Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

The Babadook: Don't let it in!

Χαιρετώ και πάλι!  Μερικούς μήνες μετά την τελευταία μου ανάρτηση (πολύ θα ήθελα να τα είχαμε πει και πιο πρόσφατα, αλλά δυστυχώς ο χρόνος μου έχει φτάσει πλέον στα όρια της εξαΰλωσης), είπα να επιστρέψω εκτάκτως όσο προλαβαίνω (που δεν προλαβαίνω, γκουχου γκουχου), για να πούμε δυο πραγματάκια για μια σπουδαία ταινία, την οποία είχα την τύχη να δω στις πρόσφατες Νύχτες Πρεμιέρας.


Το "The Babadook" δεν μοιάζει με τίποτα από αυτά που έχω δει τα τελευταία χρόνια, καθώς είναι ένα φιλμ που παραπέμπει περισσότερο στον γνήσιο, ψυχολογικό τρόμο του «ένδοξου», θριλερικού παρελθόντος.
H Amelia (Essie Davis) είναι μια μητέρα που μεγαλώνει μόνη της τον επτάχρονο γιο της Robbie (Daniel Henshall).  Η καθημερινότητά τους δεν είναι καθόλου εύκολη, καθώς πέρα από το γεγονός πως εκείνη συνεχίζει, να υποφέρει από την απώλεια του συζύγου της, καλείται παράλληλα να αντιμετωπίζει και τα βίαια ξεσπάσματα του γιου της, ο οποίος μοιάζει να αποτραβιέται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό του.
Η κατάσταση πρόκειται να χειροτερέψει, όταν ο μικρός Robbie αρχίσει να εκδηλώνει τρομακτικές αντιδράσεις, εξαιτίας ενός τέρατος, που όπως ο ίδιος υποστηρίζει, εμφανίζεται μέσα στο σπίτι.  Στην προσπάθειά της να τον καθησυχάσει, η Amelia θα βυθιστεί με την σειρά της, σε έναν παραληρηματικό κόσμο, απόλυτου τρόμου, διαισθανόμενη πως πράγματι, κάτι κακό ελοχεύει μέσα στο μουντό σπιτικό τους: ένα πλάσμα μανιασμένο, άρρωστο και γεμάτο πικρία.

 

Η Αυστραλέζα Jennifer Kent ντεμπουτάρει φέτος σκηνοθετικά με μια ταινία βασισμένη στην μικρού μήκους ταινία της, "Monster", η οποία μετράει ήδη εννέα χρόνια, δημιουργώντας αυτή την φορά έναν κόσμο τόσο απόκοσμο, μα και τόσο γνώριμο, ώστε είναι πρακτικά αδύνατον να μη παρασυρθείς από την κλειστοφοβική του ατμόσφαιρα.
Δηλώνοντας μεγάλη fan του horror είδους, η Kent παραδέχτηκε ότι το Babadook είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης προσπάθειας, η οποία φαίνεται να συνδέεται άμεσα με το πρότερο υλικό του Monster, δηλώνοντας μάλιστα σε συνεντεύξεις πως ένα μέρος της ταινίας βασίζεται σε βιωματικά γεγονότα.
Αν και δεν μπορούμε να πούμε πολλά, δεδομένης της αντισυμβατικότητας του σεναρίου και γιατί θέλοουμε να αποφύγουμε τυχόν "διαρροές" στην-μάλλον απίθανη-περίπτωση που δούμε την ταινία να έρχεται στην Ελλάδα, μπορούμε εντούτοις να δώσουμε μερικά παραδείγματα, ως προς το γιατί το "The Babadook" αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και συνάμα πιο συνταρακτικά horror film, των τελευταίων ετών.


Η γυναικεία παρουσία στις ταινίες τρόμου, έχει προοδευτικά αλλάξει ριζικά στην εποχή μας, σε σχέση με την εμφάνιση στην δεκαετία του '60, του "Grand Dame Guignol" ρεύματος, μιας σειράς δηλαδή ταινιών, στις οποίες τον κεντρικό ρόλο κρατούσαν γυναίκες-δολοφόνοι.
Σε αυτού του είδους τα φιλμ (τα οποία λειτούργησαν και ως αφετηρία για την ανάδειξη του μετέπειτα είδους του "giallo" και του αμερικάνικου exploitation), οι γυναίκες έπαψαν να αρκούνται στον ρόλο του ανήμπορου θύματος που περίμενε είτε την ανδρική σωτηρία, είτε τον αναπόφευκτο θάνατο, διεκδικώντας λίγη από την horror-ική πίτα που συνήθιζαν να απολαμβάνουν μέχρι τότε οι άνδρες πρωταγωνιστές.
Η μάγισσα, η ψυχωτική ερωμένη (ή σύζυγος), καθώς και το θύμα που αποζητά, αυτή τη φορά, εκδίκηση, υπήρξαν μερικοί από τους πιο κλασικούς ρόλους γυναικών στον κινηματογράφο του 1960-1970, με τις Bette Davis, Joan Crowford (μαζί στο "Whatever Happened to Baby Jane?"), Barbara Steele και Shelley Winters να αποτελούν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά ονόματα του πρότερου κινηματογράφου του τρόμου.
Απέναντι στο ανδρικό μοτίβο του serial killer, του φετιχιστή δολοφόνου, του σαδιστή και του πρωταγωνιστή με τα φροϋδικά σύνδρομα, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα των γυναικών συνηγορεί στην ανάδυση ενός νέου "τέρατος", κατά τρόπο όμοιο με αυτόν του Norman Bates στο "Psycho".  Πίσω από κάθε μανιασμένη τσεκουριά ("Strait-Jacket"), πίσω από κάθε φιλέτιασμα μέχρι το κόκκαλο ("Αudition"), κρύβεται μια γυναίκα που θέλει να πάρει τον έλεγχο της ζωής της στα χέρια της και να απελευθερωθεί από τις σεξουαλικές προκαταλήψεις και τα πρέπει του φύλου της. Και θα το επιδιώξει με κάθε τρόπο.


Μέχρι πρότινος ο σύγχρονος κινηματογράφος του τρόμου είχε αντικειμενοποιήσει πλήρως την έννοια της γυναίκας, που συνήθως θα αποτελούσε τον εύκολο στόχο, πάσης φύσεως τρελών και ψυχωτικών δολοφόνων.  Παρόλα αυτά τα τελευταία χρόνια το κλίμα μοιάζει, να αντιστρέφεται, με τις γυναίκες να μετατρέπονται σε δυναμικές ηρωίδες, ικανές να διαχειριστούν δύσκολες και συνήθως, εν δυνάμει θανατηφόρες καταστάσεις.
Αυτή η επιστροφή στον κινηματογράφο του Tobe Hooper, εκεί όπου η Marilyn Burns βγήκε καταματωμένη, αλλά ζωντανή από τον εφιάλτη του «Σχιζοφρενή Δολοφόνου με το Πριόνι» (1974), αλλά και του Ridley Scott, με την Sigourney Weaver να τα βάζει με τον υπέρτατο, εξωγήινο θηρευτή στο "Alien" του 1979, αποτελεί σαφέστατα μια επιστροφή στην παράδοση του θηλυκού τρόμου, που ταινίες όπως το πρόσφατο "You're Next", καταφέρνουν να ανανεώσουν, έστω και στιγμιαία.
Ένα από τα καλύτερα sub-genres της κατηγορίας αυτής, είναι αναμφίβολα το ευρύτερο πλαίσιο της μητρότητας, όπως αυτό εκφράστηκε επιτυχημένα στο "Rosemary's Baby" του Polanski το 1968 και πολύ πιο ακραία και γραφικά, στο "The Brood" του David Cronenberg δέκα περίπου χρόνια μετά.
Η έννοια της μητρότητας και της δίχως όρια αγάπης της μητέρας προς τα παιδιά της, αποτελούσε πάντα ένα από τα μεγαλύτερα θέματα ταμπού.  Οι περιπτώσεις της επιλόχειας κατάθλιψης που διαρρηγνύουν αυτή την φυσική ένωση μητέρας-παιδιού, καταγράφονται με ψιλά γράμματα στους πρώτους μήνες ζωής ενός βρέφους, με το οικείο περιβάλλον να «καταχωνιάζει» το φοβερό αυτό μυστικό, βαθιά μες την ντουλάπα.  Η Lynne Ramsay πέτυχε, εν προκειμένω, την κατάδειξη αυτής της πλευράς της μητρότητας, μέσα από το "We Need to Talk About Kevin", ένα φιλμ που καταπιάνεται με την εκ γενετής αντιπαλότητα μεταξύ μητέρας-παιδιού, μια αντιπαλότητα που πηγάζει από την ίδια κοινωνική νόρμα που δαιμονοποιεί τόσο την μητέρα ενός παιδιού-«τέρας», όσο και εκείνη η οποία δεν γίνεται να βιώσει εκ των πραγμάτων την έννοια της μητρότητας.  


Το "Τhe Babadook" είναι η ευτυχής συγκυρία πολλών εκ των παραπάνω, με την υπόθεση να διαδραματίζεται σε ένα σκοτεινό, «άρρωστο» σχεδόν σπίτι.  Η Essie Davis στον ρόλο της μητέρας και ο μικρός Daniel Henshball αποτελούν ένα εξαιρετικό, ερμηνευτικό δίδυμο, ενώ η σκηνοθεσία της Kent σε συνδυασμό με την απειλητική φωτογραφία του Radek Ladczuk, δημιουργούν το ιδανικό περιβάλλον σύγχρονου τρόμου, μακριά από εύκολα jump scares και προβλέψιμες καταστάσεις.
Δεν θα μπορούσαμε να πούμε κάτι παραπάνω γι' αυτή την αυστραλιανή παραγωγή, καθώς η αξία της έγκειται στην πρωτοτυπία του σεναρίου και τον αυθεντικό τρόμο που ελοχεύει δίπλα μας και γύρω μας, ανά πάσα στιγμή.  Έναν τρόμο τόσο πραγματικό, όσο και το σκοτάδι που μας τυλίγει.