλιακό κατασκεύασμα του Stephen King.
Η αλήθεια είναι πως το "Flipped" δε φτάνει καθόλου τις αξιώσεις μιας ταινίας όπως το "Stand by Me", παρόλα αυτά καταφέρνει με τον δικό του τρόπο να αποτελέσει μια feel good προσπάθεια από μέρος του σκηνοθέτη.
O Reiner αποτελεί μια πολυσχιδή προσωπικότητα που φέρνει στο πανί πολλές, διαφορετικές ιστορίες τις οποίες διηγείται με απόλυτο σεβασμό απέναντι στην εποχή και τους χαρακτήρες της.  Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως έχει σκηνοθετήσει δυο από τις καλύτερες μεταφορές βιβλίων του Stephen King στη μεγάλη οθόνη, καθώς εκτός από το παρεϊστικο "Stand by Me" 'έδωσε' στην Kathy Bates το Oscar Α' Γυναικείου Ρόλου για την τρομερή της ερμηνεία στη ταινία "Misery".  Το να μεταφέρεις την ουσία ενός βιβλίου στον κινηματογράφο, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, ο Reiner όμως έχει αποδείξει οτι δεν είναι και ακατόρθωτο.
Αν τσεκάρει κανείς τη φιλμογραφία του, θα εντοπίσει μια ποικιλία ετερόκλητων, κινηματογραφικών ειδών με μια μεγαλύτερη έφεση σε ρομαντικές/αισθηματικές παραγωγές όπως το "The Princess Bride" (1987), το θρυλικό πια "When Harry Met Sally..." (1989), το μάλλον κακό "The Story of Us" (1999), το ακόμη χειρότερο "Alex and Emma" (2003) με την χείριστη Kate Hudson *barf*, καθώς και το αδιάφορο "Rumor Has It" (2005).  Εκτός όμως από όοοολα αυτά τα (άλλα καλά και άλλα οχι και τόσο) ρομάντζα, ο ίδιος έχει κάνει και μερικές καλές ταινίες όπως το μουσικό "This Is Spinal Tap" (1984) και το "A Few Good Men" (1992).  Και αν αναρωτιέστε γιατί τόση ώρα σας αραδιάζω τις ταινίες του κ. Reiner είναι απλό: το "Flipped" κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στο νεανικό και αθώο ρομάντζο μιας άλλης εποχής, και μιας ταινίας που όμως κάτι της λείπει, αποτελόντας στην ουσία μια ταινία ύψους και βάθους.  Ακριβώς όπως και το σύνολο της φιλμογραφίας του δηλαδή.


Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της συγγραφέως Wendelin Van Draanen, και είναι γεμάτη από μια νοσταλγική διάθεση, ακριβώς όπως απαιτείται από τέτοιου είδους παραγωγές.  Σίγουρα στα θετικά της πρέπει να προστεθεί η συγκέντρωση ενός ενδιαφέροντος και γνωστού cast στους κεντρικούς ρόλους που απαρτίζεται από τους, Penelope Ann Miller, Rebecca De Mornay, Antony Edwards, Aidan Quinn και John Mahoney.
Όσον αφορά την ιστορία καθεαυτή, του πρώτου δηλαδή παιδικού-εφηβικού έρωτα, μπορεί να την έχουμε δει ξανά και ξανά στον κινηματογράφο, παρόλα αυτά όταν τοποθετείται σε μια ρομαντική εποχή όπως αυτή των 60s (τουλάχιστον σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάζεται η εποχή αυτή στο cinema), τότε σίγουρα μιλάμε για ένα love story που στοχεύει κατευθείαν στις καρδιές των θεατών.  Και ως ένα βαθμό, αυτό επιτυγχάνεται και εδώ.  Ως ένα βαθμό όμως, γιατί υπάρχει ένα πολύ βασικό μείον: η χημεία των νεαρών πρωταγωνιστών είναι από ελάχιστη, έως ανύπαρκτη και αυτό αγαπητέ μου κ. Reiner είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας.


Καταρχάς για να λέμε και τα πράγματα όπως είναι, η ταινία φορτώνεται από νωρίς στη πλάτη της πολύ καλής Madeline Carroll (την είδαμε και φέτος στο "Μachine Gun Preacher" ως απαιτητική κόρη του Gerard Butler), η οποία καταφέρνει να μας πείσει με την γκάμα των συναισθημάτων που μπορούμε να διακρίνουμε στο πρόσωπό και το γενικότερο στήσιμό της.
Από την άλλη πλευρά ο συμπρωταγωνιστής της Callan McAuliffe είναι στη καλύτερη περίπτωση ένα αγγούρι και μισό.  Ίδιο βλέμμα, ίδια έκφραση, ίδια μονότονη ομιλία (αγάπη μου έχεις κάποια συγγένεια με την Kristen?) σε βαθμό που να θες να του αστράψεις ένα χαστούκι.  Και καλά, ως ένα βαθμό δικαιολογείται από τον ρόλο τον οποίο υποδύεται (αυτόν ενός άνευρου και άτολμου νεαρού, που σταδιακά αρχίζει να βλέπει την περίεργη για όλους Juli, διαφορετικά), αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί αυτό να αποτελέσει τον μπούσουλα πάνω στον οποίο ο McAuliffe χτίζει την ταινιακή του περσόνα.  Και αυτό γιατί στην τελική απαιτείται συναίσθημα και τόλμη για να βγει κάτι τουλάχιστον αξιοπρεπές.
Η Caroll στο πλευρό του πασχίζει να του βγάλει τη συγκίνηση και το ενδιαφέρον, επωμιζόμενη όλη την ιστορία τελικά πάνω της και αποτελώντας το άλλο κομμάτι ενός awkward, νεανικού διδύμου το οποίο πάσχει από την προφανέστατη έλλειψη ταλέντου του McAuliffe.  Και να φανταστεί κανείς οτι είναι και πατριώτης μου.  A screw that, at least we have Hemsworth.


Πέρα από τον προβληματικό McAuliffe του οποίου το σκάλωμα φαίνεται και μπόλικο και βαρύ στη ταινία, το "Flipped" ίσως καταφέρει κάπου να σου ξυπνήσει το παιδί που κρύβεις μέσα σου.
Η σκηνοθεσία του είναι όμορφη και αγνά ανεπιτήδευτη, πιάνοντας εύκολα τον παλμό της εποχής και προσφέροντας ένα θέαμα πασπαλισμένο με ζαχαρόσκονη, και τις σωστές δόσεις δράματος.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εναλλαγή ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις τα δυο παιδιά, καθώς πρώτα παίρνει τη σκυτάλη ο ένας κάνοντας το δικό του voice over και έπειτα ο άλλος, με μια παράλληλη παρουσίαση των ίδιων γεγονότων, με ελαφρώς διαφορετικό, χρονικό προσδιορισμό, ανάλογα με το ποιος μιλάει.
Όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast στέκεται σοβαρά απέναντι στο θεατή, και δίνει τον καλύτερό του εαυτό σε αυτό το ανάλαφρο, και γλυκό ταινιάκι.
Μπορεί να μη μιλάμε για ένα πρωτότυπο story και μπορεί και ο πρωταγωνιστής να τα κάνει σε μεγάλο βαθμό μαντάρα, παρόλα αυτά το "Flipped" είναι μια ταινία που μπορεί να σε συγκινήσει και ταυτόχρονα να σε κάνει να χαμογελάσεις.  Συνεπώς αν αναζητάς χαλαρές, καλοκαιρινές βραδιές με όμορφη παρέα, αυτό το filmaki είναι σίγουρα οτι ψάχνεις.  Χαριτωμένο, αναζωογονητικό και τόσο όμορφο όσο ο πρώτος μας παιδικός έρωτας.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η θέα από ψηλά κάνει τη διαφορά, οτι η Rebecca De Mornay είναι αγέραστη, και οτι θα είχε πλάκα να λένε κάποιον Sal Monella.



No trivia

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Moonrise Kingdom: The awesome world of mr. Wes Anderson

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Αρχικά να σας πως πως σπάσαμε τα 100.000 views από την ημέρα δημιουργίας του blog μου, και είμαι ενθουσιασμένη!  Σας ευχαριστώ πολύ όλους για την επίσκεψη και το πέρασμά σας που και που από το blogaki, και υπόσχομαι να συνεχίσουμε με ακόμα περισσότερες, όμορφες ταινιούλες.  Και επειδή άρχισα να 'ακούγομαι' σαν σε προεκλογική καμπάνια (φτάνει δε θέλουμε άλλα), περνάμε κατευθείαν στο ψητό.  Χθες το βραδάκι πήγα σε θερινό σινεμά για να δω το "Moonrise Kingdom" το οποίο η αλήθεια είναι πως το περίμενα πως και πως, από τη στιγμή που είδα το trailer του.  Νομίζω πως το μόνο το οποίο με ξενέρωσε ήταν τα...8 ευρώ(!) εισιτήριο που έδωσα, αλλά ευτυχώς η ταινία με αποζημίωσε.  Τόσο γλυκιά και τόσο όμορφη, ακριβώς όπως τα πρώτα παιδικά σκιρτήματα.  Σίγουρα αποτελεί την ταινία της εβδομάδας, και την προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους.  Ξεκινάμε...


O Sam (Jared Gilman) είναι ένας έξυπνος, ορφανός πρόσκοπος που αποφασίζει να παρατήσει την κατασκήνωσή του και να το σκάσει με τον πρώτο του, παιδικό έρωτα, την ιδιότροπη και περπατημένη Suzy (Kara Hayward).  Οι δυο τους θα επιδοθούν σε ένα mini-ταξίδι μέσα στη δασώδη φύση της Νέας Αγγλίας της δεκαετίας του '60 (και συγκεκριμένα του 1965), ανακαλύπτοντας την γλυκιά και αθώα αίσθηση του πρώτου, ρομαντικού σκιρτίματος.  Με μοναδική παρέα ένα φορητό πικ-απ, το γατάκι της Suzy και φυσικά τους ίδιους τους τους εαυτούς, τα παιδιά θα ανακαλύψουν πολλά περισσότερα πράγματα για το τι σημαίνει να αγαπάς (με την ευρύτερη, αλλά και την πιο συγκεκριμένη έννοια), από το ενήλικο περιβάλλον τους, που μοιάζει να το έχει ξεχάσει.  Οι γονείς της Suzy, Laura (Frances McDormand) και Walt (Bill Murray) αποτελούν ένα ανδρόγυνο που έχει βαλτώσει στην βαρετή τους, οικογενειακή καθημερινότητα, ενώ όπως όλα δείχνουν η Laura έχει αναπτύξει και ένα ψιλοφλερτάκι με τον αστυνομικό του νησιού, τον Captain Sharp (Bruce Willis) έναν θλιμμένο και μοναχικό τύπο.  Παρά το γεγονός αυτό, όλοι μαζί, παρέα και με τον Scout Master Ward (Edward Norton) θα προσπαθήσουν να βρουν τα ατίθασα παιδιά, προκειμένου αυτά να επιστρέψουν και πάλι σπίτι.  Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο απλά, καθώς τα πιτσιρίκια φαίνονται αποφασισμένα να υπερασπιστούν τη σχέση τους και όπως όλα δείχνουν οι συμμετέχοντες θα πάρουν το μάθημά τους.  Ένα μάθημα ζωής...


Την πικρή μου αλήθεια θα την πω.  Πριν παρακολουθήσω χθες το βράδυ αυτό το όμορφο ταινιάκι, δεν είχα ξαναδεί άλλη ταινία του Anderson, παρά το γεγονός οτι μέχρι στιγμής μόνο καλά πράγματα έχω ακούσει για τις σκηνοθετικές και σεναριακές του δυνάμεις.  Η αλήθεια είναι πως ο υποψήφιος για δυο Oscar σκηνοθέτης (μια φορά για καλύτερο animation της χρονιάς για το πολύ καλό "Fantastic Mr. Fox" και μια ακόμη για το σενάριο της ταινίας του, "The Royal Tenenbaums") χτύπησε κατευθείαν στην καρδιά μου με το "Moonrise Kingdom" καθώς οχι μόνο απολαμβάνω να βλέπω τέτοιας ομορφιάς, coming of age ταινιάκια, αλλά όταν μάλιστα χαρακτηρίζονται από μια τέτοια ονειρική σκηνοθεσία, ένα εκπληκτικά δεμένο cast (όλοι ένας κι ένας στον ρόλο τους) και ένα soundtrack που σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές, τότε που το eyeliner έβγαινε έξω από το μάτι, το καρό ήταν in και τα 45άρια δισκάκια must για όποιον ήθελε να λικνιστεί σε twist-ικους ρυθμούς, ε τότε δε μπορώ να αντισταθώ και απλά αφήνω αυτή τη μαγική αίσθηση να με παρασύρει.  Αφήστε που τώρα που το σκέφτομαι το χαμόγελο δε πρέπει να άφησε καθόλου το πρόσωπό μου, καθ όλη τη διάρκεια της ταινίας...


Αν και φαντάζομαι πως θα μπορούσα να πω πως η ταινία διακατέχεται από μια hipster αισθητική, εντούτοις προτιμώ να μη το κάνω.  Οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά νομίζω πως οτιδήποτε έχει να κάνει με μια παλιακή παρουσία (με τη καλή έννοια) δε σημαίνει απαραιτήτως πως πρέπει να καταχωρηθεί στη συνείδησή μας, ως 'χιπστεριά'.  Ένα ντύσιμο άλλης εποχής, ένα ζευγάρι καλολουστραρισμένα παπούτσια, ένας κοκάλινος σκελετός γυαλιών και ένα γαλάζιο πικ-απ, αποτελούν απλά στοιχεία που προσδιορίζουν στη προκειμένη περίπτωση, μια χρονική εποχή.  Και αν αποδεχθούμε εκ των πραγμάτων οτι μιλάμε για το 1965, δε μπορώ να αποδεχτώ και τη χρήση του όρου hipster, γιατί πολύ απλά η συγκεκριμένη εποχή χαρακτηριζόταν από μόνη της από ένα κάποιο ύφος, ένα στυλ.  Συνεπώς και για να τελειώνουμε και λίγο με αυτό το θέμα (το οποίο πάλι με εκνεύρισε λίγο) το "Moonrise Kingdom" δεν είναι μια hipster ταινία (hipsters gonna hate, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι γι'αυτό).  Είναι μια ταινία για μια εποχή αθώα και συγκινητική, αληθινά όμορφη και ταυτόχρονα φανταστική.  Είναι μια ταινία για την 'κανείς δε με καταλαβαίνει και σας μισώ όλους' προ εφηβική ηλικία, τις τρέλες και τις σοβαρές αποφάσεις που νομίζει κανείς πως είναι έτοιμος να πάρει στα μόλις 12 του χρόνια.  Έχει χάρη και το απαράμιλλο στυλ της παλιάς εποχής (όσον αφορά το ντύσιμο τουλάχιστον, καθώς στα υπόλοιπα ο Anderson έχει βάλει τις υπερβολικές του νότες και καλά έκανε).  Ίσως και ο ίδιος ο Anderson να επέλεξε να τοποθετήσει την ιστορία του εκεί (όσον αφορά τον χρόνο), προκειμένου να εισαγάγει στη ταινία του μια χαλαρή, hipster διάσταση, για εμάς τα σύγχρονα παιδιά, αλλά μέχρι εκεί.  Το "Moonrise Kingdom" είναι μια ταινία που τρέφει τα μάτια, τη ψυχή και τη καρδιά σου.  Α, και τα αυτιά σου βεβαίως, βεβαίως.


Το story είναι απλό και θα μπορούσε να σου θυμίζει πολλές διαφορετικές, νεανικές ταινίες, με τη διαφορά οτι τόσο η εκτέλεσή του, όσο και οι χαρακτήρες που το απαρτίζουν έχουν πολλές ιδιαιτερότητες.
Μπορεί να μην έχω δει άλλες ταινίες του, από αυτά τα λίγα όμως που διάβασα και από μια συνέντευξή του, μου δίνεται να καταλάβω πως ο Anderson είναι ένας σκηνοθέτης που θέτει πάντα στο πλαίσιο των film του, την οικογένεια.  Οχι απαραίτητα αυτή που έχουμε στο νου μας ως παραδοσιακή, αλλά τέλος πάντων μια οικογένεια και ότι μπορεί να συνεπάγεται αυτό.  Προβλήματα, απιστίες, απώλεια του έρωτα, δυσκολίες με τα παιδιά και ένα σωρό άλλα.  Έτσι λοιπόν και εδώ φροντίζει να παρουσιάσει το πλαίσιο μιας φαμίλιας, αλλά με τρόπο που αφήνει να εννοηθεί οτι παίζει περισσότερο στο background (δίνοντάς μας ενδεχομένως και ιδέες σχετικά με το γιατί η Suzy έχει γίνει τόσο αντιδραστική), αφήνοντας το παιδικό love story να ξετυλιχθεί μπροστά στα μάτια μας.  Ακόμα και το ορφανό παρελθόν του Sam συνηγορεί στο γεγονός προκειμένου ο θεατής να τεθεί υπέρ των δυο παιδιών.  Από τη μια πλευρά ο κοινωνικός τους περίγυρος (όπως αυτός εκφράζεται στο πρόσωπο των γονιών, της αστυνομίας, του αρχηγού των προσκόπων, ακόμα και της κοινωνικής λειτουργού που θέλει να στείλει τον μικρό στο ορφανοτροφείο) τους 'κυνηγά', προσπαθώντας να τους μπάσει μέσα στα "όπως πρέπει" καλούπια, ενώ από την άλλη τα παιδιά θέλουν να ζήσουν μακριά από περιορισμούς και "πρέπει".  Πηγαίνοντας κόντρα στην όποια εξουσία, ο Anderson δημιουργεί ένα γλυκόπικρο, νεανικό δράμα, με ουσία και περιεχόμενο, που έρχονται απλά να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο από την εξαίσια σκηνοθεσία του.


Παίζοντας με τη χρωματική παλέτα του κίτρινου/μουσταρδί, των αποχρώσεων του πράσινου και των ζωηρών παστέλ, ο Anderson κατασκευάζει ένα ονειρικό σύμπαν, τόσο ονειρικό μάλιστα όσο η ζωγραφιά ενός παιδιού, ή όσο μιας μαγικής ιστορίας, από αυτές που απολαμβάνει να διαβάζει η Suzy (πρωταγωνίστρια εδώ στη δική της, πραγματική ιστορία).  Τα κοντινά του πλάνα, η εστίαση στο διαπεραστικό βλέμμα της πρωταγωνίστριας, τα α λα Godard πλανάκια μέσα από το αυτοκίνητο, οι υποκειμενικές ματιές, το παιχνίδισμα με το βάθος πεδίου και τις διαστάσεις των αντικειμένων, τα απότομα cuts και η αίσθηση της περιπλανώμενης σκηνοθεσίας (ολίγον από "Stand by Me" στο πιο μελιστάλαχτό του), όλα δημιουργούν ένα αρκούντως αναζωογονητικό και fan ταινιάκι.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές από όλους.  O Bruce Willis σε ένα ευφυέστατο τσαλάκωμα είναι απλά μοναδικός, η Tilda Swinton σε μια μικρή, αλλά χορταστική εμφάνιση υποδύεται την ψυχή κοινωνική λειτουργό, o Bill Murray όπως πάντα υπέροχος και ο Norton σε ένα δυναμικό comeback που απρόσμενα του ταιριάζει (love love love).  Παρόλα αυτά τις εντυπώσεις κλέβει φυσικά το πρωταγωνιστικό δίδυμο, με τις γειωμένες του ερμηνείες και τη μηχανική ομιλία, απογυμνωμένη από κάθε τη φανφαροειδές και περιττό.  Δίνουν και οι δυο ρεσιτάλ, και αποτελούν την εναλλακτική πρόταση σε ένα σωρό υπερζαχαρωμένα, νερόβραστα ζευγάρια που έχουμε δει κατά καιρούς, ακόμα και σε πιο ενήλικη φάση.


Κλείνοντας να δώσουμε εύσημα και στο εξαίρετο soundtrack που συνοδεύει την ταινία, δημιούργημα του Alexandre Desplat, καθώς και το υπέροχο "Le Temps de L'Amour" της Francoise Hardy, γεμάτο από τη μελωδικότητα και την παλιακότητα μιας άλλη εποχής.
Quirky και witty.  Αυτοί είναι δυο χαρακτηρισμοί που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν επακριβώς το "Moonrise Kingdom".  Μια ταινία για να αισθανθούμε και πάλι παιδιά.  Έστω και για λίγο...

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι μερικοί άντρες είναι sexy ακόμα και με τη στολή του προσκόπου, οτι το να ντυθείς κοράκι είναι εγγυημένος τρόπο για να 'ρίξεις' κάποιον, και οτι με δυο αγκίστρια και δυο σκαθάρια μπορείς να φτιάξεις υπέροχα, vintage κοσμήματα. 



No trivia