Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Trance: Strawberry

NEW ARRIVAL

Χαιρετώ again guyz!  Σήμερα ας μιλήσουμε για κάτι καινούριο, και συγκεκριμένα για την νέα ταινία του Danny Boyle που κυκλοφορεί από αύριο, 9/5 στους κινηματογράφους.  Να καταθέσω εδώ σε πρώτη φάση πως η ταινία μου άρεσε αρκετά, καθώς είδα κάτι καλοφτιαγμένο και απρόσμενα φρέσκο σε στιγμές, το οποίο κατέστησε την κάπου δαιδαλώδη αφήγηση τελικώς κατανοητή και καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση του σεναρίου.   Ξεκινάμε.


O Simon (James McAvoy), είναι ένας εργαζόμενος σε έναν λονδρέζικο οίκο δημοπρασιών ο οποίος αντιμετωπίζει κάποια φλέγοντα, προσωπικά ζητήματα.  Πιο συγκεκριμένα έχει ξεμείνει από λεφτά, με αποτέλεσμα μην βρίσκοντας άλλη λύση, να αποφασίσει να συνεργαστεί με μια ομάδα ληστών, οι οποίοι ένα ωραίο πρωί μπουκάρουν στον οίκο, και ξεσηκώνουν έναν πίνακα του Goya.  Πάνω στην αναμπουμπούλα όμως, ο Simon τρώει μια στο κεφάλι από τον Franck (Vincent Cassel), τον αρχηγό της ομάδας, και πέφτει κάτω αναίσθητος.  Όταν συνέρχεται συνειδητοποιεί με τρόμο, πως δεν έχει ιδέα που βρίσκεται ο πίνακας, την ίδια στιγμή που ο Franck τον αναζητά επίμονα.  Έτσι λοιπόν προκειμένου να καταφέρει να θυμηθεί, επισκέπτεται μια υπνοθεραπεύτρια, την γοητευτική Elizabeth (Rosario Dawson), από την οποία θα ζητήσει βοήθεια, προκειμένου βήμα βήμα να εντοπίσει και πάλι τα ίχνη του χαμένου έργου τέχνης.  Από εκεί και πέρα η κατάσταση παρεκτρέπεται επικίνδυνα μιας που όλοι πρόκειται να εγκλωβιστούν σε ένα παραισθησιογόνο ταξίδι, από το οποίο η μόνη διαφυγή είναι μια: να καταφέρεις να "ξυπνήσεις"...


Μετά το κινηματογραφικό του διάλειμμα, και την ανάληψη της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, ο Danny Boyle επιστρέφει και πάλι στα σινεματικά δρώμενα, αυτή την φορά κατασκευάζοντας ένα τριπαριστό ταινιάκι, το οποίο μπορεί να χάνει λίγο στο θέμα της ρεαλιστικότητας, δεν παύει όμως να αποτελεί μια καλή και καθόλα εντυπωσιακή περιπέτεια αποπλάνησης και παραπλάνησης.  Όταν ένα σκηνοθέτης εξάλλου, έχει καταφέρει να σου δώσει στο παρελθόν μερικά αξιοθαύμαστα κατασκευάσματα ετερόκλητης μάλιστα σύνθεσης, τότε δεν γίνεται παρά να περιμένεις πως και οι παροντικές του δημιουργίες, θα είναι το ίδιο καλές.  Ταινίες όπως το παραληρηματικό "Trainspotting", το ζομπιακά ανανεωτικό "28 Days Later", καθώς και το κοινωνικοδραματικό "Slumdog Millionaire" με την τεράστια βραβειακή-και οχι μόνο-επιτυχία του, αποδεικνύουν αν μη τι άλλο, πως ο Boyle διαθέτει ακόμα τσαγανό και ενδιαφέρουσα σκηνοθετική οπτική, ικανή να σε κρατήσει στην θέση σου μέχρι την ύστατη στιγμή του τέλους, χωρίς να έχεις πάρει χαμπάρι πότε πέρασε η ώρα.  Ακόμα και το πιο πρόσφατο "127 Hours" με πρωταγωνιστή τον "κοντεύω να γίνω μαϊντανός", James Franco, αποτέλεσε ένα εξαιρετικό δείγμα του πόσο άρτιο και σύγχρονο μπορεί να δείχνει ένα κλειστοφοβικό θρίλερ, το οποίο βασίζεται κατά κύριο λόγο στο "one man show" του εκάστοτε ηθοποιού (ομολογουμένως ο Franco έδωσε τον καλύτερό του εαυτό σε μια εξαιρετική ερμηνεία), μιας που ο Boyle φρόντισε να ντύσει την ιστορία του, οχι μόνο με τον αυτοβιογραφικό μανδύα, αλλά και με περιρρέουσες φυσιολατρικές και καθόλα ανθρωποκεντρικές πινελιές, οι οποίες σε συνδυασμό με την πολύχρωμη σκηνοθεσία, δημιουργούσαν ένα άκρως θελκτικό αποτέλεσμα.


Ακούγοντας σήμερα τον Κουτσογιαννόπουλο να λέει πως το "Trance" είναι μια καλή ταινία που κάπου κολλάει στο θέμα του ρεαλισμού και του κατά πόσο μπορούν να συμβούν όλα αυτά τα οποία συμβαίνουν, θα συμφωνήσω σίγουρα μαζί του, χωρίς βέβαια στην προκειμένη περίπτωση να έχει τελικά και τόσο σημασία το κατά πόσο μπορεί ή δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια κατάσταση.  Και εξηγώ.
Tο πως αντιλαμβάνεται ο καθένας από εμάς το κομμάτι της πραγματικότητας, και πως αποφασίζει να εισάγει τις δικές του βιωματικές εμπειρίες στο πλαίσιο μιας ταινίας, διαφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό.  Ακόμα θυμάμαι άτομα που απορούσαν με την διάρκεια που έκανε το φορτηγάκι με τον di Caprio να πέσει στο ποτάμι, στο "Inception", και ας είχε "μαλλιάσει" η γλώσσα του Nolan να εξηγεί μέχρι εκείνη την στιγμή ονειρικά επίπεδα, συνειδητά, υποσυνείδητα και slow motion χρόνους.  Όταν για τους δικούς σου λόγους δε μπαίνεις ποτέ στο mood της κάθε ταινίας, δεν γίνεται να έχεις απαιτήσεις απτού ρεαλισμού, γιατί πολύ απλά πολλές ταινίες δεν αποσκοπούν σε αυτό.  Γιατί ακριβώς σου αρέσουν οι ταινίες τρόμου;  Υπάρχει ποτέ περίπτωση στην προσπάθειά σου να ξεφύγεις από έναν δολοφόνο, να σκοντάψεις γύρω στις 32 φορές και να τρέχεις με όλη σου την δύναμη, την ίδια στιγμή που ο evil one σε πλησιάζει περπατώντας και τελικώς σε ξεκοιλιάζει σαν γουρούνι στο σφαγείο;  Προφανώς οχι, το δέχεσαι όμως γιατί γνωρίζεις οτι θα δεις μια horror ταινία.  That's all.


Ας πάρουμε για παράδειγμα δυο ταινίες του Boyle.  Τι πιθανότητες υπάρχουν ένα παιδί από την Ινδία να απαντήσει σωστά σε εντελώς τυχαίες ερωτήσεις, τις απαντήσεις των οποίων ξέρει επειδή με τον έναν ή με το άλλον τρόπο τις έχει ζήσει στην ζωή του;  Καμία λέω εγώ, απλώς ο Boyle βρήκε έναν πρωτότυπο, αφηγηματικό τρόπο προκειμένου να περάσει στην μεγάλη οθόνη τις περιπέτειες ενός νεαρού απόκληρου.  Από την άλλη πλευρά ένας νεαρός άνδρας παγιδεύεται στα βραχώδη όρη της Utah, όταν ένας τεράστιος βράχος καταπλακώνει το χέρι του.  Αναγκάζεται να πίνει τα ούρα του για πέντε μέρες προκειμένου να μην αφυδατωθεί, όταν παίρνει την απόφαση να κόψει τελικά το χέρι του, να περιφερθεί αιμορραγώντας μέσα στην καυτή έρημο, μέχρι που μια οικογένεια τον βρίσκει, τον μεταφέρει στο νοσοκομείο και τελικά ο άνδρας επιζεί.  Παρατραβηγμένο ε;  Κι όμως, το "127 Hours" βασίζεται στην αληθινή ιστορία του πεζοπόρου Aron Ralston, ο οποίος αναγκάστηκε να ακρωτηριάσει το ίδιο του το χέρι προκειμένου να επιβιώσει.
Συνοψίζοντας, το "Trace" είναι μια από εκείνες τις ταινίες όπου το σενάριο μπορεί να σου φανεί λίγο-έως πολύ-τραβηγμένο, μιας που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην αντίληψή σου περί πραγματικότητας.  Εγώ σου προτείνω να μη το σκέφτεσαι και τόσο γιατί στην τελική, πόσα είναι αυτά που δεν ξέρουμε για τον κόσμο εκεί έξω;  Oh so many...
Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος το θέμα του σεναρίου (το οποίο είναι τόσο παραπλανητικό, όσο και ολόκληρη η ταινία), το "Trance" καταφέρνει και σε κερδίζει χάρη στην μεθυστική, κατακερματισμένη σκηνοθεσία του Danny Boyle, ο οποίος εκμεταλλεύεται στο φουλ κάθε αντικατοπτριστική επιφάνεια (από παρκε-ταρισμένα πατώματα και καθρέφτες, μέχρι τζαμαρίες και νερό), δημιουργώντας μια εντελώς ψευδαισθητική κατάσταση μέσα στην οποία οι ήρωες δρουν και υπάρχουν.  Κάποιες φορές χωρίς να το γνωρίζουν ούτε καν οι ίδιοι...
Το εύρημα της ύπνωσης παίζει εδώ καταλυτικό ρόλο, φέρνοντας στην επιφάνεια αναμνήσεις, απωθημένα και καταπιεσμένες μνήμες, οι οποίες μπορεί να μην εμβαθύνουν σε πιο ιατρικούς όρους (δεν χρειάζεται κιόλας), δημιουργούν όμως το ιδανικό παραπέτασμα και την κατάλληλη αφετηρία για μια πρώτης τάξεως τροφή του στυλ "μην εμπιστεύεσαι ότι βλέπεις", και θα αρκεστώ εδώ.


Από πλευράς ερμηνειών, κάνουν όλοι καλή δουλειά, με τον McAvoy σε ρόλο που δεν τον έχουμε συνηθίσει, τον Cassel σε αυτού του κλασικού κωλόπαιδου και την Dawson σε ρόλο μοιραίας ψυχιάτρου/υπνοθεραπεύτριας, η οποία τα δίνει όλα για την Τέχνη.  Και όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα.  Και το πλούσιο στήθος της και το άλλο που σέρνει και καράβι.
Γενικώς το "Trance" αποτελεί ενδεχομένως την πιο ενδιαφέρουσα κινηματογραφική επιλογή της εβδομάδας, αφού καταφέρνει να σε ξεγελάσει και να μεταποιηθεί μέσω ενός κρεσεντικού τρανσ-αρίσματος σε κάτι το διαφορετικό.  Αξιόλογο το πρωταγωνιστικό cast, απόλυτα ταιριαστό το μουσικό score, με συμμετοχές από Moby, Emeli Sande, Unkle, ακόμα και μια εκτέλεση από την ίδια την Dawson, και μια σκηνοθεσία λουκούμι, συνθέτουν το άκρως ενδιαφέρον νέο ταινιάκι του Boyle.  Δες το.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τα γυμνά της Dawson θα καθηλώσουν τα ανδρικά πλήθη, οτι όλοι κρύβουμε έναν bad ass μέσα μας και οτι ο Vincent πρέπει να πηδήξει σε όποια ταινία παίζει.  Είναι νόμος.


TRIVIA
  • Σε πρώτη φάση υποψήφιος για τον ρόλο του Franck ήταν ο Michael Fassbender, αλλά λόγω προγράμματος αναγκάστηκε να αποχωρήσει.  Έτσι ο ρόλος δόθηκε στον Cassel.
  • Υποψήφιες επίσης για τον γυναικείο ρόλο ήταν επίσης οι Scarlett Johansson και Eva Green.  Έχω μια μικρή υποψία πως ο Boyle ήθελε να δείξει οπωσδήποτε στην ταινία του μεγάλο στήθος.  Δεν εξηγείται αλλιώς...
(ΠΗΓΗ IMDB)

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Wandafuru raifu (a.k.a After Life): Memories of eternity

Καλή εβδομάδα σε όλους και χρόνια πολλά!  Ελπίζω να τα περάσατε όμορφα αυτές τις μέρες, να φάγατε και καμιά πετσούλα και να βγήκατε νικητές στο τσούγκρισμα των αυγών.  Όπως και να' χει, επιστρέψαμε και εμείς-οχι οτι φύγαμε δηλαδή-στην καθιερωμένη, εβδομαδιαία κριτικούλα μας, ξεκινώντας την εβδομάδα με μια ταινία η οποία καθόταν στον υπολογιστή μου, πάνω από χρόνο.  Έφτασε λοιπόν κάποια στιγμή η ώρα να την δω, και αυτή η ώρα ήταν χθες.  Και αναρωτιόμουν με τον εαυτό μου πως δεν την είχα προτιμήσει νωρίτερα.  Γλυκόπικρο και σκηνοθετημένο με τα πιο απλά μέσα, το "After Life" είναι μια ταινία μνήμης και επιλεκτικής αποφυγής της λήθης.  Για να δούμε...


Κάπου σε μια περιοχή της Ιαπωνίας (πιθανολογούμε, μιας που ποτέ δεν μαθαίνουμε πραγματικά), μια ομάδα ατόμων έχει αναλάβει την περίεργη δουλειά προετοιμασίας των...πεθαμένων, σχετικά με το ταξίδι προς την αιωνιότητα το οποίο ο καθένας τους πρόκειται μετά από λίγο καιρό να πραγματοποιήσει.
Πιο συγκεκριμένα αυτή η παρέα ανθρώπων η οποία ζει σε ένα κατά τα άλλα εγκαταλελειμμένο και πολυκαιρισμένο κτίριο, έχει αναλάβει την πολύ σημαντική δουλειά της συζήτησης με τον αποθανόντα, προκειμένου εκείνος να καταφέρει να διαλέξει μια ανάμνηση από την ζωή του, με την οποία στην συνέχεια θα πορευτεί στο φαντασματικό του "πάντα".  Στην ουσία ο καθένας από αυτούς, διαλέγει την πιο προσφιλή, την πιο όμορφη και και την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του, με την οποία πρόκειται να "ζήσει" έκτοτε, ξεχνώντας όλη την υπόλοιπη γήινη ύπαρξή του.
Φυσικά ανάμεσα σε όλα αυτά τα ετερόκλητα άτομα, υπάρχουν ηλικιωμένοι και νέοι, άτομα μοναχικά και άτομα που έζησαν την ζωή τους στο φουλ, άτομα που αρνούνται να διαλέξουν ανάμνηση και άτομα που απλώς θέλουν να ξεχάσουν μια μονότονη ή επίπονη αλλοτινή πραγματικότητα.  Παρόλα αυτά, όσοι τελικά καταλήγουν στην εμπειρία που θέλουν να κουβαλήσουν μαζί τους, βιώνουν μια απρόβλεπτη κινηματογραφική κατάσταση, καθώς τα άτομα που είναι υπεύθυνα για την ομαλή "μετάβαση", σκηνοθετούν με καθαρά κινηματογραφικά μέσα τις επιλεγμένες αναμνήσεις, προκειμένου μέσα από την βιώσή τους, να επέλθει τελικώς η αναχώρηση των ψυχών...


Το γεγονός οτι αγαπώ τον ασιατικό κινηματογράφο, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν μπόλικοι δημιουργοί εκεί έξω, τους οποίους δεν έχω τσεκάρει ποτέ και ντροπή μου γι' αυτό.
Ένας από αυτούς είναι και ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος του "After Life", Hirokazu Koreeda, του οποίου την φιλμογραφία αν εξετάσει κανείς λίγο περισσότερο, θα δει πως πέρα από το γεγονός πως οι 9 στις 10 ταινίες του αποτελούν κοινωνικοδραματικά ταινιάκια με φιλοσοφικές προεκτάσεις, μοιάζει παράλληλα να ακολουθεί το υποθεσιακό περιεχόμενο των "μεγάλων παλιών" πολύ πιο πιστά, σε σχέση με άλλους σύγχρονους δημιουργούς, οι οποίοι μοιάζουν να έχουν δημιουργήσει έτσι κι αλλιώς την δική τους σχολή στυλιζαρισμένης βίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, μεγάλη επίδραση στο έργο του Koreeda, φαίνεται πως έχει ασκήσει η θεματική του Yasujiro Ozu, ο οποίος πραγματευόταν στις ταινίες του το βάρος της τρίτης ηλικίας, την μοναξιά, την νέα, εκμοντερνισμένη Ιαπωνία και τον αντίκτυπό της στην παραδοσιακή μέχρι τότε ζωή, την αποξένωση των παιδιών από τους γονείς και τελικά, τον θάνατο.  Αυτό ακριβώς το σκεπτικό ακολουθεί και ο Koreeda στην ταινία του "Still Walking" (2008), στην οποία δυο παιδιά επισκέπτονται τους ηλικιωμένους τους γονείς, προκειμένου να τιμήσουν τον θάνατο του μεγαλύτερου γιου της οικογένειας, ο οποίος είχε χαθεί από πνιγμό, δεκαπέντε χρόνια πριν.  Φέρνοντας μαζί τις οικογένειές τους, θα διαπιστώσουν οτι οι σχέσεις με τους γονείς τους έχουν πλέον αλλάξει...
Ταινίες όπως το "Maborosi" (1995), το "Nobody Knows" (2004) και το "I Wish" (2011), αποτελούν κλασικά παραδείγματα των σταθερών σινεματικών αξιών του Koreeda, ο οποίος υφαίνει δραματικά και κοινωνικά, τοποθετώντας τις ταινίες του σχεδόν πάντα, μέσα σε ένα θανατερό, και όμως τόσο βγαλμένο μέσα από την απτή καθημερινότητα, περιτύλιγμα.


Το "After Life" αποτελεί μια από τις πιο αυτοαναφορικές ταινίες που έχω δει, αφού καταφέρνει να συνδυάζει τόσο το κομμάτι της αφήγησης (το οποίο είναι προφανές πως χρησιμοποιείται ως δεκανίκι, προκειμένου ο σκηνοθέτης να μας μιλήσει για τα πραγματικά σημαντικά θέματα της ανθρωπότητας), όσο και το έξυπνο εύρημα της σκηνοθεσίας των αναμνήσεων, για να μας παρουσιάσει στην τελική την ίδια την προέλευση και αξιότητα του κινηματογράφου.
Ο λόγος για τον οποίο δεν είχα αγαπήσει ιδιαίτερα το πρόσφατο "Holy Motors" και παρά το γεγονός πως η αυτοαναφορικότητα ήταν εκεί και σου χαμογελούσε μες τα μούτρα, ήταν επειδή το είχα βρει στην καλύτερη περίπτωση, επιτηδευμένο μέχρι αηδίας.  Ήταν τόσο προφανές το που το πήγαινε ο Carax, τόσο κατανοητό πως όλο αυτό το, κατά τα άλλα δίχως νόημα, αποκτούσε υπόσταση όταν προσπαθούσες να το ερμηνεύσεις μέσα από την οπτική της ουσίας του κινηματογράφου, ώστε έχανε για εμένα, οποιοδήποτε νόημα μεγαλύτερης ενασχόλησης μαζί του, επειδή ακριβώς δεν σε άφηνε να χαθείς μόνος στην εκτυφλωτική μαγεία που προσφέρει το cinema.  Σε έπαιρνε από το χεράκι και σε καθοδηγούσε, και δυστυχώς η εξαιρετική σκηνοθεσία και φωτογραφία δεν αρκούν, ακόμα και αν αποτελούν βασικά (η σκηνοθεσία το βασικότερο ίσως) συστατικά της ομορφιάς της μεγάλης οθόνης.
Όλα αυτά έρχονται εδώ τελείως τούμπα, μιας που ο Koreeda οχι μόνο αφήνει διάσπαρτα στοιχεία προκειμένου ο θεατής να σκεφτεί και να αναρωτηθεί για τα αιώνια ζητήματα της ύπαρξης τους ανθρώπου, αλλά το κάνει και με τέτοια αφτιασίδωτη ταπεινότητα, ώστε κατορθώνει να σε εγκλωβίσει σε αυτόν το άχρονο και άτοπο κόσμο, εκεί όπου η πορεία της όποιας ύπαρξης εξαρτάται από την ιδανική και σωστή επιλογή της μνήμης, της ανάμνησης, του ίδιου του παρελθόντος.


Χωρίς να ξεφεύγει ποτέ από τον χώρο του παλιού κτίσματος (εκτός από μια σεκάνς στην οποία η πρωταγωνίστρια-εργαζόμενη, που είναι επίσης νεκρή, περιφέρεται δίχως προορισμό μέσα στην γεμάτη από κόσμο πόλη), αλλά καθιστώντας τον πραγματικό και ταυτόχρονο ονειρικό (οι πεθαμένοι που εισέρχονται στο κτίριο, μπαίνουν σε αυτό μέσα από ένα ομιχλώδες εξωτερικό, το οποίο ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε επακριβώς περί τίνος πρόκειται, την ίδια στιγμή που λίγο αργότερα, τα δέντρα, τα τζιτζίκια και ο γαλάζιος ουρανός, δηλώνουν πως το εξωτερικό είναι καθόλα ρεαλιστικό), ο Koreeda δημιουργεί ένα παράλληλο σύμπαν, το οποίο λειτουργεί ως η τελευταία στάση των νεκρών, παραπέμποντας σε εναλλακτικό Καθαρτήριο, μέσα στο οποίο έχουν όλοι θέση και δικαίωμα στην ανάμνηση.  Κάνοντας ακόμα και μια έμμεση αναφορά στην ύπαρξη του Παραδείσου και της Κόλασης (υπονοείται πως δεν υπάρχει τίποτα από τα δυο, αλλά δεν γίνεται ξεκάθαρο και τι ακριβώς συναντάμε στην μετά θάνατον ζωή), δίνει την δυνατότητα στους χαρακτήρες του μέσα από συνεντευξιακές συνεδρίες να αποτιμήσουν την παρουσία τους πάνω στην Γη, σαν μια μορφή τελευταίας εξομολόγησης λίγο πριν την εν μέρει λήθη η οποία τους περιμένει.  Οι χαμένες ευκαιρίες, η μοναξιά, ο συμβιβασμός, τα νιάτα και τα γηρατειά, έρχονται σε διαρκή αντίθεση μεταξύ τους, με τους ήρωες να θυμούνται και να πράττουν, την ίδια στιγμή που πολλοί από αυτούς αναζητούν την επιστροφή στα παιδικά τους χρόνια (ψήγματα της προυστικής θεωρίας είναι σχεδόν παντού διάσπαρτα), άλλους να διαθέτουν μνήμες από τις πρώτες στιγμές της μωρουδιακής τους ύπαρξης και συνειδητότητας, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που κρατούν ως πιο σημαντική στιγμή στην ζωή τους, το άγγιγμα και την μυρωδιά της μητέρας και του πατέρα (το Οιδιπόδειο στο αντίστροφό του).
Όπως γίνεται κατανοητό ο Koreeda δεν αναλώνεται σε εντυπωσιακές σκηνοθετικές τεχνικές, ούτε και σε πομπώδες σενάριο, προκειμένου να διαλεχτεί με εμάς τους θεατές αναφορικά με ζητήματα οικουμενικά και αιώνια.  Τοποθετεί απλά τους ήρωές του στην καρέκλα του συνεντευξιαζόμενου (ή του εξομολογούμενου), αφήνοντάς τους να θυμηθούν και να βιώσουν στην συνέχεια, με την βοήθεια του "κινηματογράφου".


Η αγνή αυτοαναφορικότητα της ταινίας δεν γίνεται να σε αφήσει αδιάφορο, καθώς η σύλληψη της αναπαράστασης της ανάμνησης (η βάση του κινηματογράφου από την αρχή της ύπαρξής του, ήταν από πάντα η αναπαράσταση της πραγματικότητας και η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής), είναι ευφυέστατη.  Στην ουσία ο κάθε ήρωας μπορεί να αναγεννηθεί και να συνεχίσει το ταξίδι του, μόνο μέσω της επίδρασης ενός στημένου σκηνικού, ενός συνεργείου που παλεύει να ικανοποιήσει ανάγκες και μιας κάμερας που καταγράφει γεγονότα.  Όπως ακριβώς ο καθένας από εμάς βιώνει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τα διδάγματα μιας ταινίας, έτσι ακριβώς μας λέει και ο Koreeda, πως η ταύτιση της φρέσκιας, ζωντανής, κινηματογραφημένης ανάμνησης, με την νεκρή ψυχή, είναι κάτι το φυσιολογικό και το απόλυτα λογικό.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως ο σκηνοθέτης αποφασίζει να χρησιμοποιήσει την έννοια του cinema, ως το μεταφορικό μέσο προς μια άλλη διάσταση, καθώς εξ' ορισμού η ίδια η τέχνη του κινηματογράφου, είναι μια τέχνη θανάτου, μια τέχνη που καταγράφει ολογράμματα και "φαντάσματα", τα οποία πεθαίνουν κάθε δευτερόλεπτο.  Με το πέρας κάθε σκηνής, και κάθε στιγμής, οι προβαλλόμενες εικόνες χάνονται στην λήθη, με αποτέλεσμα ο Koreeda να δημιουργεί εδώ μια εξαιρετικά ποιητική και εντελώς αυτοαναφορική σχέση, ανάμεσα στον κινηματογράφο και την επίδρασή του πάνω στα άτομα, τα οποία "χάνονται" μέσα του...
Το "After Life", είναι μια ξεχωριστή ταινία, για όποιον αποφασίσει να την δει και να ανακαλύψει όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν ξεχωριστή.  Εδώ το μόνο που κατάφερα ήταν ένα μικρό ξύσιμο της επιφάνειάς της, που ακόμα και αυτή, έχει τόσα να σου πει.  Δείτε την οπωσδήποτε ιδιαίτερα αν είστε σε ανάλογο mood, και περιμένω τις εντυπώσεις σας.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η ζωή είναι κύκλος, οτι το βύθισμα στο νερό της μπανιέρας δημιουργεί ασφάλεια και οτι ακόμα και μια ανθισμένη κερασιά, μπορεί να είναι τα πάντα για έναν άνθρωπο...

Προτίμησα το παρακάτω απόσπασμα, γιατί στο trailer η κλασική φωνή που παρουσιάζει την ταινία, απλά ήταν καταστροφή για την ατμόσφαιρα της ταινίας...



No trivia