O Remy (Olivier Barthelemy) είναι ένας νεαρός ο οποίος αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, τόσο στο σχολείο όπου δέχεται τον εμπαιγμό των συμμαθητών και συναθλητών του, επειδή είναι ένας κλασικός ginger head, όσο και στο σπίτι οπού οι καυγάδες με την αποξενωμένη μητέρα και την έφηβη αδελφή του, αποτελούν απλά καθημερινό φαινόμενο. Ο Remy μοιάζει με θηρίο στο κλουβί, και το βίαιο ξέσπασμά του δε θα αργήσει να συμβεί, όταν 'τα βάλει' με τις δυο γυναίκες μέσα στο σπίτι, τα μαζέψει και φύγει. Τότε για καλή του; τύχη θα συναντηθεί με τον Patrick (Vincent Cassel) έναν ψυχίατρο, ο οποίος αντιμετωπίζει και αυτός τα δικά του θέματα εξαιτίας της δουλειάς, και της-κατά όπως όλα δείχνουν-ανισόρροπης φύσης του. Όντας ginger head και ο ίδιος, θα προσπαθήσει να πάρει υπό την προστασία του τον Remy και να γίνει ο μέντοράς του σε ένα road trip κρυμμένης σεξουαλικότητας, βίας και σταρχιδισμού. Όταν μάλιστα ο Remy δει μια διαφημιστική καμπάνια για την Ιρλανδία, τίγκα σε μια κοκκινομάλικη οικογένεια, θα κάνει στόχο της ζωής του, να μεταβεί εκεί, σε μια χώρα που ποτέ ξανά δε θα νοιώσει τον εξευτελισμό, εξαιτίας του χρώματός των μαλλιών του. Το ταξίδι ξεκινά και οι δυο τους βιώνουν απρόβλεπτες καταστάσεις, που μπορεί να σημαίνουν τα πάντα. Μπορεί όμως και να μη σημαίνουν απολύτως τίποτα...
To "Notre Jour Viendra" αποτελεί την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Romain Gavras, γιου του πολύ γνωστού και βραβευμένου με Oscar Κώστα Γαβρά.
Τελευταία κυκλοφόρησε μάλιστα και το νέο video clip του νεαρού σκηνοθέτη, "No Church In The Wind", των Jay Z και Kanye West, στο οποίο βλέπουμε την ανελέητη βία ανάμεσα σε μια ομάδα 'επαναστατών του δρόμου' και της αστυνομίας. Αναμφίβολα θυμίζει έντονα τις καταστάσεις που λίγο πολύ βιώνουμε εμείς στην Ελλάδα κάθε χρόνο και ομολογουμένως αποτελεί ένα εντυπωσιακό και βίαια ωμό κομμάτι μουσικής τέχνης.
Κάπως έτσι είναι και η γαλλικής παραγωγής ταινία, με πρωταγωνιστή τον Vincent Cassel σε έναν ρόλο τον οποίο έχουμε επανειλημμένως συνηθίσει να βλέπουμε. Είτε πρόκειται για το "La Haine" (1995), είτε για τον εξίσου ανατρεπτικό και ιδιαίτερο ρόλο του στο κρονενμπεργκ-ικό "Eastern Promises" (2007), είτε για τις εντυπωσιακές του ερμηνείες στις ταινίες "Mesrine: Killer Insinct" (2008) και "Mesrine: Public Enemie #1" (2008) που αποτελούν την συνέχεια στην ουσία, την ίδιας ιστορίας, ο Cassel έχει τη δυνατότητα να υποδύεται πάντα ρόλους προκλητικούς, έξω από καλούπια και κλασικά μοτίβα, κινούμενος τις περισσότερες φορές σε καταστάσεις παραβατικής συμπεριφοράς και κοινωνικής περιθωριοποίησης. Και στη συγκεκριμένη ταινία, το κάνει για ακόμη μια φορά εξαιρετικά.
Η ταινία πραγματεύεται την ιστορία ενός πιτσιρικά που επίσης παίζει στο μη αποδεκτό τμήμα της κοινωνίας και του κόσμου γενικότερα. Το γεγονός οτι δέχεται την καζούρα των υπολοίπων εξαιτίας του κόκκινου μαλλιού του, είναι απλά ένας παραπάνω λόγος, προκειμένου εμείς ως θεατές τα ταχθούμε υπέρ των όποιων αντιδράσεών του, καθώς προφανέστατα αυτό που παρακολουθούμε είναι μια κατάφωρη αδικία. Και τι φταίει δηλαδή ο Remy που γεννήθηκε κοκκινομάλλης; Ποιο το πρόβλημα τέλος πάντων; Το πρόβλημα είναι πως ακόμα και αν δεν ήταν κοκκινομάλλης, θα μπορούσε να ήταν εύσωμος (όπως ένας συναθλητής που δέχεται την κοροϊδία εξαιτίας των κιλών του), έγχρωμος, καλός μαθητής και τόσα άλλα, από αυτά που πυροδοτούν τις άνευ λόγου αντιδράσεις της εκάστοτε σχολικής και τελικά κοινωνικής κλίκας, ή 'κάστας'.
Όταν μπαίνουν στη μέση τέτοιου είδους θέματα, γίνεται επίσης κατανοητό το πόσο εύκολο είναι κανείς να αγκιστρωθεί από τον οποιοδήποτε, ο οποίος θα δείξει ένα ενδιαφέρον για το πρόβλημά του και για το τι περνάει. Αυτό ακριβώς γίνεται ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή και από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η συνάντηση των δυο πρωταγωνιστών. Απλά, ξεκάθαρα και γρήγορα.
Αν κάτι χαρακτηρίζει την ταινία είναι η έντονη αίσθηση της αναρχίας και του οτινανισμού, καθώς οι ήρωες δεν φαίνεται να έχουν κάποιον πραγματικό στόχο, ακόμα και αν όνειρο πια του Remy είναι να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ιρλανδία.
Το road story κομμάτι της ταινίας, παίρνει κάθε στιγμή ενδιαφέρουσα τροπή μέσα από τη συνάντηση με διαφορετικούς χαρακτήρες, άντρες, γυναίκες, αλλά και παιδιά. Ο Remy και ο Patrick μοιάζουν να μη δίνουν δεκάρα για κανέναν άλλον πέρα από τους εαυτούς τους και πολλές φορές ούτε καν και γι' αυτούς.
Η προσπάθεια του Cassel ως ψυχίατρου-αρχικά- και ως ενός ατόμου που συμπάσχει και πάσχει μαζί με τον πιτσιρικά, είναι ταυτόχρονα προβληματική, αλλά και μια σχέση αγάπης και μίσους, και αυτό είναι ιδιαιτέρως περίεργο, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς οτι οι δυο τους γνωρίζονται ελάχιστα. Παρόλα αυτά το κοινό στοιχείο που τους ενώνει και τους οδηγεί, είναι μια βαθιά απέχθεια σε κάθε τι κοινωνικό και σε οτιδήποτε ανθρώπινο. Ακόμα και η σχέση τους με τις γυναίκες φαίνεται πως είναι μια σχέση κοροϊδευτική, ακριβώς όπως αυτές που και οι δυο τους έχουν βιώσει στη ζωή τους. Τις χρησιμοποιούν και έπειτα τις πετάνε στον κάλαθο τον αχρήστων, και πως δε θα μπορούσαν άλλωστε από τη στιγμή που οι ζωές τους είναι αυτό ακριβώς που λέμε fucked up.
Η αλήθεια είναι πως η χρήση βίας απέναντι στον Remy είναι ελάχιστη (μπορεί και ανύπαρκτη), ενώ για τον Patrick δε μαθαίνουμε ποτέ πραγματικά. Αν λοιπόν σκεφτεί κανείς πως εκείνοι ξεπληρώνουν τον κόσμο για το 'κακό' που τους έχει κάνει, μέσω των βανδαλισμών και της άσκοπης βίας, τότε γίνεται εμφανές πόσο εύκολα μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε αυτήν, ακόμα και αν υπόκειται σε έναν διαρκή ψυχολογικό πόλεμο. Το γεγονός οτι η σωματική βία δεν χρησιμοποιείται πάνω τους, δε σημαίνει οτι και εκείνοι δε μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν ως όπλο απέναντι σε έναν κόσμο που τόσο πολύ τους χρησιμοποίησε, τους εξευτέλισε, τους πλήγωσε.
Αυτή η ωδή στην άναρχη φύση του ανθρώπου, ακολουθείται από την ιδανική κινηματογράφηση του Gavras ο οποίος βάζει στο μπλέντερ του μια μουντή χρωματική παλέτα, ένα πλασματικό σενάριο (δε μας νοιάζει και πολύ το 'γιατί', το 'πως', ή το 'πότε', καθώς αυτό που έχει σημασία είναι μονάχα η έτσι κι αλλιώς ύπαρξη ενός φαινομένου που ονομάζεται "bullying).
Η κάμερά του είναι ως επί το πλείστον στραμμένη στα πρόσωπα και τις ενέργειες των δυο ηρώων, οι οποίοι ακολουθούν μια δική τους, μοναχική πορεία μέσα στον κόσμο των σωστών και κοινωνικά αποδεκτών νορμών, αλλά και εξωτερικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων.
Κάπου στο τέλος βέβαια και αυτοί μοιάζουν να αποποιούνται την ταυτότητά τους, ξυρίζοντας τα κεφάλια και μοιάζοντας με αλλόφρονες νεο-ναζί. Και έτσι όμως η road movie διάθεση του Gavras είναι εμφανέστατη, με το δίδυμο να τρέχει προς ένα αβέβαιο μέλλον και μια ζωή που μάλλον δεν είναι εκεί για να τους περιμένει.
Ωμό και δυναμικό, αλλά και με κάποια σημάδια κοιλιάς, το "Notre Jour Viendra" είναι μια ταινία για τα όνειρα που δε θα γίνουν πραγματικότητα ποτέ, την ανάγκη του να είσαι αποδεκτός, αλλά και αυτή της συντροφικότητας και της κατανόησης. Όπως κι αν εκφράζονται αυτές. Με έναν εξαίρετο Cassel και τη μυρωδία από τους βρώμικους δρόμους να φτάνει θαρρείς στα ρουθούνια σου, είναι σίγουρα μια ταινία για ανοιχτά μυαλά. Τολμήστε την.
No trivia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου