NEW ARRIVAL (από αύριο, 31/01, στους κινηματογράφους)
Γεια σας, γεια σας! Μετά από απουσία δυο ημερών, κατά τις οποίες δεν ανέβασα ταινιούλα μιας που βρισκόμουν εκτός Αθηνών, είπα να επιστρέψω και πάλι, γιατί έχουμε αφήσει στην μέση μπόλικες ακόμα ταινίες που αξίζουν την προσοχή μας, ιδιαίτερα λίγο πριν τα πολυαναμενόμενα blogoscars. Έτσι λοιπόν, και για να είμαστε και μέσα στο κλίμα, σήμερα, θα ασχοληθούμε με μια πολύ feel good ταινία (ακόμα κι αν δεν την φαίνεται), η οποία θα κυκλοφορήσει από αύριο στις ελληνικές αίθουσες και που καλά θα κάνετε να σπεύσετε να την δείτε. Πιστέψτε με, το "Silver Linings Playbook", είναι ένα από τα καλύτερα films της φετινής χρονιάς, με μερικές μάλιστα, από τις καλύτερες ερμηνείες. Χωρίς πολλά πολλά λοιπόν, ξεκινάμε.
Ο Pat Solitano (Bradley Cooper), έχει μόλις βγει από το ψυχιατρικό ίδρυμα στο οποίο ήταν εγκλεισμένος τους τελευταίους μήνες, έπειτα από την ατυχή στιγμή κατά την οποία βρήκε την γυναίκα του να χαριεντίζεται με έναν συνάδελφό της από την δουλειά, μέσα στο ντους. Σε κατάσταση υστερίας ο Pat, έριξε στον εραστή ένα μπερντάκι ξύλο που θα το θυμάται σίγουρα όλη του τη ζωή και μετά από αυτό το ψυχολογικό breakdown, μπήκε στο ίδρυμα για να ηρεμήσει. Στο μεταξύ η γυναίκα του τον παράτησε (και εσύ μωρή γκαμήλα, δε φτάνει που τον απάτησες, τον παράτησες κιόλας; ουστ!), και ολόκληρος ο κοινωνικός περίγυρος άρχισε να αντιμετωπίζει τον Pat, ως πρώτης τάξεως τρελό. Παρόλα αυτά ο ίδιος, ανανεωμένος και λιγότερο ευέξαπτος, θα αποφασίσει να κάνει μια νέα αρχή, μετακομίζοντας και πάλι στο πατρικό του, εκεί όπου οι γονείς του, θα τον βοηθήσουν να μπει και πάλι στον ίσιο δρόμο. Τόσο ο πατέρας του Pat (Robert De Niro), ο οποίος του έχει μεταδώσει κάτι από τον ψυχωτικό του κόσμο, όσο και η γλυκύτατη μητέρα του Dolores (Jacki Weaver), είναι πρόθυμοι να κάνουν οτι περνάει από το χέρι τους, προκειμένου ο γιος τους να μπορέσει επιτέλους να σταθεί μια και καλή στα πόδια του. Φυσικά και επειδή η μοίρα πάντα κρύβει το καλύτερο για το τέλος, η εμφάνιση στην ζωή του Pat, μιας γοητευτικής και μυστηριώδους γυναίκας, της Tiffany (Jennifer Lawrence), θα φέρει στην καθημερινότητά του την απαραίτητη δόση καρυκεύματος, ακόμα και αν εκείνος φαίνεται να μην έχει πάρει χαμπάρι τίποτα. Βέβαια η Tiffany, έρχεται πακέτο με τα δικά της...θεματάκια, οπότε κάπου εκεί τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο και ο Pat πρέπει να πάρει τελικά μερικές σοβαρές, ενήλικες αποφάσεις...
Ο σκηνοθέτης του "Three Kings" και του πιο πρόσφατου "The Fighter" (το οποίο βραβεύθηκε με δυο Oscar, αυτά για τον Β' Ανδρικό και Β' Γυναικείο, τα οποία κέρδισαν δυο χρόνια πριν οι Christian Bale και Melissa Leo), David O. Russell, επιστρέφει και πάλι, μεταφέροντας αυτή τη φορά την ομώνυμη, best-seller νουβέλα του συγγραφέα Matthew Quick και θέτοντας στο κινηματογραφικό του μικροσκόπιο τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα και τις κωμικοτραγικές, οικογενειακές καταστάσεις των ηρώων του.
Παρά το γεγονός οτι το "Silver Linings Playbook" αποτελεί επί της ουσίας ένα δράμα με μια ξεκάθαρα κωμική εσάνς, ακόμα και έτσι, ο Russell υφαίνει έναν καθημερινό κόσμο προβλημάτων, αληθινών χαρακτήρων και αναπόφευκτης φέτας γλυκόπικρης ζωής, χωρίς να καθιστά το εξαιρετικό υλικό που έχει στα χέρια του, ούτε μελό, ούτε όμως και κακέκτυπο μιας απλής πραγματικότητας. Αντιθέτως, αυτό που γίνεται ξεκάθαρο από την αρχή είναι πως πρώτο του μέλημα αποτελούν οι ήρωες και η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, οι οποίοι παραπέμπουν εύκολα στο φίλο, τον γείτονα ή τον τύπο της διπλανής πόρτας, κερδίζοντας έτσι πόντους στην συνείδηση του θεατή, ο οποίος ταυτίζεται μαζί τους και συμπάσχει στο υποτυπώδες "δράμα". Προσοχή όμως, όταν λέμε δράμα, εννοούμε την ύπαρξη μιας στοιχειώδους πλοκής, πάνω στην οποία θα μπορέσει να εξελιχθεί η υπόθεση και μαζί με αυτή και οι συμμετέχοντες ήρωες. Δεν αναφερόμαστε στο δράμα με την έννοια του δακρύβρεχτου (αν και πολλοί δημιουργοί τείνουν να απαιτούν εκβιαστικά το δάκρυ από το κοινό, πασάροντάς τους καταστάσεις που καταντούν τραγικά μελοδραματικές), αλλά καθαρά με αυτή της ύπαρξης μιας ιστορίας. Και εδώ ο Russell πετυχαίνει διάνα.
Το μακρινό 1981, η ταινία του Warren Beatty (ο οποίος είχε αναλάβει χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού), "Reds", κατάφερε το ακατόρθωτο: να βρεθούν και οι τέσσερις πρωταγωνιστές της υποψήφιοι, για τα Oscar Α' και B' ρόλου.
Μετά από 32 ολόκληρα χρόνια ο Russell έσπασε αυτό το ρεκόρ στις φετινές υποψηφιότητες των χρυσών αγαλματιδίων, με τους πρωταγωνιστές του να διεκδικούν και τα τέσσερα βραβεία ερμηνείας (οι De Niro και Wheaver για Β', και οι Cooper και Lawrence για Α'). Εκτός αυτού, το "Silver Linings Playbook", είναι και η πρώτη ταινία μετά το "Million Dollar Baby", η οποία τσίμπησε υποψηφιότητες σε όλες τις καλές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών για Καλύτερη Ταινία της χρονιάς, Καλύτερη Σκηνοθεσία και Καλύτερου Σεναρίου. Και κάπου εκεί εσείς θα με ρωτήσετε αν αξίζει η ταινία όλο αυτό το σούσουρο. Και εγώ θα σας πω οτι ναι, αξίζει, αρκεί να ξέρετε τι θα πάτε να δείτε.
Καταρχάς η σκηνοθεσία του Russell θα μπορούσε κανείς να πει οτι δεν χαρακτηρίζεται από κάποια συγκεκριμένη τεχνική, ούτε οτι εμπεριέχει εντυπωσιακά κόλπα, περίεργες γωνίες λήψεως, φίλτρα, και γενικώς τίποτα από όλα αυτά που μας κάνουν να απολαμβάνουμε σε καθαρά κινηματογραφική διάσταση, άλλες ταινίες. Παρόλα αυτά δεν μπορεί να αμφισβητήσει και κανείς το γεγονός, οτι η σκηνοθετική του ματιά είναι τόσο φρέσκια, ανάλαφρη και αναζωογονητική, ώστε είναι αδύνατον να μη σε παρασύρει με τις γρήγορες εναλλαγές της και την προσήλωση στους ήρωες. Εξάλλου από μόνο του το original υλικό, σε κάνει να αποζητάς σε πρώτη φάση το στήσιμο των χαρακτήρων και τους ουσιώδεις διαλόγους που δίνουν και παίρνουν, και σε δεύτερη βάση την σκηνοθεσία, η οποία λειτουργεί υποστηρικτικά μεν, κάνει σπουδαία δουλειά δε.
Συνεχίζοντας την αναφορά στους λόγους για τους οποίους αξίζει να δει κανείς αυτή την ταινία, σίγουρα θα βάλουμε σε αυτούς το καλοδουλεμένο σενάριο, πάνω στο οποίο όπως φαίνεται ο O. Russell, έχει ρίξει το μεγαλύτερο βάρος (μιας που εκτός από την σκηνοθεσία, ανέλαβε και την προσαρμογή του σεναρίου).
Η υπόθεση, όσο απλοϊκή και καθημερινή κι αν φαίνεται, είναι μάλλον η ιδανική λύση στην ανάδειξη των υπέροχων ερμηνειών (θα έρθουμε και σε αυτό), αφού δεν χρειάζεται ούτε περιττά φτιασίδια, ούτε υπερβολές, προκειμένου να καταστεί αρεστή. Ίσα-ίσα που ακριβώς αυτή η απλότητά της, και το μιουτάρισμα ενός εν δυνάμει σοβαρού, ψυχικού προβλήματος, όπως αυτό από το οποίο διακατέχεται ο ήρωας, να είναι αυτό που δίνει στο σενάριο τις απαραίτητες μόνο δόσεις οικογενειακού δράματος, απομακρύνοντας τον σκόπελο μιας ενδεχόμενης υπερ-μελούρας. Θα έλεγε κανείς μάλιστα πως η προσωπική ιστορία του σκηνοθέτη, ο γιος του οποίου πάσχει από διπολική διαταραχή, ίσως και να λειτούργησε αντιθετικά, θέτοντας εν προκειμένω τον χαρακτήρα του Cooper, σε μια πιο αποστασιοποιημένη κατάσταση, στην οποία αφενός υπάρχει μια κάποια προβληματική, αφετέρου δεν την αφήνει να καταπιεί ολόκληρο τον "κόσμο" του ήρωά του. Σε έναν βαθμό, λειτουργεί μάλιστα εξαγνιστικά, προκειμένου ο Pat να έρθει αντιμέτωπος με το εγώ του, να το αποδεχθεί και να προχωρήσει.
Σε παρόμοιους ρυθμούς κινούνται και οι σπιρτόζικοι διάλογοι, οι οποίοι καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της ταινίας, γεμίζοντας διαρκώς τα πλάνα σαν εναλλακτική σκηνοθεσία και δίνοντας στην ταινία ένα εντελώς ανεξάρτητο feeling που της πάει πολύ. Ειδικά οι διαρκείς συζητήσεις ανάμεσα στους Cooper-Lawrence, είναι από τους καλύτερους που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, για έναν απλό λόγο: είναι φυσικοί, ειλικρινείς και εντελώς αβίαστοι, γεγονός στο οποίο σίγουρα βοηθάει και η ιδανική χημεία που επικρατεί ανάμεσα στους δυο γοητευτικούς ηθοποιούς.
Τέλος, αξίζει να κάνουμε και μια αναφορά στις ερμηνείες, οι οποίες αποτελούν το δυνατό χαρτί της ταινίας.
Από τη μια πλευρά έχεις τον De Niro, ο οποίος αποφασίζει επιτέλους να αφήσει τις σάχλες κατά μέρος, και να υποδυθεί τον παραδοσιακό πατέρα, με πίστη και συναίσθημα, απέναντι στον γιο που χρειάζεται όπως όπως την βοήθεια του. Πωρωμένος με τους Eagles και έχοντας κληροδοτήσει κατά τρόπο ατυχή, τον εμφανή ψυχαναγκασμό του στον Pat, είναι ενδιαφέρον να παρακολουθείς το πως οι δυο αυτοί άνδρες, εμπλέκονται σε μια κατάσταση κοινής αποτίναξης του προβλήματός τους, βαδίζοντας σε παρόμοια μονοπάτια, ακόμη και αν ο κινηματογραφικός χρόνος του Cooper με τον De Niro, είναι σαφέστατα λιγότερος από αυτόν με την Lawrence. Έπειτα έχεις και την Αυστραλέζα Jacki Weaver, η οποία μετά το πολύ καλό "Animal Kingdom", επιστρατεύεται εδώ και πάλι, στον ρόλο της μητέρας, μιας καλόκαρδης και πρόσχαρης γυναίκας που ετοιμάζει μεζεδάκια, και υπομένει στωικά τις συναισθηματικές εξάρσεις του γιου της. Βέβαια αν κάποιοι κλέβουν την παράσταση, αυτοί είναι οι δυο νεαροί πρωταγωνιστές. Η Lawrence αποδεικνύει για ακόμη μια φορά γιατί θεωρείται το next best thing του Hollywood, βαδίζοντας ολοταχώς για το Oscar. Τρελή, σεξομανής και κυκλοθυμική, αποτελεί την ιδανική ενσάρκωση του θηλυκού, στο πλευρό του Cooper, ο οποίος δίνει με την σειρά του μια θαυμάσια ερμηνεία και επιτέλους μας παρουσιάζει τον ηθοποιό μέσα του, που δεν είναι μόνο ωραία χαμόγελα και κοιλιακούς, αλλά έχει πράγματι "ψωμί" να δώσει. Με το αινιγματικό του βλέμμα, τις σπασμωδικές του κινήσεις και την θλίψη στο κυνήγι της συζύγου του, κρατάει όμορφα τις ισορροπίες ανάμεσα στο σοβαρό και στο κωμικίζον στοιχείο, δίνοντας την καλύτερή του ερμηνεία μέχει τώρα.
Το "Silver Linings Playbook" είναι ένα από τα πιο απρόσμενα, feel good ταινιάκια. Ανάλαφρο, με σωστές πινελιές συναισθηματισμού, δυνατές ερμηνείες και ένω soundtrack που περιλαμβάνει από Stevie Wonder και Led Zeppelin, μέχρι Bob Dylan, Johnny Cash και μουσική από το Danny Elfman(!), είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες τις χρονιάς.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η σκουπιδοσακούλα στο τρέξιμο βοηθάει, οτι τα δημητριακά στο ραντεβού "λένε" και οτι η Julia Stiles κακο-μεγάλωσε. Ναι, κάπου παίζει και η Julia.
Hello hello και πάλι! Ενθουσιασμός επικρατεί σήμερα στο ακροατήριο (δηλαδή σε εμένα), μιας που θα ασχοληθούμε με μια από τις καλύτερες ταινίες για φέτος, το "Django Unchained", οπότε καταλαβαίνετε, περιμένω έναν παρόμοιο ενθουσιασμό και από εσάς. Στην τελική μιλάμε και για τον Tarantino ορε! Χωρίς πολλά πολλά λοιπόν ξεκινάμε. Και να θυμίσω βεβαίως και πάλι οτι καλά θα κάνετε να αρχίσετε να ετοιμάζετε σιγά σιγά τις λίστες σας, για τα επερχόμενα blogoscars τα οποία θα ξεκινήσουν στις 15 Φεβρουαρίου. Μπείτε λοιπόν εδώ (http://blogoscars.gr/post/40596761690/blogoscars-2013), δηλώστε συμμετοχή, και ετοιμαστείτε για την προσωπική σας, κινηματογραφική δικαίωση. Yeah!
O Django (Jamie Foxx), είναι ένας σκλαβωμένος έγχρωμος που ακολουθεί την ίδια μοίρα με εκατομμύρια άλλους δούλους, την εποχή των λευκών αφεντικών και των αχανών φυτειών που χρειάζονται τα δικά τους χέρια προκειμένου αυτά να ευδοκιμήσουν, αλλά και οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι.
Όταν ένα βράδυ, ένας μυστήριος, Γερμανός κυνηγός επικηρυγμένων, ο οποίος περιδιαβαίνει τις πολιτείες δηλώνοντας...οδοντογιατρός, και συστηνόμενος με το όνομα Dr. King Schultz (Christoph Waltz), συναντήσει δυο αδέλφια που μεταφέρουν δούλους, θα αποφασίσει να εξαγοράσει τον Django, για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο. Αυτή θα είναι εξάλλου και η στιγμή που η ζωή του βαριόμοιρου σκλάβου θα πάρει νέα τροπή, ξεκινώντας από το βασικότερο όλων: θα αποκτήσει την ελευθερία του (και ένα τρε σικ επίθετο, Django Free-man), και θα "μαθητεύσει" στο πλευρό του δανδή και "σφάζοντας με το γάντι", Schultz, με τους δυο άνδρες να αναπτύσσουν μια ιδιάζουσα φιλία, αλλά και μιας πρώτης τάξεως επαγγελματική σχέση. Ο Django είναι έτοιμος πια να διεκδικήσει την γυναίκα του πίσω, και να την σώσει από την πλουμιστή έπαυλη του γοητευτικού, αλλά τρελαμένου ιδιοκτήτη μιας, εκ των μεγαλύτερων φυτειών του Μισισίπι με την ονομασία, CandyLand. Ποιος είδε όμως τον Calvin Candie (Leonardo di Caprio) και δεν τον φοβήθηκε; This is going to be a bloodbath...
Κάθε φορά που ο Tarantino σκηνοθετεί μια νέα ταινία, αυτή γίνεται αυτοστιγμεί talk of the town, και πως θα μπορούσε άλλωστε να μην γίνει;
Όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα ο Tarantino επιστράτευσε αγαπημένα κινηματογραφικά είδη, υπόγειες αναφορές και μνείες σε ηθοποιούς-είδωλα της εποχής τους, προκειμένου να δημιουργήσει ένα "southern-ίζον" (ο Tarantino δήλωσε οτι παρά το γεγονός οτι η ταινία του είναι western, προτιμά τον όρο southern, εξαιτίας των νότιων περιοχών όπου έγιναν τα γυρίσματα) πανηγύρι βίας, ατακαδόρικων διαλόγων και κλασικού, προσωπικού στυλιζαρίσματος. Και έτσι όμως, για ακόμη μια φορά, τόσο το "Django Unchained", όσο και η ταινία της Bigelow, "Zero Dark Thirty", μπήκαν τελικά στο στόχαστρο πολλών, κατηγορώντας τες, ούτε λίγο, ούτε πολύ, οτι δεν εκφράζουν το γνήσιο αμερικανικό, πατριωτικό αίσθημα, προτιμώντας περισσότερο να μην χαϊδέψουν αυτιά, αλλά να φωνάξουν δυνατά μέσα σε αυτά, το πως έχουν τα πράγματα, όταν σηκώσεις το χαλάκι της Ιστορίας (είτε αυτή πρόκειται για το σύγχρονο τώρα, είτε για το δυτικό παρελθόν), και όλος ο κοινωνικοπολιτικός συρφετός κάνει την εμφάνισή του, χωρίς φόβο, αλλά με μπόλικες δόσεις πρόκλησης.
Μπορεί λοιπόν το απογυμνωμένο κυνηγητό του Bin Laden και τα νοσηρά παρελκόμενα της CIA για την επίτευξη του εκάστοτε στόχου, να μην αρέσουν, πάντα όμως θα βρίσκεται κάποιος που θα αποφασίζει να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και να ανοίξει και το άλλο μάτι, που μέχρι τότε παρακολουθούσε γλαρό τις ηρωικές παπάτζες του-εν προκειμένω-αμερικανικού-όφιλου κοινού, το οποίο σαφέστατα γούσταρε με τον πατριώτη, τον θυσιαζόμενο, τον ήρωα. Η αλήθεια όμως είναι οτι με τα δυο μάτια, βλέπεις πάντα καλύτερα και γιατί οχι, μακρύτερα.
Και καλά, να το καταλάβω (που δεν τον καταλαβαίνω), όσον αφορά την Bigelow, η οποία μάλλον θα μπαίνει στο στόχαστρο, έχοντας αποφασίσει σε ένα cinema που μιλάει έξω από τα δόντια (ακριβώς δηλαδή όπως είχε κάνει και με το "The Hurt Locker", μερικά χρόνια πριν), τον Tarantino δεν τον έχουν πια καταλάβει; 21 χρόνια μετά και ακόμα συζητάμε για την βία στις ταινίες του και για την παντελή "σαςεχωολουςχεσμενοσύνη" του; Ε no way!
Οχι, οχι, εμείς εδώ δεν θα ασχοληθούμε με αυτά τα άνευ λόγου και ουσίας θέματα που αφορούν τα κινηματογραφικά δημιουργήματα ενός από τους καλύτερους, σύγχρονους δημιουργούς, γιατί στην τελική τον αγαπάμε και τον γουστάρουμε γι' αυτό το καθαρά αναφορικό και σε στιγμές, αυτοαναφορικό του cinema, αυτόν τον προς διδασκαλία, ακραιφνή μιμητισμό του, ο οποίος όμως γίνεται πάντα με σεβασμό, αυτοσυγκράτηση και πίστη σε όλους εκείνους, τους με τη σειρά τους μεγάλους, που τον έχουν εμπνεύσει και τον έχουν γαλουχήσει. Δεν θα αναζητήσουμε ούτε τους λόγους της βίας, ούτε και αν αυτό είναι political correct, ούτε τίποτα που δεν έχει να κάνει με αυτή την αναθεματισμένη χρυσή τομή που έχει καταφέρει να βρει ο Tarantino, ανάμεσα στο εμπορικό cinema και την auter διάθεση, πασπαλισμένη διαρκώς από τις δικές του, σκηνοθετικές εμπνεύσεις και τους μαγκιόρικους διαλόγους. Γιατί ξέρετε κάτι; Το "Django Unchained", είναι pure Tarantino. Και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα καλύτερο από αυτό.
Καταρχάς φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τα αγαπημένα spaghetti western των ΄70s, τότε που τα ονόματα των Sergio Leone και Ennio Morricone ήταν οτι πιο hot κυκλοφορούσε στην πιάτσα, καθιστώντας τον Clint Eastwood στην συνείδηση του κοινού, ως τον πιο αντρουά Καλό του τελικού κύκλου των western, αυτών που βρίσκονταν μακριά από τα εντυπωσιακά καλοφτιαγμένα, αλλά καθόλα πατριωτικά κατασκευάσματα του John Ford και των άλλων μεγάλων Αμερικανών σκηνοθετών, επαναπροσδιορίζοντας ένα είδος για τελευταία φορά, πριν αυτό χαθεί οριστικά.
Στα western των Ιταλών, το βάρος είχε πλέον μετατοπιστεί στον περιθωριοποιημένο, μοναχικό καβαλάρη με το προσωπικό συμφέρον, που δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για το κοινό καλό.
Τόσο το μοτίβο αυτών των ευρωπαϊκων δημιουργημάτων, όσο και η μουσική τους υπόκρουση, παίρνει και πάλι σάρκα και οστά στον Quentin, ο οποίος δεν διστάζει για ακόμη μια φορά να απλώσει τον ταινιακό του καμβά, και να μας καλέσει να μαντέψουμε τα gags, τις επιρροές και τα cameo του. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι δηλαδή που ο Franco Nero (βλ. παρακάτω φωτο), ο original "Django" (1966) της ταινίας του Sergio Corbucci, κάνει ένα μικρό πέρασμα από εδώ; Ακριβώς, καθόλου.
Εκτός βέβαια από την ξεκάθαρη παρουσία όλων εκείνων των στοιχείων επιρροής του σκηνοθέτη, ο Tarantino έχει δημιουργήσει και ένα άκρως ενδιαφέρον story, πάνω στο οποίο βρίσκουν αυτές οι αναφορές πρόσφορο έδαφος, με αποτέλεσμα να ανάγονται τελικά σε κάτι δικό του, κάτι εντελώς πρωτότυπο το οποίο έχει εμποτίσει με κάτι το ειλικρινά ξεδιάντροπο: έναν σαρδόνιο εμπαιγμό του τοπικού, "λευκού" δυνάστη.
Σε πρώτη φάση το ζεύγος Django-Dr. Schultz, είναι από μόνο του μια πρόκληση εποχής, μιας που το να βάζεις έναν Γερμανό να αποκτά κολλητιλίκια με έναν έγχρωμο, είναι κάτι που έρχεται στην πρώτη γραμμή πυρός, ήδη από την αρχή, μιας που από την μια πλευρά οι υπόλοιποι λευκοί εχθρεύονται τον Django, ενώ από την άλλη, οι υπόλοιποι έγχρωμοι τον αντιμετωπίζουν σαν να έχει φιλήσει κατουρημένες ποδιές για να αποκτήσει την ελευθερία και το προνόμιο να καβαλάει το δικό του άλογο. Ο Django ανάγεται σταδιακά στον μοναχικό ήρωα των spaghetti, αφού οι δικοί του τον κοιτούν με μισό μάτι, οι λευκοί τον βασανίζουν και η μοναδική σκέψη που τρέφει την καρδιά του, είναι η δίψα για εκδίκηση και η σωτηρία της καλής του, η σωτηρία της...γερμανόφωνης Broomhilda (Kerry Washington).
Ταυτόχρονα ο Tarantino κλείνει υπονομευτικά το μάτι, και στην περίπτωση του σαδιστή Candie, ο οποίος μπορεί εξωτερικά να αποτελεί το απαύγασμα της αριστοκρατικής ομορφιάς (minus τα σαπίοδοντα), παρόλα αυτά δεν λες οτι διαθέτει και το μυαλό ξουράφι, μιας που όπως γίνεται κατανοητό, το δεξί του χέρι που τον ενημερώνει και τον συμβουλεύει για τα πάντα είναι ένας...ηλικιωμένος νέγρος, και συγκεκριμένα ο Samuel L. Jackson, υπό το όνομα Stephen, και μια ερμηνεία για πολλά γέλια και χειροκροτήματα.
Ο Tarantino όμως, επειδή όταν πάρει φόρα δεν σταματάει με τίποτα, καταφέρνει μέσα από την ταινία του, οχι μόνο να κάνει έναν σχολιασμό πάνω στην αιώνια, φυλετική διαμάχη λευκών και έγχρωμων (μαντέψτε ποιανού το μέρος παίρνει) αλλά και μια αναφορά στο πολιτιστικό χάσμα που χωρίζει τον Ευρωπαίο, από τον Αμερικάνο. O Dr. Schultz είναι μορφωμένος, μιλάει σαν ευγενής άλλης εποχής και διαθέτει ένα καυστικό χιούμορ που σπάει κόκαλα. Αντιθέτως, ο Candie είναι ένα άξεστο πλουσιόπαιδο, κοντόφθαλμο και κουτοπόνηρο, που αρέσκεται να βλέπει άντρες να σκοτώνονται στο ξύλο, δίνοντας ξόφαλτσα φιλιά στην ασχημομούρα αδελφή του. U mad America?
Για την σκηνοθεσία τι μπορούμε εμείς οι ταπεινοί, κοινοί θνητοί να πούμε; Τίγκα στην υπερβολική σπλατεριά (όταν η δράση το επιτρέπει, μιας που μιλάμε και για μια δυομισάωρη ταινία!), σώματα να πέφτουν σακατεμένα από τα άλογα, το βαμβάκι (και οχι το χώμα) να βάφεται κόκκινο, ζελατινώδη αιματίλα να εκτοξεύεται από στομάχια, κεφάλια και οτι άλλο θες, και όλα αυτά πάντα με απαράμιλλο στυλ. Η κάμερα του Tarantino ακολουθεί από κοντά τις περιπέτειες των ηρώων, αφήνοντας χώρο και χρόνο προκειμένου αυτοί να αναπνεύσουν και να εξελιχθούν κατά το δοκούν, αφήνοντας παράλληλα χρόνο και στον θεατή να ταυτιστεί με τον έναν, να μισήσει τον άλλον και να ξεσηκωθεί για χατίρι του πολύ κακού πια, Django. Σκηνοθεσία εν ολίγοις που τα έχει όλα: φρενήρεις στιγμές, cool σκηνές και τέρμα τα γκάζια σεκάνς. Extra bonus οι διάλογοι-λουκούμι και ολόκληρο το OST, όπου το ένα κομμάτι είναι καλύτερο από το άλλο, και θες να το ακούς σε μια ατέρμονη λούπα, ξανά και ξανά και ξανά...
Οι ερμηνείες είναι το πιο γλυκό κερασάκι σε τούρτα που θα γευτείς τελευταίως. Ο Jamie Foxx είναι "πιο cool πεθαίνεις". Μάθε οτι η cool-οσύνη του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε στην ταινία χρησιμοποίησε το δικό του άλογο, το οποίο έχει ονομάσει Cheetah. Πςςςςςςςς! Φάτσα, στήσιμο και ατάκες τύπου "i like the way you die boy", απλά θα μείνουν στην ιστορία. Ο di Caprio είναι μια σάπια παρουσία από μόνος του, έντονα αντιθετικός με τον καθωσπρέπει Waltz, φουριόζος και τσαντίλας, σίγουρα ο ρόλος του Candie αποτελεί μια από τις πιο προκλητικές ερμηνείες της καριέρας του και είναι τόσο καλός κακός, που τον γουστάρεις τρελά, ακόμα και όταν είναι τόσο καθίκι. Βέβαια αν έπρεπε να βραβεύσω κάποιον για την ερμηνεία του, αυτός θα ήταν αναμφίβολα ο Waltz. Υπέροχος, ανυπέρβλητος, κάνει την υποκριτική να φαίνεται τόσο εύκολη και αβίαστη, είτε κάθεται και απολαμβάνει μια μπύρα, είτε κάνει παζάρια, είτε εκτελεί εν ψυχρώ διάφορους άτυχους που θα βρεθούν στο πέρασμά του. Εξαιρετικοί οι διάλογοί του, σχεδόν όλη η ταινία ριγμένη στην πλάτη του, εκφραστικότητα στο φουλ και ευτυχώς που έχουμε και τα blogoscars, για να πάρει μια τιμητική θέση στην κατηγορία του Α' Ανδρικού. Ε μα!
Γενικώς το "Django Unchained" είναι καθαρόαιμος Tarantino, και από τους καλούς μάλιστα (έχει κάνει βασικά ποτέ κακή ταινία;). Δράση, χιούμορ, αίμα, badass μουσική και ένα western υπερθέαμα, συνθέτουν μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Hands down. Μη την χάσεις!
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το μαλλί του Jackson είναι οτι καλύτερο έχω δει, έπειτα από εκείνο του Bardem στο "No Country for Old Men", οτι το μπλε συνολάκι του Django είναι τέλειο, και οτι ο Tarantino έχει γίνει λίγο σαπιοκοιλιάς. Να τα λέμε αυτά.
TRIVIA
Ο ρόλος του Django είχε γραφτεί αρχικά από τον Tarantino για τον Will Smith. Όταν ο Will αρνήθηκε, τον τσίμπησε ο Foxx. Μπράβο Will, άλλη μια επιτυχημένη επιλογή στην τρομερή καριέρα σου.
Ενώ η ταινία γυριζόταν στο Wyoming, ο Tarantino νοίκιασε έναν τοπικό κινηματογράφο και πρόβαλε ταινίες samurai και western από την προσωπική του συλλογή. Και εγώ ήμουν εδώ. Μάλιστα...
O Tarantino αποκάλυψε στο Comic-Con οτι ο Foxx και η Washington, υποδύονται εδώ τους προ προ προ πάππους του χαρακτήρα John Saft, από τις ταινίες "Shaft", γεγονός που επιβεβαιώνεται από το πλήρες όνομα της Washington στην ταινία: Broomhilda Von Shaft. Τελειότητα.
Η Lady Gaga ήταν υποψήφια για τον ρόλο της αδελφής του di Caprio.
O Russ Tumblyn, είχε παίξει το 1965 σε μια ταινία στην οποία ο χαρακτήρας του λεγόταν 'Son of a Gunfighter' και ο τίτλος της οποίας ήταν αυτός ακριβώς. Ο Tarantino χρησιμοποίησε στο Django την ηθοποιό-κόρη του Tumblyn, Amber Tumblyn, προκειμένου να υποδυθεί έναν χαρακτήρα με το όνομα 'Daughter of a Son of Gunfighter".
O di Caprio είχε νοιώσει πολύ άβολα που υποδυόταν έναν τόσο κακό χαρακτήρα και επιπλέον ρατσιστή. Ο Tarantino τότε του είπε οτι έπρεπε να είναι οσο το δυνατόν πειστικότερος και να φτάσει στα άκρα, διαφορετικά το κοινό, δε θα του το συγχωρούσε.
Στη σκηνή που ο di Caprio χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι, όντως το κόβει, αλλά συνεχίζει να παίζει. Αργότερα ο Tarantino χαρακτήρισε τη στιγμή αυτή "mesmerizing".
Tο μπλε κοστούμι του Django βασίζεται στον διάσημο πίνακα, "The Blue Boy". Αυτός ο πίνακας ενέπνευσε τον κλασικό σκηνοθέτη του βωβού κινηματογράφου, F.W Murnau, να γυρίσει την ταινία του, "Τhe Boy in Blue". O Μurnau έχει μείνει γνωστός για την δημιουργία της σκηνοθετικής τεχνικής γνωστής ως "unchained" camera technique. My mind has just been blown away...
Μετά το ατύχημα με το άλογο που είχε ο Waltz, και στο οποίο έσπασε την κλείδα του, ο Foxx αποφάσισε να του κάνει ένα δώρο για να αισθανθεί καλύτερα την επόμενη φορά που θα πρέπει να ιππεύσει: μια σέλα με ζώνη ασφαλείας!
Καλημέρα καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους! Δευτέρα σήμερα κάτι που τον τελευταίο καιρό σημαίνει μόνο ένα πράγμα: μια εβδομάδα πιο κοντά στα φετινά blogoscars. Και επειδή όπως καταλαβαίνετε έχουμε μπει για τα καλά στο ανάλογο mood, θα προσπαθήσω όλες οι ταινίες που θα βάζω από εδώ και πέρα, να βρίσκονται μέσα στη λίστα των eligible films του διαγωνισμού. Τώρα αν υπάρξει και καμιά ξόφαλτση, τι να κάνουμε, δεν τις έχω δει κι όλες για να ξέρω που κρύβονται να φετινά διαμαντάκια, οπότε και εσείς αν έχετε κάτι καλό στου νου σας, πείτε μου, για να φτιάξω και εγώ με τη σειρά μου τις λίστες μου.
Έτσι λοιπόν, στο πλαίσιο μιας πιο χαλαρής εβδομάδας, θα ξεκινήσουμε σήμερα με το "Jeff, Who Lives at Home", και θα συνεχίσουμε την Τετάρτη με "Django Uncahined". Yeah!
O Jeff (Jason Segel), είναι ένας τριαντάρης μεγαλομπεμπές τεμπέλης, ο οποίος ζει ακόμη στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού, παρέα με την μητέρα του Sharon (Susan Sarandon). Ο ίδιος δεν κάνει τίποτα άλλο όλη την μέρα, από το να διερωτάται σχετικά με τη συμπαντική κατεύθυνση των πραγμάτων και τις καρμικές σχέσεις των ανθρώπων, οι οποίες μπορεί να προκύψουν από εκεί που δεν το περιμένεις. Βέβαια ο παλιόφιλος ο Jeff, δεν πιστεύει ακράδαντα στο νομοτελιακό σύμπαν τυχαία, μιας που το στριφτό τσιγάρο, σίγουρα βοηθάει την κατάσταση (if you know what i mean. You know, you know...). Ο θεόρατος όμως Jeff, έχει και έναν αδελφό, τον Pat (Ed Helms), έναν ειρωνικό καραγκιόζη, που περνιέται για πραγματικά σπουδαίος την στιγμή που η ο γάμος και κατ' επέκταση και η ζωή του, μοιάζουν να έχουν φτάσει στο οριστικό τέλμα, λίγο πριν την ολοκληρωτική καταστροφή. Ο λόγος; Φαίνεται πως η γυναίκα του Linda (Judy Grier), τον απατά. Έτσι λοιπόν τα δυο αδέλφια, θα ξεκινήσουν μια περιδιάβαση στους δρόμους της πόλης με στόχο, να εξακριβώσουν τι ακριβώς τρέχει με την Linda. Και στην πορεία να βρουν λίγο χρόνο να δουλέψουν την δική τους, προβληματική σχέση και να αυτοπροσδιοριστούν, μέσα από αμοιβαίες...προσβολές, χαζοξύλο και φουντικές θυμοσοφίες δια στόματος Jeff.
Το "JWLAH", είναι μια ταινία κατά βάση ανεξάρτητη, γεγονός που εντοπίζεται οχι μόνο στην επιλογή των πρωταγωνιστών, αλλά και στο σκηνοθετικό ζευγάρι, δημιούργημα του οποίου είναι αυτό, αλλά κι άλλα, αναλόγου ύφους φιλμάκια.
Τα αδέλφια Duplass (Jay και Mark), εκτελούν χρέη σεναριογράφων και τους σκηνοθετών των ταινιών τους, οι οποίες καταφέρνουν να γίνουν talk of the town, χάρη στην ανεξάρτητη πάστα τους και το ύφος της εναλλακτικής dramedy που έχουν υιοθετήσει.
Η αρχή δεν μετράει και πολλά χρόνια πριν, μιας που το 2008 έκαναν το ντεμπούτο τους με την ταινία "Baghead", μια ανάμειξη κωμωδίας και ολίγον ταινίας τρόμου, που θέλει μια παρέα φιλόδοξων, νεαρών σεναριογράφων, να αρχίζει να βιώνει το τρομακτικό της story, στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας δολοφόνος με μια...χαρτοσακούλα στο κεφάλι. Το 2010 μάλλον ήταν και η χρονιά που τα δυο αδέλφια έκαναν ηχηρή την εδραίωσή τους στον σύγχρονο, indie κινηματογράφο, παίρνοντας τους John C. Reilly, Marisa Tomei και Jonah Hill, και βάζοντάς τους να παίξουν σε ένα χορτάτο, κωμικό ταινιάκι, το "Cyrus". Εκεί ο Hill, υποδύεται τον γιο της Tomei, ο οποίος αποφασίζει να κάνει κόλαση την ζωή του νέου της γκόμενου (ναι, για τον Reily μιλάμε). Επόμενη στάση ήταν η σημερινή μας ταινία, η οποία μάλλον αποτελεί και την πιο ξεκάθαρη εικόνα για το κινηματογραφικό στυλ στο οποίο τα δυο αδέλφια αποφάσισαν να μυηθούν. Οικογενειακά δράματα, χιουμοριστικές στιγμές και μια "φέτα" από πραγματική, γλυκόπικρη ζωή, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της ταινίας, οπότε αν αρέσκεστε και εσείς σε αυτού του είδους τα indie εργάκια, τότε είναι μια καλή επιλογή να ξεκινήσετε την εβδομάδα σας. Αν οχι, αφήστε το καλύτερα.
Τον Mark Duplass πάντως, σίγουρα θα τον έχει πάρει το μάτι σας και ως πρωταγωνιστή σε διάφορες ταινίες όπως το φετινό, ήσυχο κομψοτέχνημα, "Safety Not Guaranteed" (για το οποίο έχουμε μιλήσει στο blog), αλλά και με το πέρασμά του από το πιο μπλοκμπαστερικό, "Zero Dark Thirty", που αναμένουμε στην Ελλάδα από τις 21 Φεβρουαρίου.
Ταλέντα τις εποχής τους και τα δυο αδέλφια, μοιάζουν να έχουν μαντέψει την συνταγή της επιτυχίας, αλλά και αυτό που θέλει το κοινό, παραμένοντας πιστοί (εκ των πραγμάτων δηλαδή, μιας που βρίσκονται ακόμη στα πρώτα τους βήματα), σε μια ανάλαφρη, κινηματογραφική ματιά, η οποία θέτει ταυτόχρονα προβληματικές της σημερινής εποχής και οι οποίες μπορούν να αναζητηθούν τόσο στην ιδέα της κοινωνίας, όσο και στο κάθε άτομο ξεχωριστά. Καταφέρνουν να καταστήσουν θέματα σοβαρά και καθημερινά, ως αντικείμενα και αφορμές για εσωτερικό "ψάξιμο" και ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό μιας ζωή ολόκληρης, γεγονός που αν μη τι άλλο, αποτελεί χαρακτηριστικό των indie ταινιών. Το γεγονός οτι χρησιμοποιούν θέματα όπως η αποξένωση, η μοναξιά, η ρουτίνα της καθημερινότητας και η έλλειψη επαφής, ως κινητήριες δυνάμεις προκειμένου οι ήρωες να αφυπνισθούν και να αναζητήσουν το πραγματικό νόημα της ζωής (βρε μπας και έχει δίκαιο ο Jeff), δημιουργούν ένα μεστό κλίμα μέσα στο οποίο μπορεί να χτιστεί ένα κάποιο story. Αυτή βέβαια ακριβώς η δημιουργική ματιά, μπορεί να αποτελέσει δίκοπο μαχαίρι μιας που, καλή η φιλοσοφία, αλλά τι γίνεται όταν τελικά αυτή χρησιμοποιείται στις ταινίες εκ του ασφαλούς;
Και τι εννοούμε. Για παράδειγμα στο "JWLAH", ο Pat εργάζεται σε κάποια εταιρεία. Παρόλα αυτά είναι όλη μέρα στους δρόμους με τον Jeff, και κανείς δεν φαίνεται να έχει ενδιαφερθεί για την απουσία του από την εργασία. Και ρωτώ. Πως πρέπει να αντιληφθώ εγώ, ως θεατής αυτό το γεγονός; Πρέπει να σκεφτώ οτι αποτελεί απλώς μια σύμβαση και να μην της δώσω σημασία, ή πρέπει να "σκαλώσω" στη σεναριακή τρύπα και να απαιτήσω τον λόγο από τους δημιουργούς, για τον οποίο ο Pat δεν έχει ζητηθεί στην δουλειά του; Εν ολίγοις αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω είναι πως, ωραία η ανεξάρτητη διάθεση, ωραία και η χιουμοριστική προσέγγιση καταστάσεων που κατά τα άλλα θα απαιτούσαν φουλ δάκρυ για να αποσπάσουν από τον θεατή την πολυπόθητη συγκίνηση, αλλά όταν βλέπεις πως η πρωταγωνιστική σου ομάδα μάλλον εξυπηρετεί σκοπούς που στην τελική βρίσκονται μακριά από την πραγματικότητα, ε είναι λιγάκι οξύμωρο. Από την μια οι ήρωες πασχίζουν μέσα σε μια καθημερινότητα βαριά και στεγνή, και από την άλλη οι δράσεις τους μοιάζουν να μην καθορίζονται καθόλου από αυτή την πραγματικότητα, η οποία όμως ισχύει για όλους τους μη εμπλεκόμενους.
Αν κάποιος λοιπόν, αποφασίσει να δεχτεί το "JWLAH" ως μιας μορφής παραμυθατζίδικης, διδακτικής ιστορίας, θα περάσει σίγουρα καλύτερα από εκείνον που θα θέλει τα γεγονότα με αποδείξεις και μεγαλύτερη αληθοφάνεια. Στην προκειμένη περίπτωση η ταινία, μάλλον ακροβατεί ανάμεσα στο χαλαρά σουρεαλιστικό, με μπόλικες δόσεις ξενέρωτης καθημερινότητας και το τελικό, ηθικό της δίδαγμα (όπως κι αν μεταφράζεται αυτό), παρά σαν μια γειωμένη απόδοση της περίεργης μέρας, μιας οικογένειας. Δεν είναι κακό δηλαδή, αρκεί να αποφασίσεις πως θα το διαβάσεις.
Η σκηνοθεσία είναι απλοϊκή και εξυπηρετεί καθαρά αφηγηματικούς σκοπούς, με τους Duplass brothers να αναλαμβάνουν παράλληλα και το σενάριο.
Η επιλογή του cast, μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως αρκετά ετερόκλητη, τελικά όμως το γλυκό δένει και η χημεία των ηθοποιών φτάνει μέχρι το κινηματογραφικό πανί. Αν και προσωπικά ο Segels δεν μου αρέσει ιδιαίτερα, εντούτοις εδώ είναι πολύ καλός (σίγουρα θα ξεχώριζε ακόμα και με το ανάστημά του δηλαδή), πετυχαίνοντας απόλυτα τον χαρακτήρα του "φτιαγμένου" looser (oops!), και πείθοντας με το αγελαδινό του βλέμμα και την αργή ομιλία. Και ο Helms όμως είναι καλός στον ρόλο του εν δυνάμει, απατημένου συζύγου, υποδυόμενος τέλεια το εγωπαθές καθίκι, κρατώντας όμως παράλληλα την κωμική του φλέβα, την οποία είχαμε αντιληφθεί-και με το παραπάνω-ήδη, από το πρώτο "Hnagover". Μπαλαντέρ της υπόθεσης η Sarandon στον ρόλο της μοναχικής μαμάς, η οποία έχει και την πιο οτι να' ναι μεταστροφή μέσα στην ταινία.
Το "Jeff Who Lives at Home", είναι μια ταινία με την οποία θα περάσεις ένα ήσυχο βράδυ, χωρίς προκλήσεις και σαματά, στο σπίτι. Μια καλή αρχή για την εβδομάδα, αν αναλογιστεί κανείς οτι με το "Django Uncahined", θα θέλεις να γκρεμίσεις και τους τοίχους. Άραξε λοιπόν, και δες τον Segel να κυνηγάει ένα πεπρωμένο που το λένε Kevin. Γιατί, ποτέ δεν ξέρεις τον τρόπο με τον οποίο η μοίρα θα σου χτυπήσει την πόρτα. Ούτε και το όνομα δηλαδή...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η Sarandon είναι αγέραστη, οτι το να επισκευάσεις ένα ξύλινο ντουλάπι είναι τόσο "δύσκολο" και οτι υπάρχουν ακόμη εκείνες οι καμένες πλατφόρμες για chat/instant mails στον υπολογιστή. Oh the horror!
Γεια σας, γεια σας για ακόμη μια φορά! Σήμερα, με τον καιρό να μας τα έχει χαλάσει μια και καλή, είναι πολύ πιθανό να αναζητήσετε μια εναλλακτική βραδιά, από αυτή που είχατε στο μυαλό σας, αναφορικά με κάποια έξοδο. Φυσικά αναφέρομαι σε μια βραδιά στο σπίτι, με ταινιούλα, καλή παρέα και τζέρτζελο. Και σας έχω το κατάλληλο πράγμα: "John Dies at the End".
Πριν περάσουμε όμως σε αυτό να σας θυμίσω για ακόμη μια φορά, οτι από τις 15 Φεβρουαρίου θα ξεκινήσουν τα πολυαγαπημένα μας Blogoscars για την πρέπουσα απονομή της...κινηματογραφικής δικαιοσύνης. Όσοι δεν έχετε ακόμα εγγραφεί, μην ξεχνιέστε (αλλά και μην αγχώνεστε, μιας που η συμμετοχή θα λήξει στις 14 Φλεβάρη) και μπείτε εδώ (http://blogoscars.gr/post/40596761690/blogoscars-2013) προκειμένου να τσιμπήσετε μια θέση στην λίστα των συμμετεχόντων.
Και αφού τα'παμε και αυτά, περνάμε στο σημερινό μας ζουμί. "John Dies at the End" then.
Όταν ένα νέο ναρκωτικό αρχίσει να κάνει τη γύρα του στην αγορά, δυο φίλοι, ο John (Rob Mayes) και ο Dave (Chase Williamson), θα βρεθούν προ...περίεργων εκπλήξεων όταν διαπιστώσουν οτι το "πράμα" με την ονομασία 'Soy Souce', το οποίο παραπέμπει σε μαύρη, γυαλιστερή γλίτσα, δεν σου προκαλεί τις γνωστές παρενέργειες των ναρκωτικών, αλλά μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο σαν ένα μπουστάρισμα του εγκεφάλου σου, ο οποίος είναι πλέον σε φάση να αντιληφθεί το πως έχει πραγματικά, ο κόσμος που μας περιβάλει.
Η μαύρη σάλτσα, φαίνεται πως κρύβει από πίσω ένα τεράστιο, παγκόσμιο μυστικό το οποίο θέτει σε άμεσο κίνδυνο την ύπαρξη ολόκληρης της ανθρωπότητας, με αποτέλεσμα η σωτηρία αυτής να επαφίεται σε εκείνους που κατέχουν την γνώση, και άρα τους δυο, νεαρούς πρωταγωνιστές. Στην πραγματικότητα, αυτή η ενέσιμη ουσία "ανοίγει" τα μάτια και το μυαλό, προκειμένου το άτομο να αντιληφθεί την ύπαρξη διαφορετικών διαστάσεων, τεράτων και απόκοσμων πλασμάτων, όπως αυτά περιδιαβαίνουν στον κόσμο μας, και μπαινοβγαίνουν σε αυτόν, από τα ποικίλα portals που διατηρούν, για την πιο εύκολη...μεταφορά τους, από και προς την γήινη πραγματικότητα. O John και ο Dave, είναι τώρα οι μόνοι που μπορούν να δώσουν ένα τέλος σε αυτή την απόκοσμη απειλή που έχει βάλει στόχο τον αφανισμό του ανθρώπινου είδους. Θα προλάβουν όμως;
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Don Coscarelli, δεν είναι και ο πιο mainstream τύπος που θα μπορούσες να φανταστείς, μιας που η κινηματογραφική του καριέρα κάθε άλλο, παρά σε εμπορικές επιτυχίες και βαρετές ιστορίες αναλώνεται.
Ακολουθώντας κατά πολλούς το παράδειγμα του μεγάλου Romero, ο οποίος έκανε την ιδέα του ζομπι, pop, ταυτίζοντάς το μια για πάντα με τις ταινίες τρόμου, αλλά και με βαθύτερες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, ο Coscarelli έπλεξε τον δικό του φανταστικό μύθο, ο οποίος μπορεί να μην έφτασε ποτέ το μέγεθος και την σινεματική αξία του Romero, κατάφερε εντούτοις να βρει μπόλικους θερμούς υποστηρικτές, δημιουργώντας το δικό του cult franchise, με την αρχή να γίνεται το 1979, και το "Phantasm". Αργότερα ακολούθησαν πολλά ακόμη sequels, τα οποία από την εποχή του '70, βρήκαν πρόσφορο έδαφος μέχρι και τις μέρες μας, με την τελευταία προσθήκη (προς το παρόν δηλαδή), να γίνεται το 1998 με το "Phantasm IV: Oblivion".
Ο ίδιος βέβαια δεν αρκέστηκε στον δικό του μύθο, αλλά ενέταξε στην πορεία του και άλλα είδη, όπως το φαντασιακό "The Beastmaster", κάτι μεταξύ He-Man, Κόναν ο Βάρβαρος και She-ra, με έναν πρωταγωνιστή με αδαμιαία περιβολή και ορδές από ζώα(!), τα οποία τον βοηθούν στο εκδικητικό του ταξίδι. Βεβαίως δεν γίνεται να μην κάνουμε και μια αναφορά στο πιο millennium δημιούργημά του, το original, και απόλυτα τρελιάρικο "Bubba Ho-Tep" (το έχουμε φιλοξενήσει και εδώ στο blog), και στο οποίο ένας γηραιός Elvis και ένας...έγχρωμος Kennedy(!!), βρίσκονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, η οποία τους έχει έτσι κι αλλιώς για νεκρούς, ζώντας σε ένα ήσυχο γηροκομείο κάπου στην Αμερική. Εκεί οι δυο τους θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν μια αρχαία απειλή, η οποία εισβάλει στο γηροκομείο και τρέφεται με τις ψυχές των ενοίκων ρουφώντας τες από την...οπίσθια οπή τους.
Αν σου φαίνεται αυτό το story περίεργο, που να δεις και το "John Dies at the End".
Για να μην ξεχνιόμαστε μιας που και εσύ θα το έχεις συνηθίσει δηλαδή, η ταινία βασίζεται σε μια κόμικ νουβέλα τρόμου, με την ίδια ονομασία και συγγραφέα τον Jason Pargin (ο οποίος όμως υπογράφει το βιβλίο του ως David Wong, όπως δηλαδή και ο πρωταγωνιστικός του ήρωας).
Η συγγραφική του προσπάθεια ξεκίνησε το 2001, υπό την μορφή webseries (όπως συμβαίνει αρκετά συχνά τώρα τελευταία), κατέληξε σε printed έκδοση το 2007, ενώ δυο χρόνια μετά κυκλοφόρησε και σε μορφή hard cover.
Η μεταφορά της νουβέλας στην μεγάλη οθόνη, υποθέτουμε πως αποτέλεσε εξαίσιο υλικό στα χέρια ενό b-γούστου γνώστη, όπως ο Coscarelli, και παρά το γεγονός οτι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, μπορώ να αντιληφθώ δυο πράγματα, τα οποία λειτουργούν παράλληλα και ως η ουσιαστική αντίφαση που μπορεί να χαντακώσει, αλλά και να ανυψώσει το συγκεκριμένο επίτευγμα.
Αρχικά, και όπως διάβασα από μερικά forums, το περιεχόμενο του βιβλίου είναι αρκετά διαφορετικό, και όπως είναι αναμενόμενο, πολύ πιο πλούσιο. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων, έχουμε μια ταινία που υστερεί αρκετά, ακόμα και όταν πρόκειται για ένα mindf*ck σενάριο, όπως αυτό. Από την άλλη πλευρά βέβαια, το να καταφέρεις να αποδόσεις με τρόπο camp, και απροκάλυπτα b, την όλη αισθητική του βιβλίου, ακόμα και αν υστερείς σε λεπτομέρειες, είναι κάτι έτσι κι αλλιώς απολαυστικό, αφού όλοι αναγνωρίζουμε την "δύναμη" του κοινού που διψά για αίμα, βδελυγματικά τέρατα και μυστηριακές διαστάσεις που ξερνάνε τα πλάσματα του χειρότερού σου εφιάλτη.
Συνεπώς καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: το "John Dies at the End", είναι μια από τις καλύτερες cult ταινίες της χρονιάς, αρκεί να μην έχεις διαβάσει το βιβλίο, προκειμένου να περιμένεις περισσότερα από όσα είναι σε θέση να σου δώσει. Είναι μια από εκείνες τις ταινίες που πρέπει να την παίρνεις όπως σου έρχεται. Γεμάτη δηλαδή από οργιώδη φαντασία, αποκρουστικά, ανθρώπινα απομεινάρια και μπόλικες fun πινελιές, που την καθιστούν την ιδανική camp συνοδεία, της τέλειας βραδιάς.
Χωρίς να παίρνει καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό της, η ταινία είναι ένα συνονθύλευμα gore και pop αισθητικής, η οποία αν και κάπου στη μέση πάει να χάσει λίγο τον μπούσουλα, καταφέρνει να μαζέψει και πάλι την σκηνοθετική της καλούμπα, εν μέσω γλιστερών οφθαλμών που κάνουν πλοπ και πανέξυπνων, κρακενικών πλασμάτων που παραπέμπουν σε καρπεντερικά κακέκτυπα.
Το "John Dies at the End", συνοδεύεται από έναν από τους πιο "ξεδιάντροπους" τίτλους που έχουμε δει τελευταία, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί από μόνος του θέλει να αποτελέσει ένα τεράστιο spoiler, παραπέμποντας σε εκείνον τον αγαπημένο σου φίλο, που θα σου αναφέρει (καταλάθος, αλλά και τις περισσότερες φορές επίτηδες), το τέλος του βιβλίου που διαβάζεις ή της ταινίας που βλέπεις. Στην πυρά!
Παρόλα αυτά μην ανησυχείς, γιατί το περιεχόμενο του τίτλου δεν είναι τόσο απλό, ακριβώς δηλαδή όπως και το σενάριο το οποίο έχει βάλει σκοπό να σε κάνει να αναφωνήσεις "wtf?", ουκ ολίγες φορές. Η αλήθεια πάντως είναι, πως το συγκεκριμένο ανοσιούργημα, δεν ενδείκνυται για τους μη fans του είδους, μιας που μάλλον θα σας προκαλέσει ανακατέματα και αναγούλες. Αφήστε το καλύτερα σε όσους αρέσκονται στο "άρρωστο" cinema των Cronenberg, μιας που η ταινία θα μπορούσε εύκολα να αποτελεί την πτυχιακή ενός θαυμαστή του sick σκηνοθέτη, γυρισμένη με τα πιο απλά μέσα και ουρλιάζοντας σε κάθε της σκηνή, την low budget προέλευσή της.
Η σκηνοθεσία θαρρείς και έχει πεταχτεί από το παράθυρο, μιας που η ανάγκη χρήσης CGI σε ορισμένες σκηνές, μάλλον παραπέμπει περισσότερο σε ζωγραφιά από το Paint του υπολογιστή, παρά σε κάποια σοβαρή προσπάθεια απόδοσης, ενός τέρατος για παράδειγμα. Βέβαια, αν είσαι προετοιμασμένος γι' αυτό που θα δεις, καθόλου δε σε χαλάει αυτή η ολοκληρωτική απουσία ενός αξιοπρεπούς εφε, μιας που αυτό είναι και το ζητούμενο: η δημιουργία ενός φιλμ, το οποίο ξεγελάει τον εαυτό του, περιορισμένο σε μια βάση απλοϊκής αναπαράστασης των εκάστοτε στοιχείων, προκειμένου η "δεύτερη" διάστασή του, να γίνει ακόμη πιο αισθητή. Συνεπώς, μη σας ξενίσει η σκηνοθετική ματιά σε στιγμές, γιατί είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται η ιστορία μας.
Και εκεί που λες οτι μια τέτοια προσπάθεια θα συνοδεύεται από ερμηνείες ηθοποιών που δεν έχεις δει στη ζωή σου, η παρουσία του Paul Giamatti μάλλον αλλάζει λίγο τις ισορροπίες, αφού σε κάνει να απορείς για ποιον λόγο δέχτηκε να παίξει σε μια τέτοια ταινία. Η απάντηση είναι απλή και προφανής: γιατί είναι cool. Αυτό.
Εκτός βέβαια από τον αγαπητό κουλτουρέ (ο οποίος έχει παίξει και σε μερικές ηλιθιότητες, να τα λέμε αυτά) ηθοποιό του Hollywood, το πέρασμά του κάνει και ένας ακόμη, λιγότερο γνωστός ονομαστικά, αλλά με μια φάτσα που αν τη μάθεις, δε την ξεχνάς ποτέ ξανά (και να θες δηλαδή).
Ο Doug Jones είναι ένας από τους πιο χαρισματικούς και χαμαιλεοντικούς ηθοποιούς που υπάρχουν εκεί έξω, τον οποίο βλέπεις ως επί το πλείστον να κρατάει τα μπόσικα στις ταινίες, χωρίς να βγαίνει ποτέ στην πρώτη, ερμηνευτική γραμμή. Ο ρόλος που του έδωσε την ευκαιρία να λάμψει πραγματικά, ήταν αυτός του μυστηριώδους Πάνα, στο αριστοτεχνικό "Pan's Labyrinth" του del Toro, στην ταινία δηλαδή που υποδύθηκε ταυτόχρονα το καλό και το κακό (έπαιζε παράλληλα και τον αποτρόπαιο Pale Man). Αν και η καριέρα του μετράει συμμετοχές σε μπόλικες ακόμα ταινίες, στις οποίες τις περισσότερες φορές είναι μεταμφιεσμένος σε κάτι, στο "John Dies at the End", τον βλέπουμε να κάνει ένα μικρό, αλλά ουσιαστικό πέρασμα, γεμίζοντας τα πλάνα με το ανάστημα, αλλά και την απόκοσμη παρουσία του.
Το "John Dies at the End" είναι μια ταινία μόνο γι' αυτούς που αγαπούν το συγκεκριμένο είδος. Έχει χιούμορ και μια περιρρέουσα, οτινανικη διάθεση που δε σε αφήνει ασυγκίνητο. Το τέλος δε, είναι απλά τέλειο! Δείτε την για μια χαλαρή, παρεϊστικη βραδιά με μπόλικο ποπ-κορν και sodasssss. Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο John μοιάζει υπερβολικά με τον Ορφέα Αυγουστίδη(...), οτι τα παϊδάκι και τα λουκάνικα, ποτέ δεν θα μπορέσω να τα ξαναδώ όπως είναι, και οτι ένα ψεύτικο χέρι, μπορεί τελικά, να σώσει την κατάσταση.
Alloha και σήμερα! Τι κάνουμε; Ελπίζω καλά. Καρα-χειμωνιάτικος ο καιρός σήμερα, ελπίζω να μην πνιγήκατε προσπαθώντας να πάτε στις δουλειές σας, και να είστε όλοι σώοι και αβλαβείς, για να περάσουμε σιγά σιγά στην σημερινή μας ταινία. Αρχικά να πω κάπου εδώ, οτι χθες, ανακοινώθηκαν οι πληροφορίες σχετικά με τα φετινά Blogoscars, όπως αυτά θα αρχίσουν να "δίνονται" από τις 15 Φλεβάρη. Αν θέλετε να μάθετε πως μπορείτε να συμμετάσχετε, καθώς και όλα τα καθέκαστα δεν έχετε, παρά να πάτε εδώ, και να τα μάθετε όλα!
Στο θέμα μας λοιπόν, σήμερα, θα ασχοληθούμε με το φαινόμενο Ben Affleck και πιο συγκεκριμένα με την νέα του σκηνοθετική απόπειρα, "Argo", για την οποία-σας το λέω από τώρα-μόνο καλά πράγματα έχω να πω. Σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Εύγε Ben!
Το 1979, Αμερική και Ιράν, οδηγήθηκαν σε μια διπλωματική σύγκρουση, με τους επαναστάτες Ιρανούς να διαδηλώνουν κατά των Η.Π.Α, ζητώντας να τους εκδώσουν τον πάλαι ποτέ Σάχη τους, τον οποίο οι ίδιοι είχαν ανατρέψει με πραξικόπημα. Ο ίδιος όντας καρκινοπαθής και φοβούμενος για την ακεραιτότητά του, σε μια χώρα που έβραζε από θυμό και οργή, για την ανεκδιήγητα πλούσια και προκλητική του ζωή όσο κυβερνούσε, και ενώ ο λαός πεινούσε, θα ζητήσει άσυλο στους "Αμερικανούς φίλους", με αποτέλεσμα η μανία των Ιρανών να φουντώσει τόσο, ώστε να εισβάλουν τον Νοέμβριο του 1979 στην Αμερικάνικη Πρεσβεία του Ιράν, και να κρατήσουν τους υπαλλήλους όμηρους, για 444 ημέρες!
Την ίδια στιγμή μια ομάδα από υπαλλήλους της Πρεσβείας, θα καταφέρει να διαφύγει από τον χώρο, και να αναζητήσει άσυλο στο σπίτι του Καναδού πρέσβη. Όσο όμως ο καιρός περνά, και οι επαναστάτες κινούν διαδικασίες αναγνώρισης των ομήρων, και διαπραγματεύσεων με την αμερικανική πλευρά, αναφορικά με την επιστροφή του Σάχη, τόσο τα πράγματα για την μικρή ομάδα θα γίνονται πιο δύσκολα, καθώς η επικινδυνότητα της κατάστασης καθιστά απαγορευτική οχι μόνο την έξοδό τους από την χώρα, αλλά ακόμη και την έξοδο από το σπίτι.
Και κάπου εκεί η CIA θα κάνει αισθητή την παρουσία της, στέλνοντας τον ειδικό στις φυγαδεύσεις, Tony Mendez (Ben Affleck), προκειμένου να καταφέρει να τους σώσει, πριν τα πράγματα αγριέψουν ακόμη περισσότερο. Ο Mendez, θα πρέπει να βρει τώρα έναν πειστικό τρόπο, προκειμένου να τους απομακρύνει από την χώρα. Αυτός θα είναι τελικά, οτι πιο τρελό και πιο...κινηματογραφικό, είχε αποφασίσει μέχρι τότε: θα βγάλει την ομάδα από το Ιράν, αναθέτοντάς τους τον ρόλο ενός...ψευδοσυνεργείου, που αναζητεί τις κατάλληλες τοποθεσίες για το γύρισμα μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας με τίτλο, "Argo". Ο κινηματογράφος, στην υπηρεσία του πολίτη.
Ο Ben Affleck αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση δημιουργού, μιας που η προσωπικότητά του χαρακτηρίζεται από μια ξεκάθαρα διττή φύση, οι διαφορές μάλιστα τις οποίας παίζουν, στα δυο άκρα. Από τη μια πλευρά λοιπόν ο Affleck, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας κακός (ή στις καλύτερες στιγμές του, μέτριος) ηθοποιός, ο οποίος με τις ταινιακές του επιλογές, προκαλεί πάντα ερωτηματικά, γέλια (ενώ δεν μιλάμε για κωμωδία), ή απλώς μια παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος, γεγονός που σε οδηγεί απευθείας στο ερώτημα, "γιατί αυτός ο τύπος εξακολουθεί να υπάρχει;". Λοιπόν σε αυτό, μπορούμε να δώσουμε μια κάποια απάντηση. Αρχικά το Hollywood, ποτέ δεν έχει κρύψει την αγάπη του σε όμορφα πρόσωπα και όμορφα σώματα, τα οποία διαθέτουν ένα ελάχιστο υποκριτικό ταλέντο που τα συνοδεύει, και που σε πολλές περιπτώσεις, είναι αρκετό. Μη μου πείτε οτι δεν θα κατατάσσατε και τον Affleck σε αυτή την κατηγορία, μιας που αποτελεί κλασικό παράδειγμα ηρωικού (βλ. το σπαραξικάρδιο "Armageddon", στο οποίο παρόλα αυτά όλοι έχουμε κλάψει, τη στιγμή που το 'Ι Don't Want to Miss a Thing', αρχίζει να ακούγεται. Παραδεχτείτε το!) γόη, με δυνατό σαγόνι, πέτρα κορμί και λοξό χαμόγελο για απευθείας λιώσιμο γλυκανάλατων συμπρωταγωνιστριών.
Η αλήθεια είναι πως ο Affleck ίσως και να σήκωνε πολλές φορές το βάρος και το άχτι πολλών ακόμη τυπάδων που έκαναν καριέρα βασισμένοι στις σεσουλικές ρομαντζοκωμωδίες της συμφοράς, και τα άνευ λόγου ύπαρξης dramedy, που έχουν έναν και μοναδικό στόχο: το κλάμα, το κλάμα, το κλάμα.
Βέβαια και ο Ben, δεν μας βοηθούσε να τον δούμε και λίγο πιο σοβαρά. "Forces of Nature", "Boiler Room", "Bounce", "Daredevil" (oh god...), "Gigli" (μια από τις χειρότερες ταινίες, όλων των εποχών, στην οποία έπαιζε με την τότε αγαπημένη του, Jennifer Lopez. Όσο δηλαδή δεν της έπιανε τον κώλο και δεν της έδινε παπαρατσίστικα φιλιά στο videoclip, 'Jenny from the Block...), "Surviving Christmas", είναι μόνο μερικές από τις κακοταινίες στις οποίες τον έχουμε δει. Και ερωτώ, θυμόταν κανείς, μετά από τόση σαβούρα οτι το μακρινό 1997 ο Affleck είχε κερδίσει με τον Μatt Damon, το Oscar Καλύτερου Σεναρίου για το "Good Will Hunting";
Και να μη το θυμάστε δηλαδή, δεν σας κατηγορώ, μιας που φήμες ήθελαν τον Affleck να στρίβει χόρτο και να αφήνει το βάρος του σεναρίου, αποκλειστικά τον Damon. Όπως και να' χει, είναι να απορεί κανείς, πως στο καλό ο Affleck, δεν αντιλήφθηκε ήδη από τότε, οτι το πραγματικό του ταλέντο εντοπιζόταν οχι μπροστά, αλλά, πίσω από τις κάμερες. Κάλλιο αργά πάντως, παρά ποτέ.
Το 2010 μάλλον φαίνεται πως αποτέλεσε το κομβικό εκείνο σημείο, στο οποίο ο διάσημος ηθοποιός έκανε την προσωπική του ενδοσκόπηση, και αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, στην σκηνοθεσία, ξεκινώντας ήδη από το 2007 με το πολύ καλό, "Gone Baby Gone" στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο αδελφός του, Cassey Affleck.
Η πορεία του ήταν έκτοτε ανοδική, καθώς έπειτα από την συμμετοχή του στο-καθόλου κακό-"The Company Men", επρόκειτο να στρογγυλοκαθήσει στην θέση του σκηνοθέτη, δημιουργώντας μικρά διαμαντάκια, με προσοχή και σύνεση. Ακριβώς δηλαδή όπως δεν θα τον είχαμε σκεφτεί να πράττει κατά το παρελθόν.
Σειρά είχε το 2008 το "The Town", μια μιουταρισμένη σε ένταση, αλλά με γενναίες, υποδόριες δόσεις, περιπέτεια, η οποία πραγματευόταν την ιδανική ληστεία από μια παρέα κακοποιών. Ο Affleck απέδειξε οτι διαθέτει κινηματογραφικό μάτι και μια εντυπωσιακά καλή σκηνοθετική στάση, η οποία εκτεινόταν και στο σενάριο, το οποίο είχε γράψει από κοινού με τους Peter Craig και Aaron Stockard.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο Affleck, έστρεψε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, με πολλούς να κάνουν λόγο για ένα νέο, ανερχόμενο ταλέντο. Επειδή όμως υπήρχαν και εκείνοι που απέδωσαν την επιτυχία του στις συγκυρίες της στιγμής, εκείνος επέστρεψε φέτος με το "Argo", σαρώνοντας τα βραβεία και αποδεικνύοντας οτι ο δρόμος που επέλεξε, δεν έχει κοντινή ημερομηνία λήξης. Και καλά κάνει.
Κερδίζοντας πριν από μερικές μέρες την Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας, αλλά και αυτή για την Καλύτερη Σκηνοθεσία, ο Ben, μπορεί να χαμογελάει, έπειτα από την οσκαρική του απουσία στην κατηγορία της Σκηνοθεσίας, μιας που αντικειμενικά έχει κάνει μια από τις καλύτερες φετινές δουλειές.
Το "Argo" είναι ένα διπλωματικό/κατασκοπικό θρίλερ για γερά νεύρα, αφού μπορεί να μην χαρακτηρίζεται από σεναριακές εξάρσεις, καταφέρνει όμως να δημιουργήσει το πολυπόθητο σασπένς, μέσα από την δεξιοτεχνική σκηνοθεσία του Affleck. Ο ίδιος εξάλλου τοποθετεί τον δικό του, πρωταγωνιστικό ρόλο στο "περιθώριο", αφήνοντας όλο το υπόλοιπο και υπέρλαμπρο cast που έχει συγκεντρώσει, να λάμψει από μόνο του. O Bryan Cranston θυμίζει το "Breaking Bad", alter ego του σε μια ακόμη δυναμική ερμηνεία, ο γηραιός αθυρόστομος Alan Arkin, κερδίζει μια υποψηφιότητα Β' Ανδρικού Ρόλου για τον ρόλο του, ενώ και ο John Goodman, γεμίζει την οθόνη με το πληθωρικό του ταμπεραμέντο. Την ίδια στιγμή, ο Scot McNairy, κάτι μας λέει οτι θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον (στα φετινά του, και η ερμηνεία στο πλευρό του Brad Pitt, στο underrated "Killing Them Softly), ενώ χαρήκαμε που είδαμε και την 'επιστροφή' της Clea DuVall, μιας ηθοποιού με γνήσιο ταλέντο και ετερόκλητη υποκριτική γκάμα.
'Οσον αφορά την υποθεσιακή βάση του "Argo", ο Affleck δεν μοιάζει να έχει καμία διάθεση για μελοδραματισμούς και πατριωτισμό, παρουσιάζοντας τα πράγματα όσο το δυνατόν περισσότερο αποστασιοποιημένος, και χρησιμοποιώντας εν προκειμένω τα ιστορικά επίκαιρα, προκειμένου να αναπαραστήσει περισσότερο πειστικά, και όσο γίνεται πιο αυθεντικά, το ταραχώδες κλίμα της εποχής. Συνεργός του Ben σε αυτή την ταινία, είναι και το εξαιρετικό μοντάζ με τα ουσιώδη κατ και την αέναη περιπλάνηση της κάμερας, από το ένα πρόσωπο στο άλλο, και τούμπαλιν, με την παράλληλη καταγραφή των "ιστορικών" γεγονότων και της αντιθετικής δράσης αμερικάνικης και ιρανικής πλευράς.
Στην ουσία η ταινία δίνει το στίγμα μιας εποχής εν βρασμώ, χωρίς όμως πομπώδεις στιγμές και ηρωικούς διαλόγους. Ίσα ίσα, οι διάλογοι του "Argo", χαρακτηρίζονται από σπιρτάδα, φρεσκάδα και ταχύτητα, εμπλέκοντας μέσα τους έντονο, και το χιουμοριστικό στοιχείο. Ταυτόχρονα ο Affleck μοιάζει να χειρίζεται ιδανικά την κάμερα, καταγράφοντας συναισθήματα, συγκρούσεις και κινδύνους, οδηγώντας την ταινία σε ένα εξαίσιο, σασπενικό κρεσέντο, που σε κάνει να κρατιέσαι από την άκρη της θέσης σου. Μερικές extra, χιτσκοκικές πινελιές, ποτέ δεν έβλαψαν κανέναν.
Η αυτή καθεαυτή υπόθεση της ταινίας, μέσα στην ταινία είναι πανέξυπνη, και αποδεικνύει πως πολλές φορές η πραγματική ζωή είναι larger than cinema, δίνοντάς μας να καταλάβουμε οτι υπάρχουν πολλές ιστορίες εκεί έξω οι οποίες δεν έχουν ακόμα ειπωθεί, περιμένοντας την στιγμή που κάποιος θα αποφασίσει να ασχοληθεί μαζί τους και να τις φέρει στο φως.
Βεβαίως, επειδή μιλάμε και για μια ταινία με γνήσιο, πολιτικό περιεχόμενο, ήταν φυσικό να υπάρξουν και αντιδράσεις (ακόμα και αν η υπόθεση είναι όσο το δυνατόν πιο απλή, απογυμνωμένη από υπονοούμενα σχετικά με την "αντίπαλη" πλευρά), μιας που δεν ήταν λίγοι αυτοί που κατηγόρησαν τον Affleck για ξεκάθαρη "αμερικανιά", ενώ και η ιρανική πλευρά έδωσε την απάντησή της, λέγοντας ότι ετοιμάζει και αυτή την δική της οπτική των πραγμάτων, λέγοντας χαρακτηριστικά: "Οτι κάνετε εσείς, εμείς το κάνουμε καλύτερα". Μάλιστα...
Ανεξάρτητα πάντως από τα πραγματικά συμφέροντα που κρύβονταν πίσω από την original υπόθεση, η κατάσταση δεν αλλάζει, το γεγονός δηλαδή οτι ο Affleck δρα σαν ένας ουδέτερος παρατηρητής, καταγράφοντας τα γεγονότα χωρίς (ιδιαίτερη) βία, αλλά με πολύ δημιουργικό πάθος.
Το "Argo" είναι μια ταινία που μιλάει για την καλύτερη, ψεύτικη ταινία που...δεν γυρίστηκε ποτέ! Έχοντας στο πλευρό του την ιδιαίτερη "παλιακή" φωτογραφία, την αχαλίνωτη σκηνοθεσία του και μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς, ο Ben Affleck πρέπει σίγουρα να είναι περήφανος για το δημιούργημά του. Εμείς είμαστε. Τι έμαθα από την ταινία:Οτι οι αρχή της που γίνεται υπό την μορφή storyboards, είναι τέλεια, οτι ο Affleck με αυτή την κόμμωση, θα μπορούσε να ήταν άνετα να ήταν Έλληνας τραγουδιστής των '70s (με απαραίτητη χρυσή καδένα), και οτι ο George Clooney εκτελεί χρέη executive producer.
Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους! Κινηματογραφική μέρα η σημερινή μιας που χθες δόθηκαν οι Χρυσές Σφαίρες, υπό τον χιουμοριστική καθοδήγηση των Tina Fey και Amy Poehler. Δεν έχω να πω πολλά πράγματα (μόνο πως εάν θέλετε να ενημερωθείτε σχετικά με τους νικητές, τα βραβεία και τα παραλειπόμενα, μπορείτε να επισκεφθείτε το Reel.gr και να τα μάθετε όλα). Αυτό που θέλω να πω, είναι οτι τουλάχιστον στις Σφαίρες το "Argo" του Ben Affleck, μοιάζει να δικαιώθηκε, μιας που έφυγε με το βραβείο Καλύτερης Ταινίας (Δράμα) και Καλύτερης Σκηνοθεσίας, αφήνοντας πίσω του δημιουργούς όπως τον Spielberg και τον "Lincoln" του, καθώς και τον Ang Lee και το "Life of Pi" του (λογικό). Την ίδια στιγμή Hugh Jackman και Anne Hathaway, βραβεύτηκαν αμφότεροι για τις ερμηνείες τους στους "Άθλιους", με τον Hugh να κερδίζει το βραβείο Καλύτερης 'Α Ανδρικής Ερμηνείας σε Μιούζικαλ/Κωμωδία, και την Anne να κερδίζει αυτό του Καλύτερου Β' Γυναικείου Ρόλου. Στις σειρές, σάρωσε για ακόμη μια φορά το "Homeland", κερδίζοντας το βραβείο Καλύτερης Δραματικής Σειράς, όπως και οι πρωταγωνιστές του, Damien Lewis και Claire Danes, αυτά, των καλύτερων ηθοποιών δραματικής σειράς. Στα ωραία στιγμιότυπα της βραδιάς, κατατάσσεται και η βράβευση της Jodie Foster, με το τιμητικό βραβείο Cecil B. Demille, και ο συγκινητικός της λόγος, σχετικά με την...ομοφυλοφιλία της, καθώς και η παράδοση του βραβείου Καλύτερης Ξενόγλωσσης στον Michael Haneke, από τους....Arnold Schwarzenegger και Silvester Stalone!
Και μετά από αυτή την mini, χθεσινή αναδρομή, ώρα να επιστρέψουμε και πάλι στα δικά μας. Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ταινία, η οποία πέρασε λίγο στο αδιάφορο από τις αίθουσές μας, ενώ δε θα έπρεπε. Για όλα τα καλά, και τα λίγα ενοχλητικά που διαθέτει. "Τhe Hunter".
Ο Martin (Willem Dafoe), είναι ένας μοναχικός "μισθοφόρος", ο οποίος στέλνεται από μια εταιρία βιοτεχνολογίας με την ονομασία "Red Leef", στις κρύες, τασμανικές περιοχές της Αυστραλίας, προκειμένου να εντοπίσει και να πάρει το DNA, ενός κατά τα άλλα μυθικού πλάσματος, που μαρτυρίες θέλουν να εξακολουθεί να υπάρχει, ως το τελευταίο του είδους του: την Τασμανική τίγρη.
Ο πρωταγωνιστής θα ξεκινήσει ένα κοπιαστικό ταξίδι στην οργιώδη φύση της περιοχής, προκειμένου να βρει το ζωικό δείγμα και τα το επιστρέψει χωρίς πολλά πολλά στην εταιρία, παίρνοντας το παραδάκι και συνεχίζοντας μετά τη ζωή του. Επειδή όμως η μοίρα ποτέ δεν μας τα φέρνει όπως θέλουμε, ο Martin θα βρεθεί μπλεγμένος συναισθηματικά με μια τοπική οικογένεια, και συγκεκριμένα με την Lucy (Frances O'Connor), μιας κοινοβιακής τύπισσας που προασπίζει την προστασία της Φύσης και των δασών της περιοχής, αλλά και με τα δυο της πιτσιρίκια. Το πράγμα μάλιστα θα αρχίσει να μπλέκεται περισσότερο, όταν η Lucy του αποκαλύψει οτι ο σύζυγός της χάθηκε, χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος, ενώ αναζητούσε ένα μυθικό πλάσμα στην γύρω περιοχή. Η σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη και ο Martin θα συνειδητοποιήσει οτι πίσω από το απλοϊκό παραπέτασμα, κρύβονται πολλά περισσότερα μυστικά απ'οσα θα μπορούσε να μαντέψει...
Ο Αυστραλός σκηνοθέτης, με την τηλεοπτικά φορτωμένη φιλμογραφία, Daniel Nettheim, βασίζει την υπόθεση της δεύτερης κινηματογραφικής του προσπάθειας, στην ομώνυμη νουβέλα της συμπατριώτισσάς του συγγραφέως, Julia Leigh, ικανοποιώντας την-φαντάζομαι, μιας που δεν έχω διαβάσει το βιβλίο-κινηματογραφικά, μιας που το "The Hunter" είναι μια ταινία που βρίθει φυσιολατρικής ομορφιάς και σιωπηλών στιγμών.
Μπορεί ο Nettheim να έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στην σκηνοθεσία τηλεοπτικών σειρών, η ταινία αυτή όμως αποδεικνύει πως εάν το θελήσει μπορεί να γίνει ένας σύγχρονος και άκρως ενδιαφέρον δημιουργός, ο οποίος δύναται μέσα από την κάμερά του να καταγράψει εξόχως την έννοια της ανθρώπινης μοναξιάς, την ταύτισή της με το ερημικό, σχεδόν αποκαλυπτικό τοπίο της βουνίσιας Αυστραλίας, και την λειτουργία αυτού ως καταλύτη απέναντι στις εταιρικές ενοχές και την διατάραξη της πράσινης ισορροπίας, από την ανθρώπινη παρέμβαση.
Αναμφίβολα οι εξωτερικοί χώροι των γυρισμάτων (σε μια Τασμανία η οποία έχει παραδοθεί τον τελευταίο καιρό, σε μια πύρινη Κόλαση, λες και η ταινία του Nettheim αποτελούσε κάτι σαν πικρή προ-οικονομία), αποτελούν τον βασικό πρωταγωνιστή της υπόθεσης, καθώς η υποβλητική τους ομορφιά και η μαεστρία του σκηνοθέτη που καθιστά και το παραμικρό δείγμα υγρασίας ή ψύχους, να λειτουργεί επιδραστικά στην ψυχοσύνθεση του θεατή, βάζοντάς τον σε μια θέση ανυπόφορου "κρύου", ακριβώς όπως αυτό που πηγάζει ακόμα και από την πιο μοναχική καρδιά (βλ. Dafoe).
Σίγουρα η ταινία αποτελεί μια αξιοπρεπέστατη προσπάθεια, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο και από το one man show του Dafoe, ο οποίος είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικός, κάθε φορά που του δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσει ερμηνευτικά. Και αν σκηνοθεσία, ατμόσφαιρα και πρωταγωνιστική υποκριτική βρίσκονται στα υπέρ, η απόδοση του σεναρίου και οι δευτερεύοντες ρόλοι, είναι εκείνα τα στοιχεία που δεν αφήνουν την ταινία να λάμψει, καταδικάζοντάς τη σε ένα δημιούργημα που ενώ θα μπορούσε να είναι κάτι το πραγματικά σπουδαίο, εντούτοις, κάπου χάνει.
Ο λόγος είναι πως το σενάριο της Alice Addison, μοιάζει περισσότερο σαν βεβιασμένη, δραματική ιστορία, από αυτές που έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε στον αμερικάνικο κινηματογράφο, παρά σαν μια ουσιαστική βάση η οποία να μπορεί να στέκεται, αλλά και να προωθεί παράλληλα τη δράση του κεντρικού ήρωα.
Αν και το story γίνεται λίγο πολύ κατανοητό, ήδη από τα μέσα περίπου της ταινίας, εντούτοις η προσπάθεια των δημιουργών, να αντλήσουν ένα βεβιασμένο συναίσθημα από τον πρωταγωνιστή (προσέξτε, όχι από εμάς, αλλά από τον πρωταγωνιστή), είναι κάτι το άβολο και μάλλον αχρείαστο, μιας που εκ των πραγμάτων η δυναμική του "The Hunter" έγκειται στις σκηνές στις οποίες απολαμβάνουμε τον Dafoe μόνο, παρέα με το αχανές, άγριο περιβάλλον της Τασμανίας.
Η ύπαρξη μιας υπόθεσης είναι τις περισσότερες φορές υψίστης σημασίας, προκειμένου τόσο ο κεντρικός ήρωας, όσο και οι ηθοποιοικοί παρατρεχάμενοί του, να μπορέσουν να εξελιχθούν στα πλαίσια ενός κινηματογραφικού δημιουργήματος. Αντιθέτως εδώ, η αποξενωμένη στάση του χαρακτήρα, αν και original, επιδιώκεται να συνθλιβεί κάτω από το βάρος μιας φορεμένης οικογενειακής κατάστασης, στην οποία ο ίδιος θα πρέπει να παίξει τον ρόλο του απόντος αρσενικού (του πατέρα και του συζύγου δηλαδή). Αν και η προσωπικότητα του Dafoe γίνεται ξεκάθαρη από το πρώτο κιόλας λεπτό της ταινίας (μια σκηνή η οποία μου έφερε στο μυαλό την απομόνωση του Captain Benjamin L. Willard, στις πρώτες στιγμές του "Apocalypse Now"), και την αποδεχόμαστε ως μια γνήσια, ανθρώπινη κατάσταση, εντούτοις αργότερα, το πράγμα μοιάζει να βαδίζει προς μια πιο mainstream αποτύπωση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα, οτι η φύση του κεντρικού χαρακτήρα είναι όπως είναι, μόνο για να γίνει αντιληπτή η μεταστροφή του αργότερα, πράγμα που είναι το ζητούμενο σε πολλές ταινίες, προκειμένου να προωθηθεί έτσι ο μύθος και να αναζητηθεί μια νέα πορεία προς το τέλος. Εδώ όμως η όλη προσπάθεια, δεν πείθει και τόσο, μιας που η σχέση που αναπτύσσεται με την οικογένεια και βεβιασμένη μοιάζει, και δεν φαίνεται να δίνει σημασία σε αληθινές καταστάσεις, που εκ των πραγμάτων κλωτσάνε (χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός λίγο πριν από το τέλος της ταινίας. Όσοι το έχετε δει, ξέρετε σε τι αναφέρομαι).
Στην τελική, τα δραματικά κομμάτια του φιλμ, θα μπορούσαν να απουσιάζουν, με εμάς, να παρακολουθούμε το α λα "Into the Wild" ταξίδι του πρωταγωνιστή, περιπλανώμενοι μαζί του, και αναγνωρίζοντας έτσι μια δική του εσωτερική αλλαγή, που θα μπορούσε να προέρχεται από την αυθεντική επαφή του με την Φύση, και τίποτα περισσότερο. Βεβαίως όπως γίνεται αντιληπτό, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί, από τη στιγμή τουλάχιστον που μιλάμε για την μεταφορά ενός βιβλίου.
Εκτός λοιπόν από την άνιση απόδοση του οικογενειακού δράματος, η Frances O'Connor και ο Sam Neil, περιορίζονται σε μερικές μόνο σκηνές, οι οποίες αν αποτελούσαν αυτόνομα κομμάτια μιας ιστορίας, και μεγαλύτερη αξία θα είχαν και πιο ουσιαστική θα ήταν στην τελική, η συμμετοχή των ηθοποιών. Αντιθέτως η O'Connor κάνει οτι μπορεί προκειμένου να βρει τα όποια ψήγματα υποβόσκοντος ρομάντζου ανάμεσα στην ίδια και τον χαρακτήρα του Dafoe, ενώ ο Neil περιορίζεται σε μια καρικατούρα του ρόλου του στο σπιλμπερικό, "Jurassic Park".
Αν δούμε λοιπόν μακριά από αυτές τις σεναριακές αναποδιές και την ανεκμετάλλευτη δράση των υπολοίπων συμμετεχόντων, το "The Hunter" είναι μια ταινία για τον άνθρωπο και την Φύση, ένα ταξίδι εσωτερικού στοχασμού και επαναπροσδιορισμού ολόκληρης της ζωής ενός ατόμου. Διόλου τυχαίο πως στην άκρη αυτού του δρόμου, "περιμένει" ένα πλάσμα φανταστικό, μυθικών διαστάσεων και ανυπολόγιστης αξίας, σαν άλλο Ιερό Δισκοπότηρο, που προσφέρει την δική του αθανασία. Παράλληλα, το εύρημα της τασμανικής τίγρης, έρχεται και δένει υπέροχα στον κόσμο του απόμακρου Martin, ο οποίος αισθάνεται την Φύση και κατ' επέκταση το ζώο που κυνηγά, ως μια προσωπική του μοίρα ή αν θέλετε, ως την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Η τίγρης και ο Martin κλειδώνουν από μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών, όπως η μοναξιά, η περιπλάνηση στη άγρια φύση και αναμονή ενός επικείμενου θανάτου. Μπορεί η έμμεση αναφορά στην φυσιολατρική τάξη των πραγμάτων, όπως αυτή απαιτείται από τους ανθρώπους να είναι εκεί, αλλά την ίδια στιγμή ο Martin, είναι σαν να ακολουθεί στην ταινία τα χνάρια, του δικού του εαυτού, σε μια προσπάθεια ύστατης, τελικής αναγνώρισης αναφορικά με την πορεία της ίδιας του της ζωής.
Με μια εντυπωσιακή σκηνοθεσία που περιφέρεται εν μέσω σκληρών βράχων, παγωμένου ουρανού και πράσινου οργίου, το "The Hunter" σίγουρα δεν είναι μια ακόμη αδιάφορη ταινία, αλλά καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον σου κυρίως χάρη στην ερμηνεία του Dafoe (μηδέν συναίσθημα, full πληθωρικός), τα τοπιακά πλάνα και την αίσθηση ενός βαθύτερου, καλά κρυμμένου νοήματος περί ύπαρξης και ζωής, που σε καλεί να το ανακαλύψεις. Και αν το τέλος, γκρεμίζει και πάλι την γνήσια οπτική που η ταινία θα έπρεπε να έχει, εσένα αυτό που σου μένει είναι το περονιαστό ψύχος και τα δόντια σου που κροταλίζουν θαρρείς, σε κάθε της λεπτό.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι αυτή την τίγρη, δε τη λες και τίγρη, οτι η O'Connor μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή μαστούρα και οτι ο Neil δεν έχει γεράσει. Ναι, ακόμα.