Στη σημερινή Ρωσία, δυο άνδρες αποφασίζουν να ξεκινήσουν ένα ταξίδι μέχρι τον παραπόταμο Oka (ο οποίος εκβάλει στον Βόλγα), προκειμένου να κάψουν το άψυχο κορμί της συζύγου, ενός εκ των δυο, βάση ενός παλιού τελετουργικού. Τόσο ο εργένης φίλος, όσο και ο σύζυγος, ανήκουν σε μια ρώσικη φυλή γνωστή ως Merya, χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η δυνατότητα αιμομιξίας, ανάμεσα στα μέλη της, προκειμένου η φυλή να παραμείνει ζωντανή και ενεργή, στον σύγχρονο κόσμο. Σε μια όμως εποχή παγκοσμιοποίησης, όπου η μονάδα θυσιάζεται στον βωμό του πλουραλισμού, πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να κρατήσουν ζωντανή την προσωπική τους ταυτότητα, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους; Όσο τους επιτρέπεται, γιατί στην τελική το "Silent Souls" είναι μια ταινία για τη διατήρηση της εθνικιστικής ταυτότητας και της ανάγκης ξεχωριστής ύπαρξης, στα πλαίσια ενός διαρκώς απορροφόμενου ατομικισμού, έτσι δηλαδή όπως αυτό εκβιάζεται, από την πλευρά της "παγκόσμιας κοινωνίας".
Το "Silent Souls" αποτελεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, Aleksei Fedorchenko, και όπως δείχνουν τα πράγματα, μάλλον αποτελεί και την καλύτερή του μέχρι τώρα.
Εκτός από τις σαφέστατες παραπομπές σε άλλους, μεγάλους δημιουργούς όπως θα δούμε και παρακάτω, η αξία της συγκεκριμένης ταινίας, φαίνεται να εντοπίζεται ακριβώς στην εσωτερική αναζήτηση του "ποιος είμαι", "που πάω", "για τι προορίζομαι" και τελικά "από που κατάγομαι".
Η ανάγκη του ανθρώπου να έρχεται πάντα σε επαφή με το καταγωγικό του παρελθόν και την ιστορία του, διαφαίνεται ξεκάθαρα στη ταινία του Fedorchenko, η οποία λειτουργεί παράλληλα και ως μια αλληγορία πάνω στον ίδιο τον θάνατο. Εξάλλου αν το σκεφτεί κανείς, και ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη η οποία μελετάει τις συνθήκες, τις συνέπειες και τον δρόμο που οδηγεί στον θάνατο. Πάντα. Είτε αυτός εκφράζεται ως ερωτικός θάνατος, είτε ως διανοητικός θάνατος, είτε ως καθαρά φυσικός, αυτή είναι η μια και μοναδική έννοια που δένει άρρηκτα τις ταινίες μεταξύ τους: η οριστική απώλεια, σε όποια διάσταση κι αν εκφραστεί.
Οι δυο πρωταγωνιστές μας εν προκειμένω, βιώνουν με τρόπους διαφορετικούς την απώλεια. Από τη μια πλευρά, μιλάμε για την κυριολεκτική απώλεια μια ζωής, αυτή της πληθωρικής συζύγου ενός εκ των πρωταγωνιστών, ενώ από την άλλη γίνεται λόγος και για την απώλεια της παράδοσης αυτών των ατόμων (γνωστών και ως Finns, από τους οποίους στη συνέχεια προήλθαν οι Mari, όπως οι ήρωές μας). Ο εργένης μάλιστα (όταν αναφερόμαστε σε αυτούς εδώ στην κριτική, θα τους ξεχωρίζουμε ως εργένης και σύζυγος, μιας που τα ονόματά τους, ελάχιστη σημασία έχουν), είναι αυτός ο οποίος από την αρχή της ταινίας, ξεκινάει την εξιστόρηση του, γυρνώντας χρονικά στο παρελθόν, και διηγούμενος την ιστορία αυτού του γηγενή πληθυσμού στην περιοχή. Από την αρχή κιόλας γίνεται εμφανές οτι το "Silent Souls" είναι μια ελεγεία πάνω στην χαμένη ταυτότητα, τον χαμένο χρόνο (α λα Προυστ κατάσταση) και τον ιδέα του θανάτου.
Κάτι το οποίο γίνεται προοδευτικά κατανοητό, είναι οτι ο εργένης, σαν άλλος Kevin Spacey στο "American Beauty", είναι ουσιαστικά ένας νεκρός, ο οποίος μας εξιστορεί την εμπειρία του ταξιδιού και οτι αυτό συνεπάγεται. Η διαφορά του όμως με τον ήρωα που υποδύθηκε ο Spacey, είναι οτι ενώ στη ταινία του Mendes, ο χαρακτήρας έχει τη γνώση του θανάτου του, εδώ ο πρωταγωνιστής δε το αντιλαμβάνεται, επειδή το έχει ξεχάσει (θάνατος=λήθη). Ξεκινώντας λοιπόν έτσι και καταλήγοντας στο τέλος της ταινίας, είναι σαν να γινόμαστε μάρτυρες ενός τέλειου κύκλου (μιας που στο τέλος έρχεται τελικά η συνειδητοποίηση της "φαντασματοσύνης" του). Συνεπώς, γινόμαστε μάρτυρες της ίδιας της ζωής.
Εκτός από αυτό, όπως είπαμε παραπάνω, και η ένταξη των φυλετικών στοιχείων, βοηθάει στην πλάση του μύθου, αυτού δηλαδή, με την καθαρή έννοια της μεταφορικής του σημασίας. Παράλληλα μέσω του σκηνοθετικού ξετυλίγματος, είναι σαν να επιστρέφουμε στις πρότερες πηγές του cinema, καθώς οτι εξιστορείται, το βλέπουμε και επί της οθόνης. Για παράδειγμα ο εργένης κάνει μια σύντομη αναφορά, στην περιποίηση της νύφης, λίγο πριν την τελετή. Αφού τελειώνει την αφήγησή του, περνάμε σε πλάνο στο οποίο βλέπουμε αυτό που μόλις μας έχει πει, υπό τους παραδοσιακούς ήχους που παραπέμπουν στην εθιμή ζωή των ανθρώπων της φυλής του.
Αν θέλει κανείς, μπορεί να αναζητήσει μια πληθώρα στοιχείων, τα οποία δίνουν εντελώς διαφορετικό νόημα σε μια ταινία που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αρκεί να κοιτάξει λίγο πιο βαθιά στην ιστορία, τις παραπομπές και τις σκηνοθετικές εμπνεύσεις που κρύβει μέσα της. Και όταν λέμε εμπνεύσεις, γιατί οχι και από άλλους σκηνοθέτες;
Με το ξεκίνημα του film, δίνεται το στίγμα μιας Bela Tarr σκηνοθετικής ματιάς, μέσα από ένα δασώδες, λασπωμένο τοπίο, χωρίς ήλιο και χωρίς τη παραμικρή αίσθηση ζεστασιάς. Άνθρωποι ξύλινοι, με βλέμματα που δεν συναντώνται, χαμηλωμένο το κεφάλι και μια κατάσταση πλανώμενης μιζέριας και αναπόφευκτης μοίρας, που είναι δύσκολο να μη την αντιληφθεί κάποιος. Παράλληλα οι χρωματισμοί του τοπίου (όπως και το ίδιο το τοπίο που παραπέμπει σε μυσταγωγικές καταστάσεις), τα μεγαλύτερης διάρκειας πλάνα, η γεμάτη νόημα πρόζα και η ερμηνευτική απλότητα/κενότητα των πρωταγωνιστών, καθώς και η έντονη παρουσία του υγρού στοιχείου δημιουργούν ένα ξεκάθαρα ταρκοφσκικό περιβάλλον, το οποίο γίνεται κάτι παραπάνω από αντιληπτό, στην α λα "Stalker" σκηνή με την ανάμνηση του εργένη και τον εαυτό του ως παιδί πάνω στη βάρκα. Ενδεικτική του πολλαπλού νοήματος της συγκεκριμένης ταινίας, είναι φυσικά και αυτή η σκηνή με τη βάρκα, η οποία παραπέμπει ξεκάθαρα στην ελληνική μυθολογία, και το πέρασμα των νεκρών στον άλλο κόσμο, μέσω του ποταμού Αχέροντα, στην άλλη άκρη του οποίου βρίσκονταν οι Πύλες του Άδη.
Δανειζόμενος παράλληλα, λαογραφικά και εθιμικά ήθη (και γιατί οχι και κινηματογράφηση, αν και με σαφέστατα πιο λιτές και λιγότερο πολύχρωμες πινελιές), από τον κατατρεγμένο σοβιετικό σκηνοθέτη, Sergei Parajanov, ο Fedorchenko δημιουργεί έναν ηρωικό μικρόκοσμο, μέσα στην ήδη υπαρκτή καθημερινότητα της ψυχρής Ρωσίας, ο οποίος αποτελεί το εισιτήριο προς την ύστατη γνώση και την επιστροφή στις ρίζες.
Τέλος, μπορεί κανείς να εντοπίσει και ψήγματα ομοιότητας με το έργο του Almodovar, ιδιαίτερα στη σκηνή καλλωπισμού του νεκρού σώματος (βλ. παραπάνω), η οποία ομοιάζει έντονα με εκείνη στη ταινία του Ισπανού σκηνοθέτη, "Μίλα Της". Βέβαια, η σύγκριση μπορεί να γίνει και με τρόπο αντιθετικό, καθώς αυτό που στις ταινίες του Almodovar ορίζεται ως ο "μου" κόσμος των νευρωτικών του ηρωίδων (ο σύζυγός μου, ο εραστής μου, η γυναίκα μου κ.λ.π), εδώ δεν υφίσταται, από τη στιγμή που τη θέση του παίρνει, το θέμα της αιμομιξίας. Δεν υπάρχει πλέον "μου", μόνο "μας.
Στο "Silent Souls" το μελό δεν έχει καμία θέση. Όπως ακριβώς έρχεται και κολλάει στις ταινίες του Almodovar, ο οποίος το ωθεί πέρα από τα όρια του, τόσο ξένο φαντάζει στη ταινία του Fedorchenko. Η προετοιμασία της νεκρής, ακόμα και το κάψιμό της, είναι απογυμνωμένα από οποιαδήποτε μελοδραματική διάσταση, καθιστώντας τις αντιδράσεις μηχανικές και άνευ ρεαλιστικότητας (χαρακτήρες Tarkovsky).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χρήση του χρόνου, με το μυθολογικό παρελθόν που εξιστορείται σε χρόνο αόριστο, και τον χρόνο της τωρινής ιστορίας, ο οποίος είναι ενεστωτικός. Αυτή η διάκριση δεν είναι φυσικά τυχαία, αλλά παρεμβάλλεται μέσα στο ταξίδι, προκειμένου να τονιστεί ακόμα περισσότερο η ουσία της αναζήτησης της ταυτότητας.
Τέλος, αξίζει να σας πω οτι, παρά το γεγονός οτι ο Tarkovsky απεχθανόταν τα σύμβολα και τους παντός είδους συμβολισμούς, εδώ ο Fedorchenko χρησιμοποιεί από το πρώτο του πλάνο, ένα σύμβολο, το οποίο θα παίξει βασικό ρόλο και θα αποτελέσει παράλληλα τη λύση του μύθου. Πρόκειται για τα δυο πουλιά, τα οποία αντιπροσωπεύουν τους δυο μας πρωταγωνιστές, και ταυτίζονται μαζί τους. Ή μάλλον, συμβολίζουν καλύτερα τις ψυχές τους, παραπέμποντας από μόνα τους, στην ακολουθούμενη ιδέα του αναπόφευκτου θανάτου.
Το "Silent Souls" είναι μια ταινία με μπόλικο ζουμί, για όσους δηλαδή θέλουν να τη ξεζουμίσουν. Αν σας αρέσει αυτός ο κινηματογράφος, δείτε την και να είστε σίγουροι οτι θα τη βιώσετε για τα καλά στο πετσί σας.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι είναι ιδανική για πρώτο ραντεβού, καθώς μεσα στην αίθουσα είσαι εσύ, το μελλοντικό αμόρε, και άντε και ένα άτομο ακόμη, οτι ο καλλωπισμός του τριχωτού, δεν είχε ποτέ πιο πασιφανή σημασία και οτι ο εργένης, μου θυμίζει έναν αντιπαθητικό, χολιγουντιανό ηθοποιό, αλλά δε θυμάμαι ποιον.
No trivia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου