NEW ARRIVAL
Γεια σας και πάλι! Παρασκευή και 13 σήμερα και εμείς θα εξαγνίσουμε την κακή αύρα της ημέρας, λέγοντας μερικά πράγματα για την καλύτερη ταινία της εβδομάδας, το "12 Years a Slave". Φυσικά στις αίθουσες κυκλοφορεί και η συνέχεια του Hobbit, "The Desolation of Smaug", η οποία αποτελεί μια σαφέστατη βελτίωση σε σχέση με το πρώτο, μέτριο αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά θα ασχοληθούμε με το δημιούργημα του Steve McQueen επειδή όπως και να το κάνουμε, αποτελεί σίγουρα και μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Για να δούμε...
Το 1841 ο Solomon Northup (Chiwetel Ejiofor), ένας ελεύθερος, καλλιεργημένος μαύρος, πέφτει στα χέρια αδίστακτων δουλεμπόρων που τον πουλούν ως σκλάβο με το όνομα Platt. Ο Solomon θα υπομείνει μια δωδεκαετία ανείπωτης φρίκης και εξευτελισμού, περνώντας από διάφορα λευκά αφεντικά και γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το ευρύ φάσμα των ανθρώπινων χαρακτήρων. Ανάμεσα σε καταπράσινες καλαμιές και βαμβακοκαλλιέργειες, θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τις κακουχίες και την απελπισία του λαού του, ενός λαού που δεν έμαθε ποτέ τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος. Και η σωτηρία του Northup από τις μελανές σελίδες της Ιστορίας, θα συνεχίσει να μοιάζει πολύ μακρινή...
Βασισμένη στην ομότιτλη αυτοβιογραφία του Solomon Northup όπως αυτή εκδόθηκε το 1853, η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Steve McQueen, αποτελεί μια σκληρή ματιά πάνω στα δεινά της δουλείας, εμποτισμένη ιδεολογικά καθώς ήταν, στην καθημερινότητα μιας πληθώρας αμερικάνικων πολιτειών κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα (και ήδη από τον 18ο). Στον αντίποδα οι 'free slave states' συνέχιζαν να καλλιεργούν το αίσθημα της φυλετικής ισότητας ανάμεσα στους πολίτες, με τον McQueen να παρουσιάζει έτσι κι αλλιώς σε πρώτη φάση, την προ-δουλική ζωή του Northup, προκειμένου να καταστεί τελικά και πιο δραματικά χρήσιμη, η υποθεσιακή μετάβαση από την ελευθερία στην σκλαβιά.
Το "12 Years a Slave" δεν είναι μια ταινία ολοκληρωτικά πρωτότυπη στο σύνολό της, ενδεχομένως όμως να είναι και μια από τις πιο πλήρεις απεικονίσεις της ζοφερής εκείνης εποχής. Το σενάριο εξάλλου του John Ridley λειτουργεί αποδοτικά στα πλαίσια της κινηματογραφικής καταγραφής μιας δεδομένα αληθινής ιστορίας, βάζοντας από νωρίς στον χορό όλους τους χαρακτήρες και φροντίζοντας το σενάριο ώστε να κινηθεί κυκλωτικά γύρω από τον πρωταγωνιστή, προκειμένου η χρονική διάρκεια των δώδεκα ετών, να μοιραστεί "αρμονικά" και να εξαντληθεί ανάμεσα στους ήρωες. Το χρονικό πέρασμα αποτελεί ένα από τα πλέον επώδυνα που έχεις δει στον κινηματογράφο, κυρίως επειδή η αίσθηση του χρόνου παύει να υπάρχει, όπως ακριβώς και η ελπίδα της επικείμενης σωτηρίας. Για τον λόγο αυτό, η χρονική διάρκεια της ζωής του Solomon φτάνει στο αποκορύφωμά της, με το ίδιο το τέλος της ταινίας, επειδή μόνο τότε έρχεται και η πικρή συνειδητοποίηση της απουσίας, μαζί με μερικές πινελιές γκρίζων κροτάφων.
Πριν προχωρήσω λίγο στα της σκηνοθεσίας και του cast, θα ήθελα να πω δυο πράγματα σχετικά με τις διάφορες χαζοκατηγορίες που συνοδεύουν τον McQueen από την πρώτη του ήδη, full length ταινία, το "Hunger", αναφορικά με την σκηνοθεσία του.
Όντας ένας από τους ταχύτατα ανερχόμενους, νέους δημιουργούς, ο McQueen έχει δημιουργήσει την δική του σκηνοθετική σφραγίδα, η οποία όμως σαφέστατα είναι επηρεασμένη από άλλους, σπουδαίους δημιουργούς του παρελθόντος. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση γιατί πολλοί χαρακτηρίζουν για παράδειγμα, τα πλάνα μεγάλης διάρκειας στα οποία αρέσκεται ο σκηνοθέτης, εξεζητημένα, αλλά και ως μια φανερή απόδειξη του καλλιτεχνικού ξιπάσματος του Βρετανού δημιουργού. Δεν θυμάμαι κανέναν να χαρακτήριζε υπερβολικούς, ή υπερφίαλους σκηνοθέτες όπως ο Bella Tar και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, οι οποίοι οχι μόνο είχαν καταστήσει το πλάνο-σεκάνς ως την κυρίαρχη σκηνοθετική τους ματιά, αλλά έμεναν πιστοί σε αυτό, οδηγώντας το μάλιστα στο απόγειο της καλλιτεχνικής του έκφρασης με πλάνα γεμάτα χρονική "υπερβολή" κάμποσων λεπτών.
Όσοι επιμένουν να ψευτοκουλτουριάζονται χαιρετίζοντας τα έργα των, έτσι κι αλλιώς, μεγάλων αυτών σκηνοθετών, ρίχνοντας παράλληλα στα Τάρταρα την χρήση των ίδιων τεχνικών από δημιουργούς που βρίσκονται στο στάδιο διαμόρφωσης του προσωπικού τους στυλ, θα με βρουν κάθετα αντίθετη. Στην τελική, και ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας, μας προϊδεάζει εδώ για το νούμερο ένα στοιχείο που κυριαρχεί στην ταινία: τον χρόνο. Αν δεν δώσεις λοιπόν την αίσθηση του βασανιστικού περάσματός του μέσα από σκόρπια πλάνα 3λεπτης, 4λεπτης ή και 5λεπτης διάρκειας, αν δεν αφήσεις τις εκφράσεις του προσώπου να πρωταταγωνιστήσουν σε ένα γκρο πλάνο, αν δεν μεταδόσεις στο κοινό σου, την τρομακτικά μικρή, χρονική χαραμάδα που χωρίζει τον κρεμασμένο ήρωα από τον βέβαια θάνατο, τότε ποιος ο λόγος να μιλάμε για το "12 Years a Slave";
Στα δικά μας και πάλι και με μόνιμο συνεργάτη τον Michael Fassbender, ο Steve McQueen επιχειρεί να αναπαραστήσει μια ιστορία που την έχουμε δει πολλάκις στον κινηματογράφο. Ενδεχομένως η ουσιαστική της διαφορά με άλλες ταινίες, να έγκειται στο γεγονός της συνολικά εξαιρετικής της παρουσίας, καθώς είτε μιλάμε για την σκηνοθεσία, είτε για το σενάριο, είτε φυσικά για τις ερμηνείες, η ταινία αποτελεί είναι εξαίσιο δείγμα οπτικοακουστικού δημιουργήματος υψηλής αισθητικής.
Η επιλογή των χώρων είναι ιδανική, με τα γυρίσματα να γίνονται σε τρεις διαφορετικές φυτείες που δίνουν το στίγμα των τότε καιρών και την φωτογραφία του Sean Bobbitt (επίσης βασικού συνεργάτη του McQueen), να φαντάζει ταυτόχρονα ειδυλλιακή και απειλητική, δημιουργώντας ανάμικτα συναισθήματα εξαιτίας της ελεγειακής της ομορφιάς από την μια, και της απάνθρωπης αγριότητας από την άλλη.
Το ίδιο μοτίβο σιγοντάρει και την σκηνοθεσία, η οποία δεν αφήνει τίποτα κρυφό, προκαλώντας το βλέμμα να μείνει προσηλωμένο πάνω στις σκηνές ακραιφνούς βίας και εξευτελισμού μέχρι και της τελευταίας ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τα πλάνα μεγάλης διάρκειας είναι όντως λειτουργικά, προσφέροντας το επιπλέον δραματικό βάρος, σε μια έτσι κι αλλιώς στην ουσία της, κοινωνικοδραματική ταινία.
Όσον αφορά το cast, είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα που έχουμε δει φέτος, με τους Fassbender και Pitt να εξιλεώνονται για την παρουσία τους στο κακό "The Counselor". Ο Fassbender κρατώντας τον ρόλο του αφεντικού δυνάστη, δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία που φτάνει-εσκεμμένα-στα όρια της καρικατούρας, με την θρησκευτική βιτρίνα να αδυνατεί να καλύψει το αλκοολικό τέρας που κρύβεται από πίσω, αντιμετωπίζοντας μέρα με την μέρα την διπλή φύση του σαδιστή/πιστού που ξεσπά πάνω σε ένα αντικείμενου του πόθου, που τον έλκει τόσο, όσο τον απωθεί: την σκλάβα Patsey.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Solomon/Platt, o Chiwetel Ejiofor είναι ιδανικός, ερμηνεύοντας τον ρόλο του με πάθος και δύναμη, δημιουργώντας μια προσωπικότητα κόντρα στον καιρό της. Το cast συμπληρώνουν με επίσης άψογη παρουσία οι Benedict Cumberbatch, Paul Dano, Paul Giamatti, Sarah Paulson, Lupita Nyongo'o και ο Brad Pitt στον ρόλο του Καναδού Bass, που λειτουργεί ως η μοναδική φωνή ενάντια στον θεσμό της δουλείας.
Το "12 Years a Slave" είναι μια ταινία που πρέπει να δεις. Ή καλύτερα, να την θαυμάσεις.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το όνομα του πρωταγωνιστή είναι γλωσσοδέτης, οτι ο Fassbender όπου κι αν παίζει θα πρέπει να είναι ή γυμνός ή με σεξουαλική διάθεση και οτι ο Brad έμοιαζε λίγο παράταιρος οπτικά, με την εποχή του Ήταν απλά σαν τον Brad Pitt με μούσι.
No trivia
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εποχής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εποχής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013
Παρασκευή 17 Μαΐου 2013
The Great Gatsby: The all seeing eyes of Dr. TJ Eckleburg...
NEW ARRIVAL
Χαιρετώ, χαιρετώ. Σήμερα θα ασχοληθούμε όπως μπορείτε να φανταστείτε, με την νέα ταινία του Baz Luhrman, "The Great Gatsby". Σας έχω ξαναπεί πως παρά το γεγονός πως στο blog ανεβάζω ταινίες οι οποίες αποτελούν προσωπική απόλαυση, εντούτοις κάποιες φορές, δεν μπορώ να μην ασχοληθώ και με τις αντίστοιχες οι οποίες προκαλούν ένα σούσουρο, για τους δικούς της λόγους η καθεμιά. Το "The Great Gatsby" αποτελεί μια τέτοια ταινία και παρακάτω θα προσπαθήσω να δώσω την δική μου εξήγηση για τους λόγους που τελικά δεν κατάφερα να τον "αγαπήσω". Όσο υπέροχος κι αν νόμιζε πως ο Luhrman πως είναι...
O Jay Gatsby (Leonardo di Caprio) είναι ένας μυστήριος εκατομμυριούχος, ο οποίος ζει μόνος στην μεγαλοπρεπή και έως και κιτς έπαυλή του, στο φανταστικό West Egg του Long Ailand. Αν για κάτι είναι γνωστός, πέρα δηλαδή από όλες τις φήμες που κυκλοφορούν ανάμεσα στους μπλαζέ πλούσιους, αναφορικά με το πως έχτισε όλη την αμύθητη περιουσία του, είναι για τα εκκωφαντικά του πάρτι, τα γεμάτα σερπαντίνες, γκλίτερ και σαμπάνια που ρέει άφθονη. Κάθε σαββατοκύριακο η κεκλεισμένων των θυρών παρουσία του Gatsby, γίνεται σημείο αναφοράς, μιας που ο οικοδεσπότης δεν τσιγκουνεύεται τίποτα μπροστά στην αγάπη. Γιατί ο μελαγχολικός και εν τέλει απόκληρος της κοινωνίας, Gatsby, παραδίδει κάθε εβδομάδα την πιο large διασκέδαση, με την ελπίδα να έρθει κάποια στιγμή και η αιώνια αγαπημένη της καρδιάς του, Daisy (Carey Mulligan). H Daisy είναι πλέον παντρεμένη με τον all american boy και γυναικά, Tom Buchanan (Joel Edgerton), με τον οποίο ζει μια πλουσιοπάροχη αλλά κατά τα άλλα ρηχή και θλιμμένη ζωή.
Παρατηρητής όλων αυτών, είναι ο ξάδελφος της Daisy, Nick Carraway (Tobey Maguire), ο οποίος θα αποτελέσει στην ουσία και τον μοναδικό πραγματικό φίλο του Gatsby. Εν μέσω ξέφρενου χορού, πολλαπλών δόσεων παγιέτας και ξεφαντώματος, το ρομάντζο των δυο πρωταγωνιστών θα φουντώσει. Οχι όμως και η αληθινή αγάπη...
Καταρχάς να ξεκαθαρίσω κάτι. Το βιβλίο δεν το έχω διαβάσει (ακόμα), συνεπώς δεν μπορώ να μείνω και πολύ στο κατά πόσο μεταφέρθηκε όσο πιο πιστά γινόταν το αυτούσιο λογοτεχνικό δημιούργημα στο κινηματογραφικό πανί. Παρόλα αυτά μπορώ να αντιληφθώ πως όταν αποτελεί κοινή παραδοχή πως μιλάμε για ένα εκ των σπουδαιότερων λογοτεχνημάτων που γράφτηκαν ποτέ, σίγουρα αυτό δεν μπορεί να απέχει και πολύ από την αλήθεια. Θα ξεκινήσω συνεπώς την "κριτική" μου κάπως αιρετικά και προασπιζόμενη κατά τρόπο χαλαρό την αξία του κατασκευάσματος του F. Scott Fitzgerald.
Σε πρώτη φάση έχει σημασία να αντιληφθούμε το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται το "The Great Gatsby", οχι για άλλον λόγο, αλλά για να δικαιολογήσω σε έναν βαθμό την αξία του βιβλίου, μιας που με τις συζητήσεις που άνοιξαν χθες σχετικά με την ταινία, υπήρξαν ορισμένοι που κατηγορούσαν το βιβλίο ως πολύ ρηχό και με χαρακτήρες συμπεριφοράς 10χρονου.
Αρχικά το γεγονός πως το "The Great Gatsby" κατατάσσεται στην κατηγορία των "great american novels", θα έπρεπε να λέει από μόνο του κάτι μιας που αυτομάτως σημαίνει πως αποτελεί τον καλύτερο δημιουργικό εκφραστή της εποχής στην οποία γράφτηκε και την οποία χαρακτηρίζει. Συνεπώς θα ήταν άτοπο να το κρίνουμε από μια σκοπιά αποδεσμευμένη από τον αυστηρά καθορισμένο χρονικό χώρο (ή χωρικό χρόνο) των ξέφραγων '20s, διότι απλά εκεί εντάσσεται. Και στα πλαίσια αυτού, αποτελεί τον ιδανικότερο εκφραστή μιας εποχής βουτηγμένης στο παράνομο αλκοόλ (ενδεχομένως η διανομή του αλκοόλ δεν ήταν ποτέ πιο έντονη από την εποχή της ποταπαγόρευσης), την καταστολή των ηθών και την boom-ίστικη άνθηση της οικονομίας με την βοήθεια του Χρηματιστηρίου. Άρα λοιπόν το "The Great Gatsby" αποτελεί έναν great μπούσουλα καταγραφής της ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας, με ολίγον από μυθοπλαστικό έρωτα, and that's that.
Ο μυθοπλαστικός βέβαια έρωτας μπορεί να μην είναι καν μυθοπλαστικός, μιας που και η σχέση του Fitzgerald με την Zelda, μιας γυναίκας που λέγεται πως τον ταλαιπώρησε εξαιτίας της υψηλής, κοινωνικής της καταγωγής και των χλιδάτων απαιτήσεών της, μάλλον αποτέλεσε πασιφανή τροφή για το βιβλίο του.
Παρά το γεγονός βέβαια πως ο Fitzgerald κάνει μια ενδελεχή καταγραφή της εποχής του, εντούτοις δεν παραμένει μόνο στην επιφάνεια του θέματος, αλλά μοιάζει περισσότερο να την χρησιμοποιεί με τρόπο ειρωνικό, προκειμένου να αποτυπώσει έννοιες όπως η ανθρώπινη μοναξιά και ματαιοδοξία, οι ηθικές αρχές, η ανάγκη κοινωνικής ανέλιξης και η ματαιότητα της ύπαρξής μας.
Και εδώ ερχόμαστε στα του Baz Luhrman. Δεν είναι οτι η ταινία του δεν είναι εντυπωσιακή. Δεν είναι οτι δεν είναι φανταχερή. Δεν είναι οτι η επιλογή του cast είναι ατυχής (αν και για να λέμε και την αλήθεια, ο Tobey Maguire είναι για ακόμη μια φορά ένα ταπεινό χαμομηλάκι). Είναι οτι το βιντεοκλιπίστικο όραμα του Αυστραλού σκηνοθέτη, έμελλε κάποια στιγμή να τον προδώσει μιας που μπορεί να έχουμε συνηθίσει το στυλιζαρισμένο του υπερθέαμα ήδη από την εποχή του "Romeo+Juliet" (με την πρώτη του συνεργασία εκεί με τον di Caprio ακόμη παιδαρέλι), και μπορεί όλοι να θαυμάσαμε την εξαίσια χημεία ανάμεσα στον Ewan McGregor και την Nicole Kidman υπό τους ήχους του "Show must go on" των QUEEN, στο υπέροχα μπουρλέσκ "Moulin Rouge", παρόλα αυτά δε γίνεται να επαναπαύεσαι στις δάφνες ενός παρελθόντος (μη ξεχνάμε Baz πως έχεις κάνει και την μεγάλη πατατιά που ακούει στο όνομα "Australia") και να πορεύεσαι με βάση την φαντεζί σου σκηνοθεσία και τα ομολογουμένως εκπληκτικά κοστούμια της συζύγου σου Catherine Martin. Γιατί αν θέλουμε να πούμε και καμιά αλήθεια, γιατί από όλο το παγκόσμιο λογοτεχνικό ρεπερτόριο ο Luhrman αποφάσισε να μεταφέρει την ιστορία του Gatsby; Μήπως επειδή η εποχή "σηκώνει" την κινηματογραφική υπερβολή που τόσο καλά ξέρει ο ίδιος να χειρίζεται;
Ακόμα βέβαια και από πλευράς σκηνοθεσίας ο Luhrman κάπου χάνει την μπάλα μιας που για να το θέσω και κομψά, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από μέτρια έως και κακή (μη πέσετε ακόμα να με φάτε, έχω λόγο που το λέω).
Οι αντιρρήσεις μου έχουν να κάνουν με τα εξής. Πρώτον, η δημιουργία μιας ταινίας με την τεχνική του 3D, πρέπει να γίνεται μόνο και εφόσον αυτή ακριβώς η τεχνική μπορεί να προσδώσει στο φιλμ κάτι το διαφορετικό και κάτι το οποίο θα καταστήσει ουσιαστικά την ταινία μοναδική και άξια αναφοράς, χάρη σε αυτό. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα αποτέλεσε η ταινία του Ang Lee, "The Life of Pi", η οποία ήταν μια πραγματικά εντυπωσιακή εμπειρία, κάτι το οποίο έγινε δυνατό μέσα από την χρήση του 3D. Το γεγονός μάλιστα πως αποτελούσε μια παραβολή, ένα παραμύθι αν θέλετε, ενίσχυε ακόμα περισσότερο την χρηστικότητά της, καθώς οποιαδήποτε σχέση με την πραγματική ζωή περνούσε σε δεύτερη μοίρα για χάρη τις "μεταφορικής" διήγησης. Αντιθέτως στο "The Great Gatsby" το πράγμα μπουκώνει τόσο πολύ στην οθόνη εξαιτίας της τρισδιάστατης εκδοχής, ώστε η σκηνοθεσία περισσότερο καταλήγει σαν κακέκτυπο ενός συνδυασμού live action και animation, παρά σαν μια ταινία εποχής. Η δε ψηφιακότητα του όλου εγχειρήματος δεν σε αφήνει να απολαύσεις το γενικότερο στήσιμο του story, καθώς οι πρωταγωνιστές μοιάζουν σχεδόν να ξεκολλάνε πάνω από το φόντο, γεγονός που ενισχύει ακόμα περισσότερο την εντύπωση του κακοφτιαγμένου 3D-ζαρίσματος της εικόνας. Η όποια απόλαυση έρχεται μόνο μέσα από τους κλειστούς χώρους δράσης, καθώς τα "εξωτερικά" πλάνα πνίγονται μέσα στο στημένο και ψεύτικο περιβάλλον.
Η κατάσταση παραμένει αδιόρθωτη ακόμα και μέσα από την χρήση ψηφιακών καπνών και ομίχλης με την οποία ο Luhrman πασχίζει να καλύψει τις σκηνοθετικές του αδυναμιάρες, καθώς όπως όλα δείχνουν μάλλον ξεχάστηκε εξαιτίας του αστραποβολήματος των κοστουμιών.
Δεύτερον, αν και οι ηθοποιοί κάνουν τα πάντα προκειμένου να αποδώσουν ορθά τους ρόλους τους, εντούτοις κάποιοι από αυτούς τα καταφέρνουν λιγότερο καλά από άλλους. Όπως είπα, ο Maguire είναι απλός αδιάφορος, την ίδια στιγμή που ο di Caprio μοιάζει να κουβαλάει στην πλάτη του την προσπάθεια ερμηνείας ενός χαρακτήρα, με τρόπο σε στιγμές αμήχανο, σαν να προσπαθεί να ανταποδώσει στον Luhrman με την παρουσία του για "old time's sake".
Παράλληλα η χημεία της Mulligan με τον di Caprio δεν είναι κακή, δεν είναι όμως και καλή, με αποτέλεσμα η σχέση τους να αναπτύσσεται με κάπως βραδείς και διστακτικούς ρυθμούς, οι οποίοι δεν προσφέρουν τίποτα στην έτσι κι αλλιώς περιρρέουσα ραθυμία της ταινίας. Αν εξαιρέσουμε τις σκηνές των πάρτι στις οποίες ο Luhrman παίρνει άριστα δέκα, όλη η υπόλοιπη ταινία παραπαίει ανάμεσα σε κατακερματισμένα μοντάζ, υπερβολικά μακρές πρόζες και περιεχόμενο που θα έπρεπε να είναι καλύτερα φροντισμένο, καθιστώντας την κοντά δυόμιση ώρες διάρκεια της, too too much.
Το "The Great Gatsby" είναι για εμένα μια οπτικοακουστική φαντασμαγορία, δίχως ουσία, η οποία φαίνεται να έχει πετύχει το ένα στα δυο, αλλά να έχει χάσει το πιο βασικό κομμάτι: την ουσία. Στην τελική ο κόσμος του Gatsby δεν μοιάζει να είναι μόνο φρου φρου κι αρώματα, αλλά περισσότερο να τα λειτουργεί αυτά μέσα από την οπτική μιας προσωπικής και διαρκώς κρυμμένης μοναχικής προσωπικότητας με μια μεγάλη αγάπη, αφιερωμένος μια για πάντα στον έναν και μοναδικό σκοπό της ζωής του: την επιστροφή της άσωτης αγαπητικιάς. Που είναι αυτό αγαπητέ Luhrman;
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το να ακούς rap Jay-Z ως ενδοαφηγηματική μουσική, είναι από τα πιο αστεία πράγματα που είδα/άκουσα πρόσφατα σε ταινία, οτι το ροζ κοστούμι του Leo έκλεψε την παράσταση και οτι το φιλί στο δέντρο είναι από τις ελάχιστες σκηνές που άξιζαν πραγματικά.
TRIVIA
Χαιρετώ, χαιρετώ. Σήμερα θα ασχοληθούμε όπως μπορείτε να φανταστείτε, με την νέα ταινία του Baz Luhrman, "The Great Gatsby". Σας έχω ξαναπεί πως παρά το γεγονός πως στο blog ανεβάζω ταινίες οι οποίες αποτελούν προσωπική απόλαυση, εντούτοις κάποιες φορές, δεν μπορώ να μην ασχοληθώ και με τις αντίστοιχες οι οποίες προκαλούν ένα σούσουρο, για τους δικούς της λόγους η καθεμιά. Το "The Great Gatsby" αποτελεί μια τέτοια ταινία και παρακάτω θα προσπαθήσω να δώσω την δική μου εξήγηση για τους λόγους που τελικά δεν κατάφερα να τον "αγαπήσω". Όσο υπέροχος κι αν νόμιζε πως ο Luhrman πως είναι...
O Jay Gatsby (Leonardo di Caprio) είναι ένας μυστήριος εκατομμυριούχος, ο οποίος ζει μόνος στην μεγαλοπρεπή και έως και κιτς έπαυλή του, στο φανταστικό West Egg του Long Ailand. Αν για κάτι είναι γνωστός, πέρα δηλαδή από όλες τις φήμες που κυκλοφορούν ανάμεσα στους μπλαζέ πλούσιους, αναφορικά με το πως έχτισε όλη την αμύθητη περιουσία του, είναι για τα εκκωφαντικά του πάρτι, τα γεμάτα σερπαντίνες, γκλίτερ και σαμπάνια που ρέει άφθονη. Κάθε σαββατοκύριακο η κεκλεισμένων των θυρών παρουσία του Gatsby, γίνεται σημείο αναφοράς, μιας που ο οικοδεσπότης δεν τσιγκουνεύεται τίποτα μπροστά στην αγάπη. Γιατί ο μελαγχολικός και εν τέλει απόκληρος της κοινωνίας, Gatsby, παραδίδει κάθε εβδομάδα την πιο large διασκέδαση, με την ελπίδα να έρθει κάποια στιγμή και η αιώνια αγαπημένη της καρδιάς του, Daisy (Carey Mulligan). H Daisy είναι πλέον παντρεμένη με τον all american boy και γυναικά, Tom Buchanan (Joel Edgerton), με τον οποίο ζει μια πλουσιοπάροχη αλλά κατά τα άλλα ρηχή και θλιμμένη ζωή.
Παρατηρητής όλων αυτών, είναι ο ξάδελφος της Daisy, Nick Carraway (Tobey Maguire), ο οποίος θα αποτελέσει στην ουσία και τον μοναδικό πραγματικό φίλο του Gatsby. Εν μέσω ξέφρενου χορού, πολλαπλών δόσεων παγιέτας και ξεφαντώματος, το ρομάντζο των δυο πρωταγωνιστών θα φουντώσει. Οχι όμως και η αληθινή αγάπη...
Καταρχάς να ξεκαθαρίσω κάτι. Το βιβλίο δεν το έχω διαβάσει (ακόμα), συνεπώς δεν μπορώ να μείνω και πολύ στο κατά πόσο μεταφέρθηκε όσο πιο πιστά γινόταν το αυτούσιο λογοτεχνικό δημιούργημα στο κινηματογραφικό πανί. Παρόλα αυτά μπορώ να αντιληφθώ πως όταν αποτελεί κοινή παραδοχή πως μιλάμε για ένα εκ των σπουδαιότερων λογοτεχνημάτων που γράφτηκαν ποτέ, σίγουρα αυτό δεν μπορεί να απέχει και πολύ από την αλήθεια. Θα ξεκινήσω συνεπώς την "κριτική" μου κάπως αιρετικά και προασπιζόμενη κατά τρόπο χαλαρό την αξία του κατασκευάσματος του F. Scott Fitzgerald.
Σε πρώτη φάση έχει σημασία να αντιληφθούμε το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται το "The Great Gatsby", οχι για άλλον λόγο, αλλά για να δικαιολογήσω σε έναν βαθμό την αξία του βιβλίου, μιας που με τις συζητήσεις που άνοιξαν χθες σχετικά με την ταινία, υπήρξαν ορισμένοι που κατηγορούσαν το βιβλίο ως πολύ ρηχό και με χαρακτήρες συμπεριφοράς 10χρονου.
Αρχικά το γεγονός πως το "The Great Gatsby" κατατάσσεται στην κατηγορία των "great american novels", θα έπρεπε να λέει από μόνο του κάτι μιας που αυτομάτως σημαίνει πως αποτελεί τον καλύτερο δημιουργικό εκφραστή της εποχής στην οποία γράφτηκε και την οποία χαρακτηρίζει. Συνεπώς θα ήταν άτοπο να το κρίνουμε από μια σκοπιά αποδεσμευμένη από τον αυστηρά καθορισμένο χρονικό χώρο (ή χωρικό χρόνο) των ξέφραγων '20s, διότι απλά εκεί εντάσσεται. Και στα πλαίσια αυτού, αποτελεί τον ιδανικότερο εκφραστή μιας εποχής βουτηγμένης στο παράνομο αλκοόλ (ενδεχομένως η διανομή του αλκοόλ δεν ήταν ποτέ πιο έντονη από την εποχή της ποταπαγόρευσης), την καταστολή των ηθών και την boom-ίστικη άνθηση της οικονομίας με την βοήθεια του Χρηματιστηρίου. Άρα λοιπόν το "The Great Gatsby" αποτελεί έναν great μπούσουλα καταγραφής της ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας, με ολίγον από μυθοπλαστικό έρωτα, and that's that.
Ο μυθοπλαστικός βέβαια έρωτας μπορεί να μην είναι καν μυθοπλαστικός, μιας που και η σχέση του Fitzgerald με την Zelda, μιας γυναίκας που λέγεται πως τον ταλαιπώρησε εξαιτίας της υψηλής, κοινωνικής της καταγωγής και των χλιδάτων απαιτήσεών της, μάλλον αποτέλεσε πασιφανή τροφή για το βιβλίο του.
Παρά το γεγονός βέβαια πως ο Fitzgerald κάνει μια ενδελεχή καταγραφή της εποχής του, εντούτοις δεν παραμένει μόνο στην επιφάνεια του θέματος, αλλά μοιάζει περισσότερο να την χρησιμοποιεί με τρόπο ειρωνικό, προκειμένου να αποτυπώσει έννοιες όπως η ανθρώπινη μοναξιά και ματαιοδοξία, οι ηθικές αρχές, η ανάγκη κοινωνικής ανέλιξης και η ματαιότητα της ύπαρξής μας.
Και εδώ ερχόμαστε στα του Baz Luhrman. Δεν είναι οτι η ταινία του δεν είναι εντυπωσιακή. Δεν είναι οτι δεν είναι φανταχερή. Δεν είναι οτι η επιλογή του cast είναι ατυχής (αν και για να λέμε και την αλήθεια, ο Tobey Maguire είναι για ακόμη μια φορά ένα ταπεινό χαμομηλάκι). Είναι οτι το βιντεοκλιπίστικο όραμα του Αυστραλού σκηνοθέτη, έμελλε κάποια στιγμή να τον προδώσει μιας που μπορεί να έχουμε συνηθίσει το στυλιζαρισμένο του υπερθέαμα ήδη από την εποχή του "Romeo+Juliet" (με την πρώτη του συνεργασία εκεί με τον di Caprio ακόμη παιδαρέλι), και μπορεί όλοι να θαυμάσαμε την εξαίσια χημεία ανάμεσα στον Ewan McGregor και την Nicole Kidman υπό τους ήχους του "Show must go on" των QUEEN, στο υπέροχα μπουρλέσκ "Moulin Rouge", παρόλα αυτά δε γίνεται να επαναπαύεσαι στις δάφνες ενός παρελθόντος (μη ξεχνάμε Baz πως έχεις κάνει και την μεγάλη πατατιά που ακούει στο όνομα "Australia") και να πορεύεσαι με βάση την φαντεζί σου σκηνοθεσία και τα ομολογουμένως εκπληκτικά κοστούμια της συζύγου σου Catherine Martin. Γιατί αν θέλουμε να πούμε και καμιά αλήθεια, γιατί από όλο το παγκόσμιο λογοτεχνικό ρεπερτόριο ο Luhrman αποφάσισε να μεταφέρει την ιστορία του Gatsby; Μήπως επειδή η εποχή "σηκώνει" την κινηματογραφική υπερβολή που τόσο καλά ξέρει ο ίδιος να χειρίζεται;
Ακόμα βέβαια και από πλευράς σκηνοθεσίας ο Luhrman κάπου χάνει την μπάλα μιας που για να το θέσω και κομψά, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από μέτρια έως και κακή (μη πέσετε ακόμα να με φάτε, έχω λόγο που το λέω).
Οι αντιρρήσεις μου έχουν να κάνουν με τα εξής. Πρώτον, η δημιουργία μιας ταινίας με την τεχνική του 3D, πρέπει να γίνεται μόνο και εφόσον αυτή ακριβώς η τεχνική μπορεί να προσδώσει στο φιλμ κάτι το διαφορετικό και κάτι το οποίο θα καταστήσει ουσιαστικά την ταινία μοναδική και άξια αναφοράς, χάρη σε αυτό. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα αποτέλεσε η ταινία του Ang Lee, "The Life of Pi", η οποία ήταν μια πραγματικά εντυπωσιακή εμπειρία, κάτι το οποίο έγινε δυνατό μέσα από την χρήση του 3D. Το γεγονός μάλιστα πως αποτελούσε μια παραβολή, ένα παραμύθι αν θέλετε, ενίσχυε ακόμα περισσότερο την χρηστικότητά της, καθώς οποιαδήποτε σχέση με την πραγματική ζωή περνούσε σε δεύτερη μοίρα για χάρη τις "μεταφορικής" διήγησης. Αντιθέτως στο "The Great Gatsby" το πράγμα μπουκώνει τόσο πολύ στην οθόνη εξαιτίας της τρισδιάστατης εκδοχής, ώστε η σκηνοθεσία περισσότερο καταλήγει σαν κακέκτυπο ενός συνδυασμού live action και animation, παρά σαν μια ταινία εποχής. Η δε ψηφιακότητα του όλου εγχειρήματος δεν σε αφήνει να απολαύσεις το γενικότερο στήσιμο του story, καθώς οι πρωταγωνιστές μοιάζουν σχεδόν να ξεκολλάνε πάνω από το φόντο, γεγονός που ενισχύει ακόμα περισσότερο την εντύπωση του κακοφτιαγμένου 3D-ζαρίσματος της εικόνας. Η όποια απόλαυση έρχεται μόνο μέσα από τους κλειστούς χώρους δράσης, καθώς τα "εξωτερικά" πλάνα πνίγονται μέσα στο στημένο και ψεύτικο περιβάλλον.
Η κατάσταση παραμένει αδιόρθωτη ακόμα και μέσα από την χρήση ψηφιακών καπνών και ομίχλης με την οποία ο Luhrman πασχίζει να καλύψει τις σκηνοθετικές του αδυναμιάρες, καθώς όπως όλα δείχνουν μάλλον ξεχάστηκε εξαιτίας του αστραποβολήματος των κοστουμιών.
Δεύτερον, αν και οι ηθοποιοί κάνουν τα πάντα προκειμένου να αποδώσουν ορθά τους ρόλους τους, εντούτοις κάποιοι από αυτούς τα καταφέρνουν λιγότερο καλά από άλλους. Όπως είπα, ο Maguire είναι απλός αδιάφορος, την ίδια στιγμή που ο di Caprio μοιάζει να κουβαλάει στην πλάτη του την προσπάθεια ερμηνείας ενός χαρακτήρα, με τρόπο σε στιγμές αμήχανο, σαν να προσπαθεί να ανταποδώσει στον Luhrman με την παρουσία του για "old time's sake".
Παράλληλα η χημεία της Mulligan με τον di Caprio δεν είναι κακή, δεν είναι όμως και καλή, με αποτέλεσμα η σχέση τους να αναπτύσσεται με κάπως βραδείς και διστακτικούς ρυθμούς, οι οποίοι δεν προσφέρουν τίποτα στην έτσι κι αλλιώς περιρρέουσα ραθυμία της ταινίας. Αν εξαιρέσουμε τις σκηνές των πάρτι στις οποίες ο Luhrman παίρνει άριστα δέκα, όλη η υπόλοιπη ταινία παραπαίει ανάμεσα σε κατακερματισμένα μοντάζ, υπερβολικά μακρές πρόζες και περιεχόμενο που θα έπρεπε να είναι καλύτερα φροντισμένο, καθιστώντας την κοντά δυόμιση ώρες διάρκεια της, too too much.
Το "The Great Gatsby" είναι για εμένα μια οπτικοακουστική φαντασμαγορία, δίχως ουσία, η οποία φαίνεται να έχει πετύχει το ένα στα δυο, αλλά να έχει χάσει το πιο βασικό κομμάτι: την ουσία. Στην τελική ο κόσμος του Gatsby δεν μοιάζει να είναι μόνο φρου φρου κι αρώματα, αλλά περισσότερο να τα λειτουργεί αυτά μέσα από την οπτική μιας προσωπικής και διαρκώς κρυμμένης μοναχικής προσωπικότητας με μια μεγάλη αγάπη, αφιερωμένος μια για πάντα στον έναν και μοναδικό σκοπό της ζωής του: την επιστροφή της άσωτης αγαπητικιάς. Που είναι αυτό αγαπητέ Luhrman;
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το να ακούς rap Jay-Z ως ενδοαφηγηματική μουσική, είναι από τα πιο αστεία πράγματα που είδα/άκουσα πρόσφατα σε ταινία, οτι το ροζ κοστούμι του Leo έκλεψε την παράσταση και οτι το φιλί στο δέντρο είναι από τις ελάχιστες σκηνές που άξιζαν πραγματικά.
TRIVIA
- Η παραγωγή καθυστέρησε, όταν μια κινούμενη κάμερα χτύπησε τον Luhrman στο κεφάλι, αναγκάζοντας τον να διακόψει τα γυρίσματα προκειμένου να κάνει τρία ράμματα.
- Μπορεί κανείς να δει μια εικόνα της Zelda Fitzgerald στο διαμέρισμα που μοιράζεται ο Tom με την Myrtle (Isla Fisher).
- Για τον ρόλο του Tom Buchanan ήταν αρχικά υποψήφιος ο Ben Affleck. Αυτό.
(ΠΗΓΗ IMDB)
Δευτέρα 15 Απριλίου 2013
Clandestine Childhood (a.k.a Infancia Clandestina): From the eyes of a child...
NEW ARRIVAL
Γεια σας, γεια σας και καλή εβδομάδα να έχουμε! Σήμερα και μιας και τις τελευταίες μέρες τρέχω λιγάκι σαν τρελή, προκειμένου να προλάβω διάφορα, είπα να σας προτείνω μια καινούρια ταινιούλα, η οποία πρόκειται να κυκλοφορήσει από την Πέμπτη, στης ελληνικές αίθουσες. Με αφορμή λοιπόν την δημοσιογραφική της προβολή, για τις ανάγκες του site στο οποίο γράφω, είπα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία και να γράψω δυο λόγια, μιας που ήταν στην τελική και μια απρόσμενη, μικρούλα έκπληξη. Ο λόγος; Στην ταινία πρωταγωνιστεί η μούσα των μεξικάνικων, σαπουνοπερικών μας, νεότερων χρόνων, η Natalia Oreiro. Πόσο καλή έλεγα, μπορεί να είναι μια ταινία με την Oreiro; Αρκετά καλή, κατέληξα μετά το τέλος της. Για να δούμε λοιπόν. "Infancia Clandestina".
Βρισκόμαστε στην μεταπερονική Αργεντινή της δεκαετίας του ΄70, εκεί όπου ο στρατός έχει πλέον καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία, και έχει εγκαθιδρύσει την δική του κυριαρχία. Εκεί, ανάμεσα στους πολλούς, ένα παντρεμένο ζευγάρι ακτιβιστών το οποίο είχε εξοριστεί στην Κούβα, εξαιτίας της φιλοπερονικής του δράσης, θα επιστρέψει και πάλι στην πατρίδα του, παρέα με τα δυο μικρά του παιδιά: την μόλις μερικών μηνών Vicky, και τον εύστροφο πιτσιρικά, Juan.
Αποφασίζοντας να καταλύσουν στο σπιτικό του θείου του Juan, Beto, το ζευγάρι θα συνεχίσει την υπόγεια, επαναστατική του δράση στο πλευρό έτερων companeros, προκειμένου να ρίξουν από την εξουσία τον σφετεριστή στρατό.
Όπως είναι αναμενόμενο, όλη αυτή η κεκαλυμμένη δράση της οικογένειας, θα έχει τον δικό της αντίκτυπο πάνω στον παιδικό ψυχισμό του Juan, ο οποίος θα κληθεί να αλλάξει όνομα (και να μετονομαστεί σε Ernesto, από τον Ernesto Che Guevera, βεβαίως, βεβαίως), και να χτίσει στην ουσία, μια ολόκληρη, διαφορετική ταυτότητα, πριν μεταβεί στο νέο του σχολείο. Και ενώ ο μικρός Juan, βιώνει την καθημερινότητά του, με τρόπο διαφορετικό απ'ολα τα υπόλοιπα παιδιά, τα πρώτα παιδικά σκιρτήματα θα του χτυπήσουν την πόρτα, όταν γνωρίσει την όμορφη Maria. Ο αθώος "έρωτάς" τους, θα αποτελέσει βάλσαμο στην περίεργη, κομαντατική πραγματικότητά του, κάνοντάς τον ευτυχισμένο για πρώτη φορά, εδώ και καιρό. Για πόσο όμως;
Ο Αργεντινός σκηνοθέτης, Benjamin Avila, κάνει με αυτό το ταινιάκι, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, μοιραζόμενος με τους θεατές ημιβιωματικές εμπειρίες και επιπρόσθετες μυθοπλαστικές πινελιές. Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια εξάλλου και ο θάνατος της μητέρας του (η οποία είχε θεωρηθεί πως διατηρούσε σχέσεις με τους Μontoneros) από τον στρατό, σημάδεψαν την ζωή του σκηνοθέτη, ο οποίος μέχρι πρότινος στρεφόταν προς την δημιουργία κοινωνικοπολιτικών, ως επί το πλείστον, ντοκιμαντέρ, τα οποία είχαν να κάνουν με την ταραγμένη εποχή του '70, όπως την βίωνε η χώρα της Αργεντινής.
Αν και όπως αναφέρεται, η ταινία, βασίζεται μόνο εν μέρει στην ζωή και τα βιώματα του Avila, παρόλα αυτά η υπόθεση, δεν περνάει έτσι κι αλλιώς ως κάτι το απτό και απόλυτα αντικειμενικό, μιας που τα σκηνοθετικά της στυλιζαρίσματα σε στιγμές, είναι και δεν είναι ενταγμένα, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο μιας αλήθειας. Ακόμα και αν ο σκηνοθέτης ήθελε να αναπαραστήσει μέσα από τον φακό του, τις δύσκολες και σκληρές στιγμές που είχε αντιμετωπίσει ο ίδιος στην τρυφερή του ηλικία, το γεγονός πως το σενάριο ξεφεύγει από την αυστηρώς οριοθετημένη πλοκή του πολιτικού cinema, είναι ένα γεγονός. Εν προκειμένω ο Avila, φαίνεται πως δεν νοιάζεται να μας διηγηθεί μια ιστορία για τον τρόπο που οι ενήλικες καταφεύγουν στις επαναστατικές του πράξεις, ως μιας μορφής αντίστασης, αλλά την ιστορία ενός παιδιού που καταφεύγει στην φιλία και την αγάπη, προκειμένου να εκφράσει-ενδεχομένως και υποσυνείδητα-την δική του μορφή αντίστασης.
Ο Juan γίνεται το αντικείμενο-εκφραστής κάθε παιδιού που έρχεται αντιμέτωπο με τον αντίκτυπο μιας επανάστασης ή ενός πολέμου, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση, μοιάζει να έρχεται διαρκώς εκ των έξω. Και τι εννοούμε με αυτό. Εννοούμε, πως καθ'όλη την διάρκεια της ταινίας, δεν γινόμαστε ποτέ μάρτυρες ενός βίαιου συμβάντος, το οποίο να εκτυλίσσεται στον τρέχοντα, κινηματογραφικό και αφηγηματικό χρόνο, με τις εν δυνάμει συγκρούσεις και την έκρυθμη κατάσταση, να παίζουν διαρκώς, εκτός πλάνου. Η απειλή κρέμεται με αυτόν τον τρόπο, πάνω από τα κεφάλια των πρωταγωνιστών και ποτέ δεν μοιάζει να οδηγείται σε ένα ολοκληρωμένο ξέσπασμα, αφήνοντας τους θεατές μόνο να εικάζουν και να υποθέτουν, σχετικά με το τι μπορεί να συμβαίνει εκτός πλάνου. Όλος ο φόβος και η ανησυχία του πρωταγωνιστικό ζευγαριού, εκφράζεται μέσα από μια αστυνομική σειρήνα που θα ηχήσει ή μέσα από τον έλεγχο των χαρτιών για παράδειγμα, των ηρώων, από τους ανθρώπους του στρατού, οι οποίοι βρίσκονται ακροβολισμένοι στον δρόμο, γι' αυτή την δουλειά. Αν θα έπρεπε λοιπόν αν επικρατήσουμε μια κάποια σκηνοθετική στάση του Avila, αυτή σίγουρα χωράει στην μετατόπιση του φόβου σε έναν off screen χώρο, εκεί ακριβώς που σαν θεατές υποψιαζόμαστε οτι παίζεται και το μεγαλύτερο δράμα, αυτό που θα έχει τον οριστικό αντίκτυπο, πάνω στους πρωταγωνιστές μας.
Αν βέβαια θέλουμε να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, καλό θα ήταν να αναφέρουμε οτι το σενάριο, αποτελεί στο σύνολό του, το πιο αδύναμο χαρτί της ταινίας, για έναν κυρίως, βασικό λόγο: το γεγονός οτι ποτέ δεν έχουμε μια επαρκή ανάπτυξη των κεντρικών χαρακτήρων. Σίγουρα θα απαιτούσε διαφορετική προσέγγιση, μιας εντατικότερη προσπάθεια ανάπτυξης και οπτικοποίησης του παρελθόντος των χαρακτήρων, αλλά ακόμα κι αν αυτό δεν γινόταν (όπως δηλαδή συμβαίνει στην ταινία), θα έπρεπε οι ήρωες να πατούν πιο γερά στο έδαφος, αναφορικά με τους λόγους οι οποίοι τους οδηγούν στην εκάστοτε πράξη. Εξάλλου, υπάρχουν και κάποιες, μάλλον awkward στιγμές, στις οποίες το πράγμα δεν δουλεύει καλά, φανερώνοντας τις σεναριακές αδυναμίες (π.χ η οικογένεια χρησιμοποιεί μια επιχείρηση σοκολάτας ως βιτρίνα, προκειμένου να γεμίζει κατά τα άλλα, σοκολατένια κουτάκια, με σφαίρες, με τις οποίες τροφοδοτεί την επανάσταση. Γιατί όμως κανείς δεν σκέφτεται, οτι το να σε πιάσουν στον δρόμο με το mini φορτηγάκι και ένα εμπόρευμα τίγκα στον οπλισμό, θα ήταν πολύ εύκολο να συμβεί; και άρα επικίνδυνο;).
Ακόμα όμως και αν οι "μεγάλοι" χαρακτήρες δεν αναλύονται όσο θα χρειαζόταν (ή θα έπρεπε, όπως το βλέπει κανείς), η ταινία καταφέρνει να κερδίσει την προσοχή σου, χάρη στον νεαρό της πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι εξαιρετικός, καθώς και στην όμορφη σκηνοθεσία της, η οποία διαθέτει φωνή και σου πασάρει και μερικά αξιόλογα τερτίπια, τα οποία δεν τα περιμένεις και τα οποία αποτελούν και το βασικό της αλατοπίπερο.
Καταρχάς, κάθε φορά που ο Juan φέρνει στον νου του κάποιο σκληρό, βίαιο συμβάν (γιατί στην τελική η ταινία, είναι και μια ιστορία πάνω στην μνήμη, ακόμα και μέσα σε ένα mainstream σύνολο, όπως γίνεται εδώ), η εναλλαγή από live action, σε animation, χρησιμοποιείται ως παντιέρα, σαν να πρόκειται για άλλον Tarantino, ο οποίος αποκρύπτει το αίμα και την gore διάθεση, μέσα σε ένα ανιματζίδικο περιτύλιγμα. Εδώ, οι animation σεκάνς, θα μπορούσαν να σταθούν και από μόνες τους ως μικρού μήκους ταινιάκια, τα οποία ακολουθώντας την παραδοσιακή τεχνική, δίνουν σίγουρα μια εντελώς διαφορετική εικόνα στην ταινία. Εξίσου ενδιαφέρουσα πάντως, είναι και η προσέγγιση των ονειρικών καταστάσεων του Juan, ο οποίος προβάλει στο υπνωτικό του υποσυνείδητο, την ταραχώδη ζωή του, εν μέσω μπουνιουελικών σεναρίων, προσθέτοντας μερικά απρόβλεπτα, σουρεαλιστικά στοιχεία στο concept της ταινίας, και μάλιστα υπό την μόνιμη, χρωματική παλέτα ενός αρρωστιάρικου, φωσφωρίζοντος, νέον πράσινου.
Το "Infancia Clandestina", είναι από εκείνες τις ταινίες που βγαίνουν, και περνούν απαρατήρητες, οπότε εγώ είμαι εδώ, προκειμένου να στου επιστήσω την προσοχή και να σου πω, οτι αξίζει να της ρίξεις ένα παραπάνω βλέφαρο. Αν μη τι άλλο πρόκειται για ένα κατά τα άλλα, απλοϊκό δράμα, που έχει και τις καλές του στιγμές, μια εκ των οποίων περιλαμβάνει και την παρουσία της Natalia Oreiro (ω ναι), στον κεντρικό ρόλο της μάνας και η οποία υποδύεται τον ρόλο της, αρκούντως πειστικά και ικανά. Αν λοιπόν δεν έχετε κάτι διαφορετικό στην σινεματική σας κούτρα, δείτε το και περιμένω απόψεις. Χαιρετώ!
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι περιμένω και ταινία της Thalia, οτι "cambio dolor, por libertad..." και οτι η σεκάνς στο luna park, είναι από τις πιο όμορφες και γλυκές στιγμές της ταινίας.
No trivia
Γεια σας, γεια σας και καλή εβδομάδα να έχουμε! Σήμερα και μιας και τις τελευταίες μέρες τρέχω λιγάκι σαν τρελή, προκειμένου να προλάβω διάφορα, είπα να σας προτείνω μια καινούρια ταινιούλα, η οποία πρόκειται να κυκλοφορήσει από την Πέμπτη, στης ελληνικές αίθουσες. Με αφορμή λοιπόν την δημοσιογραφική της προβολή, για τις ανάγκες του site στο οποίο γράφω, είπα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία και να γράψω δυο λόγια, μιας που ήταν στην τελική και μια απρόσμενη, μικρούλα έκπληξη. Ο λόγος; Στην ταινία πρωταγωνιστεί η μούσα των μεξικάνικων, σαπουνοπερικών μας, νεότερων χρόνων, η Natalia Oreiro. Πόσο καλή έλεγα, μπορεί να είναι μια ταινία με την Oreiro; Αρκετά καλή, κατέληξα μετά το τέλος της. Για να δούμε λοιπόν. "Infancia Clandestina".
Βρισκόμαστε στην μεταπερονική Αργεντινή της δεκαετίας του ΄70, εκεί όπου ο στρατός έχει πλέον καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία, και έχει εγκαθιδρύσει την δική του κυριαρχία. Εκεί, ανάμεσα στους πολλούς, ένα παντρεμένο ζευγάρι ακτιβιστών το οποίο είχε εξοριστεί στην Κούβα, εξαιτίας της φιλοπερονικής του δράσης, θα επιστρέψει και πάλι στην πατρίδα του, παρέα με τα δυο μικρά του παιδιά: την μόλις μερικών μηνών Vicky, και τον εύστροφο πιτσιρικά, Juan.
Αποφασίζοντας να καταλύσουν στο σπιτικό του θείου του Juan, Beto, το ζευγάρι θα συνεχίσει την υπόγεια, επαναστατική του δράση στο πλευρό έτερων companeros, προκειμένου να ρίξουν από την εξουσία τον σφετεριστή στρατό.
Όπως είναι αναμενόμενο, όλη αυτή η κεκαλυμμένη δράση της οικογένειας, θα έχει τον δικό της αντίκτυπο πάνω στον παιδικό ψυχισμό του Juan, ο οποίος θα κληθεί να αλλάξει όνομα (και να μετονομαστεί σε Ernesto, από τον Ernesto Che Guevera, βεβαίως, βεβαίως), και να χτίσει στην ουσία, μια ολόκληρη, διαφορετική ταυτότητα, πριν μεταβεί στο νέο του σχολείο. Και ενώ ο μικρός Juan, βιώνει την καθημερινότητά του, με τρόπο διαφορετικό απ'ολα τα υπόλοιπα παιδιά, τα πρώτα παιδικά σκιρτήματα θα του χτυπήσουν την πόρτα, όταν γνωρίσει την όμορφη Maria. Ο αθώος "έρωτάς" τους, θα αποτελέσει βάλσαμο στην περίεργη, κομαντατική πραγματικότητά του, κάνοντάς τον ευτυχισμένο για πρώτη φορά, εδώ και καιρό. Για πόσο όμως;
Ο Αργεντινός σκηνοθέτης, Benjamin Avila, κάνει με αυτό το ταινιάκι, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, μοιραζόμενος με τους θεατές ημιβιωματικές εμπειρίες και επιπρόσθετες μυθοπλαστικές πινελιές. Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια εξάλλου και ο θάνατος της μητέρας του (η οποία είχε θεωρηθεί πως διατηρούσε σχέσεις με τους Μontoneros) από τον στρατό, σημάδεψαν την ζωή του σκηνοθέτη, ο οποίος μέχρι πρότινος στρεφόταν προς την δημιουργία κοινωνικοπολιτικών, ως επί το πλείστον, ντοκιμαντέρ, τα οποία είχαν να κάνουν με την ταραγμένη εποχή του '70, όπως την βίωνε η χώρα της Αργεντινής.
Αν και όπως αναφέρεται, η ταινία, βασίζεται μόνο εν μέρει στην ζωή και τα βιώματα του Avila, παρόλα αυτά η υπόθεση, δεν περνάει έτσι κι αλλιώς ως κάτι το απτό και απόλυτα αντικειμενικό, μιας που τα σκηνοθετικά της στυλιζαρίσματα σε στιγμές, είναι και δεν είναι ενταγμένα, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο μιας αλήθειας. Ακόμα και αν ο σκηνοθέτης ήθελε να αναπαραστήσει μέσα από τον φακό του, τις δύσκολες και σκληρές στιγμές που είχε αντιμετωπίσει ο ίδιος στην τρυφερή του ηλικία, το γεγονός πως το σενάριο ξεφεύγει από την αυστηρώς οριοθετημένη πλοκή του πολιτικού cinema, είναι ένα γεγονός. Εν προκειμένω ο Avila, φαίνεται πως δεν νοιάζεται να μας διηγηθεί μια ιστορία για τον τρόπο που οι ενήλικες καταφεύγουν στις επαναστατικές του πράξεις, ως μιας μορφής αντίστασης, αλλά την ιστορία ενός παιδιού που καταφεύγει στην φιλία και την αγάπη, προκειμένου να εκφράσει-ενδεχομένως και υποσυνείδητα-την δική του μορφή αντίστασης.
Ο Juan γίνεται το αντικείμενο-εκφραστής κάθε παιδιού που έρχεται αντιμέτωπο με τον αντίκτυπο μιας επανάστασης ή ενός πολέμου, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση, μοιάζει να έρχεται διαρκώς εκ των έξω. Και τι εννοούμε με αυτό. Εννοούμε, πως καθ'όλη την διάρκεια της ταινίας, δεν γινόμαστε ποτέ μάρτυρες ενός βίαιου συμβάντος, το οποίο να εκτυλίσσεται στον τρέχοντα, κινηματογραφικό και αφηγηματικό χρόνο, με τις εν δυνάμει συγκρούσεις και την έκρυθμη κατάσταση, να παίζουν διαρκώς, εκτός πλάνου. Η απειλή κρέμεται με αυτόν τον τρόπο, πάνω από τα κεφάλια των πρωταγωνιστών και ποτέ δεν μοιάζει να οδηγείται σε ένα ολοκληρωμένο ξέσπασμα, αφήνοντας τους θεατές μόνο να εικάζουν και να υποθέτουν, σχετικά με το τι μπορεί να συμβαίνει εκτός πλάνου. Όλος ο φόβος και η ανησυχία του πρωταγωνιστικό ζευγαριού, εκφράζεται μέσα από μια αστυνομική σειρήνα που θα ηχήσει ή μέσα από τον έλεγχο των χαρτιών για παράδειγμα, των ηρώων, από τους ανθρώπους του στρατού, οι οποίοι βρίσκονται ακροβολισμένοι στον δρόμο, γι' αυτή την δουλειά. Αν θα έπρεπε λοιπόν αν επικρατήσουμε μια κάποια σκηνοθετική στάση του Avila, αυτή σίγουρα χωράει στην μετατόπιση του φόβου σε έναν off screen χώρο, εκεί ακριβώς που σαν θεατές υποψιαζόμαστε οτι παίζεται και το μεγαλύτερο δράμα, αυτό που θα έχει τον οριστικό αντίκτυπο, πάνω στους πρωταγωνιστές μας.
Αν βέβαια θέλουμε να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, καλό θα ήταν να αναφέρουμε οτι το σενάριο, αποτελεί στο σύνολό του, το πιο αδύναμο χαρτί της ταινίας, για έναν κυρίως, βασικό λόγο: το γεγονός οτι ποτέ δεν έχουμε μια επαρκή ανάπτυξη των κεντρικών χαρακτήρων. Σίγουρα θα απαιτούσε διαφορετική προσέγγιση, μιας εντατικότερη προσπάθεια ανάπτυξης και οπτικοποίησης του παρελθόντος των χαρακτήρων, αλλά ακόμα κι αν αυτό δεν γινόταν (όπως δηλαδή συμβαίνει στην ταινία), θα έπρεπε οι ήρωες να πατούν πιο γερά στο έδαφος, αναφορικά με τους λόγους οι οποίοι τους οδηγούν στην εκάστοτε πράξη. Εξάλλου, υπάρχουν και κάποιες, μάλλον awkward στιγμές, στις οποίες το πράγμα δεν δουλεύει καλά, φανερώνοντας τις σεναριακές αδυναμίες (π.χ η οικογένεια χρησιμοποιεί μια επιχείρηση σοκολάτας ως βιτρίνα, προκειμένου να γεμίζει κατά τα άλλα, σοκολατένια κουτάκια, με σφαίρες, με τις οποίες τροφοδοτεί την επανάσταση. Γιατί όμως κανείς δεν σκέφτεται, οτι το να σε πιάσουν στον δρόμο με το mini φορτηγάκι και ένα εμπόρευμα τίγκα στον οπλισμό, θα ήταν πολύ εύκολο να συμβεί; και άρα επικίνδυνο;).
Ακόμα όμως και αν οι "μεγάλοι" χαρακτήρες δεν αναλύονται όσο θα χρειαζόταν (ή θα έπρεπε, όπως το βλέπει κανείς), η ταινία καταφέρνει να κερδίσει την προσοχή σου, χάρη στον νεαρό της πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι εξαιρετικός, καθώς και στην όμορφη σκηνοθεσία της, η οποία διαθέτει φωνή και σου πασάρει και μερικά αξιόλογα τερτίπια, τα οποία δεν τα περιμένεις και τα οποία αποτελούν και το βασικό της αλατοπίπερο.
Καταρχάς, κάθε φορά που ο Juan φέρνει στον νου του κάποιο σκληρό, βίαιο συμβάν (γιατί στην τελική η ταινία, είναι και μια ιστορία πάνω στην μνήμη, ακόμα και μέσα σε ένα mainstream σύνολο, όπως γίνεται εδώ), η εναλλαγή από live action, σε animation, χρησιμοποιείται ως παντιέρα, σαν να πρόκειται για άλλον Tarantino, ο οποίος αποκρύπτει το αίμα και την gore διάθεση, μέσα σε ένα ανιματζίδικο περιτύλιγμα. Εδώ, οι animation σεκάνς, θα μπορούσαν να σταθούν και από μόνες τους ως μικρού μήκους ταινιάκια, τα οποία ακολουθώντας την παραδοσιακή τεχνική, δίνουν σίγουρα μια εντελώς διαφορετική εικόνα στην ταινία. Εξίσου ενδιαφέρουσα πάντως, είναι και η προσέγγιση των ονειρικών καταστάσεων του Juan, ο οποίος προβάλει στο υπνωτικό του υποσυνείδητο, την ταραχώδη ζωή του, εν μέσω μπουνιουελικών σεναρίων, προσθέτοντας μερικά απρόβλεπτα, σουρεαλιστικά στοιχεία στο concept της ταινίας, και μάλιστα υπό την μόνιμη, χρωματική παλέτα ενός αρρωστιάρικου, φωσφωρίζοντος, νέον πράσινου.
Το "Infancia Clandestina", είναι από εκείνες τις ταινίες που βγαίνουν, και περνούν απαρατήρητες, οπότε εγώ είμαι εδώ, προκειμένου να στου επιστήσω την προσοχή και να σου πω, οτι αξίζει να της ρίξεις ένα παραπάνω βλέφαρο. Αν μη τι άλλο πρόκειται για ένα κατά τα άλλα, απλοϊκό δράμα, που έχει και τις καλές του στιγμές, μια εκ των οποίων περιλαμβάνει και την παρουσία της Natalia Oreiro (ω ναι), στον κεντρικό ρόλο της μάνας και η οποία υποδύεται τον ρόλο της, αρκούντως πειστικά και ικανά. Αν λοιπόν δεν έχετε κάτι διαφορετικό στην σινεματική σας κούτρα, δείτε το και περιμένω απόψεις. Χαιρετώ!
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι περιμένω και ταινία της Thalia, οτι "cambio dolor, por libertad..." και οτι η σεκάνς στο luna park, είναι από τις πιο όμορφες και γλυκές στιγμές της ταινίας.
No trivia
Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012
Black Death: Repent while you can...
Hello again. Μετά από πολύ καιρό (βασικά δε ξέρω καν αν έχω ανεβάσει πάλι ταινία παρόμοιου περιεχομένου, ένα μυαλό το'χω κι εγώ) σήμερα θα πούμε δυο πραγματάκια για ένα φιλμ, που αποπνέει Μεσαίωνα. Πιο συγκεκριμένα το "Black Death", το είχα στο νου μου εδώ και αρκετό καιρό, εξαιτίας της υπόθεσης η οποία είχε τραβήξει τη προσοχή μου σε πρώτη φάση, αλλά και του πρωταγωνιστικού cast που συνηθίζουμε πια να βλέπουμε σε παρόμοια projects. Για του λόγου το αληθές να σας πω, οτι πρωταγωνιστής είναι ο Sean Bean και όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό. Για πάμε να δούμε.
Βρισκόμαστε κάπου στο 1300-φτύσε με, και η βουβωνική πανώλη (γνωστή και ως "μαύρη πανώλη" ή "μαύρος θάνατος"), έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της στην Αγγλία, αποδεκατίζοντας τεράστιους αριθμούς πληθυσμών. Κάπου εκεί, ένας νεαρός μοναχός ο Osmund (Eddie Redmayne), αποδέχεται τον ρόλο του οδηγού μιας ομάδας περιπλανώμενων πολεμιστών, οι οποίοι αναζητούν κάτι πολύ συγκεκριμένο: ένα χωριό στο οποίο λέγεται οτι οι νεκροί επιστρέφουν και πάλι στον κόσμο των ζωντανών. Έτσι, με μπροστάρη τον Osmund και αρχηγό τον σκληροτράχηλο Ulrich (Sean Bean), η ομάδα θα προσπαθήσει να δώσει μια απάντηση, για την αινιγματική ζωή των κατοίκων του μικρού χωριού, το οποίο όπως όλα δείχνουν, είναι το μοναδικό προπύργιο υγείας, μέσα στον σηψαιμικό θάνατο που επικρατεί τριγύρω. Και πως έχουν καταφέρει αυτοί οι άνθρωποι να μείνουν ζωντανοί, μακριά από την "οργή του Θεού", όπως χαρακτηρίστηκε η θανατηφόρα αυτή ασθένεια; Η αποκάλυψη της αλήθειας είναι απρόβλεπτη. Όπως ακριβώς και ο αιώνιος πόλεμος ανάμεσα στον Θεό και τον Διάβολο. Το καλό και το κακό...
Το «Black Death» είναι ένα από εκείνα τα ταινιάκια που βλέπεις για να περάσεις την ώρα σου, και τη περνάς τελικά καλά. Δεν πρόκειται να αναζητήσουμε θέματα όπως αυτά που είδαμε στο "Killing Them Softly", αλλά ως ένα βαθμό, έχει και αυτό τη δική του αξία, παρότι πραγματεύεται ζητήματα τα οποία έχουμε ξαναδεί σε παρόμοιου περιεχομένου ταινίες και οχι μόνο. Έτσι λοιπόν όπως μπορείτε να καταλάβετε, δεδομένου και της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, τα ζευγάρια θεμάτων που παίζουν είναι κυρίως ο θάνατος και η ζωή, η πίστη και η απουσία της, ο Θεός και ο-ας τον πούμε-Διάβολος, και εδώ ο σκηνοθέτης Chrostopher Smith κάνει οτι περνάει από το χέρι του, προκειμένου να κρατήσει τα πράγματα απλά, αλλά ενδιαφέροντα. Και το καταφέρνει.
Ο Smith έχει κάνει μέχρι τώρα μερικές ακόμη ενδιαφέρουσες επιλογές, σκηνοθετώντας ως επί το πλείστον θρίλερ ή ταινίες τρόμου, όπως το πολύ καλό και mind fucking "Triangle" (για το οποίο θα πούμε κάποια στιγμή και εδώ), το spooky "Creep", καθώς και τη μαύρη κωμωδία με extra extra δόσεις gore, "Severance". Μπορεί καμία από αυτές να μη δρέπει δάφνες για τη πρωτοτυπία της, είναι όμως μια καλή ευκαιρία να τις τσεκάρετε σήμερα, για να μπείτε και λίγο σε Halloween κλίμα.
Στο "Black Death" μπορεί ο τρόμος ως σπλάτερ να λείπει, όμως υπάρχει αυτή η μυστηριακή ατμόσφαιρα των μεσαιωνικής εποχής ιστοριών, καθώς και η εμπλοκή με τη θρησκεία και τις πάσης φύσεως ειδωλολατρικές εκδηλώσεις της πίστης, έτσι ώστε η ταινία σε αφήνει ικανοποιημένο, αν ζητάς και εσύ αυτό από εκείνη.
Σκέψου λίγο το "Game of Thrones" στο πιο μαζεμένο του όμως, χωρίς την υπερσεξουαλική φύση και το αίμα που ρέει, και θα έχεις μια καλή εικόνα σχετικά με το τι πραγματεύεται το "Black Death".
H αλήθεια βέβαια είναι, πως εκτός από την εποχή που είναι ίδια και σε αυτές τις παραγωγές, υπάρχουν δυο πρόσωπα στη ταινία, που θα σου φέρουν κατευθείαν στο μυαλό την επικών διαστάσεων σειρά, του ΗΒΟ. Το πρώτο είναι φυσικά ο Sean Bean, ο οποίος έχω πειστεί πλέον οτι έχει γεννηθεί για να παίζει τέτοιους ρόλους-στολή μαχητή, σπαθιά στα χέρια, μακρύ λαδωμένο μαλλί και μούσια- μιας που όπως και να το κάνουμε του πάνε πολύ. Το δεύτερο άτομο, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον αφού πρόκειται για την Carise van Houten, το πραγματικό όνομα της οποίας μπορεί να μη σας λέει κάτι, σίγουρα όμως σου λέει αυτό στη σειρά όπου υποδύεται την Melisandre. Ξέρεις τώρα, εκείνη τη μάγισσα που γέννησε τον δαίμονα του σκότους; Ε, ο χαρακτήρας της εδώ, δε διαφέρει και πολύ από αυτόν στο Game of Thrones...
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Γερμανία (αν με ρωτούσατε θα έλεγα οτι έγιναν μάλλον σε σκανδιναβικά εδάφη) και όπως θα δείτε, από πλευράς τουλάχιστον ατμόσφαιρας, η παραγωγή έχει πετύχει διάνα. Καταπράσινα δάση, χωριάτικοι οικισμοί, σπηλιές, σκληρή πέτρα και κρύο, συναρμολογούν μια εικόνα ακριβώς όπως έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε σε σειρές και ταινίες ίδιου περιεχομένου. Παρόλα αυτά εκείνο που κατά πάσα πιθανότητα θα σας ιντριγκάρει περισσότερο στο "Black Death" είναι η σταδιακή αλλαγή του μοναχού Osmund (εκπληκτικός εδώ ο Redmayne), ο οποίος στο ταξίδι του, βλέπει πια πίσω από το παραπέτασμα της αυστηρής πειθαρχίας και της ύπαρξης ενός υπέρτατου όντος, ανακαλύπτοντας οτι ο άνθρωπος είναι τελικά πολύ πιο καταστροφικός, ακόμα και από την πιο επικίνδυνη ασθένεια...
Εκτός από τη σκηνοθεσία η οποία πατάει στα αφηγηματικά της μονοπάτια (ειλικρινά αν δεν έχει κάτι περισσότερο ενδιαφέρον η σκηνοθεσία για να σχολιάσω, νοιώθω σαν κάτι να λείπει από τη ταινία), το story έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως χάρη στον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνεται και με τον οποίο οι αποκαλύψεις έρχονται στο φως, επίπονες και άγριες.
Η έννοια της πίστης κερδίζει έδαφος, ο Θεός είναι ο υπέρτατος κριτής και η πανώλη η τιμωρία του πάνω στους ανθρώπους, για όλα τα κακά που έχει προκαλέσει η επίγεια ζωή τους. Συνεπώς τι σημαίνει αυτό για όσους δεν έχουν υποστεί ακόμα την οργή του Δημιουργού; Οτι δε πιστεύουν; Οτι αναστένουν τους νεκρούς τους, χάρη στη βαθιά πίστη τους σε κάτι σατανικό και αρχαίο; Ή μήπως όλα αυτά είναι τελικά μια ανθρώπινη παρεξήγηση, μια φριχτή σύμπτωση που κάνει τον μανδύα της δεισιδαιμονίας να απλώνεται ακόμα πιο βαρύς, πάνω από τα κεφάλια των αγράμματων και των φτωχών;
Εκτός από την ικανοποιητική σκηνοθεσία και τις υπέροχα ομιχλώδεις τοποθεσίες των γυρισμάτων, οι ερμηνείες είναι επίσης καλές, με τον Redmayne βεβαίως να ξεχωρίζει.
Η αλήθεια είναι πως όταν είχα δει το "One Week with Marilyn" είχα απορήσει με την ερμηνεία του νεαρού Βρετανού, καθώς μου είχε φανεί το λιγότερο αδιάφορος. Στο "Black Death" αντιθέτως είναι πολύ καλός, με μια γκάμα συναισθημάτων να τον χαρακτηρίζει και να του δίνει νεύρο και ψυχή.
Στο πλευρό του πάντα αξιόλογος σε τέτοιους ρόλους, είναι και ο Shean Bean, στον ρόλο του δυναμικού, πιστού άντρα, γεγονός που δημιουργεί ωραία αντίθεση με το νεαρό της ηλικίας του Redmayne ο οποίος φαντάζει μπροστά του πιτσιρίκι. Και αυτό εξυπηρετεί.
Σε γενικές γραμμές το "Black Death" είναι μια ταινία που έχει όλο το πακέτο, αν θες να δεις κάτι για να περάσεις ευχάριστα την ώρα σου (όσο ευχάριστα δηλαδή, δεδομένου του θέματός του). Έχει καλές ερμηνείες, ωραία υπόθεση, ταιριαστή σκηνοθεσία και πετυχαίνει ιδανικά την αναπαράσταση της κακορίζικης εκείνης εποχής. Τσεκάρετέ την.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα ρούχα του Game of Thrones, είναι δανικά από εδώ, οτι ο θρύλος του Bean ζει, και οτι ο τον ρόλο της van Houten, διεκδίκησε και η Lena Headey. Οποία έκπληξις!
No trivia
Βρισκόμαστε κάπου στο 1300-φτύσε με, και η βουβωνική πανώλη (γνωστή και ως "μαύρη πανώλη" ή "μαύρος θάνατος"), έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της στην Αγγλία, αποδεκατίζοντας τεράστιους αριθμούς πληθυσμών. Κάπου εκεί, ένας νεαρός μοναχός ο Osmund (Eddie Redmayne), αποδέχεται τον ρόλο του οδηγού μιας ομάδας περιπλανώμενων πολεμιστών, οι οποίοι αναζητούν κάτι πολύ συγκεκριμένο: ένα χωριό στο οποίο λέγεται οτι οι νεκροί επιστρέφουν και πάλι στον κόσμο των ζωντανών. Έτσι, με μπροστάρη τον Osmund και αρχηγό τον σκληροτράχηλο Ulrich (Sean Bean), η ομάδα θα προσπαθήσει να δώσει μια απάντηση, για την αινιγματική ζωή των κατοίκων του μικρού χωριού, το οποίο όπως όλα δείχνουν, είναι το μοναδικό προπύργιο υγείας, μέσα στον σηψαιμικό θάνατο που επικρατεί τριγύρω. Και πως έχουν καταφέρει αυτοί οι άνθρωποι να μείνουν ζωντανοί, μακριά από την "οργή του Θεού", όπως χαρακτηρίστηκε η θανατηφόρα αυτή ασθένεια; Η αποκάλυψη της αλήθειας είναι απρόβλεπτη. Όπως ακριβώς και ο αιώνιος πόλεμος ανάμεσα στον Θεό και τον Διάβολο. Το καλό και το κακό...
Το «Black Death» είναι ένα από εκείνα τα ταινιάκια που βλέπεις για να περάσεις την ώρα σου, και τη περνάς τελικά καλά. Δεν πρόκειται να αναζητήσουμε θέματα όπως αυτά που είδαμε στο "Killing Them Softly", αλλά ως ένα βαθμό, έχει και αυτό τη δική του αξία, παρότι πραγματεύεται ζητήματα τα οποία έχουμε ξαναδεί σε παρόμοιου περιεχομένου ταινίες και οχι μόνο. Έτσι λοιπόν όπως μπορείτε να καταλάβετε, δεδομένου και της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, τα ζευγάρια θεμάτων που παίζουν είναι κυρίως ο θάνατος και η ζωή, η πίστη και η απουσία της, ο Θεός και ο-ας τον πούμε-Διάβολος, και εδώ ο σκηνοθέτης Chrostopher Smith κάνει οτι περνάει από το χέρι του, προκειμένου να κρατήσει τα πράγματα απλά, αλλά ενδιαφέροντα. Και το καταφέρνει.
Ο Smith έχει κάνει μέχρι τώρα μερικές ακόμη ενδιαφέρουσες επιλογές, σκηνοθετώντας ως επί το πλείστον θρίλερ ή ταινίες τρόμου, όπως το πολύ καλό και mind fucking "Triangle" (για το οποίο θα πούμε κάποια στιγμή και εδώ), το spooky "Creep", καθώς και τη μαύρη κωμωδία με extra extra δόσεις gore, "Severance". Μπορεί καμία από αυτές να μη δρέπει δάφνες για τη πρωτοτυπία της, είναι όμως μια καλή ευκαιρία να τις τσεκάρετε σήμερα, για να μπείτε και λίγο σε Halloween κλίμα.
Στο "Black Death" μπορεί ο τρόμος ως σπλάτερ να λείπει, όμως υπάρχει αυτή η μυστηριακή ατμόσφαιρα των μεσαιωνικής εποχής ιστοριών, καθώς και η εμπλοκή με τη θρησκεία και τις πάσης φύσεως ειδωλολατρικές εκδηλώσεις της πίστης, έτσι ώστε η ταινία σε αφήνει ικανοποιημένο, αν ζητάς και εσύ αυτό από εκείνη.
Σκέψου λίγο το "Game of Thrones" στο πιο μαζεμένο του όμως, χωρίς την υπερσεξουαλική φύση και το αίμα που ρέει, και θα έχεις μια καλή εικόνα σχετικά με το τι πραγματεύεται το "Black Death".
H αλήθεια βέβαια είναι, πως εκτός από την εποχή που είναι ίδια και σε αυτές τις παραγωγές, υπάρχουν δυο πρόσωπα στη ταινία, που θα σου φέρουν κατευθείαν στο μυαλό την επικών διαστάσεων σειρά, του ΗΒΟ. Το πρώτο είναι φυσικά ο Sean Bean, ο οποίος έχω πειστεί πλέον οτι έχει γεννηθεί για να παίζει τέτοιους ρόλους-στολή μαχητή, σπαθιά στα χέρια, μακρύ λαδωμένο μαλλί και μούσια- μιας που όπως και να το κάνουμε του πάνε πολύ. Το δεύτερο άτομο, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον αφού πρόκειται για την Carise van Houten, το πραγματικό όνομα της οποίας μπορεί να μη σας λέει κάτι, σίγουρα όμως σου λέει αυτό στη σειρά όπου υποδύεται την Melisandre. Ξέρεις τώρα, εκείνη τη μάγισσα που γέννησε τον δαίμονα του σκότους; Ε, ο χαρακτήρας της εδώ, δε διαφέρει και πολύ από αυτόν στο Game of Thrones...
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Γερμανία (αν με ρωτούσατε θα έλεγα οτι έγιναν μάλλον σε σκανδιναβικά εδάφη) και όπως θα δείτε, από πλευράς τουλάχιστον ατμόσφαιρας, η παραγωγή έχει πετύχει διάνα. Καταπράσινα δάση, χωριάτικοι οικισμοί, σπηλιές, σκληρή πέτρα και κρύο, συναρμολογούν μια εικόνα ακριβώς όπως έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε σε σειρές και ταινίες ίδιου περιεχομένου. Παρόλα αυτά εκείνο που κατά πάσα πιθανότητα θα σας ιντριγκάρει περισσότερο στο "Black Death" είναι η σταδιακή αλλαγή του μοναχού Osmund (εκπληκτικός εδώ ο Redmayne), ο οποίος στο ταξίδι του, βλέπει πια πίσω από το παραπέτασμα της αυστηρής πειθαρχίας και της ύπαρξης ενός υπέρτατου όντος, ανακαλύπτοντας οτι ο άνθρωπος είναι τελικά πολύ πιο καταστροφικός, ακόμα και από την πιο επικίνδυνη ασθένεια...
Εκτός από τη σκηνοθεσία η οποία πατάει στα αφηγηματικά της μονοπάτια (ειλικρινά αν δεν έχει κάτι περισσότερο ενδιαφέρον η σκηνοθεσία για να σχολιάσω, νοιώθω σαν κάτι να λείπει από τη ταινία), το story έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως χάρη στον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνεται και με τον οποίο οι αποκαλύψεις έρχονται στο φως, επίπονες και άγριες.
Η έννοια της πίστης κερδίζει έδαφος, ο Θεός είναι ο υπέρτατος κριτής και η πανώλη η τιμωρία του πάνω στους ανθρώπους, για όλα τα κακά που έχει προκαλέσει η επίγεια ζωή τους. Συνεπώς τι σημαίνει αυτό για όσους δεν έχουν υποστεί ακόμα την οργή του Δημιουργού; Οτι δε πιστεύουν; Οτι αναστένουν τους νεκρούς τους, χάρη στη βαθιά πίστη τους σε κάτι σατανικό και αρχαίο; Ή μήπως όλα αυτά είναι τελικά μια ανθρώπινη παρεξήγηση, μια φριχτή σύμπτωση που κάνει τον μανδύα της δεισιδαιμονίας να απλώνεται ακόμα πιο βαρύς, πάνω από τα κεφάλια των αγράμματων και των φτωχών;
Εκτός από την ικανοποιητική σκηνοθεσία και τις υπέροχα ομιχλώδεις τοποθεσίες των γυρισμάτων, οι ερμηνείες είναι επίσης καλές, με τον Redmayne βεβαίως να ξεχωρίζει.
Η αλήθεια είναι πως όταν είχα δει το "One Week with Marilyn" είχα απορήσει με την ερμηνεία του νεαρού Βρετανού, καθώς μου είχε φανεί το λιγότερο αδιάφορος. Στο "Black Death" αντιθέτως είναι πολύ καλός, με μια γκάμα συναισθημάτων να τον χαρακτηρίζει και να του δίνει νεύρο και ψυχή.
Στο πλευρό του πάντα αξιόλογος σε τέτοιους ρόλους, είναι και ο Shean Bean, στον ρόλο του δυναμικού, πιστού άντρα, γεγονός που δημιουργεί ωραία αντίθεση με το νεαρό της ηλικίας του Redmayne ο οποίος φαντάζει μπροστά του πιτσιρίκι. Και αυτό εξυπηρετεί.
Σε γενικές γραμμές το "Black Death" είναι μια ταινία που έχει όλο το πακέτο, αν θες να δεις κάτι για να περάσεις ευχάριστα την ώρα σου (όσο ευχάριστα δηλαδή, δεδομένου του θέματός του). Έχει καλές ερμηνείες, ωραία υπόθεση, ταιριαστή σκηνοθεσία και πετυχαίνει ιδανικά την αναπαράσταση της κακορίζικης εκείνης εποχής. Τσεκάρετέ την.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα ρούχα του Game of Thrones, είναι δανικά από εδώ, οτι ο θρύλος του Bean ζει, και οτι ο τον ρόλο της van Houten, διεκδίκησε και η Lena Headey. Οποία έκπληξις!
No trivia
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012
Lawless: Booze, brothers and a wet county
NEW ARRIVAL
Καλημέρα καλημέρα guyz! Λοιπόν αυτή τη βδομάδα βγήκαν στις αίθουσες δυο ταινίες που περίμενα εναγωνίως από τότε που είχα δει τα trailers τους. Τις είδα τελικώς και τις δυο και έχω να πω οτι δεν έπεσα και πολύ έξω στις προβλέψεις μου οτι πρόκειται για καλές ταινίες. Πρώτη είδα στις δημοσιογραφικές, το "Lawless"-με το οποίο θα ασχοληθούμε και σήμερα-, ένα γκάνγκστερ, δράμα εποχής, με πολύ καλές ερμηνείες και μια αξιοπρεπή προσπάθεια στο σύνολό του. Χθες, είδα και το "Killing them Softly" την οποία βρήκα αριστουργηματική ως προς τη σκηνοθεσία της, και η μπόλικη (μπόλικη όμως) αθυροστομία της, την έκανε για εμένα ακόμη πιο απολαυστική. Σε αυτό βέβαια, μάλλον δε συμφώνησε καμιά 10ρια άτομα, που άρχισαν να τη κάνουν με ελαφρά από την αίθουσα. Όπως και να έχει, για τη νέα ταινία του Brad του Pitt, θα μιλήσουμε από Δευτέρα, οπότε σας θέλω τριγύρω. Πάμε σήμερα για "Lawless".
Βρισκόμαστε στο 1931, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και της Ποταπαγόρευσης, και όπως με έχει μάθει σωστά το "Boardwalk Empire", δεν υπάρχει περίπτωση να δεις περισσότερο αλκοόλ σε καμία άλλη εποχή, πέραν από αυτή της Ποταπαγόρευσης.
Εν προκειμένω, στο Franklin County της Virginia, τρια αδέλφια κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: διυλίζουν αλκοόλ, πουλώντας το στη συνέχεια στις γύρω φάρμες, τα νέγρικα κουτούκια και διάφορους άλλους καλοθελητές που επιθυμούν να αγοράσουν το διάφανο ουίσκι της οικογένειας Bondurant. Οχι δηλαδή οτι οι μοναδικοί προμηθευτές είναι αυτοί, αφού αν για κάτι είναι γνωστή η συγκεκριμένη, υγρή κομητεία του Franklin, αυτό είναι βεβαίως, ο τεράστιος αριθμός παράνομων διυλιστηρίων που βρίσκονται καμουφλαρισμένα σε όλη της την επικράτεια.
Όταν λοιπόν βλέπεις οτι έχεις του χεριού σου ακόμα και τον τοπικό σερίφη, και ο θρύλος για την αντρίκια δύναμη και ατρομιτότητά σου, καλά κρατεί, το μόνο σίγουρο είναι οτι θα τσινίσεις στην guest εμφάνιση ενός νέου, γλοιώδη και σαδιστή Special Deputy ονόματι Charlie Rakes (Guy Pearce) ο οποίος έχει έρθει για να σου κάνει τη ζωή Κόλαση. Απαιτώντας μερίδιο από τη μπάζα της πώλησης του αλκοόλ, προκειμένου να μη βάλει λουκέτο στη παράνομη δράση των κατοίκων, ο Rakes θα γίνει ο φόβος κι ο τρόμος της περιοχής, χάρη στην καθικίστικη φύση του. Ο τουμπανοσοφός όμως, Forrest Bondurant (Tom Hardy), o μπεκρής αδελφός του που ρίχνει ξύλο, Howard (Jason Clarke) και ο άβγαλτος ακόμη, βενιαμίν της οικογένειας, Jack (Shia LaBeouf), θα υψώσουν ανάστημα και δε θα αφήσουν το καλογυαλισμένο λουστρίνι του Rakes, να τους πατήσει κάτω. Για πόσο όμως;
Η νέα ταινία του Αυστραλού John Hillcoat, δεν είναι αυτό ακριβώς που μας είχε προϊδεάσει το trailer, ούτε και το επιβλητικό του cast. Αν δηλαδή περιμένεις να δεις μπόλικο πιστολίδι, ατέλειωτη δράση και περιπέτεια τσίτα τα γκάζια, μάλλον θα απογοητευθείς οικτρά και καλά θα κάνεις να περιμένεις το "Gangster Squad" για τέτοια φάση. Παρόλα αυτά, το "Lawless" είναι μια ταινία με την οποία θα περάσεις καλά στη κινηματογραφική αίθουσα, αφού μπορεί να της λείπουν οι πολλές, extra δόσεις αδρεναλίνης και τεστοστερόνης, αναπληρώνει όμως αυτό που δεν έχει, όχι τόσο χάρη στο σενάριό της (το οποίο είναι καλό, αλλά μέχρι εκεί), αλλά κυρίως χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες ολόκληρου του πρωταγωνιστικού cast, την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και την εξαιρετική απόδοση μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Ο Hillcoat έπειτα από τη συνεργασία του με τον επίσης Αυστραλό, και υπεραλαντούχο σε διάφορους τομείς, μουσικούς και μη, Nick Cave, στο πολύ καλό "The Proposition" (στο οποίο ο Cave εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου), αποφάσισε να μείνει πιστός στις κινηματογραφικές του επιλογές και να χρησιμοποιήσει και πάλι τον παλιόφιλο τον Nick, στο σενάριο του "Lawless".
Πέρα από την παραγωγική συνεργασία των δυο τους, φαίνεται πως ο Hillcoat αρέσκεται και στην ιδιαίτερη περσόνα του Guy Pearce, ο οποίος σχεδόν σε όλη του τη καριέρα, επιμένει να υποδύεται ρόλους υπέροχα μισητούς, που τον καθιστούν αυτομάτως στο μάτι του θεατή, ως τον "bad seed" της υπόθεσης. Έτσι, μετά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Guy, στο "The Propostition", τα τηλέφωνα έπεσαν και ο Pearce δέχθηκε και παίξει ένα ακόμη σκουλήκι στη κινηματογραφική του πορεία. Σωστός.
Αν πάλι θυμάσαι το όνομα του σκηνοθέτη και από άλλες ταινίες-συγκεκριμένα ταινία-τότε αγαπητέ μου δε πέφτεις καθόλου έξω, μιας που o Hillcoat μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το υπέροχο όπως λένε (μιας που αυτή τη περίοδο εντρυφώ σε άλλα έργα του) βιβλίο του Cormac McCarthy, "The Road".
Πιστός λοιπόν και στη λογοτεχνική του τροφή, ο Ηillcoat αποφάσισε να στηρίξει το "Lawless" στη βιογραφική νουβέλα του Matt Bondurant (εγγονού του τρίτου και μικρότερου εκ των αδελφών, του Jack δηλαδή) "The Wettest county in the Word", με την ανάλογη φυσικά, σεναριακή προσαρμογή.
Πέρα από την απουσία μιας χειροπιαστής δράσης, αν θα έπρεπε να πω και κάτι ακόμα που με ενόχλησε κάπως στη ταινία, αυτό μάλλον θα αφορούσε σε ένα βαθμό τη σκηνοθεσία, πράμα οξύμωρο καθώς γενικώς βρήκα οτι ο Hillcoat απέδωσε με πολύ εποχικές πινελιές την συγκεκριμένη, ταραχώδη περίοδο. Και τι εννοώ λοιπόν;
Εννοώ, οτι υπήρχαν στιγμές μέσα στην πλοκή του έργου, στις οποίες η όποια σεναριακή συνοχή έσπαγε με τρόπο βροντερό, και εσύ έπρεπε να προσπαθήσεις να ενώσεις τα κομμάτια προκειμένου, οχι να βγάλεις νόημα, αλλά να αντιμετωπίσεις την κάμερα του σκηνοθέτη, ως μια ρέουσα κατάσταση. Η υποθεσιακή συνέχεια που θα έπρεπε να υπάρχει, κάπου χαλαρώνει, η κάμερα εκτελεί τα πολύ βασικά της χρέη (βλ. ρόλο παρατηρητή) και γενικώς όταν στρέφεται πάνω στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, μοιάζει σαν κάτι να λείπει. Αντιθέτως, όποτε βλέπουμε πανοραμικά πλάνα της wannabe Virginia (τα γυρίσματα έγιναν ως επί το πλείστον στην Georgia) ή τις ελάχιστες σκηνές που περιλαμβάνουν traveling, τότε ως δια μαγείας ο κινηματογραφικός φακός του Hillcoat μεταμορφώνεται και το μάτι μας γεμίζει με όλη εκείνη την αγροτική, παλιομοδίτικη ομορφιά, με τους καπνούς των διυλιστηρίων, τα χωριάτικα μπαρ, τα υπέροχα κοστούμια, και την vintage διάθεση που αποπνέει το τοπιακό, αλλά και το έμψυχο υλικό της ταινίας.
Αν είστε λοιπόν από αυτούς, που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί ως προς τα θέματα της "συμπεριφοράς" της κάμερας, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να απολαύσετε την ιδιωματισμική ομορφιά και τη μαγκιά του "Lawless".
Το κλασικά crime σενάριο, βοηθάει πολλές ταινίες να ξεφεύγουν τον σκόπελο των αρνητικών κριτικών, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για προσαρμογές τύπου "Drive" και "Killing them Softly" που έχουν να σου δώσουν αβέρτα πράγμα (btw πιστεύω οτι μέχρι τώρα, το "Killing them Softly" είναι το "Drive" της χρονιάς, αλλά αυτά θα τα πούμε από τη Δευτέρα).
Μπορεί εδώ το σενάριο να κρατάει έναν κάπως, ουδέτερο ρόλο, καθώς δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει τη ταινία στη καταστροφή, ούτε όμως και στην εκπληκτική της αναγνώριση, καταφέρνει όμως να κρατάει τα μπόσικα και να δίνει τροφή σε αυτό που νομίζω πως είναι το καλύτερό της στοιχείο: οι ερμηνείες.
Όλοι, ανεξαιρέτως, δίνουν στο "Lawless" ωραίες, μεστές ερμηνείες και-ω του θαύματος!-ακόμα και ο Shia LaBeouf ταιριάζει γάντι μέσα στο όλο γκανγκστεροφεύγοντας σκηνικό.
Πιο συγκεκριμένα ο Tom Hardy είναι επιβλητικός με τον όγκο του (βλέπετε δε πρόλαβε να χάσει τη μυϊκή μάζα που είχε αποκτήσει για τον χαρακτήρα του Bane), λιγομίλητος και μουντρούχος, με ιδανικά προσαρμοσμένη, χωριάτικη ομιλία και πολύ καλή χημεία, με την σαγηνευτική (εντάξει δε πάει πιο όμορφη ρε κοπελιά) Jessica Chastain, η οποία υποδύεται φυσικά, τη μοιραία γυναίκα. Παράλληλα, ο Pearce δίνει μια ακόμη κακιασμένη ερμηνεία που του πάει πολύ, και κλέβει τις εντυπώσεις με μπριγιαντινέ μαλλί χωρίστρα, leather γαντάκια σε διάφορες αποχρώσεις (και με kinky διάθεση παρακαλώ) και ατσαλάκωτο look, ενώ και η παρουσία της Mia Wasikowska δίνει ένα απαραίτητο, φρέσκο touch, χάρη στην εύθραυστη ομορφιά της. Κάπου εκεί θα δείτε και τον Gary Oldman να κάνει ένα πέρασμα στον ρόλο ενός μεγαλοαφεντικού γκάνγκστερ, με παρουσία μικρή, αλλά πληθωρική. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε οτι το ηττοπαθές και καημένο βλέμμα του LaBeouf επιτέλους αποδίδει-αλληλούια!-αποτυπώνοντας στον πανί έναν χαρακτήρα που αντρώνεται από τις πισωμαχαιρικές καταστάσεις, παύει να είναι το πιτσιρίκι που φοράει τα ρούχα του μπαμπά και αποκτά μερικά much needed κότσια (μαζί με ένα shotgun στο χέρι, καθότι συνήθως αυτά τα δυο, πάνε μαζί).
Το "Lawless" δεν είναι μια πρωτότυπη ταινία-ούτε κατά διάνοια-, μιας που όλα είναι συμβατικά δοσμένα, αλλά ταυτόχρονα καλά. Η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, το σενάριο, η ατμόσφαιρα. Όλα καλά, αλλά τίποτα το εξαιρετικά φοβερό. Είναι όμως στη τελική και μια ταινία που έχει μαγκιά, attitude και country νότες να τη σιγοντάρουν (δια χειρός Nick Cave εννοείται). Μερικές φορές για να περάσουμε καλά, ακόμα και αυτό αρκεί.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Chastain κάνει το πρώτο της-μάλλον-φουλ γυμνό, οτι τις ίδιες ζακετούλες που φοράει ο Hardy, φοράει και ο παππούς μου και οτι ο Gary Oldman είναι ο Gary Oldman. Σε περίπτωση δηλαδή που δε το ξέρατε.
No trivia
Καλημέρα καλημέρα guyz! Λοιπόν αυτή τη βδομάδα βγήκαν στις αίθουσες δυο ταινίες που περίμενα εναγωνίως από τότε που είχα δει τα trailers τους. Τις είδα τελικώς και τις δυο και έχω να πω οτι δεν έπεσα και πολύ έξω στις προβλέψεις μου οτι πρόκειται για καλές ταινίες. Πρώτη είδα στις δημοσιογραφικές, το "Lawless"-με το οποίο θα ασχοληθούμε και σήμερα-, ένα γκάνγκστερ, δράμα εποχής, με πολύ καλές ερμηνείες και μια αξιοπρεπή προσπάθεια στο σύνολό του. Χθες, είδα και το "Killing them Softly" την οποία βρήκα αριστουργηματική ως προς τη σκηνοθεσία της, και η μπόλικη (μπόλικη όμως) αθυροστομία της, την έκανε για εμένα ακόμη πιο απολαυστική. Σε αυτό βέβαια, μάλλον δε συμφώνησε καμιά 10ρια άτομα, που άρχισαν να τη κάνουν με ελαφρά από την αίθουσα. Όπως και να έχει, για τη νέα ταινία του Brad του Pitt, θα μιλήσουμε από Δευτέρα, οπότε σας θέλω τριγύρω. Πάμε σήμερα για "Lawless".
Βρισκόμαστε στο 1931, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και της Ποταπαγόρευσης, και όπως με έχει μάθει σωστά το "Boardwalk Empire", δεν υπάρχει περίπτωση να δεις περισσότερο αλκοόλ σε καμία άλλη εποχή, πέραν από αυτή της Ποταπαγόρευσης.
Εν προκειμένω, στο Franklin County της Virginia, τρια αδέλφια κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: διυλίζουν αλκοόλ, πουλώντας το στη συνέχεια στις γύρω φάρμες, τα νέγρικα κουτούκια και διάφορους άλλους καλοθελητές που επιθυμούν να αγοράσουν το διάφανο ουίσκι της οικογένειας Bondurant. Οχι δηλαδή οτι οι μοναδικοί προμηθευτές είναι αυτοί, αφού αν για κάτι είναι γνωστή η συγκεκριμένη, υγρή κομητεία του Franklin, αυτό είναι βεβαίως, ο τεράστιος αριθμός παράνομων διυλιστηρίων που βρίσκονται καμουφλαρισμένα σε όλη της την επικράτεια.
Όταν λοιπόν βλέπεις οτι έχεις του χεριού σου ακόμα και τον τοπικό σερίφη, και ο θρύλος για την αντρίκια δύναμη και ατρομιτότητά σου, καλά κρατεί, το μόνο σίγουρο είναι οτι θα τσινίσεις στην guest εμφάνιση ενός νέου, γλοιώδη και σαδιστή Special Deputy ονόματι Charlie Rakes (Guy Pearce) ο οποίος έχει έρθει για να σου κάνει τη ζωή Κόλαση. Απαιτώντας μερίδιο από τη μπάζα της πώλησης του αλκοόλ, προκειμένου να μη βάλει λουκέτο στη παράνομη δράση των κατοίκων, ο Rakes θα γίνει ο φόβος κι ο τρόμος της περιοχής, χάρη στην καθικίστικη φύση του. Ο τουμπανοσοφός όμως, Forrest Bondurant (Tom Hardy), o μπεκρής αδελφός του που ρίχνει ξύλο, Howard (Jason Clarke) και ο άβγαλτος ακόμη, βενιαμίν της οικογένειας, Jack (Shia LaBeouf), θα υψώσουν ανάστημα και δε θα αφήσουν το καλογυαλισμένο λουστρίνι του Rakes, να τους πατήσει κάτω. Για πόσο όμως;
Η νέα ταινία του Αυστραλού John Hillcoat, δεν είναι αυτό ακριβώς που μας είχε προϊδεάσει το trailer, ούτε και το επιβλητικό του cast. Αν δηλαδή περιμένεις να δεις μπόλικο πιστολίδι, ατέλειωτη δράση και περιπέτεια τσίτα τα γκάζια, μάλλον θα απογοητευθείς οικτρά και καλά θα κάνεις να περιμένεις το "Gangster Squad" για τέτοια φάση. Παρόλα αυτά, το "Lawless" είναι μια ταινία με την οποία θα περάσεις καλά στη κινηματογραφική αίθουσα, αφού μπορεί να της λείπουν οι πολλές, extra δόσεις αδρεναλίνης και τεστοστερόνης, αναπληρώνει όμως αυτό που δεν έχει, όχι τόσο χάρη στο σενάριό της (το οποίο είναι καλό, αλλά μέχρι εκεί), αλλά κυρίως χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες ολόκληρου του πρωταγωνιστικού cast, την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και την εξαιρετική απόδοση μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Ο Hillcoat έπειτα από τη συνεργασία του με τον επίσης Αυστραλό, και υπεραλαντούχο σε διάφορους τομείς, μουσικούς και μη, Nick Cave, στο πολύ καλό "The Proposition" (στο οποίο ο Cave εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου), αποφάσισε να μείνει πιστός στις κινηματογραφικές του επιλογές και να χρησιμοποιήσει και πάλι τον παλιόφιλο τον Nick, στο σενάριο του "Lawless".
Πέρα από την παραγωγική συνεργασία των δυο τους, φαίνεται πως ο Hillcoat αρέσκεται και στην ιδιαίτερη περσόνα του Guy Pearce, ο οποίος σχεδόν σε όλη του τη καριέρα, επιμένει να υποδύεται ρόλους υπέροχα μισητούς, που τον καθιστούν αυτομάτως στο μάτι του θεατή, ως τον "bad seed" της υπόθεσης. Έτσι, μετά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Guy, στο "The Propostition", τα τηλέφωνα έπεσαν και ο Pearce δέχθηκε και παίξει ένα ακόμη σκουλήκι στη κινηματογραφική του πορεία. Σωστός.
Αν πάλι θυμάσαι το όνομα του σκηνοθέτη και από άλλες ταινίες-συγκεκριμένα ταινία-τότε αγαπητέ μου δε πέφτεις καθόλου έξω, μιας που o Hillcoat μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το υπέροχο όπως λένε (μιας που αυτή τη περίοδο εντρυφώ σε άλλα έργα του) βιβλίο του Cormac McCarthy, "The Road".
Πιστός λοιπόν και στη λογοτεχνική του τροφή, ο Ηillcoat αποφάσισε να στηρίξει το "Lawless" στη βιογραφική νουβέλα του Matt Bondurant (εγγονού του τρίτου και μικρότερου εκ των αδελφών, του Jack δηλαδή) "The Wettest county in the Word", με την ανάλογη φυσικά, σεναριακή προσαρμογή.
Πέρα από την απουσία μιας χειροπιαστής δράσης, αν θα έπρεπε να πω και κάτι ακόμα που με ενόχλησε κάπως στη ταινία, αυτό μάλλον θα αφορούσε σε ένα βαθμό τη σκηνοθεσία, πράμα οξύμωρο καθώς γενικώς βρήκα οτι ο Hillcoat απέδωσε με πολύ εποχικές πινελιές την συγκεκριμένη, ταραχώδη περίοδο. Και τι εννοώ λοιπόν;
Εννοώ, οτι υπήρχαν στιγμές μέσα στην πλοκή του έργου, στις οποίες η όποια σεναριακή συνοχή έσπαγε με τρόπο βροντερό, και εσύ έπρεπε να προσπαθήσεις να ενώσεις τα κομμάτια προκειμένου, οχι να βγάλεις νόημα, αλλά να αντιμετωπίσεις την κάμερα του σκηνοθέτη, ως μια ρέουσα κατάσταση. Η υποθεσιακή συνέχεια που θα έπρεπε να υπάρχει, κάπου χαλαρώνει, η κάμερα εκτελεί τα πολύ βασικά της χρέη (βλ. ρόλο παρατηρητή) και γενικώς όταν στρέφεται πάνω στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, μοιάζει σαν κάτι να λείπει. Αντιθέτως, όποτε βλέπουμε πανοραμικά πλάνα της wannabe Virginia (τα γυρίσματα έγιναν ως επί το πλείστον στην Georgia) ή τις ελάχιστες σκηνές που περιλαμβάνουν traveling, τότε ως δια μαγείας ο κινηματογραφικός φακός του Hillcoat μεταμορφώνεται και το μάτι μας γεμίζει με όλη εκείνη την αγροτική, παλιομοδίτικη ομορφιά, με τους καπνούς των διυλιστηρίων, τα χωριάτικα μπαρ, τα υπέροχα κοστούμια, και την vintage διάθεση που αποπνέει το τοπιακό, αλλά και το έμψυχο υλικό της ταινίας.
Αν είστε λοιπόν από αυτούς, που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί ως προς τα θέματα της "συμπεριφοράς" της κάμερας, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να απολαύσετε την ιδιωματισμική ομορφιά και τη μαγκιά του "Lawless".
Το κλασικά crime σενάριο, βοηθάει πολλές ταινίες να ξεφεύγουν τον σκόπελο των αρνητικών κριτικών, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για προσαρμογές τύπου "Drive" και "Killing them Softly" που έχουν να σου δώσουν αβέρτα πράγμα (btw πιστεύω οτι μέχρι τώρα, το "Killing them Softly" είναι το "Drive" της χρονιάς, αλλά αυτά θα τα πούμε από τη Δευτέρα).
Μπορεί εδώ το σενάριο να κρατάει έναν κάπως, ουδέτερο ρόλο, καθώς δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει τη ταινία στη καταστροφή, ούτε όμως και στην εκπληκτική της αναγνώριση, καταφέρνει όμως να κρατάει τα μπόσικα και να δίνει τροφή σε αυτό που νομίζω πως είναι το καλύτερό της στοιχείο: οι ερμηνείες.
Όλοι, ανεξαιρέτως, δίνουν στο "Lawless" ωραίες, μεστές ερμηνείες και-ω του θαύματος!-ακόμα και ο Shia LaBeouf ταιριάζει γάντι μέσα στο όλο γκανγκστεροφεύγοντας σκηνικό.
Πιο συγκεκριμένα ο Tom Hardy είναι επιβλητικός με τον όγκο του (βλέπετε δε πρόλαβε να χάσει τη μυϊκή μάζα που είχε αποκτήσει για τον χαρακτήρα του Bane), λιγομίλητος και μουντρούχος, με ιδανικά προσαρμοσμένη, χωριάτικη ομιλία και πολύ καλή χημεία, με την σαγηνευτική (εντάξει δε πάει πιο όμορφη ρε κοπελιά) Jessica Chastain, η οποία υποδύεται φυσικά, τη μοιραία γυναίκα. Παράλληλα, ο Pearce δίνει μια ακόμη κακιασμένη ερμηνεία που του πάει πολύ, και κλέβει τις εντυπώσεις με μπριγιαντινέ μαλλί χωρίστρα, leather γαντάκια σε διάφορες αποχρώσεις (και με kinky διάθεση παρακαλώ) και ατσαλάκωτο look, ενώ και η παρουσία της Mia Wasikowska δίνει ένα απαραίτητο, φρέσκο touch, χάρη στην εύθραυστη ομορφιά της. Κάπου εκεί θα δείτε και τον Gary Oldman να κάνει ένα πέρασμα στον ρόλο ενός μεγαλοαφεντικού γκάνγκστερ, με παρουσία μικρή, αλλά πληθωρική. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε οτι το ηττοπαθές και καημένο βλέμμα του LaBeouf επιτέλους αποδίδει-αλληλούια!-αποτυπώνοντας στον πανί έναν χαρακτήρα που αντρώνεται από τις πισωμαχαιρικές καταστάσεις, παύει να είναι το πιτσιρίκι που φοράει τα ρούχα του μπαμπά και αποκτά μερικά much needed κότσια (μαζί με ένα shotgun στο χέρι, καθότι συνήθως αυτά τα δυο, πάνε μαζί).
Το "Lawless" δεν είναι μια πρωτότυπη ταινία-ούτε κατά διάνοια-, μιας που όλα είναι συμβατικά δοσμένα, αλλά ταυτόχρονα καλά. Η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, το σενάριο, η ατμόσφαιρα. Όλα καλά, αλλά τίποτα το εξαιρετικά φοβερό. Είναι όμως στη τελική και μια ταινία που έχει μαγκιά, attitude και country νότες να τη σιγοντάρουν (δια χειρός Nick Cave εννοείται). Μερικές φορές για να περάσουμε καλά, ακόμα και αυτό αρκεί.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Chastain κάνει το πρώτο της-μάλλον-φουλ γυμνό, οτι τις ίδιες ζακετούλες που φοράει ο Hardy, φοράει και ο παππούς μου και οτι ο Gary Oldman είναι ο Gary Oldman. Σε περίπτωση δηλαδή που δε το ξέρατε.
No trivia
Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012
Flipped: The very first love of your life...
Γεια σας γεια σας και πάλι! Σήμερα έχουμε ακόμη μια νοσταλγική ταινιούλα βγαλμένη κατευθείαν από την καρδιά των 60s, όπως ακριβώς και το "Moonrise Kingdom" που είδαμε μερικές μέρες πιο πριν. Το "Flipped" είναι ένα όμορφο, γλυκό ταινιάκι, με γνωστούς ηθοποιούς, μια μελιστάλαχτη ιστορία σχετικά με τη πρώτη αγάπη και την ατμόσφαιρα μιας εποχής γεμάτη χαμένη αθωότητα. Η ταινία έχει τα καλά της, αλλά έχει και τα κακά της (κανα-δυο αλλά τα έχει), οπότε ξεκινάμε κατευθείαν και γι'αυτή τη κριτικούλα μας. Here we go.
Η ιστορία μας απλή και χιλιοειπωμένη. O Bryce Loski (Callan McAuliffe) μετακομίζει με την οικογένειά του και ενώ είναι ακόμα πιτσιρίκι, απέναντι από το σπίτι των Baker, οι οποίοι εκτός από δυο γιους έχουν και ένα χαριτωμένο, αλλά ολίγον περίεργο κοριτσάκι που του αρέσει να χώνει τη μύτη του παντού, τη Juli (Madeline Carroll). Η μικρή Juli θα νοιώσει από τη πρώτη στιγμή τη καρδιά της να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα για τον ξανθό Bryce με τα 'dazzling eyes', αλλά τα αισθήματα δε φαίνεται να είναι αμοιβαία, μιας που ο Bryce είναι απλά εντελώς αδιάφορος απέναντί της. Όταν τα χρόνια περάσουν και τα παιδιά μεγαλώσουν, η Juli θα αποτελέσει μια όμορφη, και ενδιαφέρουσα έφηβη η οποία βλέπει τη πραγματική μαγεία στη θέα μιας τεράστιας συκομουριάς, έχει τη δική της επιχείρηση από εκτρεφόμενες...κότες, και τον διακαή πόθο που εξακολουθεί να τη καίει σχετικά με το πότε θα καταφέρει να ξεκλέψει το πολυπόθητο φιλί από τον γόη της γειτονιάς. Όταν όμως οι καταστάσεις φέρουν τη Juli να αμφισβητήσει την πραγματική αξία-ενός κενού όπως όλα δείχνουν Bryce-τότε τα πράγματα θα κάνουν ένα απρόσμενο flip, και εκεί που η πιτσιρίκα ξελιγωνόταν στη θέα του γείτονά της, τα πράγματα θα αντιστραφούν κατά 180 μοίρες, με τον Bryce να αρχίσει να βλέπει διαφορετικά την από καιρό κολλιτσίδα του. Έχει ο καιρός γυρίσματα...
Ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Rob Reiner είναι υπεύθυνος και πάλι για τη δημιουργία ενός film που διαθέτει στιλ και ατμόσφαιρα βγαλμένη κατευθείαν από τη καρδιά της δεκαετίας του '60, πράγμα καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ο δημιουργός μιας από τις καλύτερες coming of age ταινίες (της ίδιας πάντα εποχής), του "Stand by Me" το οποίο αποτελεί βεβαίως και βιβλιακό κατασκεύασμα του Stephen King.
Η αλήθεια είναι πως το "Flipped" δε φτάνει καθόλου τις αξιώσεις μιας ταινίας όπως το "Stand by Me", παρόλα αυτά καταφέρνει με τον δικό του τρόπο να αποτελέσει μια feel good προσπάθεια από μέρος του σκηνοθέτη.
O Reiner αποτελεί μια πολυσχιδή προσωπικότητα που φέρνει στο πανί πολλές, διαφορετικές ιστορίες τις οποίες διηγείται με απόλυτο σεβασμό απέναντι στην εποχή και τους χαρακτήρες της. Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως έχει σκηνοθετήσει δυο από τις καλύτερες μεταφορές βιβλίων του Stephen King στη μεγάλη οθόνη, καθώς εκτός από το παρεϊστικο "Stand by Me" 'έδωσε' στην Kathy Bates το Oscar Α' Γυναικείου Ρόλου για την τρομερή της ερμηνεία στη ταινία "Misery". Το να μεταφέρεις την ουσία ενός βιβλίου στον κινηματογράφο, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, ο Reiner όμως έχει αποδείξει οτι δεν είναι και ακατόρθωτο.
Αν τσεκάρει κανείς τη φιλμογραφία του, θα εντοπίσει μια ποικιλία ετερόκλητων, κινηματογραφικών ειδών με μια μεγαλύτερη έφεση σε ρομαντικές/αισθηματικές παραγωγές όπως το "The Princess Bride" (1987), το θρυλικό πια "When Harry Met Sally..." (1989), το μάλλον κακό "The Story of Us" (1999), το ακόμη χειρότερο "Alex and Emma" (2003) με την χείριστη Kate Hudson *barf*, καθώς και το αδιάφορο "Rumor Has It" (2005). Εκτός όμως από όοοολα αυτά τα (άλλα καλά και άλλα οχι και τόσο) ρομάντζα, ο ίδιος έχει κάνει και μερικές καλές ταινίες όπως το μουσικό "This Is Spinal Tap" (1984) και το "A Few Good Men" (1992). Και αν αναρωτιέστε γιατί τόση ώρα σας αραδιάζω τις ταινίες του κ. Reiner είναι απλό: το "Flipped" κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στο νεανικό και αθώο ρομάντζο μιας άλλης εποχής, και μιας ταινίας που όμως κάτι της λείπει, αποτελόντας στην ουσία μια ταινία ύψους και βάθους. Ακριβώς όπως και το σύνολο της φιλμογραφίας του δηλαδή.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της συγγραφέως Wendelin Van Draanen, και είναι γεμάτη από μια νοσταλγική διάθεση, ακριβώς όπως απαιτείται από τέτοιου είδους παραγωγές. Σίγουρα στα θετικά της πρέπει να προστεθεί η συγκέντρωση ενός ενδιαφέροντος και γνωστού cast στους κεντρικούς ρόλους που απαρτίζεται από τους, Penelope Ann Miller, Rebecca De Mornay, Antony Edwards, Aidan Quinn και John Mahoney.
Όσον αφορά την ιστορία καθεαυτή, του πρώτου δηλαδή παιδικού-εφηβικού έρωτα, μπορεί να την έχουμε δει ξανά και ξανά στον κινηματογράφο, παρόλα αυτά όταν τοποθετείται σε μια ρομαντική εποχή όπως αυτή των 60s (τουλάχιστον σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάζεται η εποχή αυτή στο cinema), τότε σίγουρα μιλάμε για ένα love story που στοχεύει κατευθείαν στις καρδιές των θεατών. Και ως ένα βαθμό, αυτό επιτυγχάνεται και εδώ. Ως ένα βαθμό όμως, γιατί υπάρχει ένα πολύ βασικό μείον: η χημεία των νεαρών πρωταγωνιστών είναι από ελάχιστη, έως ανύπαρκτη και αυτό αγαπητέ μου κ. Reiner είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας.
Καταρχάς για να λέμε και τα πράγματα όπως είναι, η ταινία φορτώνεται από νωρίς στη πλάτη της πολύ καλής Madeline Carroll (την είδαμε και φέτος στο "Μachine Gun Preacher" ως απαιτητική κόρη του Gerard Butler), η οποία καταφέρνει να μας πείσει με την γκάμα των συναισθημάτων που μπορούμε να διακρίνουμε στο πρόσωπό και το γενικότερο στήσιμό της.
Από την άλλη πλευρά ο συμπρωταγωνιστής της Callan McAuliffe είναι στη καλύτερη περίπτωση ένα αγγούρι και μισό. Ίδιο βλέμμα, ίδια έκφραση, ίδια μονότονη ομιλία (αγάπη μου έχεις κάποια συγγένεια με την Kristen?) σε βαθμό που να θες να του αστράψεις ένα χαστούκι. Και καλά, ως ένα βαθμό δικαιολογείται από τον ρόλο τον οποίο υποδύεται (αυτόν ενός άνευρου και άτολμου νεαρού, που σταδιακά αρχίζει να βλέπει την περίεργη για όλους Juli, διαφορετικά), αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί αυτό να αποτελέσει τον μπούσουλα πάνω στον οποίο ο McAuliffe χτίζει την ταινιακή του περσόνα. Και αυτό γιατί στην τελική απαιτείται συναίσθημα και τόλμη για να βγει κάτι τουλάχιστον αξιοπρεπές.
Η Caroll στο πλευρό του πασχίζει να του βγάλει τη συγκίνηση και το ενδιαφέρον, επωμιζόμενη όλη την ιστορία τελικά πάνω της και αποτελώντας το άλλο κομμάτι ενός awkward, νεανικού διδύμου το οποίο πάσχει από την προφανέστατη έλλειψη ταλέντου του McAuliffe. Και να φανταστεί κανείς οτι είναι και πατριώτης μου. A screw that, at least we have Hemsworth.
Πέρα από τον προβληματικό McAuliffe του οποίου το σκάλωμα φαίνεται και μπόλικο και βαρύ στη ταινία, το "Flipped" ίσως καταφέρει κάπου να σου ξυπνήσει το παιδί που κρύβεις μέσα σου.
Η σκηνοθεσία του είναι όμορφη και αγνά ανεπιτήδευτη, πιάνοντας εύκολα τον παλμό της εποχής και προσφέροντας ένα θέαμα πασπαλισμένο με ζαχαρόσκονη, και τις σωστές δόσεις δράματος.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εναλλαγή ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις τα δυο παιδιά, καθώς πρώτα παίρνει τη σκυτάλη ο ένας κάνοντας το δικό του voice over και έπειτα ο άλλος, με μια παράλληλη παρουσίαση των ίδιων γεγονότων, με ελαφρώς διαφορετικό, χρονικό προσδιορισμό, ανάλογα με το ποιος μιλάει.
Όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast στέκεται σοβαρά απέναντι στο θεατή, και δίνει τον καλύτερό του εαυτό σε αυτό το ανάλαφρο, και γλυκό ταινιάκι.
Μπορεί να μη μιλάμε για ένα πρωτότυπο story και μπορεί και ο πρωταγωνιστής να τα κάνει σε μεγάλο βαθμό μαντάρα, παρόλα αυτά το "Flipped" είναι μια ταινία που μπορεί να σε συγκινήσει και ταυτόχρονα να σε κάνει να χαμογελάσεις. Συνεπώς αν αναζητάς χαλαρές, καλοκαιρινές βραδιές με όμορφη παρέα, αυτό το filmaki είναι σίγουρα οτι ψάχνεις. Χαριτωμένο, αναζωογονητικό και τόσο όμορφο όσο ο πρώτος μας παιδικός έρωτας.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η θέα από ψηλά κάνει τη διαφορά, οτι η Rebecca De Mornay είναι αγέραστη, και οτι θα είχε πλάκα να λένε κάποιον Sal Monella.
No trivia
Η ιστορία μας απλή και χιλιοειπωμένη. O Bryce Loski (Callan McAuliffe) μετακομίζει με την οικογένειά του και ενώ είναι ακόμα πιτσιρίκι, απέναντι από το σπίτι των Baker, οι οποίοι εκτός από δυο γιους έχουν και ένα χαριτωμένο, αλλά ολίγον περίεργο κοριτσάκι που του αρέσει να χώνει τη μύτη του παντού, τη Juli (Madeline Carroll). Η μικρή Juli θα νοιώσει από τη πρώτη στιγμή τη καρδιά της να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα για τον ξανθό Bryce με τα 'dazzling eyes', αλλά τα αισθήματα δε φαίνεται να είναι αμοιβαία, μιας που ο Bryce είναι απλά εντελώς αδιάφορος απέναντί της. Όταν τα χρόνια περάσουν και τα παιδιά μεγαλώσουν, η Juli θα αποτελέσει μια όμορφη, και ενδιαφέρουσα έφηβη η οποία βλέπει τη πραγματική μαγεία στη θέα μιας τεράστιας συκομουριάς, έχει τη δική της επιχείρηση από εκτρεφόμενες...κότες, και τον διακαή πόθο που εξακολουθεί να τη καίει σχετικά με το πότε θα καταφέρει να ξεκλέψει το πολυπόθητο φιλί από τον γόη της γειτονιάς. Όταν όμως οι καταστάσεις φέρουν τη Juli να αμφισβητήσει την πραγματική αξία-ενός κενού όπως όλα δείχνουν Bryce-τότε τα πράγματα θα κάνουν ένα απρόσμενο flip, και εκεί που η πιτσιρίκα ξελιγωνόταν στη θέα του γείτονά της, τα πράγματα θα αντιστραφούν κατά 180 μοίρες, με τον Bryce να αρχίσει να βλέπει διαφορετικά την από καιρό κολλιτσίδα του. Έχει ο καιρός γυρίσματα...
Ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Rob Reiner είναι υπεύθυνος και πάλι για τη δημιουργία ενός film που διαθέτει στιλ και ατμόσφαιρα βγαλμένη κατευθείαν από τη καρδιά της δεκαετίας του '60, πράγμα καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ο δημιουργός μιας από τις καλύτερες coming of age ταινίες (της ίδιας πάντα εποχής), του "Stand by Me" το οποίο αποτελεί βεβαίως και βιβλιακό κατασκεύασμα του Stephen King.
Η αλήθεια είναι πως το "Flipped" δε φτάνει καθόλου τις αξιώσεις μιας ταινίας όπως το "Stand by Me", παρόλα αυτά καταφέρνει με τον δικό του τρόπο να αποτελέσει μια feel good προσπάθεια από μέρος του σκηνοθέτη.
O Reiner αποτελεί μια πολυσχιδή προσωπικότητα που φέρνει στο πανί πολλές, διαφορετικές ιστορίες τις οποίες διηγείται με απόλυτο σεβασμό απέναντι στην εποχή και τους χαρακτήρες της. Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως έχει σκηνοθετήσει δυο από τις καλύτερες μεταφορές βιβλίων του Stephen King στη μεγάλη οθόνη, καθώς εκτός από το παρεϊστικο "Stand by Me" 'έδωσε' στην Kathy Bates το Oscar Α' Γυναικείου Ρόλου για την τρομερή της ερμηνεία στη ταινία "Misery". Το να μεταφέρεις την ουσία ενός βιβλίου στον κινηματογράφο, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, ο Reiner όμως έχει αποδείξει οτι δεν είναι και ακατόρθωτο.
Αν τσεκάρει κανείς τη φιλμογραφία του, θα εντοπίσει μια ποικιλία ετερόκλητων, κινηματογραφικών ειδών με μια μεγαλύτερη έφεση σε ρομαντικές/αισθηματικές παραγωγές όπως το "The Princess Bride" (1987), το θρυλικό πια "When Harry Met Sally..." (1989), το μάλλον κακό "The Story of Us" (1999), το ακόμη χειρότερο "Alex and Emma" (2003) με την χείριστη Kate Hudson *barf*, καθώς και το αδιάφορο "Rumor Has It" (2005). Εκτός όμως από όοοολα αυτά τα (άλλα καλά και άλλα οχι και τόσο) ρομάντζα, ο ίδιος έχει κάνει και μερικές καλές ταινίες όπως το μουσικό "This Is Spinal Tap" (1984) και το "A Few Good Men" (1992). Και αν αναρωτιέστε γιατί τόση ώρα σας αραδιάζω τις ταινίες του κ. Reiner είναι απλό: το "Flipped" κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στο νεανικό και αθώο ρομάντζο μιας άλλης εποχής, και μιας ταινίας που όμως κάτι της λείπει, αποτελόντας στην ουσία μια ταινία ύψους και βάθους. Ακριβώς όπως και το σύνολο της φιλμογραφίας του δηλαδή.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της συγγραφέως Wendelin Van Draanen, και είναι γεμάτη από μια νοσταλγική διάθεση, ακριβώς όπως απαιτείται από τέτοιου είδους παραγωγές. Σίγουρα στα θετικά της πρέπει να προστεθεί η συγκέντρωση ενός ενδιαφέροντος και γνωστού cast στους κεντρικούς ρόλους που απαρτίζεται από τους, Penelope Ann Miller, Rebecca De Mornay, Antony Edwards, Aidan Quinn και John Mahoney.
Όσον αφορά την ιστορία καθεαυτή, του πρώτου δηλαδή παιδικού-εφηβικού έρωτα, μπορεί να την έχουμε δει ξανά και ξανά στον κινηματογράφο, παρόλα αυτά όταν τοποθετείται σε μια ρομαντική εποχή όπως αυτή των 60s (τουλάχιστον σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάζεται η εποχή αυτή στο cinema), τότε σίγουρα μιλάμε για ένα love story που στοχεύει κατευθείαν στις καρδιές των θεατών. Και ως ένα βαθμό, αυτό επιτυγχάνεται και εδώ. Ως ένα βαθμό όμως, γιατί υπάρχει ένα πολύ βασικό μείον: η χημεία των νεαρών πρωταγωνιστών είναι από ελάχιστη, έως ανύπαρκτη και αυτό αγαπητέ μου κ. Reiner είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας.
Καταρχάς για να λέμε και τα πράγματα όπως είναι, η ταινία φορτώνεται από νωρίς στη πλάτη της πολύ καλής Madeline Carroll (την είδαμε και φέτος στο "Μachine Gun Preacher" ως απαιτητική κόρη του Gerard Butler), η οποία καταφέρνει να μας πείσει με την γκάμα των συναισθημάτων που μπορούμε να διακρίνουμε στο πρόσωπό και το γενικότερο στήσιμό της.
Από την άλλη πλευρά ο συμπρωταγωνιστής της Callan McAuliffe είναι στη καλύτερη περίπτωση ένα αγγούρι και μισό. Ίδιο βλέμμα, ίδια έκφραση, ίδια μονότονη ομιλία (αγάπη μου έχεις κάποια συγγένεια με την Kristen?) σε βαθμό που να θες να του αστράψεις ένα χαστούκι. Και καλά, ως ένα βαθμό δικαιολογείται από τον ρόλο τον οποίο υποδύεται (αυτόν ενός άνευρου και άτολμου νεαρού, που σταδιακά αρχίζει να βλέπει την περίεργη για όλους Juli, διαφορετικά), αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί αυτό να αποτελέσει τον μπούσουλα πάνω στον οποίο ο McAuliffe χτίζει την ταινιακή του περσόνα. Και αυτό γιατί στην τελική απαιτείται συναίσθημα και τόλμη για να βγει κάτι τουλάχιστον αξιοπρεπές.
Η Caroll στο πλευρό του πασχίζει να του βγάλει τη συγκίνηση και το ενδιαφέρον, επωμιζόμενη όλη την ιστορία τελικά πάνω της και αποτελώντας το άλλο κομμάτι ενός awkward, νεανικού διδύμου το οποίο πάσχει από την προφανέστατη έλλειψη ταλέντου του McAuliffe. Και να φανταστεί κανείς οτι είναι και πατριώτης μου. A screw that, at least we have Hemsworth.
Πέρα από τον προβληματικό McAuliffe του οποίου το σκάλωμα φαίνεται και μπόλικο και βαρύ στη ταινία, το "Flipped" ίσως καταφέρει κάπου να σου ξυπνήσει το παιδί που κρύβεις μέσα σου.
Η σκηνοθεσία του είναι όμορφη και αγνά ανεπιτήδευτη, πιάνοντας εύκολα τον παλμό της εποχής και προσφέροντας ένα θέαμα πασπαλισμένο με ζαχαρόσκονη, και τις σωστές δόσεις δράματος.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εναλλαγή ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις τα δυο παιδιά, καθώς πρώτα παίρνει τη σκυτάλη ο ένας κάνοντας το δικό του voice over και έπειτα ο άλλος, με μια παράλληλη παρουσίαση των ίδιων γεγονότων, με ελαφρώς διαφορετικό, χρονικό προσδιορισμό, ανάλογα με το ποιος μιλάει.
Όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast στέκεται σοβαρά απέναντι στο θεατή, και δίνει τον καλύτερό του εαυτό σε αυτό το ανάλαφρο, και γλυκό ταινιάκι.
Μπορεί να μη μιλάμε για ένα πρωτότυπο story και μπορεί και ο πρωταγωνιστής να τα κάνει σε μεγάλο βαθμό μαντάρα, παρόλα αυτά το "Flipped" είναι μια ταινία που μπορεί να σε συγκινήσει και ταυτόχρονα να σε κάνει να χαμογελάσεις. Συνεπώς αν αναζητάς χαλαρές, καλοκαιρινές βραδιές με όμορφη παρέα, αυτό το filmaki είναι σίγουρα οτι ψάχνεις. Χαριτωμένο, αναζωογονητικό και τόσο όμορφο όσο ο πρώτος μας παιδικός έρωτας.
No trivia
Τετάρτη 23 Μαΐου 2012
The Passion of Joan of Arc: One of the greatest silent films ever
Καλημέρα και πάλι σε όλους! Όπως σας είχα πει λοιπόν, σήμερα θα ξεκινήσουμε μια αναφορά σε παλιές ταινίες του κλασικού κινηματογράφου, αρχίζοντας με το βωβό αριστούργημα του Δανού σκηνοθέτη, Carl Theodor Dreyer, "The Passion of Joan of Arc". Let's start...
Η ταινία του Carl Dreyer αποτέλεσε την πρώτη μεταφορά, της πραγματικής ιστορίας της 'Αγίας των Γάλλων' στο κινηματογραφικό πανί, μόλις το 1928 και η αλήθεια είναι πως πίσω από τη δημιουργία της και την κόπια που όλοι σήμερα μπορούμε να απολαύσουμε, κρύβεται μια μεγάλη 'απώλεια'.
Πιο συγκεκριμένα ελάχιστο καιρό έπειτα από την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, ο Dreyer πληροφορήθηκε πως η original κόπια της ταινίας είχε καταστραφεί χάρη σε κάποιο ατύχημα! Ο ίδιος μην έχοντας τη δυνατότητα να ξαναφτιάξει την ταινία από την αρχή, αποφάσισε να την ανασυνθέσει κατά κάποιον τρόπο, χρησιμοποιώντας ως πρωταρχικό υλικό όλα εκείνα τα φιλμικά κομμάτια τα οποία είχε απορρίψει (γνωστά και ως ρετάλια). Έτσι λοιπόν η σημερινή ταινία όπως έχει σωθεί, αποτελεί μια μόνο κατά προσέγγιση του αυθεντικού film του σκηνοθέτη, που εμείς φανταζόμαστε πως παρόλα αυτά, βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πρωταρχική του ιδέα. Επίσης να τονίσουμε πως αυτό το αριστούργημα, είναι βωβό (φυσικά), αλλά πως όποιος έχει την τύχη να το παρακολουθήσει σήμερα, θα διαπιστώσει πως είναι επενδυμένο με ένα υπέροχο και μοναδικά ταιριαστό, μουσικό κομμάτι, αυτό του Richard Einhorn, "Voices of Light". Η προσωπική μου άποψη είναι πως εντείνει ακόμα περισσότερο την δυναμική των εικόνων του Dreyer.
Όσον αφορά λοιπόν την υπόθεση καθεαυτή, παρακολουθούμε στην ουσία τη δίκη της Jeanne d'Arc, την καταδίκη, καθώς και το κάψιμό της στην πυρά. Από εκεί και πέρα η πρωτοποριακή για την εποχή, σκηνοθεσία του Dreyer και η μοναδική ερμηνεία της Maria Falconetti (κατά πολλούς η καλύτερη στην ιστορία του κινηματογράφου) κρατούν τα ηνία σε αυτό το κλασικό διαμάντι.
O Carl Theodor Dreyer αποτελούσε έναν από τους μεγάλους παλιούς, του κλασικού κινηματογράφου, τον οποίο παρόλα αυτά φρόντιζε να προκαλεί και να καταρρίπτει κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία, με αποκορύφωμα την τελευταία του ταινία, "Gertrud" (1964).
Ρηξικέλευθος και υποδόριος επαναστάτης, ο Dreyer κατάφερνε κάθε φορά μέσα από τα films του τα θυσιάζει το κομμάτι του υποθεσιακού περιεχομένου, για χάρη της cinema-τικής φόρμας της κάθε του ταινίας. Φρόντιζε δηλαδή κάθε φορά να καθιστά πρωταγωνιστή των films του, την ίδια την κινηματογραφική δομή, η οποία κατασπάραζε κυριολεκτικά το περιεχόμενο αυτών.
Από τις κινήσεις της κάμεράς του, τη χρήση της μουσικής και τους φωτισμούς (οι πηγές δεν είναι πάντα εμφανείς, ενώ ακόμα και οι σκιές που δημιουργούν μια απτή αίσθηση χώρου, μοιάζουν να εξαφανίζονται από τα έργα του), μέχρι την εντελώς πρωτοποριακή χωροχρονική άρθρωση και την περιθωριοποίηση των κανόνων και των νορμών του κινηματογράφου, ο Dreyer υπήρξε ένας σκηνοθέτης με όραμα, που έφερε την πνοή του μοντέρνου μέσα στο κλασικό cinema.
Στις μεταγενέστερες ταινίες του ο Dreyer φρόντιζε να κάνει ακόμα πιο έντονη την παρουσία του μινιμαλισμού και της θεατρικότητας, καθώς έστρεφε τους ηθοποιούς του κατευθείαν στην κάμερα, ενώ και το όλο στήσιμο και παίξιμό τους, ήταν αυτό που κάποιος θα χαρακτήριζε 'ερμηνεία της σκηνής'. Το γεγονός οτι αποοικιοποιούσε ακόμα περισσότερο τις κλασικές νόρμες του cinmea (όπως π.χ έκανε και ο Ozu, με το χαρακτηριστικό του 'πήδημα του άξονα), ήταν κάτι που φαινόταν να έχει ξεκινήσει, ακόμα και από την σημερινή μας ταινία και μιλάμε μόλις για τη δεκαετία του ΄20. Όπως θα δούμε και παρακάτω ο τρόπος με τον οποίο συνέθετε τα πλάνα της Jeanne (στην πλειοψηφία τους γκρο) και των δικαστών της, τα ανάποδα πλάνα, το δέσιμο των βλεμμάτων τους, καθώς και τα τράβελινγκ της κάμερας για την ανάδειξη της παρουσίας των ανδρών, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία ενός μοντερνισμού ο οποίος προϋπήρχε, πολύ πριν καθιερωθούν οι χρυσοί κανόνες του κινηματογράφου.
"Τίποτα στον κόσμο δε συγκρίνεται με το ανθρώπινο πρόσωπο. Είναι ένα έδαφος το οποίο κανείς δεν μπορεί να κουραστεί να εξερευνά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη εμπειρία σε ένα studio, από το να είσαι μάρτυρας του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται ένα ευαίσθητο πρόσωπο, κάτω από τη μυστήρια δύναμη της έμπνευσης. Να το βλέπεις να ζωντανεύει από μέσα, να εξωτερικεύεται, και να μεταμορφώνεται σε ποίηση". Αυτά είναι τα λόγια του ίδιου του Dreyer και μάλλον δεν υπάρχει καλύτερο υλικό στο οποίο να μπορέσουμε να εντοπίσουμε την αλήθεια αυτών των λόγων, από το "The Passion of Jean of Arc".
Ουσιαστικά όλο το αφήγημα και το ίδιο το δράμα περνάει εδώ μέσα από τις εκφράσεις των προσώπων (κυρίως αυτό της Falconetti) και σε αντίθεση με άλλες του ταινίες, στις οποίες γίνεται μέσω των διαλόγων. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα η αυθεντικότητα και η αλήθεια της ταινίας, βασίζεται πάνω σε μια από τις πιο καθάριες μορφές του κινηματογράφου: αυτή των γκρο πλάνων.
Όπως είναι φυσικό ο θεατής έχει τη δυνατότητα να γίνει μάρτυρας (στο πλευρό της Jeanne που έχει ήδη αρχίσει να μαρτυρά) των παθών της πρωταγωνίστριας μέσα από τις σπασμωδικές και αγωνιώδεις εκφράσεις του προσώπου της, τα δάκρυά της και το βλέμμα της (το βλέμμα είναι ο κινηματογράφος). Η τεράστια ποικιλία συναισθημάτων και διαφοροποίησης, γίνεται στο πρόσωπο της ηρωίδας, η οποία αποτελεί τον εκφραστή της ατομικότητας. Είναι την ίδια στιγμή ένας χαρακτήρας, αλλά και ένας performer. Είναι ένα πρόσωπο που ανήκει στην ηθοποιό, αλλά την ίδια στιγμή ανήκει και στην Jeanne. Με τον τρόπο αυτό ο Dreyer εκφράζει μαι κινηματογραφική οικονομία, τεράστιο τόλμημα για την εποχή, εάν αναλογιστεί μάλιστα κανείς πως το 95% της ταινίας είναι μια αλληλουχία, από διαδοχικά γκρο-πλαν.
Στην τεράστια σημασία του πλαναρίσματος, έρχεται να προστεθεί και η αξία της απουσίας του μακιγιάζ. Γι'αυτό ο Dreyer λέει: "Είναι φυσικό και πρόδηλα σωστό το να φτιάχνεις μια ταινία στην οποία οι ηθοποιοί δεν έχουν καθόλου μακιγιάζ. Και σ'όλο το φάσμα του κινηματογράφου η αληθινή αναπαράσταση μπορεί να πάρει σάρκα και οστά μόνο με εντελώς αμακιγιάριστους ηθοποιούς που ομιλούν μια απόλυτα καθημερινή γλώσσα". Γίνεται έτσι απόλυτα κατανοητό πως ο Dreyer μέσω της απουσίας του μακιγιάζ (κάτι το ανήκουστο για την εποχή του βωβού κινηματογράφου) επιτυγχάνει να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη δυναμική και τη 'σκληρότητα' των προσώπων.
Εκτός βέβαια από την κυρίαρχη αισθητική των γκρο-πλαν, ο σκηνοθέτης φροντίζει να τολμήσει και στο θέμα του φιλμικού χωροχρόνου. Είναι γεγονός πως αποξενώνει και αλλοτριώνει τον έναν χώρο από τον άλλον, καθώς κατά τη διάρκεια της ταινίας φαίνεται πως η Jeanne βρίσκεται κάπου αλλού. Μπορεί δηλαδή η πρωταγωνίστρια και οι κατήγοροί της να βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο, ο Dreyer όμως καταφέρνει με το μη-δέσιμο των βλεμμάτων τους, να μας δώσει την εντύπωση πως βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους. Δεν υπάρχουν υποκειμενικά βλέμματα, και όπως ακριβώς υπάρχει μια γενικότερη αντικανονικότητα στο δέσιμο των πλάνων, έτσι υπάρχει και στο δέσιμο του βλέμματος. Η Jeanne γίνεται μια ηρωίδα που είναι μόνη, εν μέσω πολλών. Υποφέρει, αγωνιά και μάχεται, όντας παρούσα μπροστά σε ένα κοπάδι από λυσσασμένα κτήνη, που είναι έτοιμα να τη κατασπαράξουν στο όνομα του Θεού τους, αδυνατώντας να καταλάβουν οτι ο δικός τους Θεός και αυτό της Jeanne, είναι το ένα και το αυτό. Ο Dreyer το καθιστά χειροπιαστό μέσα από την εικονική της απομόνωση, τα κατακερματισμένα-ορισμένες φορές-γκρο της, και την μοναξιά του βλέμματος.
Αν και στην ουσία η ταινία θα μπορούσε να είναι αυτό ακριβώς που υποδηλώνει ο τίτλος της (η ιστορία της Jeanne), εντούτοις μάλλον ο κρυμμένος πρωταγωνιστής του Dreyer είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αυτή η κεκαλυμμένη αναφορά, ίσως να μην είναι και τόσο κεκαλυμμένη τελικά αν προσέξει κανείς κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας όπως π.χ στη παραπάνω εικόνα οπού τα κάγκελα του παραθύρου δημιουργούν έναν σταυρό, καθώς και η ομοιότητα της ηρωίδας με τον Χριστό, όταν οι φύλακες την φορούν ένα πλεχτό στεφάνι. Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και έναν παραλληλισμό των παθών της γυναίκας, με αυτά του Χριστού, αλλά και πάλι δε μπορούμε να είμαστε ολοκληρωτικά σίγουροι για το τι είχε στο μυαλό του ο μεγάλος σκηνοθέτης.
Το "The Passion of Jean of Arc" είναι ένα μοναδικό δημιούργημα, με μια εξίσου μοναδική ερμηνεία από τη Maria Falconetti. Η προσήλωση στο βλέμμα, τις εκφράσεις των προσώπων, η απουσία σκιών (και εδώ, γεγονός που προσδίδει στο film ένα επίπεδο, μίνιμαλ σκηνικό) και το χτίσιμο της ταινίας πάνω στα γκρο πλαν, αποτελούν μερικούς μόνο από τους λόγους που τη καθιστούν μια από τα μεγαλύτερα, κινηματογραφικά δημιουργήματα που έγιναν ποτέ. Και εμείς θα έρθουμε φυσικά να συμφωνήσουμε.
Extra tip: Μάλιστα ο Dreyer επιρρέασε πολλούς ακόμη σκηνοθέτες, όπως τον Goddart, αλλά και πιο σύγχρονους, όπως τον Chan-woo Park, ο οποίος φαίνεται πως στο "Lady Vengeance" κάνει τη δική του μνεία στη ταινία του Dreyer, μέσα από τα λοξά κοντινά της πρωταγωνίστριάς του, που θυμίζουν έντονα αυτά της Falconetti.
Τι έμαθα από τη ταινία: Ένα πράγμα: οτι τελικά ο κόσμος του κινηματογράφου είναι μαγικός (μμμ κάτι είχα ψιλιαστεί).
TRIVIA
Η ταινία του Carl Dreyer αποτέλεσε την πρώτη μεταφορά, της πραγματικής ιστορίας της 'Αγίας των Γάλλων' στο κινηματογραφικό πανί, μόλις το 1928 και η αλήθεια είναι πως πίσω από τη δημιουργία της και την κόπια που όλοι σήμερα μπορούμε να απολαύσουμε, κρύβεται μια μεγάλη 'απώλεια'.
Πιο συγκεκριμένα ελάχιστο καιρό έπειτα από την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, ο Dreyer πληροφορήθηκε πως η original κόπια της ταινίας είχε καταστραφεί χάρη σε κάποιο ατύχημα! Ο ίδιος μην έχοντας τη δυνατότητα να ξαναφτιάξει την ταινία από την αρχή, αποφάσισε να την ανασυνθέσει κατά κάποιον τρόπο, χρησιμοποιώντας ως πρωταρχικό υλικό όλα εκείνα τα φιλμικά κομμάτια τα οποία είχε απορρίψει (γνωστά και ως ρετάλια). Έτσι λοιπόν η σημερινή ταινία όπως έχει σωθεί, αποτελεί μια μόνο κατά προσέγγιση του αυθεντικού film του σκηνοθέτη, που εμείς φανταζόμαστε πως παρόλα αυτά, βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πρωταρχική του ιδέα. Επίσης να τονίσουμε πως αυτό το αριστούργημα, είναι βωβό (φυσικά), αλλά πως όποιος έχει την τύχη να το παρακολουθήσει σήμερα, θα διαπιστώσει πως είναι επενδυμένο με ένα υπέροχο και μοναδικά ταιριαστό, μουσικό κομμάτι, αυτό του Richard Einhorn, "Voices of Light". Η προσωπική μου άποψη είναι πως εντείνει ακόμα περισσότερο την δυναμική των εικόνων του Dreyer.
Όσον αφορά λοιπόν την υπόθεση καθεαυτή, παρακολουθούμε στην ουσία τη δίκη της Jeanne d'Arc, την καταδίκη, καθώς και το κάψιμό της στην πυρά. Από εκεί και πέρα η πρωτοποριακή για την εποχή, σκηνοθεσία του Dreyer και η μοναδική ερμηνεία της Maria Falconetti (κατά πολλούς η καλύτερη στην ιστορία του κινηματογράφου) κρατούν τα ηνία σε αυτό το κλασικό διαμάντι.
O Carl Theodor Dreyer αποτελούσε έναν από τους μεγάλους παλιούς, του κλασικού κινηματογράφου, τον οποίο παρόλα αυτά φρόντιζε να προκαλεί και να καταρρίπτει κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία, με αποκορύφωμα την τελευταία του ταινία, "Gertrud" (1964).
Ρηξικέλευθος και υποδόριος επαναστάτης, ο Dreyer κατάφερνε κάθε φορά μέσα από τα films του τα θυσιάζει το κομμάτι του υποθεσιακού περιεχομένου, για χάρη της cinema-τικής φόρμας της κάθε του ταινίας. Φρόντιζε δηλαδή κάθε φορά να καθιστά πρωταγωνιστή των films του, την ίδια την κινηματογραφική δομή, η οποία κατασπάραζε κυριολεκτικά το περιεχόμενο αυτών.
Από τις κινήσεις της κάμεράς του, τη χρήση της μουσικής και τους φωτισμούς (οι πηγές δεν είναι πάντα εμφανείς, ενώ ακόμα και οι σκιές που δημιουργούν μια απτή αίσθηση χώρου, μοιάζουν να εξαφανίζονται από τα έργα του), μέχρι την εντελώς πρωτοποριακή χωροχρονική άρθρωση και την περιθωριοποίηση των κανόνων και των νορμών του κινηματογράφου, ο Dreyer υπήρξε ένας σκηνοθέτης με όραμα, που έφερε την πνοή του μοντέρνου μέσα στο κλασικό cinema.
Στις μεταγενέστερες ταινίες του ο Dreyer φρόντιζε να κάνει ακόμα πιο έντονη την παρουσία του μινιμαλισμού και της θεατρικότητας, καθώς έστρεφε τους ηθοποιούς του κατευθείαν στην κάμερα, ενώ και το όλο στήσιμο και παίξιμό τους, ήταν αυτό που κάποιος θα χαρακτήριζε 'ερμηνεία της σκηνής'. Το γεγονός οτι αποοικιοποιούσε ακόμα περισσότερο τις κλασικές νόρμες του cinmea (όπως π.χ έκανε και ο Ozu, με το χαρακτηριστικό του 'πήδημα του άξονα), ήταν κάτι που φαινόταν να έχει ξεκινήσει, ακόμα και από την σημερινή μας ταινία και μιλάμε μόλις για τη δεκαετία του ΄20. Όπως θα δούμε και παρακάτω ο τρόπος με τον οποίο συνέθετε τα πλάνα της Jeanne (στην πλειοψηφία τους γκρο) και των δικαστών της, τα ανάποδα πλάνα, το δέσιμο των βλεμμάτων τους, καθώς και τα τράβελινγκ της κάμερας για την ανάδειξη της παρουσίας των ανδρών, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία ενός μοντερνισμού ο οποίος προϋπήρχε, πολύ πριν καθιερωθούν οι χρυσοί κανόνες του κινηματογράφου.
"Τίποτα στον κόσμο δε συγκρίνεται με το ανθρώπινο πρόσωπο. Είναι ένα έδαφος το οποίο κανείς δεν μπορεί να κουραστεί να εξερευνά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη εμπειρία σε ένα studio, από το να είσαι μάρτυρας του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται ένα ευαίσθητο πρόσωπο, κάτω από τη μυστήρια δύναμη της έμπνευσης. Να το βλέπεις να ζωντανεύει από μέσα, να εξωτερικεύεται, και να μεταμορφώνεται σε ποίηση". Αυτά είναι τα λόγια του ίδιου του Dreyer και μάλλον δεν υπάρχει καλύτερο υλικό στο οποίο να μπορέσουμε να εντοπίσουμε την αλήθεια αυτών των λόγων, από το "The Passion of Jean of Arc".
Ουσιαστικά όλο το αφήγημα και το ίδιο το δράμα περνάει εδώ μέσα από τις εκφράσεις των προσώπων (κυρίως αυτό της Falconetti) και σε αντίθεση με άλλες του ταινίες, στις οποίες γίνεται μέσω των διαλόγων. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα η αυθεντικότητα και η αλήθεια της ταινίας, βασίζεται πάνω σε μια από τις πιο καθάριες μορφές του κινηματογράφου: αυτή των γκρο πλάνων.
Όπως είναι φυσικό ο θεατής έχει τη δυνατότητα να γίνει μάρτυρας (στο πλευρό της Jeanne που έχει ήδη αρχίσει να μαρτυρά) των παθών της πρωταγωνίστριας μέσα από τις σπασμωδικές και αγωνιώδεις εκφράσεις του προσώπου της, τα δάκρυά της και το βλέμμα της (το βλέμμα είναι ο κινηματογράφος). Η τεράστια ποικιλία συναισθημάτων και διαφοροποίησης, γίνεται στο πρόσωπο της ηρωίδας, η οποία αποτελεί τον εκφραστή της ατομικότητας. Είναι την ίδια στιγμή ένας χαρακτήρας, αλλά και ένας performer. Είναι ένα πρόσωπο που ανήκει στην ηθοποιό, αλλά την ίδια στιγμή ανήκει και στην Jeanne. Με τον τρόπο αυτό ο Dreyer εκφράζει μαι κινηματογραφική οικονομία, τεράστιο τόλμημα για την εποχή, εάν αναλογιστεί μάλιστα κανείς πως το 95% της ταινίας είναι μια αλληλουχία, από διαδοχικά γκρο-πλαν.
Στην τεράστια σημασία του πλαναρίσματος, έρχεται να προστεθεί και η αξία της απουσίας του μακιγιάζ. Γι'αυτό ο Dreyer λέει: "Είναι φυσικό και πρόδηλα σωστό το να φτιάχνεις μια ταινία στην οποία οι ηθοποιοί δεν έχουν καθόλου μακιγιάζ. Και σ'όλο το φάσμα του κινηματογράφου η αληθινή αναπαράσταση μπορεί να πάρει σάρκα και οστά μόνο με εντελώς αμακιγιάριστους ηθοποιούς που ομιλούν μια απόλυτα καθημερινή γλώσσα". Γίνεται έτσι απόλυτα κατανοητό πως ο Dreyer μέσω της απουσίας του μακιγιάζ (κάτι το ανήκουστο για την εποχή του βωβού κινηματογράφου) επιτυγχάνει να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη δυναμική και τη 'σκληρότητα' των προσώπων.
Εκτός βέβαια από την κυρίαρχη αισθητική των γκρο-πλαν, ο σκηνοθέτης φροντίζει να τολμήσει και στο θέμα του φιλμικού χωροχρόνου. Είναι γεγονός πως αποξενώνει και αλλοτριώνει τον έναν χώρο από τον άλλον, καθώς κατά τη διάρκεια της ταινίας φαίνεται πως η Jeanne βρίσκεται κάπου αλλού. Μπορεί δηλαδή η πρωταγωνίστρια και οι κατήγοροί της να βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο, ο Dreyer όμως καταφέρνει με το μη-δέσιμο των βλεμμάτων τους, να μας δώσει την εντύπωση πως βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους. Δεν υπάρχουν υποκειμενικά βλέμματα, και όπως ακριβώς υπάρχει μια γενικότερη αντικανονικότητα στο δέσιμο των πλάνων, έτσι υπάρχει και στο δέσιμο του βλέμματος. Η Jeanne γίνεται μια ηρωίδα που είναι μόνη, εν μέσω πολλών. Υποφέρει, αγωνιά και μάχεται, όντας παρούσα μπροστά σε ένα κοπάδι από λυσσασμένα κτήνη, που είναι έτοιμα να τη κατασπαράξουν στο όνομα του Θεού τους, αδυνατώντας να καταλάβουν οτι ο δικός τους Θεός και αυτό της Jeanne, είναι το ένα και το αυτό. Ο Dreyer το καθιστά χειροπιαστό μέσα από την εικονική της απομόνωση, τα κατακερματισμένα-ορισμένες φορές-γκρο της, και την μοναξιά του βλέμματος.
Αν και στην ουσία η ταινία θα μπορούσε να είναι αυτό ακριβώς που υποδηλώνει ο τίτλος της (η ιστορία της Jeanne), εντούτοις μάλλον ο κρυμμένος πρωταγωνιστής του Dreyer είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αυτή η κεκαλυμμένη αναφορά, ίσως να μην είναι και τόσο κεκαλυμμένη τελικά αν προσέξει κανείς κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας όπως π.χ στη παραπάνω εικόνα οπού τα κάγκελα του παραθύρου δημιουργούν έναν σταυρό, καθώς και η ομοιότητα της ηρωίδας με τον Χριστό, όταν οι φύλακες την φορούν ένα πλεχτό στεφάνι. Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και έναν παραλληλισμό των παθών της γυναίκας, με αυτά του Χριστού, αλλά και πάλι δε μπορούμε να είμαστε ολοκληρωτικά σίγουροι για το τι είχε στο μυαλό του ο μεγάλος σκηνοθέτης.
Το "The Passion of Jean of Arc" είναι ένα μοναδικό δημιούργημα, με μια εξίσου μοναδική ερμηνεία από τη Maria Falconetti. Η προσήλωση στο βλέμμα, τις εκφράσεις των προσώπων, η απουσία σκιών (και εδώ, γεγονός που προσδίδει στο film ένα επίπεδο, μίνιμαλ σκηνικό) και το χτίσιμο της ταινίας πάνω στα γκρο πλαν, αποτελούν μερικούς μόνο από τους λόγους που τη καθιστούν μια από τα μεγαλύτερα, κινηματογραφικά δημιουργήματα που έγιναν ποτέ. Και εμείς θα έρθουμε φυσικά να συμφωνήσουμε.
Extra tip: Μάλιστα ο Dreyer επιρρέασε πολλούς ακόμη σκηνοθέτες, όπως τον Goddart, αλλά και πιο σύγχρονους, όπως τον Chan-woo Park, ο οποίος φαίνεται πως στο "Lady Vengeance" κάνει τη δική του μνεία στη ταινία του Dreyer, μέσα από τα λοξά κοντινά της πρωταγωνίστριάς του, που θυμίζουν έντονα αυτά της Falconetti.
Τι έμαθα από τη ταινία: Ένα πράγμα: οτι τελικά ο κόσμος του κινηματογράφου είναι μαγικός (μμμ κάτι είχα ψιλιαστεί).
TRIVIA
- Η ταινία είχε θεωρηθεί χαμένη, μέχρι που βρέθηκε στο ντουλάπι ενός ψυχιατρικού ιδρύματος στο Oslo.
- O Dreyer λέγεται οτι άφηνε τη Falconetti νηστική ή την έβαζε να γονατίζει με τις ώρες στο πλακόστρωτο έδαφος, προκειμένου να αποδώσει καλύτερα τον χαρακτήρα της.
(Πηγή IMDB)
Παρασκευή 27 Απριλίου 2012
Game of Thrones: Winter is coming...
Hello hello! Τι κάνουμε guyz? Λοιπόν σήμερα είπα να ασχοληθούμε με κάτι πιο της σειράς, και πιο συγκεκριμένα το "Game of Thrones". Φαντάζομαι όλοι-λίγο πολύ-έχετε μπει σε περιέργεια να τσεκάρετε από ένα επεισόδιο της σειράς φαινόμενο πλέον, έως και όλη τη σεζόν (εγώ ανήκω όπως καταλάβατε στη δεύτερη κατηγορία) και παρά το γεγονός οτι το blog μου έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με ταινίες, έχω και μια κατηγοριούλα με σειρές που με ιντριγκάρουν. Οχι πολλές η αλήθεια είναι, αλλά όσες έχω συμπεριλάβει στη λίστα μου, πραγματικά με έχουν ενθουσιάσει. Κάτι ανάλογο έγινε και με το επικό, "Game of Thrones". Πολλοί μου έλεγαν για το truly επικών διαστάσεων story της σειράς (και το boyfriend επίσης, το οποίο κατάλαβα αργότερα γιατί την εκτιμά τόσο πολύ : P) και το μόνο που έμενε ήταν να το ανακαλύψω και μόνη μου. Ε λοιπό τον ανακάλυψα και σας το παρουσιάζω.
Από που να ξεκινήσει κανείς να λέει για τη συγκεκριμένη σειρά. Ίσως από τη πρώτη σεζόν; Σωστά, ας το πιάσουμε το πράγμα από εκεί λοιπόν.
Επτά μεγάλες οικογένειες αρχίζουν έναν αγώνα χωρίς προηγούμενο, προκειμένου να καταφέρει η κάθε μια από αυτές, να επικρατήσει έναντι των υπολοίπων και να αναλάβει τον έλεγχο της μυθικής γης του Westeros. Την ίδια στιγμή ο βασιλιάς Robert Baratheon αποφασίσει να κάνει μια επίσκεψη στο Βορρά, και συγκεκριμένα στον παλιό του φίλο Eddard Stark, Άρχοντα του Winterfell προκειμένου να του εκφράσει την επιθυμία να τον καταστήσει το Δεξί του Χέρι, το ύψιστο αξίωμα έπειτα από αυτό του Βασιλιά. Παρά το γεγονός οτι ο Stark λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις ύποπτες (και μάλλον δολοφονικές ενέργειες) οι οποίες οδήγησαν το προηγούμενο Χέρι στον θάνατο, δέχεται τη θέση, προκειμένου αφενός να προστατέψει εκ των έσω τον Βασιλιά και αφετέρου να ερευνήσει εις βάθος αυτές τις ανησυχητικές ειδήσεις.
Παράλληλα η Βασίλισσα δε κάθεται φρόνιμα, αλλά απ'οτι φαίνεται μαζί με την υπόλοιπη φάρα των Lannister δολοπλοκεί εις βάρος του...συζύγου της, για την ανατροπή του και την απόκτηση της εξουσίας. Πέρα από τη θάλασσα οι τελευταία απόγονοι μιας ακόμα ευγενούς οικογένειας, αυτής των Targaryens, αγωνίζονται να βρουν στρατό και να διεκδικήσουν με τη σειρά τους τον Σιδηρούν Θρόνο ο οποίος τους στερήθηκε. Η όμορφη Daenerys κρατάει μερικούς καυτούς άσσους στο μανίκι της...
Οι εναπομείναντες οικογένειες, αυτές των Greyjoy, Tully, Arryn και Tyrell, ακονίζουν τα δικά τους νύχια και μαχαίρια, και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να κάνουν την παρουσία τους αισθητή. Ο πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών, και εκτός από το ποτάμι αίματος που φαίνεται να τους περιμένει όλους, έρχεται να προστεθεί ένα πανάρχαιο κακό το οποίο έχει αρχίσει να ξυπνάει στον Βορρά. Η μαυροντυμένη φρουρά των Night Watch είναι η μοναδική που στέκει ανάμεσα στον κόσμο του βασιλείου, και τον παγωμένο τρόμο που ελοχεύει πέρα από αυτό. Αλλά ακόμα και εκείνοι μοιάζουν να μη μπορούν να σταματήσουν τις σκοτεινές δυνάμεις που ανασυντάσσονται. Και σύντομα οι δολοπλόκοι άντρες, οι θανατηφόρες γυναίκες και τα συμφεροντολόγα τσιράκια, δεν θα έχουν που να κρυφτούν...
Η σειρά θεωρείται ήδη μια από τις πιο επιτυχημένες ever, έχοντας κατακτήσει μια Χρυσή Σφαίρα (για την εξαιρετική παρουσία του μικροσκοπικού, αλλά τεράστιου Peter Dinklage) και αναρίθμητες ακόμη υποψηφιότητες, για καλύτερες γυναικείες παρουσίες, σκηνικά, κοστούμια, σκηνοθεσία, μουσική επένδυση και ένα σωρό άλλα.
Το γεγονός οτι αποτελεί παραγωγή του HBO μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθώς τα τρία αυτά γράμματα, αποτελούν πλέον εγγύηση πολλών, καλών και αξιοζήλευτων παραγωγών. Από τους "The Sopranos", το "Six Feet Under", το "True Blood" και το "The Wire", μέχρι το καλοφτιαγμένο "The Boardwalk Empire", το πολύ καλό "In Treatment" και τώρα το "Game of Thrones", το HBO έχει αποδείξει οτι ξέρει να βγάζει στη πιάτσα σειρές, που τα έχουν όλα. Και το "Game of Thrones" καταφέρνει και συνδυάζει με ιδανικό τρόπο την οργιάζουσα δράση μιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με τα δολοπλόκα και διψασμένα για δύναμη μυαλά μιας-γιατί οχι;-εν δυνάμει αρχαϊκής, ελληνικής φύσεως. Τα ίδια κάναμε και εμείς. Απλά καλύτερα.
Η σκηνοθεσία είναι πέρα για πέρα εντυπωσιακή, και τα σκηνικά τόσο αληθοφανή που νομίζεις οτι θα κάνεις μια βουτιά, και θα βρεθείς μονομιάς σε μια εποχή άλλη, μια εποχή δράκων, μαγείας και λασπωμένων πανοπλιών.
Η χρήση των CGI είναι πραγματικά εξαιρετικά δουλεμένη, προσεγμένη και προσαρμοσμένη με τρόπο που δε ξενίζει και κυρίως, δε μοιάζει ψεύτικος. Σε κάνει πραγματικά να πιστεύεις οτι η Γη του Westeros κάπου υπάρχει και μπόλικα παλικάρια σφάζονται στη ποδιά της. Και όχι μόνο. Το εντυπωσιακό στην υπόθεση της σειράς είναι ο τρόπος με τον οποίο όλοι κρατάνε τον δικό τους, καίριας σημασίας, ρόλο, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει ξαφνικά στην πιο αναπάντεχη ανατροπή. Λάγνες, αισθησιακές γυναίκες που κάνουν τα πάντα στον βωμό της εξουσίας και πολεμοχαρείς άνδρες, τυφλωμένοι από τη σιδερένια λάμψη του Θρόνου.
Ο κάθε χαρακτήρας είναι δουλεμένος μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, κερδίζοντας ή χάνοντας αντίστοιχα τη συμπάθεια του κοινού. Ο half-man Tyrion Lannister (Peter Dinklage) έχει το απαράμιλλο ταλέντο της διπλωματίας και της πειθούς. Καταφέρνει και αποσπά τις πληροφορίες που θέλει, όπως θέλει, όταν θέλει και κυρίως από όποιον θέλει, κρατώντας τους γερά δεμένους με τα εκάστοτε μυστικά τους. Ο νεαρός, σαδιστής Βασιλιάς Joffrey (Jack Gleeson), αποτελεί εύκολα έναν από τους πιο μισητούς (αν οχι τον πιο μισητό) χαρακτήρες της σειράς, χάρη στο άδειο κεφάλι του, τον παδικό το εγωισμό και την χαιρέκακη φύση του, που ικανοποιείται μόνο από ματωμένα μάγουλα και παλουκωμένα κεφάλια. Η μητέρα του, Βασίλισσα Cersei (Lena Headay) μια φιλόδοξη και πονηρή γυναίκα, που κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την όποια ψευδαίσθηση ισχύος, και η όμορφη, δυναμική Daenerys (Emilia Clarke) η οποία επωμίζεται το βάρος ενός ολόκληρου λαού πάνω της, είναι μόνο μερικοί από τους τόσους πολλούς χαρακτήρες, που όμως ο καθένας μένει καρφωμένος στο μυαλό στου, για τους δικούς του λόγους...
Το περιβάλλον του μυθικού κόσμου είναι δομημένο με κάθε λογής λεπτομέρεια. Από τα διαφορετικά μεταξύ τους βασίλεια, μέχρι τα κοστούμια, τη θαλάσσια δύναμη του ενός, ή την παγωμένη ηρεμία του άλλου, τα πάντα είναι προσεγμένα και right to the point.
Η διαφθορά βασιλεύει, οι δολοπλοκίες αποτελούν το βασικό συστατικό της καθημερινότητας, το σεξ είναι φυσικά αναπόσπαστο κομμάτι,προκειμένου τα αρσενικά και τα θηλυκά να εκτονώνουν τις ορμές τους ή και να επιτυγχάνουν τους προσωπικούς τους σκοπούς και βλέψεις, η γύμνια είναι στο φουλ (hooray! αγόρια), τα σπαθιά μπήγονται σε κοιλιές, κεφάλια και τα σχετικά, με περισσή ευκολία, και γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με μια επική σύλληψη κόσμου, μπορείς να το βρεις εύκολα εδώ.
Κάπου εδώ να αναφέρουμε και το γεγονός οτι όλη η ιστορία του "Game of Thrones" προέρχεται από το μυαλό του Αμερικανού συγγραφέα George R.R Martin, ο οποίος ξεκίνησε τη συγγραφή μια σειράς, φαντασιακών νουβέλων, ξεκινώντας από την πρώτη, που τιτλοφορούνταν "A Song of Ice and Fire". Χμμμ είχαμε τον Tolkin με το επίσης επικών διαστάσεων "The Lord of the Rings", και τώρα έχουμε και το σειριακό, epic story του "Game of Thrones", εκ μυαλού συγγραφέως για ακόμη μια φορά. Ενδιαφέρον...
Η πρώτη σεζόν μας άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις και τις μεγαλύτερες προσδοκίες, καθώς τον τέλος ήταν υπέροχο, και η αρχή της επόμενης, πολλά υποσχόμενη. Την αλήθεια μου θα την πω. Έχω απογοητευτεί λιγάκι μέχρι την μέχρι τώρα πορεία της δεύτερης σεζόν, καθώς το πράγμα κάπου έχει μείνει λίγο στάσιμο. Σίγουρα η προετοιμασία ενός επερχόμενου πολέμου έχει αξία για όλες τις πλευρές, από την άλλη όμως καλό είναι να αρχίσουμε να βλέπουμε και λίγη ουσιαστική δράση. Τη δε ιστορία της Kalisi την έχουμε αφήσει στο περιθώριο και είναι κρίμα, γιατί αποτελεί αναμφίβολα από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Βέβαια αν έχεις καταφέρει να πάρεις τα δικαιώματα για τουλάχιστον ακόμα μια σεζόν, κάπου το δικαιολογείς το καθυστερούμενο πράγμα, και κάνεις λίγη υπομονή. Λίγη όμως.
Γενικά όσοι αρέσκεστε σε καλές σειρές, με μπόλικο σασπένς, αγωνία, υπέροχη εκτέλεση, εξαιρετικό σενάριο και extra δόσεις από μαγεία, μυθικά πλάσματα και supernatural καταστάσεις, τότε το "Game of Thrones" είναι σίγουρα για εσάς. Δοκιμάστε την σύντομα γιατί, winter is coming, and then, what?
Τι έμαθα από τη σειρά: Οτι εξαιτίας της άρχισα πάλι Lineage (πφφφ), οτι η αιμομιξία κάνει κακό αποδεδειγμένα και οτι ο Sean Bean δε θα γλυτώσει ποτέ από τη μοίρα του. Ναι, όλοι ξέρετε τι εννοώ.
No trivia
Από που να ξεκινήσει κανείς να λέει για τη συγκεκριμένη σειρά. Ίσως από τη πρώτη σεζόν; Σωστά, ας το πιάσουμε το πράγμα από εκεί λοιπόν.
Επτά μεγάλες οικογένειες αρχίζουν έναν αγώνα χωρίς προηγούμενο, προκειμένου να καταφέρει η κάθε μια από αυτές, να επικρατήσει έναντι των υπολοίπων και να αναλάβει τον έλεγχο της μυθικής γης του Westeros. Την ίδια στιγμή ο βασιλιάς Robert Baratheon αποφασίσει να κάνει μια επίσκεψη στο Βορρά, και συγκεκριμένα στον παλιό του φίλο Eddard Stark, Άρχοντα του Winterfell προκειμένου να του εκφράσει την επιθυμία να τον καταστήσει το Δεξί του Χέρι, το ύψιστο αξίωμα έπειτα από αυτό του Βασιλιά. Παρά το γεγονός οτι ο Stark λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις ύποπτες (και μάλλον δολοφονικές ενέργειες) οι οποίες οδήγησαν το προηγούμενο Χέρι στον θάνατο, δέχεται τη θέση, προκειμένου αφενός να προστατέψει εκ των έσω τον Βασιλιά και αφετέρου να ερευνήσει εις βάθος αυτές τις ανησυχητικές ειδήσεις.
Παράλληλα η Βασίλισσα δε κάθεται φρόνιμα, αλλά απ'οτι φαίνεται μαζί με την υπόλοιπη φάρα των Lannister δολοπλοκεί εις βάρος του...συζύγου της, για την ανατροπή του και την απόκτηση της εξουσίας. Πέρα από τη θάλασσα οι τελευταία απόγονοι μιας ακόμα ευγενούς οικογένειας, αυτής των Targaryens, αγωνίζονται να βρουν στρατό και να διεκδικήσουν με τη σειρά τους τον Σιδηρούν Θρόνο ο οποίος τους στερήθηκε. Η όμορφη Daenerys κρατάει μερικούς καυτούς άσσους στο μανίκι της...
Οι εναπομείναντες οικογένειες, αυτές των Greyjoy, Tully, Arryn και Tyrell, ακονίζουν τα δικά τους νύχια και μαχαίρια, και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να κάνουν την παρουσία τους αισθητή. Ο πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών, και εκτός από το ποτάμι αίματος που φαίνεται να τους περιμένει όλους, έρχεται να προστεθεί ένα πανάρχαιο κακό το οποίο έχει αρχίσει να ξυπνάει στον Βορρά. Η μαυροντυμένη φρουρά των Night Watch είναι η μοναδική που στέκει ανάμεσα στον κόσμο του βασιλείου, και τον παγωμένο τρόμο που ελοχεύει πέρα από αυτό. Αλλά ακόμα και εκείνοι μοιάζουν να μη μπορούν να σταματήσουν τις σκοτεινές δυνάμεις που ανασυντάσσονται. Και σύντομα οι δολοπλόκοι άντρες, οι θανατηφόρες γυναίκες και τα συμφεροντολόγα τσιράκια, δεν θα έχουν που να κρυφτούν...
Η σειρά θεωρείται ήδη μια από τις πιο επιτυχημένες ever, έχοντας κατακτήσει μια Χρυσή Σφαίρα (για την εξαιρετική παρουσία του μικροσκοπικού, αλλά τεράστιου Peter Dinklage) και αναρίθμητες ακόμη υποψηφιότητες, για καλύτερες γυναικείες παρουσίες, σκηνικά, κοστούμια, σκηνοθεσία, μουσική επένδυση και ένα σωρό άλλα.
Το γεγονός οτι αποτελεί παραγωγή του HBO μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθώς τα τρία αυτά γράμματα, αποτελούν πλέον εγγύηση πολλών, καλών και αξιοζήλευτων παραγωγών. Από τους "The Sopranos", το "Six Feet Under", το "True Blood" και το "The Wire", μέχρι το καλοφτιαγμένο "The Boardwalk Empire", το πολύ καλό "In Treatment" και τώρα το "Game of Thrones", το HBO έχει αποδείξει οτι ξέρει να βγάζει στη πιάτσα σειρές, που τα έχουν όλα. Και το "Game of Thrones" καταφέρνει και συνδυάζει με ιδανικό τρόπο την οργιάζουσα δράση μιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με τα δολοπλόκα και διψασμένα για δύναμη μυαλά μιας-γιατί οχι;-εν δυνάμει αρχαϊκής, ελληνικής φύσεως. Τα ίδια κάναμε και εμείς. Απλά καλύτερα.
Η σκηνοθεσία είναι πέρα για πέρα εντυπωσιακή, και τα σκηνικά τόσο αληθοφανή που νομίζεις οτι θα κάνεις μια βουτιά, και θα βρεθείς μονομιάς σε μια εποχή άλλη, μια εποχή δράκων, μαγείας και λασπωμένων πανοπλιών.
Η χρήση των CGI είναι πραγματικά εξαιρετικά δουλεμένη, προσεγμένη και προσαρμοσμένη με τρόπο που δε ξενίζει και κυρίως, δε μοιάζει ψεύτικος. Σε κάνει πραγματικά να πιστεύεις οτι η Γη του Westeros κάπου υπάρχει και μπόλικα παλικάρια σφάζονται στη ποδιά της. Και όχι μόνο. Το εντυπωσιακό στην υπόθεση της σειράς είναι ο τρόπος με τον οποίο όλοι κρατάνε τον δικό τους, καίριας σημασίας, ρόλο, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει ξαφνικά στην πιο αναπάντεχη ανατροπή. Λάγνες, αισθησιακές γυναίκες που κάνουν τα πάντα στον βωμό της εξουσίας και πολεμοχαρείς άνδρες, τυφλωμένοι από τη σιδερένια λάμψη του Θρόνου.
Ο κάθε χαρακτήρας είναι δουλεμένος μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, κερδίζοντας ή χάνοντας αντίστοιχα τη συμπάθεια του κοινού. Ο half-man Tyrion Lannister (Peter Dinklage) έχει το απαράμιλλο ταλέντο της διπλωματίας και της πειθούς. Καταφέρνει και αποσπά τις πληροφορίες που θέλει, όπως θέλει, όταν θέλει και κυρίως από όποιον θέλει, κρατώντας τους γερά δεμένους με τα εκάστοτε μυστικά τους. Ο νεαρός, σαδιστής Βασιλιάς Joffrey (Jack Gleeson), αποτελεί εύκολα έναν από τους πιο μισητούς (αν οχι τον πιο μισητό) χαρακτήρες της σειράς, χάρη στο άδειο κεφάλι του, τον παδικό το εγωισμό και την χαιρέκακη φύση του, που ικανοποιείται μόνο από ματωμένα μάγουλα και παλουκωμένα κεφάλια. Η μητέρα του, Βασίλισσα Cersei (Lena Headay) μια φιλόδοξη και πονηρή γυναίκα, που κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την όποια ψευδαίσθηση ισχύος, και η όμορφη, δυναμική Daenerys (Emilia Clarke) η οποία επωμίζεται το βάρος ενός ολόκληρου λαού πάνω της, είναι μόνο μερικοί από τους τόσους πολλούς χαρακτήρες, που όμως ο καθένας μένει καρφωμένος στο μυαλό στου, για τους δικούς του λόγους...
Το περιβάλλον του μυθικού κόσμου είναι δομημένο με κάθε λογής λεπτομέρεια. Από τα διαφορετικά μεταξύ τους βασίλεια, μέχρι τα κοστούμια, τη θαλάσσια δύναμη του ενός, ή την παγωμένη ηρεμία του άλλου, τα πάντα είναι προσεγμένα και right to the point.
Η διαφθορά βασιλεύει, οι δολοπλοκίες αποτελούν το βασικό συστατικό της καθημερινότητας, το σεξ είναι φυσικά αναπόσπαστο κομμάτι,προκειμένου τα αρσενικά και τα θηλυκά να εκτονώνουν τις ορμές τους ή και να επιτυγχάνουν τους προσωπικούς τους σκοπούς και βλέψεις, η γύμνια είναι στο φουλ (hooray! αγόρια), τα σπαθιά μπήγονται σε κοιλιές, κεφάλια και τα σχετικά, με περισσή ευκολία, και γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με μια επική σύλληψη κόσμου, μπορείς να το βρεις εύκολα εδώ.
Κάπου εδώ να αναφέρουμε και το γεγονός οτι όλη η ιστορία του "Game of Thrones" προέρχεται από το μυαλό του Αμερικανού συγγραφέα George R.R Martin, ο οποίος ξεκίνησε τη συγγραφή μια σειράς, φαντασιακών νουβέλων, ξεκινώντας από την πρώτη, που τιτλοφορούνταν "A Song of Ice and Fire". Χμμμ είχαμε τον Tolkin με το επίσης επικών διαστάσεων "The Lord of the Rings", και τώρα έχουμε και το σειριακό, epic story του "Game of Thrones", εκ μυαλού συγγραφέως για ακόμη μια φορά. Ενδιαφέρον...
Η πρώτη σεζόν μας άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις και τις μεγαλύτερες προσδοκίες, καθώς τον τέλος ήταν υπέροχο, και η αρχή της επόμενης, πολλά υποσχόμενη. Την αλήθεια μου θα την πω. Έχω απογοητευτεί λιγάκι μέχρι την μέχρι τώρα πορεία της δεύτερης σεζόν, καθώς το πράγμα κάπου έχει μείνει λίγο στάσιμο. Σίγουρα η προετοιμασία ενός επερχόμενου πολέμου έχει αξία για όλες τις πλευρές, από την άλλη όμως καλό είναι να αρχίσουμε να βλέπουμε και λίγη ουσιαστική δράση. Τη δε ιστορία της Kalisi την έχουμε αφήσει στο περιθώριο και είναι κρίμα, γιατί αποτελεί αναμφίβολα από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Βέβαια αν έχεις καταφέρει να πάρεις τα δικαιώματα για τουλάχιστον ακόμα μια σεζόν, κάπου το δικαιολογείς το καθυστερούμενο πράγμα, και κάνεις λίγη υπομονή. Λίγη όμως.
Γενικά όσοι αρέσκεστε σε καλές σειρές, με μπόλικο σασπένς, αγωνία, υπέροχη εκτέλεση, εξαιρετικό σενάριο και extra δόσεις από μαγεία, μυθικά πλάσματα και supernatural καταστάσεις, τότε το "Game of Thrones" είναι σίγουρα για εσάς. Δοκιμάστε την σύντομα γιατί, winter is coming, and then, what?
Τι έμαθα από τη σειρά: Οτι εξαιτίας της άρχισα πάλι Lineage (πφφφ), οτι η αιμομιξία κάνει κακό αποδεδειγμένα και οτι ο Sean Bean δε θα γλυτώσει ποτέ από τη μοίρα του. Ναι, όλοι ξέρετε τι εννοώ.
No trivia
ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Οι τίτλοι έναρξης της σειράς, που είναι απλά υ-π-έ-ρ-ο-χ-ο-ι
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)