Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Flipped: The very first love of your life...

Γεια σας γεια σας και πάλι!  Σήμερα έχουμε ακόμη μια νοσταλγική ταινιούλα βγαλμένη κατευθείαν από την καρδιά των 60s, όπως ακριβώς και το "Moonrise Kingdom" που είδαμε μερικές μέρες πιο πριν.  Το "Flipped" είναι ένα όμορφο, γλυκό ταινιάκι, με γνωστούς ηθοποιούς, μια μελιστάλαχτη ιστορία σχετικά με τη πρώτη αγάπη και την ατμόσφαιρα μιας εποχής γεμάτη χαμένη αθωότητα.  Η ταινία έχει τα καλά της, αλλά έχει και τα κακά της (κανα-δυο αλλά τα έχει), οπότε ξεκινάμε κατευθείαν και γι'αυτή τη κριτικούλα μας.  Here we go.


Η ιστορία μας απλή και χιλιοειπωμένη.  O Bryce Loski (Callan McAuliffe) μετακομίζει με την οικογένειά του και ενώ είναι ακόμα πιτσιρίκι, απέναντι από το σπίτι των Baker, οι οποίοι εκτός από δυο γιους έχουν και ένα χαριτωμένο, αλλά ολίγον περίεργο κοριτσάκι που του αρέσει να χώνει τη μύτη του παντού, τη Juli (Madeline Carroll).  Η μικρή Juli θα νοιώσει από τη πρώτη στιγμή τη καρδιά της να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα για τον ξανθό Bryce με τα 'dazzling eyes', αλλά τα αισθήματα δε φαίνεται να είναι αμοιβαία, μιας που ο Bryce είναι απλά εντελώς αδιάφορος απέναντί της.  Όταν τα χρόνια περάσουν και τα παιδιά μεγαλώσουν, η Juli θα αποτελέσει μια όμορφη, και ενδιαφέρουσα έφηβη η οποία βλέπει τη πραγματική μαγεία στη θέα μιας τεράστιας συκομουριάς, έχει τη δική της επιχείρηση από εκτρεφόμενες...κότες, και τον διακαή πόθο που εξακολουθεί να τη καίει σχετικά με το πότε θα καταφέρει να ξεκλέψει το πολυπόθητο φιλί από τον γόη της γειτονιάς.  Όταν όμως οι καταστάσεις φέρουν τη Juli να αμφισβητήσει την πραγματική αξία-ενός κενού όπως όλα δείχνουν Bryce-τότε τα πράγματα θα κάνουν ένα απρόσμενο flip, και εκεί που η πιτσιρίκα ξελιγωνόταν στη θέα του γείτονά της, τα πράγματα θα αντιστραφούν κατά 180 μοίρες, με τον Bryce να αρχίσει να βλέπει διαφορετικά την από καιρό κολλιτσίδα του.  Έχει ο καιρός γυρίσματα...


Ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Rob Reiner είναι υπεύθυνος και πάλι για τη δημιουργία ενός film που διαθέτει στιλ και ατμόσφαιρα βγαλμένη κατευθείαν από τη καρδιά της δεκαετίας του '60, πράγμα καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ο δημιουργός μιας από τις καλύτερες coming of age ταινίες (της ίδιας πάντα εποχής), του "Stand by Me" το οποίο αποτελεί βεβαίως και βιβλιακό κατασκεύασμα του Stephen King.
Η αλήθεια είναι πως το "Flipped" δε φτάνει καθόλου τις αξιώσεις μιας ταινίας όπως το "Stand by Me", παρόλα αυτά καταφέρνει με τον δικό του τρόπο να αποτελέσει μια feel good προσπάθεια από μέρος του σκηνοθέτη.
O Reiner αποτελεί μια πολυσχιδή προσωπικότητα που φέρνει στο πανί πολλές, διαφορετικές ιστορίες τις οποίες διηγείται με απόλυτο σεβασμό απέναντι στην εποχή και τους χαρακτήρες της.  Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως έχει σκηνοθετήσει δυο από τις καλύτερες μεταφορές βιβλίων του Stephen King στη μεγάλη οθόνη, καθώς εκτός από το παρεϊστικο "Stand by Me" 'έδωσε' στην Kathy Bates το Oscar Α' Γυναικείου Ρόλου για την τρομερή της ερμηνεία στη ταινία "Misery".  Το να μεταφέρεις την ουσία ενός βιβλίου στον κινηματογράφο, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, ο Reiner όμως έχει αποδείξει οτι δεν είναι και ακατόρθωτο.
Αν τσεκάρει κανείς τη φιλμογραφία του, θα εντοπίσει μια ποικιλία ετερόκλητων, κινηματογραφικών ειδών με μια μεγαλύτερη έφεση σε ρομαντικές/αισθηματικές παραγωγές όπως το "The Princess Bride" (1987), το θρυλικό πια "When Harry Met Sally..." (1989), το μάλλον κακό "The Story of Us" (1999), το ακόμη χειρότερο "Alex and Emma" (2003) με την χείριστη Kate Hudson *barf*, καθώς και το αδιάφορο "Rumor Has It" (2005).  Εκτός όμως από όοοολα αυτά τα (άλλα καλά και άλλα οχι και τόσο) ρομάντζα, ο ίδιος έχει κάνει και μερικές καλές ταινίες όπως το μουσικό "This Is Spinal Tap" (1984) και το "A Few Good Men" (1992).  Και αν αναρωτιέστε γιατί τόση ώρα σας αραδιάζω τις ταινίες του κ. Reiner είναι απλό: το "Flipped" κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στο νεανικό και αθώο ρομάντζο μιας άλλης εποχής, και μιας ταινίας που όμως κάτι της λείπει, αποτελόντας στην ουσία μια ταινία ύψους και βάθους.  Ακριβώς όπως και το σύνολο της φιλμογραφίας του δηλαδή.


Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της συγγραφέως Wendelin Van Draanen, και είναι γεμάτη από μια νοσταλγική διάθεση, ακριβώς όπως απαιτείται από τέτοιου είδους παραγωγές.  Σίγουρα στα θετικά της πρέπει να προστεθεί η συγκέντρωση ενός ενδιαφέροντος και γνωστού cast στους κεντρικούς ρόλους που απαρτίζεται από τους, Penelope Ann Miller, Rebecca De Mornay, Antony Edwards, Aidan Quinn και John Mahoney.
Όσον αφορά την ιστορία καθεαυτή, του πρώτου δηλαδή παιδικού-εφηβικού έρωτα, μπορεί να την έχουμε δει ξανά και ξανά στον κινηματογράφο, παρόλα αυτά όταν τοποθετείται σε μια ρομαντική εποχή όπως αυτή των 60s (τουλάχιστον σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάζεται η εποχή αυτή στο cinema), τότε σίγουρα μιλάμε για ένα love story που στοχεύει κατευθείαν στις καρδιές των θεατών.  Και ως ένα βαθμό, αυτό επιτυγχάνεται και εδώ.  Ως ένα βαθμό όμως, γιατί υπάρχει ένα πολύ βασικό μείον: η χημεία των νεαρών πρωταγωνιστών είναι από ελάχιστη, έως ανύπαρκτη και αυτό αγαπητέ μου κ. Reiner είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας.


Καταρχάς για να λέμε και τα πράγματα όπως είναι, η ταινία φορτώνεται από νωρίς στη πλάτη της πολύ καλής Madeline Carroll (την είδαμε και φέτος στο "Μachine Gun Preacher" ως απαιτητική κόρη του Gerard Butler), η οποία καταφέρνει να μας πείσει με την γκάμα των συναισθημάτων που μπορούμε να διακρίνουμε στο πρόσωπό και το γενικότερο στήσιμό της.
Από την άλλη πλευρά ο συμπρωταγωνιστής της Callan McAuliffe είναι στη καλύτερη περίπτωση ένα αγγούρι και μισό.  Ίδιο βλέμμα, ίδια έκφραση, ίδια μονότονη ομιλία (αγάπη μου έχεις κάποια συγγένεια με την Kristen?) σε βαθμό που να θες να του αστράψεις ένα χαστούκι.  Και καλά, ως ένα βαθμό δικαιολογείται από τον ρόλο τον οποίο υποδύεται (αυτόν ενός άνευρου και άτολμου νεαρού, που σταδιακά αρχίζει να βλέπει την περίεργη για όλους Juli, διαφορετικά), αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί αυτό να αποτελέσει τον μπούσουλα πάνω στον οποίο ο McAuliffe χτίζει την ταινιακή του περσόνα.  Και αυτό γιατί στην τελική απαιτείται συναίσθημα και τόλμη για να βγει κάτι τουλάχιστον αξιοπρεπές.
Η Caroll στο πλευρό του πασχίζει να του βγάλει τη συγκίνηση και το ενδιαφέρον, επωμιζόμενη όλη την ιστορία τελικά πάνω της και αποτελώντας το άλλο κομμάτι ενός awkward, νεανικού διδύμου το οποίο πάσχει από την προφανέστατη έλλειψη ταλέντου του McAuliffe.  Και να φανταστεί κανείς οτι είναι και πατριώτης μου.  A screw that, at least we have Hemsworth.


Πέρα από τον προβληματικό McAuliffe του οποίου το σκάλωμα φαίνεται και μπόλικο και βαρύ στη ταινία, το "Flipped" ίσως καταφέρει κάπου να σου ξυπνήσει το παιδί που κρύβεις μέσα σου.
Η σκηνοθεσία του είναι όμορφη και αγνά ανεπιτήδευτη, πιάνοντας εύκολα τον παλμό της εποχής και προσφέροντας ένα θέαμα πασπαλισμένο με ζαχαρόσκονη, και τις σωστές δόσεις δράματος.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εναλλαγή ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις τα δυο παιδιά, καθώς πρώτα παίρνει τη σκυτάλη ο ένας κάνοντας το δικό του voice over και έπειτα ο άλλος, με μια παράλληλη παρουσίαση των ίδιων γεγονότων, με ελαφρώς διαφορετικό, χρονικό προσδιορισμό, ανάλογα με το ποιος μιλάει.
Όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast στέκεται σοβαρά απέναντι στο θεατή, και δίνει τον καλύτερό του εαυτό σε αυτό το ανάλαφρο, και γλυκό ταινιάκι.
Μπορεί να μη μιλάμε για ένα πρωτότυπο story και μπορεί και ο πρωταγωνιστής να τα κάνει σε μεγάλο βαθμό μαντάρα, παρόλα αυτά το "Flipped" είναι μια ταινία που μπορεί να σε συγκινήσει και ταυτόχρονα να σε κάνει να χαμογελάσεις.  Συνεπώς αν αναζητάς χαλαρές, καλοκαιρινές βραδιές με όμορφη παρέα, αυτό το filmaki είναι σίγουρα οτι ψάχνεις.  Χαριτωμένο, αναζωογονητικό και τόσο όμορφο όσο ο πρώτος μας παιδικός έρωτας.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η θέα από ψηλά κάνει τη διαφορά, οτι η Rebecca De Mornay είναι αγέραστη, και οτι θα είχε πλάκα να λένε κάποιον Sal Monella.



No trivia

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Hodejegerne (a.k.a Headhunters): They both are...

NEW ARRIVAL (από 12 Ιουλίου στις αίθουσες)

Καλή εβδομάδα και πάλι!  Και σήμερα θα προτείνουμε ταινιούλα για τις καυτές μέρες και νύχτες του καλοκαιριού που διανύουμε.  Σήμερα το menu έχει ολίγον από Νορβηγία, και κακά τα ψέματα κάθε ταινία που έχω δει τα τελευταία χρόνια από εκεί (και τη γενικότερη σκανδιναβική περιοχή) είναι οτι καλύτερο και μάλιστα σε διαφορετικά είδη.  Το "Headhunters" είναι μια αγωνιώδης περιπέτεια ανατροπών, που σίγουρα δε θα σας αφήσει ασυγκίνητους, ενώ ενδείκνυται σίγουρα για κινηματογραφικές βραδιές με καλή παρέα, και καλή μπυρίτσα.  Ξεκινάμε λοιπόν!


O Roger Brown (Aksel Hennie) είναι ένας μικρόσωμος, 'κυνηγός κεφαλών' του επαγγελματικού χώρου της Νορβηγίας, ο οποίος παρέα με την όμορφη, γκαλερίστα γυναίκα του Diana ζει μια ζωή μέσα στη χλιδή.  Αυτό όμως που η ξανθιά σύζυγος μοιάζει να αγνοεί, είναι πως ο Roger συντηρεί ένα πολυτελές life style που βρίσκεται στον...αέρα, και αυτό γιατί η νόμιμη δουλειά του, δε του προσφέρει τον παχυλό μισθό που κανονικά θα απαιτούνταν για τα 30 ζευγάρια γόβες της Diana, τα ακριβά αυτοκίνητα και το υπερloux σπίτι.  Για τον λόγο αυτό ο μικροκαμωμένος Roger (μόλις 1.68) φροντίζει να καλύπτει τις υλικές ανάγκες της γυναίκας του (και την δική του, χαμηλή αυτοεκτίμηση) με άλλους τρόπους και συγκεκριμένα κλέβοντας αυθεντικά έργα τέχνης και αντικαθιστώντας τα με πλαστά.  Παρόλα αυτά, ακόμα και έτσι βλέπει μάλλον δυσοίωνο το συζυγικό του μέλλον, ενώ έχει σχεδόν προεξοφλήσει και την εγκατάλειψή του από την Diana, σε περίπτωση που σταματήσει να τις παρέχει, οτι της παρείχε τέλος πάντων μέχρι τώρα.  Ακόμα και ένα παιδί φαντάζει αδύνατον γι' αυτόν, όσο κι αν φαίνεται πως η γυναίκα του το επιθυμεί διακαώς, με αποτέλεσμα να προστίθεται ένα ακόμη αγκάθι στον βιτρινάτο γάμο τους.  Όταν λοιπόν μια μέρα η Diana του συστήσει τον γοητευτικό, πρώην military τύπο, Clas Greve (Nikolaj Coster-Waldau, ή αλλιώς ο γνωστός μας Jaime Lannister, από το "Game of Thrones") τότε τα πράγματα θα αλλάξουν, καθώς ο Roger θα πληροφορηθεί οτι ο Greve έχει στο σπίτι του έναν πίνακα που μπορεί να αξίζει αρκετά εκατομμύρια.  Βλέποντας μπροστά του ένα νέο μέλλον, θα αποφασίσει μαζί με τον συνεργάτη του Ove, να κάνουν την επόμενη κίνηση, αλλά μια αναπάντεχη αποκάλυψη θα θα πυροδοτήσει ένα ανελέητο κυνηγητό εις βάρος του.  Και ο κυνηγός του;  Ας πούμε οτι ο κ. Greve είχε υπάρξει ένα διαφορετικό είδος head hunter από αυτό που είναι ο Roger.  Ξέρετε τώρα, από αυτούς που στον στρατό είναι πολύτιμοι για να φέρνουν εις πέρας τις βρώμικες δουλειές...


Ο σκηνοθέτης Morten Tyldum δημιουργεί ένα σπιντάτο ταινιάκι, το οποίο κάπου στο Hollywood σίγουρα θα το έχει πάρει πάλι το μάτι σας (η υποθεσιακή ομοιότητα με το "The Thomas Crown Affair" είναι εμφανής), αλλά όπως τείνει να συμβαίνει πλέον, η σκηνοθετική αρτιότητα των σκανδιναβικών ταινιών, είναι για ακόμη μια φορά εμφανής.
Το "Headhunters" αποτελεί την μόλις τρίτη, μεγάλου μήκους ταινία του Tyldum και αν κρίνω από τις αντιδράσεις και τη βαθμολογία της από έγκριτους κριτικούς του κινηματογράφου, μάλλον έχει προκαλέσει αίσθηση χάρη στην στιλάτη κινηματογράφησή της, τις διαρκείς της ανατροπές και τις πολύ καλές ερμηνείες της.  Αν και και το γεγονός οτι αποτελεί μια νορβηγική παραγωγή της δίνει extra πόντους από την αρχή (έχει γίνει πλέον must οτι σχεδόν όλες αυτού του είδους οι παραγωγές, αποτελούν στα σίγουρα αξιόλογες ταινίες), ακόμα και αν δε την έχεις ήδη δει.
Το story βασίζεται στο ομώνυμο best seller του συγγραφέα Jo Nesbo, και όπως έχεις ήδη καταλάβει συγγραφείς και σκηνοθέτες βγάζουν το ψωμί τους παρέα εκεί ψηλά ("Let the Right one In", "The Millennium Trilogy"-αν και ο Stieg Larsson έγινε διάσημος για το συγγραφικό του έργο, κυρίως μετά θάνατον- και το πιο πρόσφατο "Turn Me On, Dammit!", είναι μόνο μερικές ακόμα ταινίες που βασίζονται σε νουβέλες διάφορων, διάσημων συγγραφέων κυρίως στα σκανδιναβικά εδάφη).
Και όπως έχεις μέχρι τώρα καταλάβει την αξία αυτών των ταινιών (είτε από καθαρά entertainment πλευρά, είτε και από καλλιτεχνικής διάστασης κάποιες φορές), το ίδιο ακριβώς μπορείς να περιμένεις και από το "Headhunters".


Η ταινία προσφέρει ένα κλασικό θα έλεγε κανείς σενάριο, το οποίο όμως εμπλουτίζεται από την διαρκή αμφισβήτηση που έχει ο θεατής σχετικά με το ποιος είναι μέσα στο κόλπο, και ποιος οχι.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ξενέρωτο σε μια περιπέτεια από το να έχεις ήδη ψιλιαστεί από την αρχή, τον καλό και τον κακό, τους φίλους και τους προδότες, μιας που το μόνο που έχεις να περιμένεις μετά είναι απλά η προώθηση της ιστορίας και τίποτα περισσότερο.
Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο το "Headhunters" είναι μια τόσο καλή ταινία: γιατί καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον σου στα ύψη, μέχρι και λίγο πριν από το τέλος της.  Η ανατροπή διαδέχεται η μια την άλλη και οι ρόλοι αλλάζουν, όπως ακριβώς οι διαμορφωμένες καταστάσεις το απαιτούν.
Ένα πολύ έξυπνο μάλιστα εύρημα είναι και το γεγονός οτι ο πρωταγωνιστής μας είναι ένας μικροκαμωμένος άνδρας, γεγονός που σύντομα καταλαβαίνουμε πως του δημιουργεί ένα κάποιο κόμπλεξ κατωτερότητας και περιορισμένης αυτοπεποίθησης.  Μπορεί να διαθέτει ερωμένη, μια καλή δουλειά και μια όμορφη σύζυγο, το γεγονός όμως παραμένει πως είναι ένας άνδρας με ύψος 1.68 (όπως λέει και ο ίδιος, μάλλον απογοητευμένος στην αρχή).  Συνεπώς σε μια προσπάθεια να αποδείξει στον εαυτό του κυρίως οτι τελικά το ανάστημά του δεν είναι πρόβλημα, και θα ξενοπηδήξει, και ικανοποιημένη θα κρατήσει τη γυναίκα του με πανάκριβα σκουλαρίκια και άλλα ακριβά δώρα και θα πει και μια κουβέντα παραπάνω στη δουλειά του αφού τελικά, he is the boss. Κοντός μεν, αλλά boss.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που θα κάνει την εμφάνισή του ο Clas Greve και κάπου εκεί το ψεύτικο παραπέτασμα μιας άνετης προσωπικότητας θα πέσει.  Και θα αποδειχθεί οτι ο Roger είναι τελικά ένα μικρό, ταπεινό ανθρωπάκι.  Ή μήπως οχι;


Εξίσου επιτυχημένη βέβαια είναι και η επιλογή του τίτλου, καθώς έχει κατά κάποιον τρόπο διττή σημασία, μιας που και οι δυο κεντρικοί μας ήρωες αποτελούν κυνηγούς κεφαλών.  Απλά φαίνεται με τρόπο ξεκάθαρο πόσο προσηλωμένη, στρατιωτική διάσταση έχει ο ένας, και πόσο μπιζνεσική, κοστουμαρισμένη διάσταση ο άλλος.  Και οι δυο όμως ρίχνονται στην διαδικασία του κυνηγιού, υπακούοντας σε κάποιους κανόνες που έχουν να κάνουν με την προσωπική τους ανέλιξη.  Ο ένας στον στρατιωτικό τομέα, και ο άλλος σε αυτόν των διεθνών επιχειρήσεων.
Το γεγονός οτι τελικά αυτή η διάσταση των lifestyle ανάμεσα στους δυο, πρόκειται να γίνει κοινή, συγχωνεύοντας τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις τους είναι μόνο ζήτημα χρόνου και κάπου εκεί οι ρόλοι αλλάζουν λιγάκι (εως και πολύ).  O Roger βρίσκει τον σκληραγωγημένο του εαυτό, που πιθανότατα δε γνώριζε καν πως υπάρχει, ενώ ο Greve οδηγείται σε μερικές λανθασμένες κινήσεις που του στοιχίζουν αρκετά.
Εκτός από την υπόθεση όμως, η ταινία έχει να σου δώσει και μια άρτια, χορογραφημένη σχεδόν σκηνοθεσία, με γρήγορες εναλλαγές πλάνων, βίαιες στιγμές και απρόσμενες καταστάσεις, όλα κάτω από το πρίσμα ενός παιχνιδιού 'γάτας-ποντικιού'.  Κάπου μπορεί να σας θυμίσει και λίγο Fincher (δε κάνω πλάκα), οχι τόσο στη χρωματική της απόδοση, όσο στην μεστή, ρεαλιστική και ανδρική της σκηνοθεσία.  Εκτός των άλλων, και η επιλογή του χώρου των γυρισμάτων είναι συνηθισμένη για τέτοιες ταινίες, αφού το ανθρωποκυνηγητό αναλώνεται σε καταπράσινα, φυσικά τοπία, ξύλινες καλύβες μέσα στα δάση και ποταμίσιους γκρεμούς, θυμίζοντας σκηνές από το "The Fugitive" του 1993 (απ' όσο μπορώ να πω, μιας και την original σειρά του '63, δε την έχω δει).


Οι ερμηνείες είναι πολύ καλές, ιδιαίτερα από τον Hennie ο οποίος εκμεταλλεύεται στο έπακρο το μικρό του ανάστημα, το οποίο τον βοηθάει να την σκαπουλάρει αρκετά καλά από τις διάφορες κακοτοπιές.  Με έντονο διαπεραστικό (και γουρλωτό βλέμμα) κερδίζει τις εντυπώσεις με την σταδιακή μεταβολή του χαρακτήρα του.  Από την άλλη πλευρά ο Waldau παραμένει λίγο περισσότερο στα μετόπισθεν, υποδυόμενος τον τυπικό κακό, που όμως του πάει έτσι κι αλλιώς (ας είναι καλά και το μεσαιωνικό του alter ego).
Αν κάτι με ενόχλησε στην όλη ταινία είναι μόνο το γεγονός πως το σκληροπυρηνικό παρελθόν του Greve, δεν δικαιολογείται απόλυτα από τη δράση του στη ταινία, καθώς θα περίμενε κανείς πως η παρουσία του θα ήταν περισσότερο έντονη και πως στην τελική he would knew better.  If you know what i mean.
Κατά τα άλλα οι όποιες μικρές, υποθεσιακές τρυπούλες, μπορούν με ευκολία να παρακαμφθούν καθώς η ταινία σου προσφέρει άρτο και θέαμα, καθώς και μερικές χιουμουριστικές στιγμές που πηγάζουν και πάλι από το παρουσιαστικό του Hennie.
To "HeadHunters" είναι μια ταινία νορβηγο-γερμανικής παραγωγής, που σίγουρα θα απολαύσετε και μέσα στην αίθουσα.  Καλογυρισμένο, με έξυπνα twists, ένα παραδοσιακό, crime σενάριο και το φυσικό τοπίο της Νορβηγίας που σιγοντάρει από κοντά, είναι μια από τις καλές, καλοκαιρινές επιλογές και καλά θα κάνετε να τη περιμένετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι δε θα δω ποτέ ξανά το χαρτονάκι από το ρολό υγείας, με τον ίδιο τρόπο, οτι δυο υπερτροφικοί αστυνομικοί αποτελούν την καλύτερη προστασία, και οτι το full-skull look είναι και πάλι της μόδας.  Για διαφορετικούς, από τους καθυστερημένους λόγους που είναι πλέον 'στη μόδα' και σε εμάς εδώ.



TRIVIA
  • Η ταινία αποτέλεσε τη δεύτερη, μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στη Νορβηγία μετά το "Max Manus" (2008) με πρωταγωνιστή και πάλι τον Aksel Hennie.
  • Η Summit Entertainment αγόρασε τα δικαιώματα για την παραγωγή του αμερικανικού remake, πολύ πριν από το original release της ταινίας.  Μα τι περίεργο...
  • Η ταινία περιλαμβάνει πολλές αναφορές και tributes στην τριλογία του Stieg Larsson.  Για παράδειγμα κάποια στιγμή η Diana παρακολουθεί στη τηλεόραση τη δεύτερη ταινία, το "The Girl Who Played With Fire", ενώ χρησιμοποιήθηκαν και κάποιες εναέριες λήψεις από την ταινία "The Girl With the Dragon Tattoo" προκειμένου να καλυφθούν κάποια σκηνοθετικά κενά. 
(ΠΗΓΗ IMDB)