Hey. Σήμερα δεν θα πλατειάσω και πολύ και θα σας προτείνω μια σειρούλα, μιας που έχουμε και καιρό να ασχοληθούμε με κάτι τηλεοπτικό. Αυτή η mini σειρά, η οποία ενδείκνυται και για όσους δεν μπορούν για κανέναν λόγο να μείνουν πιστοί στην σταθερή παρακολούθηση που απαιτεί μια σειρά, είναι ιδανική, μιας που καθεμιά από τις δυο σεζόν της, απαρτίζεται από τρία, αυτοτελή επεισόδια. Η αλήθεια είναι πως είχα διαβάσει γι' αυτήν από εδώ και από εκεί, και με είχε ιντριγκάρει το όλο θέμα της δυστοπίας που λεγόταν οτι κυριαρχεί στα επεισόδια. Λοιπόν το "Black Mirror", είναι από τα καλύτερα πράγματα που υπάρχουν εκεί έξω αυτή την περίοδο. Και καλά θα κάνεις να το τσεκάρεις.
Όπως είπα και παραπάνω, η συγκεκριμένη σειρά απαρτίζεται από αυτοτελή επεισόδια, τα οποία όμως χαρακτηρίζονται από αρκετές κοινές προεκτάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν κυρίως με την εποχή, την τεχνολογία και την κοινωνία του σήμερα. Το καθένα από αυτά, επικεντρώνεται και διηγείται και από μια διαφορετική ιστορία, κινητοποιώντας όλες τις αισθήσεις του θεατή, μέχρι το τελικό "χτύπημα" το οποίο είναι αμετάκλητο.
Η διαφορετικότητα του "Black Mirror", είναι οτι ξεφεύγει από μια καθαρή, τρομολαγνική κατάσταση, όπως αυτή του "American Horror" για παράδειγμα (το οποίο βεβαίως αγαπάμε για την ολούθε σαπίλα του), αναζητώντας περισσότερο διεισδυτικούς μηχανισμούς, προκειμένου να εισβάλει στο μυαλό σου, να σου πατήσει μια ξεγυρισμένη αναισθησία και έπειτα να σε αφήσει μόνο, να κατανοήσεις αυτό που μόλις είδες στην οθόνη σου. Είναι μια σειρά, η οποία δεν ακολουθεί εύκολες τρομάρες, ουρλιαχτά και αιμάτινους πίδακες, προκειμένου να πετύχει τον στόχο της, αλλά το κάνει αυτό, μέσω μιας πιο εγκεφαλικής κατάστασης, η οποία βασίζεται καταρχάς στις ιστορίες που χαρακτηρίζουν το κάθε επεισόδιο. Δείτε την αν θέλετε ως μια σειρά από ετερόκλητα σφηνάκια, που ενώ ξέρεις πως θα στην κάνουν την ζημιά, εντούτοις, δεν μπορείς να αντισταθείς. Έτσι κι αλλιώς το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στις δυο περιπτώσεις: το κεφάλι μένει θολό και η τάση για έμετο κυριαρχεί. Στην μια περίπτωση, από τις τοξικές ουσίες στις οποίες έχεις υποβάλει τον εαυτό σου, και στην άλλη από την συνειδητοποίηση της τοξικότητας που ο καθένας από εμάς φέρει μέσα του, έτσι κι αλλιώς...
Το "Black Mirror" δεν είναι μια σειρά με την οποία μπορείς απλώς να περάσεις την ώρα σου, καθώς θέτει μερικά πολύ σοβαρά ζητήματα τα οποία όπως θα δεις, είναι πιο σύγχρονα από ποτέ.
Ο δημιουργός της σειράς, Charlie Brooker, εξάλλου, λες πως είναι και πολυσχιδής προσωπικότητα, μιας που είναι δημοσιογράφος, κριτικός, συγγραφέας, παραγωγός, και παρουσιαστής αγγλικών εκπομπών, δουλεύοντας ταυτόχρονα στην τηλεόραση, τον Τύπο, στο ραδιόφωνο και τα online media. Αν και το πιθανότερο είναι πως δεν τον είχες ακούσει μέχρι σήμερα, η αλήθεια είναι πως μετράει στο ενεργητικό του μπόλικες δουλειές, παρουσιάζοντας μάλλον ψήγματα, μιας διερωτώμενης καθημερινότητας ήδη από το 2008, όταν και δημιούργησε μια mini σειρούλα που λεγόταν, "Dead Set", και απαρτιζόταν από ζομπιακό περιεχόμενο, από αυτά δηλαδή που αρέσκομαι να "καταναλώνω". Η ευφάνταστη κυριολεκτικά (αλλά οχι και μεταφορικά, δυστυχώς, για τις τεχνολογικά προηγμένες κοινωνίες μας), ήθελε τους παίκτες ενός reality show, τύπου Big Brother, να αποτελούν τους τυχερούς, ζωντανούς εναπομείναντες, όταν ξεσπά ένα zombie apocalypse, με το σπίτι του Μεγάλου Αδελφού να μετατρέπεται σε καταφύγιο, από τον θάνατο και τον ορυμαγδό, που επικρατεί έξω. Οχι για πολύ όμως...
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο την σειρά, δεν την είχα τελικά ξεκινήσει, αν και θυμάμαι ακόμα την θετική εντύπωση που μου είχε προκαλέσει τόσο η φρέσκια ιδέα του νεκροζώντανου θέματος, όσο και ο σαφέστατος, κοινωνικός σχολιασμός του Brooker: "εσείς εκεί μέσα, δεν αντιλαμβάνεστε το κατασπάραγμα στο οποίο σας υποβάλουν καθημερινώς τα media, μέχρι την στιγμή που όταν το αντιληφθείτε, είναι πια πολύ αργά".
Μπορεί λοιπόν στο "Black Mirror" να μην έχουμε ζόμπι (αν και κατά κάποιον τρόπο οι άνθρωποι, τείνουμε να μετατραπούμε σε τέτοια, minus τις κυριολεκτικά, σαρκοβόρες ορέξεις), έχουμε όμως ανθρώπους, οι οποίοι μοιάζουν τις περισσότερες φορές να ξεχνούν τι είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν από πρωτόγονες συμπεριφορές ζώων (και ζόμπι): η λογική.
Η λογική σε αυτή την σειρά, δεν κρατάει τα μπόσικα στις συνειδήσεις των πρωταγωνιστών, οι οποίοι διαμορφώνουν καταστάσεις, διαμορφώνουν και κοινωνίες, γεγονός που αποτελεί στην τελική, και το πιο επικίνδυνο κομμάτι όλης αυτής της περιρρέουσας τεχνολογικής "ανωμαλίας", όπως αυτή εκφράζεται στις καταβραθρωμένες συμπεριφορές και την απουσία της όποιας ηθικής.
Ο Brooker εμφανίζεται πεσιμιστής και ενδεχομένως, σκληρά ρεαλιστής, παρουσιάζοντας κάθε φορά τις διαφορετικές πτυχές μιας καθημερινότητας μίζερης, ζοφερής και δυστοπικής, μέσα στην οποία το κάθε άτομο αποτελεί έρμαιο των πιο αποτρόπαιων πνευματικών, ψυχολογικών και ηθικών καταστάσεων.
Το περιεχόμενο της σειράς του, περιστρέφεται γύρω από τις προκλήσεις ενός αφενός, τεχνολογικά προηγμένου κόσμου, αφετέρου βυθισμένου μέσα σε μια μεγαλύτερη άγνοια της ουσίας της πραγματικής ζωής, με τον άνθρωπο χαμένο κάπου μέσα στον ίδιο του τον εαυτό και πιο μόνο από ποτέ.
Τα θέματα της τείνει τρόπο, κλωνοποίησης, της τρομοκρατίας, των μουδιασμένων κοινωνικών συνειδήσεων, της απομόνωσης, της χειραγώγησης, της απονομής δικαιοσύνης, των social media, της τηλεοπτικής πλύσης εγκεφάλου, της πολιτικής αποχαύνωσης και του μαριονετίστικου ελέγχου από όσους διαθέτουν δύναμη (εν προκειμένω, από όσους κάθονται σε ένα πάνελ και ορίζουν τις ζωές χιλιάδων), αυτά και πολλά ακόμη, αναπαριστώνται μέσα από μια εκπληκτική σκηνοθεσία, και μερικές, εξίσου εκπληκτικές ερμηνείες των συμμετεχόντων ηθοποιών, περιγράφοντας στην ουσία μια πραγματικότητα, η οποία δεν απέχει και πολύ από τα δικά μας μέτρα και σταθμά. Αν κάτι είναι εξοργιστικά αληθινό σε αυτά τα επεισόδια, είναι πως τις όποιες τσιμπημένες κατευθύνσεις τους, αποτελούν τμήματα της υπάρχουσας ζωής μας, γεγονός που καθιστά την ανάγκη για αφύπνιση, επιτακτική. Ποιος μας λέει πως την επόμενη φορά, που μια ομάδα τρομοκρατών απαιτήσει λύτρα για την απελευθέρωση ενός ομήρου, αυτά, θα περιορίζονται στα χρήματα και οχι σε κάποια άλλη, παράλογη απαίτηση; Τι θα έκανες αν είχες την δυνατότητα να συνομιλήσεις μέσω υπολογιστή, με ένα αγαπημένο σου πρόσωπο που έχει πεθάνει, και που στην στην ουσία θα πρόκειται για μια μηχανή που "μιμείται" την φωνή του; Πως θα ήταν άραγε αν ζούσαμε σε έναν κόσμο, όπου η παραγόμενη ενέργεια, θα εξαρτιόταν αποκλειστικά από την δική μας άθληση;
Σε αυτά και σε άλλα τόσα ερωτήματα, το "Black Mirror" δίνει τις δικές του απαντήσεις. Απαντήσεις που ίσως να μην θες να μάθεις...
Σαν αποτέλεσμα βρήκα αυτή την μινι-σειρούλα, κάτι περισσότερο από ικανοποιητικό, μιας που η στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία του, η βρετανική μουντάδα και το τακτ της παρουσίασης ακόμα και τον χειρότερων καταστάσεων, μέσα από υπονοούμενα και έμμεσες αναφορές (πολύ καλύτερα δηλαδή, από το να στο δίνει στο πιάτο), καθιστά το "Black Mirror", μια πραγματικά μαύρη απεικόνιση της σύγχρονης ζωής.
Όλοι οι πρωταγωνιστές παραδίδουν μερικές ξεγυρισμένα καλές ερμηνείες, η ατμόσφαιρα είναι ολοκληρωτικά στοιχειωτική, ενώ και η κάθε ιστορία, έχει τα δικά της νοήματα να σου περάσει. Αν λοιπόν, τώρα που έρχεται και το σαββατοκύριακο, θες κάτι δυνατό να δεις, το οποίο όμως δεν θα σε δεσμεύσει κιόλας (μιας που μέχρι να το δεις, θα έχει τελειώσει), επέλεξε το "Black Mirror" και δεν θα χάσεις. Αρκεί να ετοιμαστείς για μερικές φέτες, σκληρής αλήθειας...
Τι έμαθα από την σειρά: Οτι μάλλον ήξερα ήδη...
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013
Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013
Apt Pupil: Certain lessons corrupt...
Χαιρετώ και πάλι και καλωσορίζω και το νέα μέλος της ομάδας μας! Εύχομαι να αναζητήσεις και εσύ μαζί μας, "ωραίες", κινηματογραφικές στιγμές. Λοιπόν σήμερα, είπα να ασχοληθώ με μια ταινία, την οποία όλο προσπαθούσα να ξεκινήσω και όλο την παρατούσα κάπου στην αρχή, διότι η πρώτη εντύπωση που μου έδινε κάθε φορά, είναι πως θα εντασσόταν καλύτερα στο πλαίσιο μιας τηλεοπτικής δουλειάς (και μάλιστα από τις κακές), παρά σαν ένα κινηματογραφικό επίτευγμα, άξιο προσοχής. Παρόλα αυτά, όταν τελικά είδα το "Apt Pupil", μια ταινία του 1998, εκτίμησα δυο πράγματα: τόσο την ύπαρξη κάποιον σαφέστατων αδυναμιών τις οποίες η ταινία δεν είχε σκοπό να κρύψει, καθώς και την απρόσμενη δυναμική που αυτή ανέπτυξε, παρασύροντας το θέμα του νεοναζισμού, και ξεπλένοντας στην ουσία το story, από τυχόν απόλυτη ταύτιση, με αυτό το στοιχείο των καιρών μας. Και των καιρών από πάντα δηλαδή.
O Todd Bowden (Brad Renfro), είναι ένας πιτσιρικάς ο οποίος έχει ένα ιδιαίτερο χόμπι: μαζεύει μετά μανίας, οτιδήποτε έχει να κάνει με το Τρίτο Ράιχ, τον Β' Παγκόσμιο και την δράση της Γερμανίας, κυρίως όσον αφορά οχι τις επεκτατικές της βλέψεις, αλλά την "τιμωρία" των Εβραίων, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Όταν μια μέρα συναντήσει στο λεωφορείο έναν ηλικιωμένο, τα πράγματα θα αλλάξουν ολοκληρωτικά και για τους δυο, καθώς θα αντιληφθεί πως πρόκειται για έναν εκ των εγκληματιών πολέμου, τον οποίο φιλοξενεί σε μπόλικες από τις φωτογραφίες που διαθέτει. Ο Todd θα βρει έτσι την ευκαιρία να προσεγγίσει τον Μr. Kurt Dussander (Ian McKellen), προκειμένου να μάθει από πρώτο χέρι, όλες τις θηριωδίες των Γερμανών και την αίσθηση του να κρατάς την θανατερή μοίρα χιλιάδων, στα χέρια σου. Ο Dussander θα πρέπει να χορέψει τώρα, τον χορό που του επιβάλει ο πιτσιρικάς, σε διαφορετική περίπτωση ο απειλητικός πέλεκυς της δικαιοσύνης που έχει κρεμάσει ο Todd πάνω από το κεφάλι του και με τον οποίο τον έχει στριμώξει στην γωνία, θα πέσει και θα κόψει κεφάλια. Ένας εγκληματίας πολέμου όμως, δεν ξεχνάει ποτέ την πραγματική του φύση. Ιδιαίτερα όταν τα χρόνια έχουν περάσει και ένα παιδί έρχεται να του κάνει με το έτσι θέλω την ζωή, άνω κάτω...
Το "Apt Pupil" βασίζεται καταρχάς σε μια νουβέλα ή αλλιώς, long short story του Stephen King, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο "Different Seasons", μαζί με μερικές ακόμη ιστορίες του και πιο συγκεκριμένα το "The Body", το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο ως, «Stand By Me», καθώς και το "Rita Hayworth and Shawshank Redemption", το οποίο αποτέλεσε φυσικά την πρώτη ύλη του «The Shawshank Redemption», του Frank Darabont.
Όπως αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ένας από τους λόγους για τους οποίους από καιρό ήθελα να δω αυτή την ταινία, ήταν πως αποτελεί ιστορία του Stephen King, γεγονός που έχει ταυτόχρονα διττή σημασία, καθώς το αποτέλεσμα ή θα είναι εξαιρετικό, ή απλώς δεν θα βλέπεται. Δεν έχω κατανοήσει ακόμη τους λόγους για τους οποίους πολλές φορές, αξιόλογα βιβλία του King (δεν μιλάω γενικά αυτή την στιγμή για τις μεταφορές των βιβλίων, καθώς δεν θα τελειώναμε ποτέ με αυτό το θέμα), γίνονται τραγικότατες ταινίες, τόσο από πλευράς σεναρίου (το οποίο τις περισσότερες φορές μπάζει από παντού), όσο και από πλευράς σκηνοθεσίας, η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι επιεικώς απαράδεκτη.
Αν θα έπρεπε να τοποθετήσω στην προκειμένη περίπτωση το «Apt Pupil» κάπου, αυτό θα ήταν μάλλον σε μια νέα κατηγορία, η οποία παίζει κάπου στην μέση. Η ταινία, δεν είναι σε καμία περίπτωση εξαιρετική. Δεν είναι όμως και μια ταινία την οποία θα σταματήσεις άρον άρον. Κυρίως γιατί σε αυτήν πρωταγωνιστεί ο εξαίσιος, Ian McKellen, αλλά και επειδή την σκηνοθεσία της είχε αναλάβει ο "πολλά υποσχόμενος, αλλά κάπου το'χω χάσει λίγο", Bryan Singer.
Το όνομα του Singer, σίγουρα το ξέρετε, ακόμη και αν δεν θυμάστε ακριβώς, ποιες είναι οι ταινίες τις οποίες μετράει στο ενεργητικό του. Λοιπόν ο φίλος Bryan, είναι αυτός που το 1995, σκηνοθέτησε μια εκ των καλύτερων ερμηνειών που μετράει ο Kevin Spacey μέχρι σήμερα, στο «The Usual Suspects», ένα καθηλωτικό, crime θρίλερ, με ένα εντυπωσιακό τέλος, από αυτά που ο Alfred Hitchcock, θα "σκότωνε", προκειμένου οι θεατές του να μην αποκαλύψουν παραέξω.
Έκτοτε ο Singer την έκανε λαχείο, αναλαμβάνοντας την μεταφορά στο κινηματογραφικό πανί, των περιπετειών των X-Men, σκηνοθετώντας δυο ταινίες, και ετοιμάζοντας ήδη την τρίτη συνέχεια, το «X-Men: Days of Future Past». Στο ενδιάμεσο ασχολήθηκε και με την επιστροφή του Superman στο «Superman Returns», κατέγραψε έναν ένστολο Tom Cruise, στην προσπάθειά του να δολοφονήσει τον Hitler στην «Valkyrie» του, ενώ τώρα αποφάσισε να μας πασάρει και την CGI-ασμένη εκδοχή του Τζάκ και της φασολιάς, «Jack and the Giant Slayer», με έναν giant που θυμίζει αφηρημένα τον Klaus Kinski στο «Aguirre: The Wrath of God». Μάλιστα...
Αν και η καριέρα του Singer δεν θα είχε αλλάξει και πολύ σε περίπτωση που δεν είχε αναλάβει το «Αpt Pupil» (έτσι κι αλλιώς ανάγκη δεν έχει, μιας που τουλάχιστον η τηλεοπτική του δουλειά, μοιάζει να του αποφέρει περισσότερα, απ'οτι οι τελευταίες, κινηματογραφικές του προσπάθειες), εντούτοις θα τολμούσα να πω πως αυτή η ταινία, αποτέλεσε οτι πιο διαφορετικό έχει να μας προσφέρει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, μέχρι σήμερα. Και η αλήθεια είναι πως αν και δεν έχω διαβάσει την συγκεκριμένη ιστορία, μπορώ κάπου να αντιληφθώ οτι το αποτέλεσμά της, είναι πολύ καλύτερο, απ'οτι αν είχε αναλάβει κάποιος άλλος την dirty job της μεταφοράς.
Καταρχάς, πέρα από την ξεκάθαρη παρουσία του τρόμου, υπό την μορφή αυτής της φοράς, της ιδέας του νεοναζισμού, η ταινία, δεν επικεντρώνεται τόσο πάνω σε αυτό το κομμάτι, όσο στην γενικότερη "δύναμη" των ανθρώπων να παρασυρθούν και να παρασύρουν. Έτσι κι αλλιώς ο Stephen King, αποτελούσε από πάντα έναν συγγραφέα, ο οποίος δεν περιοριζόταν μόνο στον μεταφυσικό, φαντασιακό τρόμο, αλλά σε αρκετά βιβλία του, ο φόβος, προκύπτει από κάτι το καθημερινό, κάτι που στην πραγματικότητα μπορεί να φαντάζει αντιμετωπίσιμο και κοινό, αλλά που στα έργα του μετατρέπεται στον νούμερο ένα κίνδυνο, την ουσιαστική πηγή τρέλας και υπέρτατης απειλής. Για παράδειγμα στο "Cujo", ένας σκύλος Αγίου Βερνάρδου κολλάει λύσσα από μια νυχτερίδα, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται μέσα από τις σελίδες του King, στην νούμερο ένα, φονική μηχανή. Ακόμα και στο κατά βάση δραματικό, «Stand By Me», τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με μια τρομακτική και παράλληλα σαγηνευτική σκέψη, η οποία σωματοποιείται στην θέα ενός νεκρού σώματος. Τίποτα περισσότερο.
"Πολλοί με ρωτούν γιατί οι ιστορίες μου δεν περιλαμβάνουν έναν σκύλο, ο οποίος πνίγεται ηρωικά στην προσπάθειά να σώσει το αφεντικό του. Και εγώ τους απαντώ, πως προτιμώ να φέρω πίσω το εκδικητικό, κρύο πνεύμα του σκύλου, το οποίο θα στοιχειώσει το αφεντικό και θα ζητήσει εκδίκηση". Αυτά αποτελούν λόγια του ίδιου του King, και θυμάμαι πως μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση όταν τα είχα διαβάσει. Μου είχαν ανοίξει όμως και ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης, τον οποίο φαίνεται να χρησιμοποιούσε κυρίως κατά το παρελθόν, σαν παντιέρα, ο διάσημος συγγραφέας, προκειμένου να υφαίνει τον τρόμο, ακόμα και στις πιο περίεργες και κατά τα άλλα πραγματικές γωνιές του μυαλού μας. Το «Apt Pupil», ανήκει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία. Είναι μια ταινία η οποία πραγματεύεται τον μεγαλύτερο φόβο, το μεγαλύτερο κακό που πέρασε ποτέ πάνω από την Γη: τον άνθρωπο.
Ο McKellen υποδύεται τον ηλικιωμένο Dussander με πίστη και πυγμή, αντικατοπτρίζοντας ιδανικά τον ψυχισμό ενός λύκου, που έχει ενεδυθεί την προβιά του προβάτου, και έχει βολευτεί μέσα σε αυτήν, ξεχνώντας τον πρωτύτερο εαυτό του. Όταν ο Renfro έρχεται (ο οποίος πέθανε το 2008 από υπερβολική δόση), και απαιτεί από εκείνον να ξεθάψει από το μπαούλο των αναμνήσεων, όλες εκείνες τις ανομολόγητες πράξεις, τα βασανιστήρια και την ζοφερή πραγματικότητα του πολέμου, είναι σαν να σηκώνει λιγάκι το χαλί της Ιστορίας, και να προκαλεί τον Dussander να κοιτάξει από κάτω, βλέποντας κάπου εκεί τον εαυτό του, όπως αυτός ήταν παλιά: νέος, ακμαίος και γεμάτος βάναυσες ορέξεις. Στην ουσία δεν είναι το θέμα του νεοναζισμού αυτό που κυριαρχεί, όσο το πως πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να "κυλήσει" και πάλι, στον παλιό εθισμό του. Είτε αυτός είναι το αλκοόλ, είτε τα ναρκωτικά, είτε η ανάγκη να σκοτώνει...
Το «Apt Pupil», πρόκειται στην ουσία για μια ταινία εμμονών. Εμμονικός ο Todd με τον κόσμο του Τρίτου Ράιχ, όπως όμως τον θαυμάζει μέσα από τις φωτογραφίες, μα που όπως σύντομα διαπιστώνει, οι διηγήσεις και η πραγματικότητα, μάλλον απέχουν έτη φωτός από το όποιο φρικιαστικό ενσταντανέ της φωτογραφικής μηχανής.
Το ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, εκεί δηλαδή που παίζεται και όλο το δράμα, έχει να κάνει με την αλληλεπίδραση των δυο πρωταγωνιστών, και τον τρόπο με τον οποίο ο ένας, μοιάζει να αποτελεί την νεότερη και αντίστοιχα, την μεγαλύτερη εκδοχή του άλλου. Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όταν ο σπόρος της εξουσίας και της μεγαλομανίας έχει φυτευτεί (οχι αυτός ενός ξεκάθαρου ναζισμού), τότε υπάρχει δυνατότητα διαφυγής και για τους δυο. Με διαφορετικές δηλαδή συνέπειες και όπως κι αν εκφράζεται αυτή.
Αν εξαιρέσει κανείς την κάπως αδύναμη σκηνοθεσία, από πλευράς σκηνικών και ατμόσφαιρας, τότε μπορεί να βρει ενδιαφέροντα στοιχεία στο «Αpt Pupil», μια ταινία, η οποία μπορεί να μην είναι από τις καλύτερες μεταφορές, είναι όμως από τις πιο τίμιες αναφορικά με αυτά που θέλει να πεί.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι o David Schwimmer είναι σαν ανώμαλος μπανιστιρτζής με αυτό το μουστάκι, οτι όταν ο King άκουσε πως την ταινία θέλει να αναλάβει ο Bryan Singer, του πούλησε τα δικαιώματα για 1 δολάριο και οτι ο McKellen είναι μόλις 57 χρονών εδώ, αν και δείχνει για πολύ μεγαλύτερος και συγκεκριμένα ανέλαβε να υποδυθεί τον 75χονο Dussander.
Με την απαραίτητη φωνή που συνόδευε τότε τα trailer...
No trivia
O Todd Bowden (Brad Renfro), είναι ένας πιτσιρικάς ο οποίος έχει ένα ιδιαίτερο χόμπι: μαζεύει μετά μανίας, οτιδήποτε έχει να κάνει με το Τρίτο Ράιχ, τον Β' Παγκόσμιο και την δράση της Γερμανίας, κυρίως όσον αφορά οχι τις επεκτατικές της βλέψεις, αλλά την "τιμωρία" των Εβραίων, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Όταν μια μέρα συναντήσει στο λεωφορείο έναν ηλικιωμένο, τα πράγματα θα αλλάξουν ολοκληρωτικά και για τους δυο, καθώς θα αντιληφθεί πως πρόκειται για έναν εκ των εγκληματιών πολέμου, τον οποίο φιλοξενεί σε μπόλικες από τις φωτογραφίες που διαθέτει. Ο Todd θα βρει έτσι την ευκαιρία να προσεγγίσει τον Μr. Kurt Dussander (Ian McKellen), προκειμένου να μάθει από πρώτο χέρι, όλες τις θηριωδίες των Γερμανών και την αίσθηση του να κρατάς την θανατερή μοίρα χιλιάδων, στα χέρια σου. Ο Dussander θα πρέπει να χορέψει τώρα, τον χορό που του επιβάλει ο πιτσιρικάς, σε διαφορετική περίπτωση ο απειλητικός πέλεκυς της δικαιοσύνης που έχει κρεμάσει ο Todd πάνω από το κεφάλι του και με τον οποίο τον έχει στριμώξει στην γωνία, θα πέσει και θα κόψει κεφάλια. Ένας εγκληματίας πολέμου όμως, δεν ξεχνάει ποτέ την πραγματική του φύση. Ιδιαίτερα όταν τα χρόνια έχουν περάσει και ένα παιδί έρχεται να του κάνει με το έτσι θέλω την ζωή, άνω κάτω...
Το "Apt Pupil" βασίζεται καταρχάς σε μια νουβέλα ή αλλιώς, long short story του Stephen King, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο "Different Seasons", μαζί με μερικές ακόμη ιστορίες του και πιο συγκεκριμένα το "The Body", το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο ως, «Stand By Me», καθώς και το "Rita Hayworth and Shawshank Redemption", το οποίο αποτέλεσε φυσικά την πρώτη ύλη του «The Shawshank Redemption», του Frank Darabont.
Όπως αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ένας από τους λόγους για τους οποίους από καιρό ήθελα να δω αυτή την ταινία, ήταν πως αποτελεί ιστορία του Stephen King, γεγονός που έχει ταυτόχρονα διττή σημασία, καθώς το αποτέλεσμα ή θα είναι εξαιρετικό, ή απλώς δεν θα βλέπεται. Δεν έχω κατανοήσει ακόμη τους λόγους για τους οποίους πολλές φορές, αξιόλογα βιβλία του King (δεν μιλάω γενικά αυτή την στιγμή για τις μεταφορές των βιβλίων, καθώς δεν θα τελειώναμε ποτέ με αυτό το θέμα), γίνονται τραγικότατες ταινίες, τόσο από πλευράς σεναρίου (το οποίο τις περισσότερες φορές μπάζει από παντού), όσο και από πλευράς σκηνοθεσίας, η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι επιεικώς απαράδεκτη.
Αν θα έπρεπε να τοποθετήσω στην προκειμένη περίπτωση το «Apt Pupil» κάπου, αυτό θα ήταν μάλλον σε μια νέα κατηγορία, η οποία παίζει κάπου στην μέση. Η ταινία, δεν είναι σε καμία περίπτωση εξαιρετική. Δεν είναι όμως και μια ταινία την οποία θα σταματήσεις άρον άρον. Κυρίως γιατί σε αυτήν πρωταγωνιστεί ο εξαίσιος, Ian McKellen, αλλά και επειδή την σκηνοθεσία της είχε αναλάβει ο "πολλά υποσχόμενος, αλλά κάπου το'χω χάσει λίγο", Bryan Singer.
Το όνομα του Singer, σίγουρα το ξέρετε, ακόμη και αν δεν θυμάστε ακριβώς, ποιες είναι οι ταινίες τις οποίες μετράει στο ενεργητικό του. Λοιπόν ο φίλος Bryan, είναι αυτός που το 1995, σκηνοθέτησε μια εκ των καλύτερων ερμηνειών που μετράει ο Kevin Spacey μέχρι σήμερα, στο «The Usual Suspects», ένα καθηλωτικό, crime θρίλερ, με ένα εντυπωσιακό τέλος, από αυτά που ο Alfred Hitchcock, θα "σκότωνε", προκειμένου οι θεατές του να μην αποκαλύψουν παραέξω.
Έκτοτε ο Singer την έκανε λαχείο, αναλαμβάνοντας την μεταφορά στο κινηματογραφικό πανί, των περιπετειών των X-Men, σκηνοθετώντας δυο ταινίες, και ετοιμάζοντας ήδη την τρίτη συνέχεια, το «X-Men: Days of Future Past». Στο ενδιάμεσο ασχολήθηκε και με την επιστροφή του Superman στο «Superman Returns», κατέγραψε έναν ένστολο Tom Cruise, στην προσπάθειά του να δολοφονήσει τον Hitler στην «Valkyrie» του, ενώ τώρα αποφάσισε να μας πασάρει και την CGI-ασμένη εκδοχή του Τζάκ και της φασολιάς, «Jack and the Giant Slayer», με έναν giant που θυμίζει αφηρημένα τον Klaus Kinski στο «Aguirre: The Wrath of God». Μάλιστα...
Αν και η καριέρα του Singer δεν θα είχε αλλάξει και πολύ σε περίπτωση που δεν είχε αναλάβει το «Αpt Pupil» (έτσι κι αλλιώς ανάγκη δεν έχει, μιας που τουλάχιστον η τηλεοπτική του δουλειά, μοιάζει να του αποφέρει περισσότερα, απ'οτι οι τελευταίες, κινηματογραφικές του προσπάθειες), εντούτοις θα τολμούσα να πω πως αυτή η ταινία, αποτέλεσε οτι πιο διαφορετικό έχει να μας προσφέρει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, μέχρι σήμερα. Και η αλήθεια είναι πως αν και δεν έχω διαβάσει την συγκεκριμένη ιστορία, μπορώ κάπου να αντιληφθώ οτι το αποτέλεσμά της, είναι πολύ καλύτερο, απ'οτι αν είχε αναλάβει κάποιος άλλος την dirty job της μεταφοράς.
Καταρχάς, πέρα από την ξεκάθαρη παρουσία του τρόμου, υπό την μορφή αυτής της φοράς, της ιδέας του νεοναζισμού, η ταινία, δεν επικεντρώνεται τόσο πάνω σε αυτό το κομμάτι, όσο στην γενικότερη "δύναμη" των ανθρώπων να παρασυρθούν και να παρασύρουν. Έτσι κι αλλιώς ο Stephen King, αποτελούσε από πάντα έναν συγγραφέα, ο οποίος δεν περιοριζόταν μόνο στον μεταφυσικό, φαντασιακό τρόμο, αλλά σε αρκετά βιβλία του, ο φόβος, προκύπτει από κάτι το καθημερινό, κάτι που στην πραγματικότητα μπορεί να φαντάζει αντιμετωπίσιμο και κοινό, αλλά που στα έργα του μετατρέπεται στον νούμερο ένα κίνδυνο, την ουσιαστική πηγή τρέλας και υπέρτατης απειλής. Για παράδειγμα στο "Cujo", ένας σκύλος Αγίου Βερνάρδου κολλάει λύσσα από μια νυχτερίδα, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται μέσα από τις σελίδες του King, στην νούμερο ένα, φονική μηχανή. Ακόμα και στο κατά βάση δραματικό, «Stand By Me», τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με μια τρομακτική και παράλληλα σαγηνευτική σκέψη, η οποία σωματοποιείται στην θέα ενός νεκρού σώματος. Τίποτα περισσότερο.
"Πολλοί με ρωτούν γιατί οι ιστορίες μου δεν περιλαμβάνουν έναν σκύλο, ο οποίος πνίγεται ηρωικά στην προσπάθειά να σώσει το αφεντικό του. Και εγώ τους απαντώ, πως προτιμώ να φέρω πίσω το εκδικητικό, κρύο πνεύμα του σκύλου, το οποίο θα στοιχειώσει το αφεντικό και θα ζητήσει εκδίκηση". Αυτά αποτελούν λόγια του ίδιου του King, και θυμάμαι πως μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση όταν τα είχα διαβάσει. Μου είχαν ανοίξει όμως και ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης, τον οποίο φαίνεται να χρησιμοποιούσε κυρίως κατά το παρελθόν, σαν παντιέρα, ο διάσημος συγγραφέας, προκειμένου να υφαίνει τον τρόμο, ακόμα και στις πιο περίεργες και κατά τα άλλα πραγματικές γωνιές του μυαλού μας. Το «Apt Pupil», ανήκει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία. Είναι μια ταινία η οποία πραγματεύεται τον μεγαλύτερο φόβο, το μεγαλύτερο κακό που πέρασε ποτέ πάνω από την Γη: τον άνθρωπο.
Ο McKellen υποδύεται τον ηλικιωμένο Dussander με πίστη και πυγμή, αντικατοπτρίζοντας ιδανικά τον ψυχισμό ενός λύκου, που έχει ενεδυθεί την προβιά του προβάτου, και έχει βολευτεί μέσα σε αυτήν, ξεχνώντας τον πρωτύτερο εαυτό του. Όταν ο Renfro έρχεται (ο οποίος πέθανε το 2008 από υπερβολική δόση), και απαιτεί από εκείνον να ξεθάψει από το μπαούλο των αναμνήσεων, όλες εκείνες τις ανομολόγητες πράξεις, τα βασανιστήρια και την ζοφερή πραγματικότητα του πολέμου, είναι σαν να σηκώνει λιγάκι το χαλί της Ιστορίας, και να προκαλεί τον Dussander να κοιτάξει από κάτω, βλέποντας κάπου εκεί τον εαυτό του, όπως αυτός ήταν παλιά: νέος, ακμαίος και γεμάτος βάναυσες ορέξεις. Στην ουσία δεν είναι το θέμα του νεοναζισμού αυτό που κυριαρχεί, όσο το πως πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να "κυλήσει" και πάλι, στον παλιό εθισμό του. Είτε αυτός είναι το αλκοόλ, είτε τα ναρκωτικά, είτε η ανάγκη να σκοτώνει...
Το «Apt Pupil», πρόκειται στην ουσία για μια ταινία εμμονών. Εμμονικός ο Todd με τον κόσμο του Τρίτου Ράιχ, όπως όμως τον θαυμάζει μέσα από τις φωτογραφίες, μα που όπως σύντομα διαπιστώνει, οι διηγήσεις και η πραγματικότητα, μάλλον απέχουν έτη φωτός από το όποιο φρικιαστικό ενσταντανέ της φωτογραφικής μηχανής.
Το ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, εκεί δηλαδή που παίζεται και όλο το δράμα, έχει να κάνει με την αλληλεπίδραση των δυο πρωταγωνιστών, και τον τρόπο με τον οποίο ο ένας, μοιάζει να αποτελεί την νεότερη και αντίστοιχα, την μεγαλύτερη εκδοχή του άλλου. Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όταν ο σπόρος της εξουσίας και της μεγαλομανίας έχει φυτευτεί (οχι αυτός ενός ξεκάθαρου ναζισμού), τότε υπάρχει δυνατότητα διαφυγής και για τους δυο. Με διαφορετικές δηλαδή συνέπειες και όπως κι αν εκφράζεται αυτή.
Αν εξαιρέσει κανείς την κάπως αδύναμη σκηνοθεσία, από πλευράς σκηνικών και ατμόσφαιρας, τότε μπορεί να βρει ενδιαφέροντα στοιχεία στο «Αpt Pupil», μια ταινία, η οποία μπορεί να μην είναι από τις καλύτερες μεταφορές, είναι όμως από τις πιο τίμιες αναφορικά με αυτά που θέλει να πεί.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι o David Schwimmer είναι σαν ανώμαλος μπανιστιρτζής με αυτό το μουστάκι, οτι όταν ο King άκουσε πως την ταινία θέλει να αναλάβει ο Bryan Singer, του πούλησε τα δικαιώματα για 1 δολάριο και οτι ο McKellen είναι μόλις 57 χρονών εδώ, αν και δείχνει για πολύ μεγαλύτερος και συγκεκριμένα ανέλαβε να υποδυθεί τον 75χονο Dussander.
Με την απαραίτητη φωνή που συνόδευε τότε τα trailer...
No trivia
Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013
Μπιγκ Χιτ: Ένα ελληνικό neo-noir, όπως δεν το έχεις ξαναδεί
NEW ARRIVAL
Καλημέρα σε όλους! Σήμερα θα μιλήσουμε για μια ελληνική προσπάθεια, από αυτές για τις οποίες δεν μιλάω και πολύ συχνά στο blog μου (τις ελληνικές ταινίες δηλαδή, μιας που το είδος που πραγματεύεται η σημερινή, είναι από τα αγαπημένα μου). Το "Μπιγκ Χιτ" του Κάρολου Ζωναρά, είναι μια ταινία που παίρνει και δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβάρα, και γίνεται ένα από εκείνα τα απρόσμενα cult, ελληνικά δημιουργήματα, στα οποία είναι αδύνατον να πεις οχι. Οπότε μη του πεις. Δες το.
Ο υπαστυνόμος Αριστείδης Κορμάς (Μελέτης Γεωργιάδης), καλείται να εξιχνιάσει την μυστήρια αυτοκτονία ενός συναδέλφου του (τον οποίο υποδύεται για ελάχιστα δευτερόλεπτα ο...Σπύρος Μπιμπίλας), ο οποίος έδωσε τέλος στην ζωή του, στο γραφείο του σπιτιού του και με την γυναίκα του να γυροφέρνει στον πάνω όροφο. Αργότερα όταν ο υπαστυνόμος αντιμετωπίσει την ψυχρή στάση της χήρας Φαρμάκη (Ευγενία Αποστόλου), καθώς και την αδιαφορία των υψηλά ισταμένων του στο Σώμα, θα αρχίσει να ζώνεται από τα φίδια, έχοντας την υποψία πως κάτι βρώμικο παίζεται στην Υπηρεσία του. Κάτι που έχει να κάνει φράγκα μεγαλοεπιχειρηματιών και την κάλυψη των νονών της νύχτας...
Χωρίς να χάσει καιρό, αλλά μετατρέποντας το περίεργο αυτό κουβάρι σε προσωπικό του αγώνα, ο υπαστυνόμος, θα χτυπήσει πόρτες, θα κάνει ερωτήσεις και θα προσπαθήσει να βρει τους ανθρώπους που κρύβονται στις σκιές, κινώντας τα νήματα. Όσο όμως πιο βαθιά στην υπόθεση, τον οδηγεί το ένστικτό του, τόσο σε μεγαλύτερο κίνδυνο φαίνεται να θέτει τον εαυτό του, αλλά και την γυναίκα του, Μισέλ (Katie O' Wallis). Το τίμημα ενός ηθικού άνδρα, θα είναι σκληρό σε αυτόν τον γεμάτο διαφθορά και σαπίλα κόσμο...
Σήμερα δεν θα πούμε πολλά πράγματα για την ταινία, όπως κάνουμε στις υπόλοιπες κριτικές, για τον απλό λόγο πως "what you see, is what you get", που λέγανε και στο χωριό μου. Δεν έχουμε εδώ κοινωνικούς σχολιασμούς, και αμπελοφιλοσοφίες και διδάγματα και πάει λέγοντας. Έχουμε έναν σκηνοθέτη, που αποφάσισε με τον δικό του τρόπο να τιμήσει το noir αριστούργημα του Fritz Lang, "Τhe Big Heat", δημιουργώντας το ελληνικό του "αδελφάκι".
Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, οι δυο ταινίες ομοιάζουν μόνο ως προς το σεναριακό τους περιεχόμενο, μιας που ο Ζωναράς, αποφάσισε να πατήσει πάνω στην υπόθεση της ταινίας του Lang, μεταφέροντάς την όμως, στην ελληνική, εξίσου ζοφερή πραγματικότητα. Έχουμε τον καλό υπαστυνόμο που προσπαθεί να σταθεί στο ηθικό του ύψος, μέσα σε έναν κοινωνικό βούρκο, ο οποίος μοιάζει να τον τραβάει σε ολοένα και μεγαλύτερο βάθος, απειλώντας να τον πνίξει. Πέρα από αυτό όμως, ο σκηνοθέτης και η ομάδα του, είπαν να εμπλουτίσουν το θέμα με καρικατουρίστικες ερμηνείες, και αρκετό μπινελίκι σε καίρια σημεία, με το "Που' σουνα μωρή;", να αποτελεί σίγουρα, το δικό μου αγαπημένο.
Δημιουργός του-κατά πολλούς-cult, "Ο Γιος του Τσάρλυ", o Ζωναράς, δεν πήρε αψήφιστα αυτή την νέα του προσπάθεια, εισάγοντας στην ταινία την τεχνική του ντουμπλαρίσματος, και βάζοντας τις φωνές άλλων ηθοποιών να ακούγονται πάνω στα πρόσωπα των ερμηνευτών που βλέπουμε στην οθόνη. Πέρα από την δημιουργία μιας εικόνας που σου φέρνει στο μυαλό ταινίες περασμένων δεκαετιών (τότε δηλαδή που ο ήχος "φοριόταν" πάνω στο οπτικό κομμάτι του φιλμ), ο Ζωναράς, πέτυχε και την μείωση του χρόνου γυρισμάτων σε μόλις, 20 ημέρες, περιορίζοντας σαφέστατα το budget του και χτίζοντας τελικά έναν ταινιακό κόσμο, ο οποίος εύκολα παραπέμπει στο τότε, αλλά και στο τώρα.
Φυσικά η φωτογραφία της ταινίας παρέμεινε ασπρόμαυρη, τα μπατσικά props ανέγγιχτα (must η καπαρντίνα με τον σηκωμένο γιακά), ενώ και η ενσωμάτωση σκηνών, από την original ταινία, φάνηκε να λύνει τα χέρια των συντελεστών, σε στιγμές όπως για παράδειγμα η έκρηξη (δεν λέω περισσότερα σε περίπτωση που κάποιος δεν έχει δει το original, αλλά έτσι κι αλλιώς αν δείτε το "Μπιγκ Χιτ", θα πρέπει να προετοιμαστείτε για αρκετά spoilers), αλλά να αποτελεί παράλληλα και ένα έξυπνο εύρημα το οποίο ταυτίζει ακόμα σε μεγαλύτερο βαθμό τις δυο ταινίες.
Το cast απαρτίζεται από εξαιρετικές φάτσες, που δίνουν στην ταινία την κατάλληλη εσάνς. Ο Μελέτης Γεωργιάδης, αποτελεί κλασική επιλογή πια (σίγουρα τον θυμάσαι και από "Το Κακό") για b-movie-ζουσες ταινίες, και είναι φυσιογνωμία εμβληματική στον ρόλο του αμέμπτου ηθικής, Αριστείδη Κορμά. Η Katie O'Wallis σε διπλό ρόλο, υποδύεται την Γαλλίδα σύζυγο του υπαστυνόμου, και την τρελοκαμπέρο Lori, γκόμενα του παρατρεχάμενου, του πλούσιου αφεντικού που κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Κάπου μέσα στην ταινία, θα δεις γνώριμες φάτσες και θα ακούσεις τις εξίσου γνώριμες, ντουμπλαριστές φωνές (π.χ του Μποσταντζόγλου), με όλο αυτό το γαϊτανάκι να προσδίδει στην ταινία μια καθόλα, cult, ερμηνευτική διάσταση.
Το "Μπιγκ Χιτ" είναι μια ταινία η οποία αποτελεί ευχάριστη έκπληξη, μέσα στις πολλές κακές (ευτυχώς και κάποιες καλές), ελληνικές ταινίες της αρπαχτής. Έχει ατμόσφαιρα, jazz μουσικούλα, διαλόγους εμφανώς στιλιζαρισμένους, αλλά και τόσο ταιριαστούς με τα φώτα των δρόμων, τα στριπτιτζάδικα και την βρωμιά της μεγαλούπολης.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τον Μάϊκ Βαρδακαστάνη, υποδύεται ο θείος του σκηνοθέτη και είναι ο αγαπημένος μου, οτι το 'Καλαματιανός' είναι και γαμώ τα παρατσούκλια και οτι η υστεροφημία του Μπιμπίλα περιλαμβάνει άπειρες γκόμενες, και μια νεανίζουσα φωτογραφία του, στην οποία μοιάζει με τον Μάκη Δελαπόρτα. Epic win.
No trivia
Καλημέρα σε όλους! Σήμερα θα μιλήσουμε για μια ελληνική προσπάθεια, από αυτές για τις οποίες δεν μιλάω και πολύ συχνά στο blog μου (τις ελληνικές ταινίες δηλαδή, μιας που το είδος που πραγματεύεται η σημερινή, είναι από τα αγαπημένα μου). Το "Μπιγκ Χιτ" του Κάρολου Ζωναρά, είναι μια ταινία που παίρνει και δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβάρα, και γίνεται ένα από εκείνα τα απρόσμενα cult, ελληνικά δημιουργήματα, στα οποία είναι αδύνατον να πεις οχι. Οπότε μη του πεις. Δες το.
Ο υπαστυνόμος Αριστείδης Κορμάς (Μελέτης Γεωργιάδης), καλείται να εξιχνιάσει την μυστήρια αυτοκτονία ενός συναδέλφου του (τον οποίο υποδύεται για ελάχιστα δευτερόλεπτα ο...Σπύρος Μπιμπίλας), ο οποίος έδωσε τέλος στην ζωή του, στο γραφείο του σπιτιού του και με την γυναίκα του να γυροφέρνει στον πάνω όροφο. Αργότερα όταν ο υπαστυνόμος αντιμετωπίσει την ψυχρή στάση της χήρας Φαρμάκη (Ευγενία Αποστόλου), καθώς και την αδιαφορία των υψηλά ισταμένων του στο Σώμα, θα αρχίσει να ζώνεται από τα φίδια, έχοντας την υποψία πως κάτι βρώμικο παίζεται στην Υπηρεσία του. Κάτι που έχει να κάνει φράγκα μεγαλοεπιχειρηματιών και την κάλυψη των νονών της νύχτας...
Χωρίς να χάσει καιρό, αλλά μετατρέποντας το περίεργο αυτό κουβάρι σε προσωπικό του αγώνα, ο υπαστυνόμος, θα χτυπήσει πόρτες, θα κάνει ερωτήσεις και θα προσπαθήσει να βρει τους ανθρώπους που κρύβονται στις σκιές, κινώντας τα νήματα. Όσο όμως πιο βαθιά στην υπόθεση, τον οδηγεί το ένστικτό του, τόσο σε μεγαλύτερο κίνδυνο φαίνεται να θέτει τον εαυτό του, αλλά και την γυναίκα του, Μισέλ (Katie O' Wallis). Το τίμημα ενός ηθικού άνδρα, θα είναι σκληρό σε αυτόν τον γεμάτο διαφθορά και σαπίλα κόσμο...
Σήμερα δεν θα πούμε πολλά πράγματα για την ταινία, όπως κάνουμε στις υπόλοιπες κριτικές, για τον απλό λόγο πως "what you see, is what you get", που λέγανε και στο χωριό μου. Δεν έχουμε εδώ κοινωνικούς σχολιασμούς, και αμπελοφιλοσοφίες και διδάγματα και πάει λέγοντας. Έχουμε έναν σκηνοθέτη, που αποφάσισε με τον δικό του τρόπο να τιμήσει το noir αριστούργημα του Fritz Lang, "Τhe Big Heat", δημιουργώντας το ελληνικό του "αδελφάκι".
Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, οι δυο ταινίες ομοιάζουν μόνο ως προς το σεναριακό τους περιεχόμενο, μιας που ο Ζωναράς, αποφάσισε να πατήσει πάνω στην υπόθεση της ταινίας του Lang, μεταφέροντάς την όμως, στην ελληνική, εξίσου ζοφερή πραγματικότητα. Έχουμε τον καλό υπαστυνόμο που προσπαθεί να σταθεί στο ηθικό του ύψος, μέσα σε έναν κοινωνικό βούρκο, ο οποίος μοιάζει να τον τραβάει σε ολοένα και μεγαλύτερο βάθος, απειλώντας να τον πνίξει. Πέρα από αυτό όμως, ο σκηνοθέτης και η ομάδα του, είπαν να εμπλουτίσουν το θέμα με καρικατουρίστικες ερμηνείες, και αρκετό μπινελίκι σε καίρια σημεία, με το "Που' σουνα μωρή;", να αποτελεί σίγουρα, το δικό μου αγαπημένο.
Δημιουργός του-κατά πολλούς-cult, "Ο Γιος του Τσάρλυ", o Ζωναράς, δεν πήρε αψήφιστα αυτή την νέα του προσπάθεια, εισάγοντας στην ταινία την τεχνική του ντουμπλαρίσματος, και βάζοντας τις φωνές άλλων ηθοποιών να ακούγονται πάνω στα πρόσωπα των ερμηνευτών που βλέπουμε στην οθόνη. Πέρα από την δημιουργία μιας εικόνας που σου φέρνει στο μυαλό ταινίες περασμένων δεκαετιών (τότε δηλαδή που ο ήχος "φοριόταν" πάνω στο οπτικό κομμάτι του φιλμ), ο Ζωναράς, πέτυχε και την μείωση του χρόνου γυρισμάτων σε μόλις, 20 ημέρες, περιορίζοντας σαφέστατα το budget του και χτίζοντας τελικά έναν ταινιακό κόσμο, ο οποίος εύκολα παραπέμπει στο τότε, αλλά και στο τώρα.
Φυσικά η φωτογραφία της ταινίας παρέμεινε ασπρόμαυρη, τα μπατσικά props ανέγγιχτα (must η καπαρντίνα με τον σηκωμένο γιακά), ενώ και η ενσωμάτωση σκηνών, από την original ταινία, φάνηκε να λύνει τα χέρια των συντελεστών, σε στιγμές όπως για παράδειγμα η έκρηξη (δεν λέω περισσότερα σε περίπτωση που κάποιος δεν έχει δει το original, αλλά έτσι κι αλλιώς αν δείτε το "Μπιγκ Χιτ", θα πρέπει να προετοιμαστείτε για αρκετά spoilers), αλλά να αποτελεί παράλληλα και ένα έξυπνο εύρημα το οποίο ταυτίζει ακόμα σε μεγαλύτερο βαθμό τις δυο ταινίες.
Το cast απαρτίζεται από εξαιρετικές φάτσες, που δίνουν στην ταινία την κατάλληλη εσάνς. Ο Μελέτης Γεωργιάδης, αποτελεί κλασική επιλογή πια (σίγουρα τον θυμάσαι και από "Το Κακό") για b-movie-ζουσες ταινίες, και είναι φυσιογνωμία εμβληματική στον ρόλο του αμέμπτου ηθικής, Αριστείδη Κορμά. Η Katie O'Wallis σε διπλό ρόλο, υποδύεται την Γαλλίδα σύζυγο του υπαστυνόμου, και την τρελοκαμπέρο Lori, γκόμενα του παρατρεχάμενου, του πλούσιου αφεντικού που κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Κάπου μέσα στην ταινία, θα δεις γνώριμες φάτσες και θα ακούσεις τις εξίσου γνώριμες, ντουμπλαριστές φωνές (π.χ του Μποσταντζόγλου), με όλο αυτό το γαϊτανάκι να προσδίδει στην ταινία μια καθόλα, cult, ερμηνευτική διάσταση.
Το "Μπιγκ Χιτ" είναι μια ταινία η οποία αποτελεί ευχάριστη έκπληξη, μέσα στις πολλές κακές (ευτυχώς και κάποιες καλές), ελληνικές ταινίες της αρπαχτής. Έχει ατμόσφαιρα, jazz μουσικούλα, διαλόγους εμφανώς στιλιζαρισμένους, αλλά και τόσο ταιριαστούς με τα φώτα των δρόμων, τα στριπτιτζάδικα και την βρωμιά της μεγαλούπολης.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τον Μάϊκ Βαρδακαστάνη, υποδύεται ο θείος του σκηνοθέτη και είναι ο αγαπημένος μου, οτι το 'Καλαματιανός' είναι και γαμώ τα παρατσούκλια και οτι η υστεροφημία του Μπιμπίλα περιλαμβάνει άπειρες γκόμενες, και μια νεανίζουσα φωτογραφία του, στην οποία μοιάζει με τον Μάκη Δελαπόρτα. Epic win.
No trivia
Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013
Straw Dogs: Straw men
Χαιρετώ και πάλι. Όπως έχουμε πει, αυτή την εβδομάδα, πρόκειται να ασχοληθούμε περισσότερο με ταινίες από το παρελθόν, μιας που είχαμε καιρό να ασχοληθούμε με αυτές. Επίσης το γεγονός πως αυτή την εβδομάδα βγαίνουν μόνο κάνα δυο ταινίες που αξίζουν την προσοχή σας, εντείνει ακόμα περισσότερο αυτή την ιδέα. Συνεπώς, μιας που την Δευτέρα είχαμε ταινία από την δεκαετία του ΄40, τώρα θα κάνουμε ένα μικρό, χρονικό άλμα και θα τσεκάρουμε μια ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενη για την εποχή της ταινία, το "Straw Dogs" (1971) του Sam Peckinpah.
O Αμερικανός αστροφυσικός David Sumner (Dustin Hoffman), αποφασίζει να μετακομίσει για έναν χρόνο μαζί με την Βρετανίδα σύζυγό του Amy (Susan George), σε μια αγγλική αγροικία, προκειμένου να βρει την γαλήνη και την ησυχία που αποζητά, για να μπορέσει να δουλέψει. Σε αυτήν την κατά τα άλλα ειδυλλιακή περιοχή, με τους πράσινους αγρούς, τα πέτρινα σπίτια και την ολοκληρωτικά αντίθετη εικόνα από την θορυβώδη πόλη (και δη την μεγαλούπολη, των αμερικάνικων δεδομένων), ο David θα βρεί την ιδανική γωνιά για σκέψη και περισυλλογή, ακόμη και όταν η γυναίκα του διαταράσσει την αυτοσυγκεντρωσή του, φωνάζοντας γύρω στις 500 φορές κάθε μέρα, την γάτα τους.
Παρά το γεγονός πως οι μέρες μοιάζουν να κυλούν, αργά και νωχελικά, αν και με κάποιες μικροεντάσεις από την πλευρά της Amy, η οποία νοιώθει παραμελημένη, το ζευγάρι, μάλλον θα έδινε τα πάντα, προκειμένου αυτό να παρέμενε και το βασικό τους "πρόβλημα". Αντιθέτως, όταν μια ομάδα χωρικών, αποφασίσει να τους βάλει στο στόχαστρο του εμπαιγμού, (τον David δηλαδή που είναι "ξένος", αφού με την Amy, βολεύονται να την παρακολουθούν να τριγυρνά χωρίς σουτιέν), τα πράγματα θα αρχίσουν σιγά σιγά να ξεφεύγουν από κάθε πιθανό έλεγχο. Όταν μάλιστα ο David αποφασίσει πως ήρθε η ώρα να υψώσει το ανάστημά του, τότε μια πραγματικά ανελέητη κόντρα θα ξεσπάσει, ανάμεσα σε εκείνον και του χοντροκομμένους χωριάταρους. Ανελέητη και αιματηρή...
Αν για κάτι είναι χαρακτηριστικές οι ταινίες του Sam Peckinpah, αυτό είναι σίγουρα το θέμα της ακραιφνούς βίας, χωρίς όμως να γίνεται ποτέ αυτοσκοπός, αλλά και χωρίς να αποτελεί μια μονάχα υποψία ή μιας σκηνής θανάτου, περιορισμένη σε μερικά καρέ και έξω απ' το παράθυρο.
Ο Peckinpah, θεωρείται σήμερα ένας από του κορυφαίους, Αμερικανούς σκηνοθέτες, ένας άνθρωπος ο οποίος "έπαιζε" πάντα στην σκληρή πλευρά του κινηματογράφου, με ταινίες που περιστρέφονταν γύρω από κακούς άνδρες, μοιραίες γυναίκες και βία άνευ προηγουμένου, η οποία πάντα έβρισκε τον τρόπο να ελιχθεί μέσα στις ιστορίες του. Παρά το γεγονός όμως πως αυτή, κρατούσε σημαντική θέση στις ταινίες, ο Peckinpah, φρόντιζε να εγκλωβίζει στην κάμερά του, όλους τους λόγους και τα γεγονότα, τα οποία δικαιολογούσαν την χρήση της, και την καθιστούσαν αναπόσπαστο κομμάτι των σεναρίων. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν κάτι σαν πρώιμος Tarantino, ή για να το θέσουμε ακόμη πιο δίκαια, ο Tarantino μοιάζει να λειτουργεί ως ένας μεταγενέστερος Peckinpah, ακόμη και αν ξέρουμε πως οι επιρροές του συγκεκριμένου, είναι σαφέστατα περισσότερες από μια.
Αν ενδιαφερθεί κανείς για ένα από τα πιο γνωστά και σημαντικά (για διάφορους λόγους), έργα του Peckinpah, το "The Wild Bunch", θα ανακαλύψει την τάση του σκηνοθέτη για μια πεσιμιστική ντεκαντάνς, στην οποία υποβάλει τους ήρωές του, εξαναγκάζοντάς τους σε πικρή προετοιμασία, για το αναπόφευκτο της μοίρας τους. Για παράδειγμα, στην προκειμένη περίπτωση, σκιαγραφεί και παρουσιάζει την δράση μιας ομάδας cowboys, γερασμένους και εντελώς παράταιρους με τον σταδιακά, προοδευτικό κόσμο. Οι ήρωές του, δεν μοιάζουν με τον στιβαρό και all american boy, John Wayne, των ταινιών του John Ford, καθώς δεν χαρακτηρίζονται πιο από τίποτα το ηρωικό και δίκαιο. Μοιάζουν περισσότερο με φαντάσματα των παλαιότερων εαυτών τους, τότε που κατέσφαζαν ακόμη "κακούς" Ινδιάνους, στο όνομα της όποιας τιμής. Αυτοί οι ηλικιωμένοι τύποι, είναι τα απομεινάρια ενός κόσμου που έχει ξεράσει πια τους ήρωές του και συνεχίζει παραπέρα. Η πατριωτική παρακμή είναι το φόρτε του, και στο "Straw Dogs", το αντιλαμβάνεται κανείς, ακόμη και από τον τίτλο.
Σε αντίθεση με το στιλιζάρισμα του Ford, ο οποίος όμως δεν έπαψε ποτέ τον προπαγανδιστικού χαρακτήρα κινηματογράφο του (οι Ινδιάνοι, ήταν αιώνια κακοί, και οι Αμερικάνοι οι σωτήριοι πατέρες), ο Peckinpah δεν μάσησε ποτέ τα λόγια του, ρίχνοντας μια κλωτσιά, και γκρεμίζοντας λιγάκι το αμερικάνικο όνειρο, ακόμα και όταν αφορά όπως εδώ, τον χαρακτήρα και την συμπεριφορά ενός Αμερικανού στα χωριά της Αγγλίας.
Καταρχάς ο τίτλος της ταινίας είναι ενδεικτικός, και σαφέστατα αυτός ο προσδιορισμός δεν αφορά μόνο τους "κακούς χωριάτες", αλλά και τον David Sumner, ο οποίος στην τελική, δεν διαφέρει και πολύ από αυτούς. Να που πάλι ο Peckinpah, αποφασίζει στη θέση των δακτυλοδεικτούμενων Ινδιάνων, να βάλει τους τοπικούς κάτοικους της αγροτικής Αγγλίας, χωρίς όμως να θέτει στον αντίποδα τον ήρωα-πατριώτη, αλλά περισσότερο έναν κοντό αστροφυσικό, με εσωτερικά θέματα. Προοδευτικά φυσικά, γίνεται ολοένα και περισσότερο κατανοητό οτι η παρουσία του Dustin Hoffman (ο οποίος είναι ιδανικός στον ρόλο), δεν έχει επιλεχθεί τυχαία από τον σκηνοθέτη (και παρά το γεγονός οτι ο ηθοποιός δήλωσε αργότερα πως δέχτηκε τον ρόλο μόνο για τα λεφτά, καθότι είναι φανατικός ενάντιος της βίας). Το παρουσιαστικό του, η αντρική αδυναμία, στο πλευρό της σεξοβόμβας γυναίκας του, η οποία μοιάζει να τον έχει ευνουχίσει σε έναν βαθμό, καθώς και η λιποψυχία του να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο την ομάδα των γεροδεμένων τύπων, οι οποίοι έχουν αναλάβει τις επισκευές στο σπίτι του ζευγαριού, λειτουργούν εντελώς κόντρα με αυτό, του οποίου γινόμαστε μάρτυρες, κάπου στο τελευταίο μισάωρο της ταινίας. Ποιος είναι στην τελική, ο πραγματικός κακός της ταινίας; Ο σκηνοθέτης, έχει μια σαφέστατη εικόνα γι' αυτό. Το ίδιο και εμείς, μετά το τέλος της.
Το "Straw Dogs" χαρακτηρίζεται από έναν σωρό ετερόκλητα περιστατικά και αλήθειες, τα οποία μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μοιάζουν λίγο χυμένα στην τύχη, εντούτοις υπάρχουν διαφορετικές διαβαθμίσεις τις οποίες μπορεί κάποιος να αντιληφθεί, παρακολουθώντας την ταινία.
Καταρχάς το γεγονός της φαινομενικά, εντελώς μονοδιάστατης παρουσίασης των αγγλικών χαρακτήρων, αποτέλεσε σε έναν βαθμό έναν από τους λόγους, για τους οποίους η ταινία απαγορεύτηκε στην Βρετανία, για περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια. Ο άλλος, και ο πιο βασικός ήταν ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ SPOILER!!!, o βιασμός της Amy, η οποία κατά έναν περίεργο τρόπο, δείχνει στην αρχή να το...απολαμβάνει! Αυτή ακριβώς η διφορούμενη διάσταση, ενός τόσο τραυματικού για μια γυναίκα συμβάντος, οδήγησε το Βρετανικό Συμβούλιο Λογοκρισίας, να απαγορεύσει την κυκλοφορία του φιλμ, από το 1984, μέχρι το 2002.
Προσωπική μου άποψη είναι πως η ταινία, σίγουρα παρουσιάζει κάποιες αλήθειες αναφορικά με τους άξεστους Άγγλους, στον αντίποδα των οποίων όμως, υπάρχουν οι φανατικοί των αμερικάνικων, θρησκόληπτων πολιτειών της Αμερικής, εκεί όπου η λέξη Νότος, είναι άμεσα συνυφασμένη με τον Θεό, την Remington και την αιμομιξία. Σαφέστατα και δεν μιλάμε για το σύνολο (αν και σε ορισμένες περιπτώσεις τείνει να γίνει), αλλά αναμφίβολα αυτό το κομμάτι την πληθυσμιακής πίτας, είναι καθόλα distrurbing, είτε πρόκειται για την μια, είτε για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ας μην ξεχνάμε εξάλλου, πως απέναντι από την σοκαριστική παρουσίαση των μπεκροκανατών του Peckinpah, βρίσκεται ο Ken Loach, ένας κατεξοχήν πολικός σκηνοθέτης, ο οποίος διηγείται μέσα από τις ταινίες του, την Αγγλία του περιθωρίου, την ανήλικη εγκληματικότητα, τις χαμένες ευκαιρίες και το σάπιο σύστημα που γεννά καθημερινώς πολίτες, δευτέρας διαλογής. Έχονας δημιουργήσει το προσωπικό του στυλ, το "free cinema", μια τεχνική που δεν υπάγεται στις κλασικές νόρμες του κινηματογράφου, μας εξιστορεί στην ουσία, όσα βλέπουμε στο "Straw Dogs", υπό την διαφορά οτι περιλαμβάνει κυρίως την επικινδυνότητα της αστικής παρακμής, και οχι της αγροτικής ξενοφοβίας.
Για σκεφτείτε λίγο και το "The Wicker Man", εκεί όπου ο πρωταγωνιστής επισκέπτεται ένα απομονωμένο, σκοτσέζικο νησί, μόνο για να έρθει αντιμέτωπος με μια παγανιστική κοινότητα, που χρησιμοποιεί τους ξενόφερτους ως πρώτη, θυσιαστική ύλη. Το "Straw Dogs" είναι και δεν είναι έτσι. Λειτουργεί σαν ένα συνονθύλευμα από ταινίες διαφορετικών ειδών: δράμα, κοινωνικό, ψυχολογικό θρίλερ, βία, crime, όλα αυτά δοσμένα μέσα από ένα πρίσμα υπαίθριας, αγγλικής ξενοφοβίας, και κοχλάζοντος, αμερικάνικου μίσους. Ένας Peckinpah, ένας Loach, ένας Robin Hardy και τα ελευθερίζοντα '70s.
Η διαφορά βεβαίως ανάμεσα σε Βρετανία και Αμερική, έγκειται στο οτι ο νεοφερμένος ξένος, δεν είναι ένας άξεστος redneck, του αμερικάνικου Νότου, διότι τότε, απλώς δεν θα υπήρχε η έννοια του σασπένς και του κοινωνικού σχολιασμού που υπάρχει στην ταινία, και που στο τέλος της, έρχεται και πέφτει σαν βαρύς πέλεκυς. Ο νέος είναι μορφωμένος, ιντελεκτουέλ, έχει μια καλλονή γυναίκα (την οποία όμως θέλει αφελή και ναζιάρα, στα πρότυπα ενός ενός ενδόμυχου, φαλλοκρατικού μισογυνισμού ενδεχομένως), είναι αυτάρεσκος, νομίζει πως βρίσκεται πάνω απ' όλους και θαρρεί πως το χρήμα του μπορεί να εξαγοράσει τον επόμενο γύρω μπύρας στην τοπική παμπ, χωρίς κανέναν αντίκτυπο. Και φυσικά για όλα αυτά κάνεις λάθος. Γιατί η αρχέγονη, ζωώδης συμπεριφορά των ντόπιων, μπορεί να χαρακτηριστεί από ένα τοπικό ένστικτο, η δική του όμως φρενίτιδα, όταν πέσουν οι μάσκες και το χαμόγελο αρχίσει να παίζει τρελά στο πρόσωπό του, πως μπορεί να δικαιολογηθεί, από έναν σπουδαγμένο; Έναν μορφωμένο μαθηματικό;
Πέρα από την ξεκάθαρη κόντρα που εγείρεται ανάμεσα στις δυο ομάδες, το θέμα του σεξισμού, της ενδοοικογενειακής βίας και του κεκαλυμμένου, διαταραγμένου ψυχισμού, παίζουν υποχθόνια στο background, καθιστώντας το "Straw Dogs" μια ταινία, με πολλά και διαφορετικά επίπεδα.
Αν απορείτε επίσης για τις ερμηνείες, ξαναλέω πως ο Hoffman είναι εξαίσιος (ειδικά με εκείνο το σπασμένο, μυωπικό γυαλί), ενώ και η George γίνεται τόσο αποκρουστικά καλή, γιατί τον ρόλο του sexy θηλυκού με προεκτάσεις, τον έχει στο τσεπάκι.
Γενικώς αυτή η ταινία, έχει σίγουρα μπόλικο ψωμί και μάλλον σηκώνει περισσότερες από μια αναγνώσεις. Όπως και να' χει όμως, είναι ένα φιλμ για γερά νεύρα, καθώς έχει τα καλά του, αλλά και τα κακά του (κυρίως το κάπως άνευρο πρώτο μισό της, το οποίο προσπαθεί να δημιουργήσει ατμόσφαιρα). Σίγουρα μια ταινία που αξίζει να δείτε.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το shotgun μπορεί να σε σηκώσει στον αέρα, ανοίγοντας σου την κοιλιά στην μέση, οτι εκτός από τις ρώγες της Hathaway, έχουμε και αυτές της George και οτι ο Hoffman μοιάζει με επιθετικό Playmobil. Ναν'καλά το κούρεμα της εποχής.
TRIVIA
O Αμερικανός αστροφυσικός David Sumner (Dustin Hoffman), αποφασίζει να μετακομίσει για έναν χρόνο μαζί με την Βρετανίδα σύζυγό του Amy (Susan George), σε μια αγγλική αγροικία, προκειμένου να βρει την γαλήνη και την ησυχία που αποζητά, για να μπορέσει να δουλέψει. Σε αυτήν την κατά τα άλλα ειδυλλιακή περιοχή, με τους πράσινους αγρούς, τα πέτρινα σπίτια και την ολοκληρωτικά αντίθετη εικόνα από την θορυβώδη πόλη (και δη την μεγαλούπολη, των αμερικάνικων δεδομένων), ο David θα βρεί την ιδανική γωνιά για σκέψη και περισυλλογή, ακόμη και όταν η γυναίκα του διαταράσσει την αυτοσυγκεντρωσή του, φωνάζοντας γύρω στις 500 φορές κάθε μέρα, την γάτα τους.
Παρά το γεγονός πως οι μέρες μοιάζουν να κυλούν, αργά και νωχελικά, αν και με κάποιες μικροεντάσεις από την πλευρά της Amy, η οποία νοιώθει παραμελημένη, το ζευγάρι, μάλλον θα έδινε τα πάντα, προκειμένου αυτό να παρέμενε και το βασικό τους "πρόβλημα". Αντιθέτως, όταν μια ομάδα χωρικών, αποφασίσει να τους βάλει στο στόχαστρο του εμπαιγμού, (τον David δηλαδή που είναι "ξένος", αφού με την Amy, βολεύονται να την παρακολουθούν να τριγυρνά χωρίς σουτιέν), τα πράγματα θα αρχίσουν σιγά σιγά να ξεφεύγουν από κάθε πιθανό έλεγχο. Όταν μάλιστα ο David αποφασίσει πως ήρθε η ώρα να υψώσει το ανάστημά του, τότε μια πραγματικά ανελέητη κόντρα θα ξεσπάσει, ανάμεσα σε εκείνον και του χοντροκομμένους χωριάταρους. Ανελέητη και αιματηρή...
Αν για κάτι είναι χαρακτηριστικές οι ταινίες του Sam Peckinpah, αυτό είναι σίγουρα το θέμα της ακραιφνούς βίας, χωρίς όμως να γίνεται ποτέ αυτοσκοπός, αλλά και χωρίς να αποτελεί μια μονάχα υποψία ή μιας σκηνής θανάτου, περιορισμένη σε μερικά καρέ και έξω απ' το παράθυρο.
Ο Peckinpah, θεωρείται σήμερα ένας από του κορυφαίους, Αμερικανούς σκηνοθέτες, ένας άνθρωπος ο οποίος "έπαιζε" πάντα στην σκληρή πλευρά του κινηματογράφου, με ταινίες που περιστρέφονταν γύρω από κακούς άνδρες, μοιραίες γυναίκες και βία άνευ προηγουμένου, η οποία πάντα έβρισκε τον τρόπο να ελιχθεί μέσα στις ιστορίες του. Παρά το γεγονός όμως πως αυτή, κρατούσε σημαντική θέση στις ταινίες, ο Peckinpah, φρόντιζε να εγκλωβίζει στην κάμερά του, όλους τους λόγους και τα γεγονότα, τα οποία δικαιολογούσαν την χρήση της, και την καθιστούσαν αναπόσπαστο κομμάτι των σεναρίων. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν κάτι σαν πρώιμος Tarantino, ή για να το θέσουμε ακόμη πιο δίκαια, ο Tarantino μοιάζει να λειτουργεί ως ένας μεταγενέστερος Peckinpah, ακόμη και αν ξέρουμε πως οι επιρροές του συγκεκριμένου, είναι σαφέστατα περισσότερες από μια.
Αν ενδιαφερθεί κανείς για ένα από τα πιο γνωστά και σημαντικά (για διάφορους λόγους), έργα του Peckinpah, το "The Wild Bunch", θα ανακαλύψει την τάση του σκηνοθέτη για μια πεσιμιστική ντεκαντάνς, στην οποία υποβάλει τους ήρωές του, εξαναγκάζοντάς τους σε πικρή προετοιμασία, για το αναπόφευκτο της μοίρας τους. Για παράδειγμα, στην προκειμένη περίπτωση, σκιαγραφεί και παρουσιάζει την δράση μιας ομάδας cowboys, γερασμένους και εντελώς παράταιρους με τον σταδιακά, προοδευτικό κόσμο. Οι ήρωές του, δεν μοιάζουν με τον στιβαρό και all american boy, John Wayne, των ταινιών του John Ford, καθώς δεν χαρακτηρίζονται πιο από τίποτα το ηρωικό και δίκαιο. Μοιάζουν περισσότερο με φαντάσματα των παλαιότερων εαυτών τους, τότε που κατέσφαζαν ακόμη "κακούς" Ινδιάνους, στο όνομα της όποιας τιμής. Αυτοί οι ηλικιωμένοι τύποι, είναι τα απομεινάρια ενός κόσμου που έχει ξεράσει πια τους ήρωές του και συνεχίζει παραπέρα. Η πατριωτική παρακμή είναι το φόρτε του, και στο "Straw Dogs", το αντιλαμβάνεται κανείς, ακόμη και από τον τίτλο.
Σε αντίθεση με το στιλιζάρισμα του Ford, ο οποίος όμως δεν έπαψε ποτέ τον προπαγανδιστικού χαρακτήρα κινηματογράφο του (οι Ινδιάνοι, ήταν αιώνια κακοί, και οι Αμερικάνοι οι σωτήριοι πατέρες), ο Peckinpah δεν μάσησε ποτέ τα λόγια του, ρίχνοντας μια κλωτσιά, και γκρεμίζοντας λιγάκι το αμερικάνικο όνειρο, ακόμα και όταν αφορά όπως εδώ, τον χαρακτήρα και την συμπεριφορά ενός Αμερικανού στα χωριά της Αγγλίας.
Καταρχάς ο τίτλος της ταινίας είναι ενδεικτικός, και σαφέστατα αυτός ο προσδιορισμός δεν αφορά μόνο τους "κακούς χωριάτες", αλλά και τον David Sumner, ο οποίος στην τελική, δεν διαφέρει και πολύ από αυτούς. Να που πάλι ο Peckinpah, αποφασίζει στη θέση των δακτυλοδεικτούμενων Ινδιάνων, να βάλει τους τοπικούς κάτοικους της αγροτικής Αγγλίας, χωρίς όμως να θέτει στον αντίποδα τον ήρωα-πατριώτη, αλλά περισσότερο έναν κοντό αστροφυσικό, με εσωτερικά θέματα. Προοδευτικά φυσικά, γίνεται ολοένα και περισσότερο κατανοητό οτι η παρουσία του Dustin Hoffman (ο οποίος είναι ιδανικός στον ρόλο), δεν έχει επιλεχθεί τυχαία από τον σκηνοθέτη (και παρά το γεγονός οτι ο ηθοποιός δήλωσε αργότερα πως δέχτηκε τον ρόλο μόνο για τα λεφτά, καθότι είναι φανατικός ενάντιος της βίας). Το παρουσιαστικό του, η αντρική αδυναμία, στο πλευρό της σεξοβόμβας γυναίκας του, η οποία μοιάζει να τον έχει ευνουχίσει σε έναν βαθμό, καθώς και η λιποψυχία του να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο την ομάδα των γεροδεμένων τύπων, οι οποίοι έχουν αναλάβει τις επισκευές στο σπίτι του ζευγαριού, λειτουργούν εντελώς κόντρα με αυτό, του οποίου γινόμαστε μάρτυρες, κάπου στο τελευταίο μισάωρο της ταινίας. Ποιος είναι στην τελική, ο πραγματικός κακός της ταινίας; Ο σκηνοθέτης, έχει μια σαφέστατη εικόνα γι' αυτό. Το ίδιο και εμείς, μετά το τέλος της.
Το "Straw Dogs" χαρακτηρίζεται από έναν σωρό ετερόκλητα περιστατικά και αλήθειες, τα οποία μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μοιάζουν λίγο χυμένα στην τύχη, εντούτοις υπάρχουν διαφορετικές διαβαθμίσεις τις οποίες μπορεί κάποιος να αντιληφθεί, παρακολουθώντας την ταινία.
Καταρχάς το γεγονός της φαινομενικά, εντελώς μονοδιάστατης παρουσίασης των αγγλικών χαρακτήρων, αποτέλεσε σε έναν βαθμό έναν από τους λόγους, για τους οποίους η ταινία απαγορεύτηκε στην Βρετανία, για περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια. Ο άλλος, και ο πιο βασικός ήταν
Προσωπική μου άποψη είναι πως η ταινία, σίγουρα παρουσιάζει κάποιες αλήθειες αναφορικά με τους άξεστους Άγγλους, στον αντίποδα των οποίων όμως, υπάρχουν οι φανατικοί των αμερικάνικων, θρησκόληπτων πολιτειών της Αμερικής, εκεί όπου η λέξη Νότος, είναι άμεσα συνυφασμένη με τον Θεό, την Remington και την αιμομιξία. Σαφέστατα και δεν μιλάμε για το σύνολο (αν και σε ορισμένες περιπτώσεις τείνει να γίνει), αλλά αναμφίβολα αυτό το κομμάτι την πληθυσμιακής πίτας, είναι καθόλα distrurbing, είτε πρόκειται για την μια, είτε για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ας μην ξεχνάμε εξάλλου, πως απέναντι από την σοκαριστική παρουσίαση των μπεκροκανατών του Peckinpah, βρίσκεται ο Ken Loach, ένας κατεξοχήν πολικός σκηνοθέτης, ο οποίος διηγείται μέσα από τις ταινίες του, την Αγγλία του περιθωρίου, την ανήλικη εγκληματικότητα, τις χαμένες ευκαιρίες και το σάπιο σύστημα που γεννά καθημερινώς πολίτες, δευτέρας διαλογής. Έχονας δημιουργήσει το προσωπικό του στυλ, το "free cinema", μια τεχνική που δεν υπάγεται στις κλασικές νόρμες του κινηματογράφου, μας εξιστορεί στην ουσία, όσα βλέπουμε στο "Straw Dogs", υπό την διαφορά οτι περιλαμβάνει κυρίως την επικινδυνότητα της αστικής παρακμής, και οχι της αγροτικής ξενοφοβίας.
Για σκεφτείτε λίγο και το "The Wicker Man", εκεί όπου ο πρωταγωνιστής επισκέπτεται ένα απομονωμένο, σκοτσέζικο νησί, μόνο για να έρθει αντιμέτωπος με μια παγανιστική κοινότητα, που χρησιμοποιεί τους ξενόφερτους ως πρώτη, θυσιαστική ύλη. Το "Straw Dogs" είναι και δεν είναι έτσι. Λειτουργεί σαν ένα συνονθύλευμα από ταινίες διαφορετικών ειδών: δράμα, κοινωνικό, ψυχολογικό θρίλερ, βία, crime, όλα αυτά δοσμένα μέσα από ένα πρίσμα υπαίθριας, αγγλικής ξενοφοβίας, και κοχλάζοντος, αμερικάνικου μίσους. Ένας Peckinpah, ένας Loach, ένας Robin Hardy και τα ελευθερίζοντα '70s.
Η διαφορά βεβαίως ανάμεσα σε Βρετανία και Αμερική, έγκειται στο οτι ο νεοφερμένος ξένος, δεν είναι ένας άξεστος redneck, του αμερικάνικου Νότου, διότι τότε, απλώς δεν θα υπήρχε η έννοια του σασπένς και του κοινωνικού σχολιασμού που υπάρχει στην ταινία, και που στο τέλος της, έρχεται και πέφτει σαν βαρύς πέλεκυς. Ο νέος είναι μορφωμένος, ιντελεκτουέλ, έχει μια καλλονή γυναίκα (την οποία όμως θέλει αφελή και ναζιάρα, στα πρότυπα ενός ενός ενδόμυχου, φαλλοκρατικού μισογυνισμού ενδεχομένως), είναι αυτάρεσκος, νομίζει πως βρίσκεται πάνω απ' όλους και θαρρεί πως το χρήμα του μπορεί να εξαγοράσει τον επόμενο γύρω μπύρας στην τοπική παμπ, χωρίς κανέναν αντίκτυπο. Και φυσικά για όλα αυτά κάνεις λάθος. Γιατί η αρχέγονη, ζωώδης συμπεριφορά των ντόπιων, μπορεί να χαρακτηριστεί από ένα τοπικό ένστικτο, η δική του όμως φρενίτιδα, όταν πέσουν οι μάσκες και το χαμόγελο αρχίσει να παίζει τρελά στο πρόσωπό του, πως μπορεί να δικαιολογηθεί, από έναν σπουδαγμένο; Έναν μορφωμένο μαθηματικό;
Πέρα από την ξεκάθαρη κόντρα που εγείρεται ανάμεσα στις δυο ομάδες, το θέμα του σεξισμού, της ενδοοικογενειακής βίας και του κεκαλυμμένου, διαταραγμένου ψυχισμού, παίζουν υποχθόνια στο background, καθιστώντας το "Straw Dogs" μια ταινία, με πολλά και διαφορετικά επίπεδα.
Αν απορείτε επίσης για τις ερμηνείες, ξαναλέω πως ο Hoffman είναι εξαίσιος (ειδικά με εκείνο το σπασμένο, μυωπικό γυαλί), ενώ και η George γίνεται τόσο αποκρουστικά καλή, γιατί τον ρόλο του sexy θηλυκού με προεκτάσεις, τον έχει στο τσεπάκι.
Γενικώς αυτή η ταινία, έχει σίγουρα μπόλικο ψωμί και μάλλον σηκώνει περισσότερες από μια αναγνώσεις. Όπως και να' χει όμως, είναι ένα φιλμ για γερά νεύρα, καθώς έχει τα καλά του, αλλά και τα κακά του (κυρίως το κάπως άνευρο πρώτο μισό της, το οποίο προσπαθεί να δημιουργήσει ατμόσφαιρα). Σίγουρα μια ταινία που αξίζει να δείτε.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το shotgun μπορεί να σε σηκώσει στον αέρα, ανοίγοντας σου την κοιλιά στην μέση, οτι εκτός από τις ρώγες της Hathaway, έχουμε και αυτές της George και οτι ο Hoffman μοιάζει με επιθετικό Playmobil. Ναν'καλά το κούρεμα της εποχής.
TRIVIA
- Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από τον Κινέζο φιλόσοφο Lao-tzu, ο οποίος είχε γράψει: "Heaven and earth are not humane, and regard the people as straw dogs." Τα αδέσποτα σκυλιά, χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Κίνα, ως θυσίες σε θρησκευτικές τελετουργίες.
- Προκειμένου να νοιώσει μια ολίγον σαδιστική χαρά σε μια σκηνή που βαράει έναν τύπο, ο Hoffman, πρότεινε στον Peckinpah, να βάλουν στο πάτωμα μερικές...καρύδες, προκειμένου εκείνος να τις κοπανάει αλύπητα. Οχι μόνο έγινε αυτό, αλλά μερικά θραύσματα που εκσφενδονίζονταν, θύμιζαν στον σκηνοθέτη κομμάτια από το κρανίο του θύματος...
- Ο ηθοποιός, T.P McKenna, ο οποίος υποδύεται τον δήμαρχο, έχει σε όλη την ταινία το χέρι του σπασμένο. Αυτό συνέβη στην πραγματικότητα, όταν μετά από μια ξέφρενη νύχτα με δυο πόρνες, τις οποίες του είχε κλείσει ο Peckinpah, έσπασε το χέρι του, με αποτέλεσμα να παίξει σε όλη την ταινία έτσι!
(ΠΗΓΗ IMDB)
Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013
The Ghost Ship: Covered horror
Καλημέρα σε όλους, καλή εβδομάδα και καλή καθαρά Δευτέρα να έχουμε. Κοιτάξτε μόνο να μην παραβαραρύνετε με το φαγητό και δεν μπορείτε να δείτε την ταινία που θα σας προτείνω σήμερα, αν και έτσι κι αλλιώς, όπως είχα πει και από την περασμένη εβδομάδα, όντας παλιά, απευθύνεται σε πιο σινεφίλ κοινό, μιας που είναι σίγουρο πως αν κάποιος αποφασίσει να την δει (ο οποίος στην τελική δεν πολυασχολείται και με τον κινηματογράφο), θα βαρεθεί την ζωή του. Όσοι λοιπόν θέλουν να μάθουν το κατιτίς παραπάνω, μιας που και εγώ την ταινία την είδα υπό την καθοδήγηση του καθηγητή στις ιντερνετικές διαλέξεις που έκανα, μπορούν να απολαύσουν το "The Ghost Ship", μιας ταινία με πραγματικό, κεκαλυμμένο τρόμο, του 1943. Προσέξτε, δεν μιλάμε για την μούφα που κυκλοφόρησε με τον ίδιο σχεδόν τίτλο το 2002. Μιλάμε για μια μια b movie (από πλευράς όμως, μόνο προϋπολογισμού και τίποτα άλλο), της δεκαετίας του ΄40, παραγόμενη από ένα από τα μεγαλύτερα στούντιο της εποχής: το RKO.
Ο νεαρός Tom Merriam (Russell Wade), αποτελεί το νέο μέλος του πληρώματος του πλοίου Altair, στο οποίο και αναλαμβάνει την θέση του 3ου αξιωματικού, "κάτω" φυσικά από τον σοβαρό και μετρημένο καπετάνιο, Will Stone (Richard Dix), παλιά καραβάνα του ναυτικού, που έχει φάει την θάλασσα με το κουτάλι, αποτελώντας κλασική περίπτωση ανθρώπου που ζει και αναπνέει για τα ταξίδια.
Από την αρχή κιόλας, φαίνεται πως οι σχέσεις των δυο ανδρών δεν θα μπορούσαν να ήταν καλύτερες, μιας που ο Merriam, στον οποίο κολλάνε το παρατσούκλι "Tertius" (λόγω της "τρίτης" θέσης του στην ιεραρχία), φαίνεται να βρίσκει στο πρόσωπο του καπετάνιου, την φιλοδοξία του να αναλάβει κάποια στιγμή και αυτός το τιμόνι ενός πλοίου, ενώ και ο Stone, θυμάται και νοσταλγεί τα νεανικά του χρόνια, όταν παιδαρέλι ακόμα μπάρκαρε με το πρώτο του σκαρί, περνώντας τελικά μια ολόκληρη ζωή μακριά από την αγκαλιά μιας γυναίκας και την σταθερότητα μιας οικογενειακής εστίας.
Όταν λίγο μετά τον απόπλου, αρχίσουν να συμβαίνουν περίεργα φαινόμενα, τα οποία περιλαμβάνουν τον θάνατο κάποιον μελών του πληρώματος, ο Merriam θα θορυβηθεί από την κατάσταση και θα προσπαθήσει να ρίξει λίγο φως σε αυτή την ιστορία. Στην προσπάθειά του όμως να βρει τους λόγους αυτής της θαλασσινής κατάρας, όλα μοιάζουν να οδηγούν στον καπετάνιο. Τον καπετάνιο που έχει μανία με τον έλεγχο και την εξουσία...
Βρισκόμαστε στην δεκαετία του '40, σε μια εποχή όπου ο ήχος αποτελούσε ήδη αναπόσπαστο κομμάτι των ταινιών, ήδη από τις περασμένες δεκαετίες, μιας που μέχρι και τα πρώτα χρόνια του '30, τουλάχιστον ένα 80% των κινηματογραφικών αιθουσών, παρουσίαζαν ταινίες οι οποίες είχαν τελικώς καλοδεχθεί και προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του ήχου.
Γεγονός είναι πάντως, πως ο κινηματογράφος βίωνε εκείνα τα χρόνια δυο, από τις πιο ρηξικέλευθες αλλαγές του: τον ερχομό του ήχου και λίγο αργότερα, του χρώματος. Φυσικά αυτή η μετάβαση δεν ήταν καθόλου απλή και εύκολη, αλλά χρειάστηκαν προσαρμογές, τεχνικές αλλαγές και ένα σωρό άλλες μετατροπές, προκειμένου να οδηγηθούμε στην φυσική πρόοδο της 7ης Τέχνης. Ακόμη και αν οι προσπάθειες είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα (από τα τέλη του 1880), εντούτοις το έδαφος ήταν μόλις τότε πρόσφορο, προκειμένου κάτι τέτοιο να γίνει πραγματικότητα.
Δεν είναι τυχαίο που κάθε φορά αναφερόμαστε στην Χρυσή Εποχή του Hollywood, η οποία εντοπίζεται κάπου στο '50, παρόλα αυτά οι βάσεις της, είχαν αρχίσει να θέτονται πολύ νωρίτερα, με το σημερινό μας "Ghost Ship", να αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία, προκειμένου να το δούμε αυτό και στην πράξη.
Η παραγωγή της ταινίας όπως είπαμε, έγινε από ένα από τα μεγαλύτερα, στούντιο παραγωγής, της RKO, η οποία μετρούσε στο ενεργητικό της σπουδαίες ταινίες, όπως το "Citizen Kane". Μιας και μιλάμε στην συγκεκριμένη περίπτωση για το "Ghost Ship", μια ταινία τρόμου, δίχως τρόμο, η RKO, διέφερε ολοκληρωτικά από άλλες στουντιακές παραγωγές, αφού σε αντίθεση με τις ταινίες της Universal ("Frankenstein", "Dracula"), προτιμούσε να κρατάει την πηγή του τρόμου της, κρυφή. Ακολουθούσε αν θέλετε το μονοπάτι του υπαινικτικού φόβου, χωρίς να αποκαλύπτει ποτέ το όποιο τέρας, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν λειτουργούσε και τόσο στα πρότυπα του σωματοποιημένου τρόμου. Αν μάλιστα έπρεπε να βρούμε κάποιον υπεύθυνο, γι' αυτή την στρατηγική της κεκαλυμμένης φοβίας, αυτός θα μπορούσε να αναζητηθεί στο πρόσωπο, του κινηματογραφικού παραγωγού και σεναριογράφου, Val Lewton.
O Val Lewton ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος παρέα με τους συνεργάτες του, προσπαθούσε να βγάζει πάντα το καλύτερο δυνατόν, από οτι ήταν διατεθειμένη να του προσφέρει η εποχή. Για παράδειγμα, όπως φαίνεται και από το "Ghost Ship", η χρήση του ήχου, γινόταν στα χέρια του σωστό χρυσωρυχείο εννοιών και υπονοούμενων, μέσω των οποίων μπορούσε να δώσει το στίγμα, να δημιουργήσει την κατάλληλη-ζοφερή εδώ-ατμόσφαιρα και να "παίξει" στην ουσία με όλα τα καλούδια που του έδινε, προκειμένου να δημιουργήσει έναν κόσμο απειλητικό και τρομακτικό, όσο και μίζερα καθημερινό.
Αυτό που ίσως έκανε τις ταινίες του να ξεχωρίζουν, ταινίες "φτηνές", οι οποίες πολλές φορές χρησιμοποιούσαν σκηνικά άλλων φιλμ (όπως γίνεται και εδώ, μιας που το σκηνικό του πλοίου, αποτελούσε τμήμα της ταινίας "Pacific Liner" του 1939), είναι πως ο Lewton, φαινομενικά, δημιουργούσε μια υποθεσιακή κατάσταση, με σκοπό τις περισσότερες φορές αυτή, να παραπέμπει σε b-movie, horror-ικές διαστάσεις, εντούτοις, αν κάποιος αποφάσιζε να τις κοιτάξει λίγο καλύτερα, θα έβλεπε πως αυτές παρέπεμπαν σε πολύ ουσιαστικότερα, οικουμενικά θέματα. Για παράδειγμα η ταινία του "Cat People", αφορά μια γυναίκα που μεταμορφώνεται σε γάτα. Στην ουσία όμως, είναι μια ταινία η οποία εξερευνά τα όρια της γυναικείας ετεροσεξουαλικότητας. Το ίδιο ισχύει και για το "I Walked With a Zombie", μια ταινία η οποία επί της ουσίας μιλά για τις δυσκολίες ενός γάμου, τα στερεότυπα και τον εξαναγκασμό των ατόμων να χωρέσουν σε καλούπια τα οποία δεν τους ταιριάζουν.
Όπως γίνεται φανερό, ο Lewton δεν θα μπορούσε να αναλωθεί σε κλασικά μοτίβα, προχειροδουλεμένου τρόμου, αλλά επιλέγει να τον καταστήσει σαφή, μέσα από την χρήση όλων των υλικών που μπορεί να έχει στην διάθεσή του: από τα σκηνικά και τον φωτισμό, μέχρι τα ηχητικά μοτίβα, τα οποία στο "Ghost Ship" είναι εκείνα που χτίζουν την πρέπουσα ατμόσφαιρα, αργά, σταδιακά και αποκαλυπτικά.
Βλέποντας εξάλλου κανείς την ταινία, σίγουρα αρχίζει να απορεί ως προς το, ποιο είναι το φάντασμα του πλοίου;, τι θέλει να μας δείξει ο σκηνοθέτης, με την έντονη χρήση των θαλασσινών ήχων και των μεταλλικών κρότων του πλοίου;, τι κρύβεται τέλος πάντων, πίσω από το πλήρωμα, τον καπετάνιο, ακόμα και το ίδο το όνομά του καραβιού;. Κρύβονται πολλά, βασικά μια ολόκληρη κοσμοθεωρία στο πως πρέπει να αντιμετωπίζεται δημιουργικά το χτίσιμο ενός εν δυνάμει σασπένς. Και με βάση αυτό, το "The Ghost Ship" είναι σίγουρα, ένα από τα πιο underrated, κλασικά ταινιάκια εποχής.
Επειδή μάλιστα οι κόσμοι του καλού και του κακού, είναι συνήθως στις ταινίες του σαφέστατοι, ο Lewton θεωρεί, πως το καλύτερο είναι να αποδείξει πως μπορεί ο χαρούμενος, φωτεινός κόσμος να είναι καλός και σωστός και τίμιος, εκ πρώτη όψεως, αυτός όμως που κρύβεται από πίσω του, ο σκοτεινός και απειλητικός, είναι έτη φωτός πιο ενδιαφέρον, κατάλληλος για κάθε τρομακτική και ουσιαστική πινελιά, την οποία απαιτεί για χάρη του εαυτού του, αλλά και του κοινού του. Όπως εξάλλου είχε δηλώσει και ο ίδιος ο Lewton, "αυτά που φαντάζονται οι θεατές όταν βλέπουν τις ταινίες μου, είναι απείρως χειρότερα από αυτά που πρόκειται να τους δείξω εγώ...", δίνοντας προφανών το έναυσμα στο κοινό για την κινητοποίηση μιας φοβικής σκέψης, η ξυσμένη επιφάνεια της οποίας (από τον Lewton και την ομάδα του), προσφέρει το ποσοτικό μερίδιο το οποίο είναι μονάχα απαραίτητο, αφήνοντας στην διακριτική ευχέρεια του κοινού να ενώσει τα κομμάτια και να αντιληφθεί τις πραγματικές πηγές του τρόμου.
Το "The Ghost Ship", χαρακτηρίζεται από μια καθόλα απλοϊκή ιστορία και από μερικούς ακόμη πιο απλούς διαλόγους, έχει όμως φροντίζει να κεντήσει τους ήρωές της με μοτιβικά ψήγματα, τα οποία μέσα από την επανάληψη αποκτούν φρικιαστική σάρκα και οστά.
Η ταινία, όπως κάθε ταινία τρόμου που σέβεται τον εαυτό της, ξεκινάει με ένα πλάνο στο οποίο βλέπουμε το πλοίο να βγαίνει μέσα από την ομιχλώδη θάλασσα, γεγονός που δίνει αυτόματα το στίγμα πως αυτό που θα δούμε, θα είναι βυθισμένο μέσα σε αυτήν την ονειρική αχλή, η οποία δεν προοικονομεί τίποτα το καλό. Γενικώς η εικόνα και ο ήχος, "ταξιδεύουν" χεράκια χεράκι, μεταδίδοντας τα νοήματά τους, χωρίς όμως ο Lewton να ξεχνά ποτέ, ποιος είναι ο βασικός πρωταγωνιστής του φιλμ: ο ήχος. Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίον αποφασίζει να το καταστήσει αυτό σαφές, είναι κάτι παραπάνω από έξυπνος, μιας που βάζει έναν μουγγό (μέλος του πληρώματος), να σκέφτεται, με το δικό του voice over να "ακούγεται", αποτελώντας στην ουσία την ακουστική σκέψη του, που εμείς μπορούμε να αντιληφθούμε με τον τρόπο αυτό. Ο μουγγός μάλιστα, δεν είναι καθόλου τυχαία παρουσία, μιας που φαίνεται να λειτουργεί σαν μια άλλη Πυθία, μαντεύοντας τα μελλούμενα και νοιώθοντας από νωρίς το κακό που μοιάζει να συσσωρεύεται στο πλοίο, ατάραχο, διάφανο και μολυσματικό.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε για πολύ ακόμα γι' αυτήν την ταινία, παρόλα αυτά, θα αρκεστώ να σας επισημάνω μερικά μόνο από τα μπόλικα μοτίβα της, τα οποία λειτουργούν καταλυτικά και εκφράζουν απόλυτα την κοσμοθεωρία των δημιουργών της.
Στην παραπάνω εικόνα, βλέπουμε έναν τεράστιο γάντζο, ο οποίος κινείται με μανία από την μια πλευρά του πλοίου στην άλλη, με το πλήρωμα να αδυνατεί να τον περιορίσει, θέτοντας τους έτσι όλους σε κίνδυνο. Θα λέγαμε οτι αυτά τα καθημερινά αντικείμενα του πλοίου, είναι που μεταμορφώνονται στα πολυαναμενόμενα τέρατα. Τεράστιες αλυσίδες και βαριοί γάντζοι, αλλάζουν θέση, και από ρεαλιστικά στοιχεία, γίνονται υπερρεαλιστικά, αποκτώντας νέες ιδιότητες και λειτουργίες. Παράλληλα, όπως θα διαπιστώσετε, και το μοτίβο του μαχαιριού, δίνει τον δικό του τόνο στην ταινία, καθώς το βλέπουμε σε διάφορες σκηνές να επαναλαμβάνεται, εντείνοντας την ζοφερότητα του κλίματος.
Το γεγονός πως παράλληλα, το μουσικό score που υποστηρίζει τους εκάστοτε διαλόγους, είτε μειώνεται σε ένα απλό βουητό, είτε λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, προκειμένου να υποδηλώσει αλλαγές στις διαθέσεις των ηρώων, αποτελεί μια extra πινελιά, η οποία με τα minimum μέσα (λέγεται πως αν θες να στυλιζάρεις εύκολα μια ταινία, μπορείς να βιαστείς στα τερτίπια του ήχου, βασικό στοιχείο των horror ταινιών), επιτελεί τους δικούς της σκοπούς. Το παλαντζάρισμα του πλοίου στα κύματα, οι μεταλλικοί ήχοι και το άκουσμα του αέρα, δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα μέσα στο οποίο το story εξελλίσεται ακριβώς πάνω στην λειτουργία του ήχου.
Αν θα έπρεπε να το πάμε και πιο μακριά, θα μπορούσαμε να κάνουμε και μια ειδική μνεία, όσον αφορά τα ονόματα που έχουν δοθεί σε ήρωες και πλοίο. Το όνομα Altair, είναι συνυφασμένο από τα μεσαιωνικά χρόνια με μια δυσοίωνη διάσταση, που παραπέμπει σε κάτι το κακό και το μελλούμενο. Επίσης εύκολα κανείς υποθέτει πως η λέξη μοιάζει πολύ με το "altar" που σημαίνει βωμός. Μήπως το πλοίο είναι μια μοναχική οντότητα κακού, γεμάτη πόνο και θάνατο, η οποία απαιτεί την θυσία του πληρώματός της, προκειμένου να συνεχίζει να παραμένει ζωντανή; Κάπως σαν τον Overlook Hotel στο "The Shining" ένα πράγμα...
Τελικώς το "The Ghost Ship" είναι μια ταινία με πολλά κλειδωμένα μυστικά, τα οποία περιμένει να ξεκλειδώσεις. Είτε μιλάμε για την χρήση του ήχου, είτε για τις εννοιολογικές παραπομπές των ονομάτων ή και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, αυτή η ταινία έχει πολύ ψωμί. Αρκεί να έχεις την διάθεση να την ανακαλύψεις.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η τελική της σκηνή, λέει πολλά, προσέξτε την, οτι ο ψεύτικος ουρανός είναι απλά τέλειος, και οτι η χρήση του μουσική κρεσέντου, λέει και αυτό τα δικά του.
Traileraki δεν έχουμε, όπως επίσης και trivia. Τρέχω για τον ταραμά...
Ο νεαρός Tom Merriam (Russell Wade), αποτελεί το νέο μέλος του πληρώματος του πλοίου Altair, στο οποίο και αναλαμβάνει την θέση του 3ου αξιωματικού, "κάτω" φυσικά από τον σοβαρό και μετρημένο καπετάνιο, Will Stone (Richard Dix), παλιά καραβάνα του ναυτικού, που έχει φάει την θάλασσα με το κουτάλι, αποτελώντας κλασική περίπτωση ανθρώπου που ζει και αναπνέει για τα ταξίδια.
Από την αρχή κιόλας, φαίνεται πως οι σχέσεις των δυο ανδρών δεν θα μπορούσαν να ήταν καλύτερες, μιας που ο Merriam, στον οποίο κολλάνε το παρατσούκλι "Tertius" (λόγω της "τρίτης" θέσης του στην ιεραρχία), φαίνεται να βρίσκει στο πρόσωπο του καπετάνιου, την φιλοδοξία του να αναλάβει κάποια στιγμή και αυτός το τιμόνι ενός πλοίου, ενώ και ο Stone, θυμάται και νοσταλγεί τα νεανικά του χρόνια, όταν παιδαρέλι ακόμα μπάρκαρε με το πρώτο του σκαρί, περνώντας τελικά μια ολόκληρη ζωή μακριά από την αγκαλιά μιας γυναίκας και την σταθερότητα μιας οικογενειακής εστίας.
Όταν λίγο μετά τον απόπλου, αρχίσουν να συμβαίνουν περίεργα φαινόμενα, τα οποία περιλαμβάνουν τον θάνατο κάποιον μελών του πληρώματος, ο Merriam θα θορυβηθεί από την κατάσταση και θα προσπαθήσει να ρίξει λίγο φως σε αυτή την ιστορία. Στην προσπάθειά του όμως να βρει τους λόγους αυτής της θαλασσινής κατάρας, όλα μοιάζουν να οδηγούν στον καπετάνιο. Τον καπετάνιο που έχει μανία με τον έλεγχο και την εξουσία...
Βρισκόμαστε στην δεκαετία του '40, σε μια εποχή όπου ο ήχος αποτελούσε ήδη αναπόσπαστο κομμάτι των ταινιών, ήδη από τις περασμένες δεκαετίες, μιας που μέχρι και τα πρώτα χρόνια του '30, τουλάχιστον ένα 80% των κινηματογραφικών αιθουσών, παρουσίαζαν ταινίες οι οποίες είχαν τελικώς καλοδεχθεί και προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του ήχου.
Γεγονός είναι πάντως, πως ο κινηματογράφος βίωνε εκείνα τα χρόνια δυο, από τις πιο ρηξικέλευθες αλλαγές του: τον ερχομό του ήχου και λίγο αργότερα, του χρώματος. Φυσικά αυτή η μετάβαση δεν ήταν καθόλου απλή και εύκολη, αλλά χρειάστηκαν προσαρμογές, τεχνικές αλλαγές και ένα σωρό άλλες μετατροπές, προκειμένου να οδηγηθούμε στην φυσική πρόοδο της 7ης Τέχνης. Ακόμη και αν οι προσπάθειες είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα (από τα τέλη του 1880), εντούτοις το έδαφος ήταν μόλις τότε πρόσφορο, προκειμένου κάτι τέτοιο να γίνει πραγματικότητα.
Δεν είναι τυχαίο που κάθε φορά αναφερόμαστε στην Χρυσή Εποχή του Hollywood, η οποία εντοπίζεται κάπου στο '50, παρόλα αυτά οι βάσεις της, είχαν αρχίσει να θέτονται πολύ νωρίτερα, με το σημερινό μας "Ghost Ship", να αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία, προκειμένου να το δούμε αυτό και στην πράξη.
Η παραγωγή της ταινίας όπως είπαμε, έγινε από ένα από τα μεγαλύτερα, στούντιο παραγωγής, της RKO, η οποία μετρούσε στο ενεργητικό της σπουδαίες ταινίες, όπως το "Citizen Kane". Μιας και μιλάμε στην συγκεκριμένη περίπτωση για το "Ghost Ship", μια ταινία τρόμου, δίχως τρόμο, η RKO, διέφερε ολοκληρωτικά από άλλες στουντιακές παραγωγές, αφού σε αντίθεση με τις ταινίες της Universal ("Frankenstein", "Dracula"), προτιμούσε να κρατάει την πηγή του τρόμου της, κρυφή. Ακολουθούσε αν θέλετε το μονοπάτι του υπαινικτικού φόβου, χωρίς να αποκαλύπτει ποτέ το όποιο τέρας, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν λειτουργούσε και τόσο στα πρότυπα του σωματοποιημένου τρόμου. Αν μάλιστα έπρεπε να βρούμε κάποιον υπεύθυνο, γι' αυτή την στρατηγική της κεκαλυμμένης φοβίας, αυτός θα μπορούσε να αναζητηθεί στο πρόσωπο, του κινηματογραφικού παραγωγού και σεναριογράφου, Val Lewton.
O Val Lewton ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος παρέα με τους συνεργάτες του, προσπαθούσε να βγάζει πάντα το καλύτερο δυνατόν, από οτι ήταν διατεθειμένη να του προσφέρει η εποχή. Για παράδειγμα, όπως φαίνεται και από το "Ghost Ship", η χρήση του ήχου, γινόταν στα χέρια του σωστό χρυσωρυχείο εννοιών και υπονοούμενων, μέσω των οποίων μπορούσε να δώσει το στίγμα, να δημιουργήσει την κατάλληλη-ζοφερή εδώ-ατμόσφαιρα και να "παίξει" στην ουσία με όλα τα καλούδια που του έδινε, προκειμένου να δημιουργήσει έναν κόσμο απειλητικό και τρομακτικό, όσο και μίζερα καθημερινό.
Αυτό που ίσως έκανε τις ταινίες του να ξεχωρίζουν, ταινίες "φτηνές", οι οποίες πολλές φορές χρησιμοποιούσαν σκηνικά άλλων φιλμ (όπως γίνεται και εδώ, μιας που το σκηνικό του πλοίου, αποτελούσε τμήμα της ταινίας "Pacific Liner" του 1939), είναι πως ο Lewton, φαινομενικά, δημιουργούσε μια υποθεσιακή κατάσταση, με σκοπό τις περισσότερες φορές αυτή, να παραπέμπει σε b-movie, horror-ικές διαστάσεις, εντούτοις, αν κάποιος αποφάσιζε να τις κοιτάξει λίγο καλύτερα, θα έβλεπε πως αυτές παρέπεμπαν σε πολύ ουσιαστικότερα, οικουμενικά θέματα. Για παράδειγμα η ταινία του "Cat People", αφορά μια γυναίκα που μεταμορφώνεται σε γάτα. Στην ουσία όμως, είναι μια ταινία η οποία εξερευνά τα όρια της γυναικείας ετεροσεξουαλικότητας. Το ίδιο ισχύει και για το "I Walked With a Zombie", μια ταινία η οποία επί της ουσίας μιλά για τις δυσκολίες ενός γάμου, τα στερεότυπα και τον εξαναγκασμό των ατόμων να χωρέσουν σε καλούπια τα οποία δεν τους ταιριάζουν.
Όπως γίνεται φανερό, ο Lewton δεν θα μπορούσε να αναλωθεί σε κλασικά μοτίβα, προχειροδουλεμένου τρόμου, αλλά επιλέγει να τον καταστήσει σαφή, μέσα από την χρήση όλων των υλικών που μπορεί να έχει στην διάθεσή του: από τα σκηνικά και τον φωτισμό, μέχρι τα ηχητικά μοτίβα, τα οποία στο "Ghost Ship" είναι εκείνα που χτίζουν την πρέπουσα ατμόσφαιρα, αργά, σταδιακά και αποκαλυπτικά.
Βλέποντας εξάλλου κανείς την ταινία, σίγουρα αρχίζει να απορεί ως προς το, ποιο είναι το φάντασμα του πλοίου;, τι θέλει να μας δείξει ο σκηνοθέτης, με την έντονη χρήση των θαλασσινών ήχων και των μεταλλικών κρότων του πλοίου;, τι κρύβεται τέλος πάντων, πίσω από το πλήρωμα, τον καπετάνιο, ακόμα και το ίδο το όνομά του καραβιού;. Κρύβονται πολλά, βασικά μια ολόκληρη κοσμοθεωρία στο πως πρέπει να αντιμετωπίζεται δημιουργικά το χτίσιμο ενός εν δυνάμει σασπένς. Και με βάση αυτό, το "The Ghost Ship" είναι σίγουρα, ένα από τα πιο underrated, κλασικά ταινιάκια εποχής.
Επειδή μάλιστα οι κόσμοι του καλού και του κακού, είναι συνήθως στις ταινίες του σαφέστατοι, ο Lewton θεωρεί, πως το καλύτερο είναι να αποδείξει πως μπορεί ο χαρούμενος, φωτεινός κόσμος να είναι καλός και σωστός και τίμιος, εκ πρώτη όψεως, αυτός όμως που κρύβεται από πίσω του, ο σκοτεινός και απειλητικός, είναι έτη φωτός πιο ενδιαφέρον, κατάλληλος για κάθε τρομακτική και ουσιαστική πινελιά, την οποία απαιτεί για χάρη του εαυτού του, αλλά και του κοινού του. Όπως εξάλλου είχε δηλώσει και ο ίδιος ο Lewton, "αυτά που φαντάζονται οι θεατές όταν βλέπουν τις ταινίες μου, είναι απείρως χειρότερα από αυτά που πρόκειται να τους δείξω εγώ...", δίνοντας προφανών το έναυσμα στο κοινό για την κινητοποίηση μιας φοβικής σκέψης, η ξυσμένη επιφάνεια της οποίας (από τον Lewton και την ομάδα του), προσφέρει το ποσοτικό μερίδιο το οποίο είναι μονάχα απαραίτητο, αφήνοντας στην διακριτική ευχέρεια του κοινού να ενώσει τα κομμάτια και να αντιληφθεί τις πραγματικές πηγές του τρόμου.
Το "The Ghost Ship", χαρακτηρίζεται από μια καθόλα απλοϊκή ιστορία και από μερικούς ακόμη πιο απλούς διαλόγους, έχει όμως φροντίζει να κεντήσει τους ήρωές της με μοτιβικά ψήγματα, τα οποία μέσα από την επανάληψη αποκτούν φρικιαστική σάρκα και οστά.
Η ταινία, όπως κάθε ταινία τρόμου που σέβεται τον εαυτό της, ξεκινάει με ένα πλάνο στο οποίο βλέπουμε το πλοίο να βγαίνει μέσα από την ομιχλώδη θάλασσα, γεγονός που δίνει αυτόματα το στίγμα πως αυτό που θα δούμε, θα είναι βυθισμένο μέσα σε αυτήν την ονειρική αχλή, η οποία δεν προοικονομεί τίποτα το καλό. Γενικώς η εικόνα και ο ήχος, "ταξιδεύουν" χεράκια χεράκι, μεταδίδοντας τα νοήματά τους, χωρίς όμως ο Lewton να ξεχνά ποτέ, ποιος είναι ο βασικός πρωταγωνιστής του φιλμ: ο ήχος. Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίον αποφασίζει να το καταστήσει αυτό σαφές, είναι κάτι παραπάνω από έξυπνος, μιας που βάζει έναν μουγγό (μέλος του πληρώματος), να σκέφτεται, με το δικό του voice over να "ακούγεται", αποτελώντας στην ουσία την ακουστική σκέψη του, που εμείς μπορούμε να αντιληφθούμε με τον τρόπο αυτό. Ο μουγγός μάλιστα, δεν είναι καθόλου τυχαία παρουσία, μιας που φαίνεται να λειτουργεί σαν μια άλλη Πυθία, μαντεύοντας τα μελλούμενα και νοιώθοντας από νωρίς το κακό που μοιάζει να συσσωρεύεται στο πλοίο, ατάραχο, διάφανο και μολυσματικό.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε για πολύ ακόμα γι' αυτήν την ταινία, παρόλα αυτά, θα αρκεστώ να σας επισημάνω μερικά μόνο από τα μπόλικα μοτίβα της, τα οποία λειτουργούν καταλυτικά και εκφράζουν απόλυτα την κοσμοθεωρία των δημιουργών της.
Στην παραπάνω εικόνα, βλέπουμε έναν τεράστιο γάντζο, ο οποίος κινείται με μανία από την μια πλευρά του πλοίου στην άλλη, με το πλήρωμα να αδυνατεί να τον περιορίσει, θέτοντας τους έτσι όλους σε κίνδυνο. Θα λέγαμε οτι αυτά τα καθημερινά αντικείμενα του πλοίου, είναι που μεταμορφώνονται στα πολυαναμενόμενα τέρατα. Τεράστιες αλυσίδες και βαριοί γάντζοι, αλλάζουν θέση, και από ρεαλιστικά στοιχεία, γίνονται υπερρεαλιστικά, αποκτώντας νέες ιδιότητες και λειτουργίες. Παράλληλα, όπως θα διαπιστώσετε, και το μοτίβο του μαχαιριού, δίνει τον δικό του τόνο στην ταινία, καθώς το βλέπουμε σε διάφορες σκηνές να επαναλαμβάνεται, εντείνοντας την ζοφερότητα του κλίματος.
Το γεγονός πως παράλληλα, το μουσικό score που υποστηρίζει τους εκάστοτε διαλόγους, είτε μειώνεται σε ένα απλό βουητό, είτε λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, προκειμένου να υποδηλώσει αλλαγές στις διαθέσεις των ηρώων, αποτελεί μια extra πινελιά, η οποία με τα minimum μέσα (λέγεται πως αν θες να στυλιζάρεις εύκολα μια ταινία, μπορείς να βιαστείς στα τερτίπια του ήχου, βασικό στοιχείο των horror ταινιών), επιτελεί τους δικούς της σκοπούς. Το παλαντζάρισμα του πλοίου στα κύματα, οι μεταλλικοί ήχοι και το άκουσμα του αέρα, δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα μέσα στο οποίο το story εξελλίσεται ακριβώς πάνω στην λειτουργία του ήχου.
Αν θα έπρεπε να το πάμε και πιο μακριά, θα μπορούσαμε να κάνουμε και μια ειδική μνεία, όσον αφορά τα ονόματα που έχουν δοθεί σε ήρωες και πλοίο. Το όνομα Altair, είναι συνυφασμένο από τα μεσαιωνικά χρόνια με μια δυσοίωνη διάσταση, που παραπέμπει σε κάτι το κακό και το μελλούμενο. Επίσης εύκολα κανείς υποθέτει πως η λέξη μοιάζει πολύ με το "altar" που σημαίνει βωμός. Μήπως το πλοίο είναι μια μοναχική οντότητα κακού, γεμάτη πόνο και θάνατο, η οποία απαιτεί την θυσία του πληρώματός της, προκειμένου να συνεχίζει να παραμένει ζωντανή; Κάπως σαν τον Overlook Hotel στο "The Shining" ένα πράγμα...
Τελικώς το "The Ghost Ship" είναι μια ταινία με πολλά κλειδωμένα μυστικά, τα οποία περιμένει να ξεκλειδώσεις. Είτε μιλάμε για την χρήση του ήχου, είτε για τις εννοιολογικές παραπομπές των ονομάτων ή και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, αυτή η ταινία έχει πολύ ψωμί. Αρκεί να έχεις την διάθεση να την ανακαλύψεις.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η τελική της σκηνή, λέει πολλά, προσέξτε την, οτι ο ψεύτικος ουρανός είναι απλά τέλειος, και οτι η χρήση του μουσική κρεσέντου, λέει και αυτό τα δικά του.
Traileraki δεν έχουμε, όπως επίσης και trivia. Τρέχω για τον ταραμά...
Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013
Side Effects: One pill can make the difference...
Aloha! Τι κάνουμε; Έπειτα από δυο Παρασκευές χωρίς ταινιούλα, σπάμε το σερί, και επανερχόμαστε στην κλασική, τριήμερη πρόταση κάθε εβδομάδα. Αυτό βέβαια δεν ξέρω κατά πόσο θα συνεχιστεί, μιας που όπως όλα δείχνουν, βρήκα δουλειά, οπότε η συχνότητα με την οποία θα εμφανίζομαι στο blogaki, σίγουρα θα αλλάξει...Συνεπώς, θα το ευχαριστηθώ όσο ακόμα μπορώ, και όταν με το καλό ξεκινήσω, θα δω και πως ακριβώς θα οργανώνω τον χρόνο μου κινηματογραφικώς. Σήμερα λοιπόν, και μέχρι την επόμενη εβδομάδα, κατά την οποία σκέφτηκα να μιλήσουμε για κάτι πιο κλασικό, επιστρέφοντας σε παλιές ταινιούλες, θα δούμε λίγο την νέα ταινία του Sodenbergh, "Side Effects", η οποία αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη για εμένα, μιας που την βρήκα πραγματικά καλή. Και μιας που η εβδομάδα αυτή, δεν ενδείκνυται για τρομερές, ταινιακές επιλογές, καλά θα κάνετε να της ρίξετε μια ματιά.
Η Εmily (Rooney Mara), είναι μια νεαρή κοπέλα, η οποία αντιμετωπίζει πρόβλημα κατάθλιψης. Το γεγονός οτι ο άντρας της Martin (Channin Tatum), βρίσκεται εδώ και τέσσερα χρόνια στην φυλακή, σίγουρα δεν βοηθάει την όμορφη Emily, να αντεπεξέλθει στην "ασθένειά" της, παρά το γεγονός πως εκείνη φαίνεται να οδηγείται σε μια σχετική έκρηξη, όταν τελικά ο Martin αποφυλακίζεται.
Όταν έπειτα από μια απόπειρα αυτοκτονίας η Emily, αρχίσει να συμβουλεύεται τον ψυχίατρο, Dr. Jonathan Banks (Jude Law), τα πράγματα θα αρχίσουν να καλυτερεύουν για εκείνη, μιας που το συνταγογραφούμενο χάπι Ablixa, με το οποίο την προμηθεύει ο γιατρός, φαίνεται να κάνει την δουλειά του. Οχι όμως για πολύ, καθώς έπειτα από ένα τραγικό συμβάν, οι ζωές όλων των εμπλεκομένων σε αυτή την μυστήρια ιστορίας ψυχανάλυσης, θα ακολουθήσουν πορείες διαφορετικές, και αρκετά σκοτεινές. Πορείες εμπλεκόμενων συμφερόντων, αλήθειας και ψέματος...
O Steven Sodenbergh, είναι μια ενδιαφέρουσα υπόθεση δημιουργού, μιας που από την μια πλευρά βλέπεις πως η καριέρα του έχει σημαδευτεί από μια πληθώρα καλών ταινιών (εντάξει και μερικών μετριοτήτων, τι να κάνουμε;), παρόλα αυτά, μάλλον και ο ίδιος δεν ξέρει τι θέλει πια, μιας που οι συνεχιζόμενες δηλώσεις περί παραίτησής του από το cinema, συνεχίζονται. Και μάλλον θα συνεχίζονται και για πολύ ακόμη...
Το μεγάλου μήκους, κινηματογραφικό του ντεμπούτο, "Sex, Lies and Videotape", υπήρξε ένα μεγάλο χιτ, έγινε αμέσως μια από τις πιο σημαντικές ταινίες της καριέρας του (αν οχι η σημαντικότερη δηλαδή), τσίμπησε μια υποψηφιότητα για Οscar Kαλύτερου Σεναρίου, και έκανε τους κριτικούς να σουσουρεύουν γι' αυτό το νέο ταλέντο. Την ίδια στιγμή η ανοδική πορεία δεν άργησε να ακολουθήσει το όνομά του, με ταινίες όπως οι "King of Hill", "Out of Sight" (η οποία αποτέλεσε και την μοναδική αξιοσημείωτη, ηθοποιϊκή παρουσία της Jennifer Lopez, άντε μαζί με κάνα "The Cell", αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους εκεί) και "The Limey". Το 2001 ήταν εκείνος ο οποίος κατάφερε να οδηγήσει την Julia Roberts στην νίκη του πρώτου της Oscar, αυτό για τον ρόλο της Erin Brockovich, στην ομώνυμη ταινία, ενώ την ίδια χρονιά, είδε και μια άλλη ταινία του, το "Traffic" να κερδίζει ούτε λίγο, ούτε πολύ, τέσσερα βραβεία, αυτά για Καλύτερη Σκηνοθεσία (για τον ίδιο), Καλύτερο Σενάριο, Καλύτερο Editing και Καλύτερου 'Β Ανδρικού, για τον Benicio del Toro.
Αργότερα, μερικές αστοχίες όπως το "Solaris" και το "Full Frontal", δεν ανέκαμψαν και πολύ την φόρα του, καθώς το στιλιζαρισμένο "Ocean's Eleven", έφερε και πάλι στο προσκήνιο τις καλοστημένες ταινίες με κομπίνες, ληστείες και ατσαλάκωτα γοητευτικούς πρωταγωνιστές (ε, δεν είναι λίγο να μαζεύεις για την ταινία σου τους, George Clloney, Brad Pitt και Matt Damon).
Φτάνοντας στο σήμερα, ίσως οι ταινιακές του απόπειρες να έχουν κάπως αποδυναμωθεί, καθώς ταινίες όπως το "Contagion" και κυρίως το κακό "Haywire", σίγουρα δεν ανταποκρίνονται στο ταλέντο του σκηνοθέτη. Ακόμα και αν ο ίδιος δηλώνει πάντως, οτι το "Side Effects", πρόκειται να είναι η τελευταία του ταινία πριν αποσυρθεί, για να αφήσει χώρο στα νέα ταλέντα, δεν φανταζόμαστε να μπορούσε να το κάνει με καλύτερο τρόπο, μιας που η συγκεκριμένη ταινία είναι σίγουρα η καλύτερη που έχει κάνει, εδώ και καιρό. Ναι, καλύτερη και από την κοιλιακή "Magic Mike".
Το "Side Effects" είναι μια ταινία εμμονών, οι οποίες αποτελούν και την κινητήριο δύναμη του φιλμ. Γεμάτη από αμφιβολίες, ένοχα μυστικά και μια υπόθεση η οποία ξεδιπλώνεται σε διαφορετικά στάδια μπροστά στα μάτια σου, αποτελεί ίσως το καλύτερο θρίλερ που έχεις δει τον τελευταίο καιρό. Και για να το ξεκαθαρίσουμε και αυτό μια και καλή, άλλο το θρίλερ (βλ. Hitchcock και ταινίες τίγκα στο σασπένς και το μυστήριο), κι άλλο η ταινία τρόμου (αίματα και τα συναφή), άντε γιατί αν ξανακούσω ατάκες τύπου "Αααα αυτό δεν μου αρέσει, είναι θρίλερ" (αληθινή ατάκα που έχω ακούσει από πελάτισσα στο video club που δούλευα, όταν είδε το εξώφυλλο του "Pan's Labyrinth"), δεν θα κρατηθώ και θα πέσει ένα κάποιο δούλεμα.
Στα δικά μας και πάλι, ο Soderbergh έχει κάνει εδώ μαεστρική δουλειά, υφαίνοντας με τρόπο εξαιρετικό ένα story με διακυμάνσεις, το οποίο δεν σε αφήνει σε ησυχία μέχρι και το τέλος. Αντιθέτως, βρίσκεται απέναντί σου και μοιάζει να σε κοροϊδεύει στα μούτρα, εμφανίζοντας κάθε φορά και από ένα διαφορετικό επίπεδο το οποίο δεν είχες φανταστεί, έτσι ώστε μέχρι να χωνέψεις και εκείνο, να κάνει πάλι την εμφάνισή του κάτι άλλο, και να σε βάλει να μελετήσεις την ταινία για ακόμη μια φορά, από την αρχή.
Το γεγονός οτι αποφασίζει να ασχοληθεί θεματικά, με τα προβλήματα και τις "παρενέργειες" που μπορεί να απορρέουν από λανθασμένη δοσολογία ή φάρμακα τα οποία ενδεχομένως να μην ανταποκρίνονται σε έναν ασθενή όπως θα έπρεπε, λειτουργούν καταλυτικά προκειμένου το σενάριο να απογειωθεί, και μαζί του και οι ερμηνείες, οι οποίες είναι όλες αρκετά καλές, με εξαίρεση την Rooney Mara, η οποία είναι ερμηνευτικά ασύλληπτη (και εκνευριστικά όμορφη).
Η αστικά δομημένη σκηνοθεσία του Soderbergh, δημιουργεί ένα καθαρά αδηφάγο περιβάλλον, μέσα στο οποίο προσπαθείς να καταλάβεις ποιος είναι τελικά ο θύτης και ποιος το θύμα, γεγονός που αποτελεί ένα από τα βασικά ατού της ταινίας, καθώς όπως θα διαπιστώσεις, ακόμα και το πρωταγωνιστικό cast, μοιάζει έρμαιο αυτής της πολη-κής βαβούρας και του χάους, μην μπορώντας (και ίσως μην θέλοντας) να ξεκολλήσουν από αυτό, ακόμα και χρωματικώς. Μαύρο, επαγγελματικό μπεζ, λευκό και αποχρώσεις του γαλάζιου, είναι τα χρώματα τα οποία κυριαρχούν τόσο στις αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν την πόλη, όσο και το ενδυματολογικό των ηρώων.
Όσον αφορά το ψυχαναλυτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσει τους πρωταγωνιστές ο σεναριογράφος Scott Z. Burns, πιστός συνεργάτης του Soderbergh σε διάφορες ακόμη παραγωγές, μάλλον αποτελεί την ιδανική πηγή έμπνευσης και συνταιριάσματος με την αποστειρωμένη εικόνα της Νέας Υόρκης, παραπέμποντας οπτικά σε ταινίες όπως το "Shame", ένα από τα πιο πρόσφατα και χαρακτηριστικά, εμμονικά παραδείγματα, στα οποία η θέση της πόλης απέναντι στον ήρωα, είναι καίριας σημασίας.
Μακριά, αλλά και την ίδια στιγμή τόσο κοντά στην σύγχρονη, ψυχαναλυτική πραγματικότητα, ο Soderbergh αποφασίζει να γεμίσει την ταινία του από αμφισβήτηση και μια έντονη ιδέα ενός παιχνιδιού γάτας-ποντικιού, το οποίο όμως δε σε αφήνει να αντιληφθείς ποιος υποδύεται τι. Εξάλλου οι πραγματικές συνέπειες που πολλές φορές δημιουργούν φάρμακα και ναρκωτικά, δημιουργούν παράλληλα ένα καθημερινό σύμπαν μέσα στο οποίο πολλά μπορούν να συμβούν, και μάλιστα, οχι ιδιαιτέρως ευχάριστα...
Από πλευράς ερμηνειών, ο σκηνοθέτης επιμένει να χρησιμοποιεί παλιούς γνώριμους, όπως την Catherine Zeta-Jones στον ρόλο της πρώην ψυχαναλύτριας της πρωταγωνίστριας, καθώς και τον Chaninng Tatum, ο οποίος όπως φαίνεται αποτελεί και την πιο πρόσφατη μανία του σκηνοθέτη. Στον αντίποδα, ο Jude Law, ολίγον καραφλός και πολύ καλός στον ρόλο του, εξακολουθεί να αποτελεί μια στιβαρή επιλογή για τους απανταχού σκηνοθέτες, αν και όπως καταλάβατε την παράσταση κλέβει με μεγάλη ευκολία η Rooney Mara. Καταθλιπτική, κατατονική, με το πρόσωπό της να μιλάει από μόνο του, και να σκιαγραφεί έτσι τα πολυποίκιλα συναισθήματά της, αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα μεγάλα, νεαρά ταλέντα του Hollywood, γεγονός που για εμένα φαίνεται πολύ πιο ουσιαστικά εδώ, παρά στο φιντσερικό "The Girl With the Dragon Tattoo". Πραγματικό σίφουνας.
Το "Side Effects" είναι μια ταινία που σίγουρα θα εκτιμήσουν τόσο οι fan του κινηματογράφου, όσο και εκείνοι που θέλουν να περάσουν μια ωραία, σινεματική βραδιά. Σασπένς, μυστήριο και μια ονειρική μουσική που ξεκλέβει χώρο και ακολουθεί κατά πόδας την υπόθεση (θυμίζοντας αρκετά την κρυσταλλική μουσική των Nox Arcana), δημιουργούν ένα καλοδουλεμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Soderberg είχε σκεφτεί αν δώσει τον κεντρικό ρόλο στην Lindsey Lohan(...), οτι ο Tatum έχει κάτι που με χαλάει και οτι η Catherine, καλύτερα θα ήταν να μην είχε τραβηχτεί και τόσο πολύ...
No trivia
Η Εmily (Rooney Mara), είναι μια νεαρή κοπέλα, η οποία αντιμετωπίζει πρόβλημα κατάθλιψης. Το γεγονός οτι ο άντρας της Martin (Channin Tatum), βρίσκεται εδώ και τέσσερα χρόνια στην φυλακή, σίγουρα δεν βοηθάει την όμορφη Emily, να αντεπεξέλθει στην "ασθένειά" της, παρά το γεγονός πως εκείνη φαίνεται να οδηγείται σε μια σχετική έκρηξη, όταν τελικά ο Martin αποφυλακίζεται.
Όταν έπειτα από μια απόπειρα αυτοκτονίας η Emily, αρχίσει να συμβουλεύεται τον ψυχίατρο, Dr. Jonathan Banks (Jude Law), τα πράγματα θα αρχίσουν να καλυτερεύουν για εκείνη, μιας που το συνταγογραφούμενο χάπι Ablixa, με το οποίο την προμηθεύει ο γιατρός, φαίνεται να κάνει την δουλειά του. Οχι όμως για πολύ, καθώς έπειτα από ένα τραγικό συμβάν, οι ζωές όλων των εμπλεκομένων σε αυτή την μυστήρια ιστορίας ψυχανάλυσης, θα ακολουθήσουν πορείες διαφορετικές, και αρκετά σκοτεινές. Πορείες εμπλεκόμενων συμφερόντων, αλήθειας και ψέματος...
O Steven Sodenbergh, είναι μια ενδιαφέρουσα υπόθεση δημιουργού, μιας που από την μια πλευρά βλέπεις πως η καριέρα του έχει σημαδευτεί από μια πληθώρα καλών ταινιών (εντάξει και μερικών μετριοτήτων, τι να κάνουμε;), παρόλα αυτά, μάλλον και ο ίδιος δεν ξέρει τι θέλει πια, μιας που οι συνεχιζόμενες δηλώσεις περί παραίτησής του από το cinema, συνεχίζονται. Και μάλλον θα συνεχίζονται και για πολύ ακόμη...
Το μεγάλου μήκους, κινηματογραφικό του ντεμπούτο, "Sex, Lies and Videotape", υπήρξε ένα μεγάλο χιτ, έγινε αμέσως μια από τις πιο σημαντικές ταινίες της καριέρας του (αν οχι η σημαντικότερη δηλαδή), τσίμπησε μια υποψηφιότητα για Οscar Kαλύτερου Σεναρίου, και έκανε τους κριτικούς να σουσουρεύουν γι' αυτό το νέο ταλέντο. Την ίδια στιγμή η ανοδική πορεία δεν άργησε να ακολουθήσει το όνομά του, με ταινίες όπως οι "King of Hill", "Out of Sight" (η οποία αποτέλεσε και την μοναδική αξιοσημείωτη, ηθοποιϊκή παρουσία της Jennifer Lopez, άντε μαζί με κάνα "The Cell", αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους εκεί) και "The Limey". Το 2001 ήταν εκείνος ο οποίος κατάφερε να οδηγήσει την Julia Roberts στην νίκη του πρώτου της Oscar, αυτό για τον ρόλο της Erin Brockovich, στην ομώνυμη ταινία, ενώ την ίδια χρονιά, είδε και μια άλλη ταινία του, το "Traffic" να κερδίζει ούτε λίγο, ούτε πολύ, τέσσερα βραβεία, αυτά για Καλύτερη Σκηνοθεσία (για τον ίδιο), Καλύτερο Σενάριο, Καλύτερο Editing και Καλύτερου 'Β Ανδρικού, για τον Benicio del Toro.
Αργότερα, μερικές αστοχίες όπως το "Solaris" και το "Full Frontal", δεν ανέκαμψαν και πολύ την φόρα του, καθώς το στιλιζαρισμένο "Ocean's Eleven", έφερε και πάλι στο προσκήνιο τις καλοστημένες ταινίες με κομπίνες, ληστείες και ατσαλάκωτα γοητευτικούς πρωταγωνιστές (ε, δεν είναι λίγο να μαζεύεις για την ταινία σου τους, George Clloney, Brad Pitt και Matt Damon).
Φτάνοντας στο σήμερα, ίσως οι ταινιακές του απόπειρες να έχουν κάπως αποδυναμωθεί, καθώς ταινίες όπως το "Contagion" και κυρίως το κακό "Haywire", σίγουρα δεν ανταποκρίνονται στο ταλέντο του σκηνοθέτη. Ακόμα και αν ο ίδιος δηλώνει πάντως, οτι το "Side Effects", πρόκειται να είναι η τελευταία του ταινία πριν αποσυρθεί, για να αφήσει χώρο στα νέα ταλέντα, δεν φανταζόμαστε να μπορούσε να το κάνει με καλύτερο τρόπο, μιας που η συγκεκριμένη ταινία είναι σίγουρα η καλύτερη που έχει κάνει, εδώ και καιρό. Ναι, καλύτερη και από την κοιλιακή "Magic Mike".
Το "Side Effects" είναι μια ταινία εμμονών, οι οποίες αποτελούν και την κινητήριο δύναμη του φιλμ. Γεμάτη από αμφιβολίες, ένοχα μυστικά και μια υπόθεση η οποία ξεδιπλώνεται σε διαφορετικά στάδια μπροστά στα μάτια σου, αποτελεί ίσως το καλύτερο θρίλερ που έχεις δει τον τελευταίο καιρό. Και για να το ξεκαθαρίσουμε και αυτό μια και καλή, άλλο το θρίλερ (βλ. Hitchcock και ταινίες τίγκα στο σασπένς και το μυστήριο), κι άλλο η ταινία τρόμου (αίματα και τα συναφή), άντε γιατί αν ξανακούσω ατάκες τύπου "Αααα αυτό δεν μου αρέσει, είναι θρίλερ" (αληθινή ατάκα που έχω ακούσει από πελάτισσα στο video club που δούλευα, όταν είδε το εξώφυλλο του "Pan's Labyrinth"), δεν θα κρατηθώ και θα πέσει ένα κάποιο δούλεμα.
Στα δικά μας και πάλι, ο Soderbergh έχει κάνει εδώ μαεστρική δουλειά, υφαίνοντας με τρόπο εξαιρετικό ένα story με διακυμάνσεις, το οποίο δεν σε αφήνει σε ησυχία μέχρι και το τέλος. Αντιθέτως, βρίσκεται απέναντί σου και μοιάζει να σε κοροϊδεύει στα μούτρα, εμφανίζοντας κάθε φορά και από ένα διαφορετικό επίπεδο το οποίο δεν είχες φανταστεί, έτσι ώστε μέχρι να χωνέψεις και εκείνο, να κάνει πάλι την εμφάνισή του κάτι άλλο, και να σε βάλει να μελετήσεις την ταινία για ακόμη μια φορά, από την αρχή.
Το γεγονός οτι αποφασίζει να ασχοληθεί θεματικά, με τα προβλήματα και τις "παρενέργειες" που μπορεί να απορρέουν από λανθασμένη δοσολογία ή φάρμακα τα οποία ενδεχομένως να μην ανταποκρίνονται σε έναν ασθενή όπως θα έπρεπε, λειτουργούν καταλυτικά προκειμένου το σενάριο να απογειωθεί, και μαζί του και οι ερμηνείες, οι οποίες είναι όλες αρκετά καλές, με εξαίρεση την Rooney Mara, η οποία είναι ερμηνευτικά ασύλληπτη (και εκνευριστικά όμορφη).
Η αστικά δομημένη σκηνοθεσία του Soderbergh, δημιουργεί ένα καθαρά αδηφάγο περιβάλλον, μέσα στο οποίο προσπαθείς να καταλάβεις ποιος είναι τελικά ο θύτης και ποιος το θύμα, γεγονός που αποτελεί ένα από τα βασικά ατού της ταινίας, καθώς όπως θα διαπιστώσεις, ακόμα και το πρωταγωνιστικό cast, μοιάζει έρμαιο αυτής της πολη-κής βαβούρας και του χάους, μην μπορώντας (και ίσως μην θέλοντας) να ξεκολλήσουν από αυτό, ακόμα και χρωματικώς. Μαύρο, επαγγελματικό μπεζ, λευκό και αποχρώσεις του γαλάζιου, είναι τα χρώματα τα οποία κυριαρχούν τόσο στις αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν την πόλη, όσο και το ενδυματολογικό των ηρώων.
Όσον αφορά το ψυχαναλυτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσει τους πρωταγωνιστές ο σεναριογράφος Scott Z. Burns, πιστός συνεργάτης του Soderbergh σε διάφορες ακόμη παραγωγές, μάλλον αποτελεί την ιδανική πηγή έμπνευσης και συνταιριάσματος με την αποστειρωμένη εικόνα της Νέας Υόρκης, παραπέμποντας οπτικά σε ταινίες όπως το "Shame", ένα από τα πιο πρόσφατα και χαρακτηριστικά, εμμονικά παραδείγματα, στα οποία η θέση της πόλης απέναντι στον ήρωα, είναι καίριας σημασίας.
Μακριά, αλλά και την ίδια στιγμή τόσο κοντά στην σύγχρονη, ψυχαναλυτική πραγματικότητα, ο Soderbergh αποφασίζει να γεμίσει την ταινία του από αμφισβήτηση και μια έντονη ιδέα ενός παιχνιδιού γάτας-ποντικιού, το οποίο όμως δε σε αφήνει να αντιληφθείς ποιος υποδύεται τι. Εξάλλου οι πραγματικές συνέπειες που πολλές φορές δημιουργούν φάρμακα και ναρκωτικά, δημιουργούν παράλληλα ένα καθημερινό σύμπαν μέσα στο οποίο πολλά μπορούν να συμβούν, και μάλιστα, οχι ιδιαιτέρως ευχάριστα...
Από πλευράς ερμηνειών, ο σκηνοθέτης επιμένει να χρησιμοποιεί παλιούς γνώριμους, όπως την Catherine Zeta-Jones στον ρόλο της πρώην ψυχαναλύτριας της πρωταγωνίστριας, καθώς και τον Chaninng Tatum, ο οποίος όπως φαίνεται αποτελεί και την πιο πρόσφατη μανία του σκηνοθέτη. Στον αντίποδα, ο Jude Law, ολίγον καραφλός και πολύ καλός στον ρόλο του, εξακολουθεί να αποτελεί μια στιβαρή επιλογή για τους απανταχού σκηνοθέτες, αν και όπως καταλάβατε την παράσταση κλέβει με μεγάλη ευκολία η Rooney Mara. Καταθλιπτική, κατατονική, με το πρόσωπό της να μιλάει από μόνο του, και να σκιαγραφεί έτσι τα πολυποίκιλα συναισθήματά της, αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα μεγάλα, νεαρά ταλέντα του Hollywood, γεγονός που για εμένα φαίνεται πολύ πιο ουσιαστικά εδώ, παρά στο φιντσερικό "The Girl With the Dragon Tattoo". Πραγματικό σίφουνας.
Το "Side Effects" είναι μια ταινία που σίγουρα θα εκτιμήσουν τόσο οι fan του κινηματογράφου, όσο και εκείνοι που θέλουν να περάσουν μια ωραία, σινεματική βραδιά. Σασπένς, μυστήριο και μια ονειρική μουσική που ξεκλέβει χώρο και ακολουθεί κατά πόδας την υπόθεση (θυμίζοντας αρκετά την κρυσταλλική μουσική των Nox Arcana), δημιουργούν ένα καλοδουλεμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Soderberg είχε σκεφτεί αν δώσει τον κεντρικό ρόλο στην Lindsey Lohan(...), οτι ο Tatum έχει κάτι που με χαλάει και οτι η Catherine, καλύτερα θα ήταν να μην είχε τραβηχτεί και τόσο πολύ...
No trivia
Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013
Fido: It's hard to find-o a good zombie
Γεια σας, γεια σας! Αργήσαμε λιγάκι να γράψουμε σήμερα, αλλά τι να γίνει που είμαι και εγώ από το πρωί στους δρόμους για διάφορες δουλείες, plus, ολίγον αρρωστούλα με τον λαιμό μου. Περαστικά μου!
Το λοιπόν, δεν ξέρω αν τα μάθατε, αλλά αυτό το Σάββατο θα πραγματοποιηθεί το ετήσιο Zombie Walk Athens στην Πλατεία Συντάγματος, στο οποίο όπως καταλαβαίνετε, ντύνεστε το αγαπημένο σας ζομπάκι και σκάτε μύτη με φίλους και γνωστούς, για...αργό parade και mood απέθαντου. Για περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να τσεκάρετε και το official page της εκδήλωσης στο facebook. Όλο αυτό το intro φυσικά και δεν το έκανα χωρίς λόγο, μιας που λόγο της επερχόμενης, πωρωτικής εκδήλωσης (στην οποία το Reel.gr είναι χορηγός), είπα να μπω σε ανάλογη διάθεση από σήμερα, με ένα ταινιάκι που περιλαμβάνει ζόμπια, αρκετά διαφορετικά απ'οτι τα έχουμε συνηθίσει. "Fido" λοιπόν.
Κάπου σε ένα εναλλακτικό, '50s σύμπαν, οι πεθαμένοι ήρθαν και πάλι στην ζωή, όταν μια ραδιενεργή σκόνη από το διάστημα, έπεσε στην Γη, και τους έκανε να περπατήσουν και πάλι αργά και νωχελικά πάνω της. Ακολούθησαν οι "Zombie Wars", οι οποίοι οδήγησαν το φρέσκο, ζωντανό, ανθρώπινο είδος στην νίκη, μετατρέποντας στην ουσία τους περπατιστούς απέθαντους σε σκλάβους. Τους σκλάβους αυτούς φροντίζει να προμηθεύει η επικρατούσα οργάνωση, Zomcom, η οποία έχει αναλάβει χρέη προστάτη μετά το τέλος του πολέμου, σε μια προσπάθεια να κρατήσει τα εναπομείναντα ζόμπι, μακριά από τα ονειρεμένα, αμερικάνικα προάστια. Παράλληλα, φροντίζει να παρέχει σε κάθε ζόμπι από ένα κολάρο, το οποίο έχει την δυνατότητα να εκμηδενίζει την σαρκοφάγα διάθεσή του, μετατρέποντάς το σε πειθήνιο πλάσμα, έτοιμο να κουρέψει το γκαζόν, να σου φτιάξει μια πίτα ή να ικανοποιήσει τις...περίεργες, σεξουαλικές σου ορέξεις.
Μέσα σε αυτό το αλλοπρόσαλλο κλίμα, ένας πιτσιρικάς, ο Timmy, θα βρει στο πρόσωπο του οικιακού του ζόμπι, με το όνομα Fido (Billy Conolly), τον φίλο και τον πατέρα που ζητά, μιας που ο δικός του φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τα κυριακάτικα γκολφ, παρά για τον ίδιο. Παράλληλα και η μητέρα του, Helen, (Carrie-Anne Moss), μοιάζει να συμπαθεί και να αποδέχεται τα...απομεινάρια του Fido, προκαλώντας σούσουρα στην κουτσομπόλα γειτονιά. Και εν το μεταξύ ο Fido, έχει και αυτός τις δικές του...ορμές.
Μέσα στο συνονθύλευμα των ίδιων, επαναλαμβανόμενων μοτίβων που αφορούν την νεκροζώντανη θεματική που πρώτος έθεσε στη βάση της ο George Romero, το "Fido" αποτελεί μια ανάσα φρέσκιας ιδέας, η οποία έσκασε το 2006, και την οποία και εσύ μπορεί μέχρι σήμερα να μην έχεις ανακαλύψει. Κακώς, γιατί κι εγώ τώρα την ανακάλυψα. Παρόλα αυτά, είτε την έχεις ήδη δει, είτε πρόκειται να την δεις κάποια στιγμή από εδώ και πέρα, σίγουρα θα συμφωνήσεις με το γεγονός, πως ο σκηνοθέτης Andrew Currie, αφήνει σίγουρα περιθώριο για εναλλακτικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τις πολυφορεμένες ιδέες των ζόμπι, του αιμάτινος φαγώματος και της όλης αισθητικής που συνήθως ακολουθεί αυτές τις ταινίες.
Το να καταφέρνεις να επαναπροσδιορίσεις στην ουσία ένα είδος, το οποίο από πολλούς (και από εμένα), θεωρείται στο μεγαλύτερο μέρος του βαλτωμένο, δεν είναι εύκολη δουλειά, αλλά απαιτεί full φαντασία και μια έξυπνη ιδέα. Όπως ακριβώς το ανόσιο δίδυμο των Simon Pegg και Edgar Wright, αποφάσισαν να παρωδίσουν με φλεγματιό τρόπο την ιστορία των ζόμπι, στο ανεκδιήγητα καλό, "Shaun of the Dead", έτσι και ο Currie, είπε να συνδυάσει την κλασάτη εποχή της δεκαετίας του '50, με την βρωμερή σαπίλα των νεκροζώντανων, προκειμένου να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο στην σύλληψη και εξαιρετικά εκτελεσμένο ταινιάκι, το οποίο έχει και άλλα να σου πει (ιδιαίτερα όσον αφορά το στήσιμό του), αν βεβαίως του το επιτρέψεις.
Παραπέμποντας σαφέστατα σε κινηματογράφο περασμένων ετών, ο δημιουργός του "Fido" φροντίζει οχι μόνο να στιλιζάρει την εικόνα του και να φέρει μπροστά από την κάμερά του, τα απαραίτητα για την εποχή props, όπως για παράδειγμα τα εντυπωσιακά ντυσίματα και τα εκτυφλωτικά αυτοκίνητα, αλλά επιλέγει να "παίξει" και με την χρωματική του παλέτα, ταυτίζοντας στην ουσία την λειτουργική παρουσία του Technicolor, όπως αυτή αποτελούσε ολόκληρη, εικαστική σχολή στις παλιές ταινίες, με αυτό το σπτιρτόζο, b-movie ταινιάκι, ζομπιακής υπόθεσης.
Αν κάποιος είχε διαβάσει την κριτική μου για την ταινία, "The Adventures of Robin Hood" (ή είχε προσπαθήσει να την διαβάσει, μιας που μου είχε βγει μπόλικη), σίγουρα θα έχει καταλάβει ήδη τι εννοώ, μιας που η ταινία αυτή του Michael Curtiz, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εννοιολογικής χρήσης του Technicolor. Για παράδειγμα ενώ εκεί, η Λαίδη Μάριον, αρχίζει σταδιακά να ταυτίζεται χρωματικά, με το παρδαλό outfit του Robin, δηλώνοντας ξεκάθαρα το προοδευτικό δέσιμό τους, βλέπουμε οτι συνεχίζει να τον "ακολουθεί" με τον ίδιο τρόπο, ακόμα και όταν τα πράγματα δυσκολεύουν για εκείνον, οπότε και περνάμε σε πιο σκούρες, ενδυματολογικές αποχρώσεις. Αυτοστιγμεί, η Marion μεταπηδά στα μελανόχρωμα ρούχα (σκούρο πορφυρό, μωβ, καφέ), προκειμένου να αντιληφθούμε εμείς ως θεατές, το γεγονός, οτι συμπαραστέκεται μεν σιωπηρά στα δεινά του Robin, δηλώνοντας δε με καταφανώς κινηματογραφικό (και άρα οπτικό τρόπο), την ταύτισή της μαζί του: μέσω των χρωματικών διακυμάνσεων των κοστουμιών. Ε λοιπόν, την ίδια ακριβώς τακτική, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει εδώ κι ο Andrew Currie, προκειμένου να είναι μέσα στο κλίμα της παλιακής σκηνοθεσίας.
Χαρακτηριστικό είναι πως και η μητέρα του Timmy, αρχίζει σιγά σιγά να εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για τον Fido, μέσω των χρωματιστών της φορεμάτων, τα οποία όποτε βρίσκεται κοντά του, κυμαίνονται στα χρώματα του έντονου πράσινου, του φλογερού κόκκινου και κάθε άλλης ζωηρόχρωμης απόχρωσης. Όσο φαίνεται πως ανταποκρίνεται σε αυτά ο Fido, τόσο μοιάζει να απωθείται ο ίδιος της ο σύζυγος, σε κάθε σκηνή με τον οποίο, ακόμα και αν εκείνη ντύνεται με φουλ χρώμα, εκείνος επιμένει στα πιο ξεπλυμένα και συντηρητικά, απόδειξη οτι η δική του μεταστροφή, μάλλον δεν ανταποκρίνεται σε θετική στάση απέναντι στο ζόμπι του σπιτιού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η χρήση της τριχρωμίας κόκκινο-κίτρινο-μπλε, η οποία θεωρείτο οτι αποτελούσε την οπτική ολοκλήρωση που το μάτι του θεατή, αναζητούσε στις ταινίες περασμένων δεκαετιών, διακαώς και εντελώς υποσυνείδητα. Αν προσέξει κανείς το "Fido", θα δει πως η ταινία, μάλλον παραμένει πιστή σε αυτόν τον κώδικα, μιας που η ύπαρξη του ενός χρώματος, είναι σχεδόν σίγουρο πως αργότερα, θα συνοδεύεται από την παρουσία και των άλλων δυο. Προσέξτε σε μια σκηνή για παράδειγμα, την ύπαρξη λουλουδιών σε ένα πεζοδρομιακό παρτέρι (κίτρινα και κόκκινα) και πως αυτά αποκτούν ξαφνικά μια παραπάνω, ξεκάθαρη πινελιά του background, όταν έρχεται και σταματάει δίπλα τους, ένα εκτυφλωτικά μπλε αυτοκίνητο.
Τέτοιου είδους τεχνάσματα, μπορεί να τσεκάρει κανείς καθ όλη την διάρκεια της ταινίας, γεγονός, που της προσδίδει ένα παραπάνω αυθεντικό touch, το οποίο έρχεται σε έντονη αντίθεση, με το εσκεμμένο gore του θέματος.
Αν θες να μάθεις πως τα πάνε οι ερμηνείες, θα σου πω πολύ καλά, μιας που η Moss, προσδίδει την απαραίτητη εκλεπτυσμένη, αλλά και τσαμπουκαλεμένη της γοητεία, o σύζυγος Dylan Baker την απολαυστικά χλεχλέδικη παρουσία του, ενώ την ανατροπή κάνει ο θρυλικός κωμικός Billy Conolly στον ρόλο του Fido, τον οποίο ομολογουμένως δεν είχα αντιληφθεί πως έπαιζε αυτός, μέχρι που άρχισα να γράφω για την ταινία. Εξαιρετικά...γρυλιστικός!
Το "Fido" είναι μια ταινία που καταφέρνει να ενώσει ετερόκλητα είδη (ολίγον από horror, ολίγον από παρωδία, κωμωδία και film εποχής), συνδυάζοντάς τα αρμονικά, και σερβίροντας ένα όμορφο αποτέλεσμα που σίγουρα θα σε αφήσει ικανοποιημένο με τις ισορροπημένες του δόσεις. Τσέκαρέ το αμέσως.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η Carrie-Anne Moss ήταν πραγματικά έγκυος στα γυρίσματα, οτι ο γλοιώδης γείτονας με το όνομα Mr. Theopolis, αποδεικνύει οτι παντού υπάρχει ένας Έλληνας και οτι μάλιστα πάντα παίρνει το πιο φίνο γκομενάκι. Εν προκειμένω ένα θηλυκό ζόμπι με μίνι φούστα και ξανθό μαλλί. Αμ πως!
No trivia
Το λοιπόν, δεν ξέρω αν τα μάθατε, αλλά αυτό το Σάββατο θα πραγματοποιηθεί το ετήσιο Zombie Walk Athens στην Πλατεία Συντάγματος, στο οποίο όπως καταλαβαίνετε, ντύνεστε το αγαπημένο σας ζομπάκι και σκάτε μύτη με φίλους και γνωστούς, για...αργό parade και mood απέθαντου. Για περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να τσεκάρετε και το official page της εκδήλωσης στο facebook. Όλο αυτό το intro φυσικά και δεν το έκανα χωρίς λόγο, μιας που λόγο της επερχόμενης, πωρωτικής εκδήλωσης (στην οποία το Reel.gr είναι χορηγός), είπα να μπω σε ανάλογη διάθεση από σήμερα, με ένα ταινιάκι που περιλαμβάνει ζόμπια, αρκετά διαφορετικά απ'οτι τα έχουμε συνηθίσει. "Fido" λοιπόν.
Κάπου σε ένα εναλλακτικό, '50s σύμπαν, οι πεθαμένοι ήρθαν και πάλι στην ζωή, όταν μια ραδιενεργή σκόνη από το διάστημα, έπεσε στην Γη, και τους έκανε να περπατήσουν και πάλι αργά και νωχελικά πάνω της. Ακολούθησαν οι "Zombie Wars", οι οποίοι οδήγησαν το φρέσκο, ζωντανό, ανθρώπινο είδος στην νίκη, μετατρέποντας στην ουσία τους περπατιστούς απέθαντους σε σκλάβους. Τους σκλάβους αυτούς φροντίζει να προμηθεύει η επικρατούσα οργάνωση, Zomcom, η οποία έχει αναλάβει χρέη προστάτη μετά το τέλος του πολέμου, σε μια προσπάθεια να κρατήσει τα εναπομείναντα ζόμπι, μακριά από τα ονειρεμένα, αμερικάνικα προάστια. Παράλληλα, φροντίζει να παρέχει σε κάθε ζόμπι από ένα κολάρο, το οποίο έχει την δυνατότητα να εκμηδενίζει την σαρκοφάγα διάθεσή του, μετατρέποντάς το σε πειθήνιο πλάσμα, έτοιμο να κουρέψει το γκαζόν, να σου φτιάξει μια πίτα ή να ικανοποιήσει τις...περίεργες, σεξουαλικές σου ορέξεις.
Μέσα σε αυτό το αλλοπρόσαλλο κλίμα, ένας πιτσιρικάς, ο Timmy, θα βρει στο πρόσωπο του οικιακού του ζόμπι, με το όνομα Fido (Billy Conolly), τον φίλο και τον πατέρα που ζητά, μιας που ο δικός του φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τα κυριακάτικα γκολφ, παρά για τον ίδιο. Παράλληλα και η μητέρα του, Helen, (Carrie-Anne Moss), μοιάζει να συμπαθεί και να αποδέχεται τα...απομεινάρια του Fido, προκαλώντας σούσουρα στην κουτσομπόλα γειτονιά. Και εν το μεταξύ ο Fido, έχει και αυτός τις δικές του...ορμές.
Μέσα στο συνονθύλευμα των ίδιων, επαναλαμβανόμενων μοτίβων που αφορούν την νεκροζώντανη θεματική που πρώτος έθεσε στη βάση της ο George Romero, το "Fido" αποτελεί μια ανάσα φρέσκιας ιδέας, η οποία έσκασε το 2006, και την οποία και εσύ μπορεί μέχρι σήμερα να μην έχεις ανακαλύψει. Κακώς, γιατί κι εγώ τώρα την ανακάλυψα. Παρόλα αυτά, είτε την έχεις ήδη δει, είτε πρόκειται να την δεις κάποια στιγμή από εδώ και πέρα, σίγουρα θα συμφωνήσεις με το γεγονός, πως ο σκηνοθέτης Andrew Currie, αφήνει σίγουρα περιθώριο για εναλλακτικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τις πολυφορεμένες ιδέες των ζόμπι, του αιμάτινος φαγώματος και της όλης αισθητικής που συνήθως ακολουθεί αυτές τις ταινίες.
Το να καταφέρνεις να επαναπροσδιορίσεις στην ουσία ένα είδος, το οποίο από πολλούς (και από εμένα), θεωρείται στο μεγαλύτερο μέρος του βαλτωμένο, δεν είναι εύκολη δουλειά, αλλά απαιτεί full φαντασία και μια έξυπνη ιδέα. Όπως ακριβώς το ανόσιο δίδυμο των Simon Pegg και Edgar Wright, αποφάσισαν να παρωδίσουν με φλεγματιό τρόπο την ιστορία των ζόμπι, στο ανεκδιήγητα καλό, "Shaun of the Dead", έτσι και ο Currie, είπε να συνδυάσει την κλασάτη εποχή της δεκαετίας του '50, με την βρωμερή σαπίλα των νεκροζώντανων, προκειμένου να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο στην σύλληψη και εξαιρετικά εκτελεσμένο ταινιάκι, το οποίο έχει και άλλα να σου πει (ιδιαίτερα όσον αφορά το στήσιμό του), αν βεβαίως του το επιτρέψεις.
Παραπέμποντας σαφέστατα σε κινηματογράφο περασμένων ετών, ο δημιουργός του "Fido" φροντίζει οχι μόνο να στιλιζάρει την εικόνα του και να φέρει μπροστά από την κάμερά του, τα απαραίτητα για την εποχή props, όπως για παράδειγμα τα εντυπωσιακά ντυσίματα και τα εκτυφλωτικά αυτοκίνητα, αλλά επιλέγει να "παίξει" και με την χρωματική του παλέτα, ταυτίζοντας στην ουσία την λειτουργική παρουσία του Technicolor, όπως αυτή αποτελούσε ολόκληρη, εικαστική σχολή στις παλιές ταινίες, με αυτό το σπτιρτόζο, b-movie ταινιάκι, ζομπιακής υπόθεσης.
Αν κάποιος είχε διαβάσει την κριτική μου για την ταινία, "The Adventures of Robin Hood" (ή είχε προσπαθήσει να την διαβάσει, μιας που μου είχε βγει μπόλικη), σίγουρα θα έχει καταλάβει ήδη τι εννοώ, μιας που η ταινία αυτή του Michael Curtiz, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εννοιολογικής χρήσης του Technicolor. Για παράδειγμα ενώ εκεί, η Λαίδη Μάριον, αρχίζει σταδιακά να ταυτίζεται χρωματικά, με το παρδαλό outfit του Robin, δηλώνοντας ξεκάθαρα το προοδευτικό δέσιμό τους, βλέπουμε οτι συνεχίζει να τον "ακολουθεί" με τον ίδιο τρόπο, ακόμα και όταν τα πράγματα δυσκολεύουν για εκείνον, οπότε και περνάμε σε πιο σκούρες, ενδυματολογικές αποχρώσεις. Αυτοστιγμεί, η Marion μεταπηδά στα μελανόχρωμα ρούχα (σκούρο πορφυρό, μωβ, καφέ), προκειμένου να αντιληφθούμε εμείς ως θεατές, το γεγονός, οτι συμπαραστέκεται μεν σιωπηρά στα δεινά του Robin, δηλώνοντας δε με καταφανώς κινηματογραφικό (και άρα οπτικό τρόπο), την ταύτισή της μαζί του: μέσω των χρωματικών διακυμάνσεων των κοστουμιών. Ε λοιπόν, την ίδια ακριβώς τακτική, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει εδώ κι ο Andrew Currie, προκειμένου να είναι μέσα στο κλίμα της παλιακής σκηνοθεσίας.
Χαρακτηριστικό είναι πως και η μητέρα του Timmy, αρχίζει σιγά σιγά να εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για τον Fido, μέσω των χρωματιστών της φορεμάτων, τα οποία όποτε βρίσκεται κοντά του, κυμαίνονται στα χρώματα του έντονου πράσινου, του φλογερού κόκκινου και κάθε άλλης ζωηρόχρωμης απόχρωσης. Όσο φαίνεται πως ανταποκρίνεται σε αυτά ο Fido, τόσο μοιάζει να απωθείται ο ίδιος της ο σύζυγος, σε κάθε σκηνή με τον οποίο, ακόμα και αν εκείνη ντύνεται με φουλ χρώμα, εκείνος επιμένει στα πιο ξεπλυμένα και συντηρητικά, απόδειξη οτι η δική του μεταστροφή, μάλλον δεν ανταποκρίνεται σε θετική στάση απέναντι στο ζόμπι του σπιτιού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η χρήση της τριχρωμίας κόκκινο-κίτρινο-μπλε, η οποία θεωρείτο οτι αποτελούσε την οπτική ολοκλήρωση που το μάτι του θεατή, αναζητούσε στις ταινίες περασμένων δεκαετιών, διακαώς και εντελώς υποσυνείδητα. Αν προσέξει κανείς το "Fido", θα δει πως η ταινία, μάλλον παραμένει πιστή σε αυτόν τον κώδικα, μιας που η ύπαρξη του ενός χρώματος, είναι σχεδόν σίγουρο πως αργότερα, θα συνοδεύεται από την παρουσία και των άλλων δυο. Προσέξτε σε μια σκηνή για παράδειγμα, την ύπαρξη λουλουδιών σε ένα πεζοδρομιακό παρτέρι (κίτρινα και κόκκινα) και πως αυτά αποκτούν ξαφνικά μια παραπάνω, ξεκάθαρη πινελιά του background, όταν έρχεται και σταματάει δίπλα τους, ένα εκτυφλωτικά μπλε αυτοκίνητο.
Τέτοιου είδους τεχνάσματα, μπορεί να τσεκάρει κανείς καθ όλη την διάρκεια της ταινίας, γεγονός, που της προσδίδει ένα παραπάνω αυθεντικό touch, το οποίο έρχεται σε έντονη αντίθεση, με το εσκεμμένο gore του θέματος.
Αν θες να μάθεις πως τα πάνε οι ερμηνείες, θα σου πω πολύ καλά, μιας που η Moss, προσδίδει την απαραίτητη εκλεπτυσμένη, αλλά και τσαμπουκαλεμένη της γοητεία, o σύζυγος Dylan Baker την απολαυστικά χλεχλέδικη παρουσία του, ενώ την ανατροπή κάνει ο θρυλικός κωμικός Billy Conolly στον ρόλο του Fido, τον οποίο ομολογουμένως δεν είχα αντιληφθεί πως έπαιζε αυτός, μέχρι που άρχισα να γράφω για την ταινία. Εξαιρετικά...γρυλιστικός!
Το "Fido" είναι μια ταινία που καταφέρνει να ενώσει ετερόκλητα είδη (ολίγον από horror, ολίγον από παρωδία, κωμωδία και film εποχής), συνδυάζοντάς τα αρμονικά, και σερβίροντας ένα όμορφο αποτέλεσμα που σίγουρα θα σε αφήσει ικανοποιημένο με τις ισορροπημένες του δόσεις. Τσέκαρέ το αμέσως.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η Carrie-Anne Moss ήταν πραγματικά έγκυος στα γυρίσματα, οτι ο γλοιώδης γείτονας με το όνομα Mr. Theopolis, αποδεικνύει οτι παντού υπάρχει ένας Έλληνας και οτι μάλιστα πάντα παίρνει το πιο φίνο γκομενάκι. Εν προκειμένω ένα θηλυκό ζόμπι με μίνι φούστα και ξανθό μαλλί. Αμ πως!
No trivia
Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013
The Paperboy: Southern dirt
Καλημέρα καλημέρα και καλή εβδομάδα! Δεν κατάφερα πάλι, για ακόμη μια Παρασκευή να γράψω ταινιούλα, αλλά θα προσπαθήσω αυτή την φορά να γράψω και τις τρεις μέρες (ξέρετε τώρα, για τους πιστούς μου αναγνώστες!). Σήμερα λοιπόν, είπα να συμπεριλάβω στο menu μου, μια εντελώς παρεξηγημένη για εμένα, φετινή ταινία: το "The Paperboy" του Lee Daniels. Αυτό το εργάκι, έχω την εντύπωση, πως έχει προκαλέσει περισσότερες, αρνητικές αντιδράσεις απ'οτι θα έπρεπε, και πρόκειται να υποστηρίξω την θέση μου σχετικά με το οτι στην τελική, δεν είναι και τόσο κακή ταινία. Βασικά, δεν είναι κακή ταινία, εξαρτάται όμως πως θα αποφασίσεις να την δεις και να την προσεγγίσεις. Ξεκινάμε then.
Βρισκόμαστε στον αμερικάνικο νότο, στα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Η Louisiana, εκεί δηλαδή όπου πρόκειται να λάβει χώρα όλο το υποθεσιακό "δράμα" της ταινίας, αποτελεί ίσως την πιο πνιγηρά υγρή πόλη που ποτέ σου δεν έχεις δει. Εκεί, ένα σωρό κοινωνικά κατακάθια, αγωνίζονται για την προσωπική τους λύτρωση, την απόδοση δικαιοσύνης και την ικανοποίηση μύχιων, kinky μυστικών.
Το story της ταινίας θα αρχίσει να εκτυλίσσεται, όταν στην γενέτειρά του, αποφασίσει να επιστρέψει ένας αλτρουιστής δημοσιογράφος των Miami Times, o Ward Jensen (Matthew McConaughey), ο οποίος παρέα με τον φιλόδοξο συνεργάτη του, Yardley (David Oyelowo), θα αποφασίσει να σκαλίσει τους λόγους, για τους οποίους ο κατά τα άλλα γλοιώδης Hillary Van Wetter (John Cusack), κατηγορήθηκε για την δολοφονία ενός τοπικού σερίφη, αντιμετωπίζοντας τώρα την θανατική ποινή. Και όσο οι δυο δημοσιογράφοι, θα προσπαθούν να βρουν ψήγματα, μιας εν δυνάμει αθωότητας του Van Wetter, στα πόδια τους θα μπλεχτεί (μεταφορικά και κυριολεκτικά), η Charlotte Bless (Nicole Kidman), μια ξεπλυμένη bimbo, η οποία αρέσκεται να αλληλογραφεί με...μελλοθάνατους(!), και η οποία θεωρεί πως έχει βρει στα γράμματα του Hillary, το next big catch. Και μέσα σε όλον αυτόν τον συρφετό, θα προστεθεί και ο μικρότερος αδελφός του Ward, Jack (Jac Efron), ο οποίος όταν δεν τριγυρνά με το λευκό του σωβρακάκι, μοιράζει την τοπική εφημερίδα που ο πατέρας του εκδίδει, με την ιδιότητα του paperboy. Α, και όταν δεν έχει άλλη εφημερίδα να μοιράσει, κοιτάζει τα πόδια, το στήθος και τα άλλα, της Charlotte, σκεπτόμενος τι ωραία που θα ήταν να την είχε στο κρεβάτι. Μια καθημερινή ιστορία, αρχίζει να ξετυλίγεται εκεί, στους βρομερούς βαλτότοπους της Louisiana...
Τον σκηνοθέτη Lee Daniels, το πιθανότερο είναι πως τον θυμάσαι από την υπερ-δραματική του ταινία "Precious", η οποία το 2009, είχε προκαλέσει αίσθηση, εξαιτίας του ιδιαιτέρα στιβαρού και καθόλα καταθλιπτικού, κοινωνικού της περιεχομένου. Έκτοτε ο Daniels, δεν είχε σκηνοθετήσει τίποτα άλλο, μέχρι την στιγμή που στον δρόμο του βρέθηκε το μυθιστόρημα του Peter Dexter, 'Τhe Paperboy', το οποίο αποφάσισε τελικά να μεταφέρει ο ίδιος στην μεγάλη οθόνη, φέρνοντας και τον ίδιο τον συγγραφέα στην ομάδα του, προκειμένου να εκτελέσει χρέη σεναριογράφου.
Το συγγραφικό αποτέλεσμα του Dexter, χαιρετίστηκε από τους κριτικούς θετικά, με την New York Times να κάνει λόγο για μια "eerie and beautiful" νουβέλα, επιβεβαιώνοντας κατά κάποιον τρόπο και τον λόγο, για τον οποίο ο Pedro Almodovar, βρισκόταν σε μια δεκάχρονη(!) συζήτηση με τον Dexter, προκειμένου να αναλάβει εκείνος την μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο. Τελικώς το λογοτεχνικό υλικό, πέρασε στα χέρια του Αμερικανού σκηνοθέτη, Lee Daniels, ο οποίος όπως έδειξε και η ταινία, έβγαλε πάνω της, όλη την σκοτεινή και ιδρωμένη πλευρά των πρωταγωνιστικών της ηρώων. Και αν ρωτάτε εμένα, πολύ καλά έκανε.
Αν και ο Daniels, δεν κάνει αισθητή την παρουσία του συχνά, φαίνεται πως θα τον ακούσουμε εντόνως και μέσα στο 2013, μιας που στα σκαριά βρίσκονται ήδη δυο ακόμα ταινίες του. Η μια, θα φέρει τον τίτλο "The Butler", και θα περιστρέφεται γύρω από διάφορα, αμερικανίζοντα γεγονότα, όπως αυτά θα παίρνουν σάρκα και οστά, μέσα από τα μάτια του μπάτλερ του Λευκού Οίκου, ο οποίος θα ζήσει το πέρασμα οκτώ διαφορετικών Προέδρων και όλων των ετερόκλητων στοιχείων που συνεπάγεται η εγκατάστασή τους στον Οίκο, αλλά και αυτή, στο ανώτατο αξίωμα της αμερικανικής ζωής. Το cast που έχει μαζευτεί για την συγκεκριμένη ταινία, είναι τόσο τεράστιο, που θα μου πάρει άπειρο χρόνο να το απαριθμήσω, οπότε αν ενδιαφέρεστε τσεκάρετέ το στο IMDB, εκεί όπου θα βρείτε πως η δεύτερη, προγραμματισμένη ταινία του Daniels, παραπέμπει σε biopic της Janis Joplin με τίτλο, "Janis Joplin: Get It While You Can", με κανένα άλλο στοιχείο αναφορικά με την παραγωγή και τους εμπλεκόμενους ηθοποιούς/συνεργάτες, να γίνεται γνωστό.
Επιστρέφοντας και πάλι στα του "The Paperboy", θεωρώ πως η ταινία αποτέλεσε μια από τις πιο απροκάλυπτα προκλητικές και ρεαλιστικές απεικονίσεις ηρώων και καταστάσεων, που έχω δει τελευταία στο cinema. Οι επικριτές της, έμειναν περισσότερο απ'οτι χρειάστηκε στο κατούρημα του Efron από την Kidman (τον οποίο στην τελική, είχαν τσιμπήσει και τσούχτρες, να τα λέμε αυτά), και στην σκηνή κατά την οποία η Kidman, και πάλι ως άλλο μήλον της έριδος, έρχεται σε ταυτόχρονο οργασμό με τον Cusack, έχοντας γύρω στο ένα μέτρο απόσταση μεταξύ τους. Μήπως όμως με αυτή την λογική, δεν απορρίπτουμε επί της ουσίας, όλο το νόημα των χαρακτήρων και των ρόλων, τους οποίους ένα ηθοποιούς καλείται να υποδυθεί; Στην τελική δεν πρέπει να ξεχνάμε τις βασικές αρχές του κινηματογράφου: δεν είναι η Nicole Kidman που ανακουφίζεται (και ανακουφίζει) πάνω στον Zac Efron. Είναι η Charlotte Bless, που κατουράει τον Jack Jensen. Ηθοποιός και ρόλος είναι μεν δυο διαφορετικές οντότητες, οι οποίες όμως την στιγμή που η κάμερα αρχίζει να γράφει, ενώνονται σε μια. Συνεπώς, το να κρίνεις αν μια ταινία είναι καλή, ή αν έχει την όποια καλλιτεχνική αξία, με βάση το τι κάνουν οι ηθοποιοί, το αν δηλαδή ο ρόλος τους είναι συμπαθής ή αποκρουστικός, και τι ακριβώς τους καθιστά αυτό που είναι, μέσα στην μιαμισάωρη διάρκεια της ταινίας, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.
Για να ξεκαθαρίσω κάτι. Το Paperboy, δεν έχει καμία καλλιτεχνική, κινηματογραφική αξία, εκτός κι αν θεωρείται ως τέτοια η vintage κινηματογράφηση του Roberto Schaefer, η οποία σίγουρα προσδίδει την απαραίτητη, pulp εσάνς, δεν παύει όμως να αποτελεί και μιας μορφής στιλιζάρισμα, με το οποίο εδώ και καιρό έχουμε εξοικειωθεί-κακώς-, μέσα από την χρήση του Instagram και όλων εκείνων των φίλτρων που χρησιμοποιούμε στις φωτογραφίες, επιμένοντας να τους δίνουμε λάμψη και δόξα, περασμένων μεγαλείων. Σε αυτό βέβαια δεν φταίει ο Schaefer, ο οποίος κάνει ομολογουμένως εξαιρετική δουλειά, αλλά η δική μας μανία να καθιστούμε το οτιδήποτε, βγαλμένο από την original εποχή που οι μανάδες μας είχαν μαλλί περμανάντ και φορούσαν γυαλιστερά φορέματα, με φουσκωτά μανίκια και απλικέ φιόγκους.
Ξεπερνώντας λοιπόν την καραμέλα, "μα η ταινία δεν έχει καμία καλλιτεχνική αξία, δε σου μιλάει..." και όλα τα συναφή, καταλαβαίνω το να θέλει κάποιος να την δει σε version Almodovar, αλλά από εκεί και πέρα μιλάμε για θέμα γούστου, και οχι για το πόσο καλά υπηρετεί ο κάθε σκηνοθέτης αυτό που πραγματεύεται η ιστορία και εν προκειμένω, η υπόθεση του βιβλίου (το οποίο και δεν το έχω διαβάσει). Πριν λοιπόν αρχίσουμε το κράξιμο, για την ξετσίπωτη ερμηνεία της Kidman, και το σοκαριστικό μυστικό του McConaughey στην ταινία, ας σκεφτούμε λίγο οτι οι άνθρωποι, από αρχαιοτάτων χρόνων, επηρεάζονταν άμεσα από το περιβάλλον, το οποίο τους τροφοδοτούσε. Όταν συνεπώς έχεις μεγαλώσει σε μια υγρασιασμένη πόλη, τίγκα στην βουρκώδη δυσωδία, τις λάσπες και τις χαμένες ευκαιρίες που καιροφυλακτούν ανάμεσα στα έλη και τις κλιματσίδες, έτοιμες να σε εγκαταλείψουν στο πρώτο σου βήμα μέσα σε αυτήν την σκουπιδιασμένη χοάνη, πως ακριβώς περιμένεις να ανθίσει από το πουθενά ένας ήρωας, ευτυχισμένος, μελιστάλαχτος και τελικά, φυσιολογικός; Όπως έγραψα και στην κριτική του Reel, είναι σαν να περιμένεις οτι ένα τσούρμο άνθρωποι που ζουν μέσα στην τσιμεντιασμένη πόλη, γεμάτη από θόρυβο, βρωμιά και μοναξιά, δεν θα επηρεαστούν από αυτήν, παρά θα είναι πειθήνιοι και χαμογελαστοί. Οχι δεν θα είναι. Φυσικά και θα "παίζουν" κάπου ανάμεσα, όπως ακριβώς και οι ήρωες του Daniels: στο σύνολό τους, καταποντίζονται από το βάρος του βασικού πρωταγωνιστή (του περιβάλλοντος δηλαδή), διατηρούν όμως και κομμάτια ανθρώπινης ευγένειας, όπως αυτά βγαίνουν στην επιφάνεια, λίγο πριν βυθιστούν και πάλι στην ζέχνουσα πρασινίλα της περιοχής.
Η σκηνοθεσία του Daniels καθιστά ξεκάθαρο από την αρχή, οτι δεν έχει σκοπό ούτε αυτιά να χαϊδέψει, ούτε να παρυυσιάσει ένα δείγμα κινηματογράφου, αποστειρωμένο και με "κώδικες", μιας που ενώ στο "Precious" προκαλούσε τον θεατή μέσα από την βαριόμοιρη κατάσταση της πρωταγωνίστριας (λίγο υπερβολικό αν με ρωτάτε), εδώ οι ήρωες, σκηνοθετούνται σε απόλυτα καθημερινές καταστάσεις, με όλο το cast μάλιστα να δίνει εξαιρετικές ερμηνείες.
Αρχικά ο Efron, αν και σίγουρα θα μπορούσε να ήταν καλύτερος (ή επίσης και κάποιος άλλον να υποδυθεί τον ρόλο του), είναι εντούτοις καλός, με απλανή βλέμματα που χαζεύουν το μπούστο της Charlotte, και στιγμές έντασης που του πάνε. Ο McConaughey αποτελεί περίπτωση ηθοποιού, τον οποίο δεν θα θέλαμε να ξαναδούμε να παίζει σε μαλακίες, μιας που και αποδεικνύει και πάλι οτι είναι καλός ηθοποιός, κρατώντας τις ισορροπίες, ανάμεσα στο οτινανικό ζεύγος Kidman-Cusack, που εδώ δίνει ρέστα. O Cusack, σε κρεσέντο ανωμαλίας και σαδισμού, γίνεται βρομιάρης μέχρι αηδίας, σε βαθμό που αισθάνεσαι έντονη την ανάγκη για ντουζάκι, μετά το τέλος της ταινίας, ενώ και η Kidman, με την κιτρινωπή της καούκα και το πασαλειμμένο μακιγιάζ, αποτελεί την ιδανική sex doll στα μάτια όλων, δίνοντας μια ύπουλη ερμηνεία, από αυτές που ξέρουμε οτι της πάνε έτσι κι αλλιώς.
Το "The Paperboy" είναι μια ταινία, που μπορεί ορισμένες φορές να θυσιάζει την απλοϊκή, crime ιστορία της, για χατίρι των ηθοποιών της, είναι όμως και μια κινηματογραφική εμπειρία την οποία μπορείς να απολαύσεις, μόνο εάν αποφασίσεις να εγκλιματιστεί απόλυτα στο ύφος, τον λόγο και τον πνιγηρό κόσμο που σου ανοίγει. Αξίζει σίγουρα την προσοχή σου.ς
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι παίζει και η Macy Grey σε ρόλο οικιακής βοηθού, οτι το επίθετο της ηρωίδας της Kidman δεν είναι τυχαίο, αλλά μάλλον λειτουργεί ως inside joke και οτι ένα overdose του βρακιού του Efron το πάθαμε.
No trivia
Βρισκόμαστε στον αμερικάνικο νότο, στα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Η Louisiana, εκεί δηλαδή όπου πρόκειται να λάβει χώρα όλο το υποθεσιακό "δράμα" της ταινίας, αποτελεί ίσως την πιο πνιγηρά υγρή πόλη που ποτέ σου δεν έχεις δει. Εκεί, ένα σωρό κοινωνικά κατακάθια, αγωνίζονται για την προσωπική τους λύτρωση, την απόδοση δικαιοσύνης και την ικανοποίηση μύχιων, kinky μυστικών.
Το story της ταινίας θα αρχίσει να εκτυλίσσεται, όταν στην γενέτειρά του, αποφασίσει να επιστρέψει ένας αλτρουιστής δημοσιογράφος των Miami Times, o Ward Jensen (Matthew McConaughey), ο οποίος παρέα με τον φιλόδοξο συνεργάτη του, Yardley (David Oyelowo), θα αποφασίσει να σκαλίσει τους λόγους, για τους οποίους ο κατά τα άλλα γλοιώδης Hillary Van Wetter (John Cusack), κατηγορήθηκε για την δολοφονία ενός τοπικού σερίφη, αντιμετωπίζοντας τώρα την θανατική ποινή. Και όσο οι δυο δημοσιογράφοι, θα προσπαθούν να βρουν ψήγματα, μιας εν δυνάμει αθωότητας του Van Wetter, στα πόδια τους θα μπλεχτεί (μεταφορικά και κυριολεκτικά), η Charlotte Bless (Nicole Kidman), μια ξεπλυμένη bimbo, η οποία αρέσκεται να αλληλογραφεί με...μελλοθάνατους(!), και η οποία θεωρεί πως έχει βρει στα γράμματα του Hillary, το next big catch. Και μέσα σε όλον αυτόν τον συρφετό, θα προστεθεί και ο μικρότερος αδελφός του Ward, Jack (Jac Efron), ο οποίος όταν δεν τριγυρνά με το λευκό του σωβρακάκι, μοιράζει την τοπική εφημερίδα που ο πατέρας του εκδίδει, με την ιδιότητα του paperboy. Α, και όταν δεν έχει άλλη εφημερίδα να μοιράσει, κοιτάζει τα πόδια, το στήθος και τα άλλα, της Charlotte, σκεπτόμενος τι ωραία που θα ήταν να την είχε στο κρεβάτι. Μια καθημερινή ιστορία, αρχίζει να ξετυλίγεται εκεί, στους βρομερούς βαλτότοπους της Louisiana...
Τον σκηνοθέτη Lee Daniels, το πιθανότερο είναι πως τον θυμάσαι από την υπερ-δραματική του ταινία "Precious", η οποία το 2009, είχε προκαλέσει αίσθηση, εξαιτίας του ιδιαιτέρα στιβαρού και καθόλα καταθλιπτικού, κοινωνικού της περιεχομένου. Έκτοτε ο Daniels, δεν είχε σκηνοθετήσει τίποτα άλλο, μέχρι την στιγμή που στον δρόμο του βρέθηκε το μυθιστόρημα του Peter Dexter, 'Τhe Paperboy', το οποίο αποφάσισε τελικά να μεταφέρει ο ίδιος στην μεγάλη οθόνη, φέρνοντας και τον ίδιο τον συγγραφέα στην ομάδα του, προκειμένου να εκτελέσει χρέη σεναριογράφου.
Το συγγραφικό αποτέλεσμα του Dexter, χαιρετίστηκε από τους κριτικούς θετικά, με την New York Times να κάνει λόγο για μια "eerie and beautiful" νουβέλα, επιβεβαιώνοντας κατά κάποιον τρόπο και τον λόγο, για τον οποίο ο Pedro Almodovar, βρισκόταν σε μια δεκάχρονη(!) συζήτηση με τον Dexter, προκειμένου να αναλάβει εκείνος την μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο. Τελικώς το λογοτεχνικό υλικό, πέρασε στα χέρια του Αμερικανού σκηνοθέτη, Lee Daniels, ο οποίος όπως έδειξε και η ταινία, έβγαλε πάνω της, όλη την σκοτεινή και ιδρωμένη πλευρά των πρωταγωνιστικών της ηρώων. Και αν ρωτάτε εμένα, πολύ καλά έκανε.
Αν και ο Daniels, δεν κάνει αισθητή την παρουσία του συχνά, φαίνεται πως θα τον ακούσουμε εντόνως και μέσα στο 2013, μιας που στα σκαριά βρίσκονται ήδη δυο ακόμα ταινίες του. Η μια, θα φέρει τον τίτλο "The Butler", και θα περιστρέφεται γύρω από διάφορα, αμερικανίζοντα γεγονότα, όπως αυτά θα παίρνουν σάρκα και οστά, μέσα από τα μάτια του μπάτλερ του Λευκού Οίκου, ο οποίος θα ζήσει το πέρασμα οκτώ διαφορετικών Προέδρων και όλων των ετερόκλητων στοιχείων που συνεπάγεται η εγκατάστασή τους στον Οίκο, αλλά και αυτή, στο ανώτατο αξίωμα της αμερικανικής ζωής. Το cast που έχει μαζευτεί για την συγκεκριμένη ταινία, είναι τόσο τεράστιο, που θα μου πάρει άπειρο χρόνο να το απαριθμήσω, οπότε αν ενδιαφέρεστε τσεκάρετέ το στο IMDB, εκεί όπου θα βρείτε πως η δεύτερη, προγραμματισμένη ταινία του Daniels, παραπέμπει σε biopic της Janis Joplin με τίτλο, "Janis Joplin: Get It While You Can", με κανένα άλλο στοιχείο αναφορικά με την παραγωγή και τους εμπλεκόμενους ηθοποιούς/συνεργάτες, να γίνεται γνωστό.
Επιστρέφοντας και πάλι στα του "The Paperboy", θεωρώ πως η ταινία αποτέλεσε μια από τις πιο απροκάλυπτα προκλητικές και ρεαλιστικές απεικονίσεις ηρώων και καταστάσεων, που έχω δει τελευταία στο cinema. Οι επικριτές της, έμειναν περισσότερο απ'οτι χρειάστηκε στο κατούρημα του Efron από την Kidman (τον οποίο στην τελική, είχαν τσιμπήσει και τσούχτρες, να τα λέμε αυτά), και στην σκηνή κατά την οποία η Kidman, και πάλι ως άλλο μήλον της έριδος, έρχεται σε ταυτόχρονο οργασμό με τον Cusack, έχοντας γύρω στο ένα μέτρο απόσταση μεταξύ τους. Μήπως όμως με αυτή την λογική, δεν απορρίπτουμε επί της ουσίας, όλο το νόημα των χαρακτήρων και των ρόλων, τους οποίους ένα ηθοποιούς καλείται να υποδυθεί; Στην τελική δεν πρέπει να ξεχνάμε τις βασικές αρχές του κινηματογράφου: δεν είναι η Nicole Kidman που ανακουφίζεται (και ανακουφίζει) πάνω στον Zac Efron. Είναι η Charlotte Bless, που κατουράει τον Jack Jensen. Ηθοποιός και ρόλος είναι μεν δυο διαφορετικές οντότητες, οι οποίες όμως την στιγμή που η κάμερα αρχίζει να γράφει, ενώνονται σε μια. Συνεπώς, το να κρίνεις αν μια ταινία είναι καλή, ή αν έχει την όποια καλλιτεχνική αξία, με βάση το τι κάνουν οι ηθοποιοί, το αν δηλαδή ο ρόλος τους είναι συμπαθής ή αποκρουστικός, και τι ακριβώς τους καθιστά αυτό που είναι, μέσα στην μιαμισάωρη διάρκεια της ταινίας, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.
Για να ξεκαθαρίσω κάτι. Το Paperboy, δεν έχει καμία καλλιτεχνική, κινηματογραφική αξία, εκτός κι αν θεωρείται ως τέτοια η vintage κινηματογράφηση του Roberto Schaefer, η οποία σίγουρα προσδίδει την απαραίτητη, pulp εσάνς, δεν παύει όμως να αποτελεί και μιας μορφής στιλιζάρισμα, με το οποίο εδώ και καιρό έχουμε εξοικειωθεί-κακώς-, μέσα από την χρήση του Instagram και όλων εκείνων των φίλτρων που χρησιμοποιούμε στις φωτογραφίες, επιμένοντας να τους δίνουμε λάμψη και δόξα, περασμένων μεγαλείων. Σε αυτό βέβαια δεν φταίει ο Schaefer, ο οποίος κάνει ομολογουμένως εξαιρετική δουλειά, αλλά η δική μας μανία να καθιστούμε το οτιδήποτε, βγαλμένο από την original εποχή που οι μανάδες μας είχαν μαλλί περμανάντ και φορούσαν γυαλιστερά φορέματα, με φουσκωτά μανίκια και απλικέ φιόγκους.
Ξεπερνώντας λοιπόν την καραμέλα, "μα η ταινία δεν έχει καμία καλλιτεχνική αξία, δε σου μιλάει..." και όλα τα συναφή, καταλαβαίνω το να θέλει κάποιος να την δει σε version Almodovar, αλλά από εκεί και πέρα μιλάμε για θέμα γούστου, και οχι για το πόσο καλά υπηρετεί ο κάθε σκηνοθέτης αυτό που πραγματεύεται η ιστορία και εν προκειμένω, η υπόθεση του βιβλίου (το οποίο και δεν το έχω διαβάσει). Πριν λοιπόν αρχίσουμε το κράξιμο, για την ξετσίπωτη ερμηνεία της Kidman, και το σοκαριστικό μυστικό του McConaughey στην ταινία, ας σκεφτούμε λίγο οτι οι άνθρωποι, από αρχαιοτάτων χρόνων, επηρεάζονταν άμεσα από το περιβάλλον, το οποίο τους τροφοδοτούσε. Όταν συνεπώς έχεις μεγαλώσει σε μια υγρασιασμένη πόλη, τίγκα στην βουρκώδη δυσωδία, τις λάσπες και τις χαμένες ευκαιρίες που καιροφυλακτούν ανάμεσα στα έλη και τις κλιματσίδες, έτοιμες να σε εγκαταλείψουν στο πρώτο σου βήμα μέσα σε αυτήν την σκουπιδιασμένη χοάνη, πως ακριβώς περιμένεις να ανθίσει από το πουθενά ένας ήρωας, ευτυχισμένος, μελιστάλαχτος και τελικά, φυσιολογικός; Όπως έγραψα και στην κριτική του Reel, είναι σαν να περιμένεις οτι ένα τσούρμο άνθρωποι που ζουν μέσα στην τσιμεντιασμένη πόλη, γεμάτη από θόρυβο, βρωμιά και μοναξιά, δεν θα επηρεαστούν από αυτήν, παρά θα είναι πειθήνιοι και χαμογελαστοί. Οχι δεν θα είναι. Φυσικά και θα "παίζουν" κάπου ανάμεσα, όπως ακριβώς και οι ήρωες του Daniels: στο σύνολό τους, καταποντίζονται από το βάρος του βασικού πρωταγωνιστή (του περιβάλλοντος δηλαδή), διατηρούν όμως και κομμάτια ανθρώπινης ευγένειας, όπως αυτά βγαίνουν στην επιφάνεια, λίγο πριν βυθιστούν και πάλι στην ζέχνουσα πρασινίλα της περιοχής.
Η σκηνοθεσία του Daniels καθιστά ξεκάθαρο από την αρχή, οτι δεν έχει σκοπό ούτε αυτιά να χαϊδέψει, ούτε να παρυυσιάσει ένα δείγμα κινηματογράφου, αποστειρωμένο και με "κώδικες", μιας που ενώ στο "Precious" προκαλούσε τον θεατή μέσα από την βαριόμοιρη κατάσταση της πρωταγωνίστριας (λίγο υπερβολικό αν με ρωτάτε), εδώ οι ήρωες, σκηνοθετούνται σε απόλυτα καθημερινές καταστάσεις, με όλο το cast μάλιστα να δίνει εξαιρετικές ερμηνείες.
Αρχικά ο Efron, αν και σίγουρα θα μπορούσε να ήταν καλύτερος (ή επίσης και κάποιος άλλον να υποδυθεί τον ρόλο του), είναι εντούτοις καλός, με απλανή βλέμματα που χαζεύουν το μπούστο της Charlotte, και στιγμές έντασης που του πάνε. Ο McConaughey αποτελεί περίπτωση ηθοποιού, τον οποίο δεν θα θέλαμε να ξαναδούμε να παίζει σε μαλακίες, μιας που και αποδεικνύει και πάλι οτι είναι καλός ηθοποιός, κρατώντας τις ισορροπίες, ανάμεσα στο οτινανικό ζεύγος Kidman-Cusack, που εδώ δίνει ρέστα. O Cusack, σε κρεσέντο ανωμαλίας και σαδισμού, γίνεται βρομιάρης μέχρι αηδίας, σε βαθμό που αισθάνεσαι έντονη την ανάγκη για ντουζάκι, μετά το τέλος της ταινίας, ενώ και η Kidman, με την κιτρινωπή της καούκα και το πασαλειμμένο μακιγιάζ, αποτελεί την ιδανική sex doll στα μάτια όλων, δίνοντας μια ύπουλη ερμηνεία, από αυτές που ξέρουμε οτι της πάνε έτσι κι αλλιώς.
Το "The Paperboy" είναι μια ταινία, που μπορεί ορισμένες φορές να θυσιάζει την απλοϊκή, crime ιστορία της, για χατίρι των ηθοποιών της, είναι όμως και μια κινηματογραφική εμπειρία την οποία μπορείς να απολαύσεις, μόνο εάν αποφασίσεις να εγκλιματιστεί απόλυτα στο ύφος, τον λόγο και τον πνιγηρό κόσμο που σου ανοίγει. Αξίζει σίγουρα την προσοχή σου.ς
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι παίζει και η Macy Grey σε ρόλο οικιακής βοηθού, οτι το επίθετο της ηρωίδας της Kidman δεν είναι τυχαίο, αλλά μάλλον λειτουργεί ως inside joke και οτι ένα overdose του βρακιού του Efron το πάθαμε.
No trivia
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)