O Mickey (Woody Harrelson) και η Mallory (Juliette Lewis) είναι δυο άτομα με τραυματικό παιδικό (και οχι μόνο) παρελθόν, καθώς και οι δυο είχαν υποστεί κακοποίηση από τους γονείς τους. Όταν τελικά ερωτεύονται, μετατρέπονται σε ψυχοπαθείς δολοφόνοι και ξεκινούν ένα ανελέητο killing spree, ξεκινώντας φυσικά από τις ίδιες τους τις οικογένειες και χωρίς να αφήνουν κανέναν ζωντανό, απ' όποια πόλη κι αν περνούν. Έχοντας κατά πόδας τους τον ντετέκτιβ Jack Scagnetti (Tom Sizemore) έναν εξίσου ψυχωτικό τύπο που αρέσκεται να σκοτώνει πόρνες, αλλά και τον Wayne Gale (Robert Downey Jr.), έναν διψασμένο για φήμη δημοσιογράφο, οι δυο τους θα γίνουν το πιο διάσημο ζευγάρι δολοφόνων στον κόσμο και το next big thing στις καρδιές των εκατομμυρίων θαυμαστών τους...
Με τον Oliver Stone στην καρέκλα του σκηνοθέτη, τον Quentin Tarantino να βάζει την ιστορία και πρωταγωνιστές δυο από τις πιο έντονες και δυναμικές προσωπικότητες του Hollywood, η ταινία δε θα μπορούσε παρά να μετατραπεί σε instant classic. Γρήγορη περιπέτεια με άπειρες ωμές σκηνές σκοτώματος, road trip εξέλιξη της πλοκής, εξωφρενικούς ήρωες, ένα καρμικό love story σε πρώτο πλάνο, ναρκωτικά, βία, ανελέητη επίδραση από τα media, δόξα, φήμη και τόσα άλλα, αποτελούν την αρχή, την μέση και το τέλος αυτής της φρενήρης περιπέτειας που κάνει βασικά ένα πράγμα: it blows your mind away!
Στην συγκεκριμένη ταινία τόσο η ερμηνευτική, όσο και η σκηνοθετική πλευρά έχουν τρομακτική σχεδόν επίδραση στις αισθήσεις του θεατή. Ο Harrelson και η Lewis ενσαρκώνουν το ιδανικό, σύγχρονο δίδυμο των Bonny and Clyde, αλλά στο πολύ πιο βίαιό τους και στο πολύ πιο...μαστουρωμένο τους. Ζουν σαν αγρίμια στο αυτοκίνητό τους και κυκλοφορούν από πόλη σε πόλη σπέρνοντας τον πανικό και κυρίως τον θάνατο. Σήμα κατατεθέν τους: αφήνουν πάντα κάποιον ζωντανό, προκειμένου να διηγηθεί στους υπόλοιπους τα κατορθώματά τους. Η χημεία ανάμεσα στους δυο ηθοποιούς είναι εντυπωσιακή και σίγουρα αποτελεί ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της ταινίας. Εάν κάποιος παρακολουθήσει λίγο πιο προσεκτικά μοιάζει σαν να απορρέει από αυτήν μια αίσθηση black χιούμορ, καθώς ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η κακοποίηση από τις οικογένειές τους είναι τραγελαφικός. Ουσιαστικά ο λόγος για τον οποίο αυτοί οι δυο έχουν γίνει κατά συρροή δολοφόνοι, είναι ανύπαρκτος. Έγιναν δολοφόνοι γιατί έτσι ήθελαν. Το γεγονός οτι μέσα από ένα υποτιθέμενο προβληματικό παρελθόν, δίνεται η απάντηση για το αιματοβαμμένο τους παρόν, λειτουργεί μάλλον αντιφατικά και κυρίως ως ένα ειρωνικό σχόλιο πάνω στην αντίληψη της κοινωνίας οτι αν κάποιος γίνεται δολοφόνος, τότε αυτό κάπου οφείλεται. Φαίνεται να παραβλέπουμε το γεγονός οτι είναι μακράν χειρότερο όταν κάποιος αποφασίζει να αφαιρεί ανθρώπινες ζωές επειδή απλά έτσι γουστάρει, γιατί αυτό σημαίνει οτι είναι ένας άνθρωπος χωρίς την παραμικρή αναστολή, χωρίς τον παραμικρό περιορισμό και το βασικότερο: χωρίς τίποτα να χάσει.
Ο Oliver Stone έχει δώσει τα μέγιστα στην ταινία του. Η σκηνοθεσία είναι ένα μείγμα ακραίων γωνιών λήψης, διαρκών cut που σου προκαλούν ίλιγγο και μιας παραισθησιογόνου πραγματικότητας όπως φαίνεται να την βιώνει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν υπάρχει μια 'φσιολογική' λήψη της κάμερας σε οριζόντια θέση, αλλά όλη η ταινία είναι γυρισμένη είτε με μια κλίση προς τα αριστερά, είτε προς τα δεξιά. Η ταραγμένη προσωπικότητα των κεντρικών ηρώων αποτυπώνεται τέλεια πάνω στο φιλμ, αφού πραγματικά η σκηνοθεσία του Stone μοιάζει με βουτιά στο υποσυνείδητο και το άρρωστο μυαλό τους. Τα έντονα χρώματα, η ρευστότητα των εικόνων και η αίσθηση μιας πραγματικότητας που μπλέκεται με την φαντασία, είναι κάτι το απτό στην ταινία και δένει απόλυτα με όλο το κλίμα της παραβατικότητας το οποίο εκφράζουν οι ήρωες. Φυσικά η επίδραση του ίδιου του Tarantino στην ιστορία είναι εμφανέστατη, καθώς κινείται στα κλασσικά μοτίβα στα οποία τον έχουμε συνηθίσει μέχρι και σήμερα: άπειρη βία, άπειρα χρήση της λέξης fuck και όλων των παραλλαγών της, γρήγοροι διάλογοι και και έξυπνο χιούμορ. Σε συνδυασμό με την δυναμική σκηνοθεσία του Stone, αποτελούν έναν συνδυασμό που σπάει κόκαλα.
Άξιο λόγου είναι και ο εν μέρει ειρωνικός σχολιασμός της ταινίας, όσον αφορά την επίδραση που έχουν τα media σε τέτοιου είδους τυχοδιωκτικές ιστορίες. Ο Downey εκφράζει μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις προκειμένου να αυτοπροβληθούν και να κερδίσουν την πολυπόθητη φήμη. Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε δει και στην πραγματική ζωή δολοφόνους να γίνονται ινδάλματα και κακοποιούς παντώς φύσεως να αναγνωρίζονται και να λατρεύονται από τον κόσμο, σαν pop ινδάλματα; Πολλές. Έτσι κι εδώ το πρωταγωνιστικό ζευγάρι λατρεύεται παθιασμένα από τους απανταχού θαυμαστές του, αποτελώντας τα νέα δημοφιλή προϊόντα ενός εφήμερου πολιτισμού, που με τη σειρά του αρέσκεται να υπερκαταναλώνει ανθρώπους, μέχρι τη στιγμή που ο επόμενος δολοφόνος θα πάρει τη θέση του στο θεαματικό πάνθεον και πάει λέγοντας. Ο σχολιασμός είναι καυστικός και ανεπιτήδευτος και καταλήγει στο γεγονός οτι μάλλον τελικά όλοι είμαστε αναλώσιμοι μέσα σε μια τέτοια κοινωνία: δημοσιογράφοι, επώνυμοι και ανώνυμοι. Όλα εδώ πληρώνονται έτσι κι αλλιώς.
Extra απολαυστική νότα η παρουσία του Tommy Lee Jones στον ρόλο του διευθυντή της φυλακής στην οποία μπαίνουν ο Mickey και η Mallory μετά το μπαγλάρωμά τους. Θυμίζει έντονα τον μετέπειτα ψυχωτικό του ρόλο ως Two-Face στον Batman, απλά χωρίς το μακιγιάζ του. Φωνάζει, βρίζει, φτύνει και είναι γεμάτος νεύρο, δίνοντας για εμένα την καλύτερη ερμηνεία στην ταινία, αν και εμφανίζεται μόνο προς το τέλος της ταινίας.
Είναι σίγουρα εμπειρία η συγκεκριμένη ταινία, και ειλικρινά αν αγαπάτε αυτού τους είδους τις ταινίες, μπορεί να γίνει και η αγαπημένη σας. Ένα love story με φόντο αιματοβαμμένα σκηνικά, παραληρηματική σκηνοθεσία, σοφούς Ινδιάνους, ψυχοπαθείς ντετέκτιβ και σωρούς από άδειους κάλυκες στο έδαφος; My favorite!
http://www.youtube.com/watch?v=YTCL0I2nK4A
TRIVIA
- Πρώτη επιλογή για τον ρόλο του Mickey ήταν ο Michael Madsen. Τελικά τον ρόλο πήρε ο Harrelson καθώς η Warner Bros ήθελε κάποιον λιγότερο...τρομακτικό και με μια πιο soft persona, καθώς θεωρούσαν οτι ο Madsen θα ήταν υπερβολικά βίαιο πρότυπο (ας είναι καλά το "Reservoir Dogs").
- Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων η Lewis έσπασε στην πραγματικότητα την μύτη του Tom Sizemore, όταν κοπάνισε το κεφάλι του στον τοίχο!
- Ο Stone έβαζε αφρικάνικη tribal μουσική να παίζει στα γυρίσματα στο φουλ, προκειμένου να κρατηθεί ο φρενήρης ρυθμός.
- Δεν είναι τυχαίο οτι το editing της ταινίας πήρε κοντά στον έναν χρόνο!
- Η ταινία περιλαμβάνει 3.000 cuts, την στιγμή που η φυσιολογική συχνότητα για μια ταινία είναι 600-700 cuts.
- Το πράσινο χρώμα στην ταινία χρησιμοποιείται για να τονίζεται το 'άρρωστο' μυαλό του Mickey. Η πράσινη λεμονόπιτα, το πράσινο neon φαρμακείο και το πράσινο δωμάτιο της φυλακής, όλα στοχεύουν σε αυτό.
- Η μητέρα της Mallory στην ταινία έχει μπλε/μωβ μαλλιά. Όπως ακριβώς και η μητέρα του ψυχοπαθή Alex στο "A Clockwork Orange".
- Σύμφωνα με τον Stone τα αποσπάσματα των διαφημίσεων που παρεμβάλλονται μέσα στην ταινία, λειτουργούν καταπραϋντικά στους θεατές, καθώς έπονται μετά από κάτι ιδιαιτέρως έντονο που έχει μόλις δει το κοινό.
- Πολλές φορές ο Mickey αποκαλεί την Mallory, "Μal". Στα Ισπανικά το mal σημαίνει Evil.
- Ο συνθέτης της ταινίας Trent Reznor, υποστήριξε οτι είχε δει την ταινία γύρω στις...50 φορές για να μπει στο mood και να γράψει την μουσική.
(Πηγή IMDB)
Τίποτα σήμερα η tv...
Adios!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου