Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Life of Pi: Believe...

Γεια σας, γεια σας!  Σήμερα και μετά τις χθεσινές υποψηφιότητες για τα Oscar, θα τσεκάρουμε και εμείς μια εκ των προτεινόμενων ταινιών και συγκεκριμένα του "Life of Pi".  Αν και σε γενικές γραμμές οι υποψηφιότητες ήταν ικανοποιητικές, εντούτοις, σίγουρα έλειψε ο Ben Affleck από την κατηγορία Σκηνοθεσίας, με το εξαιρετικό του "Argo", όπως ακούω κι η Bigelow, η οποία πρέπει να έχει κάνει ένα πραγματικό αριστούργημα με το "Zero Dark Thirty", το οποίο έχει σαρώσει τα πάντα.  Στα υπόλοιπα, έκπληξη ήταν η έντονη παρουσία του "Amour" στις υποψηφιότητες, όπως και αυτή του "The Beasts of Southern Wild", η οποία όμως φόρεσε ένα τεράααστιο χαμόγελο στο πρόσωπό μου (θα μιλήσουμε σύντομα και γι' αυτή τη ταινία).  Κατά τα άλλα, στην κατηγορία Καλύτερης Ταινίας, αναμένεται να γίνει μεγάλο πατιρντί, καθώς όλες οι υποψηφιότητες είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, σε είδος και προσέγγιση, οπότε σίγουρα θα υπάρχει ένα ενδιαφέρον να δούμε, ποια, θα καταφέρει τελικά να αποσπάσει το χρυσό αγαλματάκι.  Στα δικά μας τώρα, θα δούμε μια ακόμη ταινία που προκάλεσε αίσθηση όσον αφορά το θέαμα και την...ψηφιακή τίγρη που προσέφερε.  "Life of Pi" it is.


O Pi Patel (Suraj Sharma), είναι ένα παιδί που μεγάλωσε με την οικογένειά του στο Podicherry της Ινδίας.  Η ζωή του ήταν αρκετά διαφορετική και περισσότερο καλότυχη, θα τολμούσε να πει κανείς, απ'οτι οι ζωές άλλων συνομηλίκων του, μιας που εκ των πραγμάτων ήταν τουλάχιστον περισσότερο συναρπαστική.  Ο λόγος είναι πως η οικογένεια διέθετε στην περιοχή έναν ζωολογικό κήπο, με κάθε λογής ζώα, γεγονός που σίγουρα έδινε μια διαφορετική πινελιά στην καθημερινότητα του μικρού Pi.  Παράλληλα τόσο εκείνος όσο και ο μεγαλύτερος αδελφός του, είχαν την τύχη να μεγαλώσουν σε ένα περιβάλλον αποδεσμευμένο από αυστηρά περιορισμένα όρια, με γονείς οι οποίο διέθεταν ανοιχτό μυαλό και πνεύμα, μεταλαμπδεύοντας έτσι τη γνώση και τη σοφία των χρόνων τους, στους δυο τους γιους.  Ο Pi, ανήσυχο πιτσιρίκι καθώς ήταν, αρεσκόταν να μαθαίνει για τα πάντα, και κυρίως για όλες τις διαφορετικές θρησκείες που υπάρχουν, "ασπαζόμενος" κάθε φορά και από μια καινούρια (με τον Ang Lee να θέτει επί τάπητος από νωρίς το θέμα της πνευματικότητας, όπως θα δούμε παρακάτω).
Όταν μια μέρα ο πατέρας του αποφασίσει να τα μαζέψει όλα και να πακετάρουν για Αμερική, ο Pi θα φέρει αντιρρήσεις, μιας που ο έρωτας του έχει μόλις χτυπήσει την πόρτα.  Μη μπορώντας όμως να κάνει αλλιώς, θα ακολουθήσει την οικογένειά του και όλα τα ζώα τους στην Αμερική, προκειμένου να κάνουν εκεί ένα νέο ξεκίνημα.  Ένα βράδυ το ιαπωνέζικο πλοίο που τους μεταφέρει, θα πέσει πάνω σε μια τεράστια καταιγίδα, με αποτέλεσμα να βουλιάξει.  Οι μόνοι που θα σωθούν είναι ο Pi, ένας ουρακοτάγκος, μια ζέβρα, μια ύαινα και μια τίγρη.  Τώρα ο νεαρός θα πρέπει να επιβιώσει έχοντας για βοήθεια ένα μάτσο προμήθειες και μια...μοβόρικη τίγρη που τον απειλεί μέρα με τη μέρα...


Ο ταϊβανέζος σκηνοθέτης Ang Lee, επιστρέφει μετά από τρία χρόνια, με ένα δημιούργημα μεγαλεπήβολο και θαυμαστό.  Αφήνοντας στην άκρη την απογοήτευση που προκάλεσε με την τελευταία του ταινία, "Taking Woodstock" (κάτι που δεν κατάλαβα μιας που τη βρήκα αρκετά συμπαθητική), ο Lee επανέρχεται με το κλασικά στομφώδες ύφος του, ένα ύφος που παραπέμπει σε "Crouching Tiger, Hidden Dragon" υπερθέαμα και το οποίο στην προκειμένη περίπτωση σε αιχμαλωτίζει από την πρώτη κιόλας στιγμή.
Αν και ο διάσημος σκηνοθέτης είχε προκαλέσει τη μεγαλύτερη αίσθηση στην μέχρι τώρα καριέρα του, βάζοντας δυο cowboys να ερωτευθούν, στο σπαρακτικό του δράμα, "Brokeback Mountain", εντούτοις το "Life of Pi", είναι σίγουρα η επόμενη καλύτερη ταινία που έχει κάνει μέχρι σήμερα (και για πολλούς Η καλύτερή του ταινία).
Είναι γεγονός οτι πέρα από το εντυπωσιακό της περιτύλιγμα, η ταινία αυτή βρίθει εσωτερικών νοημάτων και κοσμικών διδαχών, ακριβώς όπως κάνει και η ταινία του Kim ki Duk, "Spring, Summer, Fall, Winter and....Spring", σε μια όμως, πιο ανελεύθερη βάση και μη-εμπορική διάσταση.  Εδώ ο Lee, πραγματεύεται κοινά θέματα, με μια όμως πιο mainstream και εμπορική ματιά, καταφέρνοντας πρόλα αυτά να συνδυάσει τόσο αρμονικά τα δικά του θέλω, και αυτά των θεατών, ώστε σε καμία περίπτωση να μην θυσιαστεί η μια πλευρά, για χάρη της άλλης και τούμπαλιν.


Συνοδοιπόρος του Lee σε αυτό το συναρπαστικό του ταξίδι, υπήρξε το ομώνυμο βιβλίο του Yann Martel, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ολόκληρη η ταινία του.  Και αν κάποιοι διαβάζοντάς το (προσωπικά δε το έχω τσεκάρει ακόμη, αλλά έχει ήδη μπει στη λίστα μου), είπαν οτι τέτοια βιβλία, είναι αδύνατον να μεταφερθούν στον κινηματογράφο (βλ. και το "Cloud Atlas", το οποίο ίσως ήταν τελικά, υπερβολικά φιλόδοξο στην μεταφορά του), μάλλον άλλαξαν γνώμη μετά και το τελευταίο πλάνο του "Life of Pi".
Αν και η ταινία αποτελεί από μόνη της ένα πανέμορφο, οπτικοακουστικό υπερθέαμα, εντούτοις, όταν είχα ακούσει οτι προβάλλεται σε 3D είχα πει, "ωχ...".  Γενικώς το 3D είναι κάτι που δεν αγαπώ καθόλου, καθώς πιστεύω οτι έχει τη φάση του να το δεις σε ένα animation για παράδειγμα, αλλά για ποιον λόγο να το χρησιμοποιήσει κανείς σε μια live-action ταινία;  Ακόμα και όταν βλέπω σκηνοθέτες όπως ο Jan Luc Godard και ο Martin Scorsese να δηλώνουν εκστασιασμένοι με αυτή την-καθόλου νέα-σκηνοθετική τεχνική, αναρωτιέμαι τι πάει λάθος μ' εμένα.  Και κάπου εκεί καταλήγω σε δυο πράγματα.  Πρώτον, οτι tο 3D που πρέπει να προβάλλεται στο εξωτερικό, ουδεμία σχέση θα έχει με αυτό που βλέπουμε εμείς εδώ.  Θες οτι δεν έχουμε τις κατάλληλες αίθουσες, θες οτι κοστίζει, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν γίνεται σύσσωμο το αμερικάνικο cinema (και οχι μόνο), να δηλώνει οτι το 3D (αυτό που βλέπουμε εμείς στην Ελλάδα, θες να μου πεις;), αποτελεί το μέλλον του κινηματογράφου.  Και δεύτερον πως αν πρόκειται να δω τελικά μια ταινία-3D δε θα με πείραζε να βλέπω ξανά και ξανά και ξανά το "Life of Pi".  Γιατί στην τελική, αυτή η τεχνική, όταν χρησιμοποιηθεί σωστά, μπορεί να σου αποκαλύψει όλη την αρχέγονη, μυστηριακή πάστα, από την οποία είναι φτιαγμένος ο ίδιος ο κινηματογράφος.  Ψευδαίσθηση, ομορφιά και κίνηση.


Εκτός από την χρωματική παλέτα που χρησιμοποιεί ο Lee, για να προκαλέσει τα πιο αγνά και ανόθευτα συναισθήματά σου, η φωτογραφική παρουσία του Claudio Miranda, είναι μαγική, δημιουργώντας στην ουσία (μαζί δηλαδή με την λυρική σκηνοθεσία του Lee), μια παραβολική ιστορία για έναν έφηβο, μια τίγρη και την απέραντη θάλασσα.  Η πρόθεση εξάλλου των συμμετεχόντων να κατασκευάσουν έναν κόσμο μεταφορικά πραγματικό (ή πραγματικά μεταφορικό, όπως θέλεις πες το), γίνεται πλέον απόλυτα κατανοητό στο τέλος της ταινίας, εκεί όπου η αυλαία σηκώνεται, μόνο για να αποκαλυφθεί το πραγματικό νόημα των όσων είχες παρακολουθήσει αποσβολωμένος, μέχρι πριν λίγο.
Είτε αποφασίσεις να "διαβάσεις" την ταινία του Lee ως ένα ταξίδι ενηλικίωσης, ως μια εμπειρία φαντασίας ή και ως μια απρόβλεπτη, αδύνατη και τελικά αληθινή ανάμνηση στο μυαλό του ώριμου πια Pi (πολύ καλός στον ρόλο ο Irrfan Khan του "Slumdog Millionaire"), σίγουρα θα συμφωνήσεις οτι ο σκηνοθέτης δεν έχει όρεξη για περιττές διδασκαλίες ή για μια εντυπωσιακή και καλοφτιαγμένη "περιπέτεια", που δεν έχει όμως τίποτα περισσότερο να σου πει.  Αντιθέτως, αυτό που γίνεται αμέσως αντιληπτό είναι πως ο Lee έχει διαποτίσει την ταινία του με νότες βαθιάς, θρησκευτικής πίστης, κοσμογονικής, ανθρώπινης προέλευσης και μιας ισχυρής αντίληψης αναφορικά με τα αιωνίως αναπάντητα ερωτήματα, που εξακολουθούν να βασανίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
O Martel-Lee-Pi, ασπάζεται τον Χριστιανισμό, τον Ισλαμισμό και τον Ινδουισμό, επειδή όπως λέει, το μόνο που θέλει είναι "να αγαπάει τον Θεό".  Εντοπίζοντας τα πλεονεκτήματα των τριών θρησκειών, αποδέχεται την ύπαρξη του υπέρτατου Όντος, όπως και αν αυτό εκφράζεται, καθιστώντας ταυτόχρονα τον εαυτό του "παγκόσμιο πολίτη", αποδεσμευμένο από τους περιορισμούς και τις αυστηρές υποδείξεις μιας και μόνο θρησκευτικής πίστης.  Χωρίς να φλυαρεί, αλλά σκιαγραφώντας περισσότερο το πορτραίτο μιας ιδιαιτέρως ευφυούς προσωπικότητας, η πίστη της οποίας απέναντι στους νόμους τους σύμπαντος, τον Κρίσνα, τον Χριστό και τον Μωάμεθ (που κάτω από την κοινή σκεπή του μυαλού του, ανήκουν όλοι στην μια και μοναδική, παντοδύναμη και πανταχού παρούσα Θεότητα), έρχεται αντιμέτωπη με την ύψιστη δοκιμασία σώματος, πνεύματος και ψυχής, ο Martel (και κατ' επέκταση ο Lee), δημιουργούν ένα σύμπαν μέσα στο οποίο όλα είναι πιθανά και τα πάντα εξαρτώνται από την εσωτερική δύναμη, την πνευματική εκπαίδευση και τον σεβασμό απέναντι στην Φύση.  Ακόμα και αν αυτή βρίσκεται, στο "στιλπνό" τρίχωμα και τα ερευνητικά μάτια, μιας ψηφιακής, τίγρης της Βεγγάλης.


"Πνιγμένο" στις αποχρώσεις του μπλε και του ζεστού κίτρινου της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος, το "Life of Pi" είναι ένα τρομερό ταξίδι με προορισμό, την ίδια τη ζωή.  Έχοντας για πρωταγωνιστή τον πρωτοεμφανιζόμενο Suraj Sharma, ο οποίος δίνει αναμφίβολα το δικό του, ερμηνευτικό ρεσιτάλ, είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες για φέτος.  Μια ταινία που μας ταξίδεψε, μας μάγεψε και μας έκανε να πιστέψουμε λίγο ακόμη στα θαύματα.  Στα συν βεβαίως, και το υπέροχο soundtrack (υποψήφιο για Oscar), όπως και η γλαφυρή σκηνοθεσία του Lee, με επίκεντρο πάντα τους δυο αντίζηλους: άνθρωπο και ζώο.  Κ. Lee, σας ευχαριστούμε γι' αυτή την μοναδική εμπειρία.

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι το γέλιο μιας ύαινας είναι creepy (καλά, αυτό μπορεί αν το ήξερα και από το "Lion King", οτι οι Ινδές είναι τόσο όμορφες γυναίκες, και οτι όλη η σεκάνς με το νησί θα μείνει στο μυαλό μου, ως μια από τις πιο όμορφες που έχω δει τελευταία.


TRIVIA
  • Σε κάποιο σημείο η ταινία προοριζόταν να γραφτεί και να σκηνοθετηθεί από τον...Shyamalan.  No comment.
  • Το σαρκοφάγο νησί έχει το σχήμα μιας ινδουιστικής θεότητας (lying Vishnu), κάτι που γίνεται αντιληπτό όταν το νησί φαίνεται από μια μακρινή λήψη.
  • Ο συγγραφέας του βιβλίου έχει ισχυριστεί οτι η έμπνευση για το βιβλίο του ήρθε αφού διάβασε το βιβλίο "Max and the Cats" (1981), του Βραζιλιάνου συγγραφέα Moacyr Scliar, σχετικά με έναν Γερμανοεβραίο που διέσχισε τον Ατλαντικό Ωκεανό, με μια βάρκα και παρέα, έναν ιαγουάρο.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Bronson: He wanted to be famous. He became a prisoner.

Χαιρετώ, χαιρετώ!  Σήμερα η αλήθεια είναι πως είμαι ενθουσιασμένη, αναφορικά με την ταινία για την οποία πρόκειται να γράψω το κατιτίς μου.  Είδα το "Bronson" πριν από μερικές μέρες, και μετά το τέλος του αναρωτιόμουν, πως στο καλό γινόταν να μου έχει ξεφύγει τόσο καιρό.  Από την άλλη βέβαια κατα-ευχαριστήθηκα το γεγονός οτι στην τελική, την είδα για πρώτη φορά.  Επίσης έμεινα εμβρόντητη και ήθελα να τη δω πάλι και πάλι και πάλι, κάτι που έχει καιρό να μου συμβεί με κάποια ταινία.  Όπως και να έχει το "Bronson" δεν απευθύνεται σε όλους, καθώς η τρέλα που κουβαλάει, σίγουρα θα βρει πολλούς που θα την δουν ως κάτι "too much".  Ακόμη κι αν δεν είναι έτσι.  Ακόμη κι αν πρόκειται για μια μεγάλη σκηνοθετική στιγμή στην καριέρα του Nicolas Winding Refn, και μια τιτανοτεράστια στιγμή στην ερμηνευτική καριέρα του Tom Hardy.  Για πάμε.


Ο Michael Peterson, γεννημένος στο Luton της Αγγλίας, αποτελούσε έναν από τους τρεις γιους της οικογένειας Peterson.  Σαν παιδί διέφερε κάπου από τα άλλα, αφού η ευστροφία και η εξυπνάδα του, καλύπτονταν από την ανάγκη του για ξύλο, η οποία είχε αρχίσει να καλλιεργείται μέσα του, από πολύ μικρή ηλικία.  Όταν αργότερα, και συγκεκριμένα στην ηλικία των 23 ετών, διέπραξε ένοπλη ληστεία στο τοπικό ταχυδρομείο, καταδικάστηκε σε επτάχρονο εγκλεισμό στη φυλακή.  Κάπου εκεί έγινε ξεκάθαρο οτι η βίαιη προσωπικότητα του μικρού Michael, μάλλον δεν ήταν κάτι το περαστικό, αλλά φάνηκε να γίνεται έκτοτε όχημα, μιας βίαιης, τρελαμένης και διάσημης ζωής.
Όπως είχε δηλώσει αργότερα ο ίδιος ο Peterson (μιας που η ταινία βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα της ζωής του-όπως έχει χαρακτηριστεί-πιο βίαιου φυλακισμένου της Βρετανίας), βασικός σκοπός της ζωής του, ήταν να γίνει διάσημος, και κατά κάποιον τρόπο ο σκοπός του επιτεύχθηκε πανηγυρικά.
Η ταινία ακολουθεί τη ζωή της αλλόφρονης προσωπικότητας του Michael, όπως αυτός την εξιστορεί μέσα από το "κελί" του, παραθέτοντας εικόνες και στιγμές από το πηγαινέλα του στις φυλακές, το τρελάδικο, και τις πράξεις βίας που σημάδεψαν-κυριολεκτικά-όσους έτυχε να βρεθούν στο πέρασμά του.  Αξίζει να πούμε εδώ, οτι ο Peterson, από την επτάχρονη παραμονή του στη φυλακή, ήδη από το 1974, πέρασε τελικά όλη του τη ζωή εκεί, μιας που οχι μόνο έζησε 30 χρόνια σε πλήρη απομόνωση, αλλά μέχρι και σήμερα δεν έχει αποφυλακιστεί.  Αυτό είναι το χρονικό μιας φιλόδοξα σχιζοφρενούς προσωπικότητας.


Την αμαρτία μου θα την πω.  Μέχρι την εμφάνιση του Refn με το εκστατικό "Drive", αγνοούσα παντελώς την ύπαρξη αυτού του σκληροπυρηνικού σκηνοθέτη, με το ξεχωριστό προσωπικό στυλ, την ωμή βία και το εκπληκτικό στήσιμο ατμόσφαιρας.  Ακόμα και πέρσι δηλαδή, με τη δημιουργία της πιο badass ταινίας της χρονιάς, η οποία κατέκτησε την κορυφή στις προσωπικές, ταινιακές μου επιλογές, δεν ήμουν σίγουρη αν αυτός ο σκηνοθέτης έχει κάτι το διαφορετικό, κάτι που να τον κάνει να ξεχωρίζει από όλους τους άλλους και που μπορεί να σε βάλει στο τριπ μιας καταφανούς, σκληρής πραγματικότητας με κινηματογραφικές εξάρσεις, περασμένων εποχών.  Οχι, δεν ήμουν σίγουρη.  Μετά το "Bronson" όμως, δεν έχω καμία αμφιβολία.
Είναι γεγονός πως όσο καλή και αν είναι η ερμηνεία ενός ηθοποιού ή όσο έξυπνο και αν είναι το σενάριο, πάντα θα θέλουμε να βλέπουμε τη γέννηση νέων δημιουργών-auter, οι οποίοι θα μπορούν να ξεχωρίζουν, χάρη στον δικό τους τρόπο με τον οποίο έχουν αποφασίσει να βλέπουν και να στήνουν το cinema.  Μεγάλοι δημιουργοί όπως ο Kubrick, ο Tarkovski, o Fellini ή ο Antonioni, κατάφεραν να γράψουν με ανεξίτηλους μαρκαδόρους το όνομά τους στον κινηματογραφικό πίνακα, ακριβώς γιατί είχαν πάντα κάτι να πουν.  Είτε μέσα από τη σκηνοθεσία, είτε μέσα από την υπόθεση, είτε μέσα από τον-πολλές φορές βαρύγδουπο, αλλά πάντα ξεκάθαρα εκεί-σχολιασμό τους για θέματα ποικίλης ύλης (από την θρησκεία και την πνευματικότητα, μέχρι το αμιγώς κοινωνικό και πανανθρώπινο), αυτοί και άλλοι τόσο σκηνοθέτες, είχαν καταφέρει να διαμορφώσουν ένα προσωπικό ύφος, που τους έκανε να ξεχωρίζουν.  Πιστεύω ακράδαντα (έπειτα και από την παρακολούθηση του "Valhala Rising" το οποίο θα μπει κάποια στιγμή στο blog), οτι ο Refn είναι σίγουρα ένας auter των καιρών μας.  Και πολύ το γουστάρω αυτό.


Αυτός ίσως ήταν και ένας λόγος (το γεγονός δηλαδή οτι πάντα με έλκει μια καλή σκηνοθεσία που κρύβει άσσους στο μανίκι), για τον οποίο δεν κατάφερα να αγαπήσω το "Holy Motors", το οποίο μπορεί με τις σινεφίλ αναφορές του να πέτυχε διάνα στις καρδιές πολλών κινηματογραφόφιλων (μάλλον περισσότερο από όσο είμαι εγώ, μιας που μέχρι σήμερα δεν έχω αντιληφθεί τον λόγο όλου αυτού του χαμού με την ταινία), για εμένα όμως έχασε πολύ στο κομμάτι της σκηνοθεσίας.  Τα πλάνα που χαρακτηρίστηκαν από άλλους μαγικά, για εμένα ήταν απλά, συνοδευτικά πλάνα της εκάστοτε ιστορίας που μας διηγόταν ο Carax και τίποτα περισσότερο.  Αντιθέτως, παρακολουθώντας το "Bronson", αντιλήφθηκα μερικές ξεκάθαρες, σκηνοθετικές αναφορές σε μεγάλους σκηνοθέτες και αυτό εγώ θεωρώ τρομερή μαγκιά.  Το να "ξεπατικώσεις" κατά κάποιον τρόπο εικονικές στιγμές του κινηματογράφου και να τις μεταφέρεις στην ταινία σου, ως πρώτης τάξεως gags (βλ. την τελική σκηνή του "Holy Motors", ή αυτή με τους πιθήκους), είναι συμπαθές και χαριτωμένο.  Το να κάνεις όμως μια ωδή σε έναν μεγάλο δημιουργό μέσα από τη σκηνοθεσία σου, και την δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που σου φέρνει στο μυαλό τις ανατριχιαστικές στιγμές του σατυρικού, κοινωνικού σχολιασμού του Kubrick στο "A Clockwork Orange" ή το "Eyes Wide Shut", ή ακόμη και το σαγηνευτικά άρρωστο σύμπαν του David Lynch, το βρίσκω πραγματικά υπέροχο.  Είναι βεβαίως δίκοπο μαχαίρι, το να καταφέρεις να κρατηθείς στα standards των δικών σου καιρών, και να μην καταλήξεις σκηνοθετικό κακέκτυπο άλλων δημιουργών.  Και εδώ ο Refn κάνει εξαιρετική δουλειά.


Παίρνοντας το γενικότερο πλαίσιο της ταραχώδους ζωής του Michael Peterson (ο οποίος εντός της φυλακής έγινε το πολύ κακό και εμπνευσμένο κατευθείαν από τον διάσημο ηθοποιό, alter ego του, Charles Bronson), ο Refn, υφαίνει με σκηνοθετική μαεστρία, μια ερμηνεία μεγατόνων από τον θηριώδη για τις ανάγκες του ρόλου, Tom Hardy, αποτελώντας σίγουρα μια από τις καλύτερες στιγμές και των δυο.
Μέσα από την αφήγηση του ίδιου του Hardy/Bronson, έρχεται στο φως ο χαρακτήρας του πιο διάσημου φυλακισμένου στην Βρετανία, ο οποίος διακατέχεται από μια σχεδόν ζωώδη, αεικίνητη διάθεση για βία, γρονθοκοπήματα και ξύλο, γεγονός που τον καθιστά και τόσο απαθή απέναντι σε κάθε μορφής εξουσιαστική βία, η οποία δρα φυσικά στον αντίποδα της δικής τους μανίας.  Το εύστοχο κινηματογραφικό εύρημα που χρησιμοποιεί ο Refn, τοποθετώντας τον ήρωα σε μια θεατρική σκηνή, πάνω στην οποία δίνει το προσωπικό του ρεσιτάλ σε έναν ρόλο ζωής, καθιστά ταυτόχρονα την ταύτιση κινηματογράφου-θεάτρου κάτι περισσότερο από προφανή, με το "κοινό" στα πόδια του Bronson να τον χειροκροτεί και να τον επευφημεί σε αυτό το κρεσεντικό, one man show.  Ταυτόχρονα, μπορεί το voice over του Hardy, να μην είναι κάτι καινούριο, παρόλα αυτά σίγουρα προσδίδει έναν τόνο ιδιαιτερότητας, από τι στιγμή μάλιστα που έχουμε τη δυνατότητα να δούμε όλη τη ζωή του, στο πλαίσιο κατακερματισμένων χρονικά, σκηνών.
O Refn δεν μασάει τα λόγια του, αλλά χαρίζει απλόχερα ατμόσφαιρα και εξαιρετικά καδραρίσματα, μέσα από τη χρήση των φωτεινών του πηγών (ακόμα και στη παραπάνω φωτογραφία, το φως που λούζει τον Hardy πάνω από το κεφάλι του, τον φέρνει ακριβώς στο προσκήνιο, σαν να βρίσκεται διαρκώς στη προσωπική του θεατρική σκηνή), και φίλτρων-κυρίως κόκκινο και μπλε-, χρώματα που άλλοτε παραπέμπουν σε λιντζικές, και άλλοτε σε κιουμπρικές καταστάσεις (η σκηνή δε με τον Hardy στο δωμάτιο του θείου του, με τις κοκκινωπές αποχρώσεις, παραπέμπει απευθείας στη δουλειά του Kubrick).  Παράλληλα τα κοντινά του πλάνα, ή αντιστοίχως τα αποστασιοποιημένα που βάζουν την κάμερά του στον ρόλο του παρατηρητή, η φρενήρης σε στιγμές κινηματογράφηση, τα low shots, τα τράβελινγκ και τα πανοραμικά πλάνα, όλα δηλώνουν κομμάτια αυτού του ανθρώπου που γεμίζει τα πλάνα της κάθε σκηνής.  Του "all i ever wanted to be was famous", Bronson.


Η σκηνοθεσία του Refn μαρτυρά κάτι από καθαρόαιμο, βρετανικό κινηματογράφο, με δυναμικές δόσεις από cinema Guy Ritchie, αποδεικνύοντας οτι μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα στην υποθεσιακή και-γιατί οχι;- καταγωγικική προέλευση της κάθε ιστορίας που πραγματεύεται.
Βέβαια αξίζει να κάνουμε και μια αναφορά στον Tom Hardy, ο οποίος με αυτόν ακριβώς τον ρόλο, αποδεικνύει πέρα από το πασιφανές ταλέντο του, και το πόσο αφοσιωμένος ηθοποιός είναι, με το να "γίνει" ο Bronson.  Ξυρισμένο κεφάλι, τσιγκελωτό μουστάκι, τρελό βλέμμα, extra extra κιλά, μύες και ολοκληρωτική αλλαγή στην προφορά, μαρτυρούν οτι αυτός ο ρόλος-πρόκληση απέδωσε καρπούς, και τον έκανε αναμφίβολα έναν από τους περισσότερα υποσχόμενους ηθοποιούς της γενιάς του.  Γεγονός πάντως είναι οτι μέχρι σήμερα έχει αποδείξει την αξία του με τη συμμετοχή σε πολλές, και καλές ταινίες-και κάποιες αστοχίες που βέβαια του τις συγχωρούμε- ερμηνεύοντας πάντα εικονικούς ρόλους και παραδινόμενος απόλυτα στην εκάστοτε ερμηνεία του.  Ένας ρόλος απόλυτης σχιζοφρένιας, υπέροχου ταλέντου και ορμητικής δύναμης, από τον Hardy.  Εμείς υποκλινόμαστε.
Το "Bronson" είναι μια ταινία που πρέπει να δει κάθε fan αυτού του είδους κινηματογράφου.  Σκληρή, εντυπωσιακή στην δημιουργία της και απόλυτα σαγηνευτική, είναι μια ταινία που θα τριγυρνάει στο μυαλό σας για πολύ καιρό αφού την δείτε.  Πιστέψτε με.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το soundtrack της, είναι οτι πιο εθιστικό έχω ακούσει τελευταία, οτι το "It's a Sin" των Pet Shop Boys δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο στο μυαλό μου και οτι το μουστάκι του Hardy είναι όλα τα λεφτά.

TRIVIA
  • Ο ρόλος του Bronson προοριζόταν αρχικά για τον Jason Statham.  Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχ.  Χαχαχαχαχαχαχαχα.
  • Ο Bronson έκανε καθημερινά 2.500 push-ups επί πέντε εβδομάδες προκειμένου να αποκτήσει τον όγκο του Bronson(!).
(ΠΗΓΗ IMDB)