Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φυλακή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φυλακή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

The Paperboy: Southern dirt

Καλημέρα καλημέρα και καλή εβδομάδα!  Δεν κατάφερα πάλι, για ακόμη μια Παρασκευή να γράψω ταινιούλα, αλλά θα προσπαθήσω αυτή την φορά να γράψω και τις τρεις μέρες (ξέρετε τώρα, για τους πιστούς μου αναγνώστες!).  Σήμερα λοιπόν, είπα να συμπεριλάβω στο menu μου, μια εντελώς παρεξηγημένη για εμένα, φετινή ταινία: το "The Paperboy" του Lee Daniels.  Αυτό το εργάκι, έχω την εντύπωση, πως έχει προκαλέσει περισσότερες, αρνητικές αντιδράσεις απ'οτι θα έπρεπε, και πρόκειται να υποστηρίξω την θέση μου σχετικά με το οτι στην τελική, δεν είναι και τόσο κακή ταινία.  Βασικά, δεν είναι κακή ταινία, εξαρτάται όμως πως θα αποφασίσεις να την δεις και να την προσεγγίσεις.  Ξεκινάμε then.


Βρισκόμαστε στον αμερικάνικο νότο, στα τέλη της δεκαετίας του ΄60.  Η Louisiana, εκεί δηλαδή όπου πρόκειται να λάβει χώρα όλο το υποθεσιακό "δράμα" της ταινίας, αποτελεί ίσως την πιο πνιγηρά υγρή πόλη που ποτέ σου δεν έχεις δει.  Εκεί, ένα σωρό κοινωνικά κατακάθια, αγωνίζονται για την προσωπική τους λύτρωση, την απόδοση δικαιοσύνης και την ικανοποίηση μύχιων, kinky μυστικών.
Το story της ταινίας θα αρχίσει να εκτυλίσσεται, όταν στην γενέτειρά του, αποφασίσει να επιστρέψει ένας αλτρουιστής δημοσιογράφος των Miami Times, o Ward Jensen (Matthew McConaughey), ο οποίος παρέα με τον φιλόδοξο συνεργάτη του, Yardley (David Oyelowo), θα αποφασίσει να σκαλίσει τους λόγους, για τους οποίους ο κατά τα άλλα γλοιώδης Hillary Van Wetter (John Cusack), κατηγορήθηκε για την δολοφονία ενός τοπικού σερίφη, αντιμετωπίζοντας τώρα την θανατική ποινή.  Και όσο οι δυο δημοσιογράφοι, θα προσπαθούν να βρουν ψήγματα, μιας εν δυνάμει αθωότητας του Van Wetter, στα πόδια τους θα μπλεχτεί (μεταφορικά και κυριολεκτικά), η Charlotte Bless (Nicole Kidman), μια ξεπλυμένη bimbo, η οποία αρέσκεται να αλληλογραφεί με...μελλοθάνατους(!), και η οποία θεωρεί πως έχει βρει στα γράμματα του Hillary, το next big catch.  Και μέσα σε όλον αυτόν τον συρφετό, θα προστεθεί και ο μικρότερος αδελφός του Ward, Jack (Jac Efron), ο οποίος όταν δεν τριγυρνά με το λευκό του σωβρακάκι, μοιράζει την τοπική εφημερίδα που ο πατέρας του εκδίδει, με την ιδιότητα του paperboy.  Α, και όταν δεν έχει άλλη εφημερίδα να μοιράσει, κοιτάζει τα πόδια, το στήθος και τα άλλα, της Charlotte, σκεπτόμενος τι ωραία που θα ήταν να την είχε στο κρεβάτι.  Μια καθημερινή ιστορία, αρχίζει να ξετυλίγεται εκεί, στους βρομερούς βαλτότοπους της Louisiana...


Τον σκηνοθέτη Lee Daniels, το πιθανότερο είναι πως τον θυμάσαι από την υπερ-δραματική του ταινία "Precious", η οποία το 2009, είχε προκαλέσει αίσθηση, εξαιτίας του ιδιαιτέρα στιβαρού και καθόλα καταθλιπτικού, κοινωνικού της περιεχομένου.  Έκτοτε ο Daniels, δεν είχε σκηνοθετήσει τίποτα άλλο, μέχρι την στιγμή που στον δρόμο του βρέθηκε το μυθιστόρημα του Peter Dexter, 'Τhe Paperboy', το οποίο αποφάσισε τελικά να μεταφέρει ο ίδιος στην μεγάλη οθόνη, φέρνοντας και τον ίδιο τον συγγραφέα στην ομάδα του, προκειμένου να εκτελέσει χρέη σεναριογράφου. 
Το συγγραφικό αποτέλεσμα του Dexter, χαιρετίστηκε από τους κριτικούς θετικά, με την New York Times να κάνει λόγο για μια "eerie and beautiful" νουβέλα, επιβεβαιώνοντας κατά κάποιον τρόπο και τον λόγο, για τον οποίο ο Pedro Almodovar, βρισκόταν σε μια δεκάχρονη(!) συζήτηση με τον Dexter, προκειμένου να αναλάβει εκείνος την μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο.  Τελικώς το λογοτεχνικό υλικό, πέρασε στα χέρια του Αμερικανού σκηνοθέτη, Lee Daniels, ο οποίος όπως έδειξε και η ταινία, έβγαλε πάνω της, όλη την σκοτεινή και ιδρωμένη πλευρά των πρωταγωνιστικών της ηρώων.  Και αν ρωτάτε εμένα, πολύ καλά έκανε.


Αν και ο Daniels, δεν κάνει αισθητή την παρουσία του συχνά, φαίνεται πως θα τον ακούσουμε εντόνως και μέσα στο 2013, μιας που στα σκαριά βρίσκονται ήδη δυο ακόμα ταινίες του.  Η μια, θα φέρει τον τίτλο "The Butler", και θα περιστρέφεται γύρω από διάφορα, αμερικανίζοντα γεγονότα, όπως αυτά θα παίρνουν σάρκα και οστά, μέσα από τα μάτια του μπάτλερ του Λευκού Οίκου, ο οποίος θα ζήσει το πέρασμα οκτώ διαφορετικών Προέδρων και όλων των ετερόκλητων στοιχείων που συνεπάγεται η εγκατάστασή τους στον Οίκο, αλλά και αυτή, στο ανώτατο αξίωμα της αμερικανικής ζωής.  Το cast που έχει μαζευτεί για την συγκεκριμένη ταινία, είναι τόσο τεράστιο, που θα μου πάρει άπειρο χρόνο να το απαριθμήσω, οπότε αν ενδιαφέρεστε τσεκάρετέ το στο IMDB, εκεί όπου θα βρείτε πως η δεύτερη, προγραμματισμένη ταινία του Daniels, παραπέμπει σε biopic της Janis Joplin με τίτλο, "Janis Joplin: Get It While You Can", με κανένα άλλο στοιχείο αναφορικά με την παραγωγή και τους εμπλεκόμενους ηθοποιούς/συνεργάτες, να γίνεται γνωστό.
Επιστρέφοντας και πάλι στα του "The Paperboy", θεωρώ πως η ταινία αποτέλεσε μια από τις πιο απροκάλυπτα προκλητικές και ρεαλιστικές απεικονίσεις ηρώων και καταστάσεων, που έχω δει τελευταία στο cinema.  Οι επικριτές της, έμειναν περισσότερο απ'οτι χρειάστηκε στο κατούρημα του Efron από την Kidman (τον οποίο στην τελική, είχαν τσιμπήσει και τσούχτρες, να τα λέμε αυτά), και στην σκηνή κατά την οποία η Kidman, και πάλι ως άλλο μήλον της έριδος, έρχεται σε ταυτόχρονο οργασμό με τον Cusack, έχοντας γύρω στο ένα μέτρο απόσταση μεταξύ τους.  Μήπως όμως με αυτή την λογική, δεν απορρίπτουμε επί της ουσίας, όλο το νόημα των χαρακτήρων και των ρόλων, τους οποίους ένα ηθοποιούς καλείται να υποδυθεί;  Στην τελική δεν πρέπει να ξεχνάμε τις βασικές αρχές του κινηματογράφου: δεν είναι η Nicole Kidman που ανακουφίζεται (και ανακουφίζει) πάνω στον Zac Efron.  Είναι η Charlotte Bless, που κατουράει τον Jack Jensen.  Ηθοποιός και ρόλος είναι μεν δυο διαφορετικές οντότητες, οι οποίες όμως την στιγμή που η κάμερα αρχίζει να γράφει, ενώνονται σε μια.  Συνεπώς, το να κρίνεις αν μια ταινία είναι καλή, ή αν έχει την όποια καλλιτεχνική αξία, με βάση το τι κάνουν οι ηθοποιοί, το αν δηλαδή ο ρόλος τους είναι συμπαθής ή αποκρουστικός, και τι ακριβώς τους καθιστά αυτό που είναι, μέσα στην μιαμισάωρη διάρκεια της ταινίας, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.


Για να ξεκαθαρίσω κάτι.  Το Paperboy, δεν έχει καμία καλλιτεχνική, κινηματογραφική αξία, εκτός κι αν θεωρείται ως τέτοια η vintage κινηματογράφηση του Roberto Schaefer, η οποία σίγουρα προσδίδει την απαραίτητη, pulp εσάνς, δεν παύει όμως να αποτελεί και μιας μορφής στιλιζάρισμα, με το οποίο εδώ και καιρό έχουμε εξοικειωθεί-κακώς-, μέσα από την χρήση του Instagram και όλων εκείνων των φίλτρων που χρησιμοποιούμε στις φωτογραφίες, επιμένοντας να τους δίνουμε λάμψη και δόξα, περασμένων μεγαλείων.  Σε αυτό βέβαια δεν φταίει ο Schaefer, ο οποίος κάνει ομολογουμένως εξαιρετική δουλειά, αλλά η δική μας μανία να καθιστούμε το οτιδήποτε, βγαλμένο από την original εποχή που οι μανάδες μας είχαν μαλλί περμανάντ και φορούσαν γυαλιστερά φορέματα, με φουσκωτά μανίκια και απλικέ φιόγκους.
Ξεπερνώντας λοιπόν την καραμέλα, "μα η ταινία δεν έχει καμία καλλιτεχνική αξία, δε σου μιλάει..." και όλα τα συναφή, καταλαβαίνω το να θέλει κάποιος να την δει σε version Almodovar, αλλά από εκεί και πέρα μιλάμε για θέμα γούστου, και οχι για το πόσο καλά υπηρετεί ο κάθε σκηνοθέτης αυτό που πραγματεύεται η ιστορία και εν προκειμένω, η υπόθεση του βιβλίου (το οποίο και δεν το έχω διαβάσει).  Πριν λοιπόν αρχίσουμε το κράξιμο, για την ξετσίπωτη ερμηνεία της Kidman, και το σοκαριστικό μυστικό του McConaughey στην ταινία, ας σκεφτούμε λίγο οτι οι άνθρωποι, από αρχαιοτάτων χρόνων, επηρεάζονταν άμεσα από το περιβάλλον, το οποίο τους τροφοδοτούσε.  Όταν συνεπώς έχεις μεγαλώσει σε μια υγρασιασμένη πόλη, τίγκα στην βουρκώδη δυσωδία, τις λάσπες και τις χαμένες ευκαιρίες που καιροφυλακτούν ανάμεσα στα έλη και τις κλιματσίδες, έτοιμες να σε εγκαταλείψουν στο πρώτο σου βήμα μέσα σε αυτήν την σκουπιδιασμένη χοάνη, πως ακριβώς περιμένεις να ανθίσει από το πουθενά ένας ήρωας, ευτυχισμένος, μελιστάλαχτος και τελικά, φυσιολογικός;  Όπως έγραψα και στην κριτική του Reel, είναι σαν να περιμένεις οτι ένα τσούρμο άνθρωποι που ζουν μέσα στην τσιμεντιασμένη πόλη, γεμάτη από θόρυβο, βρωμιά και μοναξιά, δεν θα επηρεαστούν από αυτήν, παρά θα είναι πειθήνιοι και χαμογελαστοί.  Οχι δεν θα είναι.  Φυσικά και θα "παίζουν" κάπου ανάμεσα, όπως ακριβώς και οι ήρωες του Daniels: στο σύνολό τους, καταποντίζονται από το βάρος του βασικού πρωταγωνιστή (του περιβάλλοντος δηλαδή), διατηρούν όμως και κομμάτια ανθρώπινης ευγένειας, όπως αυτά βγαίνουν στην επιφάνεια, λίγο πριν βυθιστούν και πάλι στην ζέχνουσα πρασινίλα της περιοχής.


Η σκηνοθεσία του Daniels καθιστά ξεκάθαρο από την αρχή, οτι δεν έχει σκοπό ούτε αυτιά να χαϊδέψει, ούτε να παρυυσιάσει ένα δείγμα κινηματογράφου, αποστειρωμένο και με "κώδικες", μιας που ενώ στο "Precious" προκαλούσε τον θεατή μέσα από την βαριόμοιρη κατάσταση της πρωταγωνίστριας (λίγο υπερβολικό αν με ρωτάτε), εδώ οι ήρωες, σκηνοθετούνται σε απόλυτα καθημερινές καταστάσεις, με όλο το cast μάλιστα να δίνει εξαιρετικές ερμηνείες.
Αρχικά ο Efron, αν και σίγουρα θα μπορούσε να ήταν καλύτερος (ή επίσης και κάποιος άλλον να υποδυθεί τον ρόλο του), είναι εντούτοις καλός, με απλανή βλέμματα που χαζεύουν το μπούστο της Charlotte, και στιγμές έντασης που του πάνε.  Ο McConaughey αποτελεί περίπτωση ηθοποιού, τον οποίο δεν θα θέλαμε να ξαναδούμε να παίζει σε μαλακίες, μιας που και αποδεικνύει και πάλι οτι είναι καλός ηθοποιός, κρατώντας τις ισορροπίες, ανάμεσα στο οτινανικό ζεύγος Kidman-Cusack, που εδώ δίνει ρέστα.  O Cusack, σε κρεσέντο ανωμαλίας και σαδισμού, γίνεται βρομιάρης μέχρι αηδίας, σε βαθμό που αισθάνεσαι έντονη την ανάγκη για ντουζάκι, μετά το τέλος της ταινίας, ενώ και η Kidman, με την κιτρινωπή της καούκα και το πασαλειμμένο μακιγιάζ, αποτελεί την ιδανική sex doll στα μάτια όλων, δίνοντας μια ύπουλη ερμηνεία, από αυτές που ξέρουμε οτι της πάνε έτσι κι αλλιώς.
Το "The Paperboy" είναι μια ταινία, που μπορεί ορισμένες φορές να θυσιάζει την απλοϊκή, crime ιστορία της, για χατίρι των ηθοποιών της, είναι όμως και μια κινηματογραφική εμπειρία την οποία μπορείς να απολαύσεις, μόνο εάν αποφασίσεις να εγκλιματιστεί απόλυτα στο ύφος, τον λόγο και τον πνιγηρό κόσμο που σου ανοίγει.  Αξίζει σίγουρα την προσοχή σου.ς

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι παίζει και η Macy Grey σε ρόλο οικιακής βοηθού, οτι το επίθετο της ηρωίδας της Kidman δεν είναι τυχαίο, αλλά μάλλον λειτουργεί ως inside joke και οτι ένα overdose του βρακιού του Efron το πάθαμε.


No trivia

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Bronson: He wanted to be famous. He became a prisoner.

Χαιρετώ, χαιρετώ!  Σήμερα η αλήθεια είναι πως είμαι ενθουσιασμένη, αναφορικά με την ταινία για την οποία πρόκειται να γράψω το κατιτίς μου.  Είδα το "Bronson" πριν από μερικές μέρες, και μετά το τέλος του αναρωτιόμουν, πως στο καλό γινόταν να μου έχει ξεφύγει τόσο καιρό.  Από την άλλη βέβαια κατα-ευχαριστήθηκα το γεγονός οτι στην τελική, την είδα για πρώτη φορά.  Επίσης έμεινα εμβρόντητη και ήθελα να τη δω πάλι και πάλι και πάλι, κάτι που έχει καιρό να μου συμβεί με κάποια ταινία.  Όπως και να έχει το "Bronson" δεν απευθύνεται σε όλους, καθώς η τρέλα που κουβαλάει, σίγουρα θα βρει πολλούς που θα την δουν ως κάτι "too much".  Ακόμη κι αν δεν είναι έτσι.  Ακόμη κι αν πρόκειται για μια μεγάλη σκηνοθετική στιγμή στην καριέρα του Nicolas Winding Refn, και μια τιτανοτεράστια στιγμή στην ερμηνευτική καριέρα του Tom Hardy.  Για πάμε.


Ο Michael Peterson, γεννημένος στο Luton της Αγγλίας, αποτελούσε έναν από τους τρεις γιους της οικογένειας Peterson.  Σαν παιδί διέφερε κάπου από τα άλλα, αφού η ευστροφία και η εξυπνάδα του, καλύπτονταν από την ανάγκη του για ξύλο, η οποία είχε αρχίσει να καλλιεργείται μέσα του, από πολύ μικρή ηλικία.  Όταν αργότερα, και συγκεκριμένα στην ηλικία των 23 ετών, διέπραξε ένοπλη ληστεία στο τοπικό ταχυδρομείο, καταδικάστηκε σε επτάχρονο εγκλεισμό στη φυλακή.  Κάπου εκεί έγινε ξεκάθαρο οτι η βίαιη προσωπικότητα του μικρού Michael, μάλλον δεν ήταν κάτι το περαστικό, αλλά φάνηκε να γίνεται έκτοτε όχημα, μιας βίαιης, τρελαμένης και διάσημης ζωής.
Όπως είχε δηλώσει αργότερα ο ίδιος ο Peterson (μιας που η ταινία βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα της ζωής του-όπως έχει χαρακτηριστεί-πιο βίαιου φυλακισμένου της Βρετανίας), βασικός σκοπός της ζωής του, ήταν να γίνει διάσημος, και κατά κάποιον τρόπο ο σκοπός του επιτεύχθηκε πανηγυρικά.
Η ταινία ακολουθεί τη ζωή της αλλόφρονης προσωπικότητας του Michael, όπως αυτός την εξιστορεί μέσα από το "κελί" του, παραθέτοντας εικόνες και στιγμές από το πηγαινέλα του στις φυλακές, το τρελάδικο, και τις πράξεις βίας που σημάδεψαν-κυριολεκτικά-όσους έτυχε να βρεθούν στο πέρασμά του.  Αξίζει να πούμε εδώ, οτι ο Peterson, από την επτάχρονη παραμονή του στη φυλακή, ήδη από το 1974, πέρασε τελικά όλη του τη ζωή εκεί, μιας που οχι μόνο έζησε 30 χρόνια σε πλήρη απομόνωση, αλλά μέχρι και σήμερα δεν έχει αποφυλακιστεί.  Αυτό είναι το χρονικό μιας φιλόδοξα σχιζοφρενούς προσωπικότητας.


Την αμαρτία μου θα την πω.  Μέχρι την εμφάνιση του Refn με το εκστατικό "Drive", αγνοούσα παντελώς την ύπαρξη αυτού του σκληροπυρηνικού σκηνοθέτη, με το ξεχωριστό προσωπικό στυλ, την ωμή βία και το εκπληκτικό στήσιμο ατμόσφαιρας.  Ακόμα και πέρσι δηλαδή, με τη δημιουργία της πιο badass ταινίας της χρονιάς, η οποία κατέκτησε την κορυφή στις προσωπικές, ταινιακές μου επιλογές, δεν ήμουν σίγουρη αν αυτός ο σκηνοθέτης έχει κάτι το διαφορετικό, κάτι που να τον κάνει να ξεχωρίζει από όλους τους άλλους και που μπορεί να σε βάλει στο τριπ μιας καταφανούς, σκληρής πραγματικότητας με κινηματογραφικές εξάρσεις, περασμένων εποχών.  Οχι, δεν ήμουν σίγουρη.  Μετά το "Bronson" όμως, δεν έχω καμία αμφιβολία.
Είναι γεγονός πως όσο καλή και αν είναι η ερμηνεία ενός ηθοποιού ή όσο έξυπνο και αν είναι το σενάριο, πάντα θα θέλουμε να βλέπουμε τη γέννηση νέων δημιουργών-auter, οι οποίοι θα μπορούν να ξεχωρίζουν, χάρη στον δικό τους τρόπο με τον οποίο έχουν αποφασίσει να βλέπουν και να στήνουν το cinema.  Μεγάλοι δημιουργοί όπως ο Kubrick, ο Tarkovski, o Fellini ή ο Antonioni, κατάφεραν να γράψουν με ανεξίτηλους μαρκαδόρους το όνομά τους στον κινηματογραφικό πίνακα, ακριβώς γιατί είχαν πάντα κάτι να πουν.  Είτε μέσα από τη σκηνοθεσία, είτε μέσα από την υπόθεση, είτε μέσα από τον-πολλές φορές βαρύγδουπο, αλλά πάντα ξεκάθαρα εκεί-σχολιασμό τους για θέματα ποικίλης ύλης (από την θρησκεία και την πνευματικότητα, μέχρι το αμιγώς κοινωνικό και πανανθρώπινο), αυτοί και άλλοι τόσο σκηνοθέτες, είχαν καταφέρει να διαμορφώσουν ένα προσωπικό ύφος, που τους έκανε να ξεχωρίζουν.  Πιστεύω ακράδαντα (έπειτα και από την παρακολούθηση του "Valhala Rising" το οποίο θα μπει κάποια στιγμή στο blog), οτι ο Refn είναι σίγουρα ένας auter των καιρών μας.  Και πολύ το γουστάρω αυτό.


Αυτός ίσως ήταν και ένας λόγος (το γεγονός δηλαδή οτι πάντα με έλκει μια καλή σκηνοθεσία που κρύβει άσσους στο μανίκι), για τον οποίο δεν κατάφερα να αγαπήσω το "Holy Motors", το οποίο μπορεί με τις σινεφίλ αναφορές του να πέτυχε διάνα στις καρδιές πολλών κινηματογραφόφιλων (μάλλον περισσότερο από όσο είμαι εγώ, μιας που μέχρι σήμερα δεν έχω αντιληφθεί τον λόγο όλου αυτού του χαμού με την ταινία), για εμένα όμως έχασε πολύ στο κομμάτι της σκηνοθεσίας.  Τα πλάνα που χαρακτηρίστηκαν από άλλους μαγικά, για εμένα ήταν απλά, συνοδευτικά πλάνα της εκάστοτε ιστορίας που μας διηγόταν ο Carax και τίποτα περισσότερο.  Αντιθέτως, παρακολουθώντας το "Bronson", αντιλήφθηκα μερικές ξεκάθαρες, σκηνοθετικές αναφορές σε μεγάλους σκηνοθέτες και αυτό εγώ θεωρώ τρομερή μαγκιά.  Το να "ξεπατικώσεις" κατά κάποιον τρόπο εικονικές στιγμές του κινηματογράφου και να τις μεταφέρεις στην ταινία σου, ως πρώτης τάξεως gags (βλ. την τελική σκηνή του "Holy Motors", ή αυτή με τους πιθήκους), είναι συμπαθές και χαριτωμένο.  Το να κάνεις όμως μια ωδή σε έναν μεγάλο δημιουργό μέσα από τη σκηνοθεσία σου, και την δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που σου φέρνει στο μυαλό τις ανατριχιαστικές στιγμές του σατυρικού, κοινωνικού σχολιασμού του Kubrick στο "A Clockwork Orange" ή το "Eyes Wide Shut", ή ακόμη και το σαγηνευτικά άρρωστο σύμπαν του David Lynch, το βρίσκω πραγματικά υπέροχο.  Είναι βεβαίως δίκοπο μαχαίρι, το να καταφέρεις να κρατηθείς στα standards των δικών σου καιρών, και να μην καταλήξεις σκηνοθετικό κακέκτυπο άλλων δημιουργών.  Και εδώ ο Refn κάνει εξαιρετική δουλειά.


Παίρνοντας το γενικότερο πλαίσιο της ταραχώδους ζωής του Michael Peterson (ο οποίος εντός της φυλακής έγινε το πολύ κακό και εμπνευσμένο κατευθείαν από τον διάσημο ηθοποιό, alter ego του, Charles Bronson), ο Refn, υφαίνει με σκηνοθετική μαεστρία, μια ερμηνεία μεγατόνων από τον θηριώδη για τις ανάγκες του ρόλου, Tom Hardy, αποτελώντας σίγουρα μια από τις καλύτερες στιγμές και των δυο.
Μέσα από την αφήγηση του ίδιου του Hardy/Bronson, έρχεται στο φως ο χαρακτήρας του πιο διάσημου φυλακισμένου στην Βρετανία, ο οποίος διακατέχεται από μια σχεδόν ζωώδη, αεικίνητη διάθεση για βία, γρονθοκοπήματα και ξύλο, γεγονός που τον καθιστά και τόσο απαθή απέναντι σε κάθε μορφής εξουσιαστική βία, η οποία δρα φυσικά στον αντίποδα της δικής τους μανίας.  Το εύστοχο κινηματογραφικό εύρημα που χρησιμοποιεί ο Refn, τοποθετώντας τον ήρωα σε μια θεατρική σκηνή, πάνω στην οποία δίνει το προσωπικό του ρεσιτάλ σε έναν ρόλο ζωής, καθιστά ταυτόχρονα την ταύτιση κινηματογράφου-θεάτρου κάτι περισσότερο από προφανή, με το "κοινό" στα πόδια του Bronson να τον χειροκροτεί και να τον επευφημεί σε αυτό το κρεσεντικό, one man show.  Ταυτόχρονα, μπορεί το voice over του Hardy, να μην είναι κάτι καινούριο, παρόλα αυτά σίγουρα προσδίδει έναν τόνο ιδιαιτερότητας, από τι στιγμή μάλιστα που έχουμε τη δυνατότητα να δούμε όλη τη ζωή του, στο πλαίσιο κατακερματισμένων χρονικά, σκηνών.
O Refn δεν μασάει τα λόγια του, αλλά χαρίζει απλόχερα ατμόσφαιρα και εξαιρετικά καδραρίσματα, μέσα από τη χρήση των φωτεινών του πηγών (ακόμα και στη παραπάνω φωτογραφία, το φως που λούζει τον Hardy πάνω από το κεφάλι του, τον φέρνει ακριβώς στο προσκήνιο, σαν να βρίσκεται διαρκώς στη προσωπική του θεατρική σκηνή), και φίλτρων-κυρίως κόκκινο και μπλε-, χρώματα που άλλοτε παραπέμπουν σε λιντζικές, και άλλοτε σε κιουμπρικές καταστάσεις (η σκηνή δε με τον Hardy στο δωμάτιο του θείου του, με τις κοκκινωπές αποχρώσεις, παραπέμπει απευθείας στη δουλειά του Kubrick).  Παράλληλα τα κοντινά του πλάνα, ή αντιστοίχως τα αποστασιοποιημένα που βάζουν την κάμερά του στον ρόλο του παρατηρητή, η φρενήρης σε στιγμές κινηματογράφηση, τα low shots, τα τράβελινγκ και τα πανοραμικά πλάνα, όλα δηλώνουν κομμάτια αυτού του ανθρώπου που γεμίζει τα πλάνα της κάθε σκηνής.  Του "all i ever wanted to be was famous", Bronson.


Η σκηνοθεσία του Refn μαρτυρά κάτι από καθαρόαιμο, βρετανικό κινηματογράφο, με δυναμικές δόσεις από cinema Guy Ritchie, αποδεικνύοντας οτι μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα στην υποθεσιακή και-γιατί οχι;- καταγωγικική προέλευση της κάθε ιστορίας που πραγματεύεται.
Βέβαια αξίζει να κάνουμε και μια αναφορά στον Tom Hardy, ο οποίος με αυτόν ακριβώς τον ρόλο, αποδεικνύει πέρα από το πασιφανές ταλέντο του, και το πόσο αφοσιωμένος ηθοποιός είναι, με το να "γίνει" ο Bronson.  Ξυρισμένο κεφάλι, τσιγκελωτό μουστάκι, τρελό βλέμμα, extra extra κιλά, μύες και ολοκληρωτική αλλαγή στην προφορά, μαρτυρούν οτι αυτός ο ρόλος-πρόκληση απέδωσε καρπούς, και τον έκανε αναμφίβολα έναν από τους περισσότερα υποσχόμενους ηθοποιούς της γενιάς του.  Γεγονός πάντως είναι οτι μέχρι σήμερα έχει αποδείξει την αξία του με τη συμμετοχή σε πολλές, και καλές ταινίες-και κάποιες αστοχίες που βέβαια του τις συγχωρούμε- ερμηνεύοντας πάντα εικονικούς ρόλους και παραδινόμενος απόλυτα στην εκάστοτε ερμηνεία του.  Ένας ρόλος απόλυτης σχιζοφρένιας, υπέροχου ταλέντου και ορμητικής δύναμης, από τον Hardy.  Εμείς υποκλινόμαστε.
Το "Bronson" είναι μια ταινία που πρέπει να δει κάθε fan αυτού του είδους κινηματογράφου.  Σκληρή, εντυπωσιακή στην δημιουργία της και απόλυτα σαγηνευτική, είναι μια ταινία που θα τριγυρνάει στο μυαλό σας για πολύ καιρό αφού την δείτε.  Πιστέψτε με.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το soundtrack της, είναι οτι πιο εθιστικό έχω ακούσει τελευταία, οτι το "It's a Sin" των Pet Shop Boys δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο στο μυαλό μου και οτι το μουστάκι του Hardy είναι όλα τα λεφτά.

TRIVIA
  • Ο ρόλος του Bronson προοριζόταν αρχικά για τον Jason Statham.  Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχ.  Χαχαχαχαχαχαχαχα.
  • Ο Bronson έκανε καθημερινά 2.500 push-ups επί πέντε εβδομάδες προκειμένου να αποκτήσει τον όγκο του Bronson(!).
(ΠΗΓΗ IMDB)






















 


Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

King of Devil's Island: Being the King isn't much of a help...

NEW ARRIVAL      (στους κινηματογράφους από τις 8/12)


Καλημέρα σας και πάλι!  Όμορφη μέρα σήμερα και για εμένα λίγο περίεργη, μιας που αυτή είναι η τελευταία κριτικούλα και για την επόμενη εβδομάδα.  Για όσους δεν διάβασαν το προηγούμενο post μου (ντροπή!), τη Δευτέρα 5/12 θα φύγω για Λονδίνο και θα επιστρέψω στις 11.  Συνεπώς το blogaki θα μείνει για μια βδομαδούλα με κατεβασμένα ρολά.  Παρόλα αυτά μη με ξεχάσετε κι εντελώς : )  Να συνεχίσετε να μπαίνετε και να επιλέγετε από τις χιλιάδες ταινίες που σας έχω προτείνει (εντάξει σταματάω : P).  Σήμερα έχουμε μια πολύ καλή ταινία που όπως είδατε βγαίνει την ερχόμενη Πέμπτη, οπότε λίγη υπομονή.  Για αυτή την εβδομάδα πολύ καλές επιλογές αποτελούν "Το παιδί με το ποδήλατο" (L'enfant au velo) των αδελφών Νταρντέν, o "Faust" του Αλεξάντερ Σοκούροφ (κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας), το δικό μας "Τανγκό των Χριστουγέννων", ενώ για πιο περιπετειώδεις φαν, έχουμε και το "Real Steel" με Hugh Jackman.  Για κριτικές των παραπάνω ταινιών κάντε και μια βόλτα από το reel.gr, μη ξεχνιόμαστε! Καλή προβολή οτι κι αν διαλέξετε!  Περνάμε τώρα στα δικά μας.



Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα στο Bastoy, ένα νησί που εντοπίζεται στο φιόρδ του Όσλο, στην καρδιά δηλαδή του νορβηγικού παγετώνα.  Εκεί βρίσκεται ένας αριθμός από νεαρά αγόρια, τα οποία εκτίουν την ποινή τους σε αυτή την απερίφραχτη φυλακή.  Οι παραβατικές τους συμπεριφορές τους οδήγησαν μακριά από τις οικογένειές τους, σε έναν τόπο αφιλόξενο και σκληρό, οπού η σωματική και ψυχολογική κακοποίηση αποτελούν καθημερινό φαινόμενο.  Τα παιδιά ζώντας σε εξευτελιστικές συνθήκες εργάζονται όλη μέρα σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός, για να τιμωρηθούν και να παραδειγματιστούν, αποφεύγοντας έτσι μελλοντικά, στραβά μονοπάτια.  Μια μέρα θα εμφανιστεί στο νησί ένας νεοφερμένος ο Erling (ή αλλιώς C-19, μιας που τα παιδιά αποκαλούνται μόνο με αριθμούς και οχι με τα ονόματά τους), ο οποίος θα πάει κόντρα στην εξουσία από την πρώτη στιγμή.  Αντιδραστικός και πεισματάρης δεν θα δεχθεί κανέναν πάνω από το κεφάλι του και θα προτιμήσει να κάνει την προσωπική του εξέγερση, θέτοντας όμως έτσι σε κίνδυνο την τύχη όλων.  Σύντομα και μετά από τις αποκαλύψεις περί σεξουαλικών κακοποιήσεων, τα αγόρια θα ξεσηκωθούν με μπροστάρη τον C-19 και θα προσπαθήσουν να ανατρέψουν το βασανιστικό καθεστώς του νησιού.  Ο διευθυντής Bestyreren (Stellan Skarsgard) μαζί με το προσωπικό μοιάζουν αδύναμοι να καταπνίξουν την ξαφνική επανάσταση.  Ή μήπως οχι;
Σκηνοθετημένο από τον Νορβηγό Marius Holst, το "King of Devil's Island" είναι μια δραματική κατά βάση ιστορία, που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.  Στις μέρες μας το Bastoy εξακολουθεί να αποτελεί μιας μορφής φυλακή, αλλά σε πολύ χαλαρότερη μορφή από αυτή που μπορεί να έχετε στο μυαλό σας.  Εκτός από το γεγονός οτι δεν έχει περίφραξη (κυρίως επειδή όντας νησί του προσφέρεται φυσική έτσι κι αλλιώς περίφραξη) ενδιαφέρον είναι το γεγονός οτι οι φύλακες δεν κρατούν καν όπλα!  Θα έλεγε κανείς οτι είναι περισσότερο ένας χώρος στον οποίο οι φυλακισμένοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και επιδίδονται σε καθημερινές εργασίες, όπως ξυλουργική, κτηνοτροφία και καλλιέργειες, ενώ ο καθένας ζει και σε δικό του δωμάτιο με όλες τις ανέσεις.  Τα παιδιά της ταινίας δεν είχαν την ίδια τύχη βέβαια...


Αν και ο σκηνοθέτης δεν είναι γνωστός, αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση οτι η δουλειά του σε αυτή τη ταινία δεν είναι καλή.  Κάθε άλλο.  Σκηνοθεσία, φωτογραφία και μουσική δένουν όμορφα μεταξύ τους, ενώ οι ερμηνείες των νεαρών (είτε μιλάμε για τους δυο πρωταγωνιστές, είτε για τους υπόλοιπους) είναι αβίαστες και ικανοποιητικές.
Είχα την τύχη να την παρακολουθήσω στο 24ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, μαζί με το "Kill List" που έχω ανεβάσει καιρό τώρα στο blog και θα παίξει σίγουρα από την πλευρά μου στην φετινή blogovision.  Πρέπει να πω οτι με εξέπληξε ευχάριστα, γιατί η αλήθεια είναι πως από την περίληψη μόνο δεν καταλάβαινες και πολλά, αλλά τελικά η επιλογή μου δικαιώθηκε.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο νομίζω που τα τελευταία χρόνια οι σκανδιναβικές χώρες έχουν μπει γερά στη κινηματογραφική κούρσα σε παγκόσμιο επίπεδο.  Από σύγχρονα cult φιλμάκια ("Dead Snow"-2009) και φανταστικά mockumentaries ("TrollHunter"-2010), σε φρέσκες αναβιώσεις βαμπιρικών μύθων ("Let the Right One In"-2008), μέχρι και οσκαρικά δράματα ("In a Better World"-Oscar ξενόγλωσσης για το 2010), απ'όλα έχει ο μπαχτσές.  Όπως ακριβώς ο ιρανικός κινηματογράφος αποτελεί πλέον ανεπίσημα, τον συνεχιστή του ιταλικού νεορεαλισμού της δεκαετίας του '40, έτσι και ο σκανδιναβικός φαίνεται να χαράζει τη δική του πορεία, ακολουθώντας σύγχρονους σκηνοθετικούς και αισθητικούς δρόμους.
Κάπως έτσι γίνεται κατανοητό οτι ο παγωμένος κινηματογράφος της Σκανδιναβίας (μιας που στις 9 από τις 10 ταινίες το χιόνι, ο πάγος, το κρύο είναι παρόντα) θα μας απασχολεί για πολύ καιρό ακόμα και πολύ καλά θα κάνει.  Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι φυσικά το "King of Devil's Island".


Η απομόνωση, η καταπίεση και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν κεντρική θέση στην ταινία του Holst.  Το χιονισμένο background και το τσουχτερό κρύο κάνουν ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή των 'φυλακισμένων' καθώς πέρα από όλα τα άλλα, στερούνται και του βασικότερου ίσως δικαιώματος: οχι μόνο αυτό της ελευθερίας, αλλά κυρίως αυτό της αξιοπρέπειας.  Για τον λόγο αυτό ο νεαρός πρωταγωνιστής μοιάζει να πασχίζει για την επαναφορά της προσωπικής ηθικής του καθενός μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον.  Δεν διστάζει να πάρει όλο το βάρος πάνω του, προκειμένου να καταφέρει να ξυπνήσει τους υπόλοιπους από τον λήθαργό τους και να κάνουν κάτι επιτέλους.  Να επαναστατήσουν, να αγωνιστούν.  Βέβαια κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είναι εύκολη υπόθεση, καθώς ο σκληρόκαρδος διευθυντής (όσο μελό κι αν φαίνεται, είναι αυτό ακριβώς) κάνει τα στραβά μάτια εκεί που δεν πρέπει, τσεπώνει τις επιχορηγήσεις και μαζί με τους φρουρούς-τσιράκια επιβάλουν την τάξη, κατά όπως εκείνη θεωρούν σωστό.
Σίγουρα όσοι την παρακολουθήσετε θα σας θυμίσει κάτι από "Sleepers", καθώς πρωταγωνιστεί και ένας τύπος που θυμίζει αφηρημένα τον χαρακτήρα, αλλά και τον ίδιο τον Kevin Bacon, οπότε η θύμηση είναι μάλλον αναπόφευκτη.  Από την άλλη είμαι σίγουρη οτι θα βρείτε την ερμηνεία του Νορβηγού, και χολιγουντιανό πλέον star, Stellan Skarsgard τόσο βαριά, όσο το χιόνι που καλύπτει κάθε σπιθαμή της ταινίας.  Με την καλή έννοια βεβαίως, βεβαίως.  Γενικότερα ο Skarsgard έχει μια φάτσα που δε σε προϊδεάζει για καλά πράγματα και εδώ την χρησιμοποιεί ιδανικά.  Αποπνέει μια αυστηρότητα και μια σκληράδα που ταιριάζει γάντι εδώ, καθώς με το επιβλητικό του παρουσιαστικό είναι the perfect match.  Όπως ανέφερα και πιο πάνω καλή είναι και όλη η πιτσιρικαρία που παίζει, και ιδιαίτερα ο Benjamin Helstad στον ρόλο του Erling. Προσέξτε τον.


Εκτός από την γκρίζα ατμόσφαιρα και την παγωμένη φωτογραφία, η σκηνοθεσία δεν έχει να δώσει κάτι το πρωτότυπο, αλλά παρόλα αυτά καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον κυρίως λόγω της τοποθεσίας των γυρισμάτων.  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μουσική της επένδυση για την οποία είναι υπεύθυνος ο Johan Soderqvist, ο οποίος είχε επίσης επιμεληθεί τα ost των "Let the Right One In" και "In a Βetter World".
Το "The King of Devil's Island" είναι μια ισορροπημένα σκληρή ταινία, στην οποία όλα παίζουν σε low profile, χωρίς πολλές εξάρσεις και υπερβολές.  Κατά κάποιον τρόπο μου θύμισε αφηρημένα το περιβάλλον της ρώσικης ταινίας "The Return" του Andrey Zvyagintsev.  Από την επόμενη εβδομάδα στις αίθουσες, μη τη χάσετε.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τα ψαροκόκαλα μπορούν να αποτελέσουν ονειρεμένο δείπνο, οτι ο πάγος σπάει πάντα την πιο κρίσιμη στιγμή, και οτι όταν παίρνεις μια απόφαση πρέπει να την ακολουθείς μέχρι τέλους.  Απλά πρέπει.



No trivia


H TV ΣΗΜΕΡΑ


ΕΤ1: 23:00 Uncle Boonmee who can recall his past lives, του Apichatpong Weerasethakul.  Κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών, αυτή η ταινία αποτέλεσε μια μικρή αποκάλυψη την περασμένη χρονιά.  Η ET1 εξασφάλισε γρήγορα τα δικαιώματα προβολής της, και όσοι έχετε την ευκαιρία τολμήστε (ξέρω τι λέω) να τη δείτε.  Είναι μια ένα ταξίδι αυτογνωσίας και επαφής με τα πλάσματα αυτού (ή και άλλων) του σύμπαντος, γεμάτο από εμπειρίες περασμένων ζωών.  Ιδιαίτερη και ξεχωριστή.

Αύριο σας περιμένω για favorite movie posters of the '00s (vol. 2).  Να είστε εδώ και για τις χαιρετούρες.


Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Hunger: The hunger for independence, is greater than the one of the body

Καλημέρα again!  Λοιπόν σήμερα θα ανεβάσουμε στο blogaki μια ακόμα ταινιούλα από την λίστα της τελευταίας ψηφοφορίας, την οποία έτυχε μάλιστα να δω μόλις πρόσφατα.  Το "Hunger" είναι μια από εκείνες τις ταινίες που σε καταρρακώνουν ψυχικώς και σε ρίχνουν στα τάρταρα, οπότε εάν επιλέξετε να την δείτε να ξέρετε οτι μετά το τέλος της, δεν θα βρίσκεστε και στο καλύτερο mood (δεν ενδείκνυται στην περίπτωση που η ψυχολογία σας είναι ήδη σκατά δηλαδή).  Πάντως το μόνο σίγουρο είναι οτι θα έχετε προσθέσει στις αποθήκες του μυαλού σας, μια ακόμη σύγχρονη, σπουδαία ερμηνεία από έναν ταχύτατα ανερχόμενο ηθοποιό, τον Michael Fassbender ντε και μια τρομερή σκηνοθεσία από έναν επίσης ταχύτατα ανερχόμενο σκηνοθέτη, το Steve McQueen (καμία σχέση με τον παλιό γνωστό).  Επίσης κάπου εδώ να σας πω οτι την ερχόμενη εβδομάδα το blogaki θα βάλει λουκέτο διότι θα μεταβώ εις τας Λονδίνας, τον διακαή μου πόθο εδώ και...πάντα.  Συνεπώς θα μιλήσουμε αυτή τη βδομάδα για μια πολύ καλή ταινία που βγαίνει την άλλη Πέμπτη, το "King of Devil's Island", ενώ και το "The Conspirator" που θα βγει το έχουμε ήδη ανεβάσει.  Ελπίζω να μη με ξεχάσετε για πάντα τώρα που θα λείψω μια εβδομάδα (μη με εγκαταλείψετε και θα έχετε το κατιτίς σας από εκεί!).  Θα αποχαιρετιστούμε και την τελευταία μέρα, οπότε προς το παρόν επιστρέφουμε στα δικά μας με το "Hunger".


Το 1980 ξεκίνησε μια απεργία πείνας από μια ομάδα ρεπουμπλικάνων φυλακισμένων (οι οποίοι βρίσκονταν στην περίφημη Maze Prison, που εντοπιζόταν στην βόρεια Ιρλανδία, και αποτελούσε μέρος για άτομα που εμπλέκονταν σε παραστρατιωτικές οργανώσεις και ομάδες) εξαιτίας της ανάκλησης της απόφασης της Βρετανικής Κυβέρνησης να μην αντιμετωπίζει τους φυλακισμένους που είχαν να κάνουν με τον IRA (Irish Republican Army) και τον αγώνα για ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, ως πολιτικούς κρατουμένους.  Αντιθέτως η Κυβέρνηση συνέχιζε να τους έχει κάτω από ένα 'prisoner-of-war-like' καθεστώς στο οποίο τα άτομα αυτά στερούνταν των βασικότερων, ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, υποβάλλονταν σε διαρκή ψυχολογικό πόλεμο και βάναυση, σωματική αντιμετώπιση.  Εκείνη την χρονιά η απεργία έληξε χωρίς θάνατο.  Την αμέσως επόμενη μια ακόμη απεργία πείνας ξεκίνησε, αυτή τη φορά με τους φυλακισμένους να ξεκινούν ο έναν μετά τον άλλο, και οχι ταυτόχρονα, προκειμένου να προσελκύσουν το ενδιαφέρον την κοινής γνώμης πάνω σε κάθε μια προσωπική τους ιστορία ξεχωριστά.  Ανάμεσα σε αυτούς, ο πρώτος που ξεκίνησε ήταν ο Bobby Sands (που εδώ τον υποδύεται συγκλονιστικά ο Fassbender) ο οποίος πουσάρισε τη σωματική και πνευματική του ακεραιότητα μέχρι τέρμα.  Το "Hunger" παρουσιάζει το χρονικό της δεύτερης απεργίας, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στην ιστορία του Sands.  Αποστολή εξετελέσθη...


Λίγοι σκηνοθέτες έχουν την ικανότητα να κάνουν τόσο εντυπωσιακά ντεμπουταρίσματα όπως αυτό του Βρετανού Steve McQueen (η ευτυχής σύμπτωση να έχει το ίδιο όνομα με έναν από τους μεγαλύτερους θρύλους του κινηματογράφου, σίγουρα βοηθάει να τον θυμάσαι καλά) ή ακόμα και αν το κάνουν, θα βρεις σαφέστατα λιγότερους που βουτάνε κατευθείαν στα βαθιά, όπως έκανε εδώ ο McQueen με το "Hunger".  Από οποιαδήποτε πλευρά κι αν πιάσεις αυτή τη ταινία, θα διαπιστώσεις οτι είναι ένα σκληρό κομμάτι πολιτικής, κοινωνικής και ηθικής παρουσίασης των γεγονότων όπως αυτά συνέβησαν.  Η βασικότερη ίσως πρόκληση είναι η επαρκώς πειστική απόδοση των ιδανικών από τα οποία καθοδηγούνταν οι ήρωες και υπέβαλαν τους εαυτούς στους σε πείνα μέχρι θανάτου, κάτι το οποίο κάνει με επιτυχία.  Δύσκολος στόχος για πρώτη δουλειά, αλλά το αποτέλεσμα μοιάζει να είναι υπεράνω προσδοκιών.  Η ταινία προκάλεσε σοκ και δέος, μάζεψε κάμποσα βραβεία από τα διεθνή φεστιβάλ (ανάμεσα στα οποία αυτό του 'Most Promising Newcomer' για τον McQueen στα BAFTA Awards, αυτό του καλύτερου ηθοποιού για τον Fassbeder στα 'Βritish Independent Film Awards', καθώς και τo 'Golden Camera' award στις Κάννες, ένα βραβείο που δίνεται για την καλύτερη feature ταινία της χρονιάς).  Αφού έκανε αισθητή την παρουσία του, ο McQueen επιστρέφει και πάλι φέτος, αυτή τη φορά με το "Shame" και τον πρωταγωνιστικό ρόλο να δίνεται για ακόμη μια φορά στον Fassbender, ο οποίος πρίν λίγο καιρό τσίμπησε και το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας από το φεστιβάλ της Βενετίας.  Πολλοί κάνουν λόγο για την πρώτη υποψηφιότητα για Oscar του Γερμανού ηθοποιού, αν και το κατά πόσο η συντηρητική ακαδημία θα εντυπωσιαστεί από τον ρόλο του ως σεξομανή, είναι μια άλλη συζήτηση.  Ο McQueen έχει ήδη στα σκαριά μια ακόμη δουλειά με τον-επισήμως πλέον-μούσο του Fassbender, στο πλευρό του οποίου συναντάμε και τον Brad Pitt.  Η ταινία τιτλοφορείται "Twelve Years a Slave" και αναμένεται μέσα στο 2014.  Αν είναι να μας δίνει τέτοια φιλμ, χαλάλι τα τρία χρόνια που πρέπει να περιμένουμε κάθε φορά.


Από τα πρώτα πράγματα που προσέχει κανείς στην ταινία είναι η εικόνα του ανθρώπινου σώματος και προοδευτικά η καταρράκωσή του.  Η αλήθεια είναι οτι ο σκηνοθέτης δεν επιχειρεί να εμμείνει πολύ στην πολιτικίζουσα φύση της ταινίας, αλλά ούτε κολλάει και απόλυτα στον κοινωνικό αναβρασμό της εποχής.  Περισσότερο επιλέγει να καταστήσει την ταινία μια προσωπική εμπειρία, ένα βιωματικό ταξίδι του κεντρικού ήρωα μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.  Και ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, είναι η παρουσία του αντίκτυπου που έχει όλη η τεταμένη κατάσταση της εποχής, πάνω σε ένα άτομο, και δη στο σώμα του.  Από την αρχή, μέχρι και το τέλος και αν εξαιρέσουμε μια μεγάλη σκηνή αστραπιαίας συζήτησης (βλ. την παραπάνω φωτό) τότε μπορούμε να δούμε οτι το κορμί μιλάει, χωρίς το στόμα να λέει το παραμικρό.  Αποστεωμένες παρουσίες που ζουν μέσα σε βρωμιά και δυσωδία στα υποτυπώδη κελιά τους, δίνουν το στίγμα μιας απανθρωποποιημένης κατάστασης μέσα στην οποία οι Ιρλανδοί φυλακισμένοι βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα ακόμα και από τα ζώα.
Οι εικόνες είναι πολύ σκληρές, και το περιβάλλον της φυλακής παρουσιάζεται με τέτοια γλαφυρότητα που σε αρκετές περιπτώσεις ίσως και να μη μπορέσετε να παρακολουθήσετε τα όσα συμβαίνουν, οπότε εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό, και καλύτερα να είστε προετοιμασμένοι για αυτά που θα δείτε.  Αν και στην ουσία η ταινία αποτελεί μια καταγραφή πραγματικών γεγονότων, είναι δύσκολο να χωρέσει το μυαλό σου οτι αυτά που παρουσιάζονται μυθοπλαστικά στην οθόνη σου, είναι δυνατόν να έχουν συμβεί στ'αλήθεια.  Κι όμως έτσι είναι.  Παρόλα αυτά μέσα στην όλη φρικιαστική και επίπονη κινηματογράφηση της ιστορίας, θα εντοπίσεις ψήγματα ανθρώπινης ηθικής, ιδανικών που μπαίνουν πάνω από τον εαυτό μας και πίστη σε έναν αγώνα για τον οποίο ο άνθρωπος έχει δώσει τις σκληρότερες μάχες του: αυτόν για ανεξαρτησία και ελευθερία.  Και όταν η πάλη για κάτι ανώτερο από εμάς μπαίνει στη μέση, τότε τίποτα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.  Ούτε καν ο ίδιος ο θάνατος.


Αν και θα περίμενε κανείς οτι επειδή ακριβώς το story είναι από μόνο του δύσκολο και οι ερμηνείες απαιτητικές, η σκηνοθεσία θα ήταν κάπως πιο ρέουσα και θα έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο, εντούτοις δεν είναι καθόλου έτσι.  O ΜcQueen έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα εφιαλτικό περιβάλλον, χρησιμοποιώντας με απόλυτα διαδραστικό τρόπο την κινηματογραφική του κάμερα και καταγράφοντας το παραμικρό βλέμμα, την τόση δα κίνηση ή ακόμα και την παγωμένη ανάσα των κρατουμένων, για να παρουσιάσει στην τελική ένα δράμα φυλακής τόσο σκληρό, και τόσο καλοσκηνοθετημένο την ίδια στιγμή, που σε προβληματίζει ως προς το τι συναισθήματα πρέπει να σου γεννηθούν.  Θαυμασμού ή ισχυρού σοκ;  Μέσα από τα μεγάλης διάρκειας πλάνα του (η εικόνα με τους άντρες καθισμένους πιο πάνω, αποτελεί ένα στατικό, 17λεπτο πλάνο στο οποίο παρακολουθούμε την συζήτησή τους χωρίς η κάμερα να κινείται στο ελάχιστο, αποτελώντας την μεγαλύτερης διάρκειας μονοπλάνο σε σύγχρονη, mainstream ταινία), τις αποχρωματισμένες εικόνες, τις γωνίες λήψεις (προσέξτε τα contre-plongee πλάνα του-αυτά δηλαδή στα οποία η κάμερα βρίσκεται πιο χαμηλά, σκηνοθετώντας ένα άτομο από κάτω προς τα πάνω-τα οποία χρησιμοποιεί για να προσδώσει στον φύλακα μια αρχηγική, επιβλητική, σχεδόν τυραννική διάσταση, σε σχέση με τους κρατουμένους) και τα πολύ παραστατικά του dissolves τα οποία κάτι θέλουν να σου πουν (ιδιαίτερα προς το τέλος), χτίζει ένα άκρως ενδιαφέρον σκηνοθετικά κλίμα, το οποίο αναμφίβολα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς την μεγατονική ερμηνεία του Fassbender.


Έχω λυσσάξει θα μου πείτε τώρα τελευταία μαζί του, και πολύ καλά θα κάνετε.  Είναι όμως από εκείνους τους ηθοποιούς που σου κινούν διαρκώς το ενδιαφέρον όσον αφορά τις κινηματογραφικές τους επιλογές, συνεπώς τώρα που ερμηνευτικά βρίσκεται σε μια έξαρση, δεν θα μπορούσα παρά να ασχολούμαι περισσότερο μαζί του (το γεγονός οτι είναι ωραίος άντρας του προσδίδει extra βαθμούς).  Βέβαια στο "Hunger" δεν τον λες ακριβώς ωραίο, καθώς σταδιακά το μόνο που παρατηρείς πάνω του είναι σειρές από κόκαλα, πάνω σε ένα πληγιασμένο και γενικώς τσακισμένο κορμί.  Ειλικρινά τα λεπτά από την στιγμή που ξεκινάει η υπόθεση να επικεντρώνεται πάνω του, κυλούν βασανιστικά αργά, καθώς ο McQuenn θέλει να σε υποτάξει πλήρως στην απεργιακή πείνα του πρωταγωνιστή.  Ο Fassbender είναι η κινητήριος δύναμη της ταινίας, με μια εξαιρετικά καλογραμμένη πρόζα (όποτε μιλάει) και μια εκπληκτική δυνατότητα να χρησιμοποιεί στο φουλ κινήσεις, βλέμμα και εκφράσεις προσώπου.  Άλλοτε απαθής σε βαθμό που λες οτι μάλλον έχει σαλτάρει, άλλοτε με αμετανόητη πίστη στον σκοπό του που του δίνει μια πασιφανή δύναμη χαρακτήρα και άλλοτε με εμφανή τον πόνο εξαιτίας της δοκιμασίας στην οποία αυτό-υποβάλλεται (όταν τον βλέπεις έτσι είναι σαν να νιώθεις και εσύ τον πόνο στο πετσί σου), γίνεται εμφανές από την πρώτη στιγμή πως έχει έρθει για να μείνει.  Και χαιρόμαστε πολύ γι' αυτό.
Με εκπληκτική σκηνοθεσία, στιβαρή πλοκή και μια κεντρική ερμηνεία οσκαρικών προδιαγραφών από τον Fassbender, το "Hunger" δεν είναι μια ταινία για όλους, και την ίδια στιγμή είναι μια ταινία που πρέπει όλοι να δούμε.  Και να ξαναδούμε, και να ξαναδούμε...

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τελικά οι ανθρώπινες αντοχές ξεπερνούν κατά πολύ την ανθρώπινη υπόσταση, οτι ο Raymond ήταν άτυχος, και οτι θα βλέπω τους τοίχους των κελιών στους εφιαάλτες μου μέχρι να πεθάνω.




TRIVIA

  • O Fassbender έπρεπε να υποβληθεί σε μια medically monitored crash diet προκειμένου να υποδυθεί τον Sands, και προκαλόντας πραγματική φρίκη σε όλο το υπόλοιπο επιτελείο συντελεστών.
(Πηγή IMDB)


Τα λέμε και πάλι αύριο

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Sleepers: One mistake changed their lives forever...

Καλή εβδομάδα once again my friends!  Ξεμπερδέψαμε και με τις favorite revenge movies, σας ευχαριστώ και πάλι που ψηφίσατε!  Στην πρώτη θέση αυτή τη φορά βρίσκουμε το ταραντινίστικο "Kill Bill 1,2" με 20 ψήφους, στην δεύτερη έμεινε το "Old Boy" του Park (που θα έπρεπε να είναι ψηλότερα, ντροπή!), ενώ στην τρίτη έχουμε το "Sleepers" με 12, μια ταινία με δυνατό και λαμπρό cast.  Εξαιρετική ταινία της προπερασμένης δεκαετίας, το "Sleepers" είχε ταρακουνήσει το κοινό με το story του και φυσικά τους πασίγνωστους ηθοποιούς που είχε συγκεντρώσει.  Now let's start...


Καλοκαίρι στο Hell's Kitchen (μια ονομασία διόλου τυχαία) και τέσσερα αγόρια μεγαλώνουν αλητεύοντας και κάνοντας ηλιοθεραπεία κάτω από τον καυτό ήλιο της πόλης.  Μια μέρα αποφασίζουν να κάνουν μια σκληρή πλάκα σε έναν μικροπωλητή hot dog, η οποία καταλήγει σε καταστροφή...Τα τέσσερα παιδιά, ο Tommy (Jonathan Tucker), o John (Geoffrey Widgor), o Michael (Brad Renfro) και ο 'Shakes' (Joseph Perrino) θα σταλούν για έναν χρόνο στο σωφρονιστικό ίδρυμα για νεαρά αγόρια, Wilkinson Center.  Εκεί θα υποστούν βασανιστήρια, την απόλυτη ταπείνωση και την καθημερινή σεξουαλική κακοποίηση από τους φρουρούς, με επικεφαλής τον σαδιστή Sean Nokes (Kevin Bacon).  13 χρόνια μετά η παρέα θα συναντηθεί και πάλι, εξαιτίας της κατηγορίας του ενήλικου πια Τommy (Billy Crudup) και του John (Ron Eldard) για την δολοφονία ενός 'παλιού γνωστού'.  Αυτό θα αποτελέσει μόνο την αφορμή προκειμένου και οι τέσσερις (μαζί με τους έτερους Michael-Brad Pitt και 'Shakes'-Jason Patrick) να πάρουν την απόφαση να ξεσκεπάσουν την σαπίλα που είχε ποτίσει μέχρι και το τελευταίο δοκάρι του Wilkinson Center...
Σε σκηνοθεσία Barry Levinson, το "Sleepers" (1996) είναι ένα κοινωνικό δράμα με τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών να περνούν μπροστά και να αποτελούν το δυνατό χαρτί της ταινίας.  Η σκηνοθεσία είναι κλασική, αφηγηματικού τύπου και στα πλαίσια μιας normal (αν και σε κάποιες στιγμές υπερδραματικής), χολιγουντιανής συνταγής.  Ο βραβευμένος με Oscar 'Καλύτερης Σκηνοθεσίας' (για το "Rain Man"-1988) Levinson έχοντας ως φόντο τους κακόφημους δρόμους της Νέας Υόρκης και ως βάση, το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα Lorenzo Carcaterra, δημιούργησε μια ωμή και αγωνιώδη μέσα στην βαρβαρότητά της ταινία που μέχρι και τις μέρες μας αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά θρίλερ δικηγορικής αίθουσας...


Οι ταινίες που πραγματεύονται θέματα όπως η παιδική κακοποίηση, η βία, ο εγκλεισμός και η απομόνωση, αποτελούν διαχρονικά κλασικές επιλογές για τους θεατές καθώς η ταύτιση με το θύμα καθιστά την δίψα για εκδίκηση, κινητήρια δύναμη για την εξέλιξη της υπόθεσης.  Εξάλλου αν και απογυμνωμένες στο σύνολό τους, από οποιαδήποτε διάθεση για χάιδεμα αυτιών και για καλλωπισμό ενός θέματος που δεν καλλωπίζεται με τίποτα, αυτές οι ταινίες επιδιώκουν και έναν κάποιον κοινωνικό σχολιασμό μιας κατάστασης που διαιωνίζεται σε όλους τους πολιτισμούς και τις κουλτούρες (αλλού περισσότερου, αλλού λιγότερο): αυτή της παιδικής κακοποίησης, σωματικής αλλά και ψυχικής.
Στην τηλεταινία του 1992 "The Boys of St. Vincent", μια ομάδα αγοριών κακοποιούνται με κάθε πιθανό τρόπο από τους ιερείς οι οποίοι έχουν αναλάβει το μεγάλωμά τους στο ορφανοτροφείο του Saint Vincent.  Το 1993 μια ακόμη τηλεταινία που τιτλοφορήθηκε "The Boys of St. Vincent: 15 Years Later", πραγματεύεται την ενηλικίωση των παιδιών αυτών, και την προσπάθεια να δωθεί άπλετο φως σε μια υπόθεση που διάφορες πολιτικές και θρησκευτικές ομάδες προσπαθούν να θάψουν, μην μπορώντας να αντιμετωπίσουν την κοινωνική κατακραυγή.  Αυτό το story συνοψίζεται τέλεια στο 2μισάωρο σχεδόν "Sleepers" οπού παρακολουθούμε τόσο το παρελθόν, όσο και το παρόν των στιγματισμένων αυτών ψυχών.


Όπως και αν το κάνουμε ένα τέτοιου είδους θέμα είναι αρκούντως προκλητικό και ιντριγκαδόρικο ώστε να προσελκύσει τα πλήθη και να καταστήσει την ταινία αξιομνημόνευτη.  Από το "Primal Fear" (1996) και την εκπληκτική πρώτη εμφάνιση του Edward Norton ως κακοποιημένο παπαδοπαίδι, μέχρι το βρετανικό διαμαντάκι του 2002 "The Magdalene Sisters" και από το Eastwood-ικό "Mystic River" (2003) μέχρι και το πιο πρόσφατο (και σύντομα αναρτήσιμο στο blog) νορβηγικό φιλμ "King of Devil's Island" με πρωταγωνιστή τον Stellan Skarsgard, η σεξουαλική κακοποίηση και όλοι οι δαίμονες που γίνονται unleash από μια τέτοια πράξη, αποτελούσαν και θα εξακολουθούν να αποτελούν μια επιτυχημένη συνταγή για την δημιουργία ταινιών.  Το θέμα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα εξακολουθεί να παρουσιάζεται αυτό το πρόβλημα-μάστιγα των σύγχρονων (και οχι μόνο) κοινωνιών, καθώς καλή η επιτυχία, αλλά μήπως δεν πρέπει να το παρακάνουμε με ταινίες που αφορούν τόσο αγκαθωτά θέματα και που έχουν ως πρωταρχικό μέλημα το χρήμα και τηn δόξα;  Λέω εγω τώρα...


To "Sleepers" πάντως έχει κρατήσει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην γραφικότητα (που κυρίως υποννοείται, με εξαίρεση κάνα-δυο σκηνές) και την ρεαλιστική απόδωση των καταστάσεων.  Το ωραίο με αυτή την ταινία είναι οτι σου δίνει τον χρόνο να ταυτιστείς τόσο με την πιτσιρικαρία που τραβάει τα πάνδεινα, όσο και με τους ενήλικους εαυτούς τους.  Ο λόγος είναι οτι και οι δυο πλευρές αιχμαλωτίζουν ιδανικά, αντιδράσεις και συμπεριφορές, καθιστώντας τους καθημερινούς και πραγματικούς χαρακτήρες.
Εκεί που η σκηνοθεσία παίζει στο background, οι ερμηνείες όλων βγαίνουν μπροστά και οδηγούν την ταινία.  Εξάλλου όπως είπαμε και παραπάνω, πρόκειται για την συνάντηση μιας ομάδας λαμπρών ηθοποιών, οι οποίοι κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ειλικρινή χημεία μεταξύ τους.  Οι έφηβοι ήρωες είναι πραγματικά πολύ καλοί, με τον Brad Renfro (ο οποίος πέθανε σε ηλικία 25 ετών το 2008, μετά από υπερβολική δόση ναρκωτικών) να ηγείται του group και να δίνει μια φοβερή ερμηνεία, που αποτέλεσε σίγουρα μια από τις καλύτερες της σύντομης καριέρας του.  Όσον αφορά την παρέα στα μεταγενέστερα χρόνια, οι ήρωες ήταν κατά κάποιον τρόπο οριοθετημένοι: έχουμε τον επιτυχημένο και δυναμικό δικηγόρο Brad Pitt, τον συνεσταλμένο και πολύ low profile Jason Patrick και τα κωλόπαιδα της παρέας (σε κάποιους έπρεπε να πέσει εμφανώς το βάρος της κακοποίησης) Billy Crudup και Ron Eldard.  Σε ρόλους κλειδί συναντάμε και δυο μεγαθήρια του παγκόσμιου κινηματογράφου, τον Robert de Niro στον ρόλο του μέντορα-πάτερ Bobby, καθώς και τον Dustin Hoffman (αγαπημένη επιλογή του Levinson στις ταινίες του) στον ρόλο του μεθύστακα δικηγόρου υπεράσπισης των παραπάνω κωλόπαιδων.  Όσο όμως καλές κι αν είναι οι ερμηνείες των παραπάνω, προσωπική μου ταπεινή άποψη είναι οτι δεν συγκρίνονται με αυτή του Kevin Bacon.


O Bacon είναι από αυτούς τους ηθοποιούς για τους οποίους δύσκολα μπορείς να εκφράσεις μια ξεκάθαρη άποψη, σχετικά με το εάν σου αρέσουν ή οχι.  Οι κινηματογραφικές του επιλογές άλλες φορές δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ως 'καλό ηθοποιό' ("A Few Good Men", "Mystic River", "The Woodsman") και άλλες οχι και τόσο ("Hollow Man", "Beauty Shop").  Παρόλα αυτά αποτελεί έναν ηθοποιό που έχει καταφέρει να μνημονεύεται ως επί το πλείστον, για τους κακούς και ιδιαίτερους ρόλους τους οποίους ερμηνεύει.  Ο ρόλος του διαβολικού και σαδιστή Nokes στο "Sleepers" αποτέλεσε αναμφισβήτητα σταθμό στην καριέρα του.  Αν και η συνολική του παρουσία στην ταινία δεν είναι μεγάλη, εντούτοις η παρουσία του είναι κάτι παραπάνω από αισθητή.  Η κάπως perverted φάτσα του και η έντονα καθαρή φωνή του, τον έκαναν τον φόβο και τον τρόμο των ανήλικων αγοριών του αναμορφωτηρίου και τον έκαναν έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και διεστραμμένα (χωρίς όμως να παρουσιάζεται ξεκάθαρα το παραμικρό!) κακούς της μεγάλης οθόνης.  Διόλου περίεργο που αρκετά χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 2004 ο Bacon ερμήνευσε και πάλι έναν ρόλο που ξέρει πολύ καλά: αυτόν του μετανοημένου παιδεραστή στο πολύ καλό "The Woodsman".  Τέτοιου είδους ρόλοι-πρόκληση αποτελούν τις κορυφαίες στιγμές στις καριέρες πολλών ηθοποιών και ο Bacon μένει μόνο να μας αποδείξει οτι 'το΄χει ακόμη'...
Το "Sleepers" είναι μια ταινία που φαντάζομαι οτι όλοι θα έχουμε λίγο πολύ δει.  Σίγουρα αποτελεί μια πρώτης τάξεως ιστορία εκδίκησης και επιβεβαιώνει περίτρανα την ρήση οτι 'η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο'.  Σκοτεινή ατμόσφαιρα, μετρημένες ερμηνείες και μια σοκαριστική πλοκή, συνθέτουν μια ταινία που δεν παύει να είναι ανησυχητικά σύγχρονη.  Αλλά και τόσο ορθή και προσεκτική στην απόδοσή της...

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι μερικές φορές όταν παίρνεις τον νόμο στα χέρια σου, δικαιολογείσαι απόλυτα, οτι ο de Niro σε πείθει ακόμα και ως ευσεβής πάτερ και οτι τα αναμορφωτήρια είχαν πάντα κάτι creepy και δυσοίωνο να τα ακολουθεί...




No trivia


H TV ΣΗΜΕΡΑ....

ΝΕΤ: 00:30, Doubt, με τους Meryl Streep, Philip Seymour Hoffman, Amy Adams.  Σε ένα καθολικό σχολείο του 1964 η σχέση ενός πάτερ με ένα 12χρονο μαύρο αγόρι, τίθεται υπό αμφισβήτηση από το προσωπικό του σχολείου και κυρίως από την διευθύντρια.




Τα λέμε αύριο και πάλι!

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

American History X: Racism and hate all over the place...

Καλημέρα, καλή εβδομάδα και τα σχετικά!  Σε λιγάκι κλείνει και αυτή η ψηφοφορία, αλλά εγώ είπα να ξεκινήσω να γράφω για την ταινιούλα μας έτσι κι αλλιώς, μιας που δύσκολα μπορεί να γίνει η ανατροπή στα αποτελέσματα τώρα.  Λοιπόν φάνηκε οτι σας άρεσε ιδιαίτερα αυτό το poll ε και να με συγχωρέσετε που σας έδωσα μια μόνο επιλογή, αλλά τώρα τελευταία σας είχα κακομάθει με τη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών :P.  Την επόμενη φορά λοιπόν θα σας το επιτρέψω και πάλι, οχι για να δείτε τι καλή που είμαι!  Ωραία, μετά και από το κατάλληλο γλυψιματάκι περνάμε στα αποτελέσματα στα οποία αδιαμφισβήτητος νικητής αναδείχθηκε ο Edward Norton.  Στην πρώτη θέση παρέμεινε από την αρχή με 9 ψήφους και τον εκπληκτικής δυναμικής μονόλογό του στην ταινιάρα του Spike Lee, "The 25th Hour" (για την οποία έχουμε γράψει).  Λίγο πιο πίσω με 7 παρέμεινε μια άλλη ταινία του Norton (για την οποία θα γράψω κατιτίς σήμερα) το "American History X", ενώ την τρίτη θέση μοιράστηκαν με 4 ψήφους ο ξανθός Rutger Hauer από το "Blade Runner" και ο πάντα αγαπητός, κλασσικός και ενοποιητικός μονόλογος του Charlie Chaplin ως άλλος "Great Dictator".  Άντε να ξεκινήσουμε και σήμερα...


O Derek Vinyard (Edward Norton) είναι ένας σκληροπυρηνικός νεοναζί ο οποίος μετά την δολοφονία ενός έγχρωμου ακριβώς έξω από το σπίτι του, καταλήγει στην φυλακή.  Όσο εκείνος είναι μέσα, η παρέα του έξω συνεχίζει να συσπειρώνεται και να προσηλυτίζει μέρα με την μέρα ολοένα και περισσότερους άμυαλους νεαρούς που ονειρεύονται Αρίες Φυλές και μια 'καθαρή' από μετανάστες, πατρίδα.  Ανάλογη πορεία μοιάζει να ακολουθεί και ο μικρός αδελφός του Derek, ο Danny (Edward Furlong) ο οποίος δίνει δείγματα καλού, δυνατού μυαλού, που όμως μπορεί εύκολα να παρασυρθεί λόγω ηλικίας.  Για τον Danny ο μεγάλος του αδελφός είναι κάτι σαν Θεός.  Τον σέβεται, τον αγαπά, τον υπακούει.  'Οταν έρθει η στιγμή να βγει ο Derek από την φυλακή, ο Danny θα δει έναν αναγεννημένο και συνειδητοποιημένο άνδρα, που μοιάζει να μην έχει καμία σχέση με τον θερμόαιμο αδελφό του.  Σε μια εξιστόρηση των γεγονότων που έλαβαν χώρο μέσα στην φυλακή, ο Derek θα του εξηγήσει πως ήρθε μούρη με μούρη με την πικρή αλήθεια αυτού του κόσμου. Ο πάλαι ποτέ αρχηγός της αριοφυλετικής συμμορίας θα προσπαθήσει να αποτρέψει τον αδελφό του από το να ακολουθήσει την δική του πορεία, όμως θα προλάβει ή είναι ήδη πολύ αργά;
Ο ψιλοάγνωστος σκηνοθέτης Tony Kaye (τον ξέρετε; γιατί εγώ οχι) έχασε την κινηματογραφική του 'παρθενιά' είτε το πιστεύετε, είτε οχι με αυτή ακριβώς την ταινία.  Κάποιος θα περίμενε από το αποτέλεσμα του "American History X", οτι τα ηνία θα είχε αναλάβει κάποιος καθόλα έμπειρος σκηνοθέτης, που αποφάσισε μια μέρα να δημιουργήσει μια από τις καλύτερες ταινίες της προ-προηγούμενης δεκαετίας.  Μμμμ οχι ακριβώς.  Ο Tony Kaye μοιάζει να αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση σκηνοθέτη/κινηματογραφιστή, εάν σκεφτεί κανείς οτι έκανε μήνυση ύψους $275 εκατομμυρίων(!) στην εταιρία παραγωγής New Line και Director's Guilt of America, επειδή δεν τον άφησαν να χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο..."Humpty Dumpty" ως σκηνοθέτης του "American History X".  Γενικά μέχρι και σήμερα δεν έχουμε δει και κανένα άλλο εξαιρετικό δείγμα ταινίας του, αν και φαίνεται από τους ανθρώπους που έχουν ταλέντο και απλά προτιμούν να το χρησιμοποιήσουν όταν και αν θέλουν.  Χμμμ...


Η αλήθεια είναι οτι από τότε που έφτιαξα το blogaki ήθελα να γράψω για την συγκεκριμένη ταινία, επειδή όμως ξέρω πως οι περισσότεροι την έχουμε δει, είπα να το αποφύγω.  Να λοιπόν που η στιγμή έφτασε!
Δεν ξέρω τι απ'όλα με είχε κερδίσει πιο πολύ σε αυτή τη ταινία.  Η ερμηνεία του Norton, η σκηνοθεσία, το story, ο τρόπος με τον οποίο αποδομείται ολοκληρωτικά η αυταπάτη της ανωτερότητας του πρωταγωνιστή, οι συγκρούσεις με την οικογένεια και το σταδιακό χτίσιμο του μίσους που καλλιεργείται από τον πατέρα;  Ξέρω.  Είναι όλα αυτά.
Καταρχάς το να πραγματευτείς ένα τόσο λεπτό και ευαίσθητο ζήτημα όπως το όλο θέμα του νεοναζισμού, είναι από μόνο του αρκετά ιντριγκαδόρικο.  Αποτελεί βέβαια και μια μεγάλη παγίδα γιατί απαιτεί κατάλληλο χειρισμό και διακριτικότητα σε αυτά που πρόκειται να πεις και να δείξεις.   Το "American History X" ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην γραφικότητα του χαρακτηρίζει πολλές από τις εικόνες του, και στην ρεαλιστική απόδοση χαρακτήρων και καταστάσεων.  Αν και ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να υποπέσει τελικά σε μια λαϊκίζουσα εξιστόρηση των γεγονότων, εντούτοις καταφέρνει να την γλυτώσει, έχοντας ως δυνατά του χαρτιά την ωμή βία και την υπερέκθεση συναισθημάτων που όμως αποτελούν το ιδανικό ζευγάρι για μια ταινία όπως αυτή.  Εξάλλου κανείς δεν είπε οτι είναι εύκολο να παρουσιάσεις ένα τέτοιο κοινωνικό φαινόμενο- που μεταξύ μας όλοι ξέρουμε οτι εξακολουθεί να υπάρχει- και να κάνεις παράλληλα τον δικό σου κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό.  Παρόλα αυτά ο Kaye έχει την τύχη να 'φιλοξενεί' στην ταινία του δυνατά ονόματα, με εκπληκτικές ερμηνείες ακόμα και από τους δευτεραγωνιστές.


Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια Vinyard σε πρώτη φάση και μέσα από την επερχόμενη αλλαγή του Derek γινόμαστε μάρτυρες της ύστατης προσπάθειας για γενικότερη αλλαγή σε μια κοινωνία εμποτισμένη από το δηλητήριο του φασισμού.  Το ακόμα χειρότερο είναι πως αυτή η πλύση εγκεφάλου ξεκινάει μέσα από την ίδια την οικογένεια (μια μικροκοινωνία και αυτή) και αυτό είναι όντως σοκαριστικό.  Σε ένα από τα flashbacks της ταινίας, βλέπουμε τον Derek ως άβγαλτο νεαρό, με κασκέτο και φλώρικη εμφάνιση, να δέχεται τις συμβουλές της κεφαλής του τραπεζιού, ενός πατέρα που αποτελεί την αρχή του κακού.  Τα πάντα πάνω στον νεαρό, από την στάση, μέχρι και το ντύσιμο υποδηλώνουν έναν πιτσιρικά που μερικά χρόνια αργότερα ο μουσκουλάτος πλέον Derek, με το ξυρισμένο κεφάλι και την σβάστικα στο στήθος, μπορεί να κυνηγούσε στον δρόμο και να πλάκωνε στο ξύλο για την πλάκα του.  Και αυτό είναι τραγικά ειρωνικό.
Ο πρωταγωνιστής αποτελεί την υλοποιημένη φαντασίωση δεκάδων ακολούθων του, που βλέπουν στο πρόσωπό του έναν αρχηγό με κάτι αρχίδια ΝΑ σκοτώνοντας εν ψυχρό έναν μαύρο στην πιο ανατριχιαστική σκηνή της ταινίας.  Disturbing ναι, σίγουρα.  Όταν όμως έρθει η στιγμή που το ψεύτικο παραπέτασμα πέσει, μαζί του και οι όποιοι κώδικες τιμής και της πίστης σε έναν ανώτερο προορισμό, τότε το μόνο που μένει είναι η αλήθεια γυμνή, σκληρή και επίπονη (με διττή σημασία σαφέστατα).  Και αυτό είναι ακόμα πιο disturbing.  Ναι, σίγουρα.


Εκεί που η ταινία ουσιαστικά απογειώνεται, είναι η στιγμή που ο Derek έχει κάνει στροφή 180 μοιρών στα πολιτικά και κοινωνικά του πιστεύω, δίνοντας την καλύτερη πάσα για την προώθηση της υπόθεσης.  Εμείς ως θεατές γινόμαστε μάρτυρες της παλαιότερης γενιάς, που έχοντας πλέον μάθει από τα λάθη του παρελθόντος της, προσπαθεί να γλυτώσει τα σύγχρονα τρυφερούδια από τα νύχια του νεοναζιστικού αρπακτικού.  Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, καθώς εσύ ο ένας μπορεί να έχεις αλλάξει, αλλά στην τελική μπορεί ένα άτομο μόνο να φέρει την άνοιξη, σε μυαλά αποχαυνωμένα και μάτια κλειστά;
Παράλληλα με την υπόθεση, η σκηνοθεσία της ταινίας πατάει πάνω σε κλασσικά μοτίβα, με αναμνήσεις και πολλαπλά, επεξηγηματικά flashbacks να μοιράζονται σε διάρκεια με τον 'φυσικό' χρόνο του παρόντος.  Ένα voice over που ξεκινάει από την αρχή με τον Danny, ακολουθεί το φιλμ σε όλη τη διάρκειά του.  Υποτίθεται οτι ο Danny γράφει μια έκθεση (η οποία φέρει ως τίτλο...τον ίδιο τον τίτλο της ταινίας) που πρέπει να παραδώσει στον Διευθυντή του σχολείου, γεγονός που προσθέτει μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική πινελιά καθώς σκέψεις, λόγια και αποφάσεις για την ζωή του, αλλά και για τα όσα έχει ζήσει με τον αδελφό του, περιλαμβάνονται στην έκθεση του, την ίδια στιγμή που έρχονται ως βιωματικά γεγονότα στον ίδιο.  Εξίσου ταιριαστό και έξυπνο εύρημα, βρίσκω την εναλλαγή από έγχρωμο σε ασπρόμαυρο φιλμ, οχι μόνο για να δηλωθεί η διαρκής μετάβαση από το παρόν, στο παρελθόν και τούμπαλιν, αλλά και για να τονιστεί η διαφοροποίηση του κεντρικού ήρωα.  Ο αυταρχικός και μεθυσμένος από την εξουσία Derek του παρελθόντος, αποδίδεται με ασπρόμαυρους τόνους, μια ενδεχόμενη νύξη στον παρωπιδισμό που τον διακατέχει, όσον αφορά την δική του, μοναδική πραγματικότητα: αυτή του νεοναζισμού ως κοινά αποδεκτή ουσία ζωής.  Από την άλλη ο μετανοημένος του εαυτός παρουσιάζεται με χρώμα, τονίζοντας ενδεχομένως την επιστροφή του στην ίδια την ζωή, αυτή των ευκαιριών, της ισότητας και την αλληλεγγύης.  Της ζωής μετά...


Οι ερμηνείες εδώ έχουν τον πρώτο λόγο.  Η καλύτερη ερμηνεία του Norton στην καριέρα του και τεράστια η αδικία που έχασε το Oscar από τον "Μονομάχο" Russell Crowe.  Δεν έχω να πω πολλά, πέρα από το οτι είναι τόσο darn good να τον βλέπεις σε αυτή την ταινία.  Μισητός, δολοφόνος, συγκινητικός, θύμα, θύτης ο Norton περνάει από κάθε πιθανή γκάμα συναισθηματικών αντιδράσεων και σε στέλνει με την φοβερή του προσήλωση στον ρόλο.  Μακάρι να τον βλέπαμε και πάλι σε τόσο καλούς ρόλους.  Πλάι του ο Furlong είναι όπως και στις περισσότερες ταινίες του, χαρισματικός και ήπιων τόνων.  Έχει πιάσει το νόημα και η χημεία του με τον Norton είναι πρώτης κλάσης.  Η Beverly D'Angelo στον ρόλο της μάνας που προσπαθεί να κρατήσει όπως όπως την οικογένειά της πριν καταστραφεί ολοκληρωτικά, είναι πειστική και αληθινή, ταιριάζοντας τέλεια στο γενικότερο πεσιμιστικό (αν και κάπως ελπιδοφόρο προς το τέλος)  κλίμα της ταινίας.  Αλλά όπως είπα και παραπάνω οι περισσότεροι χαρακτήρες, αποδίδουν πολύ καλά τους ρόλους τους, με αποτέλεσμα να έχουμε εξαιρετικές ερμηνείες από όλους σχεδόν.  Παρόλα αυτά ο Norton είναι χωρίς σύγκριση, το αστέρι που λάμπει.  Εάν ήταν κεράσι, θα ήταν ένα κατακόκκινο marachino ψηλά ψηλά σε αυτή την αντιναζιστική, αντιρατσιστική τούρτα.
Εάν δεν την έχετε ήδη δει, τι περιμένετε;  Εξαιρετική ταινία, χωρίς πολλά πολλά.  Τέλος.

Τι έμαθα από την ταινία:   Κάτι που ήδη ήξερα βασικά, οτι ο Norton είναι τελικά μια Ιδέα, οτι ο ρατσισμός οδηγεί ή σε προσωπικό αδιέξοδο, ή στη φυλακή, ή στον θάνατο, και οτι καμιά φορά οι ρόλοι αντιστρέφονται και τότε πραγματικά δεν προλαβαίνεις να κάνεις τίποτα.  Όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς...






No trivia


Τίποτα και η tv σημερα, so τα λέμε και πάλι αύριο!



Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

The Green Mile: Dead man walking...

And we have a winner!  Με χαρά είδα οτι αυτή η ψηφοφορία μάζεψε τις περισσότερες ψήφους (55 παρακαλώ) τώρα που ξεκινήσαμε και πάλι μετά το καλοκαιράκι.  Ευχαριστώ όλους και πάλι για τη συμμετοχή σας (ελπίζω να μην έχω γίνει ακόμα πολύ γραφική) και προχωρώ με την απαρίθμηση των συνολικών ψήφων που μάζεψαν οι τρεις ταινιούλες που ξεχώρισαν από τις υπόλοιπες.  Ομολογώ οτι με κάποια μικρή έκπληξη είδα οτι το "The Green Mile" πέρασε μπροστά με 32, μιας που περίμενα το "Shawsank Redemption" να έρθει πρώτο και το οποίο έμεινε τελικά στην δεύτερη θέση με 29.  Στην τρίτη βρέθηκε το "The Shining" με 28, που έχει σαρώσει σε πολλές ψηφοφορίες μέχρι τώρα.  Παρόλα αυτά δε μπορώ παρά να παραδεχτώ οτι το "The Green Mile" είναι μια ταινία που έχει μεταφερθεί αυτούσια από το βιβλίο στον κινηματογράφο και μάλιστα ανήκει σίγουρα στα καλύτερα adaptation από έργα του Stephen King.  Πρέπει να την έχω δει γύρω στις 5 φορές, οπότε ξεκινώ ευθύς αμέσως για την κριτική μας!


O Paul Edgecomb (Tom Hanks) εργάζεται ως φρουρός σε μια πτέρυγα θανατοποινιτών στην Louisiana, την δεκαετία του '30.  Μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους του, τον 'brutal' Brutus Howell (David Morse), τον νεαρό Dean Stanton (Barry Pepper) και τον πιο ώριμο και σοβαρό Hary Terwilliger (Jeffrey DeMunn) είναι υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία της πτέρυγάς τους, κρατώντας τους μελλοθάνατους ήρεμους και μακριά από μεταξύ τους κόντρες.  Όταν μια μέρα καταφτάσει ο θηριώδης John Coffey (Michael Clarke Duncan) κατηγορούμενος για τον βιασμό και τον θάνατο δυο μικρών κοριτσιών (που ήταν και αδελφάκια), τότε όλοι-τρόφιμοι και φύλακες-θα αρχίσουν να κάνουν λόγο για τον χειρότερο, ανάμεσα στους χειρότερους.  Σύντομα όμως θα διαπιστώσουν οτι ο Coffey κρύβει ένα μεγάλο μυστικό, ένα χάρισμα που τον κάνει μοναδικό: μπορεί και γιατρεύει με το άγγιγμα.  Ο Paul θα κλονιστεί συθέμελα από τα γεγονότα που πρόκειται να ακολουθήσουν στο Πράσινο Μίλι και θα έρθει αντιμέτωπος με την ίδια του την πίστη: αυτός ο άνθρωπος είναι ο Διάβολος προσωποποιημένος ή μήπως ένας Άγγελος Κυρίου;
Ο σκηνοθέτης Frank Drabont που είναι υπεύθυνος για αυτή την υπέροχη μεταφορά, έχει μια μικρή μανία με τα έργα του πολυαγαπημένου μου King.  Εκτός από το Πράσινο Μίλι (1999) ανέλαβε να σκηνοθετήσει το 1994 το "Shawsahnk Redemption" το οποίο αποτέλεσε και την πρώτη του ολοκληρωμένη δουλειά.  Ακολούθησε το 1999 η ταινία με τον Tom Hanks, ενώ το 2007 μας χάρισε ανατριχίλες και ίσως ένα από τα πιο σοκαριστικά τέλη του εμπορικού κινηματογράφου, με το "The Mist".  Τώρα εκτελεί χρέη executive producer στη ζομπίστικη σειρά, "The Walking Dead" η οποία έχει αγαπηθεί από πολλούς όπου κι αν προβάλλεται, αποτελώντας ότι καλύτερο για τους fan του είδους.  Την προτείνω ανεπιφύλακτα σε όσους δε την έχουν δει και επιφυλάσσομαι να γράψω γι' αυτήν στο blog λίαν συντόμως.


Φαντάζομαι οτι έχετε πάθει και εσείς πολλές φορές αυτό που όταν διαβάζεις ένα βιβλίο και έπειτα βλέπεις την ταινία, τις περισσότερες φορές αυτή δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο με τον οποίο η φαντασία σου είχε χτίσει τους ήρωες και το γενικότερο περιβάλλον.  Από την άλλη πλευρά όταν έχεις ήδη παρακολουθήσει ένα φιλμ, και στη συνέχεια διαβάζεις το βιβλίο, οι χαρακτήρες έχουν την μορφή των ηθοποιών που έχεις μόλις δει, καθιστώντας το μάλλον αδύνατον να φανταστείς πλέον την ιστορία αποκομμένη από την κινηματογραφική της απόδοση.  Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην δική μου περίπτωση.  Όταν ξεκίνησα να διαβάζω το μυθιστόρημα του King, έπιασα τον εαυτό μου να φέρνει στο μυαλό εικόνες από την ταινία.  Και αυτό δε με ξένισε καθόλου, διότι με ευχαρίστηση διαπίστωσα οτι μου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω ποιο ήταν καλύτερο: το βιβλίο ή η ταινία;  Και εκεί ακριβώς εντοπίζω την επιτυχία του Darabont, στο πόσο πιστά κατάφερε δηλαδή να παρουσιάσει μια ιστορία με όλες τις δραματικές της εκφάνσεις, τις ανάλαφρες, χιουμοριστικές στιγμές και την ολοκληρωμένη και οριοθετημένη παρουσία των ηρώων.


Όσοι έχουν διαβάσει Stephen King σίγουρα θα έχουν εντοπίσει το πάντρεμα θρησκείας/πίστης, είτε με το μεταφυσικό, είτε με το πραγματικό που πολλές φορές είναι πολύ πιο τρομακτικό.  O King αρέσκεται να συνδυάζει πάντα στα βιβλία του την υπόνοια ή την ξεκάθαρη παρουσία ενός κακού που προσωποποιείται όπως ο λυσσασμένος σκύλος στο "Cujo", τα στοιχειωμένα ορυχεία στο "Desperation" και ο μικρούλης νεκροζώντανος Cage Creed στο "Pet Sematary".  Τις περισσότερες φορές η εξιλέωση θα έρθει μέσα από την παρέμβαση ενός ανθρώπου, που όμως δε μοιάζει με τους υπόλοιπους εξαιτίας των 'ιδιαίτερων' χαρισμάτων που έχει.  Αυτά ακριβώς τα χαρίσματα είναι που συνδέονται με θέματα κρυφών δυνάμεων που μπορούν να θεραπεύσουν, να γλυτώσουν τους πρωταγωνιστές από θανατηφόρες καταστάσεις και να επαναφέρουν την τάξη.  Εκτός από το Πράσινο Μίλι στο οποίο η παρουσία της Θείας δύναμης είναι εμφανέστατη στον κεντρικό μας ήρωα, υπάρχουν και άλλα βιβλία/ταινίες του King που μπερδεύουν ωραία αυτά τα δυο ξεχωριστά συστατικά και δημιουργούν ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα που μένει μακριά από υπερβολές (εκτός κι αν αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός του).  Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι το "Hearts in Atlantis", οπού ο πρωταγωνιστής διακατέχεται από special powers, το "Dreamcatcher" (ένα εκπληκτικό βιβλίο που χαντακώθηκε άσχημα στον κινηματογράφο) στο οποίο ένα παιδί με διανοητική υστέρηση προωθεί την πλοκή παραπέρα, αλλά και το "The Mist" στο οποίο η θρησκόληπτη Ms. Carmody λειτουργεί ως η αρνητική πλευρά της πίστης.  Έτσι και εδώ το καλό και το κακό προχωρούν σε παράλληλους δρόμους και ενσαρκώνονται τέλεια στα πρόσωπα των ηρώων.


Ο Tom Hanks είναι ο καλόκαρδος φύλακας, με την πολύ κακή ουρολοίμωξη που θεραπεύεται από τα χέρια του μυστήριου John Coffey.  Αν και η ερμηνεία του είναι καλή, εντούτοις νομίζω οτι υπάρχουν άλλοι ηθοποιοί που σε κερδίζουν σε αυτή την ταινία.  Αρχικά ο Clarke Dunkan είναι η επιτομή της αντίθεσης.  Με τον τεράστιο όγκο και ύψος του, μόνο τρόμο θα μπορούσε να προκαλεί, ιδιαίτερα μάλιστα και εξαιτίας του φρικτού εγκλήματος που τον ακολουθεί.  Ποιος να περίμενε οτι θα έμοιαζε τελικά περισσότερο με έναν καλόκαρδο γίγαντα, που φοβάται το σκοτάδι και δεν μπορεί να κοιμηθεί χωρίς φως;  Μάλλον κανείς.  Γι' αυτό ακριβώς η ερμηνεία του απέσπασε και μια υποψηφιότητα για Oscar.  Γλυκός και με την αφέλεια ενός μικρού παιδιού, ενσαρκώνει τον ρόλο του Coffey τέλεια.  Από τις καλύτερες ερμηνείες βρήκα και αυτή του Doug Hutchison που υποδύθηκε αριστοτεχνικά τον σαδιστή Percy Wetmore.  Όσο μπόι του έλειπε, το είχε σε κακία και μοχθηρία, την οποία φρόντιζε να στρέφει σε όσους ήταν πλέον ανίκανοι να κάνουν το οτιδήποτε: τους μελλοθάνατους μέσα στα κελιά.  Με λιγδωμένο μαλλί και υποχθόνιο βλέμμα, είναι έτοιμος να ορμήξει.  Μέχρι τη στιγμή βέβαια που αναλαμβάνει ο Wild Bill (Sam Rockwell) γιατί τότε ο Percy τα κάνει πάνω του.  O Rockwell είναι ένας τρελαμένος τύπος που θα οδηγηθεί σύντομα στην ηλεκτρική καρέκλα, προκειμένου να πληρώσει για τα αμαρτήματά του.  Το μεγαλύτερο το μαθαίνουμε στο τέλος, είναι ένα κάποιο σοκ, αλλά έτσι κι αλλιώς η όλη συμπεριφορά αφηνιασμένο ταύρου μέχρι εκείνη την στιγμή μας έχει σοκάρει.  Χαμογελώντας σαρδόνια και καταφέρνοντας να τσαντίζει τους φύλακες διαρκώς με τα κατορθώματά του, δε βάζει μυαλό και γίνεται ένας από τους καλύτερους κακούς της χρονιάς.
Εκτός από τις πολλές και καλές ερμηνείες (να προσθέσουμε στο ήδη εξαιρετικό cast και τους James Cromwell στον ρόλο του αρχηγού, και Patriscia Clarkson στον ρόλο της βαριά άρρωστης γυναίκας του) και η σκηνοθεσία σε κερδίζει αφενός γιατί 'πιάνει' όλο το κλίμα της εποχής του βιβλίου και αφετέρου γιατί η αισθητική του παλιού, εναρμονίζεται στο full με τις 'παλιομοδίτικες' ερμηνείες.  Στα plus είναι και η εξιστόρηση της ταινίας από τον υπερήλικα πια Paul, με την μορφή ενός μεγάλου flashback στην εποχή που ήταν νέος.
Από τις καλύτερες μεταφορές του King, κέρδισε επάξια την πρώτη θέση στην ψηφοφορία μας και μια all time classic θέση στην ταινιακή μας συλλογή : )

Τι έμαθα από την ταινία:   Οτι τελικά το μέγεθος δεν έχει σημασία, οτι υπάρχει ένα 'μαγικό' μέρος που λέγεται Ποντικούπολη και που όλα τα ποντίκια είναι ευτυχισμένα, και οτι πρέπει πάντα, ΠΑΝΤΑ να βρέχεις το σφουγγάρι.




 TRIVIA
  • Στην πραγματικότητα ο Clarke Duncan έχει σχεδόν το ίδιο ύψος με τον David Morse και τον James Cromwell.  Απλά για τις ανάγκες τις ταινίες χρησιμοποιήθηκαν τέτοιες γωνίες λήψεις, ώστε να φαίνεται οτι ο Duncan τους ρίχνει τουλάχιστον δυο κεφάλια.
  • Στην αρχή της ταινίας ο ηλικιωμένος Paul περπατάει σε έναν διάδρομο του γηροκομείου, προκειμένου να πάει για πρωινό.  Ο διάδρομος έχει ένα ζωηρό πράσινο χρώμα, σαν να πρόκειται πλέον για το δικό του Πράσινο Μίλι.
  • Όταν ο King είχε επισκεφτεί την τοποθεσία των γυρισμάτων, ζήτησε από την παραγωγή να τον δέσουν στην...Γριά Σπίθα, προκειμένου να δει πως θα αισθανόταν.  Τελικά δε του άρεσε και ζήτησε να τον λύσουν.
  • Ο Clarke Duncan ένοιωθε αμήχανα που έπρεπε να 'πάρει' την μόλυνση του Tom Hanks πιάνοντάς τον στον καβάλο.  Για τον λόγο αυτό ο Hanks έφυγε από το γύρισμα και όταν επέστρεψε είχε βάλει μέσα από το παντελόνι του ένα άδειο μπουκάλι νερού, με αποτέλεσμα η σκηνή να γυριστεί τελικά με μεγαλύτερη ευκολία : )
  • O David Morse έχει παίξει σε πολλές ταινίες/μεταφορές του King, όπως το "The Langoliers", "Hearts in Atlantis" και φυσικά το "The Green Mile".
(Πηγή IMDB)
























Τίποτα στην tv σήμερα.

Till tomorrow...