Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Looper: "This time travel crap...just fries your brain like an egg"

NEW ARRIVAL

Χαίρετε, χαίρετε και ξαναχαίρετε.  Όπως έχετε προφανέστατα καταλάβει, εδώ και κάνα δυβδόμαδο περίπου ασχολούμαστε με τις νέες κινηματογραφικές προτάσεις που προέρχονται εκ Νυχτών Πρεμιέρας.  Οι περισσότερες είναι καλές και ενδιαφέρουσες, αλλά πρέπει να ομολογήσω οτι δυστυχώς μέχρι τώρα δεν έχω δει τη ταινία-"Drive" (και μάλλον, ούτε πρόκειται να τη δω).  Αν και η πλειοψηφία που έχει φέρει το φεστιβάλ φέτος, είναι αναμφίβολα αξιοπρόσεκτη, κακά τα ψέματα, η μεγάλη έκπληξη δεν έχει έρθει ακόμα από πουθενά και αν με ρωτάτε, ούτε καν από την πολυναμενόμενη δουλειά του Haneke, "Amour" (η οποία θα μπει στο blog, όντας καλή ταινία, αλλά θα πούμε και τα πράγματα με το όνομά τους, όπως για παράδειγμα ότι είναι ένα film που δεν έχει τίποτα το πραγματικά original.  Από σκηνοθεσία, story και feeling, μέχρι ηθικά διδάγματα, ατάκες και πάει λέγοντας.  Όταν έρθει η σειρά του όμως).  Οι ελπίδες μου εναποθέτονται πλέον στην ταινία της τελετής λήξης, "Beasts of the Southern Wild" η οποία πιστεύω ακράδαντα οτι θα είναι ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα.  Μέχρι τη Κυριακή όμως, μπορείτε να καταλάβετε την ευχάριστη έκπληξή μου όταν βρέθηκα στην αίθουσα του IΝΤΕΑΛ προκειμένου να παρακολουθήσω τη δημοσιογραφική του "Looper".  Ω Θεοί!!  Μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας χάρμα οφθαλμών;  Είναι δυνατόν;  Είναι.  Αλληλούια και δέκα χαίρε Μαίρη!  Για δες γιατί...


Βρισκόμαστε σε ένα τόσο μακρινό, αλλά ταυτόχρονα και αρκετά κοντινό μέλλον, στο 2042 και πιο συγκεκριμένα στην πόλη του Κάνσας, η οποία δεν είναι πλέον για κοριτσάκια όπως η Dorothy.  Honey, we are definetely not in Kansas any more...
Σε μια hob-ική πόλη, που βρωμάει και ζέχνει από την ανθρώπινη κατάντια, τους άπειρους αστέγους, τα χαρτονένια παραπήγματα στους δρόμους και τον δείκτη της εγκληματικότητας κολλημένο εδώ και καιρό στα ύψη, ο κόσμος μοιάζει να βουλιάζει σε μια ζοφερή πραγματικότητα χωρίς επιστροφή και το χειρότερο, χωρίς ελπίδα.
Ένας τέτοιος, shitty world όμως, πρέπει να έχει και το αντίστοιχο, κακό αφεντικό που του ταιριάζει και το οποίο στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Abe (Jeff Daniels).  O Abe, λύνει και δένει, κινεί τα νήματα και έχει υπό την επίβλεψή του μια ομάδα επίλεκτων εκτελεστών, γνωστούς με την ονομασία Loopers.  Και τι κάνουν αυτά τα παιδιά;  Αφήστε με να σας εξηγήσω...
Με το που ξεκινάει η ταινία, ο χαρακτήρας του Joseph Gordon-Levitt (Joe), μας πληροφορεί σχετικά με το γεγονός οτι το ταξίδι στον χρόνο έχει εφευρεθεί, αλλά επειδή θεωρείται παράνομο, έχει ταυτόχρονα απαγορευθεί.  Μιας όμως που τα συνδικάτα του εγκλήματος δεν είχαν και ποτέ σε υπόληψη τον Νόμο, έχουν καταστήσει τα time travels αναπόσπαστο κομμάτι της μπίζνας τους.  Και πως γίνεται αυτό;  Μα είναι απλό.  Η μαφία του μέλλοντος (αυτού δηλαδή που υπάρχει στη σφαίρα του χρόνου 30 χρόνια μπροστά από τον νεαρό εαυτό του Joe, δηλαδή στο 2072) στέλνει 'πίσω' στον χρόνο (το 2042) όλους εκείνους τους τύπους που θέλει να 'καθαρίσει'.  Εκεί, ο Looper είναι έτοιμος να ρίξει μια μπαμπάτσικη σοτγκανιδιά στο κουκουλοφόρο θύμα και να εξαφανίσει ένα πτώμα το οποίο αν το καλοσκεφτείς, δεν υπάρχει καν ακόμα το 2042 (mindfucking huh?).  Και σε ερωτώ, υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος να ξεφορτωθείς κάποιον, από το να τον στείλεις για εκτέλεση στο παρελθόν;  Δε νομίζω...
Το ίδιο φαίνεται να σκέφτεται και ο νεαρός Joe, ο οποίος τη βρίσκει με το κολλυριακό ναρκωτικό που βρίσκεται στη γύρα (ναι, ναι, δυο σταγόνες στο μάτι και είσαι φτιαγμένος για ώρες), εκτελεί τις εντολές των ανωτέρων του, ζει μια πλουσιοπάροχη ζωή (δεδομένης της τραγικής κοινωνικής κατάστασης που επικρατεί) και γενικώς, είναι ένα εγωιστικό πρεζάκι, ένας εγωκεντρικός και ψυχρός τύπος.  Τόσο ψυχρός και 'σκληρός' δηλαδή, όσο και οι πλακέτες ασημιού με τις οποίες πληρώνονται οι Loopers, για κάθε επιτυχημένο ξεσκαρτάρισμα.  Τα πάντα όμως, έχουν το τίμημά τους...
Όταν μια μέρα ο Joe στηθεί στο κλασικό του σημείο, προκειμένου να κάνει τη δουλειά του θα εμφανιστεί ένας τύπος ο οποίος κάτι του θυμίζει.  Λογικό, αν σκεφτεί κανείς οτι είναι ο ίδιος ο Joe, τριάντα χρόνια μετά (και υπό το καραφλοειδές παρουσιαστικό του Bruce Willis).
Ο νεαρός Joe θα πρέπει τώρα να φέρει τα πάνω κάτω προκειμένου να σκοτώσει τον μελλοντικό του εαυτό και να "κλείσει τη θηλιά του" (θα δείτε τι σημαίνει αυτό στη ταινία, ε μη σας τα πω και όλα!).  Πόσο εύκολο όμως είναι τελικά αυτό;  Θα σας πω εγώ.  Όταν μπλεχτούν στην υπόθεση και μερικοί εξωτερικοί παράγοντες ανυπολόγιστης σημασίας, δε θα είναι καθόλου.  Μα καθόλου όμως.


Ο σκηνοθέτης του "Looper", Rian Johnson είναι μια ιδιαίτερη πάστα δημιουργού και όπως μας προϊδεάζει τουλάχιστον η πιο πρόσφατη ταινία του, μάλλον είναι έτοιμος να ακολουθήσει τα χνάρια ενός άλλου, ιδιαίτερου και σπουδαίου εμπορικού σκηνοθέτη: του Christopher Nolan.
Ξεκινώντας τη καριέρα του όπως πολλοί ακόμη, με μικρού μήκους ταινιάκια, θα περάσει το 2005 στο πρώτο του, μεγάλου μήκους film, με πρωταγωνιστή και πάλι τον-κατά πολύ νεότερο τότε- Joseph Gordon-Levitt.  Η ταινία "Brick", η οποία πραγματεύεται την περιπέτεια ενός νεαρού στη προσπάθειά του να ανακαλύψει την εξαφάνιση της πρώην κοπέλας του, είναι ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό ντεμπούτο, καθότι πασπαλισμένη με γενναίες δόσεις neo-noir διάθεσης, high-school-ικών μπελάδων και κακόφημης πιτσιρικαρίας, όλα τεχνηέντως μπλεγμένα μέσα σε μια κατά τα άλλα στρωτή υπόθεση.  Αυτή αποτελεί εξάλλου τη πρώτη, σαφή ένδειξη οτι ο Johnson είναι ένας νέος δημιουργός, που δεν αρέσκεται στα εύκολα, προτιμάει τη δημιουργία ατμόσφαιρας και την ύπαρξη πολλαπλών story-κών στρωμάτων που εξελίσσουν και εξελίσσονται.
Η δεύτερη ταινία του, "The Brothers Bloom" μπορεί να είχε συγκεντρώσει ένα ενδιαφέρον cast (Ruffalo, Brody, Weisz), αλλά μάλλον ο σκηνοθέτης κάπου το έχασε (ευτυχώς λίγο) στη προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα μείγμα κωμωδίας και ολίγον δραματίζουσας περιπέτειας(!).  Έτσι κι αλλιώς όταν ο χρόνος αποδεικνύει οτι μπορείς να στήσεις με τρόπο εντυπωσιακό και σκεπτόμενο, μια ταινία όπως το "Looper" τότε το κοινό μπορεί να σου συγχωρήσει και μια αναποδιά.  Όταν δε προσωπικά είδα οτι έχει σκηνοθετήσει και κάνα-δυο επεισοδιάκια από τη νέα σεζόν του "Breking Bad" τότε ήμουν σίγουρη οτι αυτός ο κύριος επρόκειτο να "break bad" και στο "Looper", μια ταινία που είχε ήδη αρχίσει να συζητιέται, πριν καν προβληθεί.  Και είχα δίκιο.


Όπως είπα και στη κριτική μου για το Reel.gr, και θα ξαναπώ (γιατί βασικά μ' αρέσει και πιστεύω πως όντως έτσι είναι) το "Looper" μοιάζει σαν το γεννημένο παιδί, μιας ταινιακής παρτούζας, όσο weird κι αν σας φαίνεται αυτό.  Mε "Blade Runner" και "Hobo with a Shotgun" αισθητική (τα θολά και μακρινά πλάνα της πόλης θυμίζουν πολύ τις intro σκηνές της ιστορικής πλέον, sci-fi ταινίας του Ridley Scott, ενώ τα κοντινά της και όλο το θέμα της ανθρώπινης εξαθλίωσης, παραπέμπουν εύκολα στο σύγχρονο b-movie δημιούργημα, με πρωταγωνιστή έναν hobo Rutger Hauer που είναι έτοιμος να βάλει τα πράγματα στη θέση του, παρέα με ένα shotgun.  Το οποίο όλως περιέργως συναντάμε στο "Looper" σε μεγάλη έκταση), χρονοδινική υπόθεση α λα "Twelve Monkeys" (μα και εκεί ο Bruce;) και κάτι από "X-Men" μετάλλαξη, είναι αναμφίβολα το αμαλγαμικό προϊόν μερικών μεμονωμένα καλών ταινιών, από τις οποίες παίρνει τα καλύτερά στοιχεία, και τα απογειώνει.
Ο Johnson, όσο master μοιάζει να έχει κάνει το κομμάτι της sci-fi σκηνοθεσίας (χωρίς υπερβολές, η κάμερά του καταγράφει κάθε σπιθαμή μελλοντολογικής διάστασης, με μια στέρεη και εξόχως δουλεμένη ματιά), άλλο τόσο φαίνεται πως έχει πιάσει το νόημα των χρονοταξιδιών και της γενικότερης δυσκολίας, όσον αφορά την απεικόνιση τέτοιων θεμάτων, στη μεγάλη οθόνη.
Δεν είναι εύκολο να πραγματεύεσαι θέματα που έχουν να κάνουν με τα μυστήρια του χρόνου και τις "loopholes" (ρωγμές στην κανονικότητα του χρόνου που σου δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδέψεις ποικιλοτρόπως στο παρελθόν.  Εξού και η ονομασία των επαγγελματιών, εκτελεστών στη ταινία), μιας που η προσπάθεια να στηρίξεις μια ιστορία πάνω τους, μπορεί να αποβεί μοιραία και γεμάτη αντιφάσεις.  Πότε;  Πώς; και Γιατί; είναι τα κλασικά ερωτήματα που περνάνε από το μυαλό σου και χρειάζονται άμεση απάντηση προκειμένου να μπορέσεις να παρακολουθήσεις ένα τέτοιο, φιλόδοξο project.  Ε λοιπόν ο Rian Johnson τα καταφέρνει περίφημα και ίσως αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο που έχουμε δει τελευταία, το πιο βασικό μοτίβο αυτών των ταινιών: την κυκλικότητα του χρόνου και κατ' επέκταση το αναπόφευκτο μιας ήδη, προδιαγεγραμμένης μοίρας.  Oh, and it's so freakingly cool.


Πριν από αρκετό καιρό είχα δει τη ταινία "Mr. Nobody" με ένα πολύ καλό Jared Letto στον κεντρικό ρόλο, η οποία εξερευνούσε τις διαφορετικής πορείες μιας ζωής, ανάλογα με τρεις διαφορετικές αποφάσεις που θα μπορούσε να είχε πάρει ο ήρωας, αρκετά πιο νωρίς στη ζωή του.  Άρτια δεμένη ταινία με ως επί το πλείστον φιλοσοφικό/προσωπικό υπόβαθρο, που μοιάζει να βρίσκει το περιπετειώδες, δίδυμό της στο αδρεναλινάτο, "Looper".
Στη προκειμένη περίπτωση βέβαια, ο Johnson (ο οποίος έχει γράψει και το σενάριο), δεν είναι διατεθειμένος να σε πιάσει από το χεράκι και να σου εξηγήσει τα πάντα, μιας που πολλά τα αφήνει στο δικό σου μυαλό να τα αντιληφθεί και να τα επεξεργαστεί.  Και ειλικρινά, δεν είναι και τόσο δύσκολο.
Ακόμα όμως και αν έτσι το ήθελες, μάλλον δε θα έχεις και μεγάλο πρόβλημα στη συνέχεια όταν η δυναμική του σκηνοθεσία και το solid στήσιμο της υπόθεσής του, σε παρασύρουν σε μια high κλασάτη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, με τσαγανό, μπόλικη δράση, αλλά και μια ενδιάμεση υποτονικότητα, που εκτελεί χρέη puzzle maker, προκειμένου να σου προσφέρει ένα τελικό κρεσέντο...μούρλια.
Η neo-noir διάθεση είναι έκδηλη και σε αυτό το film, το οποίο έχει κάτι από παρελθόν, παρόν και μέλλον, γεγονός που το καθιστά απόλυτα σαγηνευτικό.  Τα σκοτεινά χρώματα, οι ετερόκλητες προσωπικότητες, τα γρήγορα, εναλλασσόμενα 'κατ' της κάμερας και η ρέουσα σκηνοθεσία της, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα γεμάτη και πληθωρική, ακριβώς όπως αξίζει σε τέτοιου είδους ταινίες.
Παράλληλα η χρήση των CGI γίνεται με προσοχή και εκεί που χρειάζεται, για να αναφωνήσεις "ααααα!" και "ωωωωω!", βοηθάει στο στήσιμο μιας πόλης-φάντασμα, μερικών ιπτάμενων μηχανών και των περίεργων φρυδιών-ζυγωματικών-χειλιών του Levitt, που με τη πρόσθετη βοήθεια ενός τρίωρου μακιγιάζ, δίνουν την εντύπωση ενός νεότερου Bruce Willis.  Και κατά έναν περίεργο τρόπο, το πετυχαίνουν διάνα.


Οι υπόλοιπες ερμηνείες της ταινίας είναι συμπληρωματικές και κάνουν καλή δουλειά στο να προωθήσουν την υπόθεση.  H Emily Blunt η οποία υποδύεται μια μοναχική μητέρα, είναι ιδιαιτέρως τσαμπουκαλού, ξεσπάει μαζί με το τσεκούρι της πάνω σε έναν κορμό δέντρου (ε να μη δείξουμε και τα καλογυμνασμένα μπράτσα;) και κραδαίνοντας το δικό της shotgun, διώχνει από τη φάρμα της κάθε ανθρώπινο κατακάθι που μπορεί να ταράξει τον γιο της.
Στον αντίποδα ο Jeff Danniels που είχαμε και καιρό να δούμε, κρατάει μεν έναν βασικό ρόλο, αλλά σε έκταση οχι και τόσο.  Παρόλα αυτά πείθει για σατανικό, μουσάτο αφεντικό της μαφίας.
Σε γενικότερο επίπεδο, αν θες να δεις μια καλογραμμένη περιπέτεια φαντασίας, το "Looper" είναι σίγουρα αυτό που ζητάς.  Μπορεί το τέλος της να συζητηθεί και σίγουρα θα υπάρξουν και πολέμιοι που θα προσπαθήσουν να βρουν τη λούπα στην οποία υπέπεσε και ο σκηνοθέτης, παρόλα αυτά-χωρίς φυσικά να είναι τέλειος-ο Johnson φτιάχνει μια αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη ταινία, με εκπληκτική μουσική (δια χειρός Nathan Johnson, ξαδέρφου του σκηνοθέτη) που θυμίζει κάτι από Mansell, εντυπωσιακή στήσιμο και μια ιστορία που θα μπορούσε να είχε καταλήξει πολύ διαφορετικά, αν ο Johnson δεν ήταν αυτός που-φαίνεται-να είναι: ένας δημιουργός με όραμα και την ικανότητα να φτιάχνει καλές ταινίες.  Δύσκολα πράγματα...

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αυτή η Piper Perabo είναι αγέραστη, οτι ο μικρός Pierce Cagnon είναι όνειρο και οτι ο Levitt είναι cool.  Εντάξει, αυτό το ήξερα και από πριν.


No trivia


Τσεκάρετε και ένα τέλειο trailer για την ταινία, κατασκευασμένο εξ'ολοκλήρου σε animated style.














































 























Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Room 237: So you think you know everything?

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Και εκεί που περίμενα πως και πως να ξεκινήσουν οι Νύχτες και να δω καμιά καλή ταινία, κατέληξα κατά έναν μυστήριο τρόπο να τρέφω τη μεγαλύτερη, μέχρι τώρα συμπάθεια, απέναντι στο ντοκιμαντέρ "Room 237", το οποίο εξερευνά διάφορες θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο Stanley Kubrick, σκηνοθέτησε το "The Shining".
Περιττό να πω πόσο αδαής και πανάσχετη ένοιωσα, όταν είδα να ξετυλίγεται μπροστά μου ένα τεράστιο γαϊτανάκι πληροφοριών-άλλες, το ομολογώ, παρατραβηγμένες και άλλες, υπέροχα ψαρωτικές-σχετικά με τα κρυμμένα νοήματα, σύμβολα και hoaxes τα οποία ο Kubrick και το team του αποφάσισαν να βάλουν στη ταινία, προκειμένου να μας πουν τελικά, πολύ πιο σημαντικά πράγματα απ'οτι θα μπορούσαμε να φανταστούμε...


Πέρα λοιπόν από το γεγονός οτι α) θέλω αυτή την αφίσα για το δωμάτιό μου...χθες αν γίνεται και β) επειδή δε προλαβαίνω να ανεβάσω ταινία λόγο του τρεξίματος με το φεστιβάλ, είπα να μη σας αφήσω παραπονεμένους, αλλά να γνωστοποιήσω και σε όσους δε το ξέρουν ακόμα, αυτό το άκρως ενδιαφέρον-2ωρο κοντά-ντοκιμαντέρ, προκειμένου να ξέρετε τι πρέπει να περιμένετε όλοι εσείς οι κιουμπρικοί fans, αλλά και μη.
Το όλο θέμα έχει να κάνει με μερικούς τύπους που έχουν εντρυφήσει πάνω στη συγκεκριμένη ταινία, και οι οποίοι με διάφορα voice overs, διηγούνται αυτά που έχει προσέξει καλύτερα ο καθένας τους, μέσα στο φιλμ.
Αυτό για το οποίο πρέπει να σας προειδοποιήσω, είναι πως πρέπει να έχετε το μυαλό σας ανοιχτό, μιας που θα ακούσετε πράγματα τα οποία θα κάνουν το σαγόνι σας να πέσει.  Από το πως ο Kubrick γύρισε τη Λάμψη προκειμένου να γνωστοποιήσει μέσω διαφόρων στοιχείων, την εμπλοκή του στα κατασκευασμένα video και φωτογραφίες της προσελήνωσης του Apollo 11(!!), μέχρι και το οτι η ταινία ήταν επί της ουσίας μια έμμεση αναφορά, σε ένα γεγονός που είχε αναστατώσει πολύ το μυαλό του ιδιοφυούς σκηνοθέτη (λέγεται οτι το ΙQ του έφτανε το 200): το Ολοκαύτωμα των Εβραίων από τους Ναζί.
Όπως και να το αντιμετωπίσετε, το "Room 237" βρίθει συμβόλων και σημειολογικών προσεγγίσεων που αφορούν τη ζωή, τον θάνατο, το σύμπαν και οτι άλλο βάλει το μυαλό σας.
Μέσα από διαρκή πλάνα της ταινίας που επεξηγούν αυτά που ακούγονται από τους ομιλητές, αλλά και πλάνα άσχετα με αυτή, που λειτουργούν περισσότερο συμπληρωματικά του όλου feeling που αποπνέει, παίρνεις μια αποσβολωτική γεύση, όσον αφορά τα μυστήρια του Outlook Hotel, του Room 237 και όλων των άλλων περίεργων συμβάντων που έλαβαν χώρα εκεί.
Θα δεις επίσης τον λόγο για τον οποίο ο King αφόρισε τελικά τη 'μεταφορά' του βιβλίου του από τον Kubrick, και ένα σωρό άλλες τρελές ιδέες, που ακόμα και αν στέκουν οι μισές μόνο από αυτές, το πράγμα γίνεται αυτομάτως, πολύ πιο ενδιαφέρον...
Όσοι λοιπόν αρέσκεστε σε θεωρίες συνωμοσίας και αγαπάτε το έργο του Kubrick (στο οποίο έτσι κι αλλιώς ποτέ και τίποτα δεν ήταν φτιαγμένο τυχαία), τότε δεν έχετε παρά να περιμένετε λίγο την κυκλοφορία του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ και πιστέψτε με θα περάσετε...'λαμπρά'.



Και τσιμπήστε και ένα ακόμη μονόωρο ντοκιμαντέρ, το οποίο εξαντλεί όλα τα αποκρυφιστικά μηνύματα, σχετικά με το οτι ο Kubrick αποτέλεσε τον μέγα δημιουργό πίσω από τις εικόνες της άφιξης του Apollo 11 στη Σελήνη...

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Teddy Bear: Never judge a book by its cover

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Hello και καλή μας εβδομάδα!  Σήμερα, συνεχίζουμε με τις προτάσεις μας από το φεστιβάλ Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας και όσο σας κρατάμε καθημερινά ενήμερους σχετικά με το πρόγραμμα, τα καλά, τα μέτρια και τα περίεργα στο Reel.gr, άλλο τόσο μπορείτε να επισκέπτεστε το blog μου για μια πιο αναλυτική ματιά πάνω στις ταινίες που προκάλεσαν τουλάχιστον, το δικό μου ενδιαφέρον.  Έπειτα λοιπόν από το γλυκούλι "Smashed", συνεχίζουμε σήμερα με ένα ιδιαίτερο δράμα, και έναν εξίσου ιδιαίτερο πρωταγωνιστή.  Ξεκινάμε λοιπόν.


Ο 38χρονος Dennis (Kim Kold) είναι ένας πελώριος μποντιμπιλντεράς, με ένα δωμάτιο τίγκα στο χρυσό και τα μετάλλια, φωτογραφήσεις σε περιοδικά και μπόλικα ακόμη αναμνηστικά παλιών, καλών, ένδοξων εποχών, τότε που έπαιρνε ακόμα με το κουτάλι μέρος στους διαγωνισμούς και εκμηδένιζε τους αντιπάλους, χάρη στο υπερτούμπανα χτισμένό του σώμα.
Ο Dennis σίγουρα θα μπορούσε να είναι ο τύπος με τον οποίο δε θα ήθελες επ'ουδενί να τα βάλεις, να τον δεις στον δρόμο το βράδυ ή να του κλέψεις λεφτά μπροστά στα μούτρα του.  Η μόνη διαφορά είναι πως ο Dennis είναι αυτό ακριβώς που λέει και ο τίτλος: ένας τεράστιος, καλόκαρδος αρκούδος με καρδιά πιο τρυφερή και από αυτή ενός μαρουλιού.
Παρά το γεγονός οτι έχει φτάσει κοντά στα 40, δεν έχει αποκτήσει ποτέ στη ζωή του κοπέλα, ενώ εξακολουθεί να ζει με την αυταρχική του μητέρα, η οποία ούτε λίγο, ούτε πολύ τον έχει καλά χωμένο μέσα στο βρακί της.
Όταν μια μέρα ο θείος του παντρευτεί και συστήσει στο έτερο σόι την γυναίκα του η οποία κατάγεται από την Ταϊλάνδη, ο Dennis θα ενδιαφερθεί να μάθει περισσότερα για τα 'κορίτσια' εκεί, μιας που όπως χαρακτηριστικά λέει, εκείνες, φαίνεται να είναι περισσότερο διατεθειμένες να βρεθούν πλάι σου.
Αφού λοιπόν πάρει τις απαραίτητες πληροφορίες από τον θείο, πει ψέματα στη μητέρα του (η οποία απλά θα του απαγόρευε να πάει, με φρύδια και χείλη σμιχτά), και κάνει το ταξίδι μέχρι την εξωτική Ταϊλάνδη, σύντομα θα έρθει αντιμέτωπος με την άσχημη φήμη της πόλης Pattaya και τον άκρατο σεξοτουρισμό που κυριαρχεί παντού.  Τα όνειρα του Dennis γκρεμίζονται και όπως όλα δείχνουν, δεν έχει καμία ελπίδα να βρει γυναίκα για σπιτικό μέσα σε εκείνη την δίποδη χαβούζα.  Ή μήπως οχι;


Κερδίζοντας το βραβείο Σκηνοθεσίας στην κατηγορία World Cinema- dramatic, στο φεστιβάλ του Sundance, ο Δανός σκηνοθέτης Mads Matthiesen κάνει το full length ντεμπούτο του με μια ταινία, η οποία βασίζεται σε ένα άλλο δικό του, short ταινιάκι, με τίτλο "Dennis" (2007).
Σε εκείνο το μικρού μήκους film, συναντάμε για πρώτη φορά τον θηριώδη πρωταγωνιστή με την αγνή καρδιά, και βλέπουμε τις περιπέτειές του, όταν αποφασίζει να πάει κόντρα στη σαν μέγκενη μητέρα του, να βγει με ένα κορίτσι και να ζήσει για λίγο αυθεντικά ελεύθερα.
Το συγκεκριμένο φιλμάκι κέρδισε όλα τα βραβεία, σε όποια κατηγορία και αν βρέθηκε στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, και το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι πως ο Matthiesen αναρωτήθηκε "why not?", προχωρώντας έτσι και στη μεγάλη μήκους ταινία του, με πρωταγωνιστές και πάλι τους ίδιους ήρωες και τους ίδιους φυσικά ηθοποιούς.


Καταγόμενος από μια χώρα που παρέα με μερικές άλλες, έχουν εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργούν παράδοση στο καλό cinema, ο Matthiesen δημιουργεί ένα ήπιων τόνων δράμα, με επιμέρους ξεσπάσματα τα οποία προς δική μας έκπληξη δεν προέρχονται από τον καταπιεσμένο Dennis, αλλά από την παράλογη μητέρα του.
Το πιο αναμφίβολα ενδιαφέρον κομμάτι της συγκεκριμένης ταινίας, έχει να κάνει κυρίως με την υπόθεσή της, και οχι τόσο με το στήσιμο των ηθοποιών, τη σκηνοθεσία, τη μουσική επένδυση και όλα τα υπόλοιπα που καθιστούν ένα έργο ξεχωριστό.  Εδώ το "Teddy Bear" ξεχωρίζει χάρη στον ξεδιάντροπο τρόπο με τον οποίο καταπιάνεται με το θέμα του οιδιπόδειου συμπλέγματος.
Το γεγονός οτι η ειρωνεία της όλης υπόθεσης δεν εξαντλείται στον όγκο του πρωταγωνιστή και την εκ διαμέτρου αντίθετη προσωπικότητά του, αλλά εμβαθύνεται ακόμη περισσότερο από το οτι στην ουσία τηρεί υπό ένα 'άρρωστο', μητριαρχικό καθεστώς, είναι αυτό που καθιστά την ταινία ενδιαφέρουσα και κάπως ιντριγκαδόρικη.
Σίγουρα το story περί οιδιπόδειου δε το βλέπεις για πρώτη φορά, μπορείς όμως να το κατανοήσεις όταν προέρχεται από τον τσιλιβήθρα, Wolowitz στο "Big Bang Theory" μιας που έχει επικρατήσει στο μυαλό μας πως ο περί ου μαμάκιας λόγος, έχει να κάνει μόνο με geeky αγόρια, παλιομοδίτικους τυπάδες και σπυριασμένους έφηβους κολλημένους μπροστά από το pc τους, που παίζουν για ώρες καψιμέϊκα, ιντερνετικά games.  Κι όμως.  Ακόμα και ένας ανθρώπινος γίγαντας όπως ο Dennis, μπορεί να λέει ψέματα στη μητέρα του φοβούμενος την εξοργισμένη της αντίδραση ή και να απορρίπτει σχέσεις με το ωραίο φύλλο, για χάρη μιας και μοναδικής, δηλητηριώδους ματιάς που η "μαμά" θα ρίξει πάνω του.


Η σκηνοθεσία του Matthiesen ακολουθεί κατά πόδας των ήρωά του, σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας και ύστατης προσπάθειας απελευθέρωσης από τα μητρικά του δεσμά.
Η ρεαλιστική ματιά του σκηνοθέτη και τα πλάνα της καθωσπρέπει ζωής στο σπίτι στη Κοπεγχάγη τα οποία έρχονται σε έντονη αντίθεση με τη σαπίλα και την εκμετάλλευση που επικρατεί στις νυχτερινές γωνιές της Ταϊλάνδης, δημιουργούν ένα ενδιαφέρον οπτικό μείγμα, το οποίο ενισχύεται και από τα σποραδικά και ειλικρινώς όμορφα τοπία αυτής της χώρας, με τις τόσες αντιθέσεις και διαφορές.
Σίγουρα κάπου θα αναζητήσεις ένα κάποιο ξέσπασμα από τον πρωταγωνιστή, και θα απαιτήσεις από αυτόν να γίνει επιτέλους άντρας και να αντιταχθεί στη μάνα του, που του κάνει τον βίο, αβίωτο.
Παρά το γεγονός οτι ο Dennis τελικά δεν ξεσπά, δε τα κάνει όλα λαμπόγυαλο, ούτε φυσικά βάζει την ασπρομάλλα γυναίκα στη θέση της, εντούτοις μπορείς να πει οτι κάνει τελικά (κάπως καθυστερημένα, αλλά την κάνει) την επανάστασή του, ενηλικιώνεται πλέον και στη πράξη και παίρνει τον έλεγχο της ζωής του στα χέρια του.
Κι αν κάπου προσπαθήσεις να δώσεις και ένα δίκαιο σε αυτή τη μητέρα, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος Martin Zandvliet, έχουν φροντίσει και γι'αυτό, αφήνοντας να πλανηθεί στην ατμόσφαιρα η εντύπωση οτι ο λόγος της μοναξιάς της, έχει να κάνει με κάτι ασυγχώρητο και εγωιστικό, το οποίο έγινε από τη πλευρά του πατέρα του Dennis. 
Και ενώ προσπαθείς να καταλάβεις προς τα που γέρνει η ζυγαριά, τόσο το ενδοοικογενειακό δράμα συνεχίζει να παίζεται, το οιδιπόδειο να φουντώνει και εσύ να καταλήγεις να σκέφτεσαι, "ε πήδα τον κιόλας κυρά μου να ησυχάσουμε!".  So sick, but so true...


Οι ερμηνείες είναι ένα ακόμα στοιχείο που κάνουν το "Teddy Bear" bear-able.  Καταρχάς ο Kim Kold, αυτός ο Δανός body-builder με το 1.93 ύψος, αποτελεί την προσωποποίηση του μιουταρισμένου ήρωα, δίνοντας μια ερμηνεία όλο γλυκύτητα και ταπεινότητα, όσο περίεργο και να το καθιστά αυτό, το ογκώδες του εκτόπισμα.
Με τα γυαλιά της μυωπίας, το κουταβίσιο βλέμμα του και την ανάγκη εύρεσης συντρόφου ζωής, και οχι απλής ξεπέτας, ο Kold είναι έτσι και αλλιώς πληθωρικός και σε κάνει να πιστεύεις με την απλή αλλά αρκετή ερμηνεία του, οτι είναι όντως ένας άνθρωπος εξίσου απλός, αλλά παρεξηγημένος.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Elsebeth Steenfolt που υποδύεται την μητέρα-βδέλλα, πρώτης τάξεως ευνουχίστρια, και το κάνει τόσο καλά, που την απεχθάνεσαι από τη πρώτη κιόλας στιγμή.  Με αυστηρό παρουσιαστικό, άκαμπτη στάση και βλοσυρά χαρακτηριστικά, καταλαβαίνεις οτι είναι κακά μαντάτα και τάσσεσαι τελικά υπέρ του γιου, ασυζητητί.  Παρόλα αυτά, δίνει και εκείνη μια δυνατή ερμηνεία που πείθει και μαζί με τον Kold, δημιουργούν ένα απρόβλεπτα ταιριαστό, ηθοποιϊκό δίδυμο.
Το "Teddy Bear" είναι μια ταινία για την αργοπορημένη ενηλικίωση ενός άνδρα και την αξία της ζωής, όταν τελικά σπας τις αλυσίδες σου (όπως κι αν μεταφράζονται αυτές) και καταφέρνεις να παλέψεις πια για όλα αυτά που έχουν πραγματική σημασία: τη συντροφικότητα, την οικογένεια, την αγάπη.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το look βερμούδα-σακάκι θα γίνει trend, οτι όλοι οι γέροι που πηδάνε πιτσιρίκια σε τέτοιες χώρες, είναι γλοιώδεις και θα έπρεπε να τους κόβονται τα παπάρια (τουλάχιστον) και οτι όταν είσαι 38 χρονών μαντράχαλος, κάνεις μπάνιο και η μάνα σου έρχεται και κατουράει σαν να μη τρέχει τίποτα, πρέπει να καταλάβεις οτι κάτι δε πάει καθόλου καλά.


No trivia

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Smashed: Hangover all around bitch!

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Γεια σας γεια σας!  Ξεκίνησε και χθες επίσημα πια, το 18 Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, με πολλές και διάφορες ταινίες για όλα τα γούστα.  Η δική μου παρουσία περιορίστηκε στις αίθουσες του ΔΑΝΑΟΥ, μιας που απόλαυσα δυο πολύ καλές ταινίες, και έτσι για εμένα, το φεστιβάλ, ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο.  Η πρώτη προβολή ξεκίνησε με το "Teddy Bear" ένα δανέζικο δράμα σχετικά με το πασιφανές οιδιπόδειο ενός τεράστιου μποντιμπιλντερά, με τη μητέρα του, γεγονός που καθιστά δύσκολη την περαιτέρω σχέση του με το αδύναμο φύλλο.  Πολύ καλή και μετρημένη η ταινία, θα μιλήσουμε γι' αυτή από την άλλη εβδομάδα.  Μέχρι τότε, τη προτείνω ανεπιφύλακτα μιας που θα παιχτεί σε επαναλήψεις στις 20:00 σήμερα, στο ΟDEION ΟΠΕΡΑ, αλλά και τη Πέμπτη, 27 Σεπτεμβρίου στις 20:00, πάλι στην ΟΠΕΡΑ.  Από την άλλη πλευρά, έχουμε το "Smashed" για το οποίο θα πούμε δυο πραγματάκια σήμερα, οπότε δε λέω εδώ κάτι περισσότερο πέρα από το οτι ήταν μια πραγματικά feelgood ταινία, με τον δικό τις κατά πολλές στιγμές, πικρό και ακαλούποτο τρόπο.  Αν σήμερα ψάχνεστε για ταινία, τσεκάρετε στις Νύχτες το "Grabbers" με ένα μάτσο εξωγήινους αλλεργικούς στο...αλκοόλ, μια ταινία του σκηνοθέτη των "Shaun of the Dead" και "Hot Fuzz" (ΔΑΝΑΟΣ 1, 00:00), ενώ για πιο απογευματινούς τύπους υπάρχει και το "Safety Not Guaranteed", όπως όλα δείχνουν-πολύ καλό romantic, sci-fi ταινιάκι που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Sundance (17:45 ΙΝΤΕΑΛ).  Αυτά λοιπόν.  Ξεκινάμε!


Η Kate (Mary Elizabeth Winstead) και ο σύζυγός της Charlie (Aaron Paul), είναι ένα νεαρό ζευγάρι εθισμένο στο αλκοόλ, που εκτός από την τρέλα της ηλικίας τους, κουβαλούν και τις extra δόσεις τρέλας που τους προσφέρει ένα φλασκί καλό ουίσκι, ή μια δωδεκάδα μπύρες.
Αν και οι δυο τους αντιμετωπίζουν μέχρι ενός σημείου τον εθισμό τους, ως κάτι το καθημερινό και χαριτωμένο, η Kate σύντομα θα συνειδητοποιήσει οτι αυτή η κατάσταση δε μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμη.  Η αφορμή;  Όταν έπειτα από ένα hangover ξεράσει μπροστά στα πιτσιρίκια στα οποία κάνει μάθημα (καθότι δασκάλα) και αναγκαστεί να παραδεχθεί οτι είναι...έγκυος, προκειμένου να τα μπαλώσει όπως όπως, τότε μόνο θα δει οτι ίσως και να έχει πάρει τον δρόμο χωρίς γυρισμό.  Σίγουρα σε αυτό βοηθάει το γεγονός οτι κάποιες φορές ξυπνάει έξω στον δρόμο, πλάι σε ρεματιές ή απλώς σε στέκια αστέγων, χωρίς να έχει καμία επαφή με το περιβάλλον και όντας ακόμα υπό την επήρεια ενός τρομερού, οινοπνευματώδους πονοκεφάλου.
Βλέποντας λοιπόν οτι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, η Kate θα αναζητήσει βοήθεια στους ΑΑ, εκεί οπού θα γνωρίσει την πνευματώδη Jenny (Octavia Spencer) η οποία και θα γίνει 'ανάδοχός' της, στον δύσκολο δρόμο της απεξάρτησης.  Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, καθώς ο Charlie συνεχίζει ακάθεκτος το ποτό, η μητέρα της δε της προσφέρει τη παραμικρή συμπαράσταση, ενώ σύντομα και η δήθεν εγκυμοσύνη της, θα αρχίσει να προκαλεί ερωτήματα.  Και τώρα, πως θα ξεμπλέξει από αυτόν τον μικρό χαμό που έχει δημιουργηθεί;


Ο σκηνοθέτης της ταινίας, James Ponsoldt, αποτελεί κλασική περίπτωση νέου και ανερχόμενου, ανεξάρτητου σκηνοθέτη με καταγωγή εκ Αμερικής, ο οποίος έκανε και το πρώτο του, επιτυχημένο βήμα στο φεστιβάλ του Sundance, στο οποίο η ταινία του κέρδισε το Special Jury Prize στην κατηγορία του δράματος.
Κάθε νέος σκηνοθέτης φιλοδοξεί, οτι το πέρασμά του από τα διάφορα-και ως επί το πλείστον ανεξάρτητα- φεστιβάλ, θα είναι ένα από αυτά που θα ξεχωρίσει και θα καταστήσει το όνομά του συζητήσιμο μέσα στους κόλπους των εναλλακτικών προτάσεων.
Κάπως έτσι λοιπόν φαίνεται πως είναι και η μέχρι τώρα, μικρή πορεία του Ponsoldt, ο οποίος μετράει στο ενεργητικό του τρία short-φιλμάκια, ένα full-length κινηματογραφικό ντεμπουτάρισμα, το "Off the Black", με πρωταγωνιστή τον Nick Nolte, καθώς και τη συμμετοχή στο ντοκιμαντέρ, "We Saw Such Things".  Στη συνέχεια, η δημιουργία του indie drama-comedy "Smashed", έστρεψε τα φώτα πάνω στον σκηνοθέτη, που μάλλον πήρε φόρα, αν κρίνουμε από το προ-παραγωγικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται μια ακόμη ταινία με πρωταγωνίστριες την Winstead (για ακόμη μια φορά), καθώς και την Shailene Woodley, που τη θυμάσαι ίσως από τον ρόλο της κόρης του George Clooney, στο "The Descendants".
Λίγα πράγματα, αλλά καλά μέχρι τώρα ο Ponsoldt, δεδομένου οτι το "Smashed" είναι σίγουρα από τις πιο indie και περίεργα feelgood καταστάσεις που θα μπορέσεις να απολαύσεις τη φετινή χρονιά.  Το γεγονός μάλιστα οτι κατασκευάστηκε με $1 εκατομμύριο, λέει πολλά για την ανεξάρτητη αφετηρία της, που ακόμα και αν δε μας παρέσυρε με την κλασικής υπόστασης υπόθεσή της, εντούτοις κατάφερε να μας σαγηνεύσει χάρη στην εκπληκτική χημεία των δυο πρωταγωνιστών, την εξαίσια σκηνοθεσία και την όμορφη μουσική επένδυση.


Το γεγονός οτι κάποια στιγμή έρχεται σε όλους η ευκαιρία να λάμψουν μέσα από κάποιον ρόλο, δε θεωρώ οτι είναι καθόλου τυχαίο, μιας που εκτός από το τρανό παράδειγμα του Matthew McConaughey (βλ. "Killer Joe" and more to come), έχουμε εν προκειμένω και τη περίπτωση της Winstead.
Έπειτα από ταινίες όπως τα "Final Destination 3", "Black Christmas" και το-οχι άλλα χορευτικά, φτάνει!-"Make it Happen", η πορεία της όμορφης ηθοποιού φάνηκε να αλλάζει έπειτα από τη μικρή, αλλά θαυματουργή της παρουσία στο ταραντινίστικο "Death Proof" με βλέμμα Λολίτας και κίτρινη αμφίεση cheer-leader, αλλά και στο totally fun "Scot Pilgrim vs. the World", στο οποίο υποδυόταν μια σούπερ cool τύπισσα, με φουξιομώβ μαλλί και ένα σωρό πρώην κομικίστικους γκόμενους για τα πανηγύρια.
Παρόλα αυτά ο ρόλος της ως αλκοολική σύζυγος στο "Smashed" είναι σίγουρα αυτός που θα την καθιερώσει στη συνείδηση πολλών, ως μια ηθοποιό που έχει πράγματα να δώσει.
Με ένα απόλυτα ρεαλιστικό και φυσικό τρόπο παιξίματος, η Winstead κερδίζει τις εντυπώσεις και προκαλεί τον εαυτό της και εμάς, σε ένα αιθυλικό ντελίριο που την κατεδαφίζει εκ των έσω.  Αμακιγιάριστη, με ντύσιμο γεροντοκόρης και αθλητικό "σπορτεξάκι", μακριές, πλεχτές ζακέτες και χαχόλικα φορέματα μέχρι τους αστραγάλους, η Winstead απέχει πολύ από την συμπαθητικά sexy παρουσία και τη φάση 'κορίτσι της διπλανής πόρτας' με την οποία την έχουμε συνηθίσει, βουτώντας στα βαθιά και εξερευνώντας με τρόπο χαλαρό και πικρά διασκεδαστικό, την προσωπικότητα ενός ατόμου εθισμένου στο αλκοόλ.
Και αν η ίδια είναι καλή (όπως δηλαδή και ο Paul), υπάρχουν κάνα-δυο στοιχεία που προσωπικά ίσως να με ξένισαν και λίγο, δε μου στοίχησαν όμως καθόλου την απόλαυση της ταινίας και ειδικά του σφιχτοκαρδικού της τέλους που με έκανε να λυγίσω, έτσι χωμένη καθώς ήμουν στη καρέκλα μου.


Αρχικά, βρήκα λίγο αμφιταλαντευόμενη τη προσπάθεια του Ponsoldt να αναπαραστήσει ένα θέμα τόσο βαρύ όσο ο αλκοολισμός μέσα από τη ταινία του, καθώς άλλες φορές είχα την εντύπωση οτι έψαχνε να βρει το πολύ σοβαρό της υπόθεσης, και άλλες πάλι, οτι το όλο θέμα αντιμετωπιζόταν ως ένα παιχνίδι για ενηλίκους.  Στην ουσία αισθάνθηκα να αποπροσανατολίζομαι λίγο ως προς το πως έπρεπε και εγώ να αντιληφθώ το πρόβλημα του εθισμού των πρωταγωνιστών: ως ένα πρόβλημα στιβαρό που τους δημιουργεί τεράστια θέματα στον γάμο, την μεταξύ τους σχέση και τις κοινωνικές επαφές με τους γύρω τους, ή ως ένα περιστασιακό καπρίτσιο και των δυο, το οποίο ήταν λιγάκι τρελιάρικο, ήταν και λιγάκι επικίνδυνο, αλλά στη τελική περνούσαν και καλά βρε αδελφέ;  Αυτό με ενόχλησε κάπως, μιας που θα επιθυμούσα μια πιο προσανατολισμένη κατεύθυνση σχετικά με το θέμα του πιοτού.  Παρόλα αυτά μπορώ να κατανοήσω και την ίδια τη φύση της ταινίας, η οποία όντας λίγο πιο εκτός πεπερασμένων ορίων, προφανώς ήθελε να δείξει το πόσο χαμένα μοιάζουν έτσι κι αλλιώς δυο νέα παιδιά: πότε έτσι, πότε αλλιώς και πάει λέγοντας.
Το δεύτερο και τελευταίο στοιχείο που απλά μου προκάλεσε μια μικρή αμηχανία, ήταν μια εκ των σκηνών στην οποία η Winstead είναι μεθυσμένη και ξεσπάει στον άντρα της.  Τη συγκεκριμένη προσπάθεια τη βρήκα περισσότερο 'στημένη' απ'οτι θα έπρεπε και είχα την εντύπωση οτι η Winstead έκανε οτι μπορούσε προκειμένου να μας πείσει οτι έμαθε να παίζει τη μεθυσμένη.  Νευρόσπαστες κινήσεις, παραληρηματικά γελάκια και υπερβολικά ξύλινες φωνές, δημιούργησαν μια περίεργα προσποιητή ατμόσφαιρα που λίγο με ξένισε.
Αυτή η σκηνή ολίγων λεπτών βέβαια, δεν είναι ικανή να σας στερήσει την γενικότερη ιδέα και feeling της ταινίας (αν δηλαδή σας προβληματίσει και εσάς, διαφορετικά no problem) το οποίο ομοιάζει αρκετά σε στήσιμο και στυλ, με το πρόσφατο "Take this Waltz", με τη διαφορά οτι εκεί η ονειρική σκηνοθεσία πάει χεράκι-χεράκι με την εύθραυστη προσωπικότητα της Williams (υπερτονίζοντας την καταπιεσμένη φύση της), ενώ εδώ η κάμερα λειτουργεί περισσότερο ως καταγραφέας μιας επικείμενης μπόρας.


Στα θετικά της ταινίας μπορούμε να βάλουμε περισσότερα, μην ανησυχείτε.
Καταρχάς, το έτσι κι αλλιώς καλό, κεντρικό δίδυμο, πλαισιώνουν η βραβευμένη με Oscar, Octavia Spencer η οποία κρατάει τα μπόσικα της Winstead και λειτουργεί περισσότερο υποστηρικτικά (με τις δικές της καλές στιγμές), ενώ ο Nick Offerman (γνωστός από τη συμμετοχή του σε ουκ ολίγες τηλεοπτικές σειρές, όπως το "Parks and Recreation") είναι κάτι σε διασταύρωση Ζακ Γαλιφιανάκη και creepy guy, γεγονός που δεν απέχει και πολύ από τις ξεδιάντροπες και λοιπές χιουμοριστικές του ατάκες.
Στο πλευρά της πολύ καλής Winstead, o Paul υποδύεται τον Jesse Pinkman από το "Breaking Bad", ένα alter ego που μάλλον θα τον κυνηγάει για πολύ ακόμα στις κινηματογραφικές του επιλογές.  Μετρημένος, μεθυσμένος και με επαφή 'χάρμα οφθαλμών' με τη συμπρωταγωνίστριά του, δίνει μια ερμηνεία στα κυβικά του και αποδεικνύει πως όταν έχεις τιθασεύσει έναν τόσο δύσκολο και απαιτητικό ρόλο, όπως αυτόν στο Breaking Bad, μπορείς να κάνεις πολλά.  Και ακόμα περισσότερα από αυτά.
Η σκηνοθεσία του Ponsoldt είναι γλυκιά και μεστωμένη (σαν παλιό, καλό κρασί, oh the irony) με instagram-ικά πλάνα, αποχρωματισμένα φίλτρα, πλανάκια που κουνιούνται στο χέρι και μια ταξιδιάρικη αίσθηση να πλανάται ολούθε.  Οι μουσικές νότες, προσδίδουν επίσης μια κλαψιγελική διάσταση, προκαλούν συγκίνηση, αλλά και μια ταυτόχρονη αισιοδοξία που λειτουργεί σαν βάλσαμο στη καρδιά.
Το "Smashed" μέσα από χιουμοριστικές στιγμές, γλυκόπικρες συγκρούσεις, ειλικρινείς ερμηνείες και μια τόσο ταιριαστή σκηνοθεσία, φέρνει στο προσκήνιο ένα σοβαρό πρόβλημα, υπό το πρίσμα όμως μιας καλειδοσκοπικής, συναισθηματικής γκάμας και σε κάνει να το απολαμβάνεις γιατί είναι ακριβώς όπως η ζωή: πικρούτσικο, γλυκούτσικο και στυφό, αλλά και τόσο λυτρωτικό.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ένα δυνατό κοκτέιλ. Χα, κοίτα να δεις...

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αντί για κρακ, ήθελα λίγη blue meth (σαρκασμός στο full), οτι ο Paul αν δε πει τη λέξη "bitch" απλά δε μπορεί και οτι όταν ο γκόμενός σου κοιμάται όταν κάνετε sex, ακολούθησε τον δρόμο που χάραξε η Kate.  Εγγύηση.


TRIVIA
  • Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκανε μέσα σε μόλις, 19 μέρες!
(ΠΗΓΗ IMDB)
 

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Fear and Trembling (a.k.a Stupeur et tremblements): We don't have Paris anymore

Allo again!  Σήμερα, με την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, είπα να ανεβάσω στο blog μια από τις τελευταίες ταινίες που είδα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μιας που μέχρι και τον Οκτώβρη πια, οτι ταινιάκια προτείνω, θα προέρχονται από τις επιλογές μου στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Αθηνών.  Για όσους ενδιαφέρονται, σήμερα θα κάνει πρεμιέρα η νέα ταινία του Jacques Audiard, "Rust and Bone" με την Marion Cottilard, την οποία βέβαια να θέλετε να δείτε, καλύτερα να κάνετε υπομονή μέχρι την επίσημη, έξοδό της στις αίθουσες, μιας που όπως ακούγεται, τόσο η πρεμιέρα, όσο και η επανάληψη της είναι ήδη, κλεισμένες.  Αν έτσι κι αλλιώς αποφασίσετε να μείνετε για ταινία σπίτι, τότε τσεκάρετε το σημερινό "Fear and Trembling", το οποίο παρά τον παραπλανητικό του τίτλο, δεν έχει καμία σχέση με ταινία θρίλερ/τρόμου.  Περίεργο φιλμάκι που για ακόμη μια φορά δεν είναι για όλα τα γούστα, αλλά περισσότερο για όσους θέλουν να δουν κάτι διαφορετικό και περίεργα τραγελαφικό.  Ξεκινάμε;


H Amelie (Sylvie Testud) είναι μια Βελγίδα, η οποία γεννήθηκε και έζησε τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωή της στην Ιαπωνία.  Όταν ο καιρός πέρασε και έγινε μεγαλοκοπέλα, κατάφερε να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και να επιστρέψει και πάλι στη χώρα, που τόσο πολύ την είχε συγκλονίσει ήδη από πιτσιρίκι.
Αφού έκλεισε ένα μονοετές συμβόλαιο ως μεταφράστρια σε μια από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρίες του κόσμου, την Yumimoto, υπέθεσε οτι τα πράγματα θα έβαιναν καλώς και οτι επιτέλους θα μπορούσε να κάνει αυτό που ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή της: να εργαστεί και να ζήσει στην Ιαπωνία.
Ξεκινώντας λοιπόν από χαμηλά, η Amelie τα κατάφερε.  Τι ακριβώς;  Μα να πέσει ακόμη χαμηλότερα, εξαιτίας της άγνοιας και της δυσκολίας κατανόησης, της γιαπωνέζικης κουλτούρας και μάλιστα αυτής, που χαρακτηρίζει αυστηρές και μετρημένες επιχειρήσεις όπως η Yumimoto.  H Amelie θα αρχίσει να κάνει το ένα στραβοπάτημα μετά το άλλο (ξεκινώντας από το να μιλήσει γιαπωνέζικα μπροστά σε ένα συμβούλιο της εταιρίας.  Αυτή, μια δυτική!), με αποτέλεσμα ακόμη και η κατά τα άλλα γοητευτική και συμπαθητική προϊσταμένη της, Fubuki (Kaori Tsuji), να την βάλει στο στόχαστρο.  Τότε, η μικροσκοπική "westerner" θα καταλάβει πόσο δύσκολο και απαιτητικό είναι να αποτελεί κανείς μέρος του ανατολικού τρόπου σκέψης.  Ο ναι, ανάμεσα σε αλλαγές κωλόχαρτων, και σφουγγαρίσματος των τουαλετικών πατωμάτων, η Amelie θα έχει άφθονο χρόνο να σκεφτεί τι πήγε στραβά. Fear and trembling φίλοι μου, fear and trembling.


Η ταινία βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα της συγγραφέως Amelie Nothomb, η οποία κέρδισε για το βιβλίο της αυτό, το μεγάλο βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας το 1999.
Αν και ο τίτλος του ήταν για πολλούς κάπως διφορούμενος (μιας που μεταφράζεται ως 'amazement and trembling', αλλά και ως 'fear and trembling', παραπέμποντας περισσότερο σε φόβο και τρόμο, παρά σε εντυπωσιασμό), η απάντηση φαίνεται να δίνεται μέσα από τις πρώτες σελίδες, στις οποίες η Nothomb εξηγεί οτι ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από ένα πραγματικό, παραδοσιακό γεγονός, όπως αυτό συνηθιζόταν να συμβαίνει την εποχή του Αυτοκράτορα.  Πιο συγκεκριμένα αναφέρει πως κατά την ιστορική περίοδο μέχρι και το 1947, όταν και ο Αυτοκράτορας αντιμετωπιζόταν ως ένας επίγειος Θεός, οι πιστοί, έπρεπε να δείχνουν μπροστά του την ευλάβειά τους, με φόβο και δέος.
Παρά το γεγονός οτι οι περισσότεροι Ιάπωνες, δε γνωρίζουν μέχρι και σήμερα αυτή την-τείνει τρόπο-διαταγή, εντούτοις η εν δυνάμει, ιστορική αναφορά της Nothomb, μπορεί να εξηγήσει εύκολα και εύστοχα το περιεχόμενο της ταινίας, το οποίο λειτουργεί αφενός αφηγηματικά (για την καλύτερη δυνατή αναπαράσταση μιας πραγματικότητας, επί της οθόνης), και αφετέρου, ιδιαιτέρως καυστικά (και σε ορισμένες φορές με μια ξεκάθαρη διάθεση για μαύρο χιούμορ), με στόχο να βγάλει στην επιφάνεια τις τεράστιες πολιτισμικές διαφορές Ανατολής-Δύσης, καθώς και τις αδυναμίες της εκάστοτε πλευράς.


Τη σκηνοθεσία στη προκειμένη περίπτωση, ανέλαβε ο Γάλλος Alain Corneau, η τελευταία δουλειά του οποίου ήταν το "Love Crime" (2010-την οποία θα δούμε πάλι στις αίθουσες, αυτή τη φορά υπό την σκηνοθετική επιμέλεια του Brian de Palma και πρωταγωνίστριες τις Noomi Rapace και Rachel McAdams), λίγο πριν πεθάνει την ίδια χρονιά, σε ηλικία 67 ετών.
O Corneau μετρούσε στο ενεργητικό του αρκετές δουλειές, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν γαλλικής παραγωγής, ενώ είχε και το δικό του μερίδιο συμμετοχής στα διάφορα-ευρωπαϊκά ως επί το πλείστον-κινηματογραφικά φεστιβάλ.
To "Fear and Trembling" γυρίστηκε το 2003, και στην ουσία μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει ως μια στουντιακή ταινία, από την άποψη, οτι τα εξωτερικά πλάνα είναι ελάχιστα, σε σχέση με το πόσος χρόνος και χώρος καταναλώνεται μέσα στα γραφεία της επιχείρησης.
Η σκηνοθεσία είναι λιτή και απέριττη, με κάποια προτζεκτορικά τρικ που αναπαριστούν τις ονειροπολήσεις της Amelie (σε κάποιες σκηνές φαντάζεται οτι πετάει πάνω από την πόλη του Τόκιο) και ένα voice-over της πρωταγωνίστριας που λειτουργεί ως αφορμή για το ξεδίπλωμα της ιστορίας, η οποία λαμβάνει χώρο στο παρελθόν.  Στην ουσία η Amelie μας διηγείται την περιπέτειά της στην επιχείρηση της Yumimoto, με απώτερο και προφανή σκοπό, να υπάρξει και κάποιο ηθικό δίδαγμα στο τέλος αυτής.  Κατά τα άλλα η σκηνοθεσία είναι στρωτή, με μπόλικα cut και διαρκή γκρο πλάνα στους πρωταγωνιστές, και κυρίως στις δυο γυναίκες της ταινίας (πράγμα που έχει τη δική του σημασία, αν αναλογιστεί κανείς οτι μέσα στην ανδροκρατούμενη εταιρία, οι γυναίκες, είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού).


Μεγάλης σημασίας για την παραγωγή νοημάτων, είναι βέβαια και ο ίδιος ο χώρος μέσα στον οποίο προσπαθεί να λειτουργήσει η Amelie.  Γραφεία μικρά, στημένα από την παραμικρή ένδειξη έντονου χρώματος, και μια πληθώρα ανθρώπων που εργάζονται χωρίς να σηκώνουν κεφάλι, αποτελούν απλά τις πρώτες ενδείξεις όσον αφορά την πορεία της-σε πρώτη φάση-χαρούμενης και ενεργητικής πρωταγωνίστριας.  Ακόμα και η παρουσία της στους δρόμους της Ιαπωνίας, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα, αφού ο κόσμος που την περιτριγυρίζει είναι αγέλαστος και φουριόζος, δίνοντας αμέσως το στίγμα ενός λαού πειθαρχημένου και προσηλωμένου στις 'δικές του δουλειές'.  Ακόμα και από το ντύσιμο της Fubuki όμως, μπορεί κανείς να καταλάβει πολλά: επαγγελματισμός, αυστηρότητα, τελειότητα.  Ο καθένας μπορεί να προβεί εύκολα στις δικές του συγκρίσεις, και να τσιμπήσει από την αρχή όλα εκείνα τα μικρά, που ανάγουν όμως το νόημα μιας ταινίας σε μεγάλο.  Απλώς συγκρίνετε την αναμαλλιασμένη και παράταιρα ντυμένη Amelie, με την άψογα μακιγιαρισμένη και καθωσπρέπει Fubuki, και θα εντοπίσετε και εκεί το πολιτισμικό χάος το οποίο φαίνεται να διαχωρίζει τις δυο γυναίκες.
Η αλήθεια είναι πως στην προσπάθειά της η Nothomb να προβάλει το ισχυρό και απόλυτα επαγγελματικό προφίλ των Ιαπώνων, και κατ' επέκταση τη γενικότερη εικόνα που παρουσιάζουν ως λαός, ίσως και να το παράκανε λιγάκι με την υπέρ του δέοντος κακία και τα πισώπλατα μαχαιρώματα.  Εξάλλου τέτοια περιστατικά μπορούν να συμβούν οπουδήποτε, χωρίς να υπάρχει ένας πολιτισμικός γκρεμός στη μέση.


Από την άλλη μεριά, η ταινία σίγουρα προσφέρει και σε έναν, κάποιο βαθμό μια γεύση του αυστηρού κόσμου στον οποίο ζουν οι Ιάπωνες, ακόμα και αν πρόκειται για το επαγγελματικό τους περιβάλλον.  Και σίγουρα κάπου εκεί θα ανακαλύψετε και την μεγάλη ειρωνεία της ταινίας: πως γίνεται οι υψηλά ιστάμενοι, να ζητούν από την Amelie σεβασμό, ταπεινότητα και επαγγελματισμό, όταν την κατσαδιάζουν σαν υστερικοί, την αποκαλούν ηλίθια και δεν αναγνωρίζουν την πραγματική, επαγγελματική της δυνατότητα, για την οποία στην ουσία την προσέλαβαν;
Αυτή ακριβώς η δισυπόστατη φύση των Ιαπώνων είναι που τελικά οδηγεί την Amelie σε ένα βραχυκύκλωμα ολκής, δίνοντάς της έτσι ένα πρώτης τάξεως μάθημα για το τι πάει να πει Ανατολή. 
Πάντως εν μέσω προβληματικών σχέσεων και υποτιθέμενης ασέβειας απέναντι στην παράδοσή της Ιαπωνίας, μπορείς να εντοπίσεις και στοιχεία απτών, κοινωνικών θεμάτων, τα οποία ταλανίζουν την αμέμπτου ηθικής χώρα, μέχρι και τις μέρες μας.  Τρανό παράδειγμα η θέση της γυναίκας (η εργατική Fubuki, όσο σωστή και αν είναι στη δουλειά της, ποτέ δε θα φτάσει πιο ψηλά στην ιεραρχία της επιχείρησης), αλλά και η ανάγκη της νεότερης φουρνιάς Ιαπώνων, να μείνουν πιστοί στον 'θρύλο' της παράδοσής τους, παρά το γεγονός οτι ίσως και να μη συμφωνούν απόλυτα με αυτόν (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Πρόεδρος, ο οποίος ενώ αντιλαμβάνεται τις ικανότητες της Amelie, δε μπορεί να κάνει τίποτα απολύτως προκειμένου να αλλάξει το ιαπωνικό σύστημα φιλτραρίσματος μελλοντικών, εταιρικών στελεχών).
Όσον αφορά τις ερμηνείες, βασικά είναι μια, αυτή της Sylvie Testud, η οποία φορτώνεται όλο το βάρος στις πλάτες της, και τα καταφέρνει περίφημα...awkwardly.  Με το διογκωμένο της βλέμμα, το μικροσκοπικό της ανάστημα και την αμφίεση παραδουλεύτρας, είναι οτι πιο ξεκάρφωτο θα μπορούσες να φανταστείς, μέσα στην σχιστομάτικη λαοθάλασσα της Yumimoto, δίνοντας παράλληλα μια νευρική και-εσκεμμένα-άτολμη ερμηνεία που κολλάει γάντι, απέναντι στους σαν στυλιάρια ξύλινους (και πάλι επίτηδες) συμπρωταγωνιστές της.
Το "Fear and Trembling" είναι μια κωμωδία περίεργη, που λίγοι θα την δουν, και ακόμα λιγότεροι θα την εκτιμήσουν.  Θεώρησα όμως οτι αξίζει να βρίσκεται στο blog εξαιτίας της διαφορετικής της προσέγγισης, όσον αφορά το θέμα στην διαφορά παράδοσης, ηθών και εθίμων, ανάμεσα στη σύγχρονη Ανατολή και Δύση.  Ρίξτε μια ματιά και στο trailer παρακάτω και η απόφαση δική σας.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι υπάρχει σοκολάτα με γεύση πεπόνι (ιουυ), οτι όλοι κάποια στιγμή πετάνε τα ρούχα τους μέσα στο άδειο γραφείο και χοροπηδάνε γυμνοί και οτι η καλύτερη δουλειά για έναν "δυτικό" σύμφωνα με τη είναι να δουλεύει σκουπιδιάρης.


No trivia



Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Eagle vs Shark: Can you spell a-w-k-w-a-r-d?

Hello hello και καλή εβδομάδα σε όλους!  Επιτέλους δροσιά και βροχή, και πόσο απολαυστικό να γράφεις με έναν τέτοιο καιρό έξω;  Μόλις δυο μερούλες έμειναν μέχρι την έναρξη του 18ου φεστιβάλ, Νύχτες Πρεμιέρας, και φαντάζομαι όλοι ετοιμάζετε εισιτήρια και παρτενέρ, προκειμένου να παρευρεθείτε και εσείς στη γιορτή του cinema, που μας έβγαλε και τη πίστη βεβαίως βεβαίως, μέχρι να αρχίσει.  Αν λοιπόν ψάχνετε κάτι να δείτε μέχρι να ξεκινήσει το καθημερινό μας ραντεβού στις αίθουσες του ΙΝΤΕΑΛ, Οdeon Οπερα, και Δαναό, τότε έχω σήμερα για εσάς μια εναλλακτική και πολύ feel good ταινιούλα, από αυτές τις εντελώς ανεξάρτητες και εντελώς χωμένες κάπου στα βάθη του διαδικτύου, που όταν όμως τις ανακαλύψεις, αξίζει τον χρόνο και το ψάξιμο.  Παρόλα αυτά πρέπει να προειδοποιήσω μερικούς, πως η ταινία είναι είναι η προσωποποίηση του indie romance και συνεπώς όσοι δεν αρέσκονται σε αυτό το είδος, καλό είναι να μη την αναζητήσουν.  Όλοι οι υπόλοιποι feel free να την τσεκάρετε και περιμένω οσονούπω τις απόψεις σας.  Here we go!


Βρισκόμαστε κάπου στη Νέα Ζηλανδία του 2007, εκεί που παρά το νέο millennium, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει για τους δυο πρωταγωνιστές, οι οποίοι μπλέκουν σε ένα από τα πιο awkward love stories που έχεις δει σε ταινία.  Για να σου δώσω να καταλάβεις το μέγεθος της weird αυτής κατάστασης, σκέψου τη πρώτη φορά που βγήκες ραντεβού με το αγόρι/κορίτσι που σου άρεσε, τις ελάχιστες κουβέντες που ανταλλάξατε μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου (ναι ναι, όλοι έχουμε περάσει από ένα τέτοιο ραντεβού, το άβολο μπέργκερ με french fries που απολαύσατε λίγο αργότερα, καθώς και την επιστροφή στο σπίτι στο τέλος, με ή χωρίς φιλί (που κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν ένα και το αυτό).  Ωραία.  Τώρα φαντάσου μια σχέση στην οποία να πρέπει καθημερινώς να αντιμετωπίζεις άβολα γελάκια, geeky sex και πέρα βρέχει ατάκες.  Now, you know what i mean?


E λοιπόν αυτή ακριβώς την ατμόσφαιρα θα ζήσεις στο φουλ, αν αποφασίσεις να δεις τη συγκεκριμένη ταινία.  Η Lily (Loren Horsley) είναι μια νεαρότερη, ξεπατικωσούρα της Gillian Anderson, με ελιά πάνω στα χείλη, αυτοπεποίθηση παρατημένου κουταβιού, μαλλί που ακολουθεί πιστά τον νόμο της βαρύτητας και κοινωνική ζωή μονίμως καρφωμένη κάτω από τους μηδέν βαθμούς Κελσίου.  Σε μια προσπάθεια να ανεβάσει τη θερμοκρασιακή της βελόνα σε λίγο πιο hot αριθμούς, η Lily που εργάζεται σε ένα μπεργκεράδικο ονόματι "Meaty Boy", θα προσπαθήσει να διεκδικήσει τη προσοχή του μεγάλου της έρωτα, με κάθε πιθανό τρόπο: χαμογελώντας σπασμωδικά, γουρλώνοντας τα μάτια, στραβώνοντας το στόμα σε φάση 'περαστική ημιπληγία' και κερνώντας τηγανητές πατάτες deluxe.  Όπως δηλαδή κάνει κάθε μια από εμάς για να ρίξει το πολυπόθητο γκομενάκι.  Τςςς...
Από την άλλη πλευρά, ο μεγάλος έρωτας, ακούει στο όνομα Jarrod (Jemaine Clement), αγαπημένο του ζώο είναι ο αετός (o vintage κατά προτίμηση), φοράει παλιακά πατομπούκαλα πορνοστάρ των '70s, κουρεύεται στον μπαρμπέρη του macgyver, διατηρώντας το mullet του θελκτικό, κατασκευάζει freeky κεριά, παίζει video games εποχής atari, διατηρεί πλήρη συλλογή φονικών όπλων Ninja (suriken και nunchaku ftw) και έχει βάλει σκοπό της ζωής του, να κατατροπώσει τον άνθρωπο που του έκανε τον βίο αβίωτο στο σχολείο.  Ξέρετε τώρα, με badass πορτοκαλί μπαντάνα στο κεφάλι και κακά, '80s αεροκλωτσίδια.
Και επειδή ένα τέτοιο άτομο προφανώς και εκπέμπει απαράμιλλη γοητεία, κοίτα να δεις που το γλυκό τελικά δένει, η Lily επισκέπτεται μαζί του την γενέτειρα πόλη, και ο Jarrod αρχίζει την προετοιμασία του, προκειμένου να δείξει στην σαμοανή νέμεσή του, Eric Elisi, τι εστί βερίκοκο.  Χα.


Το όνομα Taika Waititi σου λέει κάτι;  Οχι;  Ούτε κι εμένα μου έλεγε, οπότε μπορείς να καταλάβεις τον λόγο που εντυπωσιάστηκα όταν αποφάσισα να τσεκάρω λίγο το profile του συγκεκριμένου τύπου (ναι δεν είναι τύπισσα, και εγώ αυτό νόμιζα στην αρχή), καθώς εκεί βρήκα πως οχι μόνο έχει κάνει διάφορες δουλειές σε κινηματογράφο και τηλεόραση, οχι μόνο έχει τσιμπήσει μια υποψηφιότητα για Oscar σε κατηγορία short film, αλλά αποτελεί επίσης κλασική, σκηνοθετική επιλογή διαφόρων κινηματογραφικών φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ενώ εκτελεί και χρέη ηθοποιού, εκτός από αυτά του σκηνοθέτη, με τον τελευταίο του ρόλο να εντοπίζεται στο-δυστυχώς-κακό, "Green Lantern".
Ο φίλος μας λοιπόν, με την καταγωγή από τους Μαορί της Νέας Ζηλανδίας, μετράει στο ενεργητικό του το "Eagle vs Shark", που αποτέλεσε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, καθώς και μια ακόμη πολυβραβευμένη ταινία, το "Boy" (2010).  Από εκεί και πέρα φαίνεται πως έχει ασχοληθεί περισσότερο με δουλειές για την τηλεόραση, με πιο γνωστή ίσως τη σειρά "The Flight of the Conchords", που θέτει στο επίκεντρο μια folk μπάντα με την ίδια ονομασία, που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της στην Νεα Υόρκη, και τον Jemaine Clement να κρατάει και εδώ έναν από τους βασικούς ρόλους.  Η σειρά έχει βρεθεί υποψήφια ουκ ολίγες φορές για βραβείο Emmy (δέκα συγκεκριμένα), ενώ διαθέτει και ένα αρκετά ισχυρό ρεύμα θαυμαστών, από θεατές που αρέσκονται σε πιο υποδόρια, κωμικές σειρές.
Αν παρόλα αυτά αρέσκεσαι και σε πιο περίεργο χιούμορ, από αυτό που δεν είναι ακριβώς χιούμορ, αλλά πιο πολύ αυτοσαρκασμός, και από εκείνες τις ατάκες που σκάνε στα μούτρα σου ξαφνικά, συνειδητοποιώντας το μέγεθος του περιεχομένου τους και αποφασίζεις να το φιλοσοφήσεις το θέμα, και ίσως μετά να γελάσεις κάπως πικρά, τότε το "Eagle vs Shark" είναι μια ταινία στην οποία θα τα βρεις αυτά.  Όπως, θα βρεις και άλλα...more or less.


Το "Eagle vs Shark" (σε περίπτωση που αναρωτιέσαι από που πήρε τον τίτλο του, μάθε οτι προέρχεται από τα αντίστοιχα, αγαπημένα ζώα των ηρώων, τα οποία μάλιστα υποστήριξαν ενδυματολογικώς σε ένα μασκέ, ζωο-πάρτι) θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως το νόθο δημιούργημα του Wes Anderson, και τολμώ να πω οτι κατά κάποιον τρόπο η ταινία κατατάσσεται στη κατηγορία, 'hipster, before it was cool' (well, hipsters gonna hate).
Αν έχεις δει πρόσφατα το "Moonrise Kingdom", θα διαπιστώσεις πως τα παστέλ χρώματα, οι πρασινωπές αποχρώσεις, η φωτογραφία, αλλά και το γενικότερο feeling που αποπνέει, ομοιάζει πολύ σε αυτό το ανεξάρτητο, νεοζηλανδικό κατασκεύασμα, και σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος εμπνέεται από ποιον.  Ακόμα και αν αυτό όμως, δεν έχει και τόση σημασία, σίγουρα θα διαπιστώσεις και από μόνος σου, το πόσο εύκολο (και στη προκειμένη περίπτωση θετικό) είναι να επικρατήσει μια κάποια συγκεκριμένη τάση στη σκηνοθετική ματιά των δημιουργών, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο τα κατά καιρούς trends με τα οποία πορεύονται οι λιγότερο, αλλά και οι περισσότερο γνωστοί σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου.
Όσον αφορά τη θεματική της ταινίας, σίγουρα εν ολίγοις αποτελεί ένα indie ρομάντζο, πολύ διαφορετικό από τα ρομάντζα του σωρού, αλλά που εκ των πραγμάτων είναι ακριβώς αυτό: μια corky ιστορία αγάπης, με ακόμα πιο ιδιόρρυθμους χαρακτήρες απ'οτι συνήθως.  Εξάλου δεν είναι περίεργο πως οχι μόνο οι κεντρικοί μας χαρακτήρες, αλλά ο κοιωνικός τους περίγυρος, χαρακτηρίζονται από αυτή την αλλοπρόσαλλη, αλλά τόσο cute λοξότητά τους ως άνθρωποι (ο πατέρας του Jarrod για παράδειγμα, κινείται με αναπηρικό καροτσάκι ενώ περπατάει κανονικά, η αδελφή του και ο άντρας της, έχουν κολλήσει θαρρείς στο παρελθόν, ντυμένοι με εκείνες τις cult, γυαλιστερές φόρμες γυμναστικής, ενώ ο φίλος του Jarrod, Mason, είναι ένας περίεργος, σπυριασμένος τυπάς που βλέπει με τις ώρες πορνό στον υπολογιστή του).  Και ενώ μεμονωμένοι, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες θα αποτελούσαν απλά, κοινωνικούς παρίες, συγκεντρωμένοι στο πλαίσιο μιας οικογένειας, δε φαίνονται και τόσο εξωπραγματικοί.  Κάθε άλλο, φαίνεται απλά να πορεύονται με μια κοσμοθεωρία και σε έναν κόσμο, δικής τους έμπνευσης, ακριβώς όπως και οι ήρωες του Wes Anderson.  Καλά, και με μπόλικες δόσεις '80s στυλ.


"I guess i've gotta keep creating or i'll just die", λέει ο Jarrod στη Lily και πάνω που έχεις αρχίσει να μπαίνεις στο κλίμα ενός socially awkward δεσμού, προσγειώνεσαι στιγμιαίως με αυτή την ατάκα, μόνο για να 'απογειωθείς' αργότερα με το εξίσου αποστομωτικό "where they too fat?", στη δήλωση της Lily "my parents died from heart attacks"...
Η ταινία αποτελεί στην ουσία μια διαρκή εναλλαγή ανάμεσα στο φευγάτο, και την επιστροφή στη πραγματικότητα, και παρά την ονειροπαρμένη και κάπως εκτός αλήθειας διάστασή της, εντούτοις, καταφέρνει και βγάζει ξεκάθαρο νόημα, από τη στιγμή που οι χαρακτήρες της, είναι άτομα που αντιμετωπίζουν έτσι κι αλλιώς, τα καθημερινά προβλήματα της ζωής τους.  Μπορεί δηλαδή να μιλάμε για την περίεργη ιστορία αγάπης, δυο εξίσου περίεργων και-με τον δικό τους τρόπο-ασυμβίβαστων νεαρών, στη τελική όμως ο καθένας παλεύει για κάτι χειροπιαστό: η μια για τον πραγματικό έρωτα, και ο άλλος για τον εξορκισμό των παλιών του δαιμόνων και την αποκατάσταση των σχέσεων με την οικογένεια και κυρίως τον πατέρα του.
Εκτός από τη ξεκάθαρη διάθεση του σκηνοθέτη να πρωτοτυπήσει όσο μπορεί θεματικά, επιδιώκει κάτι αντίστοιχο και από πλευράς κινηματογράφησης, με πολλαπλά cut, γκρο πλάνα και τις παρεμβολές μερικών ολιγόλεπτων, stop motion πλάνων, τα οποία προσδίδουν στην ταινία ακόμη πιο έντονο χαρακτήρα ανεξάρτητης προσπάθειας.  Παράλληλα, οι τόνοι κρατούνται χαμηλοί, η φωτογραφία των καταπράσινων τοπίων και του γαλανού ουρανού είναι ονειρεμένη, ενώ στο όλο "Napoleon Dynamite" feeling, έρχεται και προστίθεται και το υπέροχο, μελωδικό και γιουκαλιλικό soundtrack του film, δια χειρός 'The Phoenix Foundation' (αναζητήστε τους).
Αν λοιπόν αγαπάτε τα ιδιαίτερα, awkward και άνευ καλουπιού love stories με extra δόσεις χρώματος, μουσικής και περίεργης ομορφιάς, τότε επιλέξτε την και δε θα χάσετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο αποθανών αδελφός του Jarrod, είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, οτι ένα θέμα με τις τίγρεις το έχουν στη Νέα Ζηλανδία (είναι απλά 'παντού') και οτι η ατάκα του Jarrod "I'm complex", θα με ακολουθεί για καιρό.



No trivia

Πάρτε και ένα δείγμα από τη μουσική διάθεση της ταινίας.


Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Killer Joe: Κ.F.C will never be the same

 NEW ARRIVAL (από 20 Σεπτεμβρίου στις αίθουσες)

Καλησπέρα σε όλους.  Λίγο περίεργη η σημερινή μέρα (ήλιος και υγρασία δεν ήταν ποτέ από τα αγαπημένα μου ζευγαράκια), και το κεφάλι μου λες οτι πάει να σπάσει και λίγο, αλλά τι να κάνεις;  Δε μπορείς να τα'χεις και όλα δικά σου.  Έπειτα λοιπόν και από το χθεσινό τρέξιμο για να μαζέψω τα εισιτήρια για τις Νύχτες Πρεμιέρας (epic τρέξιμο για την ακρίβεια), και αφού ξεμπέρδεψα με αυτό, ήρθε επιτέλους η ώρα να γράψω και για ένα φρεσκότατο ταινιάκι που παρακολούθησα μαζί με μπόοολικα ακόμα άτομα, τη Πέμπτη το βράδυ στο σινε-ΘΗΣΕΙΟ, στα πλαίσια του 2ου Athens Open Air Film Festival.  Η ταινία με την οποία μας αποχαιρέτισε το φεστιβάλ, ήταν το "Killer Joe", μια μαύρη κωμωδία, με οτινανικές ερμηνείες που σπάνε κόκαλα και τον Mathew McConaughey στον καλύτερο ρόλο της νεοανεγερθείσας καριέρας του, δεδομένου οτι τα τελευταία, 2-3 χρόνια έχει αρχίσει να μας εκπλήσσει πραγματικά με τις κινηματογραφικές του επιλογές.  So, here we go.


Ο Chris (Emile Hirsch) είναι ένας νεαρός, drug dealer ο οποίος ζει κάπου στο Τέξας μαζί με την- απομυθοποιητική για το αμερικανικό όνειρο- οικογένειά του.  Ο πατέρας του Ansel (Thomas Haden Church) είναι ένας μπυρομανής ηλίθιος, τυπικής βλαχο-redneck φάσης, που περνάει τον χρόνο του από το συνεργείο, στο σιχλιασμένο οικογενειακό τροχόσπιτο, κι από εκεί στο τοπικό στριπτιτζάδικο, με τις 'πλαστικό βυζί καρμπόν' νταρντάνες μεγαλοκοπέλες.  Η νέα του γκόμενα, Sharla (Gina Gershon) είναι μια ξεπεταγμένη MILF, η οποία έχει φυσικά τη πουτανιά μέσα, αλλά και έξω της, εκφράζεται σαν φορτηγατζής, αγαπά την αδελφή του Chris, Dottie (Juno Temple) σαν δικό της παιδί και σιχαίνεται τον ίδιο τον Chris, όπως ο διάολος το λιβάνι (εχμμ το ίδιο και ο πατέρας του).  Από την άλλη πλευρά η Dottie είναι μια αλαφροΐσκιωτη παρουσία, ένα εύθραυστο και μυστήριο πλάσμα, που περνάει τη μέρα της βλέποντας ταινίες του Μπρους Λι, ρίχνοντας κλωτσιές και μπουνιές στον αέρα, ετοιμάζοντας φαγητό στο σπίτι και μιλώντας σαν τη χαμένη κόρη του Paulo Coelho ("your eyes hurt").  Μέσα σε αυτή τη κακορίζικη ατμόσφαιρα, θα έρθει να προστεθεί και ένα extra θεματάκι όταν ο Chris αντιμετωπίσει πρόβλημα με το μεγάλο αφεντικό της περιοχής, στον οποίο χρωστάει αρκετό παραδάκι έπειτα από μια στραβή με τη γκόμενά του.  Μη τα ρωτάτε...
Έτσι σε μια προσπάθεια να μαζέψει τα λεφτά, για να μη τον μαζέψουν αργότερα από κάνα χαντάκι, συλλαμβάνει τη φαϊνή ιδέα να σκοτώσει την μάνα του, προκειμένου να εισπράξει την ασφάλεια, ύψους $50.000.  Έτσι βάζει στο κόλπο τον πατέρα και τη μητριά του, και προσλαμβάνει έναν επαγγελματία εκτελεστή (ο οποίος τυγχάνει και ντετέκτιβ), τον Killer Joe (Mathew McConaughey), προκειμένου να βγάλει το φίδι από την τρύπα.  Επειδή όμως ο Chris δεν έχει τη χρηματική μπροστάντζα που θέλει ο νέος του 'φίλος', ο ωραίος Joe του ζητάει ως εγγύηση την Dottie(!).  Εκείνος με τα πολλά δέχεται.  Αnd then...all hell breaks loose.


Το γεγονός είναι πως μόνο μια ταινία σαν το "Killer Joe" θα μπορούσε να είναι υποψήφια στο περσινό φεστιβάλ της Βενετίας για τον Χρυσό Λέοντα και τελικά να καταλήξει να κερδίσει ένα άλλο βραβείο, αυτό του Χρυσού Ποντικιού (Golden Mouse award).  Και αν αναρωτιέσαι, τι στο καλό είναι αυτό το βραβείο, μπορώ να σου πω οτι απονέμεται από online κριτικούς, στην ταινία της αρεσκείας τους.  Συνεπώς μπορεί να μην είναι και τόσο κουλό όσο ακούγεται, αν όμως μείνεις μόνο στην ονομασία του συγκεκριμένου επάθλου, τότε μπορείς να καταλάβεις πολλά για αυτή τη ταινία την οποία πρόκειται να δεις.  Δεν είναι λιοντάρι, αλλά ένα βρώμικο και αρρωστιάρικο ποντίκι, που έχει όμως ακόμα αρκετές δαγκωνιές να μοιράσει.  Ναι ναι, αυτό ακριβώς είναι το "Killer Joe".
Αν πάλι σκέφτεσαι ποιος έχει σκηνοθετήσει μια τέτοια, αρκούντως σάπια ταινία, ε τότε θα σου πω και πολύ θα το ευχαριστηθώ.  Ποια θα έλεγες οτι είναι η πιο τρομακτική ταινία όλων των εποχών, αυτή που ακόμα και σήμερα να τη δει κανείς, θα την βρει τουλάχιστον highly disturbing;  Αν ακόμα δε τη μάντεψες, η ταινία που σου λέω είναι φυσικά το "The Exorcist" και ο σκηνοθέτης δεν είναι άλλος από τον γνωστό και μη εξαιρετέο, William Friedkin.
Ο William λοιπόν, ο οποίος έχει γράψει κινηματογραφική ιστορία με το δαιμονισμένο κοριτσάκι που ξερνάει πρασινίλες, έχει κατά καιρούς βρεθεί στο προσκήνιο με διάφορες ταινίες, επεισόδια τηλεοπτικών σειρών, ντοκιμαντέρ και γενικά ένα σωρό παραγωγές που αποδεικνύουν οτι δεν κάθετε ήσυχος.  Προσωπικά αν με ρωτήσετε, θα σας πω πως πριν από το "Killer Joe" (το οποίο ήδη διεκδικεί μια θέση στην blogoscar-ική μου λίστα), αγαπημένη ταινία του Friedkin ήταν το "Bug" του 2006, οπού και πρόσεξα για πρώτη φορά την τρέλα που βαράει τον Michael Shannon και για την οποία, πολύ τον εκτίμησα.  Ε τώρα, και μετά από αυτό το ανοσιούργημα του black humor, η εκτίμηση για τον Friedkin ανέβηκε ένα σκαλί περισσότερο.  Τουλάχιστον.


Εκτός βέβαια από τη σκηνοθετική δεινότητα του Friedkin, σπουδαία είναι στη προκειμένη περίπτωση και η συμβολή του συνεργάτη του, Tracy Letts, ο οποίος έγραψε το σενάριο, προσαρμόζοντάς το από το ομώνυμο θεατρικό, δικής του έμπνευσης.  Και το 2006 όμως ο Letts, εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου για το "Bug", το οποίο είχε αποτελέσει και πάλι σε πρώτη φάση θεατρικό, δικής του γραφής.
Σε αντίθεση λοιπόν με την δουλειά και των δυο στο "Bug", το οποίο αποτελεί μια ταινία για τη σχιζοφρενική φύση του ανθρώπου, το "Killer Joe" είναι ένα φιλμ το οποίο αρχικά δεν είναι για όλους.  Εξαιτίας των υπερβολικά γραφικών σκηνών βίας, αλλά και του απροκάλυπτου γυμνού το οποίο μπορεί να φέρει μερικούς σε δύσκολη θέση, είναι ένα κατασκεύασμα για όσους έχουν λίγο πιο ανοιχτό μυαλό, και είναι διατεθειμένοι να απολαύσουν πραγματικό, βιτριωλικό, μαύρο χιούμορ.  Δε θα έπρεπε να ξεγελάσει κάποιον το γεγονός οτι αποτελεί επί της ουσίας μια κωμωδία, καθώς έχει πολλά χαρακτηριστικά που την καθιστούν ταυτόχρονα μια ταινία cult, με νεο-noir διαστάσεις, υπόγειο κοινωνικό σχολιασμό και μια περίεργη ψυχογράφηση, διαφορετικών ειδών ανθρώπων.
Στο "Killer Joe" κανείς δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός, αλλά όλοι μοιάζουν να αποτελούν έρμαια του χώρου, του τόπου και της κοινωνικής τους τάξης.  Η οικογένεια του πρωταγωνιστή ζει σε ένα λασπωμένο trailer park, κάτω από το διαρκές γάβγισμα ενός boxer ονόματι Τ-bone (μπριζόλα), τρώγοντας τηγανισμένο κοτόπουλο και εν μέσω διαρκών εντάσεων, ξεκατινιασμάτων και βρισίματος.  Μέσα σε μια τέτοια καθημερινότητα δεν είναι να απορεί κανείς πως ο γιος μπλέκει με το εμπόριο, η κόρη είναι στον κόσμο της (οχι και τόσο καλύτερος ομολογουμένως) και ο killer Joe εκμεταλλεύεται τη κατάσταση-και εδώ που τα λέμε και τη Dottie-προκειμένου να βγάλει όλη τη διεστραμμένη μανιακή του διάθεση.
Κοινωνική εξαθλίωση, ζωή δίχως μέλλον, έμποροι ναρκωτικών, ένας πληρωμένος δολοφόνος και ένας σκατόκαιρος (δεν είναι τυχαίο που η βροχή πέφτει αμείλικτη), συνθέτουν ένα ταινιακό παζλ, που από τη πρώτη στιγμή σε κάνει να αισθάνεσαι τη δυσωδία και τη ντεκαντάνς, πάνω στο ίδιο σου το κορμί.  Και το χειρότερο;  Μέσα σε αυτή την ανθρώπινη αποσύνθεση, ο Friedkin βρίσκει την ευκαιρία για υποδόριο χιούμορ και με τις 50 shades of black του.  Right to the bone.


Η σκηνοθεσία του Friedkin είναι καθαρά αφηγηματική, χωρίς χρονικά κολπάκια, περίεργες γωνίες λήψεις ή πλάνα που κρύβουν κάποιο βαθύ, φιλοσοφικό νόημα.  Κάθε άλλο.  Η κάμερά του ακολουθεί τις καταστάσεις αποστασιοποιημένη, καταγράφει τις εξελίξεις με τρόπο ρεαλιστικό και δίνει κάθε φορά στον εκάστοτε ήρωα, τον χώρο που απαιτεί το υποκριτικό του βάρος, προκειμένου να στηθεί επαρκώς και να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της αναθεματικής αυτής ιστορίας.
Βέβαια υπάρχουν στιγμές που καταλαβαίνεις οτι ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε τόσο έξοχα τον Εξορκιστή, δε μπορεί να έχει ξεμείνει από ιδέες.  Τις εμπνεύσεις του, μπορείς να τις αναζητήσεις σε πλάνα όπως είναι ένα συγκεκριμένα για παράδειγμα, στο οποίο ενώ η κάμερα είναι ακινητοποιημένη πότε από τη μια πλευρά του Hirsch, και πότε από την άλλη του McConaughey, ενώ είναι μαζί μέσα στο αυτοκίνητο, ξαφνικά βγαίνει εκτός, αφήνει το αμάξι να τη προσπεράσει και μένει πίσω, επιλέγοντας να αφήσει σε κοντινό για μερικά δευτερόλεπτα, τρεις ξύλινους σταυρούς μπηγμένους στο έδαφος.  Μια ξεκάθαρη προοικονομία, ή ίσως μια θύμηση των παλαιότερων, μεγάλων στιγμών του;  It's your call.
Εκτός από το καθαρά σκηνοθετικό κομμάτι, όλο το μουντό τοπίο της Louisiana στην οποία έγιναν τα γυρίσματα, οι σκουριασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, οι μπετονιασμένες γέφυρες κυκλοφορίας, ο καταξεραμένος κόσμος και το γεγονός οτι οι πιο κρυφές και μιασματικές πράξεις γίνονται νύχτα, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για τον σκοπό των δημιουργών: το χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας του Νότου, μίζερης και θανατερής, με ήρωες που αμφιταλαντεύονται μέσα στην άγνοιά τους, ανάμεσα στο θλιβερό και το αστείο.  Υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό;


Το cast είναι εντυπωσιακά ταιριαστό, με τον καθένα να κρατάει από ένα κομμάτι, μιας ιδιαίτερης ερμηνευτικής πίτας.  Η Gershon μας δείχνει το μάγκικο και βραχνιασμένο της υποκριτικό ταλέντο (και οχι μόνο, μιας που η ταινία ξεκινάει με πλάνο από τη μέση της και κάτω, γυμνή και με έναν διόλου ευκαταφρόνητο 'θάμνο' να ανοίγει την πόρτα στον Hirsch), o Church είναι η προσωποποίηση του πιο απαθούς και χαζού άνδρα που μπορείς να φανταστείς, αλλά και του πιο αποτελεσματικού στην τελική και με τις καλύτερες ατάκες μέσα στη ταινία, ο Hirsch παραπέμπει εξωφρενικά σε μια νεότερη εκδοχή του di Caprio από πλευράς φυσίκ και φωνής, και δίνει ξανά πολλά στον ρόλο του (έπειτα από την κακοτοπιά του "The Darkest Hour", ακόμα και αν βγήκε μετά τον Joe), ενώ και η Juno Temple είναι ένα από τα γρήγορα, ανερχόμενα ταλέντα της Χολιγουντιανή βιομηχανίας, που με προσεχτικές επιλογές, έχει καταφέρει μέχρι τώρα να είναι πολύ καλή όπου κι αν παίζει.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, ο ρόλος της είναι έτσι κι αλλιώς πιο απαιτητικός, μιας που καλείται να υποδυθεί ένα κορίτσι λίγο αλλιώτικο από τα άλλα, ένα θηλυκό που με τη πρώτη ματιά δε το καταλαβαίνεις, αλλά σύντομα αρχίζεις να συνειδητοποιείς οτι κάτι δε πάει καλά με αυτή.
Βέβαια όπως καταλαβαίνετε, αυτός που κλέβει τη παράσταση είναι ο McConaughey ο οποίος δίνει ρεσιτάλ τρέλας, διαστροφής και κακόβουλης διάθεσης.  Πλέον μπορούμε να πούμε με σιγουριά, οτι ο ξανθός ηθοποιός έχει επιτέλους βρει τον δρόμου του, μιας που εκτός από το "Killer Joe" θα τον δούμε και σε μερικές ακόμη, αξιοπρόσεκτες παραγωγές, όπως τα "Mud" του Jeff Nichols (υπεύθυνου για το περσινό "Take Shelter"), "The Wolf of Wall Street" του Scorsese καθώς και το "Τhe Dallas Buyer's Club".  Τρελός, φευγάτος και super ικανός να φέρει εις πέρας μερικούς, πραγματικά απαιτητικούς ρόλους, ο McConeughey επιτέλους ξύπνησε, αποδεικνύοντας οτι δεν είναι μόνο σερφ και κοιλιακούς, αλλά και κάτι παραπάνω.  Για την ακρίβεια, πολύ παραπάνω.
Το "Killer Joe" είναι μια ταινία σκληρή, όσο και σκοτεινά αστεία, γεμάτη κωμικοτραγικά ευτράπελα και βλαχαδερούς ήρωες.  Σίγουρα μια από τις πιο διαφορετικές ταινίες της χρονιάς και για κοινό που αγαπάει τον αυτοσαρκασμό και τις περίεργες διαθέσεις.  Μη τη χάσετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το να φοράς μάυρο παντελόνι, μαύρο πουκάμιστο, μαύρο δερμάτινο, μαύρα γάντια, μαύρα γυαλιά και μαύρο, καουμπόϊκο καπέλο, βοηθάει στο να μη δίνεις στόχο.  Ευτυχώς. Οτι καλό θα είναι πριν τη δείτε να μην έχετε φάει τηγανητό κοτόπουλο και οτι η extra χρησιμότητα μιας κονσέρβας θα σε εκπληξει.  Όπως και του μπουτιού κοτόπουλου.


No trivia