Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Moonrise Kingdom: The awesome world of mr. Wes Anderson

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Αρχικά να σας πως πως σπάσαμε τα 100.000 views από την ημέρα δημιουργίας του blog μου, και είμαι ενθουσιασμένη!  Σας ευχαριστώ πολύ όλους για την επίσκεψη και το πέρασμά σας που και που από το blogaki, και υπόσχομαι να συνεχίσουμε με ακόμα περισσότερες, όμορφες ταινιούλες.  Και επειδή άρχισα να 'ακούγομαι' σαν σε προεκλογική καμπάνια (φτάνει δε θέλουμε άλλα), περνάμε κατευθείαν στο ψητό.  Χθες το βραδάκι πήγα σε θερινό σινεμά για να δω το "Moonrise Kingdom" το οποίο η αλήθεια είναι πως το περίμενα πως και πως, από τη στιγμή που είδα το trailer του.  Νομίζω πως το μόνο το οποίο με ξενέρωσε ήταν τα...8 ευρώ(!) εισιτήριο που έδωσα, αλλά ευτυχώς η ταινία με αποζημίωσε.  Τόσο γλυκιά και τόσο όμορφη, ακριβώς όπως τα πρώτα παιδικά σκιρτήματα.  Σίγουρα αποτελεί την ταινία της εβδομάδας, και την προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους.  Ξεκινάμε...


O Sam (Jared Gilman) είναι ένας έξυπνος, ορφανός πρόσκοπος που αποφασίζει να παρατήσει την κατασκήνωσή του και να το σκάσει με τον πρώτο του, παιδικό έρωτα, την ιδιότροπη και περπατημένη Suzy (Kara Hayward).  Οι δυο τους θα επιδοθούν σε ένα mini-ταξίδι μέσα στη δασώδη φύση της Νέας Αγγλίας της δεκαετίας του '60 (και συγκεκριμένα του 1965), ανακαλύπτοντας την γλυκιά και αθώα αίσθηση του πρώτου, ρομαντικού σκιρτίματος.  Με μοναδική παρέα ένα φορητό πικ-απ, το γατάκι της Suzy και φυσικά τους ίδιους τους τους εαυτούς, τα παιδιά θα ανακαλύψουν πολλά περισσότερα πράγματα για το τι σημαίνει να αγαπάς (με την ευρύτερη, αλλά και την πιο συγκεκριμένη έννοια), από το ενήλικο περιβάλλον τους, που μοιάζει να το έχει ξεχάσει.  Οι γονείς της Suzy, Laura (Frances McDormand) και Walt (Bill Murray) αποτελούν ένα ανδρόγυνο που έχει βαλτώσει στην βαρετή τους, οικογενειακή καθημερινότητα, ενώ όπως όλα δείχνουν η Laura έχει αναπτύξει και ένα ψιλοφλερτάκι με τον αστυνομικό του νησιού, τον Captain Sharp (Bruce Willis) έναν θλιμμένο και μοναχικό τύπο.  Παρά το γεγονός αυτό, όλοι μαζί, παρέα και με τον Scout Master Ward (Edward Norton) θα προσπαθήσουν να βρουν τα ατίθασα παιδιά, προκειμένου αυτά να επιστρέψουν και πάλι σπίτι.  Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο απλά, καθώς τα πιτσιρίκια φαίνονται αποφασισμένα να υπερασπιστούν τη σχέση τους και όπως όλα δείχνουν οι συμμετέχοντες θα πάρουν το μάθημά τους.  Ένα μάθημα ζωής...


Την πικρή μου αλήθεια θα την πω.  Πριν παρακολουθήσω χθες το βράδυ αυτό το όμορφο ταινιάκι, δεν είχα ξαναδεί άλλη ταινία του Anderson, παρά το γεγονός οτι μέχρι στιγμής μόνο καλά πράγματα έχω ακούσει για τις σκηνοθετικές και σεναριακές του δυνάμεις.  Η αλήθεια είναι πως ο υποψήφιος για δυο Oscar σκηνοθέτης (μια φορά για καλύτερο animation της χρονιάς για το πολύ καλό "Fantastic Mr. Fox" και μια ακόμη για το σενάριο της ταινίας του, "The Royal Tenenbaums") χτύπησε κατευθείαν στην καρδιά μου με το "Moonrise Kingdom" καθώς οχι μόνο απολαμβάνω να βλέπω τέτοιας ομορφιάς, coming of age ταινιάκια, αλλά όταν μάλιστα χαρακτηρίζονται από μια τέτοια ονειρική σκηνοθεσία, ένα εκπληκτικά δεμένο cast (όλοι ένας κι ένας στον ρόλο τους) και ένα soundtrack που σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές, τότε που το eyeliner έβγαινε έξω από το μάτι, το καρό ήταν in και τα 45άρια δισκάκια must για όποιον ήθελε να λικνιστεί σε twist-ικους ρυθμούς, ε τότε δε μπορώ να αντισταθώ και απλά αφήνω αυτή τη μαγική αίσθηση να με παρασύρει.  Αφήστε που τώρα που το σκέφτομαι το χαμόγελο δε πρέπει να άφησε καθόλου το πρόσωπό μου, καθ όλη τη διάρκεια της ταινίας...


Αν και φαντάζομαι πως θα μπορούσα να πω πως η ταινία διακατέχεται από μια hipster αισθητική, εντούτοις προτιμώ να μη το κάνω.  Οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά νομίζω πως οτιδήποτε έχει να κάνει με μια παλιακή παρουσία (με τη καλή έννοια) δε σημαίνει απαραιτήτως πως πρέπει να καταχωρηθεί στη συνείδησή μας, ως 'χιπστεριά'.  Ένα ντύσιμο άλλης εποχής, ένα ζευγάρι καλολουστραρισμένα παπούτσια, ένας κοκάλινος σκελετός γυαλιών και ένα γαλάζιο πικ-απ, αποτελούν απλά στοιχεία που προσδιορίζουν στη προκειμένη περίπτωση, μια χρονική εποχή.  Και αν αποδεχθούμε εκ των πραγμάτων οτι μιλάμε για το 1965, δε μπορώ να αποδεχτώ και τη χρήση του όρου hipster, γιατί πολύ απλά η συγκεκριμένη εποχή χαρακτηριζόταν από μόνη της από ένα κάποιο ύφος, ένα στυλ.  Συνεπώς και για να τελειώνουμε και λίγο με αυτό το θέμα (το οποίο πάλι με εκνεύρισε λίγο) το "Moonrise Kingdom" δεν είναι μια hipster ταινία (hipsters gonna hate, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι γι'αυτό).  Είναι μια ταινία για μια εποχή αθώα και συγκινητική, αληθινά όμορφη και ταυτόχρονα φανταστική.  Είναι μια ταινία για την 'κανείς δε με καταλαβαίνει και σας μισώ όλους' προ εφηβική ηλικία, τις τρέλες και τις σοβαρές αποφάσεις που νομίζει κανείς πως είναι έτοιμος να πάρει στα μόλις 12 του χρόνια.  Έχει χάρη και το απαράμιλλο στυλ της παλιάς εποχής (όσον αφορά το ντύσιμο τουλάχιστον, καθώς στα υπόλοιπα ο Anderson έχει βάλει τις υπερβολικές του νότες και καλά έκανε).  Ίσως και ο ίδιος ο Anderson να επέλεξε να τοποθετήσει την ιστορία του εκεί (όσον αφορά τον χρόνο), προκειμένου να εισαγάγει στη ταινία του μια χαλαρή, hipster διάσταση, για εμάς τα σύγχρονα παιδιά, αλλά μέχρι εκεί.  Το "Moonrise Kingdom" είναι μια ταινία που τρέφει τα μάτια, τη ψυχή και τη καρδιά σου.  Α, και τα αυτιά σου βεβαίως, βεβαίως.


Το story είναι απλό και θα μπορούσε να σου θυμίζει πολλές διαφορετικές, νεανικές ταινίες, με τη διαφορά οτι τόσο η εκτέλεσή του, όσο και οι χαρακτήρες που το απαρτίζουν έχουν πολλές ιδιαιτερότητες.
Μπορεί να μην έχω δει άλλες ταινίες του, από αυτά τα λίγα όμως που διάβασα και από μια συνέντευξή του, μου δίνεται να καταλάβω πως ο Anderson είναι ένας σκηνοθέτης που θέτει πάντα στο πλαίσιο των film του, την οικογένεια.  Οχι απαραίτητα αυτή που έχουμε στο νου μας ως παραδοσιακή, αλλά τέλος πάντων μια οικογένεια και ότι μπορεί να συνεπάγεται αυτό.  Προβλήματα, απιστίες, απώλεια του έρωτα, δυσκολίες με τα παιδιά και ένα σωρό άλλα.  Έτσι λοιπόν και εδώ φροντίζει να παρουσιάσει το πλαίσιο μιας φαμίλιας, αλλά με τρόπο που αφήνει να εννοηθεί οτι παίζει περισσότερο στο background (δίνοντάς μας ενδεχομένως και ιδέες σχετικά με το γιατί η Suzy έχει γίνει τόσο αντιδραστική), αφήνοντας το παιδικό love story να ξετυλιχθεί μπροστά στα μάτια μας.  Ακόμα και το ορφανό παρελθόν του Sam συνηγορεί στο γεγονός προκειμένου ο θεατής να τεθεί υπέρ των δυο παιδιών.  Από τη μια πλευρά ο κοινωνικός τους περίγυρος (όπως αυτός εκφράζεται στο πρόσωπο των γονιών, της αστυνομίας, του αρχηγού των προσκόπων, ακόμα και της κοινωνικής λειτουργού που θέλει να στείλει τον μικρό στο ορφανοτροφείο) τους 'κυνηγά', προσπαθώντας να τους μπάσει μέσα στα "όπως πρέπει" καλούπια, ενώ από την άλλη τα παιδιά θέλουν να ζήσουν μακριά από περιορισμούς και "πρέπει".  Πηγαίνοντας κόντρα στην όποια εξουσία, ο Anderson δημιουργεί ένα γλυκόπικρο, νεανικό δράμα, με ουσία και περιεχόμενο, που έρχονται απλά να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο από την εξαίσια σκηνοθεσία του.


Παίζοντας με τη χρωματική παλέτα του κίτρινου/μουσταρδί, των αποχρώσεων του πράσινου και των ζωηρών παστέλ, ο Anderson κατασκευάζει ένα ονειρικό σύμπαν, τόσο ονειρικό μάλιστα όσο η ζωγραφιά ενός παιδιού, ή όσο μιας μαγικής ιστορίας, από αυτές που απολαμβάνει να διαβάζει η Suzy (πρωταγωνίστρια εδώ στη δική της, πραγματική ιστορία).  Τα κοντινά του πλάνα, η εστίαση στο διαπεραστικό βλέμμα της πρωταγωνίστριας, τα α λα Godard πλανάκια μέσα από το αυτοκίνητο, οι υποκειμενικές ματιές, το παιχνίδισμα με το βάθος πεδίου και τις διαστάσεις των αντικειμένων, τα απότομα cuts και η αίσθηση της περιπλανώμενης σκηνοθεσίας (ολίγον από "Stand by Me" στο πιο μελιστάλαχτό του), όλα δημιουργούν ένα αρκούντως αναζωογονητικό και fan ταινιάκι.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές από όλους.  O Bruce Willis σε ένα ευφυέστατο τσαλάκωμα είναι απλά μοναδικός, η Tilda Swinton σε μια μικρή, αλλά χορταστική εμφάνιση υποδύεται την ψυχή κοινωνική λειτουργό, o Bill Murray όπως πάντα υπέροχος και ο Norton σε ένα δυναμικό comeback που απρόσμενα του ταιριάζει (love love love).  Παρόλα αυτά τις εντυπώσεις κλέβει φυσικά το πρωταγωνιστικό δίδυμο, με τις γειωμένες του ερμηνείες και τη μηχανική ομιλία, απογυμνωμένη από κάθε τη φανφαροειδές και περιττό.  Δίνουν και οι δυο ρεσιτάλ, και αποτελούν την εναλλακτική πρόταση σε ένα σωρό υπερζαχαρωμένα, νερόβραστα ζευγάρια που έχουμε δει κατά καιρούς, ακόμα και σε πιο ενήλικη φάση.


Κλείνοντας να δώσουμε εύσημα και στο εξαίρετο soundtrack που συνοδεύει την ταινία, δημιούργημα του Alexandre Desplat, καθώς και το υπέροχο "Le Temps de L'Amour" της Francoise Hardy, γεμάτο από τη μελωδικότητα και την παλιακότητα μιας άλλη εποχής.
Quirky και witty.  Αυτοί είναι δυο χαρακτηρισμοί που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν επακριβώς το "Moonrise Kingdom".  Μια ταινία για να αισθανθούμε και πάλι παιδιά.  Έστω και για λίγο...

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι μερικοί άντρες είναι sexy ακόμα και με τη στολή του προσκόπου, οτι το να ντυθείς κοράκι είναι εγγυημένος τρόπο για να 'ρίξεις' κάποιον, και οτι με δυο αγκίστρια και δυο σκαθάρια μπορείς να φτιάξεις υπέροχα, vintage κοσμήματα. 



No trivia


Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Repulsion: ...is 'eating' her day by day

Hello again!  Μμμ σήμερα θα έχουμε και πάλι μια μικρή επιστροφή στα πιο κλασικά, καθώς για καινούρια ταινιάκια θα μιλήσουμε από τη Παρασκευή, μιας και όπως όλα δείχνουν θα καταφέρω τη Πέμπτη να δω το τόοοοσο cute "Moonrise Kingdom" του Wes Anderson.  Συνεπώς ολίγον από Polanski σήμερα δε βλάπτει και για τον λόγο αυτό θα ξεκοκαλίσουμε μια ταινία που φτάνει στα όρια του ψυχολογικού θρίλερ και μάλλον τα ξεπερνάει κιόλας.  "Repulsion" λοιπόν και ξεκινάμε...


H Carol (Catherine Deneuve) είναι μια όμορφη, νεαρή γυναίκα η οποία εργάζεται σε ένα σαλόνι ομορφιάς, βγάζοντας το χαρτζιλίκι της και ζώντας μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή της Helen (Yvonne Furneaux) σε ένα μικρό διαμέρισμα του Λονδίνου.  Παρά το γεγονός πως η Carol αποτελεί μαγνήτη έλξης για όλα τα αρσενικά, χάρη στα ξανθά της μαλλιά και την αθώα της παρουσία, εντούτοις η ίδια φαίνεται πως δεν έχει καταφέρει να συνάψει σχέση με κανέναν μέχρι τώρα, εντείνοντας ακόμη περισσότερο την ιδέα (κατά τη διάρκεια του film) οτι δεν έχει κάνει και ποτέ της σεξ.  Και ενώ η αδελφή της σπιτώνει που και που τον παντρεμένο της εραστή Michael (Ian Hendry), η Carol αρχίζει να νοιώθει ολοένα και περισσότερη απέχθεια απέναντί του, ιδιαίτερα τις βασανιστικές νύχτες κατά τις οποίες ακούει τις βαριές ανάσες της αδελφής της, να έρχονται από το διπλανό δωμάτιο.  Όταν η Helen και ο Michael φύγουν για ταξιδάκι αναψυχής, η Carol θα μείνει μόνη και φοβισμένη μέσα σε ένα διαμέρισμα το οποίο μέρα με τη μέρα θα αρχίσει να την πνίγει.  Οι φαντασιώσεις και οι ψευδαισθήσεις της, θα μπλεχτούν τραγικά με την πραγματικότητα, και η Carol θα βρεθεί παγιδευμένη σε έναν κόσμο ο οποίος υποκινείται από τις καταπιεσμένες, σεξουαλικές της ορμές, την ταυτόχρονη αποστροφή της, απέναντι σε κάθε τι αρσενικό, και ενδεχομένως ακόμα και τα ψήγματα του παρελθόντος τα οποία την έφεραν στην τωρινή της, σταδιακά σχιζοφρενική κατάσταση. Τώρα πια και μια ακόμη Carol ελλοχεύει πίσω από την γοητευτική νέα.  Μια φοβισμένη και άκρως επικίνδυνη ύπαρξη που απειλεί και απειλείται...


Το "Repulsion" αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ψυχ-αναλυτικού σκηνοθέτη Roman Polanski, έπειτα από το "Knife in the Water" (1962) η οποία αποτέλεσε την πρώτη του, και προσωπικά δε με ενθουσίασε και τόσο.
Ο Polanski αποτελούσε από πάντα έναν σκηνοθέτη ο οποίος φρόντιζε να στήνει την ιστορία του, όσο το δυνατόν καλύτερα μπορούσε, βασιζόμενος σε πρώτη φάση στο περιβάλλον (είτε αυτό ερμηνεύεται γενικά ως αστικό, είτε πιο ειδικά ως κάποιο διαμέρισμα) και έπειτα στις συνέπειες που έχει το περιβάλλον αυτό, πάνω στους ήρωές του.  Δεν είναι τυχαίο μάλιστα το γεγονός πως και ο ίδιος έχει δημιουργήσει μια άτυπη, κινηματογραφική τριλογία που βασίζεται στον τρόμο και την παράνοια την οποία μπορεί να προκαλέσει (ή μάλλον να εντείνει), ένα κλειστοφοβικό διαμέρισμα ή κατοικία.  Το "Repulsion" αποτέλεσε την πρώτη ταινία του που βασιζόταν σε αυτό το μοτίβο, με το "Rosemary's Baby" (1968) και "The Tenant" (1976) να ακολουθούν αργότερα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ταινία του μοιάζει να είναι επηρεασμένη εικαστικά και σκηνοθετικά από ακόμα παλαιότερα αριστουργήματα, όπως για παράδειγμα από την εντυπωσιακή αναπαράσταση του παραμυθιού 'The Beauty and the Beast' από τον Jean Cocteau, στο εξαίσιο, σουρεαλιστικό του δημιούργημα "La Belle et le Bete" (1946).  Βεβαίως από τη ταινία του δε λείπουν και οι απαραίτητες, χιτσκοκικές πινελιές τρέλας, αγωνίας και έκπληξης.  Χωρίς να ενστερνίζεται κατά τρόπο απόλυτο τις ιδέες και την αισθητική άλλων ταινιών και σκηνοθετών, ο Polanski καταφέρνει να δημιουργήσει ένα εντελώς δικό του ψυχολογικό είδος ταινίας, στο οποίο μπορεί κανείς να συναντήσει τις έμμεσες (ή και ξεκάθαρες) φροϋδικές αναφορές περί της σεξουαλικότητας, τις οποίες απολάμβανε να χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο Hitchcock.


Η αλήθεια είναι πως διάβασα αρκετές απόψεις σχετικά με το τι στο καλό τρέχει τέλος πάντων με την νεαρή πρωταγωνίστρια και για ποιον ακριβώς λόγο αισθάνεται αυτή την απέχθεια απέναντι στους άντρες.  Οι περισσότεροι έμοιαζαν να συμφωνούν πως η Carol κουβαλούσε κάποια βαθιά, παιδικά τραύματα από μια ενδεχόμενη σεξουαλική κακοποίηση, την οποία είχε υποστεί από τον πατέρα της, και συνεπώς μεγαλώνοντας, η αηδία της αυτή απέναντι στο 'αρσενικό-πατέρα' προσωοποποιούνταν σε κάθε άντρα ο οποίος προσπαθούσε να τη πλησιάσει.  Τώρα θα μου πείτε και εσείς, βέβαια, πως κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό να συμβεί και εγώ θα σας πω οτι είναι.  Με τι μόνη διαφορά οτι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στη ταινία που να υποδηλώνει ξεκάθαρα πως κάτι τέτοιο έχει όντως συμβεί.  Πολλοί ορμώμενοι από μια οικογενειακή φωτογραφία που βρίσκεται στο σπίτι και δείχνει την μικρούλα τότε Carol να κοιτάζει προς τη μεριά του πατέρα της, με τρόπο ελαφρώς οργισμένο, υπέθεσαν οτι αποτέλεσε στοιχείο ξεκάθαρο για τα βασανισμένα, παιδικά χρόνια της ηρωίδας.  Απ'οτι φαίνεται όμως, ίσως και να μην έχουν δίκαιο...
Πέρα από το γεγονός οτι στη φωτογραφία η ματιά της Carol φαίνεται να πλανάται πολύ πιο πίσω από τη φιγούρα του πατέρα της, το κοντινό του Polanski σε αυτή (κάπου στη μέση της ταινίας, αλλά και στο τέλος) μάλλον υποδεικνύει ξεκάθαρα το γεγονός οτι η ξανθομαλλούσα πιτσιρίκα, ήταν από μικρή μια προσωπικότητα, πολύ διαφορετική από τις άλλες.  Το βλέμμα της μόνο αόριστο μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού μοιάζει να κοιτάζει στο κενό, και συνεπώς αυτό θα αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αν θέλαμε να αποδώσουμε την χτιζόμενη τρέλα της σύγχρονης Carol, σε μια εν δυνάμει, σχιζοφρένεια η οποία την ακολουθούσε από παιδί.
Η αλήθεια είναι πως και ίδιος ο Polanski δε φαίνεται να έχει πάρει θέση σχετικά με τον λόγο για τον οποίο η απέχθεια της πρωταγωνίστριας απέναντι στους άντρες είναι τόσο έντονη, αφήνοντας ανοιχτά πολλά ενδεχόμενα.  Ίσως και να είχε βιαστεί από τον πατέρα, ίσως και οχι.  Εξάλλου όπως έχει παραδεχθεί και ο ίδιος, η ταινία του αυτή ήταν περισσότερο μια προσπάθεια, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για την αμέσως επόμενη, πιο προσωπική του δουλειά, το "Cul-de-sac" (1966).  Προσωπική μου άποψη είναι πως η αιτία πρέπει να αναζητηθεί κάπου στη μέση...


Η Carol όπως την υποδύεται με τρόπο εξαιρετικό η πανέμορφη Deneuve, είναι μια γυναίκα η οποία κουβαλάει πάνω της πολλές ανησυχίες και ψυχώσεις, σαν μια σύγχρονη ηρωίδα του Antonioni, με τη μόνη διαφορά πως η σεξουαλικότητα είναι αυτή που φαίνεται να την συνταράσσει ολόκληρη, απωθώντας και έλκοντάς την, την ίδια στιγμή.  Μπορούμε να δεχθούμε οτι έχει υποστεί κάποια κακοποίηση, αλλά αυτό δεν αποτελεί γνώμονα για την διαταραγμένη προσωπικότητά της, καθώς δεν έχουν όλοι οι σχιζοφρενείς, δυσμενές background, και ούτε όλα τα κακοποιημένα παιδιά, γίνονται παρανοϊκοί ενήλικες.  Συνεπώς κάτι που νομίζω πως διαφαίνεται κατά τρόπο περισσότερο ξεκάθαρο είναι το γεγονός πως στην ουσία το "Repulsion" είναι μια καθαρά...φεμινιστική ταινία!
Οι άνδρες παρουσιάζονται εδώ ως λιγότερο ή περισσότερο απειλητικά, σεξουαλικά αρπακτικά τα οποία θέλουν να οδηγηθούν στην ολοκληρωτική, σεξουαλική επαφή τόσο με την Carol, όσο και με την αδελφή της (ο Michael κάνει διαρκώς σεξ με την Helen μέσα στο σπίτι, αφενός αναγκάζοντας την Carol να υπομένει τα αγκομαχητά τους, και αφετέρου δίνοντας την εντύπωση του αρχέγονου αρσενικού που έρχεται για την πράξη και μετά, απλά αποχωρεί).  Από τον νεαρό Colin ο οποίος κορτάρει ευγενώς την Carol (αλλά κάποια στιγμή μπουκάρει στο σπίτι με τη βία, ανήσυχος από την εξαφάνισή της), μέχρι και τον ενοικιαστή του διαμερίσματος, ο οποίος ζητά το ενοίκιο μανιωδώς, αλλά στη θέα της καλλονής νοικάρισσας, 'μαλακώνει', τα πάντα φαίνεται να παραπέμπουν σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, μέσα στον οποίο η θέση της γυναίκας είναι μονάχα αυτή του σεξουαλικού αντικειμένου και τίποτε άλλο.  Ακόμα και η δουλειά της Carol, σχετίζεται άμεσα με την εικόνα που πρέπει να έχουν οι γυναίκες, σύμφωνα με τους άντρες, προκειμένου να είναι όμορφες και θελκτικές για εκείνους.
Η Carol συνεπώς θέλει από τη μια πλευρά να ενδώσει σε αυτή τη σεξουαλική ορμή η οποία την κατακλύζει υπό τη μορφή φαντασιώσεων, αλλά από την άλλη πλευρά προσπαθεί να κρατήσει και σθεναρή αντίσταση απέναντι σε όσους επιδιώκουν να την κάνουν μια ακόμη γυναίκα για κρεβάτι.  Εν μέσω λοιπόν δυο εντελώς αντικρουόμενων φύσεων οι οποίες παλεύουν για το πια θα επικρατήσει (σε μια σκηνή η Carol μυρίζει το φανελάκι που έχει ξεχάσει εκεί ο Michael, οδηγούμενη προφανώς από το μυστήριο του σεξ, μόνο για να ξεράσει λίγο μετά στη λεκάνη, υποκινούμενη τώρα από τη βαθιά της απέχθεια), η προσωπικότητα της Carol διαλύεται...


Η σκηνοθεσία του Polanski είναι μεθοδική και προχωράει αργά αργά προκειμένου να δώσει χρόνο στην πρωταγωνίστριά του να μας παρουσιάσει το πορτραίτο μιας διαταραγμένης φύσεως, που βρίσκεται στα πρόθυρα της σχιζοφρένειας.  Και ίσως και να τα ξεπερνά.
Ο εξωτερικός κόσμος έρχεται σε αντίθεση με το κλειστοφοβικό του διαμερίσματος, το οποίο γίνεται ο καθημερινός εφιάλτης της Carol.  Φαντασιακές ρωγμές εμφανίζονται στους τοίχους, μυστήριες σκιές μέσα στη νύχτα, χέρια που βγαίνουν μέσα από τους τοίχους και απειλούν να την αρπάξουν και μια αίσθηση αδιόρατου κινδύνου, συνθέτουν έναν απόλυτα εγκλωβιστικό σύμπαν από το οποίο η Carol δε φαίνεται να έχει διέξοδο.
Ο Polanski καταφέρνει και μας πασάρει ένα εξαιρετικό, ψυχολογικό θρίλερ, στα χνάρια του οποίου αναμφίβολα έχουν πατήσει πιο σύγχρονοι σκηνοθέτες, όπως για παράδειγμα ο Darren Aronofsky για τον Μαύρο Κύκνο του, ο οποίος πραγματεύεται μια εξίσου split personality, αλλά με περισσότερο οπτικοποιημένη διαφοροποίηση της ηρωίδας, από τον 'άλλο' της εαυτό.
Η Deneuve δίνει μια ερμηνεία τρομακτικής δυναμικής, αφού με όπλο της το τρομαγμένο (αλλά και λάγνο) βλέμμα της, τα λέει όλα.  Η στάση του σώματός της είναι σκληρή και το παίξιμό της μηχανικό, προσδίδοντας στον χαρακτήρα της ακόμα περισσότερα στοιχεία μιας εν δυνάμει σχιζοφρενούς προσωπικότητας.
Το "Repulsion" είναι ένα άρτιο δείγμα κινηματογραφικής τέχνης, το οποίο έχει να σου πει πολλά, τόσο από πλευράς μαεστρικής σκηνοθεσίας και τεχνικής γνώσης (τα κοντινά πλάνα και το παιχνίδι με το πεδίο βάθους, είναι top notch), όσο και από πλευράς ερμηνειών, αισθητικής, και σεναρίου.  Μια ταινία για τους σινεφίλ, αλλά και όσους αγαπούν τα ψυχολογικά θρίλερ.  Δείτε την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα φαινόμενα απατούν, οτι το έρμο το κουνέλι καλύτερα να κατέληγε στα σκουπίδια από την αρχή και οτι οι σκηνές 'βιασμού' έχουν μια bunuel-ική αισθητική.

*Traileraki δε βάζω, είναι τίγκα στα spoilers!

No trivia