Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

The Ghost Ship: Covered horror

Καλημέρα σε όλους, καλή εβδομάδα και καλή καθαρά Δευτέρα να έχουμε.  Κοιτάξτε μόνο να μην παραβαραρύνετε με το φαγητό και δεν μπορείτε να δείτε την ταινία που θα σας προτείνω σήμερα, αν και έτσι κι αλλιώς, όπως είχα πει και από την περασμένη εβδομάδα, όντας παλιά, απευθύνεται σε πιο σινεφίλ κοινό, μιας που είναι σίγουρο πως αν κάποιος αποφασίσει να την δει (ο οποίος στην τελική δεν πολυασχολείται και με τον κινηματογράφο), θα βαρεθεί την ζωή του.  Όσοι λοιπόν θέλουν να μάθουν το κατιτίς παραπάνω, μιας που και εγώ την ταινία την είδα υπό την καθοδήγηση του καθηγητή στις ιντερνετικές διαλέξεις που έκανα, μπορούν να απολαύσουν το "The Ghost Ship", μιας ταινία με πραγματικό, κεκαλυμμένο τρόμο, του 1943.  Προσέξτε, δεν μιλάμε για την μούφα που κυκλοφόρησε με τον ίδιο σχεδόν τίτλο το 2002.  Μιλάμε για μια μια b movie (από πλευράς όμως, μόνο προϋπολογισμού και τίποτα άλλο), της δεκαετίας του ΄40, παραγόμενη από ένα από τα μεγαλύτερα στούντιο της εποχής: το RKO.

Ο νεαρός Tom Merriam (Russell Wade), αποτελεί το νέο μέλος του πληρώματος του πλοίου Altair, στο οποίο και αναλαμβάνει την θέση του 3ου αξιωματικού, "κάτω" φυσικά από τον σοβαρό και μετρημένο καπετάνιο, Will Stone (Richard Dix), παλιά καραβάνα του ναυτικού, που έχει φάει την θάλασσα με το κουτάλι, αποτελώντας κλασική περίπτωση ανθρώπου που ζει και αναπνέει για τα ταξίδια.
Από την αρχή κιόλας, φαίνεται πως οι σχέσεις των δυο ανδρών δεν θα μπορούσαν να ήταν καλύτερες, μιας που ο Merriam, στον οποίο κολλάνε το παρατσούκλι "Tertius" (λόγω της "τρίτης" θέσης του στην ιεραρχία), φαίνεται να βρίσκει στο πρόσωπο του καπετάνιου, την φιλοδοξία του να αναλάβει κάποια στιγμή και αυτός το τιμόνι ενός πλοίου, ενώ και ο Stone, θυμάται και νοσταλγεί τα νεανικά του χρόνια, όταν παιδαρέλι ακόμα μπάρκαρε με το πρώτο του σκαρί, περνώντας τελικά μια ολόκληρη ζωή μακριά από την αγκαλιά μιας γυναίκας και την σταθερότητα μιας οικογενειακής εστίας.
Όταν λίγο μετά τον απόπλου, αρχίσουν να συμβαίνουν περίεργα φαινόμενα, τα οποία περιλαμβάνουν τον θάνατο κάποιον μελών του πληρώματος, ο Merriam θα θορυβηθεί από την κατάσταση και θα προσπαθήσει να ρίξει λίγο φως σε αυτή την ιστορία.  Στην προσπάθειά του όμως να βρει τους λόγους αυτής της θαλασσινής κατάρας, όλα μοιάζουν να οδηγούν στον καπετάνιο.  Τον καπετάνιο που έχει μανία με τον έλεγχο και την εξουσία...


Βρισκόμαστε στην δεκαετία του '40, σε μια εποχή όπου ο ήχος αποτελούσε ήδη αναπόσπαστο κομμάτι των ταινιών, ήδη από τις περασμένες δεκαετίες, μιας που μέχρι και τα πρώτα χρόνια του '30, τουλάχιστον ένα 80% των κινηματογραφικών αιθουσών, παρουσίαζαν ταινίες οι οποίες είχαν τελικώς καλοδεχθεί και προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του ήχου.
Γεγονός είναι πάντως, πως ο κινηματογράφος βίωνε εκείνα τα χρόνια δυο, από τις πιο ρηξικέλευθες αλλαγές του: τον ερχομό του ήχου και λίγο αργότερα, του χρώματος.  Φυσικά αυτή η μετάβαση δεν ήταν καθόλου απλή και εύκολη, αλλά χρειάστηκαν προσαρμογές, τεχνικές αλλαγές και ένα σωρό άλλες μετατροπές, προκειμένου να οδηγηθούμε στην φυσική πρόοδο της 7ης Τέχνης.  Ακόμη και αν οι προσπάθειες είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα (από τα τέλη του 1880), εντούτοις το έδαφος ήταν μόλις τότε πρόσφορο, προκειμένου κάτι τέτοιο να γίνει πραγματικότητα.
Δεν είναι τυχαίο που κάθε φορά αναφερόμαστε στην Χρυσή Εποχή του Hollywood, η οποία εντοπίζεται κάπου στο '50, παρόλα αυτά οι βάσεις της, είχαν αρχίσει να θέτονται πολύ νωρίτερα, με το σημερινό μας "Ghost Ship", να αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία, προκειμένου να το δούμε αυτό και στην πράξη.
Η παραγωγή της ταινίας όπως είπαμε, έγινε από ένα από τα μεγαλύτερα, στούντιο παραγωγής, της RKO, η οποία μετρούσε στο ενεργητικό της σπουδαίες ταινίες, όπως το "Citizen Kane".  Μιας και μιλάμε στην συγκεκριμένη περίπτωση για το "Ghost Ship", μια ταινία τρόμου, δίχως τρόμο, η RKO, διέφερε ολοκληρωτικά από άλλες στουντιακές παραγωγές, αφού σε αντίθεση με τις ταινίες της Universal ("Frankenstein", "Dracula"), προτιμούσε να κρατάει την πηγή του τρόμου της, κρυφή.  Ακολουθούσε αν θέλετε το μονοπάτι του υπαινικτικού φόβου, χωρίς να αποκαλύπτει ποτέ το όποιο τέρας, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν λειτουργούσε και τόσο στα πρότυπα του σωματοποιημένου τρόμου.  Αν μάλιστα έπρεπε να βρούμε κάποιον υπεύθυνο, γι' αυτή την στρατηγική της κεκαλυμμένης φοβίας, αυτός θα μπορούσε να αναζητηθεί στο πρόσωπο, του κινηματογραφικού παραγωγού και σεναριογράφου, Val Lewton.


O Val Lewton ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος παρέα με τους συνεργάτες του, προσπαθούσε να βγάζει πάντα το καλύτερο δυνατόν, από οτι ήταν διατεθειμένη να του προσφέρει η εποχή.  Για παράδειγμα, όπως φαίνεται και από το "Ghost Ship", η χρήση του ήχου, γινόταν στα χέρια του σωστό χρυσωρυχείο εννοιών και υπονοούμενων, μέσω των οποίων μπορούσε να δώσει το στίγμα, να δημιουργήσει την κατάλληλη-ζοφερή εδώ-ατμόσφαιρα και να "παίξει" στην ουσία με όλα τα καλούδια που του έδινε, προκειμένου να δημιουργήσει έναν κόσμο απειλητικό και τρομακτικό, όσο και μίζερα καθημερινό.
Αυτό που ίσως έκανε τις ταινίες του να ξεχωρίζουν, ταινίες "φτηνές", οι οποίες πολλές φορές χρησιμοποιούσαν σκηνικά άλλων φιλμ (όπως γίνεται και εδώ, μιας που το σκηνικό του πλοίου, αποτελούσε τμήμα της ταινίας "Pacific Liner" του 1939), είναι πως ο Lewton, φαινομενικά, δημιουργούσε μια υποθεσιακή κατάσταση, με σκοπό τις περισσότερες φορές αυτή, να παραπέμπει σε b-movie, horror-ικές διαστάσεις, εντούτοις, αν κάποιος αποφάσιζε να τις κοιτάξει λίγο καλύτερα, θα έβλεπε πως αυτές παρέπεμπαν σε πολύ ουσιαστικότερα, οικουμενικά θέματα.  Για παράδειγμα η ταινία του "Cat People", αφορά μια γυναίκα που μεταμορφώνεται σε γάτα.  Στην ουσία όμως, είναι μια ταινία η οποία εξερευνά τα όρια της γυναικείας ετεροσεξουαλικότητας.  Το ίδιο ισχύει και για το "I Walked With a Zombie", μια ταινία η οποία επί της ουσίας μιλά για τις δυσκολίες ενός γάμου, τα στερεότυπα και τον εξαναγκασμό των ατόμων να χωρέσουν σε καλούπια τα οποία δεν τους ταιριάζουν.
Όπως γίνεται φανερό, ο Lewton δεν θα μπορούσε να αναλωθεί σε κλασικά μοτίβα, προχειροδουλεμένου τρόμου, αλλά επιλέγει να τον καταστήσει σαφή, μέσα από την χρήση όλων των υλικών που μπορεί να έχει στην διάθεσή του: από τα σκηνικά και τον φωτισμό, μέχρι τα ηχητικά μοτίβα, τα οποία στο "Ghost Ship" είναι εκείνα που χτίζουν την πρέπουσα ατμόσφαιρα, αργά, σταδιακά και αποκαλυπτικά.
Βλέποντας εξάλλου κανείς την ταινία, σίγουρα αρχίζει να απορεί ως προς το, ποιο είναι το φάντασμα του πλοίου;, τι θέλει να μας δείξει ο σκηνοθέτης, με την έντονη χρήση των θαλασσινών ήχων και των μεταλλικών κρότων του πλοίου;, τι κρύβεται τέλος πάντων, πίσω από το πλήρωμα, τον καπετάνιο, ακόμα και το ίδο το όνομά του καραβιού;.  Κρύβονται πολλά, βασικά μια ολόκληρη κοσμοθεωρία στο πως πρέπει να αντιμετωπίζεται δημιουργικά το χτίσιμο ενός εν δυνάμει σασπένς.  Και με βάση αυτό, το "The Ghost Ship" είναι σίγουρα, ένα από τα πιο underrated, κλασικά ταινιάκια εποχής.


Επειδή μάλιστα οι κόσμοι του καλού και του κακού, είναι συνήθως στις ταινίες του σαφέστατοι, ο Lewton θεωρεί, πως το καλύτερο είναι να αποδείξει πως μπορεί ο χαρούμενος, φωτεινός κόσμος να είναι καλός και σωστός και τίμιος, εκ πρώτη όψεως, αυτός όμως που κρύβεται από πίσω του, ο σκοτεινός και απειλητικός, είναι έτη φωτός πιο ενδιαφέρον, κατάλληλος για κάθε τρομακτική και ουσιαστική πινελιά, την οποία απαιτεί για χάρη του εαυτού του, αλλά και του κοινού του.  Όπως εξάλλου είχε δηλώσει και ο ίδιος ο Lewton, "αυτά που φαντάζονται οι θεατές όταν βλέπουν τις ταινίες μου, είναι απείρως χειρότερα από αυτά που πρόκειται να τους δείξω εγώ...", δίνοντας προφανών το έναυσμα στο κοινό για την κινητοποίηση μιας φοβικής σκέψης, η ξυσμένη επιφάνεια της οποίας (από τον Lewton και την ομάδα του), προσφέρει το ποσοτικό μερίδιο το οποίο είναι μονάχα απαραίτητο, αφήνοντας στην διακριτική ευχέρεια του κοινού να ενώσει τα κομμάτια και να αντιληφθεί τις πραγματικές πηγές του τρόμου.
Το "The Ghost Ship", χαρακτηρίζεται από μια καθόλα απλοϊκή ιστορία και από μερικούς ακόμη πιο απλούς διαλόγους, έχει όμως φροντίζει να κεντήσει τους ήρωές της με μοτιβικά ψήγματα, τα οποία μέσα από την επανάληψη αποκτούν φρικιαστική σάρκα και οστά.
Η ταινία, όπως κάθε ταινία τρόμου που σέβεται τον εαυτό της, ξεκινάει με ένα πλάνο στο οποίο βλέπουμε το πλοίο να βγαίνει μέσα από την ομιχλώδη θάλασσα, γεγονός που δίνει αυτόματα το στίγμα πως αυτό που θα δούμε, θα είναι βυθισμένο μέσα σε αυτήν την ονειρική αχλή, η οποία δεν προοικονομεί τίποτα το καλό.  Γενικώς η εικόνα και ο ήχος, "ταξιδεύουν" χεράκια χεράκι, μεταδίδοντας τα νοήματά τους, χωρίς όμως ο Lewton να ξεχνά ποτέ, ποιος είναι ο βασικός πρωταγωνιστής του φιλμ: ο ήχος.  Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίον αποφασίζει να το καταστήσει αυτό σαφές, είναι κάτι παραπάνω από έξυπνος, μιας που βάζει έναν μουγγό (μέλος του πληρώματος), να σκέφτεται, με το δικό του voice over να "ακούγεται", αποτελώντας στην ουσία την ακουστική σκέψη του, που εμείς μπορούμε να αντιληφθούμε με τον τρόπο αυτό.  Ο μουγγός μάλιστα, δεν είναι καθόλου τυχαία παρουσία, μιας που φαίνεται να λειτουργεί σαν μια άλλη Πυθία, μαντεύοντας τα μελλούμενα και νοιώθοντας από νωρίς το κακό που μοιάζει να συσσωρεύεται στο πλοίο, ατάραχο, διάφανο και μολυσματικό.


Θα μπορούσαμε να μιλάμε για πολύ ακόμα γι' αυτήν την ταινία, παρόλα αυτά, θα αρκεστώ να σας επισημάνω μερικά μόνο από τα μπόλικα μοτίβα της, τα οποία λειτουργούν καταλυτικά και εκφράζουν απόλυτα την κοσμοθεωρία των δημιουργών της.
Στην παραπάνω εικόνα, βλέπουμε έναν τεράστιο γάντζο, ο οποίος κινείται με μανία από την μια πλευρά του πλοίου στην άλλη, με το πλήρωμα να αδυνατεί να τον περιορίσει, θέτοντας τους έτσι όλους σε κίνδυνο.  Θα λέγαμε οτι αυτά τα καθημερινά αντικείμενα του πλοίου, είναι που μεταμορφώνονται στα πολυαναμενόμενα τέρατα.  Τεράστιες αλυσίδες και βαριοί γάντζοι, αλλάζουν θέση, και από ρεαλιστικά στοιχεία, γίνονται υπερρεαλιστικά, αποκτώντας νέες ιδιότητες και λειτουργίες.  Παράλληλα, όπως θα διαπιστώσετε, και το μοτίβο του μαχαιριού, δίνει τον δικό του τόνο στην ταινία, καθώς το βλέπουμε σε διάφορες σκηνές να επαναλαμβάνεται, εντείνοντας την ζοφερότητα του κλίματος.
Το γεγονός πως παράλληλα, το μουσικό score που υποστηρίζει τους εκάστοτε διαλόγους, είτε μειώνεται σε ένα απλό βουητό, είτε λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, προκειμένου να υποδηλώσει αλλαγές στις διαθέσεις των ηρώων, αποτελεί μια extra πινελιά, η οποία με τα minimum μέσα (λέγεται πως αν θες να στυλιζάρεις εύκολα μια ταινία, μπορείς να βιαστείς στα τερτίπια του ήχου, βασικό στοιχείο των horror ταινιών), επιτελεί τους δικούς της σκοπούς.  Το παλαντζάρισμα του πλοίου στα κύματα, οι μεταλλικοί ήχοι και το άκουσμα του αέρα, δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα μέσα στο οποίο το story εξελλίσεται ακριβώς πάνω στην λειτουργία του ήχου.
Αν θα έπρεπε να το πάμε και πιο μακριά, θα μπορούσαμε να κάνουμε και μια ειδική μνεία, όσον αφορά τα ονόματα που έχουν δοθεί σε ήρωες και πλοίο.  Το όνομα Altair, είναι συνυφασμένο από τα μεσαιωνικά χρόνια με μια δυσοίωνη διάσταση, που παραπέμπει σε κάτι το κακό και το μελλούμενο.  Επίσης εύκολα κανείς υποθέτει πως η λέξη μοιάζει πολύ με το "altar" που σημαίνει βωμός.  Μήπως το πλοίο είναι μια μοναχική οντότητα κακού, γεμάτη πόνο και θάνατο, η οποία απαιτεί την θυσία του πληρώματός της, προκειμένου να συνεχίζει να παραμένει ζωντανή;  Κάπως σαν τον Overlook Hotel στο "The Shining" ένα πράγμα...
Τελικώς το "The Ghost Ship" είναι μια ταινία με πολλά κλειδωμένα μυστικά, τα οποία περιμένει να ξεκλειδώσεις.  Είτε μιλάμε για την χρήση του ήχου, είτε για τις εννοιολογικές παραπομπές των ονομάτων ή και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, αυτή η ταινία έχει πολύ ψωμί.  Αρκεί να έχεις την διάθεση να την ανακαλύψεις.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η τελική της σκηνή, λέει πολλά, προσέξτε την, οτι ο ψεύτικος ουρανός είναι απλά τέλειος, και οτι η χρήση του μουσική κρεσέντου, λέει και αυτό τα δικά του.

Traileraki δεν έχουμε, όπως επίσης και trivia.  Τρέχω για τον ταραμά...


2 σχόλια:

  1. Πολύ καλό το κείμενό σου και το πως μπορεί ο ήχος να παίξει πρωταρχικό ρόλο (πιστεύω ότι δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα για την λειτουργική χρήση του ήχου από το αριστουργηματικό «A Man Escaped» του Bresson).

    Λατρεύω αυτά τα b-movies της χρυσής εποχής της RKO και του λεγόμενου υπαινικτικού τρόμου, με τον αδιαμφισβήτητο άρχοντα και μάστορα του είδους Ζακ Τουρνέρ τον οποίο κι εκτιμώ πολύ. Την ταινία δεν την έχω δει αλλά είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για αξιόλογη ταινία καθώς πίσω από την σκηνοθεσία βρίσκεται ο στιβαρός Mark Robson. Σίγουρα θα την δω κάποια στιγμή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μέσα από αυτές τις διαλέξεις, έμαθα η αλήθεια είναι, πολλά ενδιαφέροντας πράγματα, αναφορικά με την χρήση του ήχου και του χρώματος. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα από τον κρυμμένο πλούτο σε ταινίες, που εκ πρώτης όψεως δεν σου δίνουν κάτι στο πιάτο.

    Τσεκάρές την όταν μπορέσεις, νομίζω θα την εκτιμήσεις ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή