Όταν μετά το τέλος των Σταυροφοριών, ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, πιαστεί αιχμάλωτος από τον Λεοπόλδο της Αυστρίας, ο ύπουλος και διψασμένος για εξουσία αδελφός του, Prince John (Claude Rains), θα βρει την κατάλληλη ευκαιρία, προκειμένου να αρπάξει τον θρόνο και να ασκήσει από εκεί την καταπιεστική και δυναστική του εξουσιομανία.
Την ίδια στιγμή ο λαός λυγίζει κάτω από το βάρος της δυσβάσταχτης φορολόγησης και της καταπάτησης των δικαιωμάτων του, με την όποια αντίρρηση του απέναντι στην διακυβέρνηση του βασιλείου από τον Prince John, να πληρώνεται με αίμα και θάνατο.
Μην αντέχοντας όλες αυτές τις αδικίες εις βάρος του αδύναμου κοσμάκη, ένας επαναστάτης με πράσινο κολάν και φτερό στο κεφάλι, γνωστός και ως Robin Hood, Earl of Locksley (Errol Flynn), θα αποφασίσει να ηγηθεί ενός αντάρτικου στρατού, συγκεντρώνοντας στο πλευρό του, κάθε καταπιεσμένο οικογενειάρχη και εργάτη, ο οποίος έχει ανάγκη από έναν αρχηγό, προκειμένου να καταφέρει να σπάσει τα δεσμά της ανελευθερίας του John. Παράλληλα και επειδή και η εποχή και η έννοια του cinema το σηκώνει, ο Robin, δεν θα μείνει ασυγκίνητος απέναντι στην ομορφιά και το τσαγανό της Λαίδης Marian (Olivia de Havilland), το love story των οποίων θα παίζει ήσυχα και διακριτικά στο background, υποστηριζόμενο από τις ατακαδόρικες αντιδράσεις του Robin. Και κάπως έτσι γεννήθηκε ο μύθος του "ήρωα με το κολάν" (να' σαι καλά Mel Brooks, και εσύ και οι παρωδίες σου).
Αναμφίβολα ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς και πιο επιτυχημένους σκηνοθέτες της λαμπρής εποχής του Hollywood, υπήρξε και ο Michael Curtiz, ο οποίος μετρούσε στο ενεργητικό του περισσότερες από 150(!) ταινίες, ανάμεσά τους μερικά από τα σπουδαιότερα, κινηματογραφικά διαμάντια όπως τα "Casablanca" (1942), "Mildred Pierce" (1945) και "Angels with Dirty Faces" (1938), το οποίο μαζί με το "Scarface" του 1932, έθεσαν από την αρχή ψηλά τον πήχη, για κάθε μετέπειτα γκανγκστερικού περιεχομένου ταινία, αλλά και για την ταύτισή τους, με την απαράμιλλης αισθητικής, noir σκηνοθεσία.
Ο Curtiz αποτέλεσε έναν από τους πολλούς δημιουργούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν της γενέτειρές τους (ο ίδιος είχε γεννηθεί στην Βουδαπέστη της τότε Αυστρο-Ουγγαρίας, σημερινής Ουγγαρίας), κατά την διάρκεια, αλλά και μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου, μεταβαίνοντας στην Αμερική, όπου και επαναπροσδιόρισαν καριέρες και ζωές. Βεβαίως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για όλους. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, ήταν και ο διάσημος για το γουρλωτό του βλέμμα (και το περίσσιο ταλέντο δηλαδή), Peter Lorre, ο οποίος έπειτα από την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Γερμανία, αφούεξαιτίας της εν μέρει, εβραϊκής καταγωγής του, η ζωή του, βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο. Για διαφορετικούς λόγους, η καριέρα του Γερμανού εξπρεσιονιστή, F.W Murnau, δεν κατάφερε να ανθήσει στην Αμερική, κυρίως εξαιτίας του καλλιτεχνικού χάσματος που επικρατούσε ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και αμερικάνικο κοινό, γεγονός που εμπόδιζε τους θεατές να αντιληφθούν το ύφος και το στυλ, του εξαιρετικού αυτού σκηνοθέτη, του φωτός και του σκότους.
Εν προκειμένω ο Curtiz, αποτέλεσε διαφορετική περίπτωση, μιας που από νωρίς εδραίωσε την παρουσία του στο Hollywood, εργαζόμενος για την Warner Bros., ενώ κέρδισε και το Oscar καλύτερου σκηνοθέτη για την "Casablanca". Από την δεκαετία του '50 και μετά, ακολούθησε μια πτωτική πορεία, μιας που αρκέστηκε στην δημιουργία μιας σειράς από μέτριες ταινίες, πολλές εκ των οποίων τις λες και b movies. Γεγονός όμως παραμένει πως ο Curtiz, αποτέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόλογους συντελεστές της πραγματικά χρυσής εποχής, του αμερικάνικου και παγκόσμιου κινηματογράφου.
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις (αν οχι η μεγαλύτερη) του '30, όσον αφορά τα του cinema, ήταν αφενός το πέρασμα από τον βουβό, στον ομιλούντα κινηματογράφο και αφετέρου, η εισβολή του χρώματος στην εικόνα.
Το πέρασμα από τη σιωπή, στην ομιλία, έγινε με τρόπο τμηματικό και σμουθαριστό, μιας που ο ήχος άρχισε να εντάσσεται στις ταινίες σιγά σιγά, καλύπτοντας μόνο ορισμένα κομμάτια τους, και αφήνοντας άλλα βυθισμένα ακόμη στην σιωπή. Το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα, αποτελεί η ταινία του 1927, "The Jazz Singer" του Alan Crosland, η οποία αποτέλεσε την πρώτη part talkie ταινία, καθώς στα βουβά της μεσοδιαστήματα, ο Al Jolson, διάσημος συνθέτης, ηθοποιός και ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια της κλασικής, ταινιακής εποχής, καθόταν στο πιάνο ή ανέβαινε στην σκηνή και άρχιζε να τραγουδά.
Και ενώ σταδιακά ο ήχος, κατέληξε να αποτελεί την συνήθεια, και οχι την πρωτοτυπία και μάλιστα, σε αρκετά σύντομο, χρονικό διάστημα (από τα τέλη του '20 και μέχρι τις αρχές του '30, θεωρείτο δεδομένο οτι οι ταινίες, ήταν πλέον ομιλούσες), το χρώμα, αποτέλεσε άλλο θέμα, μιας που είχε και αυτό τις δικές του δυσκολίες, αναφορικά με την αναπαράστασή του.
Αν και οι πρώτες ταινίες που προσπάθησαν να τιθασεύσουν το χρώμα, εντοπίζονται γύρω στο 1889 με 1903, και αποτελούν ημιτελείς, φωτογραφικές απεικονίσεις, εντούτοις θα λέγαμε οτι η ανάγκη για χρώμα, ήταν εξίσου ισχυρή με αυτή για ήχο, έτσι τουλάχιστον όπως φαίνεται από την ίδια την Ιστορία, μιας που προσπάθειες για την ενσωμάτωση και των δυο, υπήρχαν ήδη από την εποχή των Lumiere.
Όταν έφτασε η στιγμή που ιδρύθηκε η Technicolor Motion Picture Company το 1914, από τον Herbert Kalmus, είχε γίνει πλέον ξεκάθαρο οτι σταδιακά το χρώμα, θα άρχιζε να εμπλουτίζει τις νέες παραγωγές. Εντούτοις, οι δυσκολίες στην αρχή, ήταν και για την εταιρεία εμφανείς. Για παράδειγμα η τεχνική του "two color technicolor", χρησιμοποιήθηκε στην αρχή, περιλαμβάνοντας δυο χρωματιστά φιλμ μέσα σε μια κάμερα (τα αντιπαραβαλλόμενα σε μια χρωματική παλέτα, πράσινο και κόκκινο), προκειμένου να δημιουργούνται αποχρώσεις, όσο το δυνατόν πιο κοντά στο χρώμα του δέρματος και δίνοντας παράλληλα φωτεινά, γήινα αποτελέσματα. Αργότερα, ακολούθησε αυτή του "three color technicolor", στην οποία είχαμε τρία χρώματα, αλλά και μεγαλύτερη δυσκολία, καθώς το φιλμάρισμα των εικόνων, γραφόταν παράλληλα και στα τρία, χρωματιστά φιλμ, με αποτέλεσμα να χρειαζόταν extra προσοχή, η ακριβής, και στο δευτερόλεπτο, κοινή καταγραφή των εικόνων, σε διαφορετική περίπτωση το φιλμ, πήγαινε για "πέταμα".
Η προοδευτική εδραίωση του χρώματος και των καταγραφόμενων τεχνικών της, δεν ήταν εύκολη υπόθεση, το αποτέλεσμα όμως χρίζει εννοιολογικής προσέγγισης, ακόμη και σε ταινίες που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Ακριβώς δηλαδή όπως γίνεται και στο "The Adventures of Robin Hood".
Μιλώντας με χρηματικούς όρους, το "The Adventures of Robin Hood", αποτέλεσε την πιο πολυδάπανη παραγωγή της Warner Bros. για το 1938, και μια από τις πιο ακριβές της εποχής, με budget που ανερχόταν στα $2 εκατομμύρια, την στιγμή που ένα μέσο κόστος ταινίας ανερχόταν σε $500 χιλιάδες.
Η απόφαση για την δημιουργία αυτής της ταινίας, ήρθε από δυο γεγονότα. Αρχικά από το κινηματογραφικό συνταίριασμα του Errol Flyn και της Olivia de Havilland, οι οποίοι έχοντας πρωταγωνιστήσει με μεγάλη επιτυχία το 1935 στο "Captain Blood", έμελλε να συναντηθούν επί της οθόνης τουλάχιστον επτά ακόμη φορές. Παράλληλα η κυκλοφορία το 1937, της ταινίας της Disney, "Snow White and the Seven Dwarfs" και η τεράστια, εισπρακτική επιτυχία που γνώρισε, έκανε τους παραγωγούς του Robin Hood, να αναθεωρήσουν την ιδέα περί ασπρόμαυρης ταινίας, και να δημιουργήσουν έναν εξίσου φαντασιακό και πολύχρωμο κόσμο, όπως αυτόν της Χιονάτης. Τα πράγματα έκτοτε δεν άργησαν να πάρουν τον δρόμο τους, με αποτέλεσμα οι περιπέτειες του επαναστάτη των φτωχών, να μεταφερθούν στην οθόνη μέσα σε ένα οπτικόακουστικό υπερθέαμα, τσιμπώντας μάλιστα από την Ακαδημία, 3 Oscar, αυτά για Καλύτερη Καλλιτεχνική Διεύθυνση για τον Carl Jules Weyl, Καλύτερου Μοντάζ για τον Ralph Dawson και Καλύτερης Μουσικής επένδυσης, για τον Erich Wolfgang Korngold.
Για όσους αγαπούν τον παλιό κινηματογράφο, τα θεαματικά κοστούμια και σκηνικά, τότε αυτή η ταινία σίγουρα θα βρει μια θέση στην καρδιά τους, καθώς εκτός των άλλων, η παρουσία του Errol Flyn στον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι τουλάχιστον σαγηνευτική. Όσοι όμως επιθυμούν να κοιτάξουν λίγο πιο μακριά σε αυτή, έχει και για εκείνους ψωμί η υπόθεση και κυρίως ψωμί που αφορά στην χρήση του χρώματος.
Το χρώμα στην συγκεκριμένη περίπτωση και πέρα από την προφανή, διαρκή και εκτυφλωτικά ποικίλη παρουσία του σε κάθε σκηνή, χρησιμοποιείται σε πολλές στιγμές, προκειμένου να δέσει προοδευτικά την μοίρα του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, καθώς να αποτελέσει παράλληλα και αναφορά σε ιστορικές στιγμές, αλλά και να "δείξει" άλλες, καθαρά υποθεσιακές διακυμάνσεις.
Ένα από τα πιο εμφανή παραδείγματα, είναι η χρωματική παλέτα που συνδέει τα κοστούμια των Flynn και de Havilland, προκειμένου να αναπαραστήσουν οπτικώς τόσο την συναισθηματική τους κατάσταση, όσο και την εξέλιξη του ρομάντζου.
Σκούρα πράσινα και χωμάτινα καφέ, αποτελούν ένδειξη της ζωή του Robin Hood στο δάσος. Το αντίπαλον δέος του (όπως φαίνεται και στην παραπάνω φωτογραφία), βρίσκεται σε πλήρη διάσπαση από τον ίδιο, με ζωηρά πορφυρά και το μπλε, το οποίο επανέρχεται συνεχώς στην φορεσιά του μέσα στην ταινία. Παράλληλα το φόρεμα της de Havilland, ιδιαίτερα στην στιγμή του τσιμπουσιού στο δάσος, δεν είναι τυχαίο που μοιάζει με χυμένο ασήμι, το οποίο αντικατοπτρίζει κάθε χρώμα το οποίο πέφτει πάνω του και δη, αυτά που φοράει ο Robin ο οποίος βρίσκεται δίπλα της! Ακόμα και αργότερα, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και γίνονται επικίνδυνα, τα χρώματα της Marian γίνονται σκούρα, σχεδόν μαύρα, με το μοντάζ να κάνει εκεί εξαιρετική δουλειά και να αντιπαραβάλει την δική της διάθεση, πάνω στον επίσης σκουροφορεμένο Robin.
Χωρίς να υπάρχει καμία διάθεση χρωματικής υπερκάλυψης των γεγονότων, το "The Adventures of Robin Hood", αποτελεί μια από τις καλύτερες περιπτώσεις, όπου το χρώμα αποτελεί τον πρωταγωνιστή, κλέβοντας την παράσταση μόνο εκεί που πρέπει. Αν σε αυτό βάλουμε και την υπέροχη ερμηνεία του Errol Flynn, ο οποίος είναι απλά πληθωρικό χείμαρρος, τότε έχουμε την μαγική συνταγή του παρελθόντος που έκανε τον κινηματογράφο να αστραποβολά όλο χάρη και κινηματογραφικό δυναμισμό.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Errol Flynn είναι θεότητα, οτι υπάρχει ο κίνδυνος επιληψίας από το πολύ χρώμα και οτι η de Havilland ζει και βασιλεύει και είναι 96.
TRIVIA
- Αν και η ταινία σκηνοθετήθηκε στην Καλιφόρνια, προκειμένου να δοθεί μια πιο αγγλική εσάνς, και πιο φρέσκια, βάψανε το γρασίδι πιο πράσινο, ενώ μεταφέρθηκαν και αγγλικά φυτά στο set.
- Οι stunt men φορούσαν κάτω από τις πανοπλίες τους ένα είδος ξύλου, προκειμένου να αυτό να απορροφά το χτύπημα του βέλους.
- Η αντίδραση του κοινού στην πρώτη, ανεπίσημη προβολή της ταινίας ήταν τόσο θετική, ώστε η ταινία κυκλοφόρησε κατευθείαν όπως ήταν, χωρίς καμία αλλαγή στο σενάριό της.
(ΠΗΓΗ IMDB)
Αν κάτι αγαπώ περισσότερο στον κινηματογράφο αυτό δεν είναι άλλο από το Κλασικό Χόλυγουντ (με τα καλά του και τα κακά του) κι αυτή η ταινία αποτελεί ένα εξαίσιο δείγμα του από την λάμψη του. Ο Michael Curtiz τον θεωρώ από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του Κλασικού Χόλυγουντ, η Olivia de Havilland είναι πολύ αγαπημένη μου αλλά και πολύ καλή ηθοποιός που μπορεί στις αρχές της καριέρας της να έπαιζε με την ομορφιά της όμως αργότερα όταν κι ωρίμασε έδειξε τις πραγματικές της ερμηνευτικές της δυνατότητες (The Dark Mirror, The Heiress, Lady in a Cage, Hush...Hush, Sweet Charlotte).
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό ότι κατάλαβα αυτές οι ντερνετικές, κινηματογραφικές διαλέξεις που παρακολουθείς έχουν θέμα το χρώμα στις ταινίες έτσι δεν είναι; Δες οπωσδήποτε (αν δεν την έχεις ήδη δει) μια πάρα πολύ αγαπημένη μου ταινία το “Les parapluies de Cherbourg” όπου αποτελεί μία από τις πιο τολμηρές και πειραματικές ταινίες που έγιναν ποτέ πάνω στην χρήση του χρώματος. Μια λαβυρινθώδεις οπτική πανδαισία χρωμάτων που καλείσαι είτε να αποκωδικοποιήσεις είτε απλά να αφεθείς στην μαγεία της;. Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο ο Ντεμύ χρησιμοποιεί τα τεχνητά χρώματα μέσα στην καθημερινότητα των πρωταγωνιστών τονίζοντας έτσι άλλοτε τις συναισθηματικές φορτίσεις τους και άλλοτε τις διάφορες καταστάσεις που βιώνουν.
3,5/5: Αρκετά καλή
Που λες, ναι το χρώμα, αλλά και άλλα, ξεκινόντας βασικά από τον ήχο, τα μέσα κλπ. Τις "Ομπρέλες του Χερβούργου" ναι πρέπει να τις δω, μαζί με εκατομμύρια άλλες ταινίες, οπότε θα την τσεκάρω σύντομα! :)
ΑπάντησηΔιαγραφή