Η Cha Young-goon (Su-jeong Lim) έχει την ισχυρή πεποίθηση οτι είναι cyborg. Λίγο καιρό μετά την μεταφορά της πολυαγαπημένης της γιαγιάς σε ψυχιατρική κλινική (η γιαγιά νόμιζε οτι είναι ποντίκι!) η Su θα μεταφερθεί και η ίδια σε μια αντίστοιχη κλινική, μετά από μια προσπάθεια να...επαναφορτίσει τον εαυτό της, που λίγο έλειψε να της στοιχίσει τη ζωή. Μέσα στο νοσοκομείο θα γνωρίσει πολλές ακόμα ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, ανάμεσα στις οποίες και τον Park Il-sun (Rain) έναν νεαρό που πιστεύει οτι έχει την ικανότητα να 'παίρνει' τις ψυχώσεις των υπολοίπων τροφίμων και ουσιαστικά να τους απαλλάσσει από αυτές. Ανάμεσα στους δυο τους θα δημιουργηθεί μια περίεργη σχέση αγάπης και ο Rain θα κάνει αυτοσκοπό του να σώσει την ζωή της Su η οποία αρνείται να τραφεί. Ο λόγος; Νομίζοντας οτι είναι cyborg δεν δέχεται κανενός είδους φαγητού, αλλά αρκείται στο να γλύφει...μπαταρίες οι οποίες υποτίθεται οτι της δίνουν energy boost...
Η ταινία ήταν υποψήφια για την Χρυσή Άρκτο στην Berlinale του 2006. Δε κατάφερε τελικά να αποσπάσει το βραβείο, αλλά προκάλεσε αίσθηση όπως γίνεται έτσι κι αλλιώς κάθε φορά με τις ταινίες του Park. Φέτος ο Κορεάτης σκηνοθέτης κέρδισε παρόλα αυτά την Χρυσή Άρκτο στην κατηγορία ταινία μικρού μήκους. Μαζί με τον αδελφό του Park-Chan kyong σκηνοθέτησαν ένα φιλμάκι διάρκειας μόλις 30 λεπτών. Το καλύτερο αυτής της ιστορίας είναι οτι το έγραψαν εξολοκλήρου σε ένα... Apple iPhone 4! Το φιλμ ονομάζεται "Paramanjang" (2011) (a.k.a Night Fishing) και πραγματεύεται την περιπέτεια ενός άνδρα που κατά την διάρκεια του ψαρέματος συνειδητοποιεί οτι ίσως και να έχει ψαρέψει κάτι πολύ περίεργο...
Το "Im a Cyborg But That's OK" είναι ένα δράμα με αρκετό χιούμορ. Οι δυο νεαροί πρωταγωνιστές, αλλά και όλος ο περιβάλλον κύκλος τους είναι άτομα με ψυχικές διαταραχές, που όμως δεν αποτελούν κίνδυνο τόσο για τους υπόλοιπους, όσο για τους ίδιους. Προφανώς ο Park επιδιώκει να δώσει μια ανάλαφρη νότα στην ταινία, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα μιλούσαμε μάλλον για ένα βαρύ και ασήκωτο δράμα. Σκεφτείτε το κάπως σαν το "One Flew Over the Cuckoo's Nest" (1975) σε μια πιο ελεύθερη, νεανική και ονειρική version. Μια ευτραφής γυναίκα που νομίζει οτι μπορεί να πετάει με τον στατικό ηλεκτρισμό που παράγουν δυο μάλλινες κάλτσες, ένας τύπος που περπατάει με την όπισθεν και μια πιτσιρίκα με μελωδική φωνή, ντυμένη βουκολικά ως άλλη Γκόλφω, είναι μόνο μερικές από τις ιδιαίτερες προσωπικότητες που βλέπουμε στην ταινία. Οι περισσότεροι ζουν σε έναν δικό τους κόσμο, αντιμετωπίζοντας τηνν καθημερινότητα με τον τρόπο που ο καθένας τους την βλέπει. Επίτηδες το περιβάλλον του ψυχιατρείου είναι διαφορετικό από αντίστοιχα άλλα που συναντάμε, τα οποία χαρακτηρίζονται από αυταρχικότητα και πολλές φορές από διαστροφή. Τίποτα 'κακό' δε συμβαίνει μέσα στον πουπουλένιο κόσμο των ασθενών, καθώς το μόνο που καλούνται να κάνουν είναι να αντιμετωπίσουν την ασθένειά τους και να τα βρουν με τον εαυτό τους. Εξάλλου το σκηνικό δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για αμφισβήτηση: δωμάτια παιχνιδιού, καλές και υπομονετικές νοσοκόμες και μπόλικο πράσινο (τόσο στον κήπο, όσο και ως χρώμα των τοίχων) δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που ξεχωρίζει από τις κλισέ πτέρυγες των κλινικών, με κακοφωτισμένους διαδρόμους και υγρά, σκοτεινά δωμάτια.
Σίγουρα αυτό που κερδίζει το ενδιαφέρον είναι η σκηνοθεσία του Park. Θέλοντας να διηγηθεί την ιστορία αγάπης δυο νεαρών παιδιών, επιλέγει μια περίεργη τοποθεσία (αυτή του νοσοκομείου) και εκπλήσσει από την αρχή. Επειδή ακριβώς μιλάμε για δυο δροσερές ηλικίες, συνεπώς δε θα μπορούσε παρά να στήσει έναν κόσμο φωτεινό και ελπιδοφόρο, όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο. Φυσικά δε λείπουν οι δυσκολίες και το φλερτάρισμα με τον θάνατο της αδύναμης Cha Young, αλλά είναι απαραίτητο προκειμένου να έχουμε την εξέλιξη της υπόθεσης. Όλη η μαγεία και η 'μαγκιά' του σκηνοθέτη αυτού βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο καταφέρνει μέσα από το στήσιμο των εικόνων του, να πει αυτό που θέλει, διατηρώντας πάντα την πρωτοτυπία και την μοντερνιστική του διάθεση. Η ταινία κατακλύζεται από πανέμορφα πλάνα καταπράσινων λιβαδιών, γαλάζιου ουρανού, φαντασιακών καταστάσεων, ακόμα και εξωφρενικών παραισθήσεων, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα πλάνα της ζωής μέσα στο ψυχιατρείο και ερεθίζουν το μάτι του θεατή. Σε μια από τις πιο εμπνευσμένες επαναλήψεις της ταινίες η πρωταγωνίστρια φαντάζεται τον εαυτό της ως ένα θανατηφόρο cyborg το οποίο πυροβολεί από τα...δάχτυλα και ξεκληρίζει όλο το προσωπικό, γιατρούς και νοσοκόμες. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η πιτσιρίκα την πραγματικότητα και ο τρόπος που την καταλαβαίνει ο θεατής, άλλοτε συμπίπτουν και άλλοτε διαφέρουν. Ο Park δε μένει εκεί. Προσφέροντας ένα ακόμα σκηνοθετικό/υποθεσιακό εύρημα βάζει την ηρωίδα του να μιλάει με κάθε λογής μηχάνημα: τους αυτόματους πωλητές, τις λάμπες φθορίου και οτιδήποτε άλλο παράγει κάποιον μηχανικό ήχο, τους οποίους μεγεθύνει, προκειμένου να δοθεί η πλασματική πραγματικότητα που επικρατεί στο μυαλό της. Χαμηλές γωνίες λήψεις, κυκλικές κινήσεις κάμερας, απότομα zoom in και zoom out αποτελούν μόνο μερικές από τις σκηνοθετικές τεχνικές που ακολουθεί ο Park προκειμένου να τονίσει τα ασθενή μυαλά των ηρώων της ταινίας.
Το ειδύλλιο που αναπτύσσεται επί της οθόνης, σου αφήνει ανάμικτα συναισθήματα, αλλά σίγουρα κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τις όμορφες και ανεπιτήδευτα αθώες ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού. Ο έρωτάς τους είναι άδολος και ειλικρινής, και ο ένας βασίζεται στον άλλο μέσα στον μικρόκοσμο της κλινικής. Αναζωογονητικός και χωρίς καμία έννοια πονηριάς και σεξουαλικών ορμών, είναι κυρίως μια σχέση συντροφικότητας και μάλλον παρηγοριάς. Ιδιαίτερα η πρωταγωνίστρια είναι τρομερή στον ρόλο της. Περνάει από πολλά στάδια: είναι τρομακτική, γλυκιά, επικίνδυνη, αθώα. Μέσα στο μυαλό της ο κόσμος είναι μπερδεμένος, με πολύχρωμα φωτάκια, γρανάζια που γυρίζουν και μεταλλικά 'κλικ' που παίρνουν τεράστιες διαστάσεις στο δικό της υποσυνείδητο.
Η ταινία εκπλήσσει από όπου κι αν την πιάσεις. Σκηνοθεσία, στήσιμο χώρου, χαρακτήρες, απόδοση πλοκής, μουσική. Όλα μαζί συνθέτουν ένα απίστευτα ενδιαφέρον μωσαϊκό που σε καλεί να του δώσεις την δική σου ερμηνεία. Από αυτό δε θα μπορούσε να λείπει και το ανοιχτό τέλος του έργου, που σε αφήνει ελεύθερο να διατυπώσεις τις δικές σου σκέψεις σχετικά με αυτά που παρακολούθησες επί 2 ωρίτσες περίπου. Σας εφιστώ ιδιαίτερα την προσοχή στον πολύ γλυκό (τόσο γλυκό που κόντεψα να πάθω ζάχαρο) τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να βοηθήσει την κοπέλα ο Park-Il και να την κάνει να φάει κανονικό φαγητό και πάλι. Πέρα από την πλάκα είναι από τις πιο όμορφες στιγμές της ταινίας και γενικότερα από τα ωραία πράγματα που έχω δει σε ταινία να κάνει κάποιος για την αγάπη. Τέλος να τονίσω κάπου εδώ οτι και τα opening credits είναι επίσης από τα καλύτερα που έχω δει. Έτσι κι αλλιώς φημίζεται ο Park για τα έξυπνα και πολύ artistic openings των ταινιών του.
Όμορφη και ιδιαίτερη ταινιούλα που μερικές φορές θυμίζει και sci-fi cult movies, αξίζει την προσοχή σας, αλλά και την open minded διάθεσή σας. Enjoy!
http://www.youtube.com/watch?v=1KaOLDZe2GI
Opening Credits: http://vimeo.com/12161003 (μέχρι το 3 περίπου λεπτό δείτε, αν και όλο το υπόλοιπο βρίσκεται στα πλαίσια του opening με εξίσου χαρακτηριστικό τρόπο παρουσίασης των συντελεστών από τον Park)
(συγγνώμη αλλά δε βρίσκετε επίσης μια περίεργη ομοιότητα με το opening του "Charlie and the Chocolate Factory"του Burton, τόσο στην παρουσίαση όσο και στην μουσική??)
TRIVIA
- Η πρωταγωνίστρια είναι μια από τις 2 αδελφές στην ταινία "A Tale of Two Sisters" (2003) που έχει επίσης ανέβει στο blog. Για αυτή τη ταινία έπρεπε να φτάσει τα 39 κιλά, προκειμένου να υποδυθεί τον ρόλο της!
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ....
ΕΤ1: 22:00, Sherrybaby, με την Maggie Gyllenhaal. Μια 22χρονη κοπέλα η Sherry αποφυλακίζεται όντας καθαρή πλέον από ουσίες και προσπαθεί να ξαναφτιάξει την ζωή της, σε μια κοινωνία οπού η ίδια είναι πλέον δακτυλοδεικτούμενη...
Αύριο ψηφοφορία με favorite movie Εποχής. Stick around guyz! ; )
Bye...
Το είδα χθες με μία φίλη μου. Δεν της άρεσε - δεν έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους ταινίες, ή κορεάτικο κινηματογράφο, οπότε ναι.. Εμένα πάλι μου άρεσε πολύ. Έχω δει το tale of two sisters 4-5 φορές, αλλά δεν σκέφτηκα καν ότι μπορεί να είναι αυτή η ηθοποιός. :S
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι όμως είναι! :) Καλά όταν είχα δει το Tale..., είχα την ατυχία να φοράω ακουστικά και να κοιμούνται όλοι στο σπίτι. Πως κατάφερα να πνίξω τις κραυγές μου-ξέρεις εσυ σε ποιες σκηνές-πραγματικά δεν ξέρω :P
ΑπάντησηΔιαγραφή