Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

The Passion of Joan of Arc: One of the greatest silent films ever

Καλημέρα και πάλι σε όλους!  Όπως σας είχα πει λοιπόν, σήμερα θα ξεκινήσουμε μια αναφορά σε παλιές ταινίες του κλασικού κινηματογράφου, αρχίζοντας με το βωβό αριστούργημα του Δανού σκηνοθέτη, Carl Theodor Dreyer, "The Passion of Joan of Arc".  Let's start...


Η ταινία του Carl Dreyer αποτέλεσε την πρώτη μεταφορά, της πραγματικής ιστορίας της 'Αγίας των Γάλλων' στο κινηματογραφικό πανί, μόλις το 1928 και η αλήθεια είναι πως πίσω από τη δημιουργία της και την κόπια που όλοι σήμερα μπορούμε να απολαύσουμε, κρύβεται μια μεγάλη 'απώλεια'.
Πιο συγκεκριμένα ελάχιστο καιρό έπειτα από την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, ο Dreyer πληροφορήθηκε πως η original κόπια της ταινίας είχε καταστραφεί χάρη σε κάποιο ατύχημα!  Ο ίδιος μην έχοντας τη δυνατότητα να ξαναφτιάξει την ταινία από την αρχή, αποφάσισε να την ανασυνθέσει κατά κάποιον τρόπο, χρησιμοποιώντας ως πρωταρχικό υλικό όλα εκείνα τα φιλμικά κομμάτια τα οποία είχε απορρίψει (γνωστά και ως ρετάλια).  Έτσι λοιπόν η σημερινή ταινία όπως έχει σωθεί, αποτελεί μια μόνο κατά προσέγγιση του αυθεντικού film του σκηνοθέτη, που εμείς φανταζόμαστε πως παρόλα αυτά, βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πρωταρχική του ιδέα.  Επίσης να τονίσουμε πως αυτό το αριστούργημα, είναι βωβό (φυσικά), αλλά πως όποιος έχει την τύχη να το παρακολουθήσει σήμερα, θα διαπιστώσει πως είναι επενδυμένο με ένα υπέροχο και μοναδικά ταιριαστό, μουσικό κομμάτι, αυτό του Richard Einhorn, "Voices of Light".  Η προσωπική μου άποψη είναι πως εντείνει ακόμα περισσότερο την δυναμική των εικόνων του Dreyer.
Όσον αφορά λοιπόν την υπόθεση καθεαυτή, παρακολουθούμε στην ουσία τη δίκη της Jeanne d'Arc, την καταδίκη, καθώς και το κάψιμό της στην πυρά.  Από εκεί και πέρα η πρωτοποριακή για την εποχή, σκηνοθεσία του Dreyer και η μοναδική ερμηνεία της Maria Falconetti (κατά πολλούς η καλύτερη στην ιστορία του κινηματογράφου) κρατούν τα ηνία σε αυτό το κλασικό διαμάντι.


O Carl Theodor Dreyer αποτελούσε έναν από τους μεγάλους παλιούς, του κλασικού κινηματογράφου, τον οποίο παρόλα αυτά φρόντιζε να προκαλεί και να καταρρίπτει κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία, με αποκορύφωμα την τελευταία του ταινία, "Gertrud" (1964).
Ρηξικέλευθος και υποδόριος επαναστάτης, ο Dreyer κατάφερνε κάθε φορά μέσα από τα films του τα θυσιάζει το κομμάτι του υποθεσιακού περιεχομένου, για χάρη της cinema-τικής φόρμας της κάθε του ταινίας.  Φρόντιζε δηλαδή κάθε φορά να καθιστά πρωταγωνιστή των films του, την ίδια την κινηματογραφική δομή, η οποία κατασπάραζε κυριολεκτικά το περιεχόμενο αυτών.
Από τις κινήσεις της κάμεράς του, τη χρήση της μουσικής και τους φωτισμούς (οι πηγές δεν είναι πάντα εμφανείς, ενώ ακόμα και οι σκιές που δημιουργούν μια απτή αίσθηση χώρου, μοιάζουν να εξαφανίζονται από τα έργα του), μέχρι την εντελώς πρωτοποριακή χωροχρονική άρθρωση και την περιθωριοποίηση των κανόνων και των νορμών του κινηματογράφου, ο Dreyer υπήρξε ένας σκηνοθέτης με όραμα, που έφερε την πνοή του μοντέρνου μέσα στο κλασικό cinema.
Στις μεταγενέστερες ταινίες του ο Dreyer φρόντιζε να κάνει ακόμα πιο έντονη την παρουσία του μινιμαλισμού και της θεατρικότητας, καθώς έστρεφε τους ηθοποιούς του κατευθείαν στην κάμερα, ενώ και το όλο στήσιμο και παίξιμό τους, ήταν αυτό που κάποιος θα χαρακτήριζε 'ερμηνεία της σκηνής'.  Το γεγονός οτι αποοικιοποιούσε ακόμα περισσότερο τις κλασικές νόρμες του cinmea (όπως π.χ έκανε και ο Ozu, με το χαρακτηριστικό του 'πήδημα του άξονα), ήταν κάτι που φαινόταν να έχει ξεκινήσει, ακόμα και από την σημερινή μας ταινία και μιλάμε μόλις για τη δεκαετία του ΄20.  Όπως θα δούμε και παρακάτω ο τρόπος με τον οποίο συνέθετε τα πλάνα της Jeanne (στην πλειοψηφία τους γκρο) και των δικαστών της, τα ανάποδα πλάνα, το δέσιμο των βλεμμάτων τους, καθώς και τα τράβελινγκ της κάμερας για την ανάδειξη της παρουσίας των ανδρών, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία ενός μοντερνισμού ο οποίος προϋπήρχε, πολύ πριν καθιερωθούν οι χρυσοί κανόνες του κινηματογράφου.

  
"Τίποτα στον κόσμο δε συγκρίνεται με το ανθρώπινο πρόσωπο.  Είναι ένα έδαφος το οποίο κανείς δεν μπορεί να κουραστεί να εξερευνά.  Δεν υπάρχει μεγαλύτερη εμπειρία σε ένα studio, από το να είσαι μάρτυρας του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται ένα ευαίσθητο πρόσωπο, κάτω από τη μυστήρια δύναμη της έμπνευσης.  Να το βλέπεις να ζωντανεύει από μέσα, να εξωτερικεύεται, και να μεταμορφώνεται σε ποίηση".  Αυτά είναι τα λόγια του ίδιου του Dreyer και μάλλον δεν υπάρχει καλύτερο υλικό στο οποίο να μπορέσουμε να εντοπίσουμε την αλήθεια αυτών των λόγων, από το "The Passion of Jean of Arc".
Ουσιαστικά όλο το αφήγημα και το ίδιο το δράμα περνάει εδώ μέσα από τις εκφράσεις των προσώπων (κυρίως αυτό της Falconetti) και σε αντίθεση με άλλες του ταινίες, στις οποίες γίνεται μέσω των διαλόγων.  Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα η αυθεντικότητα και η αλήθεια της ταινίας, βασίζεται πάνω σε μια από τις πιο καθάριες μορφές του κινηματογράφου: αυτή των γκρο πλάνων.
Όπως είναι φυσικό ο θεατής έχει τη δυνατότητα να γίνει μάρτυρας (στο πλευρό της Jeanne που έχει ήδη αρχίσει να μαρτυρά) των παθών της πρωταγωνίστριας μέσα από τις σπασμωδικές και αγωνιώδεις εκφράσεις του προσώπου της, τα δάκρυά της και το βλέμμα της (το βλέμμα είναι ο κινηματογράφος).  Η τεράστια ποικιλία συναισθημάτων και διαφοροποίησης, γίνεται στο πρόσωπο της ηρωίδας, η οποία αποτελεί τον εκφραστή της ατομικότητας.  Είναι την ίδια στιγμή ένας χαρακτήρας, αλλά και ένας performer.  Είναι ένα πρόσωπο που ανήκει στην ηθοποιό, αλλά την ίδια στιγμή ανήκει και στην Jeanne.  Με τον τρόπο αυτό ο Dreyer εκφράζει μαι κινηματογραφική οικονομία, τεράστιο τόλμημα για την εποχή, εάν αναλογιστεί μάλιστα κανείς πως το 95% της ταινίας είναι μια αλληλουχία, από διαδοχικά γκρο-πλαν.


Στην τεράστια σημασία του πλαναρίσματος, έρχεται να προστεθεί και η αξία της απουσίας του μακιγιάζ.  Γι'αυτό ο Dreyer λέει: "Είναι φυσικό και πρόδηλα σωστό το να φτιάχνεις μια ταινία στην οποία οι ηθοποιοί δεν έχουν καθόλου μακιγιάζ.  Και σ'όλο το φάσμα του κινηματογράφου η αληθινή αναπαράσταση μπορεί να πάρει σάρκα και οστά μόνο με εντελώς αμακιγιάριστους ηθοποιούς που ομιλούν μια απόλυτα καθημερινή γλώσσα".  Γίνεται έτσι απόλυτα κατανοητό πως ο Dreyer μέσω της απουσίας του μακιγιάζ (κάτι το ανήκουστο για την εποχή του βωβού κινηματογράφου) επιτυγχάνει να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη δυναμική και τη 'σκληρότητα' των προσώπων.
Εκτός βέβαια από την κυρίαρχη αισθητική των γκρο-πλαν, ο σκηνοθέτης φροντίζει να τολμήσει και στο θέμα του φιλμικού χωροχρόνου.  Είναι γεγονός πως αποξενώνει και αλλοτριώνει τον έναν χώρο από τον άλλον, καθώς κατά τη διάρκεια της ταινίας φαίνεται πως η Jeanne βρίσκεται κάπου αλλού.  Μπορεί δηλαδή η πρωταγωνίστρια και οι κατήγοροί της να βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο, ο Dreyer όμως καταφέρνει με το μη-δέσιμο των βλεμμάτων τους, να μας δώσει την εντύπωση πως βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους.  Δεν υπάρχουν υποκειμενικά βλέμματα, και όπως ακριβώς υπάρχει μια γενικότερη αντικανονικότητα στο δέσιμο των πλάνων, έτσι υπάρχει και στο δέσιμο του βλέμματος.  Η Jeanne γίνεται μια ηρωίδα που είναι μόνη, εν μέσω πολλών.  Υποφέρει, αγωνιά και μάχεται, όντας παρούσα μπροστά σε ένα κοπάδι από λυσσασμένα κτήνη, που είναι έτοιμα να τη κατασπαράξουν στο όνομα του Θεού τους, αδυνατώντας να καταλάβουν οτι ο δικός τους Θεός και αυτό της Jeanne, είναι το ένα και το αυτό.  Ο Dreyer το καθιστά χειροπιαστό μέσα από την εικονική της απομόνωση, τα κατακερματισμένα-ορισμένες φορές-γκρο της, και την μοναξιά του βλέμματος.


Αν και στην ουσία η ταινία θα μπορούσε να είναι αυτό ακριβώς που υποδηλώνει ο τίτλος της (η ιστορία της Jeanne), εντούτοις μάλλον ο κρυμμένος πρωταγωνιστής του Dreyer είναι ο ίδιος ο Χριστός.  Αυτή η κεκαλυμμένη αναφορά, ίσως να μην είναι και τόσο κεκαλυμμένη τελικά αν προσέξει κανείς κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας όπως π.χ στη παραπάνω εικόνα οπού τα κάγκελα του παραθύρου δημιουργούν έναν σταυρό, καθώς και η ομοιότητα της ηρωίδας με τον Χριστό, όταν οι φύλακες την φορούν ένα πλεχτό στεφάνι.  Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και έναν παραλληλισμό των παθών της γυναίκας, με αυτά του Χριστού, αλλά και πάλι δε μπορούμε να είμαστε ολοκληρωτικά σίγουροι για το τι είχε στο μυαλό του ο μεγάλος σκηνοθέτης.
Το "The Passion of Jean of Arc" είναι ένα μοναδικό δημιούργημα, με μια εξίσου μοναδική ερμηνεία από τη Maria Falconetti.  Η προσήλωση στο βλέμμα, τις εκφράσεις των προσώπων, η απουσία σκιών (και εδώ, γεγονός που προσδίδει στο film ένα επίπεδο, μίνιμαλ σκηνικό) και το χτίσιμο της ταινίας πάνω στα γκρο πλαν, αποτελούν μερικούς μόνο από τους λόγους που τη καθιστούν μια από τα μεγαλύτερα, κινηματογραφικά δημιουργήματα που έγιναν ποτέ.  Και εμείς θα έρθουμε φυσικά να συμφωνήσουμε.
Extra tip: Μάλιστα ο Dreyer επιρρέασε πολλούς ακόμη σκηνοθέτες, όπως τον Goddart, αλλά και πιο σύγχρονους, όπως τον Chan-woo Park, ο οποίος φαίνεται πως στο "Lady Vengeance" κάνει τη δική του μνεία στη ταινία του Dreyer, μέσα από τα λοξά κοντινά της πρωταγωνίστριάς του, που θυμίζουν έντονα αυτά της Falconetti.

Τι έμαθα από τη ταινία: Ένα πράγμα: οτι τελικά ο κόσμος του κινηματογράφου είναι μαγικός (μμμ κάτι είχα ψιλιαστεί).



TRIVIA 
  • Η ταινία είχε θεωρηθεί χαμένη, μέχρι που βρέθηκε στο ντουλάπι ενός ψυχιατρικού ιδρύματος στο Oslo.
  • O Dreyer λέγεται οτι άφηνε τη Falconetti νηστική ή την έβαζε να γονατίζει με τις ώρες στο πλακόστρωτο έδαφος, προκειμένου να αποδώσει καλύτερα τον χαρακτήρα της.
(Πηγή IMDB)

2 σχόλια:

  1. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, μια από τις καλύτερες αναρτήσεις σου για μια σπουδαία, σπουδαία ταινία!!

    Και αυτο που πετυχαίνει ο Δανός με τα κοντινά πλάνα και την απουσια βάθους είναι εκείνο το "κάπου άλλού" που γράφεις. είναι εδώ και κάπου άλλού, ρεαλιστικό και ονειρικό, γήινο και πνευματικό.

    Πρωτοπόρος ο Dreyer.

    Αν θες ψάξε και δες την ταινία του Bresson για την Ιωάννα της Λωραίνης. Άλλη προσέγγιση εκεί, εξίσου ενδιαφέρουσα. Αλλα ο Dreyer επικεντρώνεται στο παθος της Ιωάννας, στο πρόσωπο και το βάθος του, την αγωνία και την ελπίδα του. Ο Bresson παρακολουθεί της Δίκη της Ιωάννας (όπως υποδεικνύει και ο τίτλος).

    Και πάλι πολλά μπράβο..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σ'ευχαριστώ πολύ!

    Πράγματι σπουδαία και πολύ δυνατή ταινία. Θα τσεκάρω και αυτή του Bresson όπως μου πρότεινες :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή