Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

The Hunter: Human is the biggest mistery of all...

Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους!  Κινηματογραφική μέρα η σημερινή μιας που χθες δόθηκαν οι Χρυσές Σφαίρες, υπό τον χιουμοριστική καθοδήγηση των Tina Fey και Amy Poehler.  Δεν έχω να πω πολλά πράγματα (μόνο πως εάν θέλετε να ενημερωθείτε σχετικά με τους νικητές, τα βραβεία και τα παραλειπόμενα, μπορείτε να επισκεφθείτε το Reel.gr και να τα μάθετε όλα).  Αυτό που θέλω να πω, είναι οτι τουλάχιστον στις Σφαίρες το "Argo" του Ben Affleck, μοιάζει να δικαιώθηκε, μιας που έφυγε με το βραβείο Καλύτερης Ταινίας (Δράμα) και Καλύτερης Σκηνοθεσίας, αφήνοντας πίσω του δημιουργούς όπως τον Spielberg και τον "Lincoln" του, καθώς και τον Ang Lee και το "Life of Pi" του (λογικό).  Την ίδια στιγμή Hugh Jackman και Anne Hathaway, βραβεύτηκαν αμφότεροι για τις ερμηνείες τους στους "Άθλιους", με τον Hugh να κερδίζει το βραβείο Καλύτερης 'Α Ανδρικής Ερμηνείας σε Μιούζικαλ/Κωμωδία, και την Anne να κερδίζει αυτό του Καλύτερου Β' Γυναικείου Ρόλου.  Στις σειρές, σάρωσε για ακόμη μια φορά το "Homeland", κερδίζοντας το βραβείο Καλύτερης Δραματικής Σειράς, όπως και οι πρωταγωνιστές του, Damien Lewis και Claire Danes, αυτά, των καλύτερων ηθοποιών δραματικής σειράς.  Στα ωραία στιγμιότυπα της βραδιάς, κατατάσσεται και η βράβευση της Jodie Foster, με το τιμητικό βραβείο Cecil B. Demille, και ο συγκινητικός της λόγος, σχετικά με την...ομοφυλοφιλία της, καθώς και η παράδοση του βραβείου Καλύτερης Ξενόγλωσσης στον Michael Haneke, από τους....Arnold Schwarzenegger και Silvester Stalone!
Και μετά από αυτή την mini, χθεσινή αναδρομή, ώρα να επιστρέψουμε και πάλι στα δικά μας.  Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ταινία, η οποία πέρασε λίγο στο αδιάφορο από τις αίθουσές μας, ενώ δε θα έπρεπε.  Για όλα τα καλά, και τα λίγα ενοχλητικά που διαθέτει.  "Τhe Hunter".


Ο Martin (Willem Dafoe), είναι ένας μοναχικός "μισθοφόρος", ο οποίος στέλνεται από μια εταιρία βιοτεχνολογίας με την ονομασία "Red Leef", στις κρύες, τασμανικές περιοχές της Αυστραλίας, προκειμένου να εντοπίσει και να πάρει το DNA, ενός κατά τα άλλα μυθικού πλάσματος, που μαρτυρίες θέλουν να εξακολουθεί να υπάρχει, ως το τελευταίο του είδους του: την Τασμανική τίγρη.
Ο πρωταγωνιστής θα ξεκινήσει ένα κοπιαστικό ταξίδι στην οργιώδη φύση της περιοχής, προκειμένου να βρει το ζωικό δείγμα και τα το επιστρέψει χωρίς πολλά πολλά στην εταιρία, παίρνοντας το παραδάκι και συνεχίζοντας μετά τη ζωή του.  Επειδή όμως η μοίρα ποτέ δεν μας τα φέρνει όπως θέλουμε, ο Martin θα βρεθεί μπλεγμένος συναισθηματικά με μια τοπική οικογένεια, και συγκεκριμένα με την Lucy (Frances O'Connor), μιας κοινοβιακής τύπισσας που προασπίζει την προστασία της Φύσης και των δασών της περιοχής, αλλά και με τα δυο της πιτσιρίκια.  Το πράγμα μάλιστα θα αρχίσει να μπλέκεται περισσότερο, όταν η Lucy του αποκαλύψει οτι ο σύζυγός της χάθηκε, χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος, ενώ αναζητούσε ένα μυθικό πλάσμα στην γύρω περιοχή.  Η σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη και ο Martin θα συνειδητοποιήσει οτι πίσω από το απλοϊκό παραπέτασμα, κρύβονται πολλά περισσότερα μυστικά απ'οσα θα μπορούσε να μαντέψει...


Ο Αυστραλός σκηνοθέτης, με την τηλεοπτικά φορτωμένη φιλμογραφία, Daniel Nettheim, βασίζει την υπόθεση της δεύτερης κινηματογραφικής του προσπάθειας, στην ομώνυμη νουβέλα της συμπατριώτισσάς του συγγραφέως, Julia Leigh, ικανοποιώντας την-φαντάζομαι, μιας που δεν έχω διαβάσει το βιβλίο-κινηματογραφικά, μιας που το "The Hunter" είναι μια ταινία που βρίθει φυσιολατρικής ομορφιάς και σιωπηλών στιγμών.
Μπορεί ο Nettheim να έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στην σκηνοθεσία τηλεοπτικών σειρών, η ταινία αυτή όμως αποδεικνύει πως εάν το θελήσει μπορεί να γίνει ένας σύγχρονος και άκρως ενδιαφέρον δημιουργός, ο οποίος δύναται μέσα από την κάμερά του να καταγράψει εξόχως την έννοια της ανθρώπινης μοναξιάς, την ταύτισή της με το ερημικό, σχεδόν αποκαλυπτικό τοπίο της βουνίσιας Αυστραλίας, και την λειτουργία αυτού ως καταλύτη απέναντι στις εταιρικές ενοχές και την διατάραξη της πράσινης ισορροπίας, από την ανθρώπινη παρέμβαση.
Αναμφίβολα οι εξωτερικοί χώροι των γυρισμάτων (σε μια Τασμανία η οποία έχει παραδοθεί τον τελευταίο καιρό, σε μια πύρινη Κόλαση, λες και η ταινία του Nettheim αποτελούσε κάτι σαν πικρή προ-οικονομία), αποτελούν τον βασικό πρωταγωνιστή της υπόθεσης, καθώς η υποβλητική τους ομορφιά και η μαεστρία του σκηνοθέτη που καθιστά και το παραμικρό δείγμα υγρασίας ή ψύχους, να λειτουργεί επιδραστικά στην ψυχοσύνθεση του θεατή, βάζοντάς τον σε μια θέση ανυπόφορου "κρύου", ακριβώς όπως αυτό που πηγάζει ακόμα και από την πιο μοναχική καρδιά (βλ. Dafoe). 
Σίγουρα η ταινία αποτελεί μια αξιοπρεπέστατη προσπάθεια, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο και από το one man show του Dafoe, ο οποίος είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικός, κάθε φορά που του δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσει ερμηνευτικά.  Και αν σκηνοθεσία, ατμόσφαιρα και πρωταγωνιστική υποκριτική βρίσκονται στα υπέρ, η απόδοση του σεναρίου και οι δευτερεύοντες ρόλοι, είναι εκείνα τα στοιχεία που δεν αφήνουν την ταινία να λάμψει, καταδικάζοντάς τη σε ένα δημιούργημα που ενώ θα μπορούσε να είναι κάτι το πραγματικά σπουδαίο, εντούτοις, κάπου χάνει.


Ο λόγος είναι πως το σενάριο της Alice Addison, μοιάζει περισσότερο σαν βεβιασμένη, δραματική ιστορία, από αυτές που έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε στον αμερικάνικο κινηματογράφο, παρά σαν μια ουσιαστική βάση η οποία να μπορεί να στέκεται, αλλά και να προωθεί παράλληλα τη δράση του κεντρικού ήρωα.
Αν και το story γίνεται λίγο πολύ κατανοητό, ήδη από τα μέσα περίπου της ταινίας, εντούτοις η προσπάθεια των δημιουργών, να αντλήσουν ένα βεβιασμένο συναίσθημα από τον πρωταγωνιστή (προσέξτε, όχι από εμάς, αλλά από τον πρωταγωνιστή), είναι κάτι το άβολο και μάλλον αχρείαστο, μιας που εκ των πραγμάτων η δυναμική του "The Hunter" έγκειται στις σκηνές στις οποίες απολαμβάνουμε τον Dafoe μόνο, παρέα με το αχανές, άγριο περιβάλλον της Τασμανίας.
Η ύπαρξη μιας υπόθεσης είναι τις περισσότερες φορές υψίστης σημασίας, προκειμένου τόσο ο κεντρικός ήρωας, όσο και οι ηθοποιοικοί παρατρεχάμενοί του, να μπορέσουν να εξελιχθούν στα πλαίσια ενός κινηματογραφικού δημιουργήματος.  Αντιθέτως εδώ, η αποξενωμένη στάση του χαρακτήρα, αν και original, επιδιώκεται να συνθλιβεί κάτω από το βάρος μιας φορεμένης οικογενειακής κατάστασης, στην οποία ο ίδιος θα πρέπει να παίξει τον ρόλο του απόντος αρσενικού (του πατέρα και του συζύγου δηλαδή).  Αν και η προσωπικότητα του Dafoe γίνεται ξεκάθαρη από το πρώτο κιόλας λεπτό της ταινίας (μια σκηνή η οποία μου έφερε στο μυαλό την απομόνωση του Captain Benjamin L. Willard, στις πρώτες στιγμές του "Apocalypse Now"), και την αποδεχόμαστε ως μια γνήσια, ανθρώπινη κατάσταση, εντούτοις αργότερα, το πράγμα μοιάζει να βαδίζει προς μια πιο mainstream αποτύπωση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα, οτι η φύση του κεντρικού χαρακτήρα είναι όπως είναι, μόνο για να γίνει αντιληπτή η μεταστροφή του αργότερα, πράγμα που είναι το ζητούμενο σε πολλές ταινίες, προκειμένου να προωθηθεί έτσι ο μύθος και να αναζητηθεί μια νέα πορεία προς το τέλος.  Εδώ όμως η όλη προσπάθεια, δεν πείθει και τόσο, μιας που η σχέση που αναπτύσσεται με την οικογένεια και βεβιασμένη μοιάζει, και δεν φαίνεται να δίνει σημασία σε αληθινές καταστάσεις, που εκ των πραγμάτων κλωτσάνε (χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός λίγο πριν από το τέλος της ταινίας.  Όσοι το έχετε δει, ξέρετε σε τι αναφέρομαι).


Στην τελική, τα δραματικά κομμάτια του φιλμ, θα μπορούσαν να απουσιάζουν, με εμάς, να παρακολουθούμε το α λα "Into the Wild" ταξίδι του πρωταγωνιστή, περιπλανώμενοι μαζί του, και αναγνωρίζοντας έτσι μια δική του εσωτερική αλλαγή, που θα μπορούσε να προέρχεται από την αυθεντική επαφή του με την Φύση, και τίποτα περισσότερο.  Βεβαίως όπως γίνεται αντιληπτό, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί, από τη στιγμή τουλάχιστον που μιλάμε για την μεταφορά ενός βιβλίου.
Εκτός λοιπόν από την άνιση απόδοση του οικογενειακού δράματος, η Frances O'Connor και ο Sam Neil, περιορίζονται σε μερικές μόνο σκηνές, οι οποίες αν αποτελούσαν αυτόνομα κομμάτια μιας ιστορίας, και μεγαλύτερη αξία θα είχαν και πιο ουσιαστική θα ήταν στην τελική, η συμμετοχή των ηθοποιών.  Αντιθέτως η O'Connor κάνει οτι μπορεί προκειμένου να βρει τα όποια ψήγματα υποβόσκοντος ρομάντζου ανάμεσα στην ίδια και τον χαρακτήρα του Dafoe, ενώ ο Neil περιορίζεται σε μια καρικατούρα του ρόλου του στο σπιλμπερικό, "Jurassic Park".
Αν δούμε λοιπόν μακριά από αυτές τις σεναριακές αναποδιές και την ανεκμετάλλευτη δράση των υπολοίπων συμμετεχόντων, το "The Hunter" είναι μια ταινία για τον άνθρωπο και την Φύση, ένα ταξίδι εσωτερικού στοχασμού και επαναπροσδιορισμού ολόκληρης της ζωής ενός ατόμου.  Διόλου τυχαίο πως στην άκρη αυτού του δρόμου, "περιμένει" ένα πλάσμα φανταστικό, μυθικών διαστάσεων και ανυπολόγιστης αξίας, σαν άλλο Ιερό Δισκοπότηρο, που προσφέρει την δική του αθανασία.  Παράλληλα, το εύρημα της τασμανικής τίγρης, έρχεται και δένει υπέροχα στον κόσμο του απόμακρου Martin, ο οποίος αισθάνεται την Φύση και κατ' επέκταση το ζώο που κυνηγά, ως μια προσωπική του μοίρα ή αν θέλετε, ως την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Η τίγρης και ο Martin κλειδώνουν από μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών, όπως η μοναξιά, η περιπλάνηση στη άγρια φύση και αναμονή ενός επικείμενου θανάτου.  Μπορεί η έμμεση αναφορά στην φυσιολατρική τάξη των πραγμάτων, όπως αυτή απαιτείται από τους ανθρώπους να είναι εκεί, αλλά την ίδια στιγμή ο Martin, είναι σαν να ακολουθεί στην ταινία τα χνάρια, του δικού του εαυτού, σε μια προσπάθεια ύστατης, τελικής αναγνώρισης αναφορικά με την πορεία της ίδιας του της ζωής.


Με μια εντυπωσιακή σκηνοθεσία που περιφέρεται εν μέσω σκληρών βράχων, παγωμένου ουρανού και πράσινου οργίου, το "The Hunter" σίγουρα δεν είναι μια ακόμη αδιάφορη ταινία, αλλά καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον σου κυρίως χάρη στην ερμηνεία του Dafoe (μηδέν συναίσθημα, full πληθωρικός), τα τοπιακά πλάνα και την αίσθηση ενός βαθύτερου, καλά κρυμμένου νοήματος περί ύπαρξης και ζωής, που σε καλεί να το ανακαλύψεις.  Και αν το τέλος, γκρεμίζει και πάλι την γνήσια οπτική που η ταινία θα έπρεπε να έχει, εσένα αυτό που σου μένει είναι το περονιαστό ψύχος και τα δόντια σου που κροταλίζουν θαρρείς, σε κάθε της λεπτό.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι αυτή την τίγρη, δε τη λες και τίγρη, οτι η O'Connor μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή μαστούρα και οτι ο Neil δεν έχει γεράσει.  Ναι, ακόμα.


No trivia

2 σχόλια:

  1. Δεν ξέρω αλλά με ενθουσίασε/γοήτευσε πολύ αυτή η ταινία. Αν και διαφωνούμε ως προς το σεναριακό κομμάτι της για το πόσο τελικά επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας, ωστόσο είναι πολύ καλά τεκμηριωμένη και εμπεριστατωμένη η άποψή σου (όπως πάντα άλλωστε), κάτι που εκτιμώ ιδιαίτερα.

    Όσον αφορά την διαφωνία μας πιστεύω ότι ο βασικός σεναριακός ιστός είναι πολύ δυνατός για να επηρεαστεί από κάποια (όπως τα λέω εγώ) “σεναριακά συμπληρώματα/ευκολίες” (η παρουσία του οικογενειακού δράματος, ο ρόλος του Σαμ Νιλ) όπου όντως, θα συμφωνήσω μαζί σου, χρησιμοποιούνται περισσότερο για να ενισχύσουν την δραματουργία της πλοκής παρά σαν κάποια φυσιολογική προέκταση της φυσιογνωμίας/ψυχοσύνθεσης του πρωταγωνιστή. Το να υπάρχουν όμως κάποια σεναριακά κλισέ σε μια ταινία δεν είναι κακό, αρκεί βέβαια να ξέρει να τα χειριστεί ο εκάστοτε σκηνοθέτης. Αν λοιπόν ο σκηνοθέτης αυτός είναι ταλαντούχος, με όραμα, δικό του προσωπικό ύφος κι έχει στην διάθεσή του ένα σενάριο με δυνατότητες, τότε αυτά τα σεναριακά κλισέ μπορεί να έχουν θετική επίδραση στην εξέλιξη της ιστορίας. Κάτι τέτοιο πιστεύω ότι συνέβη κι εδώ. Τώρα εάν κάποιος εξέταζε το σενάριο της ταινίας με βάση εκείνες τις αρχές/κανόνες που διδάσκονται στις κινηματογραφικές σχολές για την συγγραφή ενός “ιδανικού” σεναρίου, τότε πολύ πιθανόν να έχεις δίκιο. Εγώ όμως γενικά δεν ψάχνω για το “ιδανικό” σενάριο. Στην συγκεκριμένη ταινία δεν με ενόχλησαν καθόλου αυτά τα “σεναριακά συμπληρώματα/ευκολίες” διότι από την εξαιρετική κιόλας αρχή της έχει φροντίσει να χτίσει έναν πολύ δυνατό βασικό σεναριακό ιστό: Η πανίσχυρη και αδίστακτη πολυεθνική που θα κάνει τα πάντα για να πετύχει τον σκοπό της, ο μισθοφόρος και η μοναχικότητα του επαγγέλματος η οποία επιβάλλεται ώστε να φέρνει εις πέρας την εκάστοτε αποστολή του, και το κυριότερο η αναζήτηση του “ιερού δισκοπότηρου” (στην συγκεκριμένη περίπτωση η τίγρης της Τασμανίας) που αποτελεί και την θεμέλιο λίθο και την κινητήριος δύναμη όλης της αφήγησης. Σε συνδυασμό μάλιστα με τους υπέροχους εσωτερικούς ρυθμούς της (τόσο στην αφήγηση όσο και στην σκηνοθεσία), την εσωτερική ερμηνεία-δυναμίτης του Willem Dafoe, μα πάνω από όλα την καταλυτική παρουσία του τοπίου και το μυστικισμό που απόπνεαν η άγρια φύση των δασών της Ταζμανίας, έκαναν το τελικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον σε μένα, πολύ ιδιαίτερο.

    Τελικά από ότι κατάλαβα η μεγαλύτερη ένστασή σου είναι το ότι η μεταστροφή του ήρωα γίνεται από ένα “βεβιασμένο οικογενειακό δράμα” ενώ θα προτιμούσες να προερχόταν από την αυθεντική επαφή του με την Φύση. Όντως θα ήταν πολύ καλό όπου θα ταίριαζε περισσότερο με το πνεύμα της ταινίας.

    4,5/5: Εξαιρετική

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι ναι, συμφωνούμε! Αυτή ήταν και η βασικοτερη μου ένσταση. Δε με συνάρπασε σε καμία περίπτωση όπως εσένα (και το αγόρι μου δηλαδή, να τα λέμε αυτά :P), παρόλα αυτά είναι μια πολύ καλή προσπάθεια του σκηνοθέτη και βεβαίως γνώστη της σαγήνης της ηπείρου του. Σ'ευχαριστώ ακόμη μια φορά για τον χρόνο σου να γράψεις το σχολιάκι σου! ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή