Hello again. Μετά από πολύ καιρό (βασικά δε ξέρω καν αν έχω ανεβάσει πάλι ταινία παρόμοιου περιεχομένου, ένα μυαλό το'χω κι εγώ) σήμερα θα πούμε δυο πραγματάκια για ένα φιλμ, που αποπνέει Μεσαίωνα. Πιο συγκεκριμένα το "Black Death", το είχα στο νου μου εδώ και αρκετό καιρό, εξαιτίας της υπόθεσης η οποία είχε τραβήξει τη προσοχή μου σε πρώτη φάση, αλλά και του πρωταγωνιστικού cast που συνηθίζουμε πια να βλέπουμε σε παρόμοια projects. Για του λόγου το αληθές να σας πω, οτι πρωταγωνιστής είναι ο Sean Bean και όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό. Για πάμε να δούμε.
Βρισκόμαστε κάπου στο 1300-φτύσε με, και η βουβωνική πανώλη (γνωστή και ως "μαύρη πανώλη" ή "μαύρος θάνατος"), έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της στην Αγγλία, αποδεκατίζοντας τεράστιους αριθμούς πληθυσμών. Κάπου εκεί, ένας νεαρός μοναχός ο Osmund (Eddie Redmayne), αποδέχεται τον ρόλο του οδηγού μιας ομάδας περιπλανώμενων πολεμιστών, οι οποίοι αναζητούν κάτι πολύ συγκεκριμένο: ένα χωριό στο οποίο λέγεται οτι οι νεκροί επιστρέφουν και πάλι στον κόσμο των ζωντανών. Έτσι, με μπροστάρη τον Osmund και αρχηγό τον σκληροτράχηλο Ulrich (Sean Bean), η ομάδα θα προσπαθήσει να δώσει μια απάντηση, για την αινιγματική ζωή των κατοίκων του μικρού χωριού, το οποίο όπως όλα δείχνουν, είναι το μοναδικό προπύργιο υγείας, μέσα στον σηψαιμικό θάνατο που επικρατεί τριγύρω. Και πως έχουν καταφέρει αυτοί οι άνθρωποι να μείνουν ζωντανοί, μακριά από την "οργή του Θεού", όπως χαρακτηρίστηκε η θανατηφόρα αυτή ασθένεια; Η αποκάλυψη της αλήθειας είναι απρόβλεπτη. Όπως ακριβώς και ο αιώνιος πόλεμος ανάμεσα στον Θεό και τον Διάβολο. Το καλό και το κακό...
Το «Black Death» είναι ένα από εκείνα τα ταινιάκια που βλέπεις για να περάσεις την ώρα σου, και τη περνάς τελικά καλά. Δεν πρόκειται να αναζητήσουμε θέματα όπως αυτά που είδαμε στο "Killing Them Softly", αλλά ως ένα βαθμό, έχει και αυτό τη δική του αξία, παρότι πραγματεύεται ζητήματα τα οποία έχουμε ξαναδεί σε παρόμοιου περιεχομένου ταινίες και οχι μόνο. Έτσι λοιπόν όπως μπορείτε να καταλάβετε, δεδομένου και της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, τα ζευγάρια θεμάτων που παίζουν είναι κυρίως ο θάνατος και η ζωή, η πίστη και η απουσία της, ο Θεός και ο-ας τον πούμε-Διάβολος, και εδώ ο σκηνοθέτης Chrostopher Smith κάνει οτι περνάει από το χέρι του, προκειμένου να κρατήσει τα πράγματα απλά, αλλά ενδιαφέροντα. Και το καταφέρνει.
Ο Smith έχει κάνει μέχρι τώρα μερικές ακόμη ενδιαφέρουσες επιλογές, σκηνοθετώντας ως επί το πλείστον θρίλερ ή ταινίες τρόμου, όπως το πολύ καλό και mind fucking "Triangle" (για το οποίο θα πούμε κάποια στιγμή και εδώ), το spooky "Creep", καθώς και τη μαύρη κωμωδία με extra extra δόσεις gore, "Severance". Μπορεί καμία από αυτές να μη δρέπει δάφνες για τη πρωτοτυπία της, είναι όμως μια καλή ευκαιρία να τις τσεκάρετε σήμερα, για να μπείτε και λίγο σε Halloween κλίμα.
Στο "Black Death" μπορεί ο τρόμος ως σπλάτερ να λείπει, όμως υπάρχει αυτή η μυστηριακή ατμόσφαιρα των μεσαιωνικής εποχής ιστοριών, καθώς και η εμπλοκή με τη θρησκεία και τις πάσης φύσεως ειδωλολατρικές εκδηλώσεις της πίστης, έτσι ώστε η ταινία σε αφήνει ικανοποιημένο, αν ζητάς και εσύ αυτό από εκείνη.
Σκέψου λίγο το "Game of Thrones" στο πιο μαζεμένο του όμως, χωρίς την υπερσεξουαλική φύση και το αίμα που ρέει, και θα έχεις μια καλή εικόνα σχετικά με το τι πραγματεύεται το "Black Death".
H αλήθεια βέβαια είναι, πως εκτός από την εποχή που είναι ίδια και σε αυτές τις παραγωγές, υπάρχουν δυο πρόσωπα στη ταινία, που θα σου φέρουν κατευθείαν στο μυαλό την επικών διαστάσεων σειρά, του ΗΒΟ. Το πρώτο είναι φυσικά ο Sean Bean, ο οποίος έχω πειστεί πλέον οτι έχει γεννηθεί για να παίζει τέτοιους ρόλους-στολή μαχητή, σπαθιά στα χέρια, μακρύ λαδωμένο μαλλί και μούσια- μιας που όπως και να το κάνουμε του πάνε πολύ. Το δεύτερο άτομο, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον αφού πρόκειται για την Carise van Houten, το πραγματικό όνομα της οποίας μπορεί να μη σας λέει κάτι, σίγουρα όμως σου λέει αυτό στη σειρά όπου υποδύεται την Melisandre. Ξέρεις τώρα, εκείνη τη μάγισσα που γέννησε τον δαίμονα του σκότους; Ε, ο χαρακτήρας της εδώ, δε διαφέρει και πολύ από αυτόν στο Game of Thrones...
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Γερμανία (αν με ρωτούσατε θα έλεγα οτι έγιναν μάλλον σε σκανδιναβικά εδάφη) και όπως θα δείτε, από πλευράς τουλάχιστον ατμόσφαιρας, η παραγωγή έχει πετύχει διάνα. Καταπράσινα δάση, χωριάτικοι οικισμοί, σπηλιές, σκληρή πέτρα και κρύο, συναρμολογούν μια εικόνα ακριβώς όπως έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε σε σειρές και ταινίες ίδιου περιεχομένου. Παρόλα αυτά εκείνο που κατά πάσα πιθανότητα θα σας ιντριγκάρει περισσότερο στο "Black Death" είναι η σταδιακή αλλαγή του μοναχού Osmund (εκπληκτικός εδώ ο Redmayne), ο οποίος στο ταξίδι του, βλέπει πια πίσω από το παραπέτασμα της αυστηρής πειθαρχίας και της ύπαρξης ενός υπέρτατου όντος, ανακαλύπτοντας οτι ο άνθρωπος είναι τελικά πολύ πιο καταστροφικός, ακόμα και από την πιο επικίνδυνη ασθένεια...
Εκτός από τη σκηνοθεσία η οποία πατάει στα αφηγηματικά της μονοπάτια (ειλικρινά αν δεν έχει κάτι περισσότερο ενδιαφέρον η σκηνοθεσία για να σχολιάσω, νοιώθω σαν κάτι να λείπει από τη ταινία), το story έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως χάρη στον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνεται και με τον οποίο οι αποκαλύψεις έρχονται στο φως, επίπονες και άγριες.
Η έννοια της πίστης κερδίζει έδαφος, ο Θεός είναι ο υπέρτατος κριτής και η πανώλη η τιμωρία του πάνω στους ανθρώπους, για όλα τα κακά που έχει προκαλέσει η επίγεια ζωή τους. Συνεπώς τι σημαίνει αυτό για όσους δεν έχουν υποστεί ακόμα την οργή του Δημιουργού; Οτι δε πιστεύουν; Οτι αναστένουν τους νεκρούς τους, χάρη στη βαθιά πίστη τους σε κάτι σατανικό και αρχαίο; Ή μήπως όλα αυτά είναι τελικά μια ανθρώπινη παρεξήγηση, μια φριχτή σύμπτωση που κάνει τον μανδύα της δεισιδαιμονίας να απλώνεται ακόμα πιο βαρύς, πάνω από τα κεφάλια των αγράμματων και των φτωχών;
Εκτός από την ικανοποιητική σκηνοθεσία και τις υπέροχα ομιχλώδεις τοποθεσίες των γυρισμάτων, οι ερμηνείες είναι επίσης καλές, με τον Redmayne βεβαίως να ξεχωρίζει.
Η αλήθεια είναι πως όταν είχα δει το "One Week with Marilyn" είχα απορήσει με την ερμηνεία του νεαρού Βρετανού, καθώς μου είχε φανεί το λιγότερο αδιάφορος. Στο "Black Death" αντιθέτως είναι πολύ καλός, με μια γκάμα συναισθημάτων να τον χαρακτηρίζει και να του δίνει νεύρο και ψυχή.
Στο πλευρό του πάντα αξιόλογος σε τέτοιους ρόλους, είναι και ο Shean Bean, στον ρόλο του δυναμικού, πιστού άντρα, γεγονός που δημιουργεί ωραία αντίθεση με το νεαρό της ηλικίας του Redmayne ο οποίος φαντάζει μπροστά του πιτσιρίκι. Και αυτό εξυπηρετεί.
Σε γενικές γραμμές το "Black Death" είναι μια ταινία που έχει όλο το πακέτο, αν θες να δεις κάτι για να περάσεις ευχάριστα την ώρα σου (όσο ευχάριστα δηλαδή, δεδομένου του θέματός του). Έχει καλές ερμηνείες, ωραία υπόθεση, ταιριαστή σκηνοθεσία και πετυχαίνει ιδανικά την αναπαράσταση της κακορίζικης εκείνης εποχής. Τσεκάρετέ την.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα ρούχα του Game of Thrones, είναι δανικά από εδώ, οτι ο θρύλος του Bean ζει, και οτι ο τον ρόλο της van Houten, διεκδίκησε και η Lena Headey. Οποία έκπληξις!
No trivia
Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012
Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012
Killing Τhem Softly: America is not a country, it's a business
NEW ARRIVAL
Aloha και καλή εβδομάδα και καλό μήνα δηλαδή σε λίγο. Today θα αφήσουμε πάλι στην άκρη τις εναπομείναντες, φεστιβαλικές ταινίες και θα ασχοληθούμε με μια ακόμη νέα κυκλοφορία που έκανε την εμφάνισή της τη περασμένη εβδομάδα. Το "Killing Them Softly" είναι μια ταινία πρόκληση για όσους αποφασίσουν να πάνε να τη δουν επειδή απλά παίζει ο Brad Pitt. Μέγα λάθος. Δε πας να δεις μια ταινία χωρίς να έχεις τη παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται, ούτε και αρχίζεις να χασκογελάς σαν ηλίθιος και να τη κράζεις, επειδή εσύ απλώς αποφάσισες να πας να δεις μια ταινία που παίζει ο διάσημος Brad. Έτσι, οχι μόνο εκνευρίζεις όσους εις γνώσιν τους, αποφάσισαν να δουν το "Killing Them Softly" (εν προκειμένω), αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να κυκλοφορεί και κακό όνομα στη "πιάτσα", αναφορικά με τη ταινία που δε σε ικανοποίησε, προφανώς για τους λάθος λόγους. "Τι είδες ρε σήμερα;", "Άσε ρε φίλε, είδα μια μαλακία με τον Brad Pitt, που όλο βρισίδι είχε και κάτι για την Αμερική έλεγε, και οχι και πολύ μπαμ-μπαμ, και δε μ' άρεσε καθόλου". Το "Killing Them Softly" φίλε μου, είναι το φετινό "Drive" και κανείς δε σου φταίει που επιλέγεις ταινία βάση του poster της. Τςςςς.
Ο Jackie Cogan (Brad Pitt) είναι ένας επαγγελματίας εκτελεστής, ο οποίος εργάζεται για μια "εταιρία" αφεντικών της νύχτας, που στήνει παιχνίδια poker. Οι συμμετέχοντες, δε θα μπορούσαν παρά να αποτελούν μια ετερόκλητη γκάμα σκιωδών προσωπικοτήτων, από τις φάτσες των οποίων μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι ο κακός Ρώσος, ο πρωτάρης, ο Ιταλός μαφιόζος και ούτε καθεξής. Καλόπαιδα δηλαδή.
Mια μέρα δυο μικροεγκληματίες, o άβγαλτος Frankie (Scott Mc Nairy) και o μέγας πρέζας/κτηνοβάτης Russell (Ben Mendelsohn), θα αποφασίσουν παρέα και υπό την καθοδήγηση του δικού τους "παλιά καραβάνα" αφεντικού, να χτυπήσουν ένα από αυτά τα χαρτοπαίχνιδα, προκειμένου να μαζέψουν το γλυκό παραδάκι. Η δουλειά γίνεται, αλλά όπως φαντάζεστε κάτι στραβώνει. Και κάπου εκεί έρχεται ο Cogan μαζί με το shotgun του, προκειμένου να βάλει τα πράγματα στη θέση του. Αν δηλαδή αυτά μπαίνουν...
Στην Αμερική δεν έχω πάει ποτέ, αν και θα το ήθελα πολύ. Συνεπώς δε μπορώ να είμαι σίγουρη 100% οτι έτσι είναι, αλλά νομίζω οτι η σύγχρονη πραγματικότητα που παρουσιάζει ο σκηνοθέτης Andrew Dominik μέσα από τη ταινία του, δεν απέχει και πολύ από την αληθινή εικόνα των πραγμάτων. Και στη τελική, γιατί να απέχει κιόλας;
Το "Killing Them Softly" αποτελεί την, μόλις τρίτη, κινηματογραφική του δουλειά, μετά το πολύ καλό "The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford" και το "Chopper", με πρωταγωνιστή έναν σαπιοκοιλιά, Eric Bana.
Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, έτσι και εδώ, ο Dominik επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, στο βίαιο κομμάτι της καθημερινότητας, με χαρακτήρες που ζουν στην άλλη πλευρά του νόμου, βασιζόμενος για ακόμη μια φορά σε λογοτεχνικό υλικό. Το "Killing Them Softly" αποτελεί στην ουσία τη μεταφορά της crime νουβέλας του George V. Higgins, "Cogan's Trade", όπως αυτή κυκλοφόρησε το 1974, αποσπώντας μάλιστα μετριοπαθείς κριτικές, κυρίως για την πολύ σκληρή αργκό που μιλούσαν οι χαρακτήρες του.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι σίγουρο, πως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο όσο έβλεπα τη ταινία, σηκώθηκαν και έφυγαν από την αίθουσα, καμιά δεκαριά άτομα, αφήνοντάς με πραγματικά εμβρόντητη, μιας που δε μου έχει ξανατύχει κάτι παρόμοιο. Και εκεί τριγύρω έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται: είμαστε πραγματικά τόσο πουριτανοί που στην επανάληψη (ακουστική και γραπτή, όσον αφορά τους υπότιτλους) των λέξεων 'πούτσος', 'μαλάκας', 'γαμήσι', 'κώλος' και διαφόρων ακόμη, αναγκαζόμαστε να σκύψουμε το κεφάλι ντροπιασμένοι, και να φύγουμε από την αίθουσα εν μέσω αμήχανων χαχανητών ή μήπως η επαφή μας με το κινηματογραφικό αντικείμενο (και κατ' επέκταση και με άλλα πράγματα) είναι τόσο κακή, ώστε δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια crime ταινία, από ένα blockbuster, ή να αναγνωρίσουμε το γεγονός, οτι ένας ηθοποιός όπως ο Brad Pitt δεν είναι μόνο φρουφρου και αρώματα, αλλά μπορεί να βρίζει, να πετάει μυαλά όξω, και να αποτελεί τον βασικό εκφραστή μιας μπιζνεσικής χώρας, όπως η Αμερική; Ειλικρινά, δε ξέρω τι είναι χειρότερο.
Αφήνοντας στην άκρη λοιπόν τα προσωπικά μου ερωτήματα, στα οποία δε νομίζω να πάρω και ποτέ απάντηση, επιστρέφω πάλι στο σημερινό μας ζουμί, το οποίο-παράπονο δεν έχω-είναι μπόλικο.
Καταρχάς η ταινία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη και πρωτότυπη, αφηγηματική προσέγγιση που της δίνει αφενός μια παλιομοδίτικη, γκανγκστερική διάσταση, εντεταγμένης αφετέρου, μέσα σε ένα σύγχρονα παραπαίον σύστημα ηθικών αξιών και οικονομίας.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς όταν ξεκινάει η ταινία, είναι η μαφιόζικη αίγλη των περασμένων δεκαετιών, της εποχής του Martin Scorsese και του Francis Ford Coppola. Μπορεί οι πρωταγωνιστές να υπολείπονται των σταυροκουμποτών, ριγέ κοστουμιών, των οπλικών τους γαζωτήρων και του υψηλού, οικογενειακού αισθήματος, παρόλα αυτά, εξακολουθούν να είναι τα μεγάλα αφεντικά, αυτοί που κλείνουν συμφωνίες, οχι πια από τη δερμάτινη πολυθρόνα τους, αλλά από τη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο ή καθισμένοι πάνω στο σκαμπό ενός μπαρ πίνοντας τζιτζιμπίρα.
Η παραβατική διάσταση του πράγματος δεν έχει αλλάξει. Αυτό που έχει αλλάξει ολοκληρωτικά, είναι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξακολουθούν να δρουν οι σύγχρονοι μαφιόζοι. Πάνε πια οι εποχές που η επιφανής "οικογένεια" θα σε έσωζε από τον θάνατο και θα καθάριζε για πάρτη σου. Τώρα πια ο καθένας είναι μόνος του (όπως λέει χαρακτηριστικά ο Pitt κάπου στο τέλος της ταινίας). Οι χαρακτήρες του Scorsese έχουν αποποιηθεί τη μαφιόζικη, παρεϊστικη τρέλα τους, και έχουν μεταφερθεί σε έναν κόσμο οικονομικής κατάρρευσης, μοναχικής επικράτησης και εξαφάνισης του όποιου κώδικα τιμής. Ο καθένας για τον εαυτό του και για τη τσέπη του. Και αν αυτό δε σου αρέσει κρίμα και ΜΠΑΜ (μυαλά στο παράθυρο).
O Dominik προσδίδει στη παραδοσιακή εικόνα της μαφίας (όπως δηλαδή αυτή χτίζεται μέσα στο βιβλίο), μια πιο καινούρια ματιά, ανανεώνοντας σε μεγάλο βαθμό τόσο τη δράση των ηρώων, όσο και του συστήματος μέσα στο οποίο αυτοί λειτουργούν. Όπως μάλιστα λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του: "Καθώς ξεκινούσα να μεταφέρω το story στην μεγάλη οθόνη, ήταν η ιστορία μιας οικονομικής κρίσης, και ήταν μια οικονομική κρίση σε μια οικονομία, που είχε δημιουργηθεί από τον τζόγο και η κρίση δημιουργήθηκε εξαιτίας μιας αποτυχίας στον κανονισμό. Απλώς έμοιαζε να έχω στα χέρια μου κάτι, το οποίο δε μπορούσα να αγνοήσω".
Ακριβώς αυτά τα λόγια του σκηνοθέτη, μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει μέσα στη ταινία. Όταν ανέφερα λίγο πιο πάνω οτι το "Killing Them Softly" χαρακτηρίζεται από μια δημιουργική, αφηγηματική μορφή, εννοούσα στην ουσία, το πόσο ιδανικά έχει καταφέρει να ταυτίσει ο Dominik, τη δράση του Cogan, με τη "δράση" και κυρίως, τα λεγόμενα των...Βarack Obama και John McCain, την προεκλογική περίοδο του 2008. Και πως το έκανε αυτό; Είναι απλό. Σε πολλές σκηνές της ταινίας ο σκηνοθέτης, φροντίζει να καθιστά δευτεραγωνιστή μια τηλεόραση ή ένα ραδιόφωνο τα οποία μεταδίδουν διαρκώς τις προεκλογικές υποσχέσεις των δυο υποψηφίων για την αμερικανική προεδρία, επιλέγοντας αποσπάσματα που αφορούν το οικονομικό μέλλον της Αμερικής, τον περιορισμό της εγκληματικότητας, τη μείωση της ανεργίας μέσα από νέες θέσεις εργασίας και ένα σωρό άλλα θέματα. Αυτό το ευφυές, σκηνοθετικό εύρημα, βοηθάει στο να καταστήσει από τη μια πλευρά τους πρωταγωνιστές, εμφανέστατα έρμαια ενός οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συνόλου, υποδεικνύοντας οτι ακόμα και ο πιο αισχρός μαφιόζος, αποτελεί μέρος του ευρύτερου συνόλου, της μεγάλης Αμερικής, ενώ από την άλλη πλευρά γίνεται ένας υπέροχος παραλληλισμός, αφού η παραβατικότητα του ατόμου, ταυτίζεται με την κεκαλυμμένη παραβατικότητα της ίδιας της χώρας. Όπως ακριβώς ο μικρόκοσμος των αφεντικών της νύχτας περνάει "κρίση", έπειτα από τη ληστεία στη παρτίδα του πόκερ (ενός κόσμου δηλαδή που είναι χτισμένος πάνω στον original τζόγο), έτσι και ο μακρόκοσμος της Αμερικής, περνάει τη δική του "κρίση", δομημένος πάνω σε ένα πολύ πιο επικίνδυνο "τζογάρισμα". Και με πολύ πιο επικίνδυνους αντιπάλους.
Εκτός από την ταύτιση των δυο κόσμων και την αλληγορική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η ιστορία του Jackie Cogan, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή των ηθοποιών. Για παράδειγμα δε μπορώ να φανταστώ οτι η παρουσία του-μπεκρή, γυναικά και όσο δε πάει αθυρόστομου εδώ-James Gandolfini, και του-always Goodfella-Ray Liotta είναι τυχαία. Αυτό που μπορώ να φανταστώ (και η αλήθεια πωρώνομαι) είναι οτι ο Dominik διάλεξε εσκεμμένα τους δυο αυτούς ηθοποιούς οι οποίοι είναι γνωστοί για τους γκανγκστερικούς ρόλους και τη μαφιόζικη πορεία τους, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να παρουσιάσει με τρόπο σινεφιλικό τις διαφορές που αναφέραμε και λίγο παραπάνω, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους. Ο Gandolfini (ο οποίος εδώ δίνει ερμηνειάρα), μοιάζει να αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, ενώ ο Liotta περιορίζεται σε έναν ρόλο άμυαλο και έναν χαρακτήρα με εντελώς χαζές, προσωπικές επιλογές. Το αποτέλεσμα; Οι παλιές καραβάνες του crime κινηματογράφου αρκούνται σε ρόλους αδρανείς, χωρίς σκοπό, χωρίς αξία και-κυρίως-χωρίς μέλλον, αδυνατώντας έτσι κι αλλιώς να προσαρμοστούν στα δεδομένα της σημερινής πραγματικότητας. Αντιθέτως ο Cogan (o Pitt σε μια ακόμη εξαίσια, ερμηνευτική παρουσία) είναι το φρέσκο αίμα, συμβιβασμένος με τους νέους καιρούς, αδίστακτος και εγωιστής, ξέρει τι πρέπει να κάνει, προκειμένου να ικανοποιήσει πρώτα τον εαυτό του και μετά τον εργοδότη του. Old school mobs, φάτε τη σκόνη του.
Μια αναφορά αξίζει σίγουρα και για τη σκηνοθεσία η οποία κλέβει τη παράσταση. Παραμορφωτικοί φακοί, ρηχό βάθος πεδίου που 'ξερνάει' και τη παραμικρή λεπτομέρεια μπροστά σου, smooth κοψίματα, ημιφωτισμένα πλάνα, μια ντελιριακή σεκάνς που αναπαριστά με τρόπο παραισθησιακό, το 'φτιάξιμο' των ναρκωτικών, ένα εκτενές slow-motion εξωφρενικής ευκρίνειας και λεπτομέρειας, η κάμερα ως παρατηρητής, η κάμερα ως κοινωνός μιας εσωτερικής κατάστασης, η κάμερα ως αντίθετο (βλέπεις μια ταινία, η κάμερα της οποία τραβάει το τηλεοπτικό αποτέλεσμα, μιας άλλης κάμερας), οι soft φωτισμοί, η neo-noir ατμόσφαιρα, όλα αυτά, δημιουργούν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα που αντλεί δόσεις αστικής ντεκαντάνς από Spike Lee ("25th Hour"), πατριωτικές νότες από Clint Eastwood ("Gran Torino") και οικουμενικό πεσιμισμού από David Fincher ("Fight Club").
Το "Killing Them Softly" είναι μια ταινία που ο καθένας μπορεί να διαβάσει όπως θέλει. Είτε να μείνει στην επιφάνεια, και να αρκεστεί σε μια παραδοσιακή, crime κατάσταση, ή να αναζητήσει όλα τα υπόλοιπα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένη και για τα οποία αξίζει να τη μάθει κανείς. Φετινό "Drive"; Ιt sure is.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η τελευταία ομιλία του Pitt είναι ομιλία Tyler Durden, οτι παίζει και ο Richard Jenkins που είναι πάντα καλός και οτι η φωνή του Johnny Cash ταιριάζει γάντι στη ταινία.
No trivia
Aloha και καλή εβδομάδα και καλό μήνα δηλαδή σε λίγο. Today θα αφήσουμε πάλι στην άκρη τις εναπομείναντες, φεστιβαλικές ταινίες και θα ασχοληθούμε με μια ακόμη νέα κυκλοφορία που έκανε την εμφάνισή της τη περασμένη εβδομάδα. Το "Killing Them Softly" είναι μια ταινία πρόκληση για όσους αποφασίσουν να πάνε να τη δουν επειδή απλά παίζει ο Brad Pitt. Μέγα λάθος. Δε πας να δεις μια ταινία χωρίς να έχεις τη παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται, ούτε και αρχίζεις να χασκογελάς σαν ηλίθιος και να τη κράζεις, επειδή εσύ απλώς αποφάσισες να πας να δεις μια ταινία που παίζει ο διάσημος Brad. Έτσι, οχι μόνο εκνευρίζεις όσους εις γνώσιν τους, αποφάσισαν να δουν το "Killing Them Softly" (εν προκειμένω), αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να κυκλοφορεί και κακό όνομα στη "πιάτσα", αναφορικά με τη ταινία που δε σε ικανοποίησε, προφανώς για τους λάθος λόγους. "Τι είδες ρε σήμερα;", "Άσε ρε φίλε, είδα μια μαλακία με τον Brad Pitt, που όλο βρισίδι είχε και κάτι για την Αμερική έλεγε, και οχι και πολύ μπαμ-μπαμ, και δε μ' άρεσε καθόλου". Το "Killing Them Softly" φίλε μου, είναι το φετινό "Drive" και κανείς δε σου φταίει που επιλέγεις ταινία βάση του poster της. Τςςςς.
Ο Jackie Cogan (Brad Pitt) είναι ένας επαγγελματίας εκτελεστής, ο οποίος εργάζεται για μια "εταιρία" αφεντικών της νύχτας, που στήνει παιχνίδια poker. Οι συμμετέχοντες, δε θα μπορούσαν παρά να αποτελούν μια ετερόκλητη γκάμα σκιωδών προσωπικοτήτων, από τις φάτσες των οποίων μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι ο κακός Ρώσος, ο πρωτάρης, ο Ιταλός μαφιόζος και ούτε καθεξής. Καλόπαιδα δηλαδή.
Mια μέρα δυο μικροεγκληματίες, o άβγαλτος Frankie (Scott Mc Nairy) και o μέγας πρέζας/κτηνοβάτης Russell (Ben Mendelsohn), θα αποφασίσουν παρέα και υπό την καθοδήγηση του δικού τους "παλιά καραβάνα" αφεντικού, να χτυπήσουν ένα από αυτά τα χαρτοπαίχνιδα, προκειμένου να μαζέψουν το γλυκό παραδάκι. Η δουλειά γίνεται, αλλά όπως φαντάζεστε κάτι στραβώνει. Και κάπου εκεί έρχεται ο Cogan μαζί με το shotgun του, προκειμένου να βάλει τα πράγματα στη θέση του. Αν δηλαδή αυτά μπαίνουν...
Στην Αμερική δεν έχω πάει ποτέ, αν και θα το ήθελα πολύ. Συνεπώς δε μπορώ να είμαι σίγουρη 100% οτι έτσι είναι, αλλά νομίζω οτι η σύγχρονη πραγματικότητα που παρουσιάζει ο σκηνοθέτης Andrew Dominik μέσα από τη ταινία του, δεν απέχει και πολύ από την αληθινή εικόνα των πραγμάτων. Και στη τελική, γιατί να απέχει κιόλας;
Το "Killing Them Softly" αποτελεί την, μόλις τρίτη, κινηματογραφική του δουλειά, μετά το πολύ καλό "The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford" και το "Chopper", με πρωταγωνιστή έναν σαπιοκοιλιά, Eric Bana.
Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, έτσι και εδώ, ο Dominik επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, στο βίαιο κομμάτι της καθημερινότητας, με χαρακτήρες που ζουν στην άλλη πλευρά του νόμου, βασιζόμενος για ακόμη μια φορά σε λογοτεχνικό υλικό. Το "Killing Them Softly" αποτελεί στην ουσία τη μεταφορά της crime νουβέλας του George V. Higgins, "Cogan's Trade", όπως αυτή κυκλοφόρησε το 1974, αποσπώντας μάλιστα μετριοπαθείς κριτικές, κυρίως για την πολύ σκληρή αργκό που μιλούσαν οι χαρακτήρες του.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι σίγουρο, πως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο όσο έβλεπα τη ταινία, σηκώθηκαν και έφυγαν από την αίθουσα, καμιά δεκαριά άτομα, αφήνοντάς με πραγματικά εμβρόντητη, μιας που δε μου έχει ξανατύχει κάτι παρόμοιο. Και εκεί τριγύρω έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται: είμαστε πραγματικά τόσο πουριτανοί που στην επανάληψη (ακουστική και γραπτή, όσον αφορά τους υπότιτλους) των λέξεων 'πούτσος', 'μαλάκας', 'γαμήσι', 'κώλος' και διαφόρων ακόμη, αναγκαζόμαστε να σκύψουμε το κεφάλι ντροπιασμένοι, και να φύγουμε από την αίθουσα εν μέσω αμήχανων χαχανητών ή μήπως η επαφή μας με το κινηματογραφικό αντικείμενο (και κατ' επέκταση και με άλλα πράγματα) είναι τόσο κακή, ώστε δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια crime ταινία, από ένα blockbuster, ή να αναγνωρίσουμε το γεγονός, οτι ένας ηθοποιός όπως ο Brad Pitt δεν είναι μόνο φρουφρου και αρώματα, αλλά μπορεί να βρίζει, να πετάει μυαλά όξω, και να αποτελεί τον βασικό εκφραστή μιας μπιζνεσικής χώρας, όπως η Αμερική; Ειλικρινά, δε ξέρω τι είναι χειρότερο.
Αφήνοντας στην άκρη λοιπόν τα προσωπικά μου ερωτήματα, στα οποία δε νομίζω να πάρω και ποτέ απάντηση, επιστρέφω πάλι στο σημερινό μας ζουμί, το οποίο-παράπονο δεν έχω-είναι μπόλικο.
Καταρχάς η ταινία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη και πρωτότυπη, αφηγηματική προσέγγιση που της δίνει αφενός μια παλιομοδίτικη, γκανγκστερική διάσταση, εντεταγμένης αφετέρου, μέσα σε ένα σύγχρονα παραπαίον σύστημα ηθικών αξιών και οικονομίας.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς όταν ξεκινάει η ταινία, είναι η μαφιόζικη αίγλη των περασμένων δεκαετιών, της εποχής του Martin Scorsese και του Francis Ford Coppola. Μπορεί οι πρωταγωνιστές να υπολείπονται των σταυροκουμποτών, ριγέ κοστουμιών, των οπλικών τους γαζωτήρων και του υψηλού, οικογενειακού αισθήματος, παρόλα αυτά, εξακολουθούν να είναι τα μεγάλα αφεντικά, αυτοί που κλείνουν συμφωνίες, οχι πια από τη δερμάτινη πολυθρόνα τους, αλλά από τη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο ή καθισμένοι πάνω στο σκαμπό ενός μπαρ πίνοντας τζιτζιμπίρα.
Η παραβατική διάσταση του πράγματος δεν έχει αλλάξει. Αυτό που έχει αλλάξει ολοκληρωτικά, είναι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξακολουθούν να δρουν οι σύγχρονοι μαφιόζοι. Πάνε πια οι εποχές που η επιφανής "οικογένεια" θα σε έσωζε από τον θάνατο και θα καθάριζε για πάρτη σου. Τώρα πια ο καθένας είναι μόνος του (όπως λέει χαρακτηριστικά ο Pitt κάπου στο τέλος της ταινίας). Οι χαρακτήρες του Scorsese έχουν αποποιηθεί τη μαφιόζικη, παρεϊστικη τρέλα τους, και έχουν μεταφερθεί σε έναν κόσμο οικονομικής κατάρρευσης, μοναχικής επικράτησης και εξαφάνισης του όποιου κώδικα τιμής. Ο καθένας για τον εαυτό του και για τη τσέπη του. Και αν αυτό δε σου αρέσει κρίμα και ΜΠΑΜ (μυαλά στο παράθυρο).
O Dominik προσδίδει στη παραδοσιακή εικόνα της μαφίας (όπως δηλαδή αυτή χτίζεται μέσα στο βιβλίο), μια πιο καινούρια ματιά, ανανεώνοντας σε μεγάλο βαθμό τόσο τη δράση των ηρώων, όσο και του συστήματος μέσα στο οποίο αυτοί λειτουργούν. Όπως μάλιστα λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του: "Καθώς ξεκινούσα να μεταφέρω το story στην μεγάλη οθόνη, ήταν η ιστορία μιας οικονομικής κρίσης, και ήταν μια οικονομική κρίση σε μια οικονομία, που είχε δημιουργηθεί από τον τζόγο και η κρίση δημιουργήθηκε εξαιτίας μιας αποτυχίας στον κανονισμό. Απλώς έμοιαζε να έχω στα χέρια μου κάτι, το οποίο δε μπορούσα να αγνοήσω".
Ακριβώς αυτά τα λόγια του σκηνοθέτη, μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει μέσα στη ταινία. Όταν ανέφερα λίγο πιο πάνω οτι το "Killing Them Softly" χαρακτηρίζεται από μια δημιουργική, αφηγηματική μορφή, εννοούσα στην ουσία, το πόσο ιδανικά έχει καταφέρει να ταυτίσει ο Dominik, τη δράση του Cogan, με τη "δράση" και κυρίως, τα λεγόμενα των...Βarack Obama και John McCain, την προεκλογική περίοδο του 2008. Και πως το έκανε αυτό; Είναι απλό. Σε πολλές σκηνές της ταινίας ο σκηνοθέτης, φροντίζει να καθιστά δευτεραγωνιστή μια τηλεόραση ή ένα ραδιόφωνο τα οποία μεταδίδουν διαρκώς τις προεκλογικές υποσχέσεις των δυο υποψηφίων για την αμερικανική προεδρία, επιλέγοντας αποσπάσματα που αφορούν το οικονομικό μέλλον της Αμερικής, τον περιορισμό της εγκληματικότητας, τη μείωση της ανεργίας μέσα από νέες θέσεις εργασίας και ένα σωρό άλλα θέματα. Αυτό το ευφυές, σκηνοθετικό εύρημα, βοηθάει στο να καταστήσει από τη μια πλευρά τους πρωταγωνιστές, εμφανέστατα έρμαια ενός οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συνόλου, υποδεικνύοντας οτι ακόμα και ο πιο αισχρός μαφιόζος, αποτελεί μέρος του ευρύτερου συνόλου, της μεγάλης Αμερικής, ενώ από την άλλη πλευρά γίνεται ένας υπέροχος παραλληλισμός, αφού η παραβατικότητα του ατόμου, ταυτίζεται με την κεκαλυμμένη παραβατικότητα της ίδιας της χώρας. Όπως ακριβώς ο μικρόκοσμος των αφεντικών της νύχτας περνάει "κρίση", έπειτα από τη ληστεία στη παρτίδα του πόκερ (ενός κόσμου δηλαδή που είναι χτισμένος πάνω στον original τζόγο), έτσι και ο μακρόκοσμος της Αμερικής, περνάει τη δική του "κρίση", δομημένος πάνω σε ένα πολύ πιο επικίνδυνο "τζογάρισμα". Και με πολύ πιο επικίνδυνους αντιπάλους.
Εκτός από την ταύτιση των δυο κόσμων και την αλληγορική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η ιστορία του Jackie Cogan, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή των ηθοποιών. Για παράδειγμα δε μπορώ να φανταστώ οτι η παρουσία του-μπεκρή, γυναικά και όσο δε πάει αθυρόστομου εδώ-James Gandolfini, και του-always Goodfella-Ray Liotta είναι τυχαία. Αυτό που μπορώ να φανταστώ (και η αλήθεια πωρώνομαι) είναι οτι ο Dominik διάλεξε εσκεμμένα τους δυο αυτούς ηθοποιούς οι οποίοι είναι γνωστοί για τους γκανγκστερικούς ρόλους και τη μαφιόζικη πορεία τους, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να παρουσιάσει με τρόπο σινεφιλικό τις διαφορές που αναφέραμε και λίγο παραπάνω, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους. Ο Gandolfini (ο οποίος εδώ δίνει ερμηνειάρα), μοιάζει να αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, ενώ ο Liotta περιορίζεται σε έναν ρόλο άμυαλο και έναν χαρακτήρα με εντελώς χαζές, προσωπικές επιλογές. Το αποτέλεσμα; Οι παλιές καραβάνες του crime κινηματογράφου αρκούνται σε ρόλους αδρανείς, χωρίς σκοπό, χωρίς αξία και-κυρίως-χωρίς μέλλον, αδυνατώντας έτσι κι αλλιώς να προσαρμοστούν στα δεδομένα της σημερινής πραγματικότητας. Αντιθέτως ο Cogan (o Pitt σε μια ακόμη εξαίσια, ερμηνευτική παρουσία) είναι το φρέσκο αίμα, συμβιβασμένος με τους νέους καιρούς, αδίστακτος και εγωιστής, ξέρει τι πρέπει να κάνει, προκειμένου να ικανοποιήσει πρώτα τον εαυτό του και μετά τον εργοδότη του. Old school mobs, φάτε τη σκόνη του.
Μια αναφορά αξίζει σίγουρα και για τη σκηνοθεσία η οποία κλέβει τη παράσταση. Παραμορφωτικοί φακοί, ρηχό βάθος πεδίου που 'ξερνάει' και τη παραμικρή λεπτομέρεια μπροστά σου, smooth κοψίματα, ημιφωτισμένα πλάνα, μια ντελιριακή σεκάνς που αναπαριστά με τρόπο παραισθησιακό, το 'φτιάξιμο' των ναρκωτικών, ένα εκτενές slow-motion εξωφρενικής ευκρίνειας και λεπτομέρειας, η κάμερα ως παρατηρητής, η κάμερα ως κοινωνός μιας εσωτερικής κατάστασης, η κάμερα ως αντίθετο (βλέπεις μια ταινία, η κάμερα της οποία τραβάει το τηλεοπτικό αποτέλεσμα, μιας άλλης κάμερας), οι soft φωτισμοί, η neo-noir ατμόσφαιρα, όλα αυτά, δημιουργούν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα που αντλεί δόσεις αστικής ντεκαντάνς από Spike Lee ("25th Hour"), πατριωτικές νότες από Clint Eastwood ("Gran Torino") και οικουμενικό πεσιμισμού από David Fincher ("Fight Club").
Το "Killing Them Softly" είναι μια ταινία που ο καθένας μπορεί να διαβάσει όπως θέλει. Είτε να μείνει στην επιφάνεια, και να αρκεστεί σε μια παραδοσιακή, crime κατάσταση, ή να αναζητήσει όλα τα υπόλοιπα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένη και για τα οποία αξίζει να τη μάθει κανείς. Φετινό "Drive"; Ιt sure is.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η τελευταία ομιλία του Pitt είναι ομιλία Tyler Durden, οτι παίζει και ο Richard Jenkins που είναι πάντα καλός και οτι η φωνή του Johnny Cash ταιριάζει γάντι στη ταινία.
No trivia
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012
Lawless: Booze, brothers and a wet county
NEW ARRIVAL
Καλημέρα καλημέρα guyz! Λοιπόν αυτή τη βδομάδα βγήκαν στις αίθουσες δυο ταινίες που περίμενα εναγωνίως από τότε που είχα δει τα trailers τους. Τις είδα τελικώς και τις δυο και έχω να πω οτι δεν έπεσα και πολύ έξω στις προβλέψεις μου οτι πρόκειται για καλές ταινίες. Πρώτη είδα στις δημοσιογραφικές, το "Lawless"-με το οποίο θα ασχοληθούμε και σήμερα-, ένα γκάνγκστερ, δράμα εποχής, με πολύ καλές ερμηνείες και μια αξιοπρεπή προσπάθεια στο σύνολό του. Χθες, είδα και το "Killing them Softly" την οποία βρήκα αριστουργηματική ως προς τη σκηνοθεσία της, και η μπόλικη (μπόλικη όμως) αθυροστομία της, την έκανε για εμένα ακόμη πιο απολαυστική. Σε αυτό βέβαια, μάλλον δε συμφώνησε καμιά 10ρια άτομα, που άρχισαν να τη κάνουν με ελαφρά από την αίθουσα. Όπως και να έχει, για τη νέα ταινία του Brad του Pitt, θα μιλήσουμε από Δευτέρα, οπότε σας θέλω τριγύρω. Πάμε σήμερα για "Lawless".
Βρισκόμαστε στο 1931, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και της Ποταπαγόρευσης, και όπως με έχει μάθει σωστά το "Boardwalk Empire", δεν υπάρχει περίπτωση να δεις περισσότερο αλκοόλ σε καμία άλλη εποχή, πέραν από αυτή της Ποταπαγόρευσης.
Εν προκειμένω, στο Franklin County της Virginia, τρια αδέλφια κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: διυλίζουν αλκοόλ, πουλώντας το στη συνέχεια στις γύρω φάρμες, τα νέγρικα κουτούκια και διάφορους άλλους καλοθελητές που επιθυμούν να αγοράσουν το διάφανο ουίσκι της οικογένειας Bondurant. Οχι δηλαδή οτι οι μοναδικοί προμηθευτές είναι αυτοί, αφού αν για κάτι είναι γνωστή η συγκεκριμένη, υγρή κομητεία του Franklin, αυτό είναι βεβαίως, ο τεράστιος αριθμός παράνομων διυλιστηρίων που βρίσκονται καμουφλαρισμένα σε όλη της την επικράτεια.
Όταν λοιπόν βλέπεις οτι έχεις του χεριού σου ακόμα και τον τοπικό σερίφη, και ο θρύλος για την αντρίκια δύναμη και ατρομιτότητά σου, καλά κρατεί, το μόνο σίγουρο είναι οτι θα τσινίσεις στην guest εμφάνιση ενός νέου, γλοιώδη και σαδιστή Special Deputy ονόματι Charlie Rakes (Guy Pearce) ο οποίος έχει έρθει για να σου κάνει τη ζωή Κόλαση. Απαιτώντας μερίδιο από τη μπάζα της πώλησης του αλκοόλ, προκειμένου να μη βάλει λουκέτο στη παράνομη δράση των κατοίκων, ο Rakes θα γίνει ο φόβος κι ο τρόμος της περιοχής, χάρη στην καθικίστικη φύση του. Ο τουμπανοσοφός όμως, Forrest Bondurant (Tom Hardy), o μπεκρής αδελφός του που ρίχνει ξύλο, Howard (Jason Clarke) και ο άβγαλτος ακόμη, βενιαμίν της οικογένειας, Jack (Shia LaBeouf), θα υψώσουν ανάστημα και δε θα αφήσουν το καλογυαλισμένο λουστρίνι του Rakes, να τους πατήσει κάτω. Για πόσο όμως;
Η νέα ταινία του Αυστραλού John Hillcoat, δεν είναι αυτό ακριβώς που μας είχε προϊδεάσει το trailer, ούτε και το επιβλητικό του cast. Αν δηλαδή περιμένεις να δεις μπόλικο πιστολίδι, ατέλειωτη δράση και περιπέτεια τσίτα τα γκάζια, μάλλον θα απογοητευθείς οικτρά και καλά θα κάνεις να περιμένεις το "Gangster Squad" για τέτοια φάση. Παρόλα αυτά, το "Lawless" είναι μια ταινία με την οποία θα περάσεις καλά στη κινηματογραφική αίθουσα, αφού μπορεί να της λείπουν οι πολλές, extra δόσεις αδρεναλίνης και τεστοστερόνης, αναπληρώνει όμως αυτό που δεν έχει, όχι τόσο χάρη στο σενάριό της (το οποίο είναι καλό, αλλά μέχρι εκεί), αλλά κυρίως χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες ολόκληρου του πρωταγωνιστικού cast, την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και την εξαιρετική απόδοση μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Ο Hillcoat έπειτα από τη συνεργασία του με τον επίσης Αυστραλό, και υπεραλαντούχο σε διάφορους τομείς, μουσικούς και μη, Nick Cave, στο πολύ καλό "The Proposition" (στο οποίο ο Cave εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου), αποφάσισε να μείνει πιστός στις κινηματογραφικές του επιλογές και να χρησιμοποιήσει και πάλι τον παλιόφιλο τον Nick, στο σενάριο του "Lawless".
Πέρα από την παραγωγική συνεργασία των δυο τους, φαίνεται πως ο Hillcoat αρέσκεται και στην ιδιαίτερη περσόνα του Guy Pearce, ο οποίος σχεδόν σε όλη του τη καριέρα, επιμένει να υποδύεται ρόλους υπέροχα μισητούς, που τον καθιστούν αυτομάτως στο μάτι του θεατή, ως τον "bad seed" της υπόθεσης. Έτσι, μετά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Guy, στο "The Propostition", τα τηλέφωνα έπεσαν και ο Pearce δέχθηκε και παίξει ένα ακόμη σκουλήκι στη κινηματογραφική του πορεία. Σωστός.
Αν πάλι θυμάσαι το όνομα του σκηνοθέτη και από άλλες ταινίες-συγκεκριμένα ταινία-τότε αγαπητέ μου δε πέφτεις καθόλου έξω, μιας που o Hillcoat μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το υπέροχο όπως λένε (μιας που αυτή τη περίοδο εντρυφώ σε άλλα έργα του) βιβλίο του Cormac McCarthy, "The Road".
Πιστός λοιπόν και στη λογοτεχνική του τροφή, ο Ηillcoat αποφάσισε να στηρίξει το "Lawless" στη βιογραφική νουβέλα του Matt Bondurant (εγγονού του τρίτου και μικρότερου εκ των αδελφών, του Jack δηλαδή) "The Wettest county in the Word", με την ανάλογη φυσικά, σεναριακή προσαρμογή.
Πέρα από την απουσία μιας χειροπιαστής δράσης, αν θα έπρεπε να πω και κάτι ακόμα που με ενόχλησε κάπως στη ταινία, αυτό μάλλον θα αφορούσε σε ένα βαθμό τη σκηνοθεσία, πράμα οξύμωρο καθώς γενικώς βρήκα οτι ο Hillcoat απέδωσε με πολύ εποχικές πινελιές την συγκεκριμένη, ταραχώδη περίοδο. Και τι εννοώ λοιπόν;
Εννοώ, οτι υπήρχαν στιγμές μέσα στην πλοκή του έργου, στις οποίες η όποια σεναριακή συνοχή έσπαγε με τρόπο βροντερό, και εσύ έπρεπε να προσπαθήσεις να ενώσεις τα κομμάτια προκειμένου, οχι να βγάλεις νόημα, αλλά να αντιμετωπίσεις την κάμερα του σκηνοθέτη, ως μια ρέουσα κατάσταση. Η υποθεσιακή συνέχεια που θα έπρεπε να υπάρχει, κάπου χαλαρώνει, η κάμερα εκτελεί τα πολύ βασικά της χρέη (βλ. ρόλο παρατηρητή) και γενικώς όταν στρέφεται πάνω στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, μοιάζει σαν κάτι να λείπει. Αντιθέτως, όποτε βλέπουμε πανοραμικά πλάνα της wannabe Virginia (τα γυρίσματα έγιναν ως επί το πλείστον στην Georgia) ή τις ελάχιστες σκηνές που περιλαμβάνουν traveling, τότε ως δια μαγείας ο κινηματογραφικός φακός του Hillcoat μεταμορφώνεται και το μάτι μας γεμίζει με όλη εκείνη την αγροτική, παλιομοδίτικη ομορφιά, με τους καπνούς των διυλιστηρίων, τα χωριάτικα μπαρ, τα υπέροχα κοστούμια, και την vintage διάθεση που αποπνέει το τοπιακό, αλλά και το έμψυχο υλικό της ταινίας.
Αν είστε λοιπόν από αυτούς, που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί ως προς τα θέματα της "συμπεριφοράς" της κάμερας, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να απολαύσετε την ιδιωματισμική ομορφιά και τη μαγκιά του "Lawless".
Το κλασικά crime σενάριο, βοηθάει πολλές ταινίες να ξεφεύγουν τον σκόπελο των αρνητικών κριτικών, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για προσαρμογές τύπου "Drive" και "Killing them Softly" που έχουν να σου δώσουν αβέρτα πράγμα (btw πιστεύω οτι μέχρι τώρα, το "Killing them Softly" είναι το "Drive" της χρονιάς, αλλά αυτά θα τα πούμε από τη Δευτέρα).
Μπορεί εδώ το σενάριο να κρατάει έναν κάπως, ουδέτερο ρόλο, καθώς δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει τη ταινία στη καταστροφή, ούτε όμως και στην εκπληκτική της αναγνώριση, καταφέρνει όμως να κρατάει τα μπόσικα και να δίνει τροφή σε αυτό που νομίζω πως είναι το καλύτερό της στοιχείο: οι ερμηνείες.
Όλοι, ανεξαιρέτως, δίνουν στο "Lawless" ωραίες, μεστές ερμηνείες και-ω του θαύματος!-ακόμα και ο Shia LaBeouf ταιριάζει γάντι μέσα στο όλο γκανγκστεροφεύγοντας σκηνικό.
Πιο συγκεκριμένα ο Tom Hardy είναι επιβλητικός με τον όγκο του (βλέπετε δε πρόλαβε να χάσει τη μυϊκή μάζα που είχε αποκτήσει για τον χαρακτήρα του Bane), λιγομίλητος και μουντρούχος, με ιδανικά προσαρμοσμένη, χωριάτικη ομιλία και πολύ καλή χημεία, με την σαγηνευτική (εντάξει δε πάει πιο όμορφη ρε κοπελιά) Jessica Chastain, η οποία υποδύεται φυσικά, τη μοιραία γυναίκα. Παράλληλα, ο Pearce δίνει μια ακόμη κακιασμένη ερμηνεία που του πάει πολύ, και κλέβει τις εντυπώσεις με μπριγιαντινέ μαλλί χωρίστρα, leather γαντάκια σε διάφορες αποχρώσεις (και με kinky διάθεση παρακαλώ) και ατσαλάκωτο look, ενώ και η παρουσία της Mia Wasikowska δίνει ένα απαραίτητο, φρέσκο touch, χάρη στην εύθραυστη ομορφιά της. Κάπου εκεί θα δείτε και τον Gary Oldman να κάνει ένα πέρασμα στον ρόλο ενός μεγαλοαφεντικού γκάνγκστερ, με παρουσία μικρή, αλλά πληθωρική. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε οτι το ηττοπαθές και καημένο βλέμμα του LaBeouf επιτέλους αποδίδει-αλληλούια!-αποτυπώνοντας στον πανί έναν χαρακτήρα που αντρώνεται από τις πισωμαχαιρικές καταστάσεις, παύει να είναι το πιτσιρίκι που φοράει τα ρούχα του μπαμπά και αποκτά μερικά much needed κότσια (μαζί με ένα shotgun στο χέρι, καθότι συνήθως αυτά τα δυο, πάνε μαζί).
Το "Lawless" δεν είναι μια πρωτότυπη ταινία-ούτε κατά διάνοια-, μιας που όλα είναι συμβατικά δοσμένα, αλλά ταυτόχρονα καλά. Η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, το σενάριο, η ατμόσφαιρα. Όλα καλά, αλλά τίποτα το εξαιρετικά φοβερό. Είναι όμως στη τελική και μια ταινία που έχει μαγκιά, attitude και country νότες να τη σιγοντάρουν (δια χειρός Nick Cave εννοείται). Μερικές φορές για να περάσουμε καλά, ακόμα και αυτό αρκεί.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Chastain κάνει το πρώτο της-μάλλον-φουλ γυμνό, οτι τις ίδιες ζακετούλες που φοράει ο Hardy, φοράει και ο παππούς μου και οτι ο Gary Oldman είναι ο Gary Oldman. Σε περίπτωση δηλαδή που δε το ξέρατε.
No trivia
Καλημέρα καλημέρα guyz! Λοιπόν αυτή τη βδομάδα βγήκαν στις αίθουσες δυο ταινίες που περίμενα εναγωνίως από τότε που είχα δει τα trailers τους. Τις είδα τελικώς και τις δυο και έχω να πω οτι δεν έπεσα και πολύ έξω στις προβλέψεις μου οτι πρόκειται για καλές ταινίες. Πρώτη είδα στις δημοσιογραφικές, το "Lawless"-με το οποίο θα ασχοληθούμε και σήμερα-, ένα γκάνγκστερ, δράμα εποχής, με πολύ καλές ερμηνείες και μια αξιοπρεπή προσπάθεια στο σύνολό του. Χθες, είδα και το "Killing them Softly" την οποία βρήκα αριστουργηματική ως προς τη σκηνοθεσία της, και η μπόλικη (μπόλικη όμως) αθυροστομία της, την έκανε για εμένα ακόμη πιο απολαυστική. Σε αυτό βέβαια, μάλλον δε συμφώνησε καμιά 10ρια άτομα, που άρχισαν να τη κάνουν με ελαφρά από την αίθουσα. Όπως και να έχει, για τη νέα ταινία του Brad του Pitt, θα μιλήσουμε από Δευτέρα, οπότε σας θέλω τριγύρω. Πάμε σήμερα για "Lawless".
Βρισκόμαστε στο 1931, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και της Ποταπαγόρευσης, και όπως με έχει μάθει σωστά το "Boardwalk Empire", δεν υπάρχει περίπτωση να δεις περισσότερο αλκοόλ σε καμία άλλη εποχή, πέραν από αυτή της Ποταπαγόρευσης.
Εν προκειμένω, στο Franklin County της Virginia, τρια αδέλφια κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: διυλίζουν αλκοόλ, πουλώντας το στη συνέχεια στις γύρω φάρμες, τα νέγρικα κουτούκια και διάφορους άλλους καλοθελητές που επιθυμούν να αγοράσουν το διάφανο ουίσκι της οικογένειας Bondurant. Οχι δηλαδή οτι οι μοναδικοί προμηθευτές είναι αυτοί, αφού αν για κάτι είναι γνωστή η συγκεκριμένη, υγρή κομητεία του Franklin, αυτό είναι βεβαίως, ο τεράστιος αριθμός παράνομων διυλιστηρίων που βρίσκονται καμουφλαρισμένα σε όλη της την επικράτεια.
Όταν λοιπόν βλέπεις οτι έχεις του χεριού σου ακόμα και τον τοπικό σερίφη, και ο θρύλος για την αντρίκια δύναμη και ατρομιτότητά σου, καλά κρατεί, το μόνο σίγουρο είναι οτι θα τσινίσεις στην guest εμφάνιση ενός νέου, γλοιώδη και σαδιστή Special Deputy ονόματι Charlie Rakes (Guy Pearce) ο οποίος έχει έρθει για να σου κάνει τη ζωή Κόλαση. Απαιτώντας μερίδιο από τη μπάζα της πώλησης του αλκοόλ, προκειμένου να μη βάλει λουκέτο στη παράνομη δράση των κατοίκων, ο Rakes θα γίνει ο φόβος κι ο τρόμος της περιοχής, χάρη στην καθικίστικη φύση του. Ο τουμπανοσοφός όμως, Forrest Bondurant (Tom Hardy), o μπεκρής αδελφός του που ρίχνει ξύλο, Howard (Jason Clarke) και ο άβγαλτος ακόμη, βενιαμίν της οικογένειας, Jack (Shia LaBeouf), θα υψώσουν ανάστημα και δε θα αφήσουν το καλογυαλισμένο λουστρίνι του Rakes, να τους πατήσει κάτω. Για πόσο όμως;
Η νέα ταινία του Αυστραλού John Hillcoat, δεν είναι αυτό ακριβώς που μας είχε προϊδεάσει το trailer, ούτε και το επιβλητικό του cast. Αν δηλαδή περιμένεις να δεις μπόλικο πιστολίδι, ατέλειωτη δράση και περιπέτεια τσίτα τα γκάζια, μάλλον θα απογοητευθείς οικτρά και καλά θα κάνεις να περιμένεις το "Gangster Squad" για τέτοια φάση. Παρόλα αυτά, το "Lawless" είναι μια ταινία με την οποία θα περάσεις καλά στη κινηματογραφική αίθουσα, αφού μπορεί να της λείπουν οι πολλές, extra δόσεις αδρεναλίνης και τεστοστερόνης, αναπληρώνει όμως αυτό που δεν έχει, όχι τόσο χάρη στο σενάριό της (το οποίο είναι καλό, αλλά μέχρι εκεί), αλλά κυρίως χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες ολόκληρου του πρωταγωνιστικού cast, την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και την εξαιρετική απόδοση μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Ο Hillcoat έπειτα από τη συνεργασία του με τον επίσης Αυστραλό, και υπεραλαντούχο σε διάφορους τομείς, μουσικούς και μη, Nick Cave, στο πολύ καλό "The Proposition" (στο οποίο ο Cave εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου), αποφάσισε να μείνει πιστός στις κινηματογραφικές του επιλογές και να χρησιμοποιήσει και πάλι τον παλιόφιλο τον Nick, στο σενάριο του "Lawless".
Πέρα από την παραγωγική συνεργασία των δυο τους, φαίνεται πως ο Hillcoat αρέσκεται και στην ιδιαίτερη περσόνα του Guy Pearce, ο οποίος σχεδόν σε όλη του τη καριέρα, επιμένει να υποδύεται ρόλους υπέροχα μισητούς, που τον καθιστούν αυτομάτως στο μάτι του θεατή, ως τον "bad seed" της υπόθεσης. Έτσι, μετά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Guy, στο "The Propostition", τα τηλέφωνα έπεσαν και ο Pearce δέχθηκε και παίξει ένα ακόμη σκουλήκι στη κινηματογραφική του πορεία. Σωστός.
Αν πάλι θυμάσαι το όνομα του σκηνοθέτη και από άλλες ταινίες-συγκεκριμένα ταινία-τότε αγαπητέ μου δε πέφτεις καθόλου έξω, μιας που o Hillcoat μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το υπέροχο όπως λένε (μιας που αυτή τη περίοδο εντρυφώ σε άλλα έργα του) βιβλίο του Cormac McCarthy, "The Road".
Πιστός λοιπόν και στη λογοτεχνική του τροφή, ο Ηillcoat αποφάσισε να στηρίξει το "Lawless" στη βιογραφική νουβέλα του Matt Bondurant (εγγονού του τρίτου και μικρότερου εκ των αδελφών, του Jack δηλαδή) "The Wettest county in the Word", με την ανάλογη φυσικά, σεναριακή προσαρμογή.
Πέρα από την απουσία μιας χειροπιαστής δράσης, αν θα έπρεπε να πω και κάτι ακόμα που με ενόχλησε κάπως στη ταινία, αυτό μάλλον θα αφορούσε σε ένα βαθμό τη σκηνοθεσία, πράμα οξύμωρο καθώς γενικώς βρήκα οτι ο Hillcoat απέδωσε με πολύ εποχικές πινελιές την συγκεκριμένη, ταραχώδη περίοδο. Και τι εννοώ λοιπόν;
Εννοώ, οτι υπήρχαν στιγμές μέσα στην πλοκή του έργου, στις οποίες η όποια σεναριακή συνοχή έσπαγε με τρόπο βροντερό, και εσύ έπρεπε να προσπαθήσεις να ενώσεις τα κομμάτια προκειμένου, οχι να βγάλεις νόημα, αλλά να αντιμετωπίσεις την κάμερα του σκηνοθέτη, ως μια ρέουσα κατάσταση. Η υποθεσιακή συνέχεια που θα έπρεπε να υπάρχει, κάπου χαλαρώνει, η κάμερα εκτελεί τα πολύ βασικά της χρέη (βλ. ρόλο παρατηρητή) και γενικώς όταν στρέφεται πάνω στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, μοιάζει σαν κάτι να λείπει. Αντιθέτως, όποτε βλέπουμε πανοραμικά πλάνα της wannabe Virginia (τα γυρίσματα έγιναν ως επί το πλείστον στην Georgia) ή τις ελάχιστες σκηνές που περιλαμβάνουν traveling, τότε ως δια μαγείας ο κινηματογραφικός φακός του Hillcoat μεταμορφώνεται και το μάτι μας γεμίζει με όλη εκείνη την αγροτική, παλιομοδίτικη ομορφιά, με τους καπνούς των διυλιστηρίων, τα χωριάτικα μπαρ, τα υπέροχα κοστούμια, και την vintage διάθεση που αποπνέει το τοπιακό, αλλά και το έμψυχο υλικό της ταινίας.
Αν είστε λοιπόν από αυτούς, που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί ως προς τα θέματα της "συμπεριφοράς" της κάμερας, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να απολαύσετε την ιδιωματισμική ομορφιά και τη μαγκιά του "Lawless".
Το κλασικά crime σενάριο, βοηθάει πολλές ταινίες να ξεφεύγουν τον σκόπελο των αρνητικών κριτικών, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για προσαρμογές τύπου "Drive" και "Killing them Softly" που έχουν να σου δώσουν αβέρτα πράγμα (btw πιστεύω οτι μέχρι τώρα, το "Killing them Softly" είναι το "Drive" της χρονιάς, αλλά αυτά θα τα πούμε από τη Δευτέρα).
Μπορεί εδώ το σενάριο να κρατάει έναν κάπως, ουδέτερο ρόλο, καθώς δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει τη ταινία στη καταστροφή, ούτε όμως και στην εκπληκτική της αναγνώριση, καταφέρνει όμως να κρατάει τα μπόσικα και να δίνει τροφή σε αυτό που νομίζω πως είναι το καλύτερό της στοιχείο: οι ερμηνείες.
Όλοι, ανεξαιρέτως, δίνουν στο "Lawless" ωραίες, μεστές ερμηνείες και-ω του θαύματος!-ακόμα και ο Shia LaBeouf ταιριάζει γάντι μέσα στο όλο γκανγκστεροφεύγοντας σκηνικό.
Πιο συγκεκριμένα ο Tom Hardy είναι επιβλητικός με τον όγκο του (βλέπετε δε πρόλαβε να χάσει τη μυϊκή μάζα που είχε αποκτήσει για τον χαρακτήρα του Bane), λιγομίλητος και μουντρούχος, με ιδανικά προσαρμοσμένη, χωριάτικη ομιλία και πολύ καλή χημεία, με την σαγηνευτική (εντάξει δε πάει πιο όμορφη ρε κοπελιά) Jessica Chastain, η οποία υποδύεται φυσικά, τη μοιραία γυναίκα. Παράλληλα, ο Pearce δίνει μια ακόμη κακιασμένη ερμηνεία που του πάει πολύ, και κλέβει τις εντυπώσεις με μπριγιαντινέ μαλλί χωρίστρα, leather γαντάκια σε διάφορες αποχρώσεις (και με kinky διάθεση παρακαλώ) και ατσαλάκωτο look, ενώ και η παρουσία της Mia Wasikowska δίνει ένα απαραίτητο, φρέσκο touch, χάρη στην εύθραυστη ομορφιά της. Κάπου εκεί θα δείτε και τον Gary Oldman να κάνει ένα πέρασμα στον ρόλο ενός μεγαλοαφεντικού γκάνγκστερ, με παρουσία μικρή, αλλά πληθωρική. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε οτι το ηττοπαθές και καημένο βλέμμα του LaBeouf επιτέλους αποδίδει-αλληλούια!-αποτυπώνοντας στον πανί έναν χαρακτήρα που αντρώνεται από τις πισωμαχαιρικές καταστάσεις, παύει να είναι το πιτσιρίκι που φοράει τα ρούχα του μπαμπά και αποκτά μερικά much needed κότσια (μαζί με ένα shotgun στο χέρι, καθότι συνήθως αυτά τα δυο, πάνε μαζί).
Το "Lawless" δεν είναι μια πρωτότυπη ταινία-ούτε κατά διάνοια-, μιας που όλα είναι συμβατικά δοσμένα, αλλά ταυτόχρονα καλά. Η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, το σενάριο, η ατμόσφαιρα. Όλα καλά, αλλά τίποτα το εξαιρετικά φοβερό. Είναι όμως στη τελική και μια ταινία που έχει μαγκιά, attitude και country νότες να τη σιγοντάρουν (δια χειρός Nick Cave εννοείται). Μερικές φορές για να περάσουμε καλά, ακόμα και αυτό αρκεί.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Chastain κάνει το πρώτο της-μάλλον-φουλ γυμνό, οτι τις ίδιες ζακετούλες που φοράει ο Hardy, φοράει και ο παππούς μου και οτι ο Gary Oldman είναι ο Gary Oldman. Σε περίπτωση δηλαδή που δε το ξέρατε.
No trivia
Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012
Juan de los Muertos (a.k.a Juan of the Dead): Viva la revolution!
Hello hello! Σήμερα το σκέφτηκα απο'δω, το σκέφτηκα απο'κει, και αποφάσισα να γράψω για μια ανεξάρτητη ταινιούλα εκ Κούβας, την οποία ήταν να δω στις Νύχτες Πρεμιέρας (τη τελευταία τους μέρα μάλιστα), αλλά τελικά κατέληξα να τη δω λίγο αργότερα. Και συγκεκριμένα, μόλις ελάχιστες ώρες αργότερα, αγκαζέ με το boyfriend, στο σπίτι. Η αλήθεια είναι, πως την περίμενα λίγο καλύτερη, αλλά στην τελική το "Juan de los Muertos" είναι μια ταινία-απόλαυση, για όλους τους fan των απέθαντων, που υπάρχουν εκεί εξώ. Και είναι πολλοί. Οι fan, οχι οι απέθαντοι.
Με αφορμή λοιπόν και το ξεκίνημα της τρίτης σεζόν του "The Walking Dead" (η οποία ξεκίνησε φορτσάτα, να τα λέμε αυτά), σήμερα η μέρα μας είναι αφιερωμένα στα χαριτωμένα ζόμπια, και δη αυτά της...κουβανικής καταγωγής, τα οποία για πρώτη φορά βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη-αν δεν απατώμαι. Ξεκινάμε λοιπόν. Γκρρρουααα...
Τον Ιούλιο του 1953, ο Fidel Castro ξεκίνησε την επανάστασή του, κατά του Κουβανού διακτάτορα, Fulgencio Batista. Το αποτέλεσμα μέτρησε υπέρ του μέχρι σήμερα 'σκυλιού μαύρου' Castro, και έτσι το 1959 ο Batista μάζεψε τα μπογαλάκια του, πήρε το κουβαδάκι του και πήγε σε άλλη παραλία-για να μιλήσουμε και με τρόπο ιστορικό.
59 χρόνια μετά, μια νέα επανάσταση μοιάζει να σιγοβράζει στο κουβανικό έδαφος, με μπροστάρη τον τεμπελχανά Juan (Alexis Diaz de Villegas), και τους έτερους 'συναδέλφους' στη τεμπελιά: τον κολλητό, κοιλαρά του, φίλο, τον ωραίο γιο του φίλου, μια τραβεστί όλα τα λεφτά, καθώς και τον τούμπανο φίλο της τραβεστί, ο οποίος παρά το παρουσιαστικό του, λιποθυμά στο λεπτό, μπροστά στην θέα του αίματος. Και οι φίλοι μας, έχουν να δουν πολύ αίμα αυτές τις μέρες...
Ενώ όλα φαίνεται να κυλούν με τους ίδιους, νωχελικούς ρυθμούς στη πόλη, περίεργα κρούσματα βίας θα αρχίσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, με τον πληθυσμό της περιοχής να μην έχει καλά καλά συνειδητοποιήσει οτι πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρότερο: όπως έναν ιό για παράδειγμα που σε κάνει επιρρεπή στη λύσσα, τις άναρθρες κραυγές, το σάπισμα και την ακόρεστη όρεξη για ανθρώπινο κρέας. Όταν τελικά ο Juan και η παρέα του πάρουν χαμπάρι το κακό που τους έχει βρει (προσθέστε στη παρέα και την νεαρά κόρη του Juan), τότε θα αποφασίσουν να δημιουργήσουν μια κερδοφόρα επιχείρηση, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη αυτή κατάσταση: θα εξοντώνουν-με το αζημίωτο βέβαια-κάθε ζόμπι το οποίο τους ζητείται από τους πελάτες (βλ. υγιείς ακόμη ανθρώπους). Περιττό να πούμε οτι κάποια στιγμή το πράγμα ξεφεύγει εντελώς. Ειδικά όταν στη μέση μπαίνει και η κυβέρνηση, η οποία πληροφορεί τους πολίτες οτι αυτοί που προκαλούν τον αιμάτινο χαμό, είναι επαναστάτες του αντίπαλου, πολιτικού μετώπου, οι οποίοι θέλουν να την ανατρέψουν. Yeah right...
Έκτη μεγάλου μήκους ταινία του Αργεντινού, Alejandro Brugues, ο οποίος μέχρι τώρα έχει σκηνοθετήσει φιλμάκια, που η αλήθεια είναι πως δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου.
Αν δε βαριέσαι να τον ψάξεις λίγο παραπάνω, κάποιοι τίτλοι του είναι οι "Personal Belongings", "Fabula" (σενάριο) και "Frutas en el Cafe" (πάλι σενάριο), αν και μεταξύ μας, δε νομίζω να έχουν το ίδιο fun με τη πιο πρόσφατη, ζομπίστικη προσπάθειά του.
Για την ιστορία, να σου πω επίσης, οτι το "Juan de los Muertos" έχει τσεπώσει σχεδόν όλα τα βραβειάκια των αντίστοιχων κινηματογραφικών φεστιβάλ στα οποία έχει συμμετάσχει, και προφανώς εννοούμε αυτά, του φανταστικού. Στην Ελλάδα προβλήθηκε στη κατηγορία "Μετά τα μεσάνυχτα" και φανταζόμαστε οτι αν είχε συμμετάσχει στο φεστιβάλ του Sundance, θα ανήκε στη κατηγορία "Midnight Madness", στην οποία πολύ πιθανό και να κέρδιζε.
Βεβαίως μη περιμένετε να κλείσω αυτή τη μικρή, και συνήθως αφιερωμένη στον σκηνοθέτη της ταινίας, παράγραφο, χωρίς να αναφερθώ έστω και λίγο στο επικά cult poster της ταινίας, καθώς θα ήταν ντροπή.
Πολύ κακός Juan που ουρλιάζει στο προσκήνιο, με ψηφιακές πιτσιλιές αίματος στο μπλουζάκι; Check. Κοιλαράς φίλος στο πλάι, με bad ass ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε; Check. Υπερcool γιος κοιλαρά φίλου στην άλλη πλευρά, με γυαλί Ray Ban και στάση 'γατάκια-ζόμπι, για ελάτε και θα σας δείξω εγώ. Γατάκιααα'; Check. Η αργεντίνικη σημαία να πιάνει όλο το background, ξεσκισμένη και μέσα σε ένα χρώμα κίτρινο σα τον ίκτερο; Check. Και φυσικά, κτίρια, εκρήξεις, και ολίγον από σαπιοχέρια στον πάτο του poster; Μα φυσικά και check. Απορώ τι άλλο θέλετε. Μμμ, ίσως τον Godzilla να έχει αρπάξει τον Rex τον τυραννόσαυρο από τον λαιμό, ρίχνοντας δεξί κροσέ στα μούτρα του King Kong, και το George Romero να έχει αναληφθεί στα ουράνια μέσα σε ένα χρυσό φως, καθισμένος σε μια βελούδινη, μπορντό πολυθρόνα. Ίσως...
Η ταινία είναι ένα από εκείνα τα εντελώς fun φιλμάκια, που συνήθως βλέπεις αραχτός μπροστά στη τηλεόραση, παρέα με τους κολλητούς και απλά κάνεις καφρίλες, αλλά ενδείκνυται και για όταν θες ζόμπι στο menu, χωρίς όμως την μεγάλη τρομάρα βρε αδελφέ! Βάζεις έτσι να δεις τον Juan, με τον Κουβανοαργεντινό (τι ακριβώς είναι θα σας γελάσω) John Torturo ή αλλιώς Alexis Diaz de Villegas και ξενοιάζεις.
Η αλήθεια βέβαια είναι οτι ο Juan, είναι μια τόσο απροκάλυπτα b-movie φύσεως ταινία, ώστε ούτε οι ίδιοι οι ηθοποιοί δε παίρνουν τους εαυτούς τους στα σοβαρά, παραπέμποντας περισσότερο σε απολαυστικές, cult καρικατούρες, παρά σε ανθρώπους που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το νεκροζώντανο κακό που τους απειλεί.
Το ωραίο με τη συγκεκριμένη παραγωγή, είναι η ατμόσφαιρα που αποπνέει η ίδια η Κούβα. Παθιασμένη, καυτή και sexy, είναι πραγματικά αλλόκοτο το πως ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να κρατήσει αυτή την εικόνα, μέσα σε μια ταινία splatter. Και όμως το κάνει τόσο καλά. Είτε ρίχνοντας στο παιχνίδι πληθωρικές πόρνες, είτε βάζοντας να παιχτεί ένα ειδύλλιο ανάμεσα στη κόρη του Juan, και τον γιο του κολλητού του, είτε πάλι γεμίζοντας τα πλάνα του από καθάριο, γαλάζιο ουρανό και αλκοολικά τσουγκρίσματα, το σίγουρο είναι οτι ο Brugues δεν είναι καθόλου φειδωλός στη παρουσίαση της Κούβας, την οποία καθιστά ουσιαστική πρωταγωνίστρια, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας. Και καλά κάνει.
Αν περιμένεις να δεις μια ταινία με την οποία θα τρομάξεις, σου έχω κακά μαντάτα καθώς αυτό που κυριαρχεί εδώ είναι το χιούμορ και το χιούμορ μόνο. Οk ο Brugues μπορεί να επιλέγει και ολίγον από συναίσθημα, αλλά μη περιμένετε τίποτα δακρύβρεχτο, καθώς όπως είπαμε ο βασικός σκοπός είναι η πρόκληση μιας κωμικής φρίκης, μέσα σε ένα περιβάλλον που έχει αρχίσει να παραπαίει επικίνδυνα.
Και κάπου εδώ αυτοί που αρέσκονται στο κάτι παραπάνω, θα μπορέσουν να αντιληφθούν την ειρωνεία αυτού του κινηματογραφικού επιτεύγματος, όσον αφορά τη πολιτική του διάσταση.
Η κυβέρνηση εθελοτυφλεί και ενημερώνει τους πολίτες οτι οι νεκροί είναι στασιαστές, επαναστάτες που θέλουν να της πάνε κόντρα, αδιαφορώντας για το πραγματικό πρόβλημα που έχει κατακλύσει ολόκληρη τη Κούβα (και προφανώς, οχι μόνο).
Στην ουσία θα μπορούσαμε να πούμε οτι πρόκειται και για έναν έμμεσο, εύστοχο σχολιασμό, πάνω στην πολιτική ιστορία και τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας; Γιατί οχι; Εξάλλου στο πρόσωπο των γραφικών ζόμπι, μπορούμε να αναζητήσουμε είτε το αντίπαλο, πολιτικό δέος, είτε την ίδια τη κυβέρνηση η οποία με μυαλό σαθρό, και σάπια πολιτική αντίληψη, εξακολουθεί να χειραγωγεί τους πολίτες της. Και στη προκειμένη περίπτωση, με κάτι περισσότερο από καταστροφικά αποτελέσματα.
Ως προς τη σκηνοθεσία της, μιλάμε για μια έντιμη προσπάθεια, δεδομένου και του μικρού-όπως όλα δείχνουν-budget το οποίο φαίνεται να είχε η ταινία. Τα ειδικά εφέ, μοιάζουν πολύ ειδικά και πολύ ψεύτικα, αλλά κάτι μου λέει οτι αυτό είχε στο μυαλό του και ο σκηνοθέτης. Παράλληλα, οι ευτραπελικές καταστάσεις αποτελούν τη βάση της υπόθεσης, οι οτινανικοί χαρακτήρες το κερασάκι στη τούρτα και γενικώς όλο το γλυκό δένει, χάρη στη προσηλωμένη προσπάθεια του δημιουργού: να κάνει μια "χιουμοριστική", splatter ταινία με ζόμπια και υπόνοιες πολιτικού περιεχομένου. Μα είναι να μη σ' αρέσει;
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο εναπομένον νεαρός έπειτα από ένα zombie outbreak, είναι πάντα ωραίος, οτι ποτέ δε κατάλαβα γιατί ο χοντρούλης φορούσε τη στολή του δύτη και οτι το τέλος είναι 'πιο χολιγουντιανό πεθαίνεις'.
No trivia
Με αφορμή λοιπόν και το ξεκίνημα της τρίτης σεζόν του "The Walking Dead" (η οποία ξεκίνησε φορτσάτα, να τα λέμε αυτά), σήμερα η μέρα μας είναι αφιερωμένα στα χαριτωμένα ζόμπια, και δη αυτά της...κουβανικής καταγωγής, τα οποία για πρώτη φορά βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη-αν δεν απατώμαι. Ξεκινάμε λοιπόν. Γκρρρουααα...
Τον Ιούλιο του 1953, ο Fidel Castro ξεκίνησε την επανάστασή του, κατά του Κουβανού διακτάτορα, Fulgencio Batista. Το αποτέλεσμα μέτρησε υπέρ του μέχρι σήμερα 'σκυλιού μαύρου' Castro, και έτσι το 1959 ο Batista μάζεψε τα μπογαλάκια του, πήρε το κουβαδάκι του και πήγε σε άλλη παραλία-για να μιλήσουμε και με τρόπο ιστορικό.
59 χρόνια μετά, μια νέα επανάσταση μοιάζει να σιγοβράζει στο κουβανικό έδαφος, με μπροστάρη τον τεμπελχανά Juan (Alexis Diaz de Villegas), και τους έτερους 'συναδέλφους' στη τεμπελιά: τον κολλητό, κοιλαρά του, φίλο, τον ωραίο γιο του φίλου, μια τραβεστί όλα τα λεφτά, καθώς και τον τούμπανο φίλο της τραβεστί, ο οποίος παρά το παρουσιαστικό του, λιποθυμά στο λεπτό, μπροστά στην θέα του αίματος. Και οι φίλοι μας, έχουν να δουν πολύ αίμα αυτές τις μέρες...
Ενώ όλα φαίνεται να κυλούν με τους ίδιους, νωχελικούς ρυθμούς στη πόλη, περίεργα κρούσματα βίας θα αρχίσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, με τον πληθυσμό της περιοχής να μην έχει καλά καλά συνειδητοποιήσει οτι πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρότερο: όπως έναν ιό για παράδειγμα που σε κάνει επιρρεπή στη λύσσα, τις άναρθρες κραυγές, το σάπισμα και την ακόρεστη όρεξη για ανθρώπινο κρέας. Όταν τελικά ο Juan και η παρέα του πάρουν χαμπάρι το κακό που τους έχει βρει (προσθέστε στη παρέα και την νεαρά κόρη του Juan), τότε θα αποφασίσουν να δημιουργήσουν μια κερδοφόρα επιχείρηση, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη αυτή κατάσταση: θα εξοντώνουν-με το αζημίωτο βέβαια-κάθε ζόμπι το οποίο τους ζητείται από τους πελάτες (βλ. υγιείς ακόμη ανθρώπους). Περιττό να πούμε οτι κάποια στιγμή το πράγμα ξεφεύγει εντελώς. Ειδικά όταν στη μέση μπαίνει και η κυβέρνηση, η οποία πληροφορεί τους πολίτες οτι αυτοί που προκαλούν τον αιμάτινο χαμό, είναι επαναστάτες του αντίπαλου, πολιτικού μετώπου, οι οποίοι θέλουν να την ανατρέψουν. Yeah right...
Έκτη μεγάλου μήκους ταινία του Αργεντινού, Alejandro Brugues, ο οποίος μέχρι τώρα έχει σκηνοθετήσει φιλμάκια, που η αλήθεια είναι πως δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου.
Αν δε βαριέσαι να τον ψάξεις λίγο παραπάνω, κάποιοι τίτλοι του είναι οι "Personal Belongings", "Fabula" (σενάριο) και "Frutas en el Cafe" (πάλι σενάριο), αν και μεταξύ μας, δε νομίζω να έχουν το ίδιο fun με τη πιο πρόσφατη, ζομπίστικη προσπάθειά του.
Για την ιστορία, να σου πω επίσης, οτι το "Juan de los Muertos" έχει τσεπώσει σχεδόν όλα τα βραβειάκια των αντίστοιχων κινηματογραφικών φεστιβάλ στα οποία έχει συμμετάσχει, και προφανώς εννοούμε αυτά, του φανταστικού. Στην Ελλάδα προβλήθηκε στη κατηγορία "Μετά τα μεσάνυχτα" και φανταζόμαστε οτι αν είχε συμμετάσχει στο φεστιβάλ του Sundance, θα ανήκε στη κατηγορία "Midnight Madness", στην οποία πολύ πιθανό και να κέρδιζε.
Βεβαίως μη περιμένετε να κλείσω αυτή τη μικρή, και συνήθως αφιερωμένη στον σκηνοθέτη της ταινίας, παράγραφο, χωρίς να αναφερθώ έστω και λίγο στο επικά cult poster της ταινίας, καθώς θα ήταν ντροπή.
Πολύ κακός Juan που ουρλιάζει στο προσκήνιο, με ψηφιακές πιτσιλιές αίματος στο μπλουζάκι; Check. Κοιλαράς φίλος στο πλάι, με bad ass ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε; Check. Υπερcool γιος κοιλαρά φίλου στην άλλη πλευρά, με γυαλί Ray Ban και στάση 'γατάκια-ζόμπι, για ελάτε και θα σας δείξω εγώ. Γατάκιααα'; Check. Η αργεντίνικη σημαία να πιάνει όλο το background, ξεσκισμένη και μέσα σε ένα χρώμα κίτρινο σα τον ίκτερο; Check. Και φυσικά, κτίρια, εκρήξεις, και ολίγον από σαπιοχέρια στον πάτο του poster; Μα φυσικά και check. Απορώ τι άλλο θέλετε. Μμμ, ίσως τον Godzilla να έχει αρπάξει τον Rex τον τυραννόσαυρο από τον λαιμό, ρίχνοντας δεξί κροσέ στα μούτρα του King Kong, και το George Romero να έχει αναληφθεί στα ουράνια μέσα σε ένα χρυσό φως, καθισμένος σε μια βελούδινη, μπορντό πολυθρόνα. Ίσως...
Η ταινία είναι ένα από εκείνα τα εντελώς fun φιλμάκια, που συνήθως βλέπεις αραχτός μπροστά στη τηλεόραση, παρέα με τους κολλητούς και απλά κάνεις καφρίλες, αλλά ενδείκνυται και για όταν θες ζόμπι στο menu, χωρίς όμως την μεγάλη τρομάρα βρε αδελφέ! Βάζεις έτσι να δεις τον Juan, με τον Κουβανοαργεντινό (τι ακριβώς είναι θα σας γελάσω) John Torturo ή αλλιώς Alexis Diaz de Villegas και ξενοιάζεις.
Η αλήθεια βέβαια είναι οτι ο Juan, είναι μια τόσο απροκάλυπτα b-movie φύσεως ταινία, ώστε ούτε οι ίδιοι οι ηθοποιοί δε παίρνουν τους εαυτούς τους στα σοβαρά, παραπέμποντας περισσότερο σε απολαυστικές, cult καρικατούρες, παρά σε ανθρώπους που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το νεκροζώντανο κακό που τους απειλεί.
Το ωραίο με τη συγκεκριμένη παραγωγή, είναι η ατμόσφαιρα που αποπνέει η ίδια η Κούβα. Παθιασμένη, καυτή και sexy, είναι πραγματικά αλλόκοτο το πως ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να κρατήσει αυτή την εικόνα, μέσα σε μια ταινία splatter. Και όμως το κάνει τόσο καλά. Είτε ρίχνοντας στο παιχνίδι πληθωρικές πόρνες, είτε βάζοντας να παιχτεί ένα ειδύλλιο ανάμεσα στη κόρη του Juan, και τον γιο του κολλητού του, είτε πάλι γεμίζοντας τα πλάνα του από καθάριο, γαλάζιο ουρανό και αλκοολικά τσουγκρίσματα, το σίγουρο είναι οτι ο Brugues δεν είναι καθόλου φειδωλός στη παρουσίαση της Κούβας, την οποία καθιστά ουσιαστική πρωταγωνίστρια, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας. Και καλά κάνει.
Αν περιμένεις να δεις μια ταινία με την οποία θα τρομάξεις, σου έχω κακά μαντάτα καθώς αυτό που κυριαρχεί εδώ είναι το χιούμορ και το χιούμορ μόνο. Οk ο Brugues μπορεί να επιλέγει και ολίγον από συναίσθημα, αλλά μη περιμένετε τίποτα δακρύβρεχτο, καθώς όπως είπαμε ο βασικός σκοπός είναι η πρόκληση μιας κωμικής φρίκης, μέσα σε ένα περιβάλλον που έχει αρχίσει να παραπαίει επικίνδυνα.
Και κάπου εδώ αυτοί που αρέσκονται στο κάτι παραπάνω, θα μπορέσουν να αντιληφθούν την ειρωνεία αυτού του κινηματογραφικού επιτεύγματος, όσον αφορά τη πολιτική του διάσταση.
Η κυβέρνηση εθελοτυφλεί και ενημερώνει τους πολίτες οτι οι νεκροί είναι στασιαστές, επαναστάτες που θέλουν να της πάνε κόντρα, αδιαφορώντας για το πραγματικό πρόβλημα που έχει κατακλύσει ολόκληρη τη Κούβα (και προφανώς, οχι μόνο).
Στην ουσία θα μπορούσαμε να πούμε οτι πρόκειται και για έναν έμμεσο, εύστοχο σχολιασμό, πάνω στην πολιτική ιστορία και τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας; Γιατί οχι; Εξάλλου στο πρόσωπο των γραφικών ζόμπι, μπορούμε να αναζητήσουμε είτε το αντίπαλο, πολιτικό δέος, είτε την ίδια τη κυβέρνηση η οποία με μυαλό σαθρό, και σάπια πολιτική αντίληψη, εξακολουθεί να χειραγωγεί τους πολίτες της. Και στη προκειμένη περίπτωση, με κάτι περισσότερο από καταστροφικά αποτελέσματα.
Ως προς τη σκηνοθεσία της, μιλάμε για μια έντιμη προσπάθεια, δεδομένου και του μικρού-όπως όλα δείχνουν-budget το οποίο φαίνεται να είχε η ταινία. Τα ειδικά εφέ, μοιάζουν πολύ ειδικά και πολύ ψεύτικα, αλλά κάτι μου λέει οτι αυτό είχε στο μυαλό του και ο σκηνοθέτης. Παράλληλα, οι ευτραπελικές καταστάσεις αποτελούν τη βάση της υπόθεσης, οι οτινανικοί χαρακτήρες το κερασάκι στη τούρτα και γενικώς όλο το γλυκό δένει, χάρη στη προσηλωμένη προσπάθεια του δημιουργού: να κάνει μια "χιουμοριστική", splatter ταινία με ζόμπια και υπόνοιες πολιτικού περιεχομένου. Μα είναι να μη σ' αρέσει;
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο εναπομένον νεαρός έπειτα από ένα zombie outbreak, είναι πάντα ωραίος, οτι ποτέ δε κατάλαβα γιατί ο χοντρούλης φορούσε τη στολή του δύτη και οτι το τέλος είναι 'πιο χολιγουντιανό πεθαίνεις'.
No trivia
Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012
Gimme the Loot: ...cause my plans are big nigga!
18ες Νύχτες Πρεμιέρας
Καλημέρα, καλημέρα! Τoday, θα μιλήσουμε και πάλι για μια ακόμη ταινία, η οποία φιλοξενήθηκε στο 18ο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, και η οποία αποτέλεσε για εμένα μια ευχάριστη έκπληξη, όσον αφορά το σύνολό της. Το να σηκώνεσαι πρωί, με τη τσίμπλα στο μάτι και να πηγαίνεις για προβολή ταινίας, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, δεδομένου οτι αν η ταινία σου βγει μάπα, τότε κλάφτα. Όταν όμως σου βγαίνει μικρό διαμαντάκι τύπου "Gimme the Loot", τότε και εσύ πολαμβάνεις τον καφέ σου αραχτός στο κάθισμα, και τη ταινία γουστάρεις, και στη τελική, δε κλαίς και το ξύπνημά σου. Για να δούμε λοιπόν, τι θα δούμε και σήμερα...
Η Sofia (Tashiana Washington) και ο Malcolm (Ty Hickson), είναι δυο φιλαράκια από το Bronx, που αρέσκονται να γκραφιτιάζουν κάθε σπιθαμή τοίχου που μπορεί να βρουν ελεύθερη. Οι υπογραφές τους, μοστράρουν ως επί το πλείστον κομβικά σημεία, από τα οποία τα ονόματά τους, γίνονται αξιοθέατο προς τέρψην αντίπαλων ομάδων, οι οποίες διεκδικούν με τη σειρά τους χώρο, στους τσιμεντένιους τοίχους της πόλης.
Όταν μια μέρα η Sofia αντιληφθεί οτι το γκράφιτί τους, έχει καλυφθεί από το αντίπαλο δέος, το οποίο τόλμησε να 'περάσει' πάνω από το δικό τους, το χαρακτηριστικό logo των NY Mets (ένα...μήλο δηλαδή), οι δυο φίλοι, θα συλλάβουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, προκειμένου να γίνει κατανοητό μια για πάντα, ποιος είναι το αφεντικό στο Brooklyn: βάζουν στόχο να μπουν κρυφά στο γήπεδο των Mets, και να γράψουν τα ονόματά τους πάνω στο μεγάλο, κατακόκκινο και πλαστικό μήλο, που βρίσκεται εκεί, για τις ανάγκες των αγώνων της ομάδας. Έτσι, θα ξεκινήσουν ένα διήμερο ταξίδι, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα-για τον φύλακα του γηπέδου-χρήματα, ο οποίος με διακριτικό τρόπο, θα τους αφήσει να μπουν και να κάνουν τη δουλειά τους.
Μέσα από πώληση αντικειμένων, δανεισμό χρημάτων, και ολίγον από κλέψιμο, τα παιδιά, θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν το ποσό, πάση θυσία και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα: να γίνουν οι πιο γνωστοί γκραφιτάδες της περιοχής, γράφοντας ιστορία. Και τα ονόματά τους στο τεράστιο φρούτο βεβαίως βεβαίως.
Η συγκεκριμένη ταινία, αποτέλεσε για εμένα μια, από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού φεστιβάλ, καθώς είχε όλα τα φόντα να αποτελέσει εκείνη την εναλλακτική πρόταση, που εσύ και οι φίλοι σου θα εκτιμούσατε δεόντως. Και όπως έδειξε το πράγμα, δεν έπεσα και πολύ έξω.
Το όνομα Adam Leon, πιθανότατα δε σου λέει τίποτα, και πως θα μπορούσε άλλωστε, από τι στιγμή που μιλάμε για έναν ακόμη νέο δημιουργό, με δυο-τρεις μόνο δουλειές, στο ενεργητικό του.
Πιο συγκεκριμένα ο Leon εκτός από το "Gimme the Loot" έχει σκηνοθετήσει ένα ακόμη short ταινιάκι με τίτλο "Killer" και πρωταγωνιστή και πάλι τον Ty Hickson, τον οποίο βλέπουμε εδώ στον ρόλο του Malcolm.
Από εκεί και πέρα οι δουλειές του περιλαμβάνουν συμμετοχές σε κάνα-δυο ακόμη ταινίες, όπως στο "Melinda and Melinda" (εκτελόντας χρέη production office assistant), καθώς και στη ταινία του Woody Allen, "Hollywood Ending", ως set production assistant.
Mε το "Gimme the Loot" (το οποίο αποτελεί και τη πρώτη, μεγάλου μήκους δουλειά του) ο Leon, τσιμπάει και το βραβείο του "Best Narrative Feature"στο φεστιβάλ του SXSW, και αν με ρωτήσετε, διόλου τυχαία. Ας είναι καλά η τεράστια επίδραση του κινηματογράφου του Spike Lee, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ξεκινώντας να βλέπεις τη ταινία του Leon, είναι σαν να έχεις βουτήξει πραγματικά, στο παρελθόν του Spike Lee, ενός, από τους πιο ιδιαίτερους και με always προσωπικό στυλ, σύγχρονους σκηνοθέτες της Αμερικής.
Με μια καριέρα που μετρά περισσότερα από τριάντα χρόνια, και δουλειές που ξεπερνούν σε αριθμό τις πενήντα, ο Lee, αποδεικνύει οτι μένοντας πιστός στον κοινωνικό/πολιτισμικό κινηματογράφο που επέλεξες να ακολουθείς, μπορείς να κάνεις θαυμάσια πράγματα, να υφάνεις εξαιρετικούς χαρακτήρες και να δώσεις πνοή σε κατά τα άλλα, γκετοποιημένες, αμερικάνικες γωνιές, όντας, το ίδιο παραγωγικός (και απείρως πιο αληθινός) με άλλους σκηνοθέτες της ίδιας ή της μετέπειτα από εσένα, γενιάς. Το γεγονός δε οτι ο ίδιος κατάφερνε πάντα να θέτει στο προσκήνιο ή και στο background των ταινιών του, τους κοινωνικούς του προβληματισμούς σχετικά με την ίδια τη ζωή των αφροαμερικανών, τον οδήγησε στην απόκτηση ενός ξεκάθαρου, προσωπικού ύφους, με το οποίο έντυνε κάθε ταινία που περνούσε από τα χέρια του. Ιδιαιτέρως όταν μιλάμε για τη πρώιμη δουλειά του και τη σκηνοθεσία films όπως τα "Malcolm X", "Crooklyn", "Clockers" και "Summer of Sam", τότε μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε όλα εκείνα τα μοτίβα τα οποία ενώ επαναλαμβάνονται, προσδίδουν εντούτοις αυθεντικότητα και ρεαλισμό στον δικό του κινηματογράφο, εντάσσοντάς τον σε μια κατηγορία σκηνοθετών με-ως επί το πλείστον-καθαρά βιωματικό cinema.
Έτσι λοιπόν δεν είναι να απορεί κανείς, που η ταινία αυτή του Adam Leon, παρουσιάζει τόσες πολλές ομοιότητες, με τις αντίστοιχες του Lee. Μπορεί η επίδρασή του είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη, τη ίδια στιγμή όμως ο Leon, κρατάει τα μπόσικα, προσθέτοντας τις δικές του χιουμοριστικές και άλλες, πινελιές.
Όπως είδατε κρατήθηκα πολύ, προκειμένου να μην αναφερθώ στην λανθασμένη (για εμένα τουλάχιστον) επιλογή του σκηνοθέτη, να σκηνοθετήσει εκ νέου το "Oldboy" του Chan wook Park, με πρωταγωνιστές τους Samuel L. Jackson, Elisabeth Olsen και Josh Brolin. Προτιμώ να αναφερθώ στα θέματα τα οποία επιλέγει ο Lee και τα οποία (με μεγάλη ικανοποίηση ομολογουμένως) εντόπισα στο "Gimme the Loot".
Η ζωή των δυο πρωταγωνιστών δεν είναι καθόλου εύκολη, μιας που αποτελούν κομμάτι ενός μικρόκοσμου, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε έναν αδηφάγο μακρόκοσμο. Πολυτελή λοφτς, μοντέρνοι ουρανοξύστες, φωτεινές βιτρίνες και μπλαζέ μπουρζουαζία, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τους κακόφημους δρόμους (Scorsese much?), την άνευ ευκαιριών πραγματικότητα, την έντονη παραβατικότητα και γενικώς, τη προβολή ενός βαλτοποιημένου κόσμου, που ακόμα και σήμερα, αδυνατεί να ακολουθήσει τους γρήγορους, σύγχρονους ρυθμούς της ζωής.
Παρόλα αυτά η διάθεση του Leon δεν είναι μοιρολατρική, αλλά μοιάζει να κοιτάζει τα πράγματα με μια σκληρή μεν, ρεαλιστική δε, ματιά, εντάσσοντας στη ταινία του χιουμοριστικές στιγμές, ευτραπελικές καταστάσεις, κίνδυνο, αλλά και μια γραφική, γλυκιά αθωότητα, που χαρακτηρίζει τους κεντρικούς ήρωες.
Χωρίς τη παραμικρή διάθεση για κριτική, ο Leon μας παρουσιάζει με τρόπο απλό την αντικειμενική κατάσταση, ζητώντας ταυτόχρονα από εμας να μην αδιαφορήσουμε για τα κοινωνικά προβλήματα των νεαρών, αλλά να μη τα πάρουμε και βαρέως. Στη τελική, αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι, και οχι ο προορισμός. Το "Gimme the Loot" είναι αυτό ακριβώς. Ένα ταξίδι στη δύσκολη καθημερινότητα των παιδιών του γκέτο, που όμως έχουν μάθει να προσαρμόζονται, να αυτοσαρκάζονται, να διεκδικούν και να αγαπούν. Τη ζωή.
Η σκηνοθεσία είναι Spike Lee-ική to say the least, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι ο Leon δεν έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έναν νέο, ανερχόμενο σκηνοθέτη, με ενδιαφέρουσα παρουσία. Στη παρούσα φάση είναι μάλλον δύσκολο να τον κατατάξουμε κάπου, αν μη τι άλλο γιατί δεν έχουμε δει τίποτε άλλο από εκείνον. Παρόλα αυτά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο μοιάζει αρκετά πράγματα υποσχόμενο, οπότε μένει να δούμε.
Όσον αφορά τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, αυτές, ξεχειλίζουν από φυσικότητα και ρεαλισμό, γεγονός που μόνο χέρι χέρι θα μπορούσε να πάει τόσο με την υπόθεση, όσο και με το είδος της σκηνοθεσίας.
Οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, η ζωή της έγχρωμης κοινότητας, η αστική εγκληματικότητα, η φτώχεια, καθώς και η πολιτική διάσταση του θέματος (που εδώ σε πρώτο διάβασμα δε γίνεται αντιληπτή, εξακολουθεί όμως να υπάρχει), είναι εκφάνσεις του αμερικάνικου τρόπου ζωής, και των περιοχών τύπου Bronx, Brooklyn κ.α, οπότε σίγουρα δε θα μπορούσαν να λείπουν ως απτή πραγματικότητα από το "Gimme the Loot". Παρόλα αυτά, όπως είπαμε, αυτό δεν είναι και το ζητούμενο. Η φιλία, η ανάγκη για προστασία, η αγάπη και τα καθημερινά μαθήματα ζωής, αποτελούν τον καταλύτη αυτής της ταινίας, την οποία τη λες και feel good, ακόμα και αν εκ πρώτης όψεως, δε σου φαίνεται.
Αθυρόστομη, με υπέροχες νέγρικες, jazz νότες, ειλικρινής και με ψυχή, η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Adam Leon είναι ένα δείγμα ανεξάρτητου, αμερικανικού κινηματογράφου που οι fan θα εκτιμήσουν δεόντως. Αναζήτησέ την.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι όταν έχεις ανάγκη από χρήματα, τότε και ένα ζευγάρι χρησιμοποιημένα αθλητικά, είναι ότι πρέπει για πούλημα, οτι a lady is a lady, ακόμα και μέσα σε sneakers, βρώμικο μπλουζάκι, χακί χαχολο-βερμούδα και μαλλί wannabe κοτσίδα, και οτι όταν δεν έχεις πισίνα, κάνε μια βουτιά στο υδραγωγείο δίπλα από το σπίτι σου. Απλά πράγματα.
No trivia
Καλημέρα, καλημέρα! Τoday, θα μιλήσουμε και πάλι για μια ακόμη ταινία, η οποία φιλοξενήθηκε στο 18ο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, και η οποία αποτέλεσε για εμένα μια ευχάριστη έκπληξη, όσον αφορά το σύνολό της. Το να σηκώνεσαι πρωί, με τη τσίμπλα στο μάτι και να πηγαίνεις για προβολή ταινίας, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, δεδομένου οτι αν η ταινία σου βγει μάπα, τότε κλάφτα. Όταν όμως σου βγαίνει μικρό διαμαντάκι τύπου "Gimme the Loot", τότε και εσύ πολαμβάνεις τον καφέ σου αραχτός στο κάθισμα, και τη ταινία γουστάρεις, και στη τελική, δε κλαίς και το ξύπνημά σου. Για να δούμε λοιπόν, τι θα δούμε και σήμερα...
Η Sofia (Tashiana Washington) και ο Malcolm (Ty Hickson), είναι δυο φιλαράκια από το Bronx, που αρέσκονται να γκραφιτιάζουν κάθε σπιθαμή τοίχου που μπορεί να βρουν ελεύθερη. Οι υπογραφές τους, μοστράρουν ως επί το πλείστον κομβικά σημεία, από τα οποία τα ονόματά τους, γίνονται αξιοθέατο προς τέρψην αντίπαλων ομάδων, οι οποίες διεκδικούν με τη σειρά τους χώρο, στους τσιμεντένιους τοίχους της πόλης.
Όταν μια μέρα η Sofia αντιληφθεί οτι το γκράφιτί τους, έχει καλυφθεί από το αντίπαλο δέος, το οποίο τόλμησε να 'περάσει' πάνω από το δικό τους, το χαρακτηριστικό logo των NY Mets (ένα...μήλο δηλαδή), οι δυο φίλοι, θα συλλάβουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, προκειμένου να γίνει κατανοητό μια για πάντα, ποιος είναι το αφεντικό στο Brooklyn: βάζουν στόχο να μπουν κρυφά στο γήπεδο των Mets, και να γράψουν τα ονόματά τους πάνω στο μεγάλο, κατακόκκινο και πλαστικό μήλο, που βρίσκεται εκεί, για τις ανάγκες των αγώνων της ομάδας. Έτσι, θα ξεκινήσουν ένα διήμερο ταξίδι, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα-για τον φύλακα του γηπέδου-χρήματα, ο οποίος με διακριτικό τρόπο, θα τους αφήσει να μπουν και να κάνουν τη δουλειά τους.
Μέσα από πώληση αντικειμένων, δανεισμό χρημάτων, και ολίγον από κλέψιμο, τα παιδιά, θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν το ποσό, πάση θυσία και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα: να γίνουν οι πιο γνωστοί γκραφιτάδες της περιοχής, γράφοντας ιστορία. Και τα ονόματά τους στο τεράστιο φρούτο βεβαίως βεβαίως.
Η συγκεκριμένη ταινία, αποτέλεσε για εμένα μια, από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού φεστιβάλ, καθώς είχε όλα τα φόντα να αποτελέσει εκείνη την εναλλακτική πρόταση, που εσύ και οι φίλοι σου θα εκτιμούσατε δεόντως. Και όπως έδειξε το πράγμα, δεν έπεσα και πολύ έξω.
Το όνομα Adam Leon, πιθανότατα δε σου λέει τίποτα, και πως θα μπορούσε άλλωστε, από τι στιγμή που μιλάμε για έναν ακόμη νέο δημιουργό, με δυο-τρεις μόνο δουλειές, στο ενεργητικό του.
Πιο συγκεκριμένα ο Leon εκτός από το "Gimme the Loot" έχει σκηνοθετήσει ένα ακόμη short ταινιάκι με τίτλο "Killer" και πρωταγωνιστή και πάλι τον Ty Hickson, τον οποίο βλέπουμε εδώ στον ρόλο του Malcolm.
Από εκεί και πέρα οι δουλειές του περιλαμβάνουν συμμετοχές σε κάνα-δυο ακόμη ταινίες, όπως στο "Melinda and Melinda" (εκτελόντας χρέη production office assistant), καθώς και στη ταινία του Woody Allen, "Hollywood Ending", ως set production assistant.
Mε το "Gimme the Loot" (το οποίο αποτελεί και τη πρώτη, μεγάλου μήκους δουλειά του) ο Leon, τσιμπάει και το βραβείο του "Best Narrative Feature"στο φεστιβάλ του SXSW, και αν με ρωτήσετε, διόλου τυχαία. Ας είναι καλά η τεράστια επίδραση του κινηματογράφου του Spike Lee, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ξεκινώντας να βλέπεις τη ταινία του Leon, είναι σαν να έχεις βουτήξει πραγματικά, στο παρελθόν του Spike Lee, ενός, από τους πιο ιδιαίτερους και με always προσωπικό στυλ, σύγχρονους σκηνοθέτες της Αμερικής.
Με μια καριέρα που μετρά περισσότερα από τριάντα χρόνια, και δουλειές που ξεπερνούν σε αριθμό τις πενήντα, ο Lee, αποδεικνύει οτι μένοντας πιστός στον κοινωνικό/πολιτισμικό κινηματογράφο που επέλεξες να ακολουθείς, μπορείς να κάνεις θαυμάσια πράγματα, να υφάνεις εξαιρετικούς χαρακτήρες και να δώσεις πνοή σε κατά τα άλλα, γκετοποιημένες, αμερικάνικες γωνιές, όντας, το ίδιο παραγωγικός (και απείρως πιο αληθινός) με άλλους σκηνοθέτες της ίδιας ή της μετέπειτα από εσένα, γενιάς. Το γεγονός δε οτι ο ίδιος κατάφερνε πάντα να θέτει στο προσκήνιο ή και στο background των ταινιών του, τους κοινωνικούς του προβληματισμούς σχετικά με την ίδια τη ζωή των αφροαμερικανών, τον οδήγησε στην απόκτηση ενός ξεκάθαρου, προσωπικού ύφους, με το οποίο έντυνε κάθε ταινία που περνούσε από τα χέρια του. Ιδιαιτέρως όταν μιλάμε για τη πρώιμη δουλειά του και τη σκηνοθεσία films όπως τα "Malcolm X", "Crooklyn", "Clockers" και "Summer of Sam", τότε μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε όλα εκείνα τα μοτίβα τα οποία ενώ επαναλαμβάνονται, προσδίδουν εντούτοις αυθεντικότητα και ρεαλισμό στον δικό του κινηματογράφο, εντάσσοντάς τον σε μια κατηγορία σκηνοθετών με-ως επί το πλείστον-καθαρά βιωματικό cinema.
Έτσι λοιπόν δεν είναι να απορεί κανείς, που η ταινία αυτή του Adam Leon, παρουσιάζει τόσες πολλές ομοιότητες, με τις αντίστοιχες του Lee. Μπορεί η επίδρασή του είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη, τη ίδια στιγμή όμως ο Leon, κρατάει τα μπόσικα, προσθέτοντας τις δικές του χιουμοριστικές και άλλες, πινελιές.
Όπως είδατε κρατήθηκα πολύ, προκειμένου να μην αναφερθώ στην λανθασμένη (για εμένα τουλάχιστον) επιλογή του σκηνοθέτη, να σκηνοθετήσει εκ νέου το "Oldboy" του Chan wook Park, με πρωταγωνιστές τους Samuel L. Jackson, Elisabeth Olsen και Josh Brolin. Προτιμώ να αναφερθώ στα θέματα τα οποία επιλέγει ο Lee και τα οποία (με μεγάλη ικανοποίηση ομολογουμένως) εντόπισα στο "Gimme the Loot".
Η ζωή των δυο πρωταγωνιστών δεν είναι καθόλου εύκολη, μιας που αποτελούν κομμάτι ενός μικρόκοσμου, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε έναν αδηφάγο μακρόκοσμο. Πολυτελή λοφτς, μοντέρνοι ουρανοξύστες, φωτεινές βιτρίνες και μπλαζέ μπουρζουαζία, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τους κακόφημους δρόμους (Scorsese much?), την άνευ ευκαιριών πραγματικότητα, την έντονη παραβατικότητα και γενικώς, τη προβολή ενός βαλτοποιημένου κόσμου, που ακόμα και σήμερα, αδυνατεί να ακολουθήσει τους γρήγορους, σύγχρονους ρυθμούς της ζωής.
Παρόλα αυτά η διάθεση του Leon δεν είναι μοιρολατρική, αλλά μοιάζει να κοιτάζει τα πράγματα με μια σκληρή μεν, ρεαλιστική δε, ματιά, εντάσσοντας στη ταινία του χιουμοριστικές στιγμές, ευτραπελικές καταστάσεις, κίνδυνο, αλλά και μια γραφική, γλυκιά αθωότητα, που χαρακτηρίζει τους κεντρικούς ήρωες.
Χωρίς τη παραμικρή διάθεση για κριτική, ο Leon μας παρουσιάζει με τρόπο απλό την αντικειμενική κατάσταση, ζητώντας ταυτόχρονα από εμας να μην αδιαφορήσουμε για τα κοινωνικά προβλήματα των νεαρών, αλλά να μη τα πάρουμε και βαρέως. Στη τελική, αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι, και οχι ο προορισμός. Το "Gimme the Loot" είναι αυτό ακριβώς. Ένα ταξίδι στη δύσκολη καθημερινότητα των παιδιών του γκέτο, που όμως έχουν μάθει να προσαρμόζονται, να αυτοσαρκάζονται, να διεκδικούν και να αγαπούν. Τη ζωή.
Η σκηνοθεσία είναι Spike Lee-ική to say the least, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι ο Leon δεν έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έναν νέο, ανερχόμενο σκηνοθέτη, με ενδιαφέρουσα παρουσία. Στη παρούσα φάση είναι μάλλον δύσκολο να τον κατατάξουμε κάπου, αν μη τι άλλο γιατί δεν έχουμε δει τίποτε άλλο από εκείνον. Παρόλα αυτά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο μοιάζει αρκετά πράγματα υποσχόμενο, οπότε μένει να δούμε.
Όσον αφορά τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, αυτές, ξεχειλίζουν από φυσικότητα και ρεαλισμό, γεγονός που μόνο χέρι χέρι θα μπορούσε να πάει τόσο με την υπόθεση, όσο και με το είδος της σκηνοθεσίας.
Οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, η ζωή της έγχρωμης κοινότητας, η αστική εγκληματικότητα, η φτώχεια, καθώς και η πολιτική διάσταση του θέματος (που εδώ σε πρώτο διάβασμα δε γίνεται αντιληπτή, εξακολουθεί όμως να υπάρχει), είναι εκφάνσεις του αμερικάνικου τρόπου ζωής, και των περιοχών τύπου Bronx, Brooklyn κ.α, οπότε σίγουρα δε θα μπορούσαν να λείπουν ως απτή πραγματικότητα από το "Gimme the Loot". Παρόλα αυτά, όπως είπαμε, αυτό δεν είναι και το ζητούμενο. Η φιλία, η ανάγκη για προστασία, η αγάπη και τα καθημερινά μαθήματα ζωής, αποτελούν τον καταλύτη αυτής της ταινίας, την οποία τη λες και feel good, ακόμα και αν εκ πρώτης όψεως, δε σου φαίνεται.
Αθυρόστομη, με υπέροχες νέγρικες, jazz νότες, ειλικρινής και με ψυχή, η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Adam Leon είναι ένα δείγμα ανεξάρτητου, αμερικανικού κινηματογράφου που οι fan θα εκτιμήσουν δεόντως. Αναζήτησέ την.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι όταν έχεις ανάγκη από χρήματα, τότε και ένα ζευγάρι χρησιμοποιημένα αθλητικά, είναι ότι πρέπει για πούλημα, οτι a lady is a lady, ακόμα και μέσα σε sneakers, βρώμικο μπλουζάκι, χακί χαχολο-βερμούδα και μαλλί wannabe κοτσίδα, και οτι όταν δεν έχεις πισίνα, κάνε μια βουτιά στο υδραγωγείο δίπλα από το σπίτι σου. Απλά πράγματα.
No trivia
Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012
Barbara: Α quiet little drama
NEW ARRIVAL
18ες Νύχτες Πρεμιέρας
Καλημέρα καλημέρα! Σήμερα στο blog, θα μιλήσουμε για μια ταινία ήπιων τόνων (καμία σχέση δηλαδή με αυτά που είδατε, όσοι αποφασίσατε να τσεκάρετε το ιδιαιτέρως ιδιαίτερο, "Excision"). Το "Barbara", είναι μια ταινία για τους σινεφίλ κυρίως, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά εξαιτίας της αργής της εξέλιξης, την οποία όσοι προτιμούν άλλου είδους cinema, μάλλον δε θα εκτιμήσουν. Συνεπώς αν είσαι ο τύπος ο σινεφίλ, πάνε δες τη. Θα σ' αρέσει. Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.
H Barbara (Nina Hoss) είναι μια δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα (όσο δυναμική και ανεξάρτητη δηλαδή της επιτρεπόταν να είναι, κατά την τελευταία δεκαετία της διχοτομημένης Γερμανίας του '80) η οποία ακολουθεί καριέρα γιατρού στο Βερολίνο. Η Barbara όμως δεν αντέχει το καταπιεστικό και εκφοβιστικό περιβάλλον της Ανατολικής Γερμανίας, καταθέτοντας το "Ausreiseantrag", ένα επίσημο έγγραφο, με το οποίο ζητά την αποχώρησή της από τη GDR (German Democratic Republic). Η επιθυμία της δε γίνεται φυσικά αποδεκτή, και προκειμένου να καταστείλουν τις "επαναστατικές" της βλέψεις, για μια καλύτερη ζωή κάπου αλλού, η Barbara στέλνεται πακέτο σε ένα μικρό, αγροτικό νοσοκομείο κάπου κοντά στη Βαλτική. Εκεί ο υπεύθυνος γιατρός Andre (Ronald Zehrfeld) επωμίζεται το έργο της διακριτικής της παρακολούθησης, ξεπληρώνοντας και ο ίδιος έτσι, ένα τραγικό λάθος του παρελθόντος που τον οδήγησε σε μια θέση, μακριά από την μεγάλη καριέρα. Παράλληλα, η ηρωίδα καλείται να ανέχεται και τον εξευτελιστικό της έλεγχο από τη Stasi, η οποία φροντίζει να κάνει αισθητή τη παρουσία της ανά τακτά, χρονικά διαστήματα. Και ενώ συμβαίνουν αυτά, η Barbara δεν έχει σταματήσει τις προσπάθειες φυγής, στηριζόμενη πια στον εραστή της, ο οποίος της υπόσχεται δαχτυλίδια και γάμους στη Δανία. Μα, μήπως και αυτό, δεν είναι μια καινούρια φυλακή; Μακριά βέβαια από τον κοινωνικοπολιτικό εγκλεισμό της χώρας της, αλλά nonetheless, μια νέα, πλουμιστή, συζυγική φυλακή;
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Christian Petzold μας έκανε τη τιμή, και παρευρέθηκε μαζί με τον πρωταγωνιστή του Ronald Zehrfeld (ωραίο παιδί ο Ronald), στη πρεμιέρα της ταινίας του στη Ελλάδα, στο πλαίσιο του 18ου Κινηματογραφικού φεστιβάλ της Αθήνας.
Μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα, ο Petzold απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού και μοιράστηκε μαζί μας όλα αυτά που έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα πάνω του, και που στην ουσία γίνονται γνωστά στους θεατές, μέσα ακριβώς από τις ταινίες του (στο τέλος της κριτικής, θα παραθέσω και κάνα-δυο ερωταπαντήσεις, όπως αυτές έγιναν, έπειτα από το τέλος της προβολής).
Στα γενικά μας τώρα, ο Petzold έχει θεωρηθεί στη χώρα του, ένας από τους σημαντικότερους, σύγχρονους σκηνοθέτες και όπως όλα δείχνουν, οχι αδίκως.
Ξεκινώντας από τηλεοπτικές ταινίες και video, έκανε γρήγορα το πέρασμά του στον κινηματογράφο, όταν το 2000 σκηνοθέτησε τη πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο "The State I Am In".
Η πρώτη του προσπάθεια χαιρετίστηκε θερμά οχι μόνο από τη χώρα του, αλλά και από τη πληθώρα των κινηματογραφικών φεστιβάλ στα οποία συμμετείχε, ενώ κέρδισε και στο Κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, τα βραβεία, Καλύτερου Σεναρίου και FIPRESCI.
Η πορεία του συνέχισε έκτοτε να είναι ανοδική, επικεντρωνόμενος κυρίως στη δημιουργία ρεαλιστικού, πολιτικού σινεμά, το οποίο σε συνδυασμό με τα προσωπικά δράματα των ηρώων του, αναδίδουν μνήμες παλιές και επίπονες, το οποίο διέπεται ως επί το πλείστον, από μια σχεδόν λυρική, σκηνοθετική διάθεση.
Εδώ με το "Barbara", o Petzold επανέρχεται για ακόμη μια φορά στο γνώριμο στυλ του, κατασκευάζοντας το πορτραίτο μιας γυναίκας, που αντιμάχεται με τρόπο υπόγειο, το ετσιθελικό, πολιτικό, status quo της χώρας της, με φόντο την αγροτική εξορία και μια βαρετή ζωή που δε της ταιριάζει. Ή μήπως οχι;
Έχοντας κερδίσει την Ασημένια Άρκτο, στο πρόσφατο φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Petzold ήρθε φορτσάτος και σε εμάς, αποσπώντας μάλιστα ένα δυνατό χειροκρότημα στο τέλος της ταινίας και αυτό γιατί, παρά το γεγονός οτι το "Barbara" δεν σε εκπλήσσει υποθεσιακά, καθώς πραγματεύεται στην ουσία ένα προσωπικό δράμα, εντούτοις, αυτό που κάποιος θα εκτιμήσει είναι η υποκριτική αρτιότητα της "σκληρής" Nina Hoss και η υπέροχη σκηνοθεσία του Γερμανού δημιουργού, τα πλάνα του οποίου θυμίζουν σε στιγμές, κάτι από Tarkovsky.
Ο 40χρονος διαμελισμός του γερμανικού κράτους, έχει δημιουργήσει αναμφίβολα, πληγές, φόβο και αγωνία για το-όποιο-μέλλον. Στη ταινία βέβαια, δε γινόμαστε ποτέ μάρτυρες κάποιου απροκάλυπτου, πολιτικού προβληματισμού, αλλά αφηνόμαστε να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματά, από τα σεναριακά ψίχουλα, που αποφασίζει να μας σερβίρει ο Petzold. Και αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό, όταν γίνεται με τον τρόπο που το κάνει εδώ. Χωρίς δηλαδή υπερβολικές καταστάσεις, υπέρ του δέοντος δραματική υπόθεση και μια ηρωίδα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης, επιλέγει να περιορίσει την ουσία των διαλόγων του, στα απολύτως απαραίτητα, και να αφήσει κυρίως το παράστημα και το διαπεραστικό βλέμμα της Hoss να τα πουν όλα.
Το "Barbara" είναι μια ταινία με σπάνια (για την εποχή μας πάντα) "οικονομία" η οποία γίνεται αισθητή στο σύνολό της. Από ενδυματολογικής (προσέξτε οτι η Hoss φοράει το ίδιο ζευγάρι παπούτσια και τα ίδια, επαναλαμβανόμενα ρούχα, σε όλη τη διάρκεια του φιλμ), μέχρι σεναριακή πλευράς, και από το στήσιμο της κάμερας, μέχρι τη πρόζα, αυτή η ταινία χαρακτηρίζεται από μια απλότητα και μια ειλικρίνεια, η οποία μπορεί να οδηγήσει έναν θεατή στο τελικό χειροκρότημα, ή το ύστατο χασμουρητό. Εξαρτάται από το τι ακριβώς περιμένει ο θεατής.
Όπως είπαμε και νωρίτερα, ο Petzold φροντίζει να ντύνει τις ταινίες του, με ένα κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, το οποίο λειτουργεί ως βάση, πάνω στην οποία εκτυλίσσεται σταδιακά η ιστορία του. Αν και αυτό το background, υπάρχει για να δηλώνει και να καθορίζει το ταινιακό του πλαίσιο, εντούτοις δεν αποτελεί ακριβώς τον πρωταγωνιστή, αλλά μοιάζει να λειτουργεί σαν ένα φάντασμα, το οποίο πλανάται πάνω από τους ήρωες, υποκινώντας πράξεις και αποφάσεις. Ποτέ δε το βλέπουμε πραγματικά, αλλά αισθανόμαστε τη παρουσία του με τρόπους πολλούς και διάφορους. Ένας από αυτούς είναι και η τμηματική παρουσία της Stasi στη ταινία.
Χωρίς να έχουμε ακολουθήσει για παράδειγμα, οπτικώς εξαρχής, τους λόγους για τους οποίους η Barbara "στάλθηκε" στο αγροτικό νοσοκομείο, καταλαβαίνουμε στη πορεία ποιοί μπορεί να είναι αυτοί, όταν αντιλαμβανόμαστε την πρώτη επίσκεψη της Stasi στο σπίτι της.
Λίγο αργότερα η Barbara αναλαμβάνει να βοηθήσει μια πιτσιρίκα που είναι έγκυος, και την οποία αναζητεί η αστυνομία. Και πάλι η απάντηση έρχεται λίγο αργότερα, όταν καταλαβαίνουμε ποιος είναι ο ρόλος της, και γιατί τελικώς την έχουν βάλει και αυτή στο μάτι.
Αυτό αποτελεί και το έξυπνα δομημένο κομμάτι της ταινίας: το γεγονός οτι τη μια στιγμή ο Petzold σου δημιουργεί ερωτήματα, μόνο για να έρθει και να στα απαντήσει λίγο αργότερα. Και ποιος είναι πάντα ο κρυμμένος φταίχτης όλων αυτών; Το ανατολικογερμανικό καθεστώς και όλα τα παρελκόμενά του. Και ο σκηνοθέτης δε μιλάει τυχαία...
Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος στη mini συνέντευξή του, οι γονείς του, ανήκαν σε αυτούς τους ανθρώπους (και ήταν πολλοί αυτοί), οι οποίοι έζησαν την εμπειρία της Ανατολικής Γερμανίας στο πετσί τους, αναγκάζοντας να μετακομίσουν και να αφήσουν πίσω τους αναμνήσεις, εμπειρίες και μια ζωή, πίσω στην οποία, δεν επέστρεψαν ποτέ ξανά.
Αυτό ο τείνι τρόπου, βιωματικός κινηματογράφος του Petzold είναι που κάνει και τη συγκεκριμένη ιστορία (μια ανάμεσα σε χιλιάδες) τόσο αξιοπρόσεχτη και δοσμένη κινηματογραφικά με έναν τρόπο, ο οποίος είναι την ίδια στιγμή όμορφος και μελαγχολικός.
Η προσωπική του θλίψη για τα όσα έζησαν οι γονείς του, αλλά και η κρυφή ελπίδα της λύτρωσης, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος αφενός στην στεγνή και αγέρωχη παρουσία/ερμηνεία της Hoss, με μερικές φεμινιστικές πινελιές να κάνουν την εμφάνισή τους, (η οποία συνεργάζεται για 5η φορά με τον Petzold), και αφετέρου στην υπέροχη κινηματογράφηση του "Barbara", το οποίο εγκλωβίζει πράσινα τοπία, σιωπηλή ομορφιά και ατέλειωτη υπομονή για ένα διαφορετικό μέλλον.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι πολύ καλές, σε αυτό των ήπιων τόνων δράμα, ενώ και η γεύση που σου μένει στο τέλος, είναι μάλλον γλυκόπικρη και ακριβώς αυτό που της ταιριάζει.
Δες το "Barbara" αν αρέσκεσαι σε τέτοιου είδους cinema και μόνο, και έχε στο μυαλό σου οτι ένα βραδυφλεγές, λιτό δράμα, μπορεί να σου πει πολλά περισσότερα από ένα πραγματικό tearjerker ταινιάκι.
Τι έμαθα από τη ταινία: Oτι τα παπούτσια αυτά τα θέλω απεγνωσμένα, οτι εντάξει, μεταξύ μας, ο φλώρος γκόμενός της, δε συγκρίνεται με τον γιατρό και οτι αυτές οι ορθοπεταλιές σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με σκοτώνουν...
No trivia
18ες Νύχτες Πρεμιέρας
Καλημέρα καλημέρα! Σήμερα στο blog, θα μιλήσουμε για μια ταινία ήπιων τόνων (καμία σχέση δηλαδή με αυτά που είδατε, όσοι αποφασίσατε να τσεκάρετε το ιδιαιτέρως ιδιαίτερο, "Excision"). Το "Barbara", είναι μια ταινία για τους σινεφίλ κυρίως, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά εξαιτίας της αργής της εξέλιξης, την οποία όσοι προτιμούν άλλου είδους cinema, μάλλον δε θα εκτιμήσουν. Συνεπώς αν είσαι ο τύπος ο σινεφίλ, πάνε δες τη. Θα σ' αρέσει. Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.
H Barbara (Nina Hoss) είναι μια δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα (όσο δυναμική και ανεξάρτητη δηλαδή της επιτρεπόταν να είναι, κατά την τελευταία δεκαετία της διχοτομημένης Γερμανίας του '80) η οποία ακολουθεί καριέρα γιατρού στο Βερολίνο. Η Barbara όμως δεν αντέχει το καταπιεστικό και εκφοβιστικό περιβάλλον της Ανατολικής Γερμανίας, καταθέτοντας το "Ausreiseantrag", ένα επίσημο έγγραφο, με το οποίο ζητά την αποχώρησή της από τη GDR (German Democratic Republic). Η επιθυμία της δε γίνεται φυσικά αποδεκτή, και προκειμένου να καταστείλουν τις "επαναστατικές" της βλέψεις, για μια καλύτερη ζωή κάπου αλλού, η Barbara στέλνεται πακέτο σε ένα μικρό, αγροτικό νοσοκομείο κάπου κοντά στη Βαλτική. Εκεί ο υπεύθυνος γιατρός Andre (Ronald Zehrfeld) επωμίζεται το έργο της διακριτικής της παρακολούθησης, ξεπληρώνοντας και ο ίδιος έτσι, ένα τραγικό λάθος του παρελθόντος που τον οδήγησε σε μια θέση, μακριά από την μεγάλη καριέρα. Παράλληλα, η ηρωίδα καλείται να ανέχεται και τον εξευτελιστικό της έλεγχο από τη Stasi, η οποία φροντίζει να κάνει αισθητή τη παρουσία της ανά τακτά, χρονικά διαστήματα. Και ενώ συμβαίνουν αυτά, η Barbara δεν έχει σταματήσει τις προσπάθειες φυγής, στηριζόμενη πια στον εραστή της, ο οποίος της υπόσχεται δαχτυλίδια και γάμους στη Δανία. Μα, μήπως και αυτό, δεν είναι μια καινούρια φυλακή; Μακριά βέβαια από τον κοινωνικοπολιτικό εγκλεισμό της χώρας της, αλλά nonetheless, μια νέα, πλουμιστή, συζυγική φυλακή;
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Christian Petzold μας έκανε τη τιμή, και παρευρέθηκε μαζί με τον πρωταγωνιστή του Ronald Zehrfeld (ωραίο παιδί ο Ronald), στη πρεμιέρα της ταινίας του στη Ελλάδα, στο πλαίσιο του 18ου Κινηματογραφικού φεστιβάλ της Αθήνας.
Μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα, ο Petzold απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού και μοιράστηκε μαζί μας όλα αυτά που έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα πάνω του, και που στην ουσία γίνονται γνωστά στους θεατές, μέσα ακριβώς από τις ταινίες του (στο τέλος της κριτικής, θα παραθέσω και κάνα-δυο ερωταπαντήσεις, όπως αυτές έγιναν, έπειτα από το τέλος της προβολής).
Στα γενικά μας τώρα, ο Petzold έχει θεωρηθεί στη χώρα του, ένας από τους σημαντικότερους, σύγχρονους σκηνοθέτες και όπως όλα δείχνουν, οχι αδίκως.
Ξεκινώντας από τηλεοπτικές ταινίες και video, έκανε γρήγορα το πέρασμά του στον κινηματογράφο, όταν το 2000 σκηνοθέτησε τη πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο "The State I Am In".
Η πρώτη του προσπάθεια χαιρετίστηκε θερμά οχι μόνο από τη χώρα του, αλλά και από τη πληθώρα των κινηματογραφικών φεστιβάλ στα οποία συμμετείχε, ενώ κέρδισε και στο Κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, τα βραβεία, Καλύτερου Σεναρίου και FIPRESCI.
Η πορεία του συνέχισε έκτοτε να είναι ανοδική, επικεντρωνόμενος κυρίως στη δημιουργία ρεαλιστικού, πολιτικού σινεμά, το οποίο σε συνδυασμό με τα προσωπικά δράματα των ηρώων του, αναδίδουν μνήμες παλιές και επίπονες, το οποίο διέπεται ως επί το πλείστον, από μια σχεδόν λυρική, σκηνοθετική διάθεση.
Εδώ με το "Barbara", o Petzold επανέρχεται για ακόμη μια φορά στο γνώριμο στυλ του, κατασκευάζοντας το πορτραίτο μιας γυναίκας, που αντιμάχεται με τρόπο υπόγειο, το ετσιθελικό, πολιτικό, status quo της χώρας της, με φόντο την αγροτική εξορία και μια βαρετή ζωή που δε της ταιριάζει. Ή μήπως οχι;
Έχοντας κερδίσει την Ασημένια Άρκτο, στο πρόσφατο φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Petzold ήρθε φορτσάτος και σε εμάς, αποσπώντας μάλιστα ένα δυνατό χειροκρότημα στο τέλος της ταινίας και αυτό γιατί, παρά το γεγονός οτι το "Barbara" δεν σε εκπλήσσει υποθεσιακά, καθώς πραγματεύεται στην ουσία ένα προσωπικό δράμα, εντούτοις, αυτό που κάποιος θα εκτιμήσει είναι η υποκριτική αρτιότητα της "σκληρής" Nina Hoss και η υπέροχη σκηνοθεσία του Γερμανού δημιουργού, τα πλάνα του οποίου θυμίζουν σε στιγμές, κάτι από Tarkovsky.
Ο 40χρονος διαμελισμός του γερμανικού κράτους, έχει δημιουργήσει αναμφίβολα, πληγές, φόβο και αγωνία για το-όποιο-μέλλον. Στη ταινία βέβαια, δε γινόμαστε ποτέ μάρτυρες κάποιου απροκάλυπτου, πολιτικού προβληματισμού, αλλά αφηνόμαστε να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματά, από τα σεναριακά ψίχουλα, που αποφασίζει να μας σερβίρει ο Petzold. Και αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό, όταν γίνεται με τον τρόπο που το κάνει εδώ. Χωρίς δηλαδή υπερβολικές καταστάσεις, υπέρ του δέοντος δραματική υπόθεση και μια ηρωίδα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης, επιλέγει να περιορίσει την ουσία των διαλόγων του, στα απολύτως απαραίτητα, και να αφήσει κυρίως το παράστημα και το διαπεραστικό βλέμμα της Hoss να τα πουν όλα.
Το "Barbara" είναι μια ταινία με σπάνια (για την εποχή μας πάντα) "οικονομία" η οποία γίνεται αισθητή στο σύνολό της. Από ενδυματολογικής (προσέξτε οτι η Hoss φοράει το ίδιο ζευγάρι παπούτσια και τα ίδια, επαναλαμβανόμενα ρούχα, σε όλη τη διάρκεια του φιλμ), μέχρι σεναριακή πλευράς, και από το στήσιμο της κάμερας, μέχρι τη πρόζα, αυτή η ταινία χαρακτηρίζεται από μια απλότητα και μια ειλικρίνεια, η οποία μπορεί να οδηγήσει έναν θεατή στο τελικό χειροκρότημα, ή το ύστατο χασμουρητό. Εξαρτάται από το τι ακριβώς περιμένει ο θεατής.
Όπως είπαμε και νωρίτερα, ο Petzold φροντίζει να ντύνει τις ταινίες του, με ένα κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, το οποίο λειτουργεί ως βάση, πάνω στην οποία εκτυλίσσεται σταδιακά η ιστορία του. Αν και αυτό το background, υπάρχει για να δηλώνει και να καθορίζει το ταινιακό του πλαίσιο, εντούτοις δεν αποτελεί ακριβώς τον πρωταγωνιστή, αλλά μοιάζει να λειτουργεί σαν ένα φάντασμα, το οποίο πλανάται πάνω από τους ήρωες, υποκινώντας πράξεις και αποφάσεις. Ποτέ δε το βλέπουμε πραγματικά, αλλά αισθανόμαστε τη παρουσία του με τρόπους πολλούς και διάφορους. Ένας από αυτούς είναι και η τμηματική παρουσία της Stasi στη ταινία.
Χωρίς να έχουμε ακολουθήσει για παράδειγμα, οπτικώς εξαρχής, τους λόγους για τους οποίους η Barbara "στάλθηκε" στο αγροτικό νοσοκομείο, καταλαβαίνουμε στη πορεία ποιοί μπορεί να είναι αυτοί, όταν αντιλαμβανόμαστε την πρώτη επίσκεψη της Stasi στο σπίτι της.
Λίγο αργότερα η Barbara αναλαμβάνει να βοηθήσει μια πιτσιρίκα που είναι έγκυος, και την οποία αναζητεί η αστυνομία. Και πάλι η απάντηση έρχεται λίγο αργότερα, όταν καταλαβαίνουμε ποιος είναι ο ρόλος της, και γιατί τελικώς την έχουν βάλει και αυτή στο μάτι.
Αυτό αποτελεί και το έξυπνα δομημένο κομμάτι της ταινίας: το γεγονός οτι τη μια στιγμή ο Petzold σου δημιουργεί ερωτήματα, μόνο για να έρθει και να στα απαντήσει λίγο αργότερα. Και ποιος είναι πάντα ο κρυμμένος φταίχτης όλων αυτών; Το ανατολικογερμανικό καθεστώς και όλα τα παρελκόμενά του. Και ο σκηνοθέτης δε μιλάει τυχαία...
Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος στη mini συνέντευξή του, οι γονείς του, ανήκαν σε αυτούς τους ανθρώπους (και ήταν πολλοί αυτοί), οι οποίοι έζησαν την εμπειρία της Ανατολικής Γερμανίας στο πετσί τους, αναγκάζοντας να μετακομίσουν και να αφήσουν πίσω τους αναμνήσεις, εμπειρίες και μια ζωή, πίσω στην οποία, δεν επέστρεψαν ποτέ ξανά.
Αυτό ο τείνι τρόπου, βιωματικός κινηματογράφος του Petzold είναι που κάνει και τη συγκεκριμένη ιστορία (μια ανάμεσα σε χιλιάδες) τόσο αξιοπρόσεχτη και δοσμένη κινηματογραφικά με έναν τρόπο, ο οποίος είναι την ίδια στιγμή όμορφος και μελαγχολικός.
Η προσωπική του θλίψη για τα όσα έζησαν οι γονείς του, αλλά και η κρυφή ελπίδα της λύτρωσης, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος αφενός στην στεγνή και αγέρωχη παρουσία/ερμηνεία της Hoss, με μερικές φεμινιστικές πινελιές να κάνουν την εμφάνισή τους, (η οποία συνεργάζεται για 5η φορά με τον Petzold), και αφετέρου στην υπέροχη κινηματογράφηση του "Barbara", το οποίο εγκλωβίζει πράσινα τοπία, σιωπηλή ομορφιά και ατέλειωτη υπομονή για ένα διαφορετικό μέλλον.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι πολύ καλές, σε αυτό των ήπιων τόνων δράμα, ενώ και η γεύση που σου μένει στο τέλος, είναι μάλλον γλυκόπικρη και ακριβώς αυτό που της ταιριάζει.
Δες το "Barbara" αν αρέσκεσαι σε τέτοιου είδους cinema και μόνο, και έχε στο μυαλό σου οτι ένα βραδυφλεγές, λιτό δράμα, μπορεί να σου πει πολλά περισσότερα από ένα πραγματικό tearjerker ταινιάκι.
Τι έμαθα από τη ταινία: Oτι τα παπούτσια αυτά τα θέλω απεγνωσμένα, οτι εντάξει, μεταξύ μας, ο φλώρος γκόμενός της, δε συγκρίνεται με τον γιατρό και οτι αυτές οι ορθοπεταλιές σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με σκοτώνουν...
No trivia
Συνέντευξη Christian Petzold
1) Γιατί επιλέξατε για ακόμη μια φορά την Nina Hoss για τον ρόλο, από τη στιγμή που έχετε ήδη συνεργαστεί τέσσερις ακόμα φορές μαζί της;
Η αλήθεια είναι οτι στην αρχή δε τη πήγαινα! Μου φαινόταν κάπως σαν διανοούμενη και δε τη συμπαθούσα ιδιαίτερα. Αργότερα όμως, και όταν συνεργάστηκα μαζί τις, τις πρώτες φορές, συνειδητοποίησα πόσο μεγαλειώδης ηθοποιός είναι. Καταφέρνει να γεμίσει τον χώρο μέσα στη ταινία, και να αδειάζει τον εαυτό της, μέσα σε αυτόν. Συνεπώς, δε θα έλεγα ακριβώς οτι είναι μούσα μου (μούσες πιστεύω έχουν οι ζωγράφοι και οι καλλιτέχνες), αλλά πιστεύω οτι είναι μια πραγματικά, μεγάλη ηθοποιός.
2) Και γιατί διαλέξατε τον Ronald Zehrfeld για τον πρωταγωνιστικό ρόλο;
Ήθελα πολύ καιρό να συνεργαστώ μαζί του (δίπλα του ο Ronald), αλλά μέχρι τώρα δε τα είχα καταφέρει λόγω του φορτωμένου του προγράμματος. Νομίζω οτι ο Ronald είναι ένας ηθοποιός ο οποίος μπορεί με τη πληθωρική του, έντονη παρουσία να κάνει αίσθηση. Το γεγονός δε οτι αυτή η παρουσία, έρχεται σε αντίθεση με μια θλίψη που έχει στο πρόσωπό του, είναι αυτό που τον έκανε ιδανικό για τον κεντρικό ρόλο της ταινίας.
3) Πως ήταν η συνεργασία σας με τη Hoss;
Εξαιρετική, θαυμάσια η συνεργασία μου μαζί της. Αν μάλιστα θα έπρεπε να επιλέξω και μια σκηνή η οποία είναι η αγαπημένη μου, θα διάλεγα αυτή στο τέλος. Λέει πολλά και συμπυκνώνει όλο το νόημα τη ταινίας μέχρι εκείνη τη στιγμή.
4) Γιατί επιλέξατε και πάλι το θέμα της Ανατολικής Γερμανίας;
Οι γονείς μου ζούσαν για μεγάλο διάστημα στην Ανατολική Γερμανία, και όταν αναγκάστηκαν να φύγουν, έπρεπε να "διαγράψουν" και ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους. Γεγονότα, εμπειρίες, αναμνήσεις. Δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω, είχαν αφήσει εκεί συγγενείς, φίλους. Και όμως, δε πήραν ποτέ την απόφαση να επιστρέψουν. Ήταν μια ζωή που ήθελαν να ξεχάσουν, να ξεκόψουν. Πάντα όμως είχαν αυτή τη θλίψη που άφησαν τον τόπο. Κατά κάποιον τρόπο, μέσα από τις ταινίες, γίνομαι μάρτυρας των όσον έζησαν. Η ταινία, αποτελεί παράλληλα και μια ιστορία, γυναικείας χειραφέτησης, στην οποία όμως το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον το οποίο έζησα μέσα από τους γονείς μου, είναι εκεί και υπάρχει.
Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012
Excision: It's hard being a teenager
Alloha again! Σήμερις η ταινιούλα για την οποία θα μιλήσουμε είναι για περιορισμένο κοινό μόνο. Και τι εννοώ με αυτό. Εννοώ οτι είναι μια ταινία που οι περισσότεροι θα βρουν άρρωστη (και καλά θα κάνουν) και συνεπώς εγώ πρέπει να προειδοποιήσω από τώρα, οτι δεν είναι μια ταινία για όλους, αλλά για λίγους. Ξέρω βέβαια οτι με αυτό που λέω, εξάπτω ακόμα περισσότερο τη φαντασία σας, αλλά πιστέψτε με, όσοι δε αρέσκεστε σε αλλόκοτες καταστάσεις, δεν αγαπάτε τον κινηματογράφο του Cronenberg και την ωμή βία, το αίμα και τον διεστραμμένο τρόπο σκέψης, τότε σίγουρα το "Excision" θα είναι για σας μια σίγουρη καταστροφή. Και προκειμένου να μου λέτε μετά 'τι ήταν αυτό που μας πρότεινες να δούμε; είσαι στα καλά σου;', ξεχωρίζω από τώρα τη στάση μου και λέω: αν δεν σας αρέσει αυτός ο κινηματογράφος, τότε καλύτερα για εσάς να αποφύγετε τη ταινία. Διαλέξτε κάτι άλλο. Οι υπόλοιποι μπορείτε να συνεχίσετε το διάβασμα. Και καλή(;) προβολή παιδιά...
Η Pauline (Annalynne McCord) είναι μια έφηβη, αρκετά διαφορετική από ότι οι υπόλοιποι συνομήλικοί της. Αρχικά η Pauline είναι διαταραγμένη, πάσχει από ακρωτηριαστικές παραισθήσεις που την ερεθίζουν σεξουαλικώς, και που συνήθως περιλαμβάνουν θέματα όπως η αποβολή, ο αυνανισμός μέσα σε λίμνες αίματος, ο αποκεφαλισμός, το σεξ επίσης, μέσα σε πίδακες αίματος, και γενικώς ένα σωρό disturbing πράγματα που καταλαμβάνουν όλη την έκταση του σκοτεινού μυαλού της.
Μπορεί η Pauline να είναι μια άκρως, ψυχιατρική περίπτωση, είναι όμως έξυπνη, ατακαδόρα, γράφει τη θρησκευτική ψυχανάλυση (ναι βεβαίως, υπάρχει και αυτό) στο παρθένο ακόμα, κομμάτι του κορμιού της, αντιδρά απέναντι στη control freak και εντελώς στρίγκλα μάνα της, Phyllis (Traci Lords), ενώ ταυτόχρονα αγαπά όσο δε πάει την μικρότερη αδελφή της, Grace (Ariel Winter) η οποία πάσχει από κυστική ίνωση, και χρείζει διαρκής παρακολούθησης.
Βέβαια η Pauline, έχει να αντιμετωπίσει και τον χλευασμό των ομοίων της στο σχολείο, όπου ανάμεσα σε ξανθιές παρτολο-bimbos και αθλητικούς γόηδες, η ίδια, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα. Και έτσι όμως, περιορίζεται στο πέταγμα δηλητηριωδών ατακών και περιδιάβασης στον κόσμο του μυαλού της, εκεί οπού οι βλέψεις της για καριέρα χειρούργου, έχουν γίνει πραγματικότητα στο πρόσωπο ένα ξανθού της, hot, alter ego που έχει στην διάθεσή του ορδές από γυμνά αντρικά και γυναικεία σώματα, τα οποία ξεσκίζει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ω ναι, η Pauline είναι μια επικίνδυνα διαταραγμένη προσωπικότητα. Το έχει καταλάβει άραγε κανείς;
Tο "Excision" είναι μια από τις κλασικές περιπτώσεις ταινιών, που πέρα από ένα μικρό πέρασμα από διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ποτέ δε καταφέρνει να πάρει ευρύτερη διανομή, περιοριζόμενο κυρίως σε μια ολιγοήμερη προβολή, σε κάποια underground αίθουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, ή ακόμα πιο συνηθισμένα, στην απευθείας κυκλοφορία του σε DVD και BluRay. Έτυχε μάλιστα σήμερα, 16 Οκτωβρίου, να είναι η μέρα που η ταινία θα κυκλοφορήσει στα dvd-άδικα (έτσι τα λένε άραγες;) της Αμερικής. Το ενδιαφέρον βέβαια στη προκειμένη περίπτωση, είναι πως η ταινία θα κάνει την επίσημη, ευρωπαϊκή της πρεμιέρα στην Αγγλία, και μάλιστα όπως όλα δείχνουν θα παιχτεί κανονικά στις αίθουσες (σοκ και δέος).
Από την άλλη μεριά πάλι, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τους λόγους, για τους οποίους τέτοιου είδους ταινίες, δε βρίσκουν ποτέ τον δρόμο τους, προς τις σκοτεινές αίθουσες.
Πέρα από το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης της, Richard Bates Jr. (καμία σχέση με τον Norman Bates του "Psycho" αν και σε ιδιοσυγκρασία, δε λες οτι διαφέρουν και πολύ) είναι ένα νέο παιδί, που μετράει στο ενεργητικό του ένα μόνο ακόμη, short φιλμάκι, το οποίο μάλιστα ονομάζεται "Excision" (βλέπετε η ταινία ξεκίνησε σαν short story, και έπειτα έγινε μεγάλου μήκους. Όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το "Teddy Bear" που είχαμε δει λίγο καιρό πριν), αλλά παράλληλα το περιεχόμενο του film είναι τόσο ακραίο και μακάβριο, που μάλλον ο κόσμος δεν λες ακριβώς οτι θα συνέρρεε για να τη δει. Έτσι κι αλλιώς ξέρουμε όλοι, οτι σε μια εποχή που τα box-offices πρέπει να βγάζουν κέρδος, βασιζόμενα πολλές φορές σε ταινίες, πιο ηλίθιες και από τον Adam Sandler, τις πιο ψαγμένες (οχι απαραίτητα κουλτουρέ, απλά, διαφορετικές) προτάσεις και τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν κάτι να σου πουν, πρέπει να τις αναζητήσεις αλλού. Συνεπώς αν θες να δεις το "Excision" πρέπει να το αναζητήσεις μόνος σου. Οχι απαραιτήτως κακό, απλώς πραγματικά εκνευριστικό, όταν δε μπορείς να κάνεις ούτε κι αυτό.
Έτσι λοιπόν μετρώντας και μια παρουσία στο φεστιβάλ του Sundance, το "Excision" είναι μια ταινία οπτικά προκλητική (εντάξει, η σκηνοθεσία της είναι απλά ακαταμάχητα άρρωστη), που όμως δε μένει σε επίπεδο τύπου 'νεαρή, διαταραγμένη πρωταγωνίστρια που κάνει καφρίλες, και κανείς δεν έχει καταλάβει οτι είναι βαθιά άρρωστη', αλλά φαίνεται πως ο Bates πάει το πράγμα λίγο παραπέρα, βάζοντας στο τσουκάλι του πολλά, ετερόκλητα στοιχεία, που δημιουργούν ένα film ιδιαίτερο, με μπόλικα κότσια (όσα και αυτά της McCord που δέχθηκε έναν τέτοιο ρόλο) και αλήθειες δοσμένες μέσα από ένα τόσο εφιαλτικό καλειδοσκόπιο εικόνων και συναισθημάτων, που σου είναι αδύνατο να τη σταματήσεις, άπαξ και τη ξεκινήσεις.
Ενδεχομένως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, είναι πως η πρόθεση του Bates είναι διττή. Από τη μια πλευρά βλέπεις πως όλο το cast που έχει συγκεντρώσει είναι τόσο απροκάλυπτα cult, camp-όπως θέλεις πες το-που δε χωράει αμφιβολία οτι κάπου στο μυαλό του, είχε την ιδέα να φτιάξει έτσι κι αλλιώς μια ταινία, που ισορροπεί ανάμεσα στο κρονενμπερικό gore κομμάτι, εμπλουτισμένη όμως με δόσεις κυνισμού και πραγματικού black humor, άξιοι εμπνευστές των οποίων, είναι όοολοι αυτοί που έχουν μαζευτεί εδώ.
Το ξέρω οτι θες να μάθεις ποιοι είναι, γι' αυτό και θα σου πω. Έχουμε και λέμε: Traci Lords, ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης, μουσικός, αλλά κυρίως γνωστή για τις b-movie εμφανίσεις, καθώς και την...πορνογραφική της δράση σε ανάλογες ταινίες. Malcolm McDowell, ο Alex του Κουρδιστού Πορτοκαλιού, έκανε τη καλύτερή του ταινία νωρίς και αναλώθηκε σε μια απενοχοποιημένη, β' καριέρα που λόγω φυσίκ του πάει. John Waters, περίεργη, cult φυσιογνωμία που όλο και κάπου θα τον έχει πάρει το μάτι σου, ιδιαίτερα αν βλέπεις ταινίες όπως τα "Divine Trash", "Seed of Chucky" και "Blood Feast 2: All You Can Eat". Α, αρέσκεται επίσης να υποδύεται τον νεκροθάφτη. Marlee Matlin, οσκαρούχα (για τον ρόλο της στη ταινία "Children of Lesser God") και εκ γενετής κωφάλαλη, έχει εκμεταλλευτεί εξόχως την ιδιαιτερότητά της, επιλέγοντας ρόλους προκλητικού θηλυκού (κυρίως σε σειρές, όπως στο "The L World") και cult διάστασης (στο "Excision" η συμμετοχή της είναι μικρή, αλλά αξιομνημόνευτη). Τέλος, μετρήστε και τον 'πιο trash πεθαίνω', Ray Wise, ο οποίος έχει χτυπήσει κολοφώνα δόξας με άπειρες συμμετοχές σε τηλεοπτικές σειρές, και ταινίες με προτίμηση σε αυτές που φέρουν αριθμό στον τίτλο τους ("Sharkskin 6", "Cyxork 7", "7-10 Split"). Έχει στα σκαριά 12 νέες ταινίες, για τη περίοδο 2012-2013. Nough said.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πως αν μη τι άλλο, η επιλογή του cast σίγουρα δεν είναι τυχαία, αφού ο Bates επιδιώκει να δώσει μια b αίσθηση στη ταινία του. Εκεί που το πράγμα αλλάζει, είναι οτι δε θέλει να μείνει μόνο σε αυτό, αλλά να ενισχύσει το αποτέλεσμά του, με ένα άκρως σοβαρό και ντελιριακό θέμα, τη βαρύτητα του οποίου συνειδητοποιούμε και εμείς κάπου στο τέλος. Όταν δηλαδή είναι πια αργά.
Ο προβληματικός χαρακτήρας της οικογένειας (όταν κάθονται και τρώνε πρωινό μαζί, είναι σαν να βλέπεις την οικογένεια του Lester Burnham στο "American Beauty" σε όλη την προαστική της ασχήμια), αντικατοπτρίζεται πάνω στην Pauline, η οποία με τη σειρά της αντικατοπτρίζει όλη τη πιθανή μανιοκατάθλιψη, ψευδαισθήσεις, οργή και διαταραγμένο νου, που μπορεί να χαρακτηρίζει ένα άτομο της ηλικίας της. Η εντελώς ακραία σκηνοθεσία και υπόθεση (σε στιγμές), δεν αναιρεί το γεγονός οτι η σύγχρονη γενιά αντιμετωπίζει πολλά και εσωτερικά προβλήματα τα οποία αν δεν γίνουν αντιληπτά, μπορεί να αποβούν μοιραία για όλους. Μπορεί η πρωταγωνίστρια να εμφανίζεται ως ένα αντιδραστικό πλάσμα, στην ουσία όμως, πόσοι ξέρουν τι πραγματικά κρύβεται μέσα στη καρδιά και τη ψυχή της;
Προκειμένου μάλιστα να περάσει σε ένα εντελώς σουρεαλιστικό σύμπαν, ο Bates, δε διστάζει να ντύσει τα όνειρα της Pauline με μπλε πλακάκι, και αποστειρωμένο λευκό (δωμάτια που παραπέμπουν σε νοσοκομειακές εγκαταστάσεις), δημιουργώντας έναν φρικαλέο, φαντασιακό κόσμο, στον οποίο οι καταπιεσμένες διαθέσεις της εικονοποιούνται με το αίμα, τη γύμνια και το σεξ, που κυριαρχούν. Αν σας κάνει εντύπωση το μπλε πλακάκι, σκεφτείτε οτι οι ρόμπες των χειρούργων έχουν παρόμοιο χρώμα. Yeap, i see what you did here.
Εκτός από την υπόθεση και την τριπαριστή σκηνοθεσία, η MacCord λες οτι είναι και πραγματική αποκάλυψη. Όταν στη τελική συνηθίζεις να παίζεις το ξέκωλο σε διάφορες σειρές, και την κομπάρσα στις ταινίες, ε δεν είναι και λίγο όταν κρατάς τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια τόσο "προβληματική" ταινία. Με λιγδωμένο μαλλί, σπυράκια και την αδιόρατη αίσθηση οτι πρέπει να να βρωμάει και να ζέχνει, η Pauline είναι μια ωρολογιακή βόμβα και αλίμονο σε όποιον βρεθεί δίπλα της, την ώρα που θα σκάσει. Σκληρή, ξεδιάντροπη και αξιοπρόσεκτα καλή, η McCord δίνει την καλύτερή τη ερμηνεία μέχρι σήμερα.
Το "Excision" είναι μια ταινία για γερά στομάχια και ανοιχτά μυαλά. Κατευθυνόμενο από άρτια σκηνοθεσία και ντόμπρες ερμηνείες, θα σας στοιχειώσει για πολύ καιρό. Το γκροτέσκο σε όλο του το μεγαλείο. Ω ναι...
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι σκηνές που η Pauline προσεύχεται μέσα σε ένα απόλυτα μαύρο κενό, είναι από τις καλύτερες, οτι το τέλος τα λέει όλα, και οτι όταν είσαι σαβουροαπαυτίδης, είσαι σαβουροαπαυτίδης. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν.
No trivia
Η Pauline (Annalynne McCord) είναι μια έφηβη, αρκετά διαφορετική από ότι οι υπόλοιποι συνομήλικοί της. Αρχικά η Pauline είναι διαταραγμένη, πάσχει από ακρωτηριαστικές παραισθήσεις που την ερεθίζουν σεξουαλικώς, και που συνήθως περιλαμβάνουν θέματα όπως η αποβολή, ο αυνανισμός μέσα σε λίμνες αίματος, ο αποκεφαλισμός, το σεξ επίσης, μέσα σε πίδακες αίματος, και γενικώς ένα σωρό disturbing πράγματα που καταλαμβάνουν όλη την έκταση του σκοτεινού μυαλού της.
Μπορεί η Pauline να είναι μια άκρως, ψυχιατρική περίπτωση, είναι όμως έξυπνη, ατακαδόρα, γράφει τη θρησκευτική ψυχανάλυση (ναι βεβαίως, υπάρχει και αυτό) στο παρθένο ακόμα, κομμάτι του κορμιού της, αντιδρά απέναντι στη control freak και εντελώς στρίγκλα μάνα της, Phyllis (Traci Lords), ενώ ταυτόχρονα αγαπά όσο δε πάει την μικρότερη αδελφή της, Grace (Ariel Winter) η οποία πάσχει από κυστική ίνωση, και χρείζει διαρκής παρακολούθησης.
Βέβαια η Pauline, έχει να αντιμετωπίσει και τον χλευασμό των ομοίων της στο σχολείο, όπου ανάμεσα σε ξανθιές παρτολο-bimbos και αθλητικούς γόηδες, η ίδια, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα. Και έτσι όμως, περιορίζεται στο πέταγμα δηλητηριωδών ατακών και περιδιάβασης στον κόσμο του μυαλού της, εκεί οπού οι βλέψεις της για καριέρα χειρούργου, έχουν γίνει πραγματικότητα στο πρόσωπο ένα ξανθού της, hot, alter ego που έχει στην διάθεσή του ορδές από γυμνά αντρικά και γυναικεία σώματα, τα οποία ξεσκίζει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ω ναι, η Pauline είναι μια επικίνδυνα διαταραγμένη προσωπικότητα. Το έχει καταλάβει άραγε κανείς;
Tο "Excision" είναι μια από τις κλασικές περιπτώσεις ταινιών, που πέρα από ένα μικρό πέρασμα από διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ποτέ δε καταφέρνει να πάρει ευρύτερη διανομή, περιοριζόμενο κυρίως σε μια ολιγοήμερη προβολή, σε κάποια underground αίθουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, ή ακόμα πιο συνηθισμένα, στην απευθείας κυκλοφορία του σε DVD και BluRay. Έτυχε μάλιστα σήμερα, 16 Οκτωβρίου, να είναι η μέρα που η ταινία θα κυκλοφορήσει στα dvd-άδικα (έτσι τα λένε άραγες;) της Αμερικής. Το ενδιαφέρον βέβαια στη προκειμένη περίπτωση, είναι πως η ταινία θα κάνει την επίσημη, ευρωπαϊκή της πρεμιέρα στην Αγγλία, και μάλιστα όπως όλα δείχνουν θα παιχτεί κανονικά στις αίθουσες (σοκ και δέος).
Από την άλλη μεριά πάλι, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τους λόγους, για τους οποίους τέτοιου είδους ταινίες, δε βρίσκουν ποτέ τον δρόμο τους, προς τις σκοτεινές αίθουσες.
Πέρα από το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης της, Richard Bates Jr. (καμία σχέση με τον Norman Bates του "Psycho" αν και σε ιδιοσυγκρασία, δε λες οτι διαφέρουν και πολύ) είναι ένα νέο παιδί, που μετράει στο ενεργητικό του ένα μόνο ακόμη, short φιλμάκι, το οποίο μάλιστα ονομάζεται "Excision" (βλέπετε η ταινία ξεκίνησε σαν short story, και έπειτα έγινε μεγάλου μήκους. Όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το "Teddy Bear" που είχαμε δει λίγο καιρό πριν), αλλά παράλληλα το περιεχόμενο του film είναι τόσο ακραίο και μακάβριο, που μάλλον ο κόσμος δεν λες ακριβώς οτι θα συνέρρεε για να τη δει. Έτσι κι αλλιώς ξέρουμε όλοι, οτι σε μια εποχή που τα box-offices πρέπει να βγάζουν κέρδος, βασιζόμενα πολλές φορές σε ταινίες, πιο ηλίθιες και από τον Adam Sandler, τις πιο ψαγμένες (οχι απαραίτητα κουλτουρέ, απλά, διαφορετικές) προτάσεις και τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν κάτι να σου πουν, πρέπει να τις αναζητήσεις αλλού. Συνεπώς αν θες να δεις το "Excision" πρέπει να το αναζητήσεις μόνος σου. Οχι απαραιτήτως κακό, απλώς πραγματικά εκνευριστικό, όταν δε μπορείς να κάνεις ούτε κι αυτό.
Έτσι λοιπόν μετρώντας και μια παρουσία στο φεστιβάλ του Sundance, το "Excision" είναι μια ταινία οπτικά προκλητική (εντάξει, η σκηνοθεσία της είναι απλά ακαταμάχητα άρρωστη), που όμως δε μένει σε επίπεδο τύπου 'νεαρή, διαταραγμένη πρωταγωνίστρια που κάνει καφρίλες, και κανείς δεν έχει καταλάβει οτι είναι βαθιά άρρωστη', αλλά φαίνεται πως ο Bates πάει το πράγμα λίγο παραπέρα, βάζοντας στο τσουκάλι του πολλά, ετερόκλητα στοιχεία, που δημιουργούν ένα film ιδιαίτερο, με μπόλικα κότσια (όσα και αυτά της McCord που δέχθηκε έναν τέτοιο ρόλο) και αλήθειες δοσμένες μέσα από ένα τόσο εφιαλτικό καλειδοσκόπιο εικόνων και συναισθημάτων, που σου είναι αδύνατο να τη σταματήσεις, άπαξ και τη ξεκινήσεις.
Ενδεχομένως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, είναι πως η πρόθεση του Bates είναι διττή. Από τη μια πλευρά βλέπεις πως όλο το cast που έχει συγκεντρώσει είναι τόσο απροκάλυπτα cult, camp-όπως θέλεις πες το-που δε χωράει αμφιβολία οτι κάπου στο μυαλό του, είχε την ιδέα να φτιάξει έτσι κι αλλιώς μια ταινία, που ισορροπεί ανάμεσα στο κρονενμπερικό gore κομμάτι, εμπλουτισμένη όμως με δόσεις κυνισμού και πραγματικού black humor, άξιοι εμπνευστές των οποίων, είναι όοολοι αυτοί που έχουν μαζευτεί εδώ.
Το ξέρω οτι θες να μάθεις ποιοι είναι, γι' αυτό και θα σου πω. Έχουμε και λέμε: Traci Lords, ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης, μουσικός, αλλά κυρίως γνωστή για τις b-movie εμφανίσεις, καθώς και την...πορνογραφική της δράση σε ανάλογες ταινίες. Malcolm McDowell, ο Alex του Κουρδιστού Πορτοκαλιού, έκανε τη καλύτερή του ταινία νωρίς και αναλώθηκε σε μια απενοχοποιημένη, β' καριέρα που λόγω φυσίκ του πάει. John Waters, περίεργη, cult φυσιογνωμία που όλο και κάπου θα τον έχει πάρει το μάτι σου, ιδιαίτερα αν βλέπεις ταινίες όπως τα "Divine Trash", "Seed of Chucky" και "Blood Feast 2: All You Can Eat". Α, αρέσκεται επίσης να υποδύεται τον νεκροθάφτη. Marlee Matlin, οσκαρούχα (για τον ρόλο της στη ταινία "Children of Lesser God") και εκ γενετής κωφάλαλη, έχει εκμεταλλευτεί εξόχως την ιδιαιτερότητά της, επιλέγοντας ρόλους προκλητικού θηλυκού (κυρίως σε σειρές, όπως στο "The L World") και cult διάστασης (στο "Excision" η συμμετοχή της είναι μικρή, αλλά αξιομνημόνευτη). Τέλος, μετρήστε και τον 'πιο trash πεθαίνω', Ray Wise, ο οποίος έχει χτυπήσει κολοφώνα δόξας με άπειρες συμμετοχές σε τηλεοπτικές σειρές, και ταινίες με προτίμηση σε αυτές που φέρουν αριθμό στον τίτλο τους ("Sharkskin 6", "Cyxork 7", "7-10 Split"). Έχει στα σκαριά 12 νέες ταινίες, για τη περίοδο 2012-2013. Nough said.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πως αν μη τι άλλο, η επιλογή του cast σίγουρα δεν είναι τυχαία, αφού ο Bates επιδιώκει να δώσει μια b αίσθηση στη ταινία του. Εκεί που το πράγμα αλλάζει, είναι οτι δε θέλει να μείνει μόνο σε αυτό, αλλά να ενισχύσει το αποτέλεσμά του, με ένα άκρως σοβαρό και ντελιριακό θέμα, τη βαρύτητα του οποίου συνειδητοποιούμε και εμείς κάπου στο τέλος. Όταν δηλαδή είναι πια αργά.
Ο προβληματικός χαρακτήρας της οικογένειας (όταν κάθονται και τρώνε πρωινό μαζί, είναι σαν να βλέπεις την οικογένεια του Lester Burnham στο "American Beauty" σε όλη την προαστική της ασχήμια), αντικατοπτρίζεται πάνω στην Pauline, η οποία με τη σειρά της αντικατοπτρίζει όλη τη πιθανή μανιοκατάθλιψη, ψευδαισθήσεις, οργή και διαταραγμένο νου, που μπορεί να χαρακτηρίζει ένα άτομο της ηλικίας της. Η εντελώς ακραία σκηνοθεσία και υπόθεση (σε στιγμές), δεν αναιρεί το γεγονός οτι η σύγχρονη γενιά αντιμετωπίζει πολλά και εσωτερικά προβλήματα τα οποία αν δεν γίνουν αντιληπτά, μπορεί να αποβούν μοιραία για όλους. Μπορεί η πρωταγωνίστρια να εμφανίζεται ως ένα αντιδραστικό πλάσμα, στην ουσία όμως, πόσοι ξέρουν τι πραγματικά κρύβεται μέσα στη καρδιά και τη ψυχή της;
Προκειμένου μάλιστα να περάσει σε ένα εντελώς σουρεαλιστικό σύμπαν, ο Bates, δε διστάζει να ντύσει τα όνειρα της Pauline με μπλε πλακάκι, και αποστειρωμένο λευκό (δωμάτια που παραπέμπουν σε νοσοκομειακές εγκαταστάσεις), δημιουργώντας έναν φρικαλέο, φαντασιακό κόσμο, στον οποίο οι καταπιεσμένες διαθέσεις της εικονοποιούνται με το αίμα, τη γύμνια και το σεξ, που κυριαρχούν. Αν σας κάνει εντύπωση το μπλε πλακάκι, σκεφτείτε οτι οι ρόμπες των χειρούργων έχουν παρόμοιο χρώμα. Yeap, i see what you did here.
Εκτός από την υπόθεση και την τριπαριστή σκηνοθεσία, η MacCord λες οτι είναι και πραγματική αποκάλυψη. Όταν στη τελική συνηθίζεις να παίζεις το ξέκωλο σε διάφορες σειρές, και την κομπάρσα στις ταινίες, ε δεν είναι και λίγο όταν κρατάς τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια τόσο "προβληματική" ταινία. Με λιγδωμένο μαλλί, σπυράκια και την αδιόρατη αίσθηση οτι πρέπει να να βρωμάει και να ζέχνει, η Pauline είναι μια ωρολογιακή βόμβα και αλίμονο σε όποιον βρεθεί δίπλα της, την ώρα που θα σκάσει. Σκληρή, ξεδιάντροπη και αξιοπρόσεκτα καλή, η McCord δίνει την καλύτερή τη ερμηνεία μέχρι σήμερα.
Το "Excision" είναι μια ταινία για γερά στομάχια και ανοιχτά μυαλά. Κατευθυνόμενο από άρτια σκηνοθεσία και ντόμπρες ερμηνείες, θα σας στοιχειώσει για πολύ καιρό. Το γκροτέσκο σε όλο του το μεγαλείο. Ω ναι...
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι σκηνές που η Pauline προσεύχεται μέσα σε ένα απόλυτα μαύρο κενό, είναι από τις καλύτερες, οτι το τέλος τα λέει όλα, και οτι όταν είσαι σαβουροαπαυτίδης, είσαι σαβουροαπαυτίδης. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν.
No trivia
Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012
Eden Lake: A brutal thriller about a trip gone wrong
Hey again, καλή εβδομάδα σε όλους και άντε και καλό χειμώνα (λέμε τώρα). Έπειτα από μια πολύ όμορφη εβδομάδα-και κάτι παραπάνω-που πέρασα, επέστρεψα και πάλι στα μπλογκικά μου καθήκοντα, αν και η αλήθεια είναι πως προσπαθούσα να είμαι παρούσα στα των γραπτών μου, και κατά τη διάρκεια των mini διακοπών που έκανα μέχρι και σήμερα. Τώρα λοιπόν θα περνάμε όμορφα μαζί με ενδιαφέρουσες ελπίζω, ταινιακές προτασούλες. Έτσι σήμερα, είπα να ανεβάσω κάτι από τα ελάχιστα πιο παλιά (και συγκεκριμένα του 2008). Η ταινία "Eden Lake" μου είχε μείνει μέχρι πρότινος στο μυαλό, ως μια από τις ταινίας, που όσο δούλευα στο video club της γειτονιάς μου, έβλεπα οτι έπιανε σκόνη στο μεσαίο ράφι του ταμπλό. Και ποτέ δε κατάλαβα το γιατί. Ίσως επειδή μέχρι τότε δε την είχα δει ούτε και εγώ για να τη προτείνω. Και όπως φάνηκε, έκανα κακώς, γιατί σίγουρα είναι μια από τις πιο 'εκνευριστικές' και αφόρητα ζοφερές ταινίες, που θα μπορέσετε να επιλέξετε για μια θριλερική βραδιά. Για να δούμε...
Η Jenny (Kelly Reilly) και ο boyfriend (και soon to be husband, αν και ακόμα δε το ξέρει) Steve (Michael Fassbender), αποφασίζουν να πάνε ταξιδάκι αναψυχής για το σαββατοκύριακο, προκειμένου να το σκάσουν από τη θορυβώδη πόλη και να κατευθυνθούν προς τις πιο πράσινες κι νωχελικές περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Εκεί η καλόκαρδη Jenny, που είναι και νηπιαγωγός (κρατήστε το αυτό, καθώς έχει σημασία το επάγγελμά της σε ένα βαθμό, όσον αφορά τις μετέπειτα αντιδράσεις της στη ταινία) και ο hot Steve (γνωστός, ξεγνωστός από τότε, για τον Fassbender μιλάμε παιδιά) έχουν σκοπό να περάσουν ένα ρομαντικό διήμερο τα δυο τους, με βουτιές στην Eden Lake, φωτίτσα στην άκρη της λίμνης και μπόλικο sex μέσα στη μοναχική τους σκηνή. Και ενώ οι πρώτες ενδείξεις φανερώνουν μια εκδρομή που θα τους μείνει αξέχαστη (καθότι ο Steve κουβαλάει μαζί του και ένα μονόπετρο, με μια κοτρόνα ΝΑ, για την πρόταση γάμου), τελικά θα μείνει πράγματι αξέχαστο, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Βλέπετε, την ήσυχη εξόρμησή τους, πρόκειται σύντομα να καταστρέψει μια παρέα από αγγλάκια-κωλόπαιδα, τα οποία βρίζουν, πλακώνονται στο ξύλο και κάνουν φασαρία, χωρίς να δίνουν δεκάρα για κανέναν. Όταν μάλιστα εντοπίσουν το πρωταγωνιστικό δίδυμο, θα στρέψουν την κακόβουλη συμπεριφορά που διαθέτουν, απέναντί τους, ξεκινώντας μια σειρά από επικίνδυνες πλάκες που θα φέρει τη Jenny και τον Steve σε δύσκολη θέση. Τα πράγματα όμως θα πάρουν σύντομα απειλητική τροπή, όταν τα μαλακισμένα τους κλέψουν το αυτοκίνητο. Αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει, είναι ένας αγώνας επιβίωσης. Των ενηλίκων. Τα πιτσιρίκια με αρχηγό τους τον διαταραγμένο Brett (Jack O'Connell) δεν είναι διατεθειμένα να σταματήσουν πουθενά. Και ο θάνατος, δεν είναι με το μέρος τους...
Δε ξέρω αν τη συγκεκριμένη ταινία την έχεις δει, κάτι μου λέει όμως οτι δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που είπαν να δώσουν μια ευκαιρία στον Harry Potter-Daniel Radcliffe να ξεφύγει πια από τον ρόλο του μάγου με την αστραπή στο κούτελο, και να τον απολαύσουν σε κάτι περισσότερο spooky, όπως ας πούμε στη ταινία "The Woman in Black", η οποία παίχτηκε τον περασμένο χειμώνα στις αίθουσες.
Μπορεί λοιπόν η ταινία να βασίζεται σε νουβέλα, και να αποτέλεσε κιόλας remake του παλαιότερου tv φιλμακίου του 1989 (στον οποίο σημειωτέων, το πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει ο κυριούλης που έπαιξε τον πατέρα του Harry Potter στην κινηματογραφική οκταλογία, ο Adrian Rawlis), αλλά οι κριτικές που απέσπασε, ήταν ως επί το πλείστον καλές, καθώς πολλοί τη χαρακτήρισαν ως μια αξιοπρεπή ταινία τρόμου, μεταφυσικού περιεχομένου.
Και γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Για να σας εξηγήσω οτι ο σκηνοθέτης του "The Woman in Black" (2012), είναι ο ίδιος που ανέλαβε τα γυρίσματα και του "Eden Lake". Ο James Watkins μάλιστα, έγραψε και το σενάριο της ταινίας, το οποίο μπορεί να μη σκίζει και από πρωτοτυπία, είναι όμως αρκούντως disturbing και με μια οπτική απόδοση, που σου ξυπνάει τους χειρότερους εφιάλτες.
Επίσης, σε περίπτωση που αναρωτιέσαι τι άλλο έχει κάνει το παιδί, να σου πω οτι δεν έχει κάνει τίποτα άλλο, πέρα από κάνα δυο ακόμη σενάρια (ανάμεσά του και ένα για μια ταινία που λέγεται "My Little Eye" και φαίνεται ενδιαφέρουσα). Οπότε εσύ, μέχρι να αποφασίσει και για τίποτα καινούριο, μπορείς να δεις το "Eden Lake" και να μη ξαναπάς ποτέ για πικ-νικ με τον φίλο στου στο δάσος. Τι ωραία!
Με το που διάβασα το story της ταινίας, μου ήρθε αυτομάτως στο μυαλό το "Long Weekend" (το οποίο έχω φιλοξενήσει και στο blog), μιας που και εκείνο πραγματεύεται την ιστορία ενός ζευγαριού που αποφασίζει να πάει μια εκδρομή, η οποία τελικά του βγαίνει σε πολύ, πολύ κακό.
Αν και οι ομοιότητες των δυο ταινιών σταματούν επί της ουσίας στην υπόθεση, εντούτοις και οι δυο χαρακτηρίζονται τόσο από ένα κραυγαλέο ένστικτο επιβίωσης, όσο και από την διάσταση του φόβου/δέους, που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο όταν βρίσκεται κοντά στη φύση.
Στο "Long Weekend" η ανησυχία του ζευγαριού, πηγάζει από διάφορα φαινόμενα, τα οποία ενώ στα μάτια τους φαντάζουν περίεργα, είναι τελικά μια έμμεση αναφορά στην 'εκδικητική' μανία της φύσης, απέναντι στην καταστροφικότητα του ανθρώπου. Αντιθέτως, το "Eden Lake" αποτελεί ένα πρώτης τάξεως εφιαλτικό ταξίδι, που έχει ως βασικό στόχο να μας κάνει κοινωνούς της ανθρώπινης θηριωδίας, όπως αυτή πηγάζει από οργισμένους εφήβους, οι οποίοι βρίσκουν τον αποδιοπομπαίο τράγο που ζητούν, στα πρόσωπα δυο αγνώστων. Άνθρωπος vs. ανθρώπου σημειώσατε Χ.
Μπορεί η ταινία να μη προσφέρει έντονες συγκινήσεις από πλευράς περιεχομένου, μιας που τέτοιου είδους σεναριακές προσπάθειες έχουμε δει σωρό, παρόλα αυτά αξίζει να τη τσεκάρει κανείς, κυρίως, επειδή θίγει με τρόπο υποδόριο, ένα κοινωνικό θέμα που μαστίζει τη σύγχρονη Βρετανία: αυτό της ανήλικης εγκληματικότητας.
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, υπολογίζεται οτι στη Μεγάλη Βρετανία το ποσοστό της ανήλικης εγκληματικότητας, ξεπερνάει το 20% του συνόλου της, με αποτέλεσμα να έχει μετατραπεί πλέον σε μια πραγματική, κοινωνική μάστιγα την εποχής μας, η οποία οχι μόνο δεν επιδέχεται εύκολα 'γιατρειάς', αλλά και τα επιπρόσθετα κοινωνικοπολιτικά προβλημάτα που αντιμετωπίζει πια σε μεγάλο βαθμό η Ευρώπη, σίγουρα οξύνουν ακόμα περισσότερο τη κατάσταση. Θέματα όπως η φτώχεια, η ανέχεια, η ανεργία, ο αλκοολισμός και τα ναρκωτικά, καθώς και άλλα, οικογενειακής φύσεως όπως η κακοποίηση ή η παραμέληση, μπορούν να οδηγήσουν ένα παιδί ή έναν έφηβο, σε παραβατικές δραστηριότητες, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο οχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και άλλους. Το "Eden Lake" είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως διοχετεύεις την οργή σου, απέναντι στους άλλους, όντας προσωπικότητα βαθιά προβληματική. Εν προκειμένω, ο επικίνδυνος χαρακτήρας των παιδιών (και κυρίως αυτός του Brett), φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα μιας εξίσου προβληματικής και δυσλειτουργικής οικογένειας.
Συνεπώς, μπορεί να μη περιμένετε από τη ταινία μια δόση αιματηρού τρόμου, αυτό όμως που θα δείτε είναι πολύ χειρότερο. Κυρίως, επειδή είναι τόσο ανυπόφορα πραγματικό.
Εκτός από τις ερμηνείες όλων, οι οποίες είναι σωστές και ορθές, με ψυχολογικές διακυμάνσεις που παραπέμπουν σε ρεαλιστικές αντιδράσεις (και κυρίως αυτή της Reilly η οποία όντας και νηπιαγωγός, είναι ακόμα μια ευάλωτη ψυχολογικά, απέναντι στο bullying που δέχεται αυτή και ο φίλος της), άκρως σοκαριστική είναι και η σκηνοθεσία, η οποία μετατρέπει ένα κατά τα άλλα ειδυλλιακό περιβάλλον, σε πραγματική Κόλαση. Η γαλήνια λίμνη, τα καταπράσινα δέντρα και η μυστικιστική ομορφιά του δάσους, γίνονται όπλα στα χέρια της ομάδας των ανηλίκων, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να μη χαριστούν στο νεαρό ζευγάρι.
Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, το επερχόμενο τέλος της ταινίας σε αφήνει εξίσου άναυδο, επειδή και αυτό αποτελεί μια ακόμα φέτα σκληρής πραγματικότητας, και αδιανόητης τρέλας, που σιγοντάρει τη φράση "they are just children". Ναι μπορεί. Του διαόλου ίσως!!
Σκληρή, ωμή και επικίνδυνα κοντά σε μια καθημερινότητα που πονάει, το "Eden Lake" είναι ένα θρίλερ που θα σε καθηλώσει, θα σε τσαντίσει και θα σε κάνει να ξεστομίσεις πράγματα, που μάλλον ούτε εσύ φανταζόσουν. Δες τη.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Fassbender έχει παίξει σε καλά ταινιάκια, ακόμα και πριν γίνει υπερδιάσημος, οτι η γυναίκα του Dr. John Watson, είναι καλή εδώ και οτι όταν οι καταστάσεις το απαιτούν, τα σαπισμένα κουφάρια των ζώων και η λάσπη, είναι ένα εξαίρετο καμουφλάζ. Ιου.
No trivia
Η Jenny (Kelly Reilly) και ο boyfriend (και soon to be husband, αν και ακόμα δε το ξέρει) Steve (Michael Fassbender), αποφασίζουν να πάνε ταξιδάκι αναψυχής για το σαββατοκύριακο, προκειμένου να το σκάσουν από τη θορυβώδη πόλη και να κατευθυνθούν προς τις πιο πράσινες κι νωχελικές περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Εκεί η καλόκαρδη Jenny, που είναι και νηπιαγωγός (κρατήστε το αυτό, καθώς έχει σημασία το επάγγελμά της σε ένα βαθμό, όσον αφορά τις μετέπειτα αντιδράσεις της στη ταινία) και ο hot Steve (γνωστός, ξεγνωστός από τότε, για τον Fassbender μιλάμε παιδιά) έχουν σκοπό να περάσουν ένα ρομαντικό διήμερο τα δυο τους, με βουτιές στην Eden Lake, φωτίτσα στην άκρη της λίμνης και μπόλικο sex μέσα στη μοναχική τους σκηνή. Και ενώ οι πρώτες ενδείξεις φανερώνουν μια εκδρομή που θα τους μείνει αξέχαστη (καθότι ο Steve κουβαλάει μαζί του και ένα μονόπετρο, με μια κοτρόνα ΝΑ, για την πρόταση γάμου), τελικά θα μείνει πράγματι αξέχαστο, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Βλέπετε, την ήσυχη εξόρμησή τους, πρόκειται σύντομα να καταστρέψει μια παρέα από αγγλάκια-κωλόπαιδα, τα οποία βρίζουν, πλακώνονται στο ξύλο και κάνουν φασαρία, χωρίς να δίνουν δεκάρα για κανέναν. Όταν μάλιστα εντοπίσουν το πρωταγωνιστικό δίδυμο, θα στρέψουν την κακόβουλη συμπεριφορά που διαθέτουν, απέναντί τους, ξεκινώντας μια σειρά από επικίνδυνες πλάκες που θα φέρει τη Jenny και τον Steve σε δύσκολη θέση. Τα πράγματα όμως θα πάρουν σύντομα απειλητική τροπή, όταν τα μαλακισμένα τους κλέψουν το αυτοκίνητο. Αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει, είναι ένας αγώνας επιβίωσης. Των ενηλίκων. Τα πιτσιρίκια με αρχηγό τους τον διαταραγμένο Brett (Jack O'Connell) δεν είναι διατεθειμένα να σταματήσουν πουθενά. Και ο θάνατος, δεν είναι με το μέρος τους...
Δε ξέρω αν τη συγκεκριμένη ταινία την έχεις δει, κάτι μου λέει όμως οτι δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που είπαν να δώσουν μια ευκαιρία στον Harry Potter-Daniel Radcliffe να ξεφύγει πια από τον ρόλο του μάγου με την αστραπή στο κούτελο, και να τον απολαύσουν σε κάτι περισσότερο spooky, όπως ας πούμε στη ταινία "The Woman in Black", η οποία παίχτηκε τον περασμένο χειμώνα στις αίθουσες.
Μπορεί λοιπόν η ταινία να βασίζεται σε νουβέλα, και να αποτέλεσε κιόλας remake του παλαιότερου tv φιλμακίου του 1989 (στον οποίο σημειωτέων, το πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει ο κυριούλης που έπαιξε τον πατέρα του Harry Potter στην κινηματογραφική οκταλογία, ο Adrian Rawlis), αλλά οι κριτικές που απέσπασε, ήταν ως επί το πλείστον καλές, καθώς πολλοί τη χαρακτήρισαν ως μια αξιοπρεπή ταινία τρόμου, μεταφυσικού περιεχομένου.
Και γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Για να σας εξηγήσω οτι ο σκηνοθέτης του "The Woman in Black" (2012), είναι ο ίδιος που ανέλαβε τα γυρίσματα και του "Eden Lake". Ο James Watkins μάλιστα, έγραψε και το σενάριο της ταινίας, το οποίο μπορεί να μη σκίζει και από πρωτοτυπία, είναι όμως αρκούντως disturbing και με μια οπτική απόδοση, που σου ξυπνάει τους χειρότερους εφιάλτες.
Επίσης, σε περίπτωση που αναρωτιέσαι τι άλλο έχει κάνει το παιδί, να σου πω οτι δεν έχει κάνει τίποτα άλλο, πέρα από κάνα δυο ακόμη σενάρια (ανάμεσά του και ένα για μια ταινία που λέγεται "My Little Eye" και φαίνεται ενδιαφέρουσα). Οπότε εσύ, μέχρι να αποφασίσει και για τίποτα καινούριο, μπορείς να δεις το "Eden Lake" και να μη ξαναπάς ποτέ για πικ-νικ με τον φίλο στου στο δάσος. Τι ωραία!
Με το που διάβασα το story της ταινίας, μου ήρθε αυτομάτως στο μυαλό το "Long Weekend" (το οποίο έχω φιλοξενήσει και στο blog), μιας που και εκείνο πραγματεύεται την ιστορία ενός ζευγαριού που αποφασίζει να πάει μια εκδρομή, η οποία τελικά του βγαίνει σε πολύ, πολύ κακό.
Αν και οι ομοιότητες των δυο ταινιών σταματούν επί της ουσίας στην υπόθεση, εντούτοις και οι δυο χαρακτηρίζονται τόσο από ένα κραυγαλέο ένστικτο επιβίωσης, όσο και από την διάσταση του φόβου/δέους, που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο όταν βρίσκεται κοντά στη φύση.
Στο "Long Weekend" η ανησυχία του ζευγαριού, πηγάζει από διάφορα φαινόμενα, τα οποία ενώ στα μάτια τους φαντάζουν περίεργα, είναι τελικά μια έμμεση αναφορά στην 'εκδικητική' μανία της φύσης, απέναντι στην καταστροφικότητα του ανθρώπου. Αντιθέτως, το "Eden Lake" αποτελεί ένα πρώτης τάξεως εφιαλτικό ταξίδι, που έχει ως βασικό στόχο να μας κάνει κοινωνούς της ανθρώπινης θηριωδίας, όπως αυτή πηγάζει από οργισμένους εφήβους, οι οποίοι βρίσκουν τον αποδιοπομπαίο τράγο που ζητούν, στα πρόσωπα δυο αγνώστων. Άνθρωπος vs. ανθρώπου σημειώσατε Χ.
Μπορεί η ταινία να μη προσφέρει έντονες συγκινήσεις από πλευράς περιεχομένου, μιας που τέτοιου είδους σεναριακές προσπάθειες έχουμε δει σωρό, παρόλα αυτά αξίζει να τη τσεκάρει κανείς, κυρίως, επειδή θίγει με τρόπο υποδόριο, ένα κοινωνικό θέμα που μαστίζει τη σύγχρονη Βρετανία: αυτό της ανήλικης εγκληματικότητας.
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, υπολογίζεται οτι στη Μεγάλη Βρετανία το ποσοστό της ανήλικης εγκληματικότητας, ξεπερνάει το 20% του συνόλου της, με αποτέλεσμα να έχει μετατραπεί πλέον σε μια πραγματική, κοινωνική μάστιγα την εποχής μας, η οποία οχι μόνο δεν επιδέχεται εύκολα 'γιατρειάς', αλλά και τα επιπρόσθετα κοινωνικοπολιτικά προβλημάτα που αντιμετωπίζει πια σε μεγάλο βαθμό η Ευρώπη, σίγουρα οξύνουν ακόμα περισσότερο τη κατάσταση. Θέματα όπως η φτώχεια, η ανέχεια, η ανεργία, ο αλκοολισμός και τα ναρκωτικά, καθώς και άλλα, οικογενειακής φύσεως όπως η κακοποίηση ή η παραμέληση, μπορούν να οδηγήσουν ένα παιδί ή έναν έφηβο, σε παραβατικές δραστηριότητες, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο οχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και άλλους. Το "Eden Lake" είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως διοχετεύεις την οργή σου, απέναντι στους άλλους, όντας προσωπικότητα βαθιά προβληματική. Εν προκειμένω, ο επικίνδυνος χαρακτήρας των παιδιών (και κυρίως αυτός του Brett), φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα μιας εξίσου προβληματικής και δυσλειτουργικής οικογένειας.
Συνεπώς, μπορεί να μη περιμένετε από τη ταινία μια δόση αιματηρού τρόμου, αυτό όμως που θα δείτε είναι πολύ χειρότερο. Κυρίως, επειδή είναι τόσο ανυπόφορα πραγματικό.
Εκτός από τις ερμηνείες όλων, οι οποίες είναι σωστές και ορθές, με ψυχολογικές διακυμάνσεις που παραπέμπουν σε ρεαλιστικές αντιδράσεις (και κυρίως αυτή της Reilly η οποία όντας και νηπιαγωγός, είναι ακόμα μια ευάλωτη ψυχολογικά, απέναντι στο bullying που δέχεται αυτή και ο φίλος της), άκρως σοκαριστική είναι και η σκηνοθεσία, η οποία μετατρέπει ένα κατά τα άλλα ειδυλλιακό περιβάλλον, σε πραγματική Κόλαση. Η γαλήνια λίμνη, τα καταπράσινα δέντρα και η μυστικιστική ομορφιά του δάσους, γίνονται όπλα στα χέρια της ομάδας των ανηλίκων, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να μη χαριστούν στο νεαρό ζευγάρι.
Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, το επερχόμενο τέλος της ταινίας σε αφήνει εξίσου άναυδο, επειδή και αυτό αποτελεί μια ακόμα φέτα σκληρής πραγματικότητας, και αδιανόητης τρέλας, που σιγοντάρει τη φράση "they are just children". Ναι μπορεί. Του διαόλου ίσως!!
Σκληρή, ωμή και επικίνδυνα κοντά σε μια καθημερινότητα που πονάει, το "Eden Lake" είναι ένα θρίλερ που θα σε καθηλώσει, θα σε τσαντίσει και θα σε κάνει να ξεστομίσεις πράγματα, που μάλλον ούτε εσύ φανταζόσουν. Δες τη.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Fassbender έχει παίξει σε καλά ταινιάκια, ακόμα και πριν γίνει υπερδιάσημος, οτι η γυναίκα του Dr. John Watson, είναι καλή εδώ και οτι όταν οι καταστάσεις το απαιτούν, τα σαπισμένα κουφάρια των ζώων και η λάσπη, είναι ένα εξαίρετο καμουφλάζ. Ιου.
No trivia
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)