Ο Ruben (German de Silva) είναι ένας μοναχικός τύπος, ο οποίος εργάζεται εδώ και κοντά τριάντα χρόνια ως οδηγός μεταφοράς ξυλείας, από το Asuncion της Παραγουάης στο Buenos Aires. Μυστήριος και λιγομίλητος, ο Ruben δεν είναι ο τυπικός χαρακτήρας με τον οποίο μπορείς να πιάσεις μια φιλική κουβέντα, να πεις ένα χαζό αστείο ή απλά να συνυπάρξεις για όσο το απαιτήσει το μακρύ σου ταξίδι. Έτσι λοιπόν φαντάζει ολοκληρωτικά περίεργο το γεγονός οτι σε αυτό το ταξίδι του, πρόκειται να τον συνοδεύσει μια γυναίκα, η Jacinta (Hebe Duarte) με την λίγων μηνών κορούλα της, Anahi (Nayra Calle Mamani). Η σχέση που τους συνδέει είναι στην ουσία μηδαμινή, καθώς η Jacinta αποτελεί απλά την κόρη της καθαρίστριας που έχει αναλάβει το σπίτι του αφεντικού του Ruben. Σε μια προσπάθειά της να βρει εργασία, προκειμένου να καταφέρει να διασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για το πιτσιρίκι της, αλλά και για τον εαυτό της (καθότι γίνεται αμέσως εμφανές οτι μεγαλώνει το παιδί μόνη της), δοκιμάζει την τύχη της στο Buenos Aires. Ο Ruben θα αποτελέσει λοιπόν την καλύτερη ευκαιρία μεταφορικού μέσου, προκειμένου η Jacinta να φτάσει στην πόλη, να συναντήσει τους συγγενείς που την περιμένουν και να κάνει μια νέα αρχή. Αν και ο πάγος ανάμεσά τους είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στην αρχή, στη συνέχεια οι δυο τους θα έρθουν πιο κοντά μέσα από έναν εντελώς απρόσμενο τρόπο: την σιωπή.
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Αργεντινού σκηνοθέτη Pablo Giorgelli δε θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει πιο ιδανικά, καθώς το χαλαρό πέρασμα της ταινίας του από τα διάφορα, κινηματογραφικά φεστιβάλ, απέδωσε τελικά καρπούς όταν κέρδισε στις φετινές Κάννες το βραβείο της Χρυσής Κάμερας (Golden Camera).
Το "Las acacias" είναι μια σιωπηλή ως επί το πλείστον, δραματική ταινία, που στρέφει το αδηφάγο στην προκειμένη περίπτωση βλέμμα του θεατή, κατευθείαν πάνω στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Απογυμνωμένοι και οι δυο από οποιαδήποτε φιοριτούρα και φτιασίδι (είναι χαρακτηριστικό πως η Jacinta είναι όσο το δυνατόν περισσότερο φυσική και απλή, χωρίς μακιγιάζ και εντυπωσιακά ρούχα. Και πως θα μπορούσε άλλωστε;), ενώ ο Ruben σου δίνει την εντύπωση ενός βλοσυρού, άξεστου άνδρα που οτι ήταν να χάσει, το έχει χάσει καιρό τώρα.
Η θέση της κάμερας που επιλέγεται να τοποθετηθεί στο κόκκινο φορτηγό του Ruben, και λειτουργεί ως ο τέταρτος επιβάτης, δεν είναι καθόλου τυχαία φυσικά, αφού συμβάλει τα μέγιστα προκειμένου η παρουσίαση των χαρακτήρων να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ρεαλιστική. Τα πάντα εξάλλου στην ταινία μαρτυρούν ακριβώς αυτό: την προσπάθεια αναπαράστασης της πραγματικότητας στην πιο καθάρια και λιτή της μορφή.
Σύμφωνα με τον μεγάλο θεωρητικό του κινηματογράφου Andre Bazin, ο στόχος των τεχνών ήταν από πάντα η αναπαράσταση της πραγματικότητας και η προσέγγιση του ρεαλισμού όσο καλύτερα γίνεται. Η ζωγραφική, η φωτογραφία και στην υπέρτατη μορφή του, ο κινηματογράφος, όλα έχουν ως στόχο να παρουσιάζουν την ίδια την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς γύρω μας.
Έτσι λοιπόν και επειδή ο Giorgelli φαίνεται να έχει πιάσει το νόημα, δημιουργεί μια ταινία που είναι ακριβώς αυτό.
Η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια που αποπνέει αποτελούν το βασικό κορμό πάνω στον οποίο οι ήρωες αφήνονται να εξελιχθούν, κατά τρόπο όμως επίπεδο και όσο το δυνατόν λιγότερο ομιλητικό.
Οι κουβέντες που ανταλλάσσουν μεταξύ τους είναι περιορισμένες, με την ταινία να κυλάει στο μεγαλύτερο κομμάτι της μέσα σε μια σιωπηλή ατμόσφαιρα, η οποία 'σπάει' μόνο από τους ήχους της φύσης, του δρόμου και το διαρκές τράνταγμα του τεράστιου φορτηγού του Ruben.
Είναι σχεδόν σίγουρο πως όσοι δεν έχουν συνηθίσει έναν τέτοιο κινηματογράφο, θα δυσανασχετήσουν αργά ή γρήγορα με την απουσία ομιλίας για αρκετά, συναπτά λεπτά γι' αυτό και φρόντισα να τονίσω στην αρχή πως η συγκεκριμένη ταινία είναι μόνο για σινεφίλ καταστάσεις. Είναι επίσης σχεδόν σίγουρο πως όσοι επιλέξουν να τη δουν, θα απολαύσουν ένα φιλμ που θα λειτουργήσει σαν βάλσαμο στην καρδιά τους, ο τρόπος με τον οποίο χτίζεται σταδιακά η σχέση των ανθρώπων αυτών και η ανεπιτήδευτη υποκριτική δεινότητα των πρωταγωνιστών (που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες ερμηνείες στις ταινίες του Ιρανού Abbas Kiarostami) είναι πραγματικά εντυπωσιακή.
Οι παραπάνω φωτογραφίες είναι ενδεικτικές των πλάνων που μπορεί να εντοπίσει κανείς στη ταινία, καθώς η κάμερα βρίσκεται είτε από την πλευρά του Ruben, είτε από αυτή της Jacinta, σε ένα διαρκές cut που εναλλάσσεται ανάμεσα στους δυο τους. Η αλήθεια είναι οτι η κάμερα δε χρειάζεται να κάνει και πολλά περισσότερα, καθώς η ουσία της ιστορίας είναι η ίδια η ανθρώπινη φύση και πως αυτή αναζητά πάντα τη συντροφικότητα, ακόμα και όταν έχει συνηθίσει στη μοναξιά.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι το κοινωνικό background και των δυο τους είναι το ίδιο φτωχικό, το ίδιο ταλαιπωρημένο, το ίδιο προδιαγεγραμμένο. Μια ζωή που έχει δρομολογηθεί πάνω σε μια ατέρμονη ευθεία, που τελικά θα οδηγήσει στον θάνατο. Μέσα σε ένα τέτοιο ταξίδι ζωής, ένα απλό ταξίδι από την Παραγουάη, στο Buenos Aires, γίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία προκειμένου η επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα να αποκτήσει ένα νόημα. Έστω μικρό. Γιατί και αυτό μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Εξίσου ενδεικτικός είναι και ο τίτλος της ταινίας, καθώς μαρτυρά το υποθεσιακό περιεχομένο της, αλλά και της μέχρι τότε τύχης των πρωταγωνιστών. Ο Ruben θυμίζει ξεριζωμένο δέντρο (ακριβώς όπως αυτά τα οποία μεταφέρει με το όχημά του), γυμνό και γερασμένο, μακριά από την οικογένειά του και το ρίζωμα με το υπόλοιπο δάσος. Είναι ένας άνδρας ολιγαρκής, που επιδίδεται σε ένα αδιάκοπο road trip, με μοναδικούς φίλους τον δρόμο, το τιμόνι και τις σκέψεις του. Η λακωνικότητά του είναι χαρακτηριστική και αναστατώνεται δυσάρεστα με οτιδήποτε καινούριο εμφανίζεται στη ζωή του, όπως ακριβώς γίνεται σε πρώτη φάση με την Jacinta. Όταν μάλιστα η μικρή Anahi βάζει τα κλάματα, τότε γίνεται εμφανές οτι η θορύβηση του Ruben έχει φτάσει στο όριο, σε βαθμό που να σου δημιουργείται έντονη ανησυχία σχετικά με τη τύχη της ταλαίπωρης μητέρας και της αξιαγάπητης μικρούλας. Και όμως, γίνεται κατανοητό στη πορεία ότι αυτή η αντίδραση προέρχεται από την απουσία ανθρώπινης επαφής στη ζωή του Ruben.
Στη πορεία και όταν ο πάγος έχει πλέον σπάσει, είμαστε σε θέση να μάθουμε μερικά πράγματα για το παρελθόν του οδηγού μας, πράγματα που δικαιολογούν την ολοκληρωτική του αποξένωση από κάθε τι ανθρώπινο. Η Jacinta είναι αυτή που τον ξεκλειδώνει, και η μικρή Anahi είναι αυτή που ξυπνάει και πάλι το, εδώ και καιρό, κοιμισμένο, πατρικό φίλτρο του Ruben.
Εξαιρετική εντύπωση μου έκανε και η ολοκληρωτική απουσία μουσικής, γεγονός που έφερε και πάλι στο μυαλό μου τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει τις ταινίες του ο Kiarostami. Και πράγματι, η απουσία της εδώ είναι καλύτερη, ακόμα και από την εν δυνάμει ύπαρξη της πιο εξαίσιας μουσικής.
Οι λίγες αλλά ουσιαστικές κουβέντες των ηθοποιών, η κινηματογράφηση μέσα στο διαρκώς κινούμενο φορτηγό, οι αξιοπρεπείς ερμηνείες, το δραματικό, αλλά χωρίς υπερβολικές εξάρσεις περιεχόμενο και η γενικότερη αίσθηση της αποξένωσης (καταλυτικό στοιχείο για το οτι οι δυο τους έρχονται πιο κοντά), κάνουν το "Las acacias" ένα ενδιαφέρον, διαφορετικό road trip. Ακόμα και η υπόνοια μιας ρατσιστικής βάσης, που προέρχεται από την καταγωγή της Jacinta, δίνουν έναν παραπάνω λόγο προκειμένου οι ήρωες να βρουν ο ένας στον άλλον έναν φίλο. Και ίσως και κάτι παραπάνω. Δείτε την.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το SCANIA είναι ανυπέρβλητο, οτι το μωράκι είναι απλά υπέροχο και οτι το τέλος είναι ότι πιο τρυφερό έχω δει τελευταία.
No trivia
TO TΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Zero, by Christopher Kezelos
Γεια σου Winry!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν μπορώ να πω ότι από τους ένθερμους υποστηρικτές της θεωρίας του Μπαζέν (έχω στην κατοχή μου δύο βιβλία του) ότι ο κινηματογράφος πρέπει “να αναπαριστά την πραγματικότητα και να προσεγγίζει τον ρεαλισμό όσο καλύτερα γίνεται” διότι κάτι τέτοιο δεν το βρίσκω ιδιαίτερο ελκυστικό. Το να μου αναπαριστά ο κινηματογράφος ακριβώς την ίδια την ζωή προσωπικά δεν μου λέει και πολλά διότι πολύ απλά τα βλέπω κι εγώ στην καθημερινή μου ζωή. H υπερβολική χρήση του ρεαλισμού μερικές φορές καταντάει πολύ βαρετός (βλέπε “Το άλογο του Τορίνο”). Οι ταινίες των Λυμιέρ το μόνο που έκαναν ήταν να αναπαριστούν την πραγματικότητα (κάτι λογικό βέβαια αφού βρισκόταν στα πρώτα στάδια) όπου όλοι έσπευσαν να τους αντιγράψουν, με αποτέλεσμα από τα πρώτα κιόλας χρόνια του κινηματογράφου να επέλθει κορεσμός. Ευτυχώς που ήρθε ο μέγας Μελιές για να αναδείξει τις πραγματικές δυνατότητες του κινηματογράφου. Ότι δηλαδή δεν είναι μόνο η ακριβής αναπαράσταση της ζωής αλλά κάτι πολύ, μα πολύ περισσότερο. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο άλλωστε λατρεύω τον κινηματογράφο.
Έχω διαβάσει πολύ καλά λόγια για την ταινία και σίγουρα θα την δω. Αν επιτρέπεις να σε διορθώσω σε κάτι: ο Kiarostami είναι Ιρανός κι όχι Ισραηλινός. :)
Α καλά, κεκτημένη ταχύτητα! Σε μερσώ :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ κι επίσης συμφωνώ μαζί σου αναφορικά με την αναπαράσταση, απλά ανέφερα τα λόγια του και οτι πραγματικά υπήρχε μια εμμονή με αυτό το θέμα! Όπως λες κι εσύ ήρθε και ο Μελιές για να διευρύνει τους ορίζοντες, κι εκεί έπαιξε και τον καλύτερο ρόλο του ο ρεαλισμός: κατάφερε να ενισχύσει την αξία του φανταστικού γι'αυτό ακριβώς που είναι :)
ΑπάντησηΔιαγραφή