Όπως σας είχα πει και την περασμένη εβδομάδα, θα επιστρέφαμε μέσα στις γιορτές στο blog, εάν είχαμε κάποια πραγματικά συγκλονιστική ταινία να συζητήσουμε. Η αλήθεια είναι οτι σε αυτή την κατηγορία, θα μπορούσε να ανήκει το "The Life of Pi", το οποίο είναι ένα οπτικοακουστικό αριστούργημα, αλλά τελικά η συγγραφή θα αναβληθεί μέχρι την οριστική επιστροφή, μετά τις γιορτές. Καταρχάς λοιπόν, Χρόνια Πολλά σε όλους, και άντε ας πάμε και για μια καλή Πρωτοχρονιά!
1) Επειδή όμως γιορτές χωρίς δωράκια δε λένε, και μάλιστα δωράκια από καρδιάς, είπα να γνωστοποιήσω και σε όσους δε τον ξέρουν ήδη, τον διαγωνισμό που τρέχει εδώ και αρκετές μέρες στο Reel. gr (ξέρετε τώρα, εκεί οπού μπορείτε να με βρίσκετε, όταν δεν τριγυρίζω στο blog μου). Εκεί λοιπόν στο Reel, γίνονται ωραία πράγματα φέτος από όλα τα παιδιά, αφού αποφασίσαμε να χαρίσουμε σε πρώτη φάση, 10 κινηματογραφικά δωράκια, σε 10 πολύ πολύ τυχερούς νικητές.
Θέλετε να μάθετε τι δίνουμε ε; Ε λοιπόν για ρίξτε μια ματιά:
1 Τσάντα ώμου The *My Precious*
2 συλλεκτικά λευκώματα της Taschen Best Movies of the 90s για δύο νικητές
To soundtrack του The Hobbit: An Unexpected Journey
Μία συλλεκτική φιγούρα του Thorin από το The Hobbit: An Unexpected Journey
Το βιβλίο Το ηλεκτρικό πρόβατο του Φίλιπ Ντικ στο οποίο βασίστηκε η θρυλική ταινία επιστημονικής φαντασίας Blade Runner
1 DVD της ταινίας Hunger Games
1 DVD της ταινίας Drive
1 DVD της ταινίας Science of Sleep
1 DVD της ταινίας Sound of Music
Προκειμένου να μπείτε και εσείς στην κλήρωση δεν έχετε παρά να επισκεφθείτε τη σελίδα μας στο Facebook και να κάνετε μια κοινοποίηση στο αρθράκι για τον διαγωνισμό μας. Για περισσότερες πληροφορίες, τσέκαρε και τον διαγωνισμό στο official page μας, και διεκδικήστε και εσείς ένα από τα fan δωράκια μας! Και μη ξεχνάτε, όσες περισσότερες κοινοποιήσεις, τόσες περισσότερες ευκαιρίες έχετε να κερδίσετε κάποιο από τα δωράκια μας!
2) Ο δεύτερος διαγωνισμός μας, είναι πιο φρέσκος, και σας δίνει τη δυνατότητα να κερδίσετε 5 διπλέςπροσκλήσεις, για την προβολή της νέας ταινίας των Ewan McCregor και Naomi Watts, "The Impossible", η οποία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Για να μάθεις περισσότερες πληροφορίες, μπες εδώ και τσέκαρε τι πρέπει να κάνεις για να πας με τον φίλο/φίλη σου και να απολαύσεις την πρεμιέρα μιας, από τα πιο δυνατές, δραματικές ταινίες της φετινής χρονιάς, στο Odeon Opera (Ακαδημίας 57).
Καλές Γιορτές, και καλά να είμαστε να τα πούμε πάλι σύντομα από "κοντά".
Σας χαιρετώ!
Καλησπέρα, καλησπέρα σε όλους! Εν αναμονή της καταστροφής του κόσμου σε...κάποια στιγμή μέσα στην ημέρα, είπα να "κλείσω" την πορεία του blog μου, με μια ταινιούλα που είδα αυτή την εβδομάδα, και που κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες, από χθες. Το "Angels' Share", είναι η καινούρια ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη, Ken Loach, και σίγουρα είναι η μέχρι τώρα, πιο ανάλαφρη και feel good ταινία του δημιουργού. Έτσι λοιπόν εμείς, θα πάμε κόντρα στην γρουσουζιά, και θα κατεβάσουμε ρολάκια για τις γιορτές, με μια όμορφη, γλυκόπικρη ταινιούλα, που δεν πρέπει να χάσετε! Πάμε λοιπόν!
O Robbie (Paul Brannigan), είναι ένας νεαρός Βρετανός, ο οποίος κουβαλάει πάνω του το ένοχο παρελθόν των ναρκωτικών, του ποτού και τον επικίνδυνων, καυαγαδιστών ξεσπασμάτων του, πάνω σε άτυχους περαστικούς και αγνώστους. Όταν η τελευταία του επίθεση σε έναν νεαρό άνδρα, οδηγήσει εκείνον σε μερική τύφλωση, ο Robbie θα θέσει τις προσωπικές του επιλογές επί τάπητος, και θα αποφασίσει να αλλάξει χαρακτήρα, με αφορμή μάλιστα το χαρμόσυνο γεγονός, της εγκυμοσύνης της γυναίκας του. Ξεκινώντας λοιπόν την επερχόμενη αλλαγή του, από την εκτέλεση των ωρών της κοινωνικής εργασίας που του επιβάλει το δικαστήριο, θα θελήσει να αποδείξει στην γυναίκα του, οτι αποτελεί μια νέα πάστα ανθρώπου, έτοιμο να σηκώσει τα βάρη της οικογενειακής ζωής. Τα πράγματα βέβαια δε θα είναι και τόσο εύκολα, μιας που οι δαίμονες του παρελθόντος και οι κωλοπαιδίστικες παρέες του, θα συνεχίσουν να τον προκαλούν και να διαταράσσουν κάθε προσπάθεια ειρήνης με τον εαυτό του και το περιβάλλον γύρω του. Όταν ξαφνικά βρεθεί υπό την "πατρική" προστασία του υπεύθυνου του κοινωνικού προγράμματος, Harry (John Henshaw), ο Robbie θα αρχίσει να βλέπει τα πράγματα αλλιώς. Μετά μάλιστα και από την εκπαιδευτική τους επίσκεψη σε ένα διυλιστήριο, θα καταλήξει στο γεγονός οτι η μοναδική του ευκαιρία για μια νέα ζωή, έγκειται σε μια μόνο λέξη: Whiskey.
Έχοντας στη βαλίτσα του το βραβείο Κριτικών, από το πρόσφατο φεστιβάλ των Καννών, το "The Angels' Share" έρχεται φορτσάτο και "γεμίζει" τον τόπο κεχριμπαρένια χρώματα και πεπαλαιωμένα αρώματα, δίνοντας την ευκαιρία στον Ken Loach, να δημιουργήσει την πιο πικρά χιουμοριστική και ταπεινά αισιόδοξη ταινία, ολόκληρης της μέχρι τώρα καριέρας του.
Δυο χρόνια μετά το εγκεφαλικό θρίλερ, "Irish Route", ο Loach επανέρχεται αυτή τη φορά με ανανεωμένη διάθεση, πλάθοντας έναν σύγχρονο, αστικό μύθο γύρω από την ελπίδα και το οχι και τόσο δυσδιάκριτο τελικά, μέλλον, το οποίο μπορεί να επιφυλάσσει η μοίρα για τον καθένα από εμάς.
Χωρίς δυσκολίες στην αφήγηση ή κεκαλυμμένες παραπομπές και μεταφορές, ο Loach καταφέρνει να μας παρουσιάσει έναν νέο, δικό του χαρακτήρα, απογαλακτισμένο σε ένα μεγάλο μέρος, από τον ζοφερό, κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό που έχουμε συνηθίσει να συναντάμε στην πλειοψηφία της δουλειάς του, χωρίς παράλληλα αυτό να σημαίνει οτι δεν υπάρχουν τα ψήγματα του προσωπικού του cinema. Αντιθέτως θα έλεγε κανείς οτι το "The Angels' Share" είναι συνδυασμός της πιο αισιόδοξης και φρέσκιας ματιάς του σκηνοθέτη, με την πιο κλασικίζουσα, σκηνοθετική του πλευρά, γεγονός που καθιστά την νέα του ταινία τόσο ωμά ρεαλιστική και πιο κοντά στην καθεαυτή πραγματικότητα, χιλιάδων νεαρών παραβατών (εν προκειμένω στην Αγγλία).
Το πρόβλημα της ανήλικης εγκληματικότητας, είναι ένα θέμα το οποίο μαστίζει στην κυριολεξία πολλές περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου (και οχι μόνο), και ακριβώς εκεί πάνω πατάει και ο Loach, προκειμένου να χτίσει μια γενικότερη θεματική, την οποία συνηθίζει να ακολουθεί από ταινία σε ταινία.
Στο "Sweet Sixteen", θέτει-ίσως πιο ξεκάθαρα, από οποιαδήποτε άλλη ταινία του-το ολοένα αυξανόμενο πρόβλημα της παραβατικότητας, η οποία εδώ παίρνει σάρκα και οστά στη ζωή του δεκαεξάχρονου πρωταγωνιστή, οποίος προερχόμενος από ένα δύσκολο background, θα αναγκαστεί να εισχωρήσει βαθύτερα στον σκοτεινό κόσμο του εγκλήματος, προκειμένου να καταφέρει να βρει τα χρήματα για την αγορά ενός σπιτιού, για χάρη της νεο-αποφυλακισθείσας, μητέρας του.
Σε αυτή τη περίπτωση ο Loach δεν μασάει τα λόγια του, αλλά μέσω του απλοϊκού του σεναρίου (το οποίο απογειώνεται από την ιδιάζουσα διάλεκτο των ηρώων του), και την σημασιολογικής του σκηνοθεσίας, δίνει στο στίγμα μια νέας, ταραχώδους εποχής, εκεί που η μονάδα συνθλίβεται κάτω από το βάρος των υποχρεώσεών της, εξαναγκαζόμενη σε μια βεβιασμένη, και άνευ μοίρας ζωή, η οποία απαιτεί, χωρίς να απαιτείται τίποτα από αυτήν. Τόσο η κουνημένη εικόνα, η απουσία ενός ισορροπημένου καδραρίσματος, η μη αποδεκτή "τεμάχιση" των σωμάτων των ηρώων, για χατίρι μιας ρεαλιστικής σκηνοθεσίας, καθώς και η ίδια η σεναριακή δομή, όλα μαρτυρούν τη στάση που τηρεί ο Loach, απέναντι στο σύγχρονο cinema: σκληρός σχολιασμός και πολιτικός κινηματογράφος στο full.
Αν και το "The Angels' Share" δεν πατάει πάνω στα κλασικά του μοτίβα, εντούτοις όπως είπαμε και πριν, μπορεί κανείς να εντοπίσει μια ξεκάθαρη διχοτόμηση της ταινίας, από τη μια πλευρά της οποίας βρίσκεται η πολιτική της φύση, ενώ από την άλλη η feel good διάθεση, με την οποία μοιάζει να έχει εμποτίσει ο σκηνοθέτης την εξέλιξη της πλοκής, προκαλώντας έκπληξη, αλλά και χαμόγελα. Γιατί στην τελική το "Μερίδιο των Αγγέλων", είναι μια ταινία που συνδυάζει τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτού που ακούει στο όνομα, Ken Loach.
Οι συνέπειες των προσωπικών επιλογών, η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η απουσία της ελπίδας, γίνονται εδώ οι Συμπληγάδες Πέτρες τις οποίες πρέπει να ξεπεράσει ο ήρωας, προκειμένου να αναγεννηθεί. Σε καμία περίπτωση δεν λειτουργούν ως τελολογικές καταστάσεις που οδηγούν τον χαρακτήρα σε ένα εκ της κοινωνίας υποκινούμενο, κακό τέλος. Αντιθέτως γίνονται η αφετηρία, προκειμένου ο Robbie να καταφέρει να επαναπροσδιορίσει τη ζωή του. Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίο γίνεται αυτό, αποτελεί τελικά και το κλειδί της υπόθεσης.
Το γεγονός οτι όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας, είναι άτομα προβληματικά, τους βοηθάει να ξεκινήσουν από την ίδια αρχή, προκειμένου να αναζητήσουν την πηγή του κακού. Για παράδειγμα υπάρχει στην παρέα ένα τύπος, ο οποίος είναι αλκοολικός. Το οτι αργότερα ο Loach θ καταστήσει το αλκοόλ (και δη το Whiskey), ως την ταυτόχρονη νέμεση και σωτηρία των ατόμων, είναι ιδιαιτέρως ευφυές, μιας που αποτελεί μια ξεκάθαρη αναφορά στο οτι, το κάθε τι μπορεί να έχει την σωστή και τη λάθος χρήση του. Εδώ, το δυνατό Whiskey, ανάγεται σε σύμβολο (το μοναδικό επί της ουσίας και εύκολα αντιληπτό από τους θεατές), μιας που η μύηση στην φροντίδα και την ωρίμανσή του, αποτελεί μια σαφέστατη παραπομπή στον τρόπο με τον οποίο ο Robbie αρχίζει να φροντίζει για τον εαυτό του και την οικογένειά του, ωριμάζοντας μέσα από αναπάντεχες καταστάσεις και γνωριμίες. Whiskey=Robbie και τούμπαλιν.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, αν και υπολείπεται της δυναμικής που συναντάμε σε άλλες ταινίες του Loach, όντας πιο προσγειωμένη στα αφηγηματικά πρότυπα, εντούτοις δεν περνάει απαρατήρητη, αφού για ακόμη μια φορά η αυθεντικότητα και η ρεαλιστικότητά της, είναι εμφανείς. Παράλληλα οι ερμηνείες είναι εξίσου καλές, χωρίς να είναι όμως και κάτι το συγκλονιστικό, οχι για άλλον λόγο, αλλά επειδή ακριβώς έχουμε συνηθίσει αυτού του είδους το μαγκιόρικο παίξιμο, από τους πρωταγωνιστές του Loach.
Το "The Angels' Share" είναι μια όμορφη ταινία που σίγουρα θα σας κάνει να χαμογελάσετε και να περάσετε ένα πολύ ευχάριστο μιαμισάωρο, εν μέσω χιουμοριστικών στιγμών, χαλαρής διάθεσης και εξιλεωτικού...ουισκακίου. Δείτε την.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι όλοι έχουμε εκείνον τον φίλο που τα κάνει όλα μπάχαλο, οτι ο κοκκινομάλλης τύπος μου θυμίζει τον τραγουδιστή των Coldplay και οτι ο τίτλος της ταινίας, γίνεται κατανοητός και είναι και ωραίος.
Νο trivia
Κατά τα άλλα,Χρόνια Πολλά, Καλά Χριστούγεννανα έχουμε, και θα τα πούμε πάλι, από το νέο έτος! Αν βέβαια η περίσταση μιας καλής ταινίας το απαιτήσει, θα επιστρέψουμε και πάλι με guest εμφάνιση. Μέχρι τότε να περνάτε καλά και δώστε να καταλάβει στο σημερινό "τέλος του κόσμου".
Γεια σας, γεια σας και καλή εβδομάδα να έχουμε! Όπως σας είπα και την Παρασκευή, αυτή θα είναι η τελευταία εβδομάδα στο blog πριν από τις γιορτές και την Πρωτοχρονιά, καθώς το πιθανότερο είναι οτι θα επιστρέψουμε πάλι, μετά τον νέο χρόνο (αν δηλαδή δεν αποχαιρετίσουμε όλοι τον μάταιο, τούτο κόσμο, την Παρασκευή που μας έρχεται). Σήμερα λοιπόν, θα ασχοληθούμε με μια ταινιούλα, η οποία θα μας απασχολήσει εδώ στην Ελλάδα, από τον Ιανουάριο. Πρωταγωνιστής, ο γοητευτικός (ακόμα;), Richard Gere, και ο τίτλος αυτής, "Arbitrage". Για να δούμε...
O Peter Miller (Richard Gere), είναι ένας εταιρικός μεγιστάνας, σύζυγος και πατέρας, από αυτούς που στο απαστράπτον, μεγαλοαστικό τους περιβάλλον φαντάζουν το υπέρτατο κελεπούρι. Τα πράγματα βέβαια δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο Peter αντιμετωπίζει ένα φλέγον ζήτημα, μιας που επιδιώκει την συγχώνευση της εταιρίας του, προσπαθώντας παράλληλα να καλύψει και τα "μαγειρεμένα" βιβλία, τα οποία μαρτυρούν μια τρύπα της τάξεως, των $400 εκατομμυρίων! Και όσο η πολυπόθητη υπογραφή δεν έρχεται, και ο ίδιος παραμένει επί ξύλου κρεμάμενος, παρέα με το εικονικό δάνειο που έχει πάρει από έναν φίλο, προκειμένου να μπαλώσει με τη πρώτη ματιά, την απάτη εκατομμυρίων που είναι έτοιμος να μεταβιβάσει σε πλάτες άλλων, βρίσκει παράλληλα χρόνο να τσιλιμπουρδίζει και με την ερωμένη του, Julie (Laetitia Casta), μια ανερχόμενη αρτίστα-ζωγράφο, κάμποσα χρονάκια νεότερή του. Ο Miller όμως, θα μάθει σύντομα οτι η ματαιόδοξη φιλοδοξία έχει και τα όρια της, όταν μπλεχτεί σε ένα ατύχημα, το οποίο ίσως και να τινάξει στον αέρα όλες του τις προσπάθειες για αποποίηση της ευθύνης. Άπιστος σύζυγος; Κακός επιχειρηματίας; Αδιάφορος επί της ουσίας, πατέρας; Peter Miller, ήρθε η ώρα να πληρώσεις...Ή μήπως μπροστά στο χρήμα, όλα συγχωρούνται;
Την αλήθεια μου θα την πω. Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις πως υπάρχουν ακόμα σκηνοθέτες που ξέρουν να πλέκουν έναν σύγχρονο, θριλερικό μύθο τόσο καλά, όσο ο ανερχόμενος Nicholas Jarecki, ο οποίος με την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, δημιουργεί το "Arbitrage". Και τα καταφέρνει περίφημα.
Υπογράφοντας παράλληλο, σενάριο και σκηνοθεσία, χτίζει μια νέα ιστορία, σημείο των καιρών μας, βάζοντας τον Gere να υποδυθεί έναν άνδρα χωρίς ηθικές αναστολές, εγωιστή και καθόλα υλιστή. Ακριβώς δηλαδή όπως έκανε και ο Oliver Stone, το 1987, με το "Wall Street", δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Michael Douglas να υποδυθεί έναν, από τους πιο εικονικούς ρόλους της καριέρας του, για τον οποίο κέρδισε και το Oscar, 'Α Ανδρικου Ρόλου. Η φράση μάλιστα του Gordon Gekko "greed, for lack of a better world, is good", έχει γράψει κινηματογραφική ιστορία.
Το ενδιαφέρον στις δυο ταινίες, δεν έγκειται τόσο σε αυτή καθεαυτή την υπόθεσή τους (μιας που σενάρια διαφθοράς, ανίκητων γραφιάδων και κοστουμαρισμένων καθαρμάτων, συνηθίζουμε να βλέπουμε συχνά-πυκνά στις αίθουσες), όσο στο γεγονός οτι και οι δυο σκηνοθέτες διακατέχονται από μια ξεκάθαρα καυστική, διάθεση, όσον αφορά την εποχή μέσα στην οποία τοποθετείται εν προκειμένω, η έννοια της διαφθοράς και της κατάχρησης της-όποιας-εξουσίας. Εξάλλου, τόσο η δεκαετία των '80s, όσο και αυτή του χρηματοκυριαρχούμενου millennium+, εντοπίζονται να πατούν πάνω σε κοινές, υλιστικές αξίες, αγάπη για το χρήμα, προεδριλίκια που διαφθείρουν και εκατομμύρια, επί εκατομμυρίων που αλλάζουν χέρια και μπαίνουν σε ακριβές, καλοραμμένες τσέπες, όπου εξαφανίζονται μια για πάντα.
Αν θέλουμε να δούμε μια σύντομη αναφορά σε παρόμοιου περιεχομένου ταινίες, δε χρειάζεται να ανατρέξουμε και πολύ μακριά. Η κοινωνική, λογοτεχνική σάτιρα του Bret-Easton Ellis, "American Psycho', παρουσιάζει με μαύρο χιούμορ, gore σκηνές και άπταιστο στυλ γραφείου, την αποξένωση των ατόμων και την παρτίστικη διάθεση που επικρατούσε στο τέλος της δεκαετίας του '80, και τις αρχές του '90, τότε που η κόκα, τα αφροδίσια και το AIDS, ήταν της "μόδας". Ο Christian Bale, υποδύθηκε ιδανικά τον ψυχοπαθή, Patrick Bateman, στην μεταφορά του βιβλίου από την σκηνοθέτη, Mary Harron, μπαίνοντας στο πετσί του αρρωστημένου investment banking executive (τςςςς), ο οποίος αγαπά το παγωμένο γιαούρτι, τον εαυτό του και τον Phil Collins. Επίσης διατηρεί μια super συλλογή θανατηφόρων όπλων, κρατάει ανθρώπινα κεφάλια στη συντήρηση του ψυγείου του και αρέσκεται να κυνηγάει ξανθιές πόρνες στους διαδρόμους, κραδαίνοντας ένα ηλεκτρικό πριόνι, και φορώντας μόνο τα αθλητικά του και...το άρωμα του. Στον αντίποδα (όπως φανταζόμαστε, μιας που η ταινία δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα), θα βρίσκεται η νέα ταινία του Scorsese, "Τhe Wolf of Wall Street", με πρωταγωνιστές τους Leonardo di Caprio και Matthew McConaughey, και μια υπόθεση που πραγματεύεται αυτή τη φορά την άρνηση ενός χρηματιστή (υπάρχουν και τέτοιοι;), να αναμειχθεί σε μια κολοσσιαία υπόθεση απάτης, διαφθοράς του Χρηματιστηρίου και μαφιόζικης διείσδυσης.
Όπως αντιλαμβάνεστε κι εσείς, ο κινηματογράφος ανέκαθεν έτρεφε συμπάθεια για τους έκπτωτους ήρωες του χρήματος, γεγονός που παρουσιάζεται ιδανικά και σε αυτό το ντεμπουτάρισμα του Jarecki. Ο σύγχρονος ξεπεσμός, σε όλο του το μεγαλείο...
Εν μέσω αποκαϊδιών, όπως αυτά έμειναν (και εξαργυρώθηκαν σε ένα παγκόσμιο, ζοφερό, οικονομικό περιβάλλον που φαίνεται πως θα παραπαίει για πολύ καιρό ακόμη) έπειτα από τα σκάνδαλα των Lehman Brothers και Goldman Sachs, τοποθετείται και η ιστορία του ισχυρού-έκπτωτου, Robert Miller, για τον οποίο το φαίνεσθαι, είναι αυτό που παίζει τον δικό του, βιτρινάτο ρόλο, ακόμα και αν πίσω από το λεφτάδικο παραπέτασμα, υπάρχει μόνο μια ξέφραγη τρύπα που χάσκει ορθάνοιχτη. Για τον Miller, παλιά καραβάνα των επενδύσεων και των μαγειρεμάτων, τίποτα δε μοιάζει δύσκολο ή ακατόρθωτο, μιας που ακόμα και η εξαπάτηση της CEO κόρης του, Brooke (Brit Marling), αποτελεί μόνο μια καθημερινή πραγματικότητα.
O Gere γίνεται ο εκφραστής μιας ολόκληρης αρρενωπής γενιάς, τόσο σίγουρης, όσο και αδύναμης χωρίς την οικονομική της ενίσχυση, παίζοντας λιτά και στρωτά, και δίνοντας μια "γλύτσικη" διάσταση στον χαρακτήρα του, την οποία φυσικά αντιλαμβανόμαστε μόνο εμείς, ως θεατές, και κανείς άλλος. Στα 62 του χρόνια ο Gere, αποδεικνύει οτι μπορεί να χειριστεί υπέροχα κάθε ρόλο που του δίδεται, με την προϋπόθεση οτι αυτός είναι καλός και αξίζει τον κόπο. Παίζοντας τα παιχνίδια του τόσο εντός, όσο και εκτός της οικογενειακής του εστίας, δίνει σίγουρα μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, αποποιούμενος την λευκομάλλικη γοητεία του ώριμου αρσενικού, και μπαίνοντας περισσότερο στη θέση του ασυγχώρητου θύτη.
Εξίσου εντυπωσιακή με την ερμηνεία του Gere, είναι και η επιλογή του τίτλου της ταινίας, μιας που ο χρηματοοικονομικός όρος "Αρμπιτράζ", έχει εδώ διττή σημασία. Η έννοια του Αρμπιτράζ, η επενδυτική ευκαιρία δηλαδή, που επιφέρει κέρδος χωρίς ρίσκο (και που μπορεί να αποφέρει κέρδη στο παρόν, ή στο μέλλον αντιστοίχως, χωρίς ρίσκο) αναφέρεται στην ουσία, αφενός στην προσπάθεια του ήρωα να μεταβιβάσει την εταιρία-φούσκα του, και αφετέρου να μπαλώσει χωρίς συνέπειες, την συμμετοχή του στο ατύχημα, που αποτελεί και την κινητήριο δύναμη για την εξέλιξη όλης της υπόθεσης. Αν και θα ήθελα να σας πω περισσότερα, δε σας λέω, καθώς δε θα ήθελα να σας κάνω spoil. Θα αντιληφθείτε τι εννοώ, όταν το δείτε.
Λένε οτι η λίγη εξουσία, διαφθείρει λίγο, ενώ η πολλή, πολύ. Κάπως έτσι προχωράνε και τα πράγματα στο "Arbitrage", με τη μόνη διαφορά, οτι εδώ η πολλή εξουσία, αποτελεί και το διαβατήριο για την ολοκληρωτική κατάρρευση μιας εξέχουσας, κατά τα άλλα, προσωπικότητας. Ακόμα και τότε όμως μπορεί κανείς να δει, οτι οι πλούσιοι, ίσως και να καταφέρνουν να ανοίγουν πιο εύκολα τα παραθυράκια του νόμου, απ'οτι άλλοι, οχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά επειδή ξέρουν σε ποιους πρέπει να απευθυνθούν. Εν ολίγοις, έχουν όλα τα κατάλληλα κουμπιά στη διάθεσή τους, για να φέρουν τον κόσμο στα μέτρα τους. Δε το πετυχαίνουν όμως και πάντα, ή ακόμα και αν αυτό γίνει, σίγουρα θα απολέσουν κάτι μείζονος σημασίας για αυτούς: τον σεβασμό και την φήμη.
Εκτός από τον Gere, εξίσου καλό είναι και όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast, με την Marling του "Another Earth" στον ρόλο της νεοϋορκέζας κόρης, και τη Susan Sarandon, στον ρόλο της ξύπνιας συζύγου, που ενώ αντιλαμβάνεται στα νυχτοπερπατήματα του άνδρα της, αποτελεί την κλασική περίπτωση 'μάνας που κάνει φιλανθρωπίες και κρατά την οικογένεια ενωμένη'.
Το "Arbitrage" είναι ένα καλοστημένο θρίλερ, με μυστηριακή μουσική υπόκρουση από τον Cliff Martinez (βλ. "Drive"), ανατροπές, εξαιρετικές ερμηνείες και ένα αποστομωτικό τέλος, που αποτελεί την υπέρτατη δικαίωση για όλους. Ή ίσως και οχι...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι και η Casta αγέραστη είναι, οτι θέλω τα μαλλιά της Marling και οτι η ταινία, είναι από τα must see της νέας χρονιάς.
Hey hey και πάλι. Λοιπόν όπως όλα δείχνουν, αυτή θα είναι η προτελευταία, blog-ίστικη εβδομάδα μας, μιας που και μετά από την επόμενη, θα τα πούμε πάλι μετά τα Χριστούγεννα. Οχι τίποτα άλλο, αλλά ακόμα δε ξέρω τι στο καλό θα κάνω στις γιορτές: θα μείνω, θα φύγω, θα πεθάνω (όπως τόσοι άλλοι δηλαδή την ύστατη 21η Δεκεμβρίου), όπως και να'χει, επειδή ένα γενικότερο χάσιμο θα υπάρχει, θα επανέλθουμε πάλι με τον νέο χρόνο! So, σήμερα, θα ολοκληρώσουμε και αυτή την εβδομάδα, με μια ταινία η οποία είναι τόσο σκληρή, όσο και η ανθρώπινη φύση. Το "Compliance" είναι για εμένα, μια από τις καλύτερες ταινίες του '12, γιατί είναι τόσο ωμό και γυμνό, όσο και τα πραγματικά γεγονότα, πάνω στα οποία βασίστηκε. Ε ρε χαμός που έχει να γίνει στα Blogoscars!
Η Sandra (Ann Dowd), είναι υπεύθυνη σε ένα κοτοπουλάδικο-φαστφουντάδικο κάπου στην Αμερική. Από τη πρώτη σκηνή της ταινίας καταλαβαίνουμε οτι η Sandra, είναι μια γυναίκα ολίγον καταπιεσμένη, ολίγον μη-τσαμπουκαλού, και τέλος πάντων ένα άτομο που οι υπόλοιποι δε παίρνουν και πολύ στα σοβαρά. Όταν ένα πρωί, δεχθεί ένα τηλεφώνημα από τον αστυνομικό Daniels, ο οποίος την ενημερώνει οτι η Becky (Dreama Walker), η νεαρή υπάλληλος του καταστήματος, έχει κλέψει χρήματα από μια πελάτισσα, η Sandra, θα αρχίσει να εκτελεί βήμα-βήμα τις οδηγίες του αστυνόμου, προκειμένου να ελέγξει την Becky και να βρει τα χρήματα, για τα οποία έχει γίνει όλη αυτή η αναστάτωση. Το θέμα βέβαια, έγκειται σε ένα βασικό πρόβλημα: η Sandra δεν αμφισβητεί λεπτό την άγνωστη, ανδρική φωνή που έρχεται από το τηλέφωνο και αυτό είναι λάθος, μιας που ο τύπος της άλλης γραμμής, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από έναν σαδιστή φαρσέρ, που αρέσκεται να το παίζει εξουσία, πάνω σε ανύποπτα θύματα. Και όπως όλα δείχνουν, κανείς δεν θα βγει αλώβητος από αυτή την ιστορία...
Η ελληνική μετάφραση του τίτλου της ταινίας, είναι στην προκειμένη περίπτωση μια από τις πιο επιτυχημένες που θα δεις, τουλάχιστον για φέτος. Η "Υποταγή", όπως είναι στη γλώσσα μας, αποτελεί τον βασικό παρονομαστή μιας ταινίας, σκληρής και βάναυσης, που δείχνει την αρρώστια του ανθρώπινου μυαλού, σε νέα μεγαλεία. Αν και δεν περιλαμβάνει σκηνές γραφικές ή αντικειμενικά βίαιες, εντούτοις ο σκηνοθέτης της, Craig Zobel, παίζει ένα τόσο σατανικό, ψυχολογικό παιχνίδι μαζί σου, ώστε μετά το τέλος της νιώθεις τουλάχιστον βρώμικος και βεβηλωμένος. Ακριβώς δηλαδή όπως και η πρωταγωνίστριά του.
Ο Zobel έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 2007, με το άγνωστο ταινιάκι "Great World of Sound", το οποίο αν και προσωπικά δεν ήξερα, μου δίνει απευθείας το στίγμα του δημιουργού του, ως εναλλακτικό, indie film, από αυτά που αρέσκομαι να καταβροχθίζω οπτικώς. Στη συνέχεια σκηνοθέτησε ένα video documentary το, "Of Montreal: In a Fit of Hercynian Prig, Oculi", ενώ στη συνέχεια ήρθε και η σειρά του "Compliance". Στα μελλοντικά του σχέδια, έχει τη μεταφορά της post apocalyptic, sci-fi νουβέλας, "Z for Zachariah", του Robert C. O'Brian, με τον Tobey Maguire, ως μοναδικό-προς το παρόν-πρωταγωνιστή. Αν βέβαια όλα αυτά δε σας λένε και τίποτα, να είστε σίγουροι οτι το "Compliance" θα σας πει περισσότερα απ' όσα θα θέλατε να μάθετε.
Η βάση της υπόθεσης πατάει αποκλειστικά και μόνο πάνω, σε ένα βασικό ερώτημα: "γιατί;". Γιατί κανείς δεν αμφισβητεί την ταυτότητα του αγνώστου που παίρνει τηλέφωνο; Γιατί όλοι αποφασίζουν απλά να υποταγούν στις οδηγίες του και να κάνουν οτι ακριβώς τους λέει; Γιατί όλοι, λογικά όντα όπως είναι, καταφεύγουν σε καταστάσεις σαδιστικές και άρρωστες, χωρίς να φέρουν την παραμικρή αντίρρηση σε όλα αυτά που ο δήθεν, αστυνομικός Daniels, τους βάζει να κάνουν; Η απάντηση είναι μάλλον περισσότερο απλή, απ'οτι θα φανταζόμασταν: γιατί στην τελική είμαστε άνθρωποι, ακολουθούμε την ελεύθερη βούλησή μας και είμαστε σε θέση να παίρνουμε αποφάσεις καταπώς εμείς πιστεύουμε οτι αυτές είναι σωστές. Με τη διαφορά οτι κάθε απόφαση που βλέπουμε εδώ, είναι εκ των πραγμάτων λανθασμένη.
Θυμίζοντας έντονα το σκηνικό του "The Exterminating Angel", του Louis Bunuel, εκεί όπου η μπουρζουαζέ πλουτοκρατική παρέα, αδυνατεί να βγει από την έπαυλη, επειδή μια "αόρατη δύναμη" (αυτή που μεταφράζεται ως αυστηρά οριοθετημένη μεγαλοαστική συμπεριφορά, υλική δίψα και προσωπικό κοινωνικό αυτοπεριορισμό), την εμποδίζει, έτσι και εδώ, οι ήρωες του "Compliance" μοιάζουν έρμαια μιας ανώτερης δύναμης, η οποία τους εμποδίζει να δουν την αλήθεια και να απαιτήσουν την πρέπουσα δικαιοσύνη. Αδυνατούν να αντιληφθούν (ή ίσως και να αποδεχτούν), μέσα από την δικαιολογία της rush hour day του φαστφουντάδικου, οτι όλο αυτό που συμβαίνει στο πίσω αποθηκάκι του μαγαζιού, είναι ένας ξεδιάντροπος εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από μια δύναμη τόσο ύπουλη και αβίαστα σατανική, ώστε το ενδεχόμενο μιας τιποτένιας φάρσας να μοιάζει τουλάχιστον εξωπραγματικό. Και η ψυχολογία της μάζας δίνει και παίρνει...
Μπορεί το σενάριο να σας φανεί περίεργο και τουλάχιστον υπερβολικό, το χειρότερο όμως είναι οτι η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, όπως αυτά συνέβαιναν επί τουλάχιστον μια δεκαετία(!), σε διάφορες μικρές πόλεις της Αμερικής.
Πιο συγκεκριμένα, ο δράστης (ο οποίος συνελήφθη τελικά το 2004), συνήθιζε να τηλεφωνεί σε αλυσίδες ταχυφαγείων(η ταινία βασίζεται στο περιστατικό που συνέβη στη πολιτεία Bullit, σε ένα κατάστημα McDonald's) και άλλα μαγαζιά, λέγοντας πως ήταν αστυνομικός και αναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες και τους υπεύθυνους, να προχωρούν σε έρευνα των γυναικών υπαλλήλων τους (υπό τη μορφή γδυσίματος και ψαξίματος των...επίμαχων σημείων τους, και με αφορμή το κλέψιμο χρημάτων), καθώς και άλλες ανορθόδοξες τακτικές, για χάρη πάντα της αστυνομίας, μέχρι εκείνη να μεταβεί στον χώρο και να αναλάβει την υπόθεση. Τα περιστατικά που είχαν δηλωθεί, έφταναν τουλάχιστον τα 70, σε 30 διαφορετικές πολιτείες της Αμερικής, ενώ όταν τελικά ο 37χρονος David Stewart συνελήφθη ως δράστης, η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης, ήταν ξεκάθαρη: η δουλειά του David ήταν σωφρονιστικός υπάλληλος.
Αν και η ταινία περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη σκηνή, η οποία δε συνέβη πραγματικά, εντούτοις είναι άκρως σοκαριστικό όταν αντιλαμβάνεσαι οτι όλα τα υπόλοιπα έγιναν όντως, εις βάρος μιας ανυποψίαστης υπαλλήλου των McDonald's.
Επειδή λοιπόν δεν έχει καμία σημασία να δούμε τίποτα άλλο πέρα από τον χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται το δράμα, καθώς και τους επιμέρους ήρωες, ο Zobel χειρίζεται με μαεστρία την κάμερά του, υπονοώντας καταστάσεις, κάνοντας διαρκώς γκρο πλάνα στους χαρακτήρες και δείχνοντας την σταδιακή αλλαγή της διάθεσής τους, μέσα από απορημένες εκφράσεις, ντροπιασμένα βλέμματα, φοβισμένη γύμνια και αποδόμηση οποιουδήποτε ζεστού, χαλαρού συναισθήματος.
Η "φορτωμένη" αποθήκη, με τις πλαστικές καρέκλες, τους νικελωμένους πάγκους και τον πίνακα-στόχων του μαγαζιού, αποτελούν το ιδανικό μέρος, προκειμένου να ξεδιπλωθεί μια τόσο τραγική ιστορία. Παράλληλα η σκηνοθεσία (η οποία μέσα από κενά, παγωμένα πλάνα στην αρχή, αλλά και στο τέλος, χτίζει όλο το οικοδόμημα της παράνοιας και του φόβου), μας μεταφέρει σε στιγμές στο σπίτι του θύτη, ο οποίος ενώ μιλάει στο τηλέφωνο, ζωγραφίζει, φτιάχνει κάτι να φάει, καπνίζει και γενικώς, αποτελεί την άλλη, την αντιθετική όψη, του ίδιου νομίσματος.
Εκτός βέβαια από τη σκηνοθεσία που σε καθηλώνει και σε εξοργίζει (χωρίς να ζητά κανένα βεβιασμένο συναίσθημα από εσένα, θυμήσου το αυτό), οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών είναι εξαιρετικές. Η Dreama Walker είναι πολύ καλή στον ρόλο του θύματος. Ταραγμένη, ανήσυχη και καθόλα "κακοποιημένη", συνοψίζει ολόκληρο τον ρόλο της σε μόλις δυο κουβέντες: "Why did you continued?". "I don't know".
Στον αντίποδα, και η Ann Dowd δίνει μια ερμηνεία ασυνείδητα αδίστακτη, στον ρόλο της υπεύθυνης, η οποία ακολουθεί εντολές σαν άλλο στρατιωτάκι. Εν μέσω τηλεφωνημάτων, σωματικού ελέγχου της Becky και συνειδητοποίησης του τρομερού λάθος, ο κόσμος της γκρεμίζεται και οι τύψεις αναλαμβάνουν δράση. Τύψεις που θα την ακολουθούν πλέον, για μια ζωή.
Το "Compliance" είναι ένα δυνατό ταινιάκι, από αυτά που κάθε χρόνο βγαίνουν και δε τα παίρνεις χαμπάρι ποτέ. Ήρθε η ώρα αυτό να το πάρεις. Ψάξτο.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η Walker μοιάζει στην McCord, οτι o γηραιότερος δίνει τη λύση και οτι ο καιρός στη Νέα Ορλεάνη έχει πολύ υγρασία.
Καλημέρα, καλημέρα! Τετάρτη σήμερα, και αύριο βεβαίως βγαίνουν στις αίθουσες ένα σωρό νέες ταινίες, με το "The Hobbit" να έχει κλέψει από τώρα τα φώτα, αν και οι κριτικές εξακολουθούν να παραμένουν μετριοπαθείς, αναφορικά με τη νέα τριλογία που έχει στα σκαριά ο Peter Jackson. Εκτός από αυτό, θα έχουμε τη δυνατότητα να απολαύσουμε το ρομάντζο, "People Like Us" (meh...), το δραματικό "La Sirga", τη νέα ταινία του Francois Ozon, "Dans la Maison", το πολυαγαπημένο "Teddy Bear", το οποίο κέρδισε τις εντυπώσεις στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, κατακτώντας το Βραβείο Κοινού, το "Marley" (το οποίο επίσης είδαμε στις Νύχτες), ένα ντοκιμαντέρ για τον θρύλο της ρέγγε μουσικής, Bob Marley, καθώς και την ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε εμείς σήμερα, το "The Perks of Being a Wallflower", το οποίο ομολογώ οτι περίμενα και καιρό. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.
O Charlie (Logan Lerman) είναι ένας πρωτοετής, ο οποίος εκτός από τα δικά του προβλήματα, καλείται τώρα να αντιμετωπίσει και την εφιαλτική ζωή του σχολείου, υπομένοντας ειρωνικά σχόλια, bullying και φυσικά την απουσία οποιουδήποτε φίλου. Και όσο ο Charlie περιορίζεται στην ευεργετική ιδιότητα του γραψίματος (έχοντας το όνειρο να γίνει μια μέρα συγγραφέας), και στο διάβασμα κλασικής λογοτεχνίας με την οποία φροντίζει να τον προμηθεύει ο δάσκαλος των Αγγλικών, Mr. Anderson (Paul Rudd), σαν άλλο "ναρκωτικό", τόσο φαίνεται οτι η κατάσταση χειροτερεύει, και ο διαταραγμένος ψυχισμός του Charlie, είναι έτοιμος να ξεσπάσει για ακόμη μια φορά. Κάπου εκεί λοιπόν, θα κάνουν την εμφάνισή τους δυο τελειόφοιτοι, οι οποίοι σαν άλλοι, από μηχανής Θεοί, θα τραβήξουν τον Charlie "από τα μαλλιά", βγάζοντάς τον στην επιφάνεια της βαθιάς του κατάθλιψης και μοναξιάς, και δείχνοντάς του τον δρόμο για την πραγματική ζωή. Τόσο η Sam (Emma Watson), μια όμορφη και φιλική παρουσία που ακούει Smiths, ντύνεται με στυλ και επιλέγει συντροφικά ταίρια που δεν της αξίζουν, όσο και ο ετεροθαλής αδελφός της Patrick (Ezra Miller), η καλλιτεχνίζουσα φύση της παρέας, με το έξυπνο χιούμορ και τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις, θα αποτελέσουν τους φύλακες αγγέλους του Charlie, ο οποίος θα ενταχθεί μια και καλή στη παρέα των "misfits toys". Και αυτοί όμως, αντιμετωπίζουν τα δικά τους θέματα, σαν κάθε τυπικό έφηβο...
Το "Τhe Perks of Being a Wallflower", βασίζεται στο ομώνυμο young-adult μυθιστόρημα του συγγραφέα Stephen Chbosky, ο οποίος εδώ αναλαμβάνει χρέη σεναριογράφου, και σκηνοθέτη. Αυτή η νεανική, δραματική του νουβέλα, κυκλοφόρησε το 1999 υπό τη μορφή "epistolary novel", που σημαίνει υπό την μορφή ενός document. Στη παρούσα περίπτωση, υπό την μορφή μιας σειράς από γράμματα (ημερολόγιο ίσως;), τα οποία γράφει ο πρωταγωνιστής, και όπου εμείς μέσα από την αφήγησή του, γινόμαστε θεατές της προσωπικής του ιστορίας.
Ο Chbosky αν και δεν είναι σκηνοθέτης, εντούτοις φαίνεται πως με το ντεμπούτο του, κατάφερε να στρέψει την προσοχή πάνω του, κερδίζοντας μια υποψηφιότητα "Best First Feature", στα Ιndepenent Spirit Awards, και εκατοντάδες fans, οι οποίοι έχουν ανάγει πλέον την ταινία, στο "The Breakfast Club" της σύγχρονης γενιάς. Η αλήθεια είναι πως δεν τους αδικώ, καθώς το βιβλίο μπορεί να μην το έχω διαβάσει (και αντιλαμβάνομαι οτι πιθανότατα, θα είναι και καλύτερο από την ταινία), παρόλα αυτά το φιλμάκι, κέρδισε την εκτίμησή μου, χάρη στην κλασική, προβληματική θεματική των εφήβων, την όμορφη σκηνοθεσία, τα εξαιρετικά, μουσικά ακούσματα και την ιδανική επιλογή του cast.
Ξεκινώντας από την ατόφια υπόθεση του έργου, σίγουρα δε πρέπει να περιμένετε κάτι εντελώς πρωτότυπο, καθώς στην ουσία παρακολουθούμε την coming of age ιστορία μιας εναλλακτικής παρέας παιδιών, που ακούει το "Heroes" του David Bowie, πρωταγωνιστεί στο εβδομαδιαίο ανέβασμα της funky παράστασης του "Rocky Horror Picture Show", εκεί οπού ο Patrick τα δίνει όλα μέσα στον λαμπυρίζον κορσέ και της μαύρες του ζαρτιέρες, χορεύει ξέφρενα στους σχολικούς χορούς και στην τελική, ζει για το τώρα. Χωρίς δηθενιές, και εκβιασμένα, εφηβικά συναισθήματα, ο Chbosky χτίζει ένα νεανικό σύμπαν μέσα στο οποίο όλοι είναι πρωταγωνιστές οχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και αυτής των άλλων. Αποκομμένοι σε μεγάλο βαθμό από την ενήλικη παρουσία των γονιών (για παράδειγμα τους γονείς της Sam και του Patrick του βλέπουμε ελάχιστα, και μόνο στο τέλος, ενώ η φυσική παρουσία των γονιών του Charlie, δε προσδίδει τίποτα παραπάνω πέρα από αυτό ακριβώς: μια φυσική παρουσία), τα παιδιά θυμίζουν έντονα την ομάδα των παιδιών στο βιβλίο του William Golding, "Lord of the Flies". Έτσι και εδώ, μακριά από την ενήλικη φροντίδα, οι νεαροί πρωταγωνιστές βουτούν από μόνοι τους στα βαθιά, σε θέματα που έχουν να κάνουν με την ομοφυλοφιλία, την σεξουαλικότητα, την μοναξιά, την κακοποίηση, αλλά και τη φιλία, την αγάπη, τον έρωτα και την πίστη στα όνειρα.
Όπως αντιλαμβάνεστε, πρόκειται για μια κλασική, εφηβική συνταγή, η οποία όμως είναι εμποτισμένη με τόσα γλυκόπικρα συναισθήματα και αλήθειες βγαλμένες από τη ζωή εκατομμυρίων εφήβων, που ακόμα και αν μιλάμε για τις αρχές του ΄90 (εκεί τοποθετείται χρονικά η ταινία), τα μοτίβα τα οποία πραγματεύεται, εξακολουθούν να παραμένουν, πιο επίκαιρα από ποτέ. Ακόμα και 20+ χρόνια μετά.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ταινίας, είναι ο τρόπος με τον οποίο υπονοούνται και περνούν με τρόπο υπόγειο, οι αναμνήσεις του Charlie, στις οποίες πρέπει να αναζητηθεί το προβληματικό του παρόν. Αν και η αλλαγή στην προσωπικότητά του, έρχεται τμηματικά, εντούτοις γίνεται ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή οτι ο νεαρός πρωταγωνιστής, παλεύει με δαίμονες του παρελθόντος, αφήνοντας να εννοηθεί με τη βοήθεια flash-backs, οτι κάτι τραγικό και σκοτεινό είχε συμβεί στη ζωή του, όταν ήταν ακόμη παιδί, κάτι που αφορούσε την πολυαγαπημένη του θεία (θα τολμούσα να κάνω μια αναφορά σε ένα, κατά κάποιον τρόπο, Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα, από αυτά που δημιουργούν ψυχολογικά και ψυχολογικά, αλλά δε θα το αναλύσω περαιτέρω, γιατί θα καταλάβετε και εσείς όταν το δείτε). Αυτό εξάλλου αποτελεί και τον βασικό λόγο της διαρκούς αποξένωσής του, της δειλίας του στο να κάνει φίλους και της γενικότερης, μοναχικής του στάσης. Συνεπώς όταν έχουμε να κάνουμε με έναν τέτοιο έφηβο, η παρουσία φίλων στη ζωή του, έχει καταλυτικές συνέπειες, και άρα, εκεί που η όποια φιλία θα μπορούσε να είναι κάτι το ουδέτερο, ως μια φυσιολογική, ηλικιακή κατάσταση, εδώ μετατρέπεται σε ζωτικής σημασίας συμβάν για την "λογική" πορεία του Charlie. Ακόμα και το υποβόσκον love story του ίδου με την Sam, περνάει σε δεύτερη μοίρα και δεν αποτελεί την κινητήριο δύναμη για την εξέλιξη της υπόθεσης (και καλά κάνει). Αντιθέτως ο "έρωτας" του φοβισμένου πρωτοετή για ολόκληρη την παρέα, είναι αυτός που βγαίνει μπροστά, και αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της ταινίες. Το καθεαυτό love story είναι θεμιτό-και φυσικό δηλαδή-, αλλά οχι για την προώθηση του μύθου. Αυτό που έχει τελικά σημασία, είναι η προσωπική απελευθέρωση του Charlie, μέσα από την βοήθεια που του προσφέρει η ομάδα, υπό τη μορφή της αποδοχής και της ειλικρινούς φιλίας.
Η σκηνοθεσία του Chbosky είναι ζωηρόχρωμη και νοσταλγική, και αν κανείς δεν διαβάσει οτι το story εκτυλίσεται στις αρχές των '90s, τότε μπορεί πολύ εύκολα να υποθέσει οτι τα πάντα διαδραματίζονται στη σημερινή εποχή. Τόσο τα vintage ντυσίματα και τα 45άρια δισκάκια, όσο και η παρουσία της γραφομηχανής, η όλη αισθητική του σχολείου, η διακόσμηση των σπιτιών, η μουσική που ακούνε τα παιδιά κ.λ.π, όλα παραπέμπουν ταυτόχρονα στο τότε, αλλά και στο τώρα, μιας που θα μπορούσε να δει κανείς τους πρωταγωνιστές, ως νεογνούς hipsters, χωρίς όμως τις υπερβολές που διακρίνει πολλούς από αυτούς, όσον αφορά την αντίληψη περί παλαιού και καλόγουστου.
Οι ερμηνείες αποτελούν επίσης, ένα δυνατό ατού της ταινίας, μιας που βλέπουμε την Watson να αποδεσμεύεται μια και καλή από τον Harry Potter-ικό της μανδύα, να ωριμάζει και να βρίσκει το ερμηνευτικό της στυλ. Αποκάλυψη αποτελεί και ο πρωταγωνιστής του Percy Jakcson, Logan Lerman, ο οποίος τα καταφέρνει μια χαρά στον ρόλο του Charlie, βάζοντα πλώρη για καλά πράγματα, αν το θελήσει. Βέβαια αυτός που πραγματικά κλέβει την παράσταση, είναι ο Ezra Miller, τον οποίο είχαμε δει την περασμένη χρονιά σε ρόλο διαβολικού γιού, στο "We Need to Talk About Kevin". Εδώ, ανάλαφρος, σπιρτόζος και τολμηρός, αποτελεί το κέντρο της προσοχής και γοητεύει, κάνοντας ξεκάθαρο οτι θα ακούμε γι'αυτόν πολύ, από εδώ και πέρα.
Το "The Perks of Being a Wallflower" είναι μια υπέροχη ταινία, με όλα τα indie χαρακτηριστικά που περιμένεις να δεις. Super μουσική, καλογραμμένοι διάλογοι, ατάκες που έχουν ήδη γίνει must, εξαιρετικές ερμηνείες και όλως περιέργως, feel good ατμόσφαιρα, σου υπόσχεται 100 λεπτά καρδιακής απόλαυσης. Ακόμα και αν "we accept the love we think we deserve", "we are infinite"...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι παίζει και η Mae Whitman στον ρόλο μιας punk, βουδίστριας, φεμινίστριας, και είναι όλα τα λεφτά, οτι τα ρούχα τα αγαπώ (αν και δεν είμαι hipster) και οτι ο Miller στον ρόλο του μέγα Tim Curry στο "Rocky Horror Picture Show" είναι θεότητα.
Καλησπέρα, καλησπέρα! Άντε καλή εβδομάδα να έχουμε για ακόμη μια φορά, καλή και κινηματογραφική. Όπως θα έχετε ακούσει ήδη, τη παράσταση όσον αφορά τα σινεματζίδικα πράγματα, θα κλέψει αυτές τις μέρες το "The Hobbit", η πολυναμενόμενη νέα ταινία του Peter Jackson. Βέβαια, είχα σήμερα την τύχη να δω στη δημοσιογραφική και μια πολύ όμορφη ταινία, το "The Perks of Being a Wallflower", το οποίο βγαίνει επίσης τη Πέμπτη και για το οποίο θα μιλήσουμε την Τετάρτη. Σήμερα λοιπόν, και μιας που είχαμε και απουσία την Παρασκευή, θα δούμε πάλι κάτι εκ νότιας Κορέας, και πιο συγκεκριμένη το "Nameless Gangster". Enjoy!
Το "Nameless Gangster" βρίσκει την υποθεσιακή του βάση, κάπου στις αρχές του ΄90, όταν η Κυβέρνηση μη μπορώντας να αντέξει άλλο την έντονη εγκληματικότητα και crime ζωή της δεύτερης μεγαλούπολης της Νότιας Κορέας, Busan, (με πρώτη βεβαίως τη Seoul), αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο "σκούπα", προκειμένου να καθαριστεί η περιοχή από τη μαφιόζικη δράση και τα αφεντικά της νύχτας.
Η ταινία ξεκινάει με την απόφαση του Προέδρου Roh Tae-woo να κυρίξει τον πόλεμο κατά του οργανωμένου εγκλήματος, μόνο για να επιστρέψει λίγο αργότερα στο παρελθόν και μάλιστα στο 1982, προκειμένου έτσι να γνωρίσουμε έναν εκ τους βασικούς πρωταγωνιστές της ιστορίας. O Mr. Choi (Choi Min-sik), είναι ένας διεφθαρμένος τελωνειακός, ο οποίος μαζί με τους έτερες συναδέλφους φροντίζουν να κάνουν τα στραβά μάτια και να παίρνουν το μερίδιό τους σε είδος και χρήμα, όταν οι καταστάσεις στο λιμάνι το απαιτούν. Όταν όμως η κατάσταση δυσκολέψει και η παράνομη δράση τους αποκαλυφθεί, τότε κάποιος θα πρέπει να παίξει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Και επειδή ο Mr. Choi δε το θέλει αυτό, αποφασίζει μετά από την "απόλυσή" του, να εμπλακεί με τη μαφία, προκειμένου να χρησιμοποιήσει τις παλιές του διασυνδέσεις, για δικό του συμφέρον. Έτσι, θα βρεθεί σύντομα στο πλευρό ενός έμπορου ναρκωτικών, και η ζωή του παράνομου θα αποτελεί πλέον μονόδρομο για εκείνον. Αυτή η ζωή όμως, δεν είναι και τόσο ειδυλλιακή, όσο την είχε φανταστεί...
Όταν δει κανείς το "Nameless Gangster", μπορεί να διαπιστώσει εύκολα οτι το συγκεκριμένο film, θα μπορούσε να είναι η ασιατική εκδοχή του Scorsese, για κάθε μια από τις γκανγκστερικές, "κακόφημες" ταινίες που είχε γυρίσει κυρίως την δεκαετία του ΄70, έχοντας στο επίκεντρο ως βασική πρωταγωνίστρια, την ίδια την πόλη: τη Νέα Υόρκη.
Έτσι και εδώ ο σκηνοθέτης Jong-bin Yun, γράφει το σενάριο και κινηματογραφεί ένα καθαρά σκορσέζικο story, με τη διαφορά οτι επικεντρώνει τη προσοχή του, οχι τόσο στην παρουσία της πόλης του Busan, όσο στους ανθρώπους που την κατοικούν, και μάλιστα αυτούς που εξαιτίας των επιλογών τους, αποτελούν το ζουμί και την νυχτερινή καρδιά της.
Σε αντίθεση με τον κινηματογράφο του Scorsese, εκεί όπου οι πρωταγωνιστές είναι περιθωριοποιημένοι, τρελοί, χωρίς στον ήλιο μοίρα, με μια ακατάπαυστα κινούμενη Νέα Υόρκη που δεν κοιμάται ποτέ, και που αποτελεί επί της ουσίας τον βασικό υπαίτιο, για όλα τα δεινά αυτών των μικρών ηρώων, ο Yun, καθιστά ορατή τη θέση του από την αρχή, κάνοντας τους χαρακτήρες του έρμαια μια προσωπικής διάθεσης για διαφθορά και παρανομία, και οχι αποτελέσματα ενός γενικότερου κοινωνικοπολιτικού αναβρασμού. Για παράδειγμα στο "Taxi Driver", ο Travis δεν φέρει την απόλυτη ευθύνη των πράξεών του, μέσα στο μετα-βιετναμέζικο περιβάλλον της Αμερικής, αφού οι πληγές και η τρέλα του πολέμου, τον έχουν μετατρέψει σε αυτό το προβληματικό και διαταραγμένο πλάσμα το οποίο είναι.
Ο Yun μοιάζει να παίζει στην απέναντι όχθη, εκεί που σημασία έχει το χρήμα, η φήμη και οι οπαδοί. Βέβαια δε θα μπορούσε να έχει εντάξει την θεματική του και σε κάποια διαφορετική βάση, εξαιτίας της τεράστιας πολιτισμικής διαφοράς, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Πόσο πράγματι μεγάλη, είναι η σημασία που δίνει ο πολιτισμός της Ανατολής όσον αφορά το θέμα της οικογένειας, της παράδοσης και της τιμής; Όπως δε θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε μια κατασκευασμένη πάνω στο θέμα της τιμής, ιστορία, από πλευράς αμερικανικού κινηματογράφου (οχι δηλαδή με την έννοια που υπάρχει στην παράδοση Ιαπώνων, Κορεατών κ.λ.π), άλλο τόσο δε θα γινόταν να δούμε μια ασιατική παραγωγή, απαγκιστρωμένη από αυτά τα κλασικά της μοτίβα (εκτός κι αν μιλάμε για το είδος του τρόμου, όπου εκεί τα πράγματα αλλάζουν). Ακόμα και στην ταινία του Coppola, "Apocalypse Now", δεν έχει τόση σημασία η τιμή του colonel Kurtz, όσο η μη τιμή του, και εκεί η τιμωρία έρχεται απ' έξω. Αντιθέτως εδώ, η τιμωρία έρχεται εκ των έσω, μέσα από την ομάδα των γκάνγκστερ οι οποίοι για ζητήματα όπως η τιμή και η προδοσία, δε δίνουν και πολλές ευκαιρίες εξιλέωσης. Επειδή ακριβώς η εκάστοτε απόφαση προέρχεται στον μεγαλύτερο βαθμό, από το συμφέρον του ατόμου, και πολύ λιγότερο από τον περιβάλλοντα χώρο του.
Στο σύνολό της η ταινία, δεν είναι κάτι που δεν έχεις ξαναδεί, αλλά σίγουρα μπορείς να περάσεις πολύ ευχάριστα την ώρα σου (ή μάλλον τις δυο ώρες, τις οποίες διαρκεί η ταινία), παρακολουθώντας μια κλασικού, αφηγηματικού τύπου, γκανγκστερική ταινία, η οποία όμως μειώνει σε ένταση το βίαιο κομμάτι της, για χατίρι της μπόλικης πρόζας. Αν λοιπόν περιμένετε οτι το "Nameless Gangster" είναι μια ταινία που δικαιολογεί απόλυτα τον τίτλο της, μάλλον κάπου θα απογοητευθείτε, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι μια συμπαθητική έτσι κι αλλιώς, προσπάθεια.
Το γεγονός δε οτι οι διάλογοι είναι αυτοί που κυριαρχούν, δημιουργεί ένα ενδιαφέρον γύρω από την πορεία του κεντρικού ήρωα, καθώς η εξέλιξη του χαρακτήρα του, γίνεται καθόλα κατανοητή και ρευστή, στα πλαίσια της μπίζνας, η οποία αποτελεί το βασικό τμήμα της μαφίας, του οποίου εμείς γινόμαστε θεατές.
Στην ουσία ο Yun μας μπάζει σε έναν κόσμο συναλλαγών, συμφωνιών, απειλών και μιας μπεκροκανατικής καθημερινότητας, αδιαφορώντας σε έναν μεγάλο βαθμό για το τι γίνεται όταν το πράγμα στραβώνει. Υπάρχουν σκηνές βίας και ξύλου, αλλά ακόμη και τότε φαίνεται οτι η κατάληξη δεν θα είναι θανατηφόρα για κανέναν. Πως είναι δηλαδή η μαφιόζικη οικογένεια των Corleone στον "Νονό"; Καμία σχέση.
Βέβαια όπως απαιτείται και από την εποχή, μπορείς να απολαύσεις παράλληλα, απαράμιλλο ΄90s style με διπλοκουμπωτά σακάκια, μπριγιαντινέ μαλλί, τεράστια χρυσά Rolex και μια υλιστική αισθητική που παραπέμπει σε ταινίες όπως το "Wall Street" και το σατυρικό, "American Psycho". Και αυτό σίγουρα δίνει το δικό του touch στη ταινία. Το άλλο πάλι, το δίνει ο πρωταγωνιστής της Choi-Min sik, ο οποίος μετά από "Oldboy", αποφάσισε να γίνει μαφιόζικη καρικατούρα. Και καλά έκανε γιατί ο ρόλος, του πάει γάντι.
Μπορεί τα χρόνια να έχουν παρα-περάσει, ο Choi-Min sik όμως, εξακολουθεί να είναι ο συγκλονιστικός Oh-dae Sue, ακόμα και σε αυτή τη ταινία. Το υποκριτικό του ταλέντο δε τον έχει εγκαταλείψει στιγμή μιας που ξεχωρίζει με χαρακτηριστική ευκολία, μέσα στην πλειάδα πρωταγωνιστών και δευτερα-γωνιστών. Άλλοτε ταπεινός και χαζός, και άλλοτε φωνακλάς, διεκδικητικός και ύπουλος, είναι ο τέλειος συνδυασμός χαρακτηριστικών, τα οποία συνθέτουν την πορεία ενός ιδιόμορφου γκάνγκστερ, που ταυτόχρονα είναι, και δεν είναι.
Στο πλευρό του και ο Jun-woo Ha, τον οποίο έχεις δει στο "Chaser" (στον ρόλο του κακού), αλλά και στο "Yellow Sea", είναι εξίσου καλός, και απρόσμενα ταιριαστός με τον sik, ίσως επειδή η σύνδεση τους είναι τελικά, τόσο ετερόκλητη. Υποστηρικτικά βεβαίως, λειτουργούν και όλοι οι παρατρεχάμενοι που βρίσκονται γύρω τους, πιο πολύ βέβαια όσον αφορά τον Mr. Choi, τη ζωής του οποίου ενδιαφερόμαστε εν προκειμένω να μάθουμε.
Το "Nameless Gangster" είναι μια καθαρόαιμη, μαφιόζικη ταινία, την οποία δε λες ακριβώς περιπέτεια, αν και σίγουρα έχει τις δικές της ανατροπές. Σίγουρα αξίζει να την τσεκάρεις αν θες ένα καλό ταινιάκι χωρίς πολλά πολλά, αλλά πρόσεξε μη τη ξεκινήσεις ενώ είσαι κουρασμένος, γιατί το πιθανότερο είναι οτι θα καταλήξεις κοιμισμένος στον καναπέ, με τη ταινία να παίζει μόνη της. Για δες την.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο sik είναι το "παιδί" της καρπαζιάς, οτι θα δεις να παίζει και ο ασιάτης Σταμάτης Κόκοτας, και οτι όπως επίσης και ένας κύριος, με το καρέ που πάντα ήθελα.
Γεια σας και πάλι! Σήμερα, και εν αναμονή του "The Master" που θα βγει αύριο και που σαφέστατα θα πούμε δυο κουβέντες γι' αυτό, το menu σήμερα έχει μια καθαρά σινεφιλική ταινία, η οποία σίγουρα είναι για τους fans αυτού του είδους, και μόνο γι' αυτούς. Συνεπώς αν έχετε όρεξη για λίγο πιο ιδιαίτερες καταστάσεις, αναζητήστε το "Silent Souls" (μια ταινία για εμένα που αποτέλεσε μια σημαντική στιγμή, καθώς ήταν το πρώτο μου ραντεβού. Ρώσικη ταινία και μετά σουβλάκι, πιο συγκεκριμένα, οπότε καταλαβαίνετε... :P), και σίγουρα δε θα χάσετε. Για κάτι πιο περιπετειώδες, θα επιστρέψουμε και την Παρασκευή, με μια ταινία εκ ασιατικού κινηματογράφου (φυσικά). Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. "Silent Souls"...
Στη σημερινή Ρωσία, δυο άνδρες αποφασίζουν να ξεκινήσουν ένα ταξίδι μέχρι τον παραπόταμο Oka (ο οποίος εκβάλει στον Βόλγα), προκειμένου να κάψουν το άψυχο κορμί της συζύγου, ενός εκ των δυο, βάση ενός παλιού τελετουργικού. Τόσο ο εργένης φίλος, όσο και ο σύζυγος, ανήκουν σε μια ρώσικη φυλή γνωστή ως Merya, χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η δυνατότητα αιμομιξίας, ανάμεσα στα μέλη της, προκειμένου η φυλή να παραμείνει ζωντανή και ενεργή, στον σύγχρονο κόσμο. Σε μια όμως εποχή παγκοσμιοποίησης, όπου η μονάδα θυσιάζεται στον βωμό του πλουραλισμού, πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να κρατήσουν ζωντανή την προσωπική τους ταυτότητα, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους; Όσο τους επιτρέπεται, γιατί στην τελική το "Silent Souls" είναι μια ταινία για τη διατήρηση της εθνικιστικής ταυτότητας και της ανάγκης ξεχωριστής ύπαρξης, στα πλαίσια ενός διαρκώς απορροφόμενου ατομικισμού, έτσι δηλαδή όπως αυτό εκβιάζεται, από την πλευρά της "παγκόσμιας κοινωνίας".
Το "Silent Souls" αποτελεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, Aleksei Fedorchenko, και όπως δείχνουν τα πράγματα, μάλλον αποτελεί και την καλύτερή του μέχρι τώρα.
Εκτός από τις σαφέστατες παραπομπές σε άλλους, μεγάλους δημιουργούς όπως θα δούμε και παρακάτω, η αξία της συγκεκριμένης ταινίας, φαίνεται να εντοπίζεται ακριβώς στην εσωτερική αναζήτηση του "ποιος είμαι", "που πάω", "για τι προορίζομαι" και τελικά "από που κατάγομαι".
Η ανάγκη του ανθρώπου να έρχεται πάντα σε επαφή με το καταγωγικό του παρελθόν και την ιστορία του, διαφαίνεται ξεκάθαρα στη ταινία του Fedorchenko, η οποία λειτουργεί παράλληλα και ως μια αλληγορία πάνω στον ίδιο τον θάνατο. Εξάλλου αν το σκεφτεί κανείς, και ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη η οποία μελετάει τις συνθήκες, τις συνέπειες και τον δρόμο που οδηγεί στον θάνατο. Πάντα. Είτε αυτός εκφράζεται ως ερωτικός θάνατος, είτε ως διανοητικός θάνατος, είτε ως καθαρά φυσικός, αυτή είναι η μια και μοναδική έννοια που δένει άρρηκτα τις ταινίες μεταξύ τους: η οριστική απώλεια, σε όποια διάσταση κι αν εκφραστεί.
Οι δυο πρωταγωνιστές μας εν προκειμένω, βιώνουν με τρόπους διαφορετικούς την απώλεια. Από τη μια πλευρά, μιλάμε για την κυριολεκτική απώλεια μια ζωής, αυτή της πληθωρικής συζύγου ενός εκ των πρωταγωνιστών, ενώ από την άλλη γίνεται λόγος και για την απώλεια της παράδοσης αυτών των ατόμων (γνωστών και ως Finns, από τους οποίους στη συνέχεια προήλθαν οι Mari, όπως οι ήρωές μας). Ο εργένης μάλιστα (όταν αναφερόμαστε σε αυτούς εδώ στην κριτική, θα τους ξεχωρίζουμε ως εργένης και σύζυγος, μιας που τα ονόματά τους, ελάχιστη σημασία έχουν), είναι αυτός ο οποίος από την αρχή της ταινίας, ξεκινάει την εξιστόρηση του, γυρνώντας χρονικά στο παρελθόν, και διηγούμενος την ιστορία αυτού του γηγενή πληθυσμού στην περιοχή. Από την αρχή κιόλας γίνεται εμφανές οτι το "Silent Souls" είναι μια ελεγεία πάνω στην χαμένη ταυτότητα, τον χαμένο χρόνο (α λα Προυστ κατάσταση) και τον ιδέα του θανάτου.
Κάτι το οποίο γίνεται προοδευτικά κατανοητό, είναι οτι ο εργένης, σαν άλλος Kevin Spacey στο "American Beauty", είναι ουσιαστικά ένας νεκρός, ο οποίος μας εξιστορεί την εμπειρία του ταξιδιού και οτι αυτό συνεπάγεται. Η διαφορά του όμως με τον ήρωα που υποδύθηκε ο Spacey, είναι οτι ενώ στη ταινία του Mendes, ο χαρακτήρας έχει τη γνώση του θανάτου του, εδώ ο πρωταγωνιστής δε το αντιλαμβάνεται, επειδή το έχει ξεχάσει (θάνατος=λήθη). Ξεκινώντας λοιπόν έτσι και καταλήγοντας στο τέλος της ταινίας, είναι σαν να γινόμαστε μάρτυρες ενός τέλειου κύκλου (μιας που στο τέλος έρχεται τελικά η συνειδητοποίηση της "φαντασματοσύνης" του). Συνεπώς, γινόμαστε μάρτυρες της ίδιας της ζωής.
Εκτός από αυτό, όπως είπαμε παραπάνω, και η ένταξη των φυλετικών στοιχείων, βοηθάει στην πλάση του μύθου, αυτού δηλαδή, με την καθαρή έννοια της μεταφορικής του σημασίας. Παράλληλα μέσω του σκηνοθετικού ξετυλίγματος, είναι σαν να επιστρέφουμε στις πρότερες πηγές του cinema, καθώς οτι εξιστορείται, το βλέπουμε και επί της οθόνης. Για παράδειγμα ο εργένης κάνει μια σύντομη αναφορά, στην περιποίηση της νύφης, λίγο πριν την τελετή. Αφού τελειώνει την αφήγησή του, περνάμε σε πλάνο στο οποίο βλέπουμε αυτό που μόλις μας έχει πει, υπό τους παραδοσιακούς ήχους που παραπέμπουν στην εθιμή ζωή των ανθρώπων της φυλής του.
Αν θέλει κανείς, μπορεί να αναζητήσει μια πληθώρα στοιχείων, τα οποία δίνουν εντελώς διαφορετικό νόημα σε μια ταινία που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αρκεί να κοιτάξει λίγο πιο βαθιά στην ιστορία, τις παραπομπές και τις σκηνοθετικές εμπνεύσεις που κρύβει μέσα της. Και όταν λέμε εμπνεύσεις, γιατί οχι και από άλλους σκηνοθέτες;
Με το ξεκίνημα του film, δίνεται το στίγμα μιας Bela Tarr σκηνοθετικής ματιάς, μέσα από ένα δασώδες, λασπωμένο τοπίο, χωρίς ήλιο και χωρίς τη παραμικρή αίσθηση ζεστασιάς. Άνθρωποι ξύλινοι, με βλέμματα που δεν συναντώνται, χαμηλωμένο το κεφάλι και μια κατάσταση πλανώμενης μιζέριας και αναπόφευκτης μοίρας, που είναι δύσκολο να μη την αντιληφθεί κάποιος. Παράλληλα οι χρωματισμοί του τοπίου (όπως και το ίδιο το τοπίο που παραπέμπει σε μυσταγωγικές καταστάσεις), τα μεγαλύτερης διάρκειας πλάνα, η γεμάτη νόημα πρόζα και η ερμηνευτική απλότητα/κενότητα των πρωταγωνιστών, καθώς και η έντονη παρουσία του υγρού στοιχείου δημιουργούν ένα ξεκάθαρα ταρκοφσκικό περιβάλλον, το οποίο γίνεται κάτι παραπάνω από αντιληπτό, στην α λα "Stalker" σκηνή με την ανάμνηση του εργένη και τον εαυτό του ως παιδί πάνω στη βάρκα. Ενδεικτική του πολλαπλού νοήματος της συγκεκριμένης ταινίας, είναι φυσικά και αυτή η σκηνή με τη βάρκα, η οποία παραπέμπει ξεκάθαρα στην ελληνική μυθολογία, και το πέρασμα των νεκρών στον άλλο κόσμο, μέσω του ποταμού Αχέροντα, στην άλλη άκρη του οποίου βρίσκονταν οι Πύλες του Άδη.
Δανειζόμενος παράλληλα, λαογραφικά και εθιμικά ήθη (και γιατί οχι και κινηματογράφηση, αν και με σαφέστατα πιο λιτές και λιγότερο πολύχρωμες πινελιές), από τον κατατρεγμένο σοβιετικό σκηνοθέτη, Sergei Parajanov, ο Fedorchenko δημιουργεί έναν ηρωικό μικρόκοσμο, μέσα στην ήδη υπαρκτή καθημερινότητα της ψυχρής Ρωσίας, ο οποίος αποτελεί το εισιτήριο προς την ύστατη γνώση και την επιστροφή στις ρίζες.
Τέλος, μπορεί κανείς να εντοπίσει και ψήγματα ομοιότητας με το έργο του Almodovar, ιδιαίτερα στη σκηνή καλλωπισμού του νεκρού σώματος (βλ. παραπάνω), η οποία ομοιάζει έντονα με εκείνη στη ταινία του Ισπανού σκηνοθέτη, "Μίλα Της". Βέβαια, η σύγκριση μπορεί να γίνει και με τρόπο αντιθετικό, καθώς αυτό που στις ταινίες του Almodovar ορίζεται ως ο "μου" κόσμος των νευρωτικών του ηρωίδων (ο σύζυγός μου, ο εραστής μου, η γυναίκα μου κ.λ.π), εδώ δεν υφίσταται, από τη στιγμή που τη θέση του παίρνει, το θέμα της αιμομιξίας. Δεν υπάρχει πλέον "μου", μόνο "μας.
Στο "Silent Souls" το μελό δεν έχει καμία θέση. Όπως ακριβώς έρχεται και κολλάει στις ταινίες του Almodovar, ο οποίος το ωθεί πέρα από τα όρια του, τόσο ξένο φαντάζει στη ταινία του Fedorchenko. Η προετοιμασία της νεκρής, ακόμα και το κάψιμό της, είναι απογυμνωμένα από οποιαδήποτε μελοδραματική διάσταση, καθιστώντας τις αντιδράσεις μηχανικές και άνευ ρεαλιστικότητας (χαρακτήρες Tarkovsky).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χρήση του χρόνου, με το μυθολογικό παρελθόν που εξιστορείται σε χρόνο αόριστο, και τον χρόνο της τωρινής ιστορίας, ο οποίος είναι ενεστωτικός. Αυτή η διάκριση δεν είναι φυσικά τυχαία, αλλά παρεμβάλλεται μέσα στο ταξίδι, προκειμένου να τονιστεί ακόμα περισσότερο η ουσία της αναζήτησης της ταυτότητας.
Τέλος, αξίζει να σας πω οτι, παρά το γεγονός οτι ο Tarkovsky απεχθανόταν τα σύμβολα και τους παντός είδους συμβολισμούς, εδώ ο Fedorchenko χρησιμοποιεί από το πρώτο του πλάνο, ένα σύμβολο, το οποίο θα παίξει βασικό ρόλο και θα αποτελέσει παράλληλα τη λύση του μύθου. Πρόκειται για τα δυο πουλιά, τα οποία αντιπροσωπεύουν τους δυο μας πρωταγωνιστές, και ταυτίζονται μαζί τους. Ή μάλλον, συμβολίζουν καλύτερα τις ψυχές τους, παραπέμποντας από μόνα τους, στην ακολουθούμενη ιδέα του αναπόφευκτου θανάτου.
Το "Silent Souls" είναι μια ταινία με μπόλικο ζουμί, για όσους δηλαδή θέλουν να τη ξεζουμίσουν. Αν σας αρέσει αυτός ο κινηματογράφος, δείτε την και να είστε σίγουροι οτι θα τη βιώσετε για τα καλά στο πετσί σας.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι είναι ιδανική για πρώτο ραντεβού, καθώς μεσα στην αίθουσα είσαι εσύ, το μελλοντικό αμόρε, και άντε και ένα άτομο ακόμη, οτι ο καλλωπισμός του τριχωτού, δεν είχε ποτέ πιο πασιφανή σημασία και οτι ο εργένης, μου θυμίζει έναν αντιπαθητικό, χολιγουντιανό ηθοποιό, αλλά δε θυμάμαι ποιον.
Καλημέρα σε όλους, καλή εβδομάδα να έχουμε και βεβαίως καλό μήνα! Σήμερα θα συνεχίσουμε στο blog με μια ταινία από τις πρόσφατες Νύχτες Πρεμιέρας, και η αλήθεια είναι οτι τις έχω σχεδόν εξαντλήσει. Αυτές που μου έχουν μείνει για γράψιμο ακόμα, είναι το "The Sessions", το οποίο καθυστερούσα μπας και πάρει διανομή, αλλά επειδή η κυκλοφορία του αργεί ακόμα (καλές 21 Φλεβάρη), σίγουρα θα ανέβει πιο νωρίς, ε γιατί στη τελική θα το ξεχάσω κιόλας! Η δεύτερη ταινία, είναι αυτή που όπως όλα δείχνουν θα βρεθεί στη κορυφή της δικής μου λίστας των φετινών Blogoscars. To "Beasts of the Southern Wild" είναι μια υπέροχη, ανεξάρτητη ταινία που όλοι πρέπει να δουν. Καμωμένη από τα πιο αγνά, κινηματογραφικά υλικά, και με μια εντυπωσιακή σύνδεση πραγματικού και φανταστικού/αλληγορικού, είναι ένα φιλμ που δε πρέπει να χάσετε. Μέχρι τότε όμως, περνάμε σήμερα σε κάτι πιο σκληρό, που μας προσγειώνει ανώμαλα στη πραγματικότητα. "Graceland" ή αλλιώς, πως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια παύει να υπάρχει. Αν υπήρξε δηλαδή ποτέ...
O Marlon Villar (Arnold Reyes) είναι ένας φτωχός και ταπεινός σοφέρ, ο οποίος εργάζεται για τον Manuel Chango (Menggie Cobarrubias), έναν διεφθαρμένο πολιτικό που λύνει και δένει καταστάσεις, στη Manila των Φιλιππίνων. Ο Marlon παράλληλα, έχει να φροντίσει για την άρρωστη σύζυγό του, η οποία βρίσκεται στο νοσοκομείο, περιμένοντας την εύρεση ενός νεφρού, για την πολυπόθητη μεταμόσχευση, ενώ παράλληλα πρέπει να στέκεται και στο πλευρό της κόρης του Elvie, που χρειάζεται σαφέστατα τη παρουσία της πατρικής φιγούρας, και δη σε έναν βρώμικο και απειλητικό κόσμο, όπως αυτόν των Φιλιππίνων.
Όταν μια μέρα ο Marlon οδηγήσει την κόρη του, αλλά και αυτή του Chango, Sophia, στα σχολεία τους (μιας που οι δυο μικρές είναι φίλες, εξαιτίας της καλής σχέσης του ίδιου με το αφεντικό του), δε θα φαντάζεται την τραγική εξέλιξη που θα έχει η μέρα του. Τα κορίτσια θα αποφασίσουν να περάσουν μια μέρα στα μαγαζιά, κάνοντάς την κοπάνα από το σχολείο, δοκιμάζοντας ρούχα και αλλάζοντας ταυτόχρονα αμφίεση, με την Elvie να φοράει την εκλεπτυσμένη σχολική στολή της Sophia, και τούμπαλιν. Όταν κατά τύχη ο Marlon πέσει πάνω τους, θα αποφασίσει να επιστρέψει την Sophia σπίτι και να ενημερώσει τον Chango σχετικά με την κοπάνα της άτακτης μικρής. Δε θα προλάβει όμως. Ένας "αστυνομικός" θα σταματήσει το αυτοκίνητο, και μετά από ένα τραγικό λάθος, θα απαγάγει την κόρη του Marlon, νομίζοντας οτι είναι αυτή του πολιτικού, εξαιτίας των ρούχων που φορά. Ο Marlon θα πρέπει να ξεκινήσει τότε, έναν ολόκληρο αγώνα ενάντια σε βρώμικα συμφέροντα, διεφθαρμένες αρχές, και ανήλικο trafficking, προκειμένου να πάρει τη κόρη του πίσω, πριν να είναι πολύ αργά...
Ο Φιλιππινέζος σκηνοθέτης Ron Morales, κατασκευάζει εδώ με τη δεύτερή του μόλις ταινία (η πρώτη ήταν το "Santa Mesa" του 2008, με πρωταγωνιστές τους Jaime Tirelli και Melissa Leo) το ζοφερό, κοινωνικό πρόσωπο της πατρίδας του, με τρόπο σκληρό και ωμό, ακριβώς δηλαδή όπως είναι.
Παρά το γεγονός, οτι η ταινία του είχε ξεκινήσει πατώντας σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια, όσον αφορά την υπόθεση (και σύμφωνα με τα όσα παραδέχεται και ο ίδιος), από τη στιγμή που ξεκίνησε την έρευνά του αναφορικά με το πρωταρχικό story που είχε στο μυαλό του, ήρθε, όπως λέει, σε επαφή με κόσμο ο οποίος του διηγούνταν ιστορίες που είχαν να κάνουν με απαγωγές, παιδική πορνεία, και εμπόριο οργάνων, ιστορίες που ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό κοινές και απτές, ώστε η κατεύθυνση δόθηκε από μόνη της: το "Graceland" θα έπρεπε να είναι μια ταινία η οποία να αντικατοπτρίζει αυτήν ακριβώς την σύγχρονη πραγματικότητα του τόπου του σκηνοθέτη.
Αν και ο ίδιος έχει συμμετάσχει σε πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, από τη πλευρά κυρίως του τεχνικού κομματιού (βλ. "The Departed", "New York, I Love You", "Spider-Man 3" κ.α), εντούτοις το σκηνοθετικό του στίγμα, μοιάζει να είναι αυτό που έχει πραγματικά κάτι να πει. Στη προκειμένη περίπτωση, το "Graceland", είναι μια ταινία δυναμίτης για το θέμα που πραγματεύεται, και παρά το γεγονός οτι σίγουρα έχεις δει και αλλού παρόμοιες καταστάσεις, η σκηνοθεσία, η φωτογραφία και η ερμηνεία του κεντρικού ήρωα, δε θα σε αφήσουν παραπονεμένο.
Αυτό που καθιστά το συγκεκριμένο, ξενόγλωσσο film κάτι το διαφορετικό, είναι οτι ο Morales, αφήνει τα χαρτιά του κλειστά μέχρι και το τέλος του, δίνοντάς σου μόνο ελάχιστα ψίχουλα, με τα οποία θα μπορέσεις να πορευθείς και να κατανοήσεις τους χαρακτήρες. Και μιας που το λέμε και αυτό, οι χαρακτήρες του "Graceland", είναι επίσης ενδιαφέροντες καθώς όλοι χαρακτηρίζονται από μια κοινή βάση: κανείς δεν είναι ολοκληρωτικά αθώος.
Η ταινία ξεκινάει με τον Marlon, να σκεπάζει ένα κορίτσι με ένα σεντόνι, αφού το αφεντικό έχει τελειώσει τη "δουλειά" μαζί του, και δίνοντάς μας τη πρώτη, σκοτεινή πλευρά των δυο αυτών ανθρώπων. Από τη μια, έχουμε τον σάπιο πολιτικό, ο οποίος φροντίζει να κρατάει ένα καλογυαλισμένο δημόσιο προφίλ, τη στιγμή που ασελγεί πάνω σε ανήλικα κορίτσια, τα οποία (από την άλλη), του τα φέρνει ο σοφέρ, κρατώντας παράλληλα το στόμα του κλειστό. Στην αρχή λοιπόν ο Marlon σκεπάζει το κορίτσι, και στη συνέχεια παίρνει εντολή να πάει ένα χρηματικό ποσό στη γιαγιά του κοριτσιού, χωρίς όμως την ίδια. Η κατάσταση εννοείται από μόνη της: το κορίτσι είναι νεκρό. Μπορεί λοιπόν η εξαφάνισή του, να έχει περάσει στα χέρια του Marlon ο οποίος δεν φέρει την αποκλειστική ευθύνη (αλλά αυτή του "συνεργού" στο έγκλημα και ποιος ξέρει σε πόσα άλλα ακόμη), από την αρχή όμως ο Morales φροντίζει να καταστήσει τον νεαρό πρωταγωνιστή του ως μια ξεκάθαρα διττή προσωπικότητα, την οποία ο θεατής είναι αναγκασμένος να αποδεχτεί ως έχει: και με τη σκοτεινή, και με την αθρώπινή του πλευρά.
Σίγουρα αυτή η τοποθέτηση των ηρώων σε ένα αυτοκαταστρεφόμενο, μέρα με τη μέρα, περιβάλλον, τους αναγκάζει να χτίσουν άμυνες και πολλές φορές, ακόμη και ανόσιες επιθέσεις, σε καμία όμως περίπτωση δεν δικαιολογεί την περιρρέουσα εγκληματικότητα, την απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την εδώ και καιρό χαμένη αθωότητα των παιδιών, που έχουν μπει σε αυτό το τρομακτικό σύστημα εκμετάλλευσης. Και ο σκηνοθέτης κάνει αυτό ακριβώς. Δε προσπαθεί να δικαιολογήσει δράσεις και αντιδράσεις, παρουσιάζει απλά το τοπίο μιας ξένης προς την ανεπτυγμένη Δύση, πραγματικότητας, η οποία σηκώνει το χαλάκι και αποκαλύπτει όλο το κοινωνικό σκουπιδαριό που κρύβεται από κάτω.
Η δημιουργία ατμόσφαιρας και η κατάλληλη σκηνοθεσία, σίγουρα δίνουν το κάτι παραπάνω σε μια ταινία, που σε διαφορετική περίπτωση ίσως και να έφερνε στο μυαλό μας καταστάσεις α λα "Taken". Εδώ η Manila καθίσταται ως ο σιωπηλός παρατηρητής/πρωταγωνιστής της ιστορίας, που κρατά τον ρόλο του "τέρατος", ενός πλάσματος τόσο πεινασμένου, που ρίχνει μέσα στη χοάνη μικρούς και μεγάλους, παιδιά και αρρώστους, καλούς και κακούς, τους ανακατεύει καλά και στη συνέχεια τους ξερνάει στην καθημερινότητά τους, διαφορετικούς και κατεστραμμένους για πάντα.
Τα σκοτεινά σοκάκια, οι γραφικές εικόνες με ανήλικες πόρνες, οι ιδρωμένοι πρωταγωνιστές, η τεράστια χωματερή στην οποία εκτυλίσσεται μια βασική πτυχή του δράματος, και η παντός είδους δυσωδία που φαίνεται να αποπνέει αυτή η περιοχή, είναι κάτι το χειροπιαστό στη κάθε σκηνή, στο κάθε πλάνο, με τη Manila να αποτελεί μια φυματική παραγκούπολη, εκεί όπου οι φτωχοί δεν έχουν καμία έξοδο διαφυγής και όπου οι πλούσιοι, δε τους αφήνουν να έχουν.
Η καθεαυτή δράση της ταινίας, χτίζεται σταθερά και κλιμακωτά, παίρνοντας δάνεια από τους κακόφημους δρόμους της πόλης (ρίξε μέσα και λίγο Scorsese) και αποκαλύπτοντας πικρές αλήθειες που όλοι ξέρουμε, αλλά θα προτιμούσαμε να μη ξέρουμε.
O Reyes, όσον αφορά τις ερμηνείες, είναι πολύ καλός στον ρόλο του. Κουρασμένος, φοβισμένος, αλλά και αποφασισμένος να πάρει το παιδί του πίσω από τους κακοποιούς, μπλέκεται στα παρασκηνιακά παιχνίδια μεγαλοπροσώπων και τοπικών αρχών, και δε διστάζει να ωθήσει τα πράγματα στα άκρα προκειμένου να το πετύχει. Όσο κι αν του κοστίσει αυτό δηλαδή....
Αν έχετε ακούσει γι' αυτή τη ταινία, σίγουρα θα έχει πάρει το αυτί σας κάτι, σχετικά με το απρόσμενο τέλος της. Θα αρκεστώ να πω μόνο οτι μπορεί να μην είναι και τόσο απρόσμενο, έρχεται όμως και βάζει τα πράγματα στη θέση του. Γιατί μερικές φορές όλη η ιστορία κρύβεται στις λεπτομέρειες...
Τα σκοτεινά φίλτρα που χρησιμοποιεί ο Morales, ο μουντός καιρός, αλλά και η εξέλιξη όλης σχεδόν της υπόθεσης, τη νύχτα, είναι ενδεικτικά του χειρισμού μιας ρεαλιστικής και καθόλα disturbing, υπόθεσης, η οποία πρέπει να προχωρήσει μέσα στο σκοτάδι, γιατί μόνο αυτό της ταιριάζει.
Η μικρή διάρκειά της (83 λεπτά περίπου), μπορεί εκ των υστέρων να σου προκαλέσει απορία, το καλό όμως είναι οτι έχει τη δυνατότητα να σε απορροφήσει τόσο πολύ, ώστε στο τέλος να "χορτάσεις" παραγματικά από θέαμα(;), μιουταρισμένη δράση και καίριες αποκαλύψεις.
Το "Greaceland" είναι μια ταινία, από αυτές που τυχαία συναντάς, αλλά που σου μένουν στο μυαλό, εξαιτίας του επιβλητικού φορτίου που κουβαλά. Χωρίς περιθώρια κινηματογραφικού καλλωπισμού, αλλά με μια πρόθεση του σκηνοθέτη να καταγράψει τη κοινωνική εξαθλίωση, και τον κρυμμένο εαυτό του καθένα από εμάς, που πρέπει κάποια στιγμή να αρπάξει (οτι καθυστερημένα δε του έχει δοθεί), είναι σίγουρα μια ταινία που δε θα σας αφήσει αδιάφορους. Δείτε την.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι αράχνες δείχνουν την αλήθεια, οτι το τέλος όντως θα σ' αρέσει και οτι το τίμημα, είναι πάντα πολύ σκληρό.
Hello, hello και σήμερα! Επιτέλους Παρασκευή (την περίμενα και εγώ αυτή τη φορά πως και πως), και μιας που ήρθε η ώρα να χαλαρώσετε, σας έχω μια εξίσου χαλαρωτική ταινιούλα για σήμερα, η οποία είναι ολίγον από κομεντί και από ταινία...φαντασίας, με την πιο ευρύτερη έννοια. Θα μπορούσε κανείς να πει οτι το "Ruby Sparks" είναι και μια ελαφρώς μεταφορική ταινιούλα, όσον αφορά τη σχέση των δυο φύλλων, αλλά μη φανταστείτε οτι μιλάμε για βαριά πράγματα. Είπαμε, σήμερα μιλάμε για μια ευχάριστη, ρομαντική κωμωδία, η πρωτοτυπία της οποίας έγκειται στην υπόθεσή της. Άντε πάμε!
O Calvin Weir-Fields (Paul Dano), είναι ένας νεαρός συγγραφέας, ο οποίος με το πρώτο του βιβλίο έκανε την μεγάλη επιτυχία, αποκτώντας φανατικό κοινό, έγγραφους διθυράμβους από τους απανταχού κριτικούς και μια "υπόσχεση" οτι το έργο του, σύντομα θα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κλασικούς, Αμερικάνους συγγραφείς. Ο Calvin βέβαια, μοιάζει να μην είναι και τόσο εξοικειωμένος με τη δημοσιότητά του, δεν έχει ούτε φίλους, ούτε κοπέλα, ενώ τα μοναδικά άτομα με τα οποία ανταλλάζει και καμιά κουβέντα είναι ο αδελφός του Harry (Chris Messina) και ο ψυχολόγος του Dr. Rosenthal (Elliott Gould). Αν και η επιτυχία του χτύπησε νωρίς την πόρτα, εντούτοις ο Calvin μάλλον δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο, μιας που όπως όλα δείχνουν, η έμπνευση τον έχει χαιρετήσει και ο ίδιος μάλλον δυσκολεύεται αναφορικά με την υπόθεση του νέου βιβλίο, για το οποίο όλοι αδημονούν.
Όταν μια μέρα αρχίσει να βλέπει στα όνειρά του μια κοπέλα, θα αποφασίσει να ξεκινήσει να γράφει γι' αυτή, στην παλιακή γραφομηχανή του (true hipster), θεωρώντας οτι εκείνη θα αποτελέσει το αντίδοτο στο τεράστιο, συγγραφικό του κόλλημα. Έτσι θα της δώσει το όνομα Ruby Sparks, και θα αρχίσει να ξεδιπλώνει την ιστορία, και τον ενδιαφέροντα χαρακτήρα της. Αυτό βέβαια που δεν υποψιάζεται, είναι οτι ένα πρωί, η Ruby, θα τον περιμένει στη κουζίνα, ετοιμάζοντάς του αυγά και δηλώνοντας τρελά ερωτευμένη μαζί του. Και το καλύτερο; Ο Calvin έχει τη δυνατότητα να αλλάζει κάθε τι που τον ενοχλεί πάνω της, με ένα μόνο ξανα-γράψιμο της γραφομηχανής, και να φτιάξει έτσι την τέλεια γυναίκα. Ή μήπως οχι;
Αν βλέποντας την ταινία, σου καρφωθεί στο μυαλό η αίσθηση οτι παρακολουθείς μια κατάσταση α λα "Little Miss Sunshine", δεν θα έχεις και άδικο, καθώς το σκηνοθετικό ανδρόγυνο το οποίο δημιούργησε το 2006, το υπέροχα γλυκό, οικογενειακό αυτό ταινιάκι, είναι υπεύθυνο και για το "Ruby Sparks".
Ο Jonathan Dayton και η Valerie Faris, δεν έχουν ακριβώς αυτό που λέμε, κινηματογραφική καριέρα, μιας που το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς τους, περιλαμβάνει τη σκηνοθεσία μουσικών video-clip για μεγάλα ονόματα όπως οι R.E.M, oι Smashing Pumpikns, οι Offsrping και οι Red Hot Chilli Peppers. Αν έπρεπε να μιλήσουμε αποκλειστικά και μόνο για τη δουλειά τους στη μεγάλη οθόνη, δε θα είχαμε και πολλά να πούμε καθώς αυτή περιορίζεται μόνο στις δυο παραπάνω ταινίες, αλλά και σε ένα short story με τίτλο, "The Check Up". Παρά το γεγονός όμως οτι η προσοχή τους δεν επικεντρώνεται στα του κινηματογράφου, φαίνεται πως όταν αποφασίζουν τελικά να ασχοληθούν σοβαρά μαζί του, τα καταφέρνουν μια χαρά. Ακόμα και αν το "Ruby Sparks" θυμίζει αφηρημένα τη πρώτη τους ταινία, όσον αφορά την ατμόσφαιρα, την indie διάθεση και την προσοχή πάνω στους χαρακτήρες (οι οποίοι είναι τις περισσότερες φορές αλλοπαρμένοι και τρελούτσικοι), το δίδυμο αυτό πείθει για τις ανεξάρτητες προθέσεις του, δημιουργώντας μια ταινία την οποία μπορείς να δεις χωρίς την παραμικρή ενοχή. Γιατί είναι μια καλή ταινία, για να περάσεις κι εσύ μαζί της καλά.
Εκτός βέβαια από τις γνωστές παρουσίες των σκηνοθετών, στη ταινία, θα έχεις τη δυνατότητα να δεις μια ακόμη γνωστή σου φάτσα, αυτή του Paul Dano, τον οποίο σίγουρα θυμάσαι και από το "Little Miss Sunshine", εκεί όπου υποδυόταν τον λογομίλητο, μαυρομάλλη αδελφό της πρωταγωνίστριας-πιτσιρίκας, ο οποίος είχε σαν όνειρο να γίνει πιλότος. Ε όπως φαντάζεται τα χρόνια πέρασαν, ο Paul μεγάλωσε και η αλήθεια είναι πως αποτελεί ένα από τα νέα ταλέντα του Hollywood, το οποίο έχουμε δει και σε ουκ ολίγες ταινίες μέχρι τώρα. Περίεργη φυσιογνωμία, που σίγουρα δε τη ξεχνάς, ο Dano έχει αρχίσει να λάμπει σιγά σιγά στο χολιγουντιανό στερέωμα, πρωταγωνιστώντας σε ταινίες όπως το "Taking Woodstock", το "There Will be Blood" και το πιο πρόσφατο "Looper", ενώ αναμένουμε να τον δούμε και στη νέα ταινία του Steve McQueen, "Twelve Years a Slave", στο πλευρό των Michael Fassbender και Brad Pitt. Νοt bad.
Not bad όμως είναι τα πράγματα και για τη συμπρωταγωνίστριά του Ruby, κατά κόσμον Zoe Kazan, εγγονή του γνωστού Elia Kazan, και σύντροφο του Dano στη πραγματικότητα (α τα πουλάκια μου!), η οποία αν και κουβαλάει όνομα βαρύ σαν ιστορία, φαίνεται πως έχει αρχίσει να κάνει τα δικά της, σταθερά βήματα στον κινηματογράφο, συμμετέχοντας ήδη σε μπόλικες παραγωγές πλάι σε ονόματα όπως ο Leonardo di Caprio, η Kate Winslet και η Meryl Streep, και εκτελώντας παράλληλα χρέη ηθοποιού, αλλά και σεναριογράφου. Εν προκειμένω, το σενάριο του "Ruby Sparks" γράφτηκε από την ίδια, και μπορεί κανείς να αντιληφθεί στη στιγμή την quirky προσωπικότητά της, η οποία αντικατοπτρίζεται στην εξίσου quirky υπόθεση της ταινίας.
Η υπόθεση, όπως είπαμε και στην αρχή, έχει μια δόση φαντασίας (χωρίς όμως να μιλάμε για επιστημονική φαντασία), την οποία μπορούμε να εκλάβουμε μόνο ως μια αλληγορία πάνω στις δύσκολες σχέσεις των δυο φύλλων, και στο πως τελικά είναι αδύνατον να πλάσουμε τον άλλον όπως εμείς θέλουμε, ακόμα και αν έχουμε στη διάθεσή μας, μια γραφομηχανή ή έναν υπολογιστή.
Η αλήθεια είναι οτι το story αποτελεί το δυνατό χαρτί της ταινίας, όπως δηλαδή και η awkward χημεία των πρωταγωνιστών, γεγονός που τα τελευταία χρόνια, αποτελεί αυτοσκοπό των ανεξάρτητων ταινιών. Όσο πιο ιδιαίτερο και hipstero-φεύγοντας είναι το ζευγάρι, τόσο πιο ιδιαίτερο είναι και το καθημερινό σύμπαν μέσα στο οποίο ζούν. Όπως ακριβώς γίνεται και εδώ δηλαδή.
Η υπαρκτή παρουσία της Ruby και η μη κοινωνική συμπεριφορά του Calvin, αποτελούν τις δυο διαφορετικές όψεις, του ίδιου νομίσματος. Η ενδόμυχη ανάγκη του για επαφή και ο "έρωτας" που αρχίζει να αισθάνεται για τη φαντασιακή Ruby (όπως δηλαδή το εκμυστηρεύεται και στον ψυχολόγο του), γίνονται οι κινητήριες δυνάμεις που τη φέρνουν στη ζωή, καθιστώντας τη στα μάτια του τέλεια από τη πρώτη στιγμή. Μόνο όταν έρθει αργότερα ο αδελφός του, πιο προχωρημένος και ρεαλιστής, και του βάλει στο μυαλό την ιδέα της επαναλαμβανόμενης αλλαγής της Ruby, βάση των δικών του επιθυμιών, μόνο τότε είναι που το πράγμα στραβώνει, όπως και η μεταξύ τους σχέση. Δεν είναι τυχαίο που όσο ο Calvin έγραφε με αγάπη και ενθουσιασμό το βιβλίο, η Ruby εμφανίστηκε υπό τη μορφή μιας όμορφης, έξυπνης και γεμάτης αγάπη για τη ζωή γυναίκας, η οποία αποτελούσε το "ιδανικό" για τα δεδομένα του, πρότυπο. Και φυσικά δεν είναι τυχαίο ούτε το γεγονός οτι αργότερα, και ενώ ο Calvin αρχίζει να αντιλαμβάνεται τι σημαίνει να βρίσκεσαι σε πραγματική σχέση, βάζει μόνος του τρικλοποδιά, υπό τη μορφή μελάνι-νων εντολών. Και όλα γκρεμίζονται.
Η σκηνοθεσία χωρίς να αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο, είναι εντούτοις ανάλαφρη και γοητευτική, με τους ήρωες να βρίσκονται στο επίκεντρο, ακριβώς όπως και το super πολύχρωμο ντύσιμο της Kazan. Η φωτογραφία είναι πραγματικά όμορφη, με ζουμερά, φωτεινά χρώματα και ένα μποέμικο feeling, ενώ και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται το κεντρικό θέμα, είναι αναμφίβολα πρωτότυπος και φρέσκος. Εκτός από τη παρουσία των Dano-Kazan, θα έχεις τη δυνατότητα να απολαύσεις και την Annette Bening, σε έναν διαφορετικό ρόλο, αυτόν της εναλλακτικής μαμάς, με το σπίτι τίγκα στο φυτό, το ξύλο και τη μαριχουάνα εννοείται. Κάπου εκεί θα δεις και τον Antonio Banderas ως το βασικό eye-candy, με τον οποίο δημιουργεί ένα απρόσμενα ταιριαστό δίδυμο, αν και δε τους βλέπουμε για πολύ μέσα στη ταινία. Παρόλα αυτά, όπως θα διαπιστώσεις, το προβληματικό, οικογενειακό κλίμα του "Little Miss Sunshine" θα το εντοπίσεις και εδώ, αν και σε μικρότερη δόση.
Σε γενικές γραμμές, το "Ruby Sparks" είναι ένα χαριτωμένο εργάκι, με το οποίο σίγουρα θα περάσεις ευχάριστα τη βραδιά στο πλευρό του/της αγαπημένου/-ης σου. Fun, ρομαντικό, indie και έξυπνο, είναι η ιδανική επιλογή για χαλαρή Παρασκευή, με κουβερτούλα στα πόδια, ποπ κορν και αγκαλίτσες. Άχου μωρέ!
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Banderas είναι αγέραστος, οτι θέλω τα μαλλιά της Kazan, και οτι επίσης θα ήθελα πολύ και τα ρούχα της. Λέω εγώ τώρα...