Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

The Night of the Hunter: It's a hard world for little things

Περίπου πέντε μήνες πέρασαν από τότε που έγραψα τελευταία φορά στο blog και παρά το γεγονός πως είχα υποσχεθεί ότι θα επιστρέψω σύντομα, δυστυχώς όμως, λόγω πολλών υποχρεώσεων δεν ήμουν σε θέση να το κάνω. Το θέμα βέβαια είναι πως όλη αυτή η απουσία με «έτρωγε».  Έχοντας ξεκινήσει από το 2010 να γράφω εδώ και με τις ταινίες να με βοηθούν να τα βγάλω ίσα-ίσα πέρα σε δύσκολες, επαγγελματικές περιόδους, το blog αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή το προσωπικό μου, διαδικτυακό καταφύγιο.
Σε αυτό λοιπόν το κινηματογραφικό καταφύγιο αποφάσισα (ή μάλλον κατάφερα) να επιστρέψω δειλά-δειλά, με μια κλασική χρονικά, αλλά οχι και θεματικά, Χολιγουντιανή ταινία και συγκεκριμένα το "The Night of the Hunter".
Ας ελπίσουμε πως αυτή η σταδιακή επιστροφή θα μετουσιωθεί σε μια εβδομαδιαία (τουλάχιστον) παρουσία μου μέσω του blog.  Καλώς σας βρήκα λοιπόν : )


Την εποχή της μεγάλης, Οικονομικής Ύφεσης, η εγκληματική ιστορία του Ben Harper, ενός οικογενειάρχη που αναγκάζεται να ληστέψει μια τράπεζα-και να σκοτώσει δυο ανθρώπους-προκειμένου να προσφέρει στην φαμίλια του, περί τα 10.000 δολάρια, λειτουργεί μονάχα ως αφορμή για την εμφάνιση και την δράση ενός από τους καλύτερους και σίγουρα πιο επιβλητικούς villain που γνώρισε ποτέ το παγκόσμιο cinema: αυτόν του "Reverend" Harry Powell.
Αυτοπροσδιοριζόμενος ως «Αιδεσιμότατος» και φέροντας τις λέξεις "LOVE" και "HATE" στις αρθρώσεις των δακτύλων του (το LOVΕ στα δεξιά και το HATE στα αριστερά, γεγονός που έχει την δική του σημασία όπως θα δούμε παρακάτω), ο Powell είναι ένα φανατισμένο αρπακτικό που ορέγεται μοναχικές γυναίκες, ιδανικά χήρες, οι οποίες έχουντας ένα κάποιο κομπόδεμα στην άκρη, μπαίνουν αμέσως στο στόχαστρο του μανιακού αυτού ψευδοπροφήτη.
Μια μέρα η τύχη-ή μήπως ο Θεός του Χρήματος;-θα του χαμογελάσει, καθώς θα βρεθεί στο ίδιο κελί με τον άτυχο Ben Harper.  Με την πρόσφατη περιπέτειά του να τον ταλανίζει ακόμα και στον ύπνο του, ο Harper θα αποκαλύψει άθελά του, πως τα λεφτά βρίσκονται πίσω, στην οικογενειακή εστία, καλά κρυμμένα σε ένα μέρος που δεν πρόκειται να τα βρει ποτέ κανείς.  Φυσικά ο καιροσκόπος Powell δεν θα αφήσει την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, αλλά θα αποφασίσει να επισκεφτεί την σύζυγο-και soon to be χήρα-Willa (Shelley Winters), αποφασισμένος να ξετρυπώσει το παχυλό ποσό, με κάθε τίμημα.  Και όταν λέμε με κάθε τίμημα, εννοούμε ακόμα και αν χρειάζεται να «βγάλει» από την μέση, τόσο την καταπιεσμένη Willa, όσο και τα δυο δυστυχή πιτσιρίκια της, Ben και Pearl.


To "The Night of the Hunter" αποτελεί το μοναδικό σκηνοθετικό επίτευγμα του ηθοποιού Charles Laughton και χωρίς υπερβολές, ίσως και να είναι μια από τις πιο άρτιες και πιο διαχρονικές ταινίες της χρυσής εποχής του κλασικού Χόλιγουντ.
Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Αμερικανού μυθιστοριογράφου Davis Grubb, το "The Night of the Hunter" απέκτησε στην στιγμή cult αίγλη χάρη στην σκηνοθεσία του Laughton, αλλά και την προσαρμογή του σεναρίου από τον James Agee ("The African Queen).  Άνδρες με ιδιαίτερο όραμα και οι δύο, το οποίο έμοιαζε να σπάει τα παραδοσιακά στεγανά του αποδοσμένου ρεαλισμού που χαρακτήριζε σε μεγάλο βαθμό μια πληθώρα ταινιών της εποχής των μεγάλων αστέρων, κατόρθωσαν να παντρέψουν κατά τρόπο ευφυή, την αρχιτεκτονική ψευδαίσθηση του γερμανικού εξπρεσιονισμού, με την κυρίαρχη τάση της δεκαετίας του '50 για ακραιφνή ρεαλισμό, καταλήγοντας τελικά σε ένα απρόβλεπτο, κινηματογραφικό υβρίδιο το οποίο έμελλε να αποτελέσει τον κυρίαρχο λόγο, για τον οποίο η συγκεκριμένη ταινία μνημονεύεται (η αλήθεια είναι, οχι από πολλούς), ως ένα από τα πιο αναλλοίωτα, στην ουσία τους, films, της κινηματογραφικής ιστορίας.


Βλέποντας την ταινία μερικές εβδομάδες πριν, δεν μπόρεσα να μην παραλληλίσω την σκηνοθετική της ματιά, με αυτή του σπουδαίου "M" του Γερμανού Fritz Lang, ενός από τους σημαντικότερους-αν οχι του σημαντικότερου-εκπροσώπου του ρεύματος του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Η ταινία του Laughton είναι ένα ιδιάζον διαμάντι με εξπρεσιονιστικό περιτύλιγμα, καθώς μπορεί να μην εκπορεύεται της ταραχώδους ιστορίας της ναζιστικής Γερμανίας, της εποχής δηλαδή, που οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη του στυλιζαρισμένου αυτού, κινηματογραφικού πλαισίου, παραμένει εντούτοις ένα αποτέλεσμα συγκλονιστικό στην εκτέλεσή του, ακριβώς επειδή μοιάζει να εμπνέεται από την υπερβολή, τις φωτοσκιάσεις και την αιχμηρή γεωμετρία των Γερμανών, καταλήγοντας όμως σε ένα εντελώς διαφορετικό μονοπάτι, χιλιόμετρα μακριά ιδεολογικά, από τους λόγους που οδήγησαν δημιουργούς όπως τον Lang και τον F.W Murnau στην δημιουργία των δικών τους, σκοτεινών αλληγοριών.
Το "The Night of the Hunter" είναι ένα χωνευτήρι των καλύτερων στιγμών, ενός βαθιά σκοτεινού ρεύματος, βασικού εκφραστή του περιρρέοντος, φοβικού στοιχείου της εποχής, χρησιμοποιώντας έτσι κι αλλιώς το βαρύγδουπο στυλ του γερμανικού εξπρεσιονισμού, προκειμένου να αντιπαραβάλει από την μια πλευρά, το υπέρτατο κακό που εκπροσωπεί ο Harry Powell και από την άλλη, την φορτισμένη σεξουαλικά πρωταγωνίστρια, αλλά και τον εξίσου καταπιεσμένο ερωτικά, Αιδεσιμότατου.  Έτσι τουλάχιστον μπορώ να ερμηνεύσω σε πρώτη φάση, το μαχαίρι στιλέτο που «ανοίγει» κάθε φορά που παρακολουθεί μια γυναίκα-όπως γίνεται στη αρχή της ταινίας-λειτουργώντας σαν μετωνυμία του ανδρικού μορίου το οποίο ερεθίζεται στην θέα μιας όμορφης ύπαρξης.  Ο Powell ερεθίζεται στην ιδέα μιας σκοτωμένης γυναίκας (και κατ' επέκταση των χρημάτων που πιθανώς θα τσεπώσει) και το «μέσο» για να το πετύχει, είναι το μαχαίρι του.


Ο Robert Mitchum στον ρόλο του δαιμονικού Harry Powell είναι εντυπωσιακός, ιδιαίτερα από την στιγμή που τον έχουμε συνηθίσει σε εντελώς διαφορετικούς ρόλους, κυρίως σε αυτούς του σαγηνευτικού αρσενικού.
Διαθέτοντας την επιβλητική κορμοστασιά ενός τρομερού κακού και την γλοιώδη φωνή ενός πονηρού εμπόρου που σε πουλάει και σε αγοράζει όποτε του κάνει κέφι ("Chillll...dren", φωνάζει στα παιδιά που βρίσκονται κρυμμένα στο υπόγειο και η μοχθηρία ξεχειλίζει μέσα από την ίδια του την ψυχή), ο Powell, καλά οχυρωμένος πίσω από το θρησκευτικό του παραπέτασμα, είναι ο φόβος και ο τρόμος προσωποποιημένος, ακόμα και όταν παραθέτει την ιστορία των δυο χεριών, του καλού δεξιού (αγάπη) και του κακού αριστερού (μίσος), σαν χειραγωγός πρώτου μεγέθους.
Με την απειλητική φιγούρα του Mitchum να κυριαρχεί πάνω από ολόκληρη την ταινία, τα πάντα μοιάζουν-και είναι-εντελώς πλασματικά κατασκευασμένα: από τα κτίρια και την βαρκάδα των παιδιών, μέχρι τον εσωτερικό φωτισμό των σπιτιών και των μαγαζιών, όλα αρκούνται στο φαίνεσθαι, έτοιμα να καταρρεύσουν στο φύσημα του κακού λύκου Powell, γεγονός στο οποίο κατά τον διάσημο κριτικό Rogert Ebert, βασίζεται και η διαχρονικότητα της ταινίας: δεν πατάει στον ρεαλισμό, αλλά σε κάτι πέρα από αυτόν, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε ένα εντελώς δικό της περιβάλλον, σε αυτό μιας «οπτικής φαντασίας».
To "Τhe Night of the Hunter" είναι μια αριστουργηματική ταινία, χωρίς σαφή προσδιορισμό του κινηματογραφικού της είδους, αλλά όπως αντιλαμβάνεστε, λίγη σημασία έχει αυτό.  Στην τελική, όλα τα τεχνικά βήματα συνδυάζονται κατά τρόπο «μαγικό» (στα συν και η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Stanley Cortez, ιδιαίτερα σε μια από τις πιο τρομερές σκηνές της ταινίας), συνθέτοντας ένα αποτέλεσμα που θα σας συντροφεύει για καιρό.  Όπως και η τραγουδιστική φωνή του Αιδεσιμότατου.  Αν ο φωτισμός και το δυσοίωνο τραγούδι του ήρωα, δεν πηγαίνουν εμφανέστατα χέρι-χέρι με το "Μ" του Lang, τότε δεν ξέρω τι.