18ες Νύχτες Πρεμιέρας
Hello και καλή μας εβδομάδα! Σήμερα, συνεχίζουμε με τις προτάσεις μας από το φεστιβάλ Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας και όσο σας κρατάμε καθημερινά ενήμερους σχετικά με το πρόγραμμα, τα καλά, τα μέτρια και τα περίεργα στο Reel.gr, άλλο τόσο μπορείτε να επισκέπτεστε το blog μου για μια πιο αναλυτική ματιά πάνω στις ταινίες που προκάλεσαν τουλάχιστον, το δικό μου ενδιαφέρον. Έπειτα λοιπόν από το γλυκούλι "Smashed", συνεχίζουμε σήμερα με ένα ιδιαίτερο δράμα, και έναν εξίσου ιδιαίτερο πρωταγωνιστή. Ξεκινάμε λοιπόν.
Ο 38χρονος Dennis (Kim Kold) είναι ένας πελώριος μποντιμπιλντεράς, με ένα δωμάτιο τίγκα στο χρυσό και τα μετάλλια, φωτογραφήσεις σε περιοδικά και μπόλικα ακόμη αναμνηστικά παλιών, καλών, ένδοξων εποχών, τότε που έπαιρνε ακόμα με το κουτάλι μέρος στους διαγωνισμούς και εκμηδένιζε τους αντιπάλους, χάρη στο υπερτούμπανα χτισμένό του σώμα.
Ο Dennis σίγουρα θα μπορούσε να είναι ο τύπος με τον οποίο δε θα ήθελες επ'ουδενί να τα βάλεις, να τον δεις στον δρόμο το βράδυ ή να του κλέψεις λεφτά μπροστά στα μούτρα του. Η μόνη διαφορά είναι πως ο Dennis είναι αυτό ακριβώς που λέει και ο τίτλος: ένας τεράστιος, καλόκαρδος αρκούδος με καρδιά πιο τρυφερή και από αυτή ενός μαρουλιού.
Παρά το γεγονός οτι έχει φτάσει κοντά στα 40, δεν έχει αποκτήσει ποτέ στη ζωή του κοπέλα, ενώ εξακολουθεί να ζει με την αυταρχική του μητέρα, η οποία ούτε λίγο, ούτε πολύ τον έχει καλά χωμένο μέσα στο βρακί της.
Όταν μια μέρα ο θείος του παντρευτεί και συστήσει στο έτερο σόι την γυναίκα του η οποία κατάγεται από την Ταϊλάνδη, ο Dennis θα ενδιαφερθεί να μάθει περισσότερα για τα 'κορίτσια' εκεί, μιας που όπως χαρακτηριστικά λέει, εκείνες, φαίνεται να είναι περισσότερο διατεθειμένες να βρεθούν πλάι σου.
Αφού λοιπόν πάρει τις απαραίτητες πληροφορίες από τον θείο, πει ψέματα στη μητέρα του (η οποία απλά θα του απαγόρευε να πάει, με φρύδια και χείλη σμιχτά), και κάνει το ταξίδι μέχρι την εξωτική Ταϊλάνδη, σύντομα θα έρθει αντιμέτωπος με την άσχημη φήμη της πόλης Pattaya και τον άκρατο σεξοτουρισμό που κυριαρχεί παντού. Τα όνειρα του Dennis γκρεμίζονται και όπως όλα δείχνουν, δεν έχει καμία ελπίδα να βρει γυναίκα για σπιτικό μέσα σε εκείνη την δίποδη χαβούζα. Ή μήπως οχι;
Κερδίζοντας το βραβείο Σκηνοθεσίας στην κατηγορία World Cinema- dramatic, στο φεστιβάλ του Sundance, ο Δανός σκηνοθέτης Mads Matthiesen κάνει το full length ντεμπούτο του με μια ταινία, η οποία βασίζεται σε ένα άλλο δικό του, short ταινιάκι, με τίτλο "Dennis" (2007).
Σε εκείνο το μικρού μήκους film, συναντάμε για πρώτη φορά τον θηριώδη πρωταγωνιστή με την αγνή καρδιά, και βλέπουμε τις περιπέτειές του, όταν αποφασίζει να πάει κόντρα στη σαν μέγκενη μητέρα του, να βγει με ένα κορίτσι και να ζήσει για λίγο αυθεντικά ελεύθερα.
Το συγκεκριμένο φιλμάκι κέρδισε όλα τα βραβεία, σε όποια κατηγορία και αν βρέθηκε στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, και το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι πως ο Matthiesen αναρωτήθηκε "why not?", προχωρώντας έτσι και στη μεγάλη μήκους ταινία του, με πρωταγωνιστές και πάλι τους ίδιους ήρωες και τους ίδιους φυσικά ηθοποιούς.
Καταγόμενος από μια χώρα που παρέα με μερικές άλλες, έχουν εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργούν παράδοση στο καλό cinema, ο Matthiesen δημιουργεί ένα ήπιων τόνων δράμα, με επιμέρους ξεσπάσματα τα οποία προς δική μας έκπληξη δεν προέρχονται από τον καταπιεσμένο Dennis, αλλά από την παράλογη μητέρα του.
Το πιο αναμφίβολα ενδιαφέρον κομμάτι της συγκεκριμένης ταινίας, έχει να κάνει κυρίως με την υπόθεσή της, και οχι τόσο με το στήσιμο των ηθοποιών, τη σκηνοθεσία, τη μουσική επένδυση και όλα τα υπόλοιπα που καθιστούν ένα έργο ξεχωριστό. Εδώ το "Teddy Bear" ξεχωρίζει χάρη στον ξεδιάντροπο τρόπο με τον οποίο καταπιάνεται με το θέμα του οιδιπόδειου συμπλέγματος.
Το γεγονός οτι η ειρωνεία της όλης υπόθεσης δεν εξαντλείται στον όγκο του πρωταγωνιστή και την εκ διαμέτρου αντίθετη προσωπικότητά του, αλλά εμβαθύνεται ακόμη περισσότερο από το οτι στην ουσία τηρεί υπό ένα 'άρρωστο', μητριαρχικό καθεστώς, είναι αυτό που καθιστά την ταινία ενδιαφέρουσα και κάπως ιντριγκαδόρικη.
Σίγουρα το story περί οιδιπόδειου δε το βλέπεις για πρώτη φορά, μπορείς όμως να το κατανοήσεις όταν προέρχεται από τον τσιλιβήθρα, Wolowitz στο "Big Bang Theory" μιας που έχει επικρατήσει στο μυαλό μας πως ο περί ου μαμάκιας λόγος, έχει να κάνει μόνο με geeky αγόρια, παλιομοδίτικους τυπάδες και σπυριασμένους έφηβους κολλημένους μπροστά από το pc τους, που παίζουν για ώρες καψιμέϊκα, ιντερνετικά games. Κι όμως. Ακόμα και ένας ανθρώπινος γίγαντας όπως ο Dennis, μπορεί να λέει ψέματα στη μητέρα του φοβούμενος την εξοργισμένη της αντίδραση ή και να απορρίπτει σχέσεις με το ωραίο φύλλο, για χάρη μιας και μοναδικής, δηλητηριώδους ματιάς που η "μαμά" θα ρίξει πάνω του.
Η σκηνοθεσία του Matthiesen ακολουθεί κατά πόδας των ήρωά του, σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας και ύστατης προσπάθειας απελευθέρωσης από τα μητρικά του δεσμά.
Η ρεαλιστική ματιά του σκηνοθέτη και τα πλάνα της καθωσπρέπει ζωής στο σπίτι στη Κοπεγχάγη τα οποία έρχονται σε έντονη αντίθεση με τη σαπίλα και την εκμετάλλευση που επικρατεί στις νυχτερινές γωνιές της Ταϊλάνδης, δημιουργούν ένα ενδιαφέρον οπτικό μείγμα, το οποίο ενισχύεται και από τα σποραδικά και ειλικρινώς όμορφα τοπία αυτής της χώρας, με τις τόσες αντιθέσεις και διαφορές.
Σίγουρα κάπου θα αναζητήσεις ένα κάποιο ξέσπασμα από τον πρωταγωνιστή, και θα απαιτήσεις από αυτόν να γίνει επιτέλους άντρας και να αντιταχθεί στη μάνα του, που του κάνει τον βίο, αβίωτο.
Παρά το γεγονός οτι ο Dennis τελικά δεν ξεσπά, δε τα κάνει όλα λαμπόγυαλο, ούτε φυσικά βάζει την ασπρομάλλα γυναίκα στη θέση της, εντούτοις μπορείς να πει οτι κάνει τελικά (κάπως καθυστερημένα, αλλά την κάνει) την επανάστασή του, ενηλικιώνεται πλέον και στη πράξη και παίρνει τον έλεγχο της ζωής του στα χέρια του.
Κι αν κάπου προσπαθήσεις να δώσεις και ένα δίκαιο σε αυτή τη μητέρα, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος Martin Zandvliet, έχουν φροντίσει και γι'αυτό, αφήνοντας να πλανηθεί στην ατμόσφαιρα η εντύπωση οτι ο λόγος της μοναξιάς της, έχει να κάνει με κάτι ασυγχώρητο και εγωιστικό, το οποίο έγινε από τη πλευρά του πατέρα του Dennis.
Και ενώ προσπαθείς να καταλάβεις προς τα που γέρνει η ζυγαριά, τόσο το ενδοοικογενειακό δράμα συνεχίζει να παίζεται, το οιδιπόδειο να φουντώνει και εσύ να καταλήγεις να σκέφτεσαι, "ε πήδα τον κιόλας κυρά μου να ησυχάσουμε!". So sick, but so true...
Οι ερμηνείες είναι ένα ακόμα στοιχείο που κάνουν το "Teddy Bear" bear-able. Καταρχάς ο Kim Kold, αυτός ο Δανός body-builder με το 1.93 ύψος, αποτελεί την προσωποποίηση του μιουταρισμένου ήρωα, δίνοντας μια ερμηνεία όλο γλυκύτητα και ταπεινότητα, όσο περίεργο και να το καθιστά αυτό, το ογκώδες του εκτόπισμα.
Με τα γυαλιά της μυωπίας, το κουταβίσιο βλέμμα του και την ανάγκη εύρεσης συντρόφου ζωής, και οχι απλής ξεπέτας, ο Kold είναι έτσι και αλλιώς πληθωρικός και σε κάνει να πιστεύεις με την απλή αλλά αρκετή ερμηνεία του, οτι είναι όντως ένας άνθρωπος εξίσου απλός, αλλά παρεξηγημένος.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Elsebeth Steenfolt που υποδύεται την μητέρα-βδέλλα, πρώτης τάξεως ευνουχίστρια, και το κάνει τόσο καλά, που την απεχθάνεσαι από τη πρώτη κιόλας στιγμή. Με αυστηρό παρουσιαστικό, άκαμπτη στάση και βλοσυρά χαρακτηριστικά, καταλαβαίνεις οτι είναι κακά μαντάτα και τάσσεσαι τελικά υπέρ του γιου, ασυζητητί. Παρόλα αυτά, δίνει και εκείνη μια δυνατή ερμηνεία που πείθει και μαζί με τον Kold, δημιουργούν ένα απρόβλεπτα ταιριαστό, ηθοποιϊκό δίδυμο.
Το "Teddy Bear" είναι μια ταινία για την αργοπορημένη ενηλικίωση ενός άνδρα και την αξία της ζωής, όταν τελικά σπας τις αλυσίδες σου (όπως κι αν μεταφράζονται αυτές) και καταφέρνεις να παλέψεις πια για όλα αυτά που έχουν πραγματική σημασία: τη συντροφικότητα, την οικογένεια, την αγάπη.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το look βερμούδα-σακάκι θα γίνει trend, οτι όλοι οι γέροι που πηδάνε πιτσιρίκια σε τέτοιες χώρες, είναι γλοιώδεις και θα έπρεπε να τους κόβονται τα παπάρια (τουλάχιστον) και οτι όταν είσαι 38 χρονών μαντράχαλος, κάνεις μπάνιο και η μάνα σου έρχεται και κατουράει σαν να μη τρέχει τίποτα, πρέπει να καταλάβεις οτι κάτι δε πάει καθόλου καλά.
No trivia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου