Hello hello και καλή εβδομάδα σε όλους! Επιτέλους δροσιά και βροχή, και πόσο απολαυστικό να γράφεις με έναν τέτοιο καιρό έξω; Μόλις δυο μερούλες έμειναν μέχρι την έναρξη του 18ου φεστιβάλ, Νύχτες Πρεμιέρας, και φαντάζομαι όλοι ετοιμάζετε εισιτήρια και παρτενέρ, προκειμένου να παρευρεθείτε και εσείς στη γιορτή του cinema, που μας έβγαλε και τη πίστη βεβαίως βεβαίως, μέχρι να αρχίσει. Αν λοιπόν ψάχνετε κάτι να δείτε μέχρι να ξεκινήσει το καθημερινό μας ραντεβού στις αίθουσες του ΙΝΤΕΑΛ, Οdeon Οπερα, και Δαναό, τότε έχω σήμερα για εσάς μια εναλλακτική και πολύ feel good ταινιούλα, από αυτές τις εντελώς ανεξάρτητες και εντελώς χωμένες κάπου στα βάθη του διαδικτύου, που όταν όμως τις ανακαλύψεις, αξίζει τον χρόνο και το ψάξιμο. Παρόλα αυτά πρέπει να προειδοποιήσω μερικούς, πως η ταινία είναι είναι η προσωποποίηση του indie romance και συνεπώς όσοι δεν αρέσκονται σε αυτό το είδος, καλό είναι να μη την αναζητήσουν. Όλοι οι υπόλοιποι feel free να την τσεκάρετε και περιμένω οσονούπω τις απόψεις σας. Here we go!
Βρισκόμαστε κάπου στη Νέα Ζηλανδία του 2007, εκεί που παρά το νέο millennium, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει για τους δυο πρωταγωνιστές, οι οποίοι μπλέκουν σε ένα από τα πιο awkward love stories που έχεις δει σε ταινία. Για να σου δώσω να καταλάβεις το μέγεθος της weird αυτής κατάστασης, σκέψου τη πρώτη φορά που βγήκες ραντεβού με το αγόρι/κορίτσι που σου άρεσε, τις ελάχιστες κουβέντες που ανταλλάξατε μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου (ναι ναι, όλοι έχουμε περάσει από ένα τέτοιο ραντεβού, το άβολο μπέργκερ με french fries που απολαύσατε λίγο αργότερα, καθώς και την επιστροφή στο σπίτι στο τέλος, με ή χωρίς φιλί (που κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν ένα και το αυτό). Ωραία. Τώρα φαντάσου μια σχέση στην οποία να πρέπει καθημερινώς να αντιμετωπίζεις άβολα γελάκια, geeky sex και πέρα βρέχει ατάκες. Now, you know what i mean?
E λοιπόν αυτή ακριβώς την ατμόσφαιρα θα ζήσεις στο φουλ, αν αποφασίσεις
να δεις τη συγκεκριμένη ταινία. Η Lily (Loren Horsley) είναι μια
νεαρότερη, ξεπατικωσούρα της Gillian Anderson, με ελιά πάνω στα χείλη,
αυτοπεποίθηση παρατημένου κουταβιού, μαλλί που ακολουθεί πιστά τον νόμο
της βαρύτητας και κοινωνική ζωή μονίμως καρφωμένη κάτω από τους μηδέν
βαθμούς Κελσίου. Σε μια προσπάθεια να ανεβάσει τη θερμοκρασιακή της
βελόνα σε λίγο πιο hot αριθμούς, η Lily που εργάζεται σε ένα
μπεργκεράδικο ονόματι "Meaty Boy", θα
προσπαθήσει να διεκδικήσει τη προσοχή του μεγάλου της έρωτα, με κάθε
πιθανό τρόπο: χαμογελώντας σπασμωδικά, γουρλώνοντας τα μάτια,
στραβώνοντας το στόμα σε φάση 'περαστική ημιπληγία' και κερνώντας
τηγανητές πατάτες deluxe. Όπως δηλαδή κάνει κάθε μια από εμάς για να
ρίξει το πολυπόθητο γκομενάκι. Τςςς...
Από την άλλη πλευρά, ο μεγάλος έρωτας, ακούει στο όνομα Jarrod (Jemaine Clement), αγαπημένο του ζώο είναι ο αετός (o vintage κατά προτίμηση), φοράει παλιακά πατομπούκαλα πορνοστάρ των '70s, κουρεύεται στον μπαρμπέρη του macgyver, διατηρώντας το mullet του θελκτικό, κατασκευάζει freeky κεριά, παίζει video games εποχής atari, διατηρεί πλήρη συλλογή φονικών όπλων Ninja (suriken και nunchaku ftw) και έχει βάλει σκοπό της ζωής του, να κατατροπώσει τον άνθρωπο που του έκανε τον βίο αβίωτο στο σχολείο. Ξέρετε τώρα, με badass πορτοκαλί μπαντάνα στο κεφάλι και κακά, '80s αεροκλωτσίδια.
Και επειδή ένα τέτοιο άτομο προφανώς και εκπέμπει απαράμιλλη γοητεία, κοίτα να δεις που το γλυκό τελικά δένει, η Lily επισκέπτεται μαζί του την γενέτειρα πόλη, και ο Jarrod αρχίζει την προετοιμασία του, προκειμένου να δείξει στην σαμοανή νέμεσή του, Eric Elisi, τι εστί βερίκοκο. Χα.
Το όνομα Taika Waititi σου λέει κάτι; Οχι; Ούτε κι εμένα μου έλεγε, οπότε μπορείς να καταλάβεις τον λόγο που εντυπωσιάστηκα όταν αποφάσισα να τσεκάρω λίγο το profile του συγκεκριμένου τύπου (ναι δεν είναι τύπισσα, και εγώ αυτό νόμιζα στην αρχή), καθώς εκεί βρήκα πως οχι μόνο έχει κάνει διάφορες δουλειές σε κινηματογράφο και τηλεόραση, οχι μόνο έχει τσιμπήσει μια υποψηφιότητα για Oscar σε κατηγορία short film, αλλά αποτελεί επίσης κλασική, σκηνοθετική επιλογή διαφόρων κινηματογραφικών φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ενώ εκτελεί και χρέη ηθοποιού, εκτός από αυτά του σκηνοθέτη, με τον τελευταίο του ρόλο να εντοπίζεται στο-δυστυχώς-κακό, "Green Lantern".
Ο φίλος μας λοιπόν, με την καταγωγή από τους Μαορί της Νέας Ζηλανδίας, μετράει στο ενεργητικό του το "Eagle vs Shark", που αποτέλεσε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, καθώς και μια ακόμη πολυβραβευμένη ταινία, το "Boy" (2010). Από εκεί και πέρα φαίνεται πως έχει ασχοληθεί περισσότερο με δουλειές για την τηλεόραση, με πιο γνωστή ίσως τη σειρά "The Flight of the Conchords", που θέτει στο επίκεντρο μια folk μπάντα με την ίδια ονομασία, που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της στην Νεα Υόρκη, και τον Jemaine Clement να κρατάει και εδώ έναν από τους βασικούς ρόλους. Η σειρά έχει βρεθεί υποψήφια ουκ ολίγες φορές για βραβείο Emmy (δέκα συγκεκριμένα), ενώ διαθέτει και ένα αρκετά ισχυρό ρεύμα θαυμαστών, από θεατές που αρέσκονται σε πιο υποδόρια, κωμικές σειρές.
Αν παρόλα αυτά αρέσκεσαι και σε πιο περίεργο χιούμορ, από αυτό που δεν είναι ακριβώς χιούμορ, αλλά πιο πολύ αυτοσαρκασμός, και από εκείνες τις ατάκες που σκάνε στα μούτρα σου ξαφνικά, συνειδητοποιώντας το μέγεθος του περιεχομένου τους και αποφασίζεις να το φιλοσοφήσεις το θέμα, και ίσως μετά να γελάσεις κάπως πικρά, τότε το "Eagle vs Shark" είναι μια ταινία στην οποία θα τα βρεις αυτά. Όπως, θα βρεις και άλλα...more or less.
Το "Eagle vs Shark" (σε περίπτωση που αναρωτιέσαι από που πήρε τον τίτλο του, μάθε οτι προέρχεται από τα αντίστοιχα, αγαπημένα ζώα των ηρώων, τα οποία μάλιστα υποστήριξαν ενδυματολογικώς σε ένα μασκέ, ζωο-πάρτι) θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως το νόθο δημιούργημα του Wes Anderson, και τολμώ να πω οτι κατά κάποιον τρόπο η ταινία κατατάσσεται στη κατηγορία, 'hipster, before it was cool' (well, hipsters gonna hate).
Αν έχεις δει πρόσφατα το "Moonrise Kingdom", θα διαπιστώσεις πως τα παστέλ χρώματα, οι πρασινωπές αποχρώσεις, η φωτογραφία, αλλά και το γενικότερο feeling που αποπνέει, ομοιάζει πολύ σε αυτό το ανεξάρτητο, νεοζηλανδικό κατασκεύασμα, και σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος εμπνέεται από ποιον. Ακόμα και αν αυτό όμως, δεν έχει και τόση σημασία, σίγουρα θα διαπιστώσεις και από μόνος σου, το πόσο εύκολο (και στη προκειμένη περίπτωση θετικό) είναι να επικρατήσει μια κάποια συγκεκριμένη τάση στη σκηνοθετική ματιά των δημιουργών, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο τα κατά καιρούς trends με τα οποία πορεύονται οι λιγότερο, αλλά και οι περισσότερο γνωστοί σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου.
Όσον αφορά τη θεματική της ταινίας, σίγουρα εν ολίγοις αποτελεί ένα indie ρομάντζο, πολύ διαφορετικό από τα ρομάντζα του σωρού, αλλά που εκ των πραγμάτων είναι ακριβώς αυτό: μια corky ιστορία αγάπης, με ακόμα πιο ιδιόρρυθμους χαρακτήρες απ'οτι συνήθως. Εξάλου δεν είναι περίεργο πως οχι μόνο οι κεντρικοί μας χαρακτήρες, αλλά ο κοιωνικός τους περίγυρος, χαρακτηρίζονται από αυτή την αλλοπρόσαλλη, αλλά τόσο cute λοξότητά τους ως άνθρωποι (ο πατέρας του Jarrod για παράδειγμα, κινείται με αναπηρικό καροτσάκι ενώ περπατάει κανονικά, η αδελφή του και ο άντρας της, έχουν κολλήσει θαρρείς στο παρελθόν, ντυμένοι με εκείνες τις cult, γυαλιστερές φόρμες γυμναστικής, ενώ ο φίλος του Jarrod, Mason, είναι ένας περίεργος, σπυριασμένος τυπάς που βλέπει με τις ώρες πορνό στον υπολογιστή του). Και ενώ μεμονωμένοι, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες θα αποτελούσαν απλά, κοινωνικούς παρίες, συγκεντρωμένοι στο πλαίσιο μιας οικογένειας, δε φαίνονται και τόσο εξωπραγματικοί. Κάθε άλλο, φαίνεται απλά να πορεύονται με μια κοσμοθεωρία και σε έναν κόσμο, δικής τους έμπνευσης, ακριβώς όπως και οι ήρωες του Wes Anderson. Καλά, και με μπόλικες δόσεις '80s στυλ.
"I guess i've gotta keep creating or i'll just die", λέει ο Jarrod στη Lily και πάνω που έχεις αρχίσει να μπαίνεις στο κλίμα ενός socially awkward δεσμού, προσγειώνεσαι στιγμιαίως με αυτή την ατάκα, μόνο για να 'απογειωθείς' αργότερα με το εξίσου αποστομωτικό "where they too fat?", στη δήλωση της Lily "my parents died from heart attacks"...
Η ταινία αποτελεί στην ουσία μια διαρκή εναλλαγή ανάμεσα στο φευγάτο, και την επιστροφή στη πραγματικότητα, και παρά την ονειροπαρμένη και κάπως εκτός αλήθειας διάστασή της, εντούτοις, καταφέρνει και βγάζει ξεκάθαρο νόημα, από τη στιγμή που οι χαρακτήρες της, είναι άτομα που αντιμετωπίζουν έτσι κι αλλιώς, τα καθημερινά προβλήματα της ζωής τους. Μπορεί δηλαδή να μιλάμε για την περίεργη ιστορία αγάπης, δυο εξίσου περίεργων και-με τον δικό τους τρόπο-ασυμβίβαστων νεαρών, στη τελική όμως ο καθένας παλεύει για κάτι χειροπιαστό: η μια για τον πραγματικό έρωτα, και ο άλλος για τον εξορκισμό των παλιών του δαιμόνων και την αποκατάσταση των σχέσεων με την οικογένεια και κυρίως τον πατέρα του.
Εκτός από τη ξεκάθαρη διάθεση του σκηνοθέτη να πρωτοτυπήσει όσο μπορεί θεματικά, επιδιώκει κάτι αντίστοιχο και από πλευράς κινηματογράφησης, με πολλαπλά cut, γκρο πλάνα και τις παρεμβολές μερικών ολιγόλεπτων, stop motion πλάνων, τα οποία προσδίδουν στην ταινία ακόμη πιο έντονο χαρακτήρα ανεξάρτητης προσπάθειας. Παράλληλα, οι τόνοι κρατούνται χαμηλοί, η φωτογραφία των καταπράσινων τοπίων και του γαλανού ουρανού είναι ονειρεμένη, ενώ στο όλο "Napoleon Dynamite" feeling, έρχεται και προστίθεται και το υπέροχο, μελωδικό και γιουκαλιλικό soundtrack του film, δια χειρός 'The Phoenix Foundation' (αναζητήστε τους).
Αν λοιπόν αγαπάτε τα ιδιαίτερα, awkward και άνευ καλουπιού love stories με extra δόσεις χρώματος, μουσικής και περίεργης ομορφιάς, τότε επιλέξτε την και δε θα χάσετε.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο αποθανών αδελφός του Jarrod, είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, οτι ένα θέμα με τις τίγρεις το έχουν στη Νέα Ζηλανδία (είναι απλά 'παντού') και οτι η ατάκα του Jarrod "I'm complex", θα με ακολουθεί για καιρό.
No trivia
Πάρτε και ένα δείγμα από τη μουσική διάθεση της ταινίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου