Το πότε και το ακριβές που, δεν έχουν καμία σημασία, σε αυτή την διδακτική ταινία του Κορεάτη σκηνοθέτη, Kim-ki Duk, η οποία σκιαγραφεί με τον πιο νατουραλιστικό και παραδοσιακά θρησκευτικό τρόπο, το ανθρώπινο ταξίδι μέχρι και τη στιγμή της ύψιστης, προσωπικής απελευθέρωσης: της νιρβάνα.
Σε μια λίμνη στη μέση του πουθενά, βρίσκεται ένας πλωτός ναός, πάνω στον οποίο κατοικεί ένας σεβάσμιος Δάσκαλος του Βουδισμού, και ένα πιτσιρίκι το οποίο μαθητεύει κοντά του, με στόχο-φανταζόμαστε-να πατήσει μια μέρα στα χνάρια του Δασκάλου του, και να φτάσει στην ατομική του φώτιση, μέσω της εναρμόνισής του με τη Φύση.
Και ενώ οι εποχές περνούν, και το παιδί μετατρέπεται σε έφηβο, η σαρκική λαγνεία θα κάνει ισχυρή την εμφάνισή της, υπό τη μορφή μιας νέας κοπέλας που επισκέπτεται τη μονή, προς αναζήτηση γιατρειάς για την "ασθένεια" που κουβαλάει. Ο νεαρός πια μοναχός, θα έρθει αντιμέτωπος με τα πρωτόγονα ένστικτά του, με τρόπους που πάνε κόντρα στις διδαχές του ασκητισμού και την ίδια την ιδέα του Βουδισμού. Και οι εποχές περνάνε...
Για τον Kim-ki Duk, είχαμε πει μερικά πράγματα αρκετό καιρό πριν, όταν είχα ανεβάσει στο blog μια ακόμη ταινία του, και συγκεκριμένα το σοκαριστικό "Bad Guy".
Ο Duk, διατηρώντας μια κλασικά arthouse καριέρα ήδη από τη δεκαετία του ΄90, αποτελεί μέχρι και τις μέρες μας, ένα από τα πιο δυνατά, κινηματογραφικά ονόματα που έχει να επιδείξει η Νότια Κορέα, μετρώντας 18 ταινίες στο ενεργητικό του, στις περισσότερες από τις οποίες εκτελεί παράλληλα χρέη παραγωγού και σεναριογράφου.
Η πιο πρόσφατη δουλειά του, "Pieta", κέρδισε στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας, τον Χρυσό Λέοντα, και όπως όλα δείχνουν ο Duk έχει ακόμη ψωμί να δώσει στους απανταχού λάτρεις των ταινιών του.
Βέβαια το να αποτελεί κανείς υποστηρικτή της δουλειάς του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, είναι ταυτόχρονα μια απολαυστική, αλλά και μυσταγωγική εμπειρία, κυρίως γιατί ο Duk είναι από εκείνους τους δημιουργούς που δεν αφήνει στις ταινίες του, τίποτα στη τύχη. Από το καδράρισμα του περιβάλλοντα χώρου, το στήσιμο των ηθοποιών του, την απουσία, πολλές φορές, της πρόζας, και την χρήση της μουσικής, μέχρι τη χρήση των συμβόλων, την εικαστικότητα των πλάνων του και την παραβολική διάθεση όσον αφορά το περιεχόμενο της ιστορίας του, ο Duk είναι ένας μεγάλος, σύγχρονος δημιουργός επειδή σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις για τη ταινία του, να εντοπίσεις πράγματα, κρυμμένες αναφορές ή και απροκάλυπτες παραπομπές σε οικουμενικά θέματα, όπως αυτά της θρησκείας, της πίστης, της ανθρώπινης ύπαρξης και της Φύσης. Πράγματα δηλαδή τα οποία στο "SSFWAS" (a.k.a Spring, Summer, Fall, Winter...and Spring) αποτελούν το ζουμί. Και είναι μπόλικο.
Ο Βουδισμός είναι ίσως η μοναδική θρησκεία στην οποία η εναρμόνιση του ατόμου με τη Φύση, είναι τόσο πρωταρχικής σημασίας, προκειμένου το άτομο, να καταφέρει να αγγίξει την υπέρτατη πνευματική κατανόηση, και να φτάσει έτσι στη πλήρη φώτιση, μέσω μιας καθαρά διαλογιστικής κατάστασης. Στη προκειμένη περίπτωση ο Duk, χρησιμοποιεί με τρόπο έξυπνο την έννοια της θρησκείας και των εποχών, προκειμένου να αποτυπώσει με τρόπο κινηματογραφικό το ταξίδι προς την ενηλικίωση του νεαρού πρωταγωνιστή, καθώς και οτι συνεπάγεται αυτό.
Η ταινία ξεκινάει με την 'Ανοιξη, και μια πόρτα που ανοίγει, προκειμένου να μπούμε σιγά σιγά στον πνευματικό κόσμο του Βουδισμού. Η πόρτα αποτελεί στην ουσία την απαρχή μιας υπερβατικής ιστορίας, μιας παραβολής, η οποία έχει ως στόχο να διδάξει, να καταστήσει βιωματική την έννοια της Γνώσης και να πει σε εμάς τους θεατές ένα παραμύθι, σχετικά με τη πορεία ζωής του πρωταγωνιστή. Και όπως όλα τα παραμύθια, δεν έχει χώρο, ούτε χρόνο, αλλά μοιάζει να είναι περισσότερο αρθρωμένη μέσα σε έναν εξω-πραγματικό και εντελώς αλληγορικό κόσμο, απογυμνωμένη από κάθε τι κοσμικό και επίπλαστο. Άνθρωπος και Φύση πρέπει να είναι ένα. Είναι όμως;
Η συζήτηση σχετικά με το "φαίνεσθαι" και το "είναι", είναι τεράστια, και δε θα μπούμε σε τέτοια λημέρια, αξίζει όμως να τονίσουμε οτι η ταινία του Duk είναι ακριβώς αυτό: παρουσιάζεται ως μια αφηγηματική ιστορία, που είναι όμως το παραμύθι της μύησης του ανθρώπου στη ζωή, και το γεγονός μάλιστα οτι ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιεί το εύρημα της εναλλαγής των εποχών για να δηλώσει τόσο το πέρασμα του χρόνου, όσο και για να τονίσει την εικαστικότητα των σκηνών, είναι κάτι παραπάνω από ευφυές. Είναι καταλυτικό για την αξία της ταινίας.
Όπως είπαμε και πριν, τίποτα δεν είναι τυχαίο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, στα οποία βλέπουμε την παιδική ηλικία του ήρωα, να "εκπροσωπείται" από την Άνοιξη. Πρόκειται για την αναγέννηση και την απόκτηση γνώσης του χαρακτήρα, μέσω της πιο ζωη-κής εποχής του χρόνου. Μέσα εκεί ο μικρός, γίνεται κοινωνός της γνώσης, η άγνοιά του σχετικά με την Φύση-την τάξη της οποία διαταράσσει, υποκινούμενος από τη παιδική του αφέλεια-και τον κόσμο παύει να υπάρχει και συνεπώς, οποιαδήποτε άλλη "αμαρτία" του επιφυλάσσεται για το μέλλον, είναι πια διπλά κολάσιμη. Ο λόγος; Μα φυσικά το γεγονός οτι έχει πλέον γνωρίσει την έννοια του θανάτου, αντιλαμβάνεται το σωστό και το λάθος, και συνεπώς, όποιο μελλοντικό παραπάτημα θα σημαίνει οτι έχει γίνει πλέον εις γνώσιν του.
Αμέσως μετά, ακολουθεί το Καλοκαίρι (με ένα μόνο πέρασμα, δηλώνεται και η συμπίεση του χρόνου) στο οποίο ο πιτσιρικάς έχει φτάσει στην εφηβεία, με το σαρκικό του ένστικτο να αρχίζει να κοχλάζει (ο νεαρός, παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον δυο φίδια να ερωτοτροπούν). Λίγο αργότερα βλέπει μια κοπέλα, μαζί με τη μητέρα της, να πλησιάζουν τη μονή. Και πάλι όμως το γεγονός οτι ο ήρωας τις παρακολουθεί να έρχονται, έχοντας σκαρφαλώσει πάνω σε μια τεράστια, πέτρινη φιγούρα του Βούδα, δηλώνει μόνο ένα πράγμα (διόλου τυχαίο φυσικά) : ακόμα και έτσι, η σαρκική του λαχτάρα είναι οριοθετημένη, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Πεφωτισμένου Θεού. Η λογοκρισία (εκ του Δασκάλου) είναι αναπόφευκτη, αλλά παράλληλα αποδεκτή, μιας που ο Βουδισμός επιτρέπει τη νιρβάνα, μέσω της σεξουαλικής επαφής. Όταν μάλιστα αυτή τοποθετείται μέσα στη Φύση, όπως εδώ, τότε η σεξουαλική συνεύρεση, παύει να είναι μόνο ένστικτο, αλλά εμπεριέχεται πλέον σε αυτή και η δύναμη της αρχέγονης, και αιώνιας Φύσης (π.χ το νερό, παραπέμπει στη διαρκή ροή και στην αέναη αναγέννηση, υπερτονίζοντας τη σημασία του έρωτα μέσα στη ταινία, στο πλαίσιο όμως του ταξιδιού του πρωταγωνιστή, μέσα στη ζωή και τα παθήματα που γίνονται μαθήματα).
Άνοιξη-παιδί, Καλοκαίρι-έφηβος, Φθινόπωρο-νεαρός άνδρας, Χειμώνας-ώριμος άνδρας, Άνοιξη-παιδί. Ακόμα και από τον τίτλο, μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα οτι η ταινία του Duk είναι τελικά μια ελεγεία πάνω στον κύκλο της ζωής και την αδιατάρακτη δύναμη της Φύσης, η οποία υπήρχε πολύ καιρό πριν την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη Γη, και θα εξακολουθήσει να υπάρχει ακόμη και μετά τον θάνατό μας.
Εκτός από το ταξίδι ζωής, μέσω των βουδιστικών διδαχών, ο Duk (ο οποίος υποδύεται την "τελευταία" ηλικία του ήρωα, όπως βλέπεις στη πιο πάνω φωτογραφία) θέτει πανανθρώπινα ζητήματα (όπως ο θάνατος και η πάλη με τις ενοχές) μέσα από την ταινία του, η οποία αποτελεί στην κυριολεξία ένα έργο τέχνης, τόσο χάρη στο περιεχόμενό της, όσο και στη σκηνοθεσία της, η οποία παραπέμπει ευχάριστα στους πίνακες των αναγεννησιακών ζωγράφων (οι αντικατοπτρισμοί στο νερό, οι κάθετοι κορμοί των δέντρων και το οριζόντιο, πράσινο τοπίο στο φόντο, τα άλλοτε ψυχρά και άλλοτε θερμά χρώματα, όλα συνηγορούν σε μια οπτική πανδαισία με περιεχόμενο. Η τέχνη κάνει κύκλους, όπως ακριβώς και η ζωή, γιατί η τέχνη είναι ζωή και τούμπαλιν.)
Ως προς τη σκηνοθεσία, ο Duk επιλέγει μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά, τοποθετώντας τη κάμερά του μακριά από τα πρόσωπα των ηρώων, στερώντας από εμάς-επίτηδες προφανώς-τις στομφώδεις και μελοδραματικές τους εκφράσεις, οι οποίες θα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι μιας δυτικής ταινίας. Οχι όμως εδώ. Η Φύση δεν ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δράματα, και ο Duk το καθιστά ξεκάθαρο αυτό, με τη χρήση μακρινών λήψεων, μέσω των οποίων το άτομο μοιάζει σαν μια μικρή, ανεπαίσθητη κουκκίδα, στην οργιαστική χλωρίδα του κόσμου. Το άτομο μηδενίζεται, το σαρκίο απογυμνώνεται του πνεύματός του, και ο υπέρτατος στόχος είναι η ένωση και η ολοκληρωτική εναρμόνιση με τη Φύση και άρα τον Θεό.
Εκτός από την όποια, ρεαλιστική δράση των ηρώων στα πλαίσια της ιστορίας, ο Duk φροντίζει να την ντύνει και με έναν μεταφυσικό μανδύα, που καθιστά την ιδέα περί παραβολής, ακόμα πιο αισθητή. Υπάρχουν σκηνές, οι οποίες δε μπορούν να εξηγηθούν λογικά, όπως το οτι ο πλωτός ναός μοιάζει να κινείται διαρκώς, χωρίς όμως ποτέ να φεύγει από τη θέση του (η ασταμάτητη πορεία των πραγμάτων, η ροή του νερού αλλιώς), το γεγονός οτι ο δάσκαλος παρακολουθεί τον μικρό μαθητή, χωρίς να εξηγείται το πως πέρασε τη λίμνη, αφού ο μικρός είχε πάρει τη βάρκα ή ακόμα και η επιστροφή της βάρκας από μόνη της, στον ναό.
Το "Spring, Summer, Fall, Winter...and Spring" είναι μια ωδή πάνω στην ίδια τη ζωή. Μέσα από μια αλληγορική ματιά, ο Duk διηγείται τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου να φτάσει στη Κάθαρση, έχοντας για εργαλείο τα γραπτά και τις προσευχές του Βουδισμού, μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να οδηγηθεί στην ύστατη απελευθέρωση από τα δεσμά του κόσμου, μόνο αφού βιώσει τον προσωπικό του Γολγοθά. Η ανάβαση είναι σκληρή, η ανταμοιβή όμως αιώνια. Ακριβώς δηλαδή όπως και το βλέμμα του αγάλματος στο τέλος, που αντικρίζει ολόκληρη τη πλάση. Αιώνιο.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σκηνικό είναι φτιαγμένο και η λίμνη τεχνητή, εδώ και χρόνια (O_O), οτι ο σκύλος που συμβολίζει τη πίστη και η γάτα τη πανουργία, παίζουν τους δικούς τους ρόλους και οτι το κλείσιμο της ταινίας, είναι εξαίσιο.
No trivia
Πανέμορφη ταινία.
ΑπάντησηΔιαγραφή4/5: Πολύ καλή