Hello, hello και σήμερα! Επιτέλους Παρασκευή (την περίμενα και εγώ αυτή τη φορά πως και πως), και μιας που ήρθε η ώρα να χαλαρώσετε, σας έχω μια εξίσου χαλαρωτική ταινιούλα για σήμερα, η οποία είναι ολίγον από κομεντί και από ταινία...φαντασίας, με την πιο ευρύτερη έννοια. Θα μπορούσε κανείς να πει οτι το "Ruby Sparks" είναι και μια ελαφρώς μεταφορική ταινιούλα, όσον αφορά τη σχέση των δυο φύλλων, αλλά μη φανταστείτε οτι μιλάμε για βαριά πράγματα. Είπαμε, σήμερα μιλάμε για μια ευχάριστη, ρομαντική κωμωδία, η πρωτοτυπία της οποίας έγκειται στην υπόθεσή της. Άντε πάμε!
O Calvin Weir-Fields (Paul Dano), είναι ένας νεαρός συγγραφέας, ο οποίος με το πρώτο του βιβλίο έκανε την μεγάλη επιτυχία, αποκτώντας φανατικό κοινό, έγγραφους διθυράμβους από τους απανταχού κριτικούς και μια "υπόσχεση" οτι το έργο του, σύντομα θα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κλασικούς, Αμερικάνους συγγραφείς. Ο Calvin βέβαια, μοιάζει να μην είναι και τόσο εξοικειωμένος με τη δημοσιότητά του, δεν έχει ούτε φίλους, ούτε κοπέλα, ενώ τα μοναδικά άτομα με τα οποία ανταλλάζει και καμιά κουβέντα είναι ο αδελφός του Harry (Chris Messina) και ο ψυχολόγος του Dr. Rosenthal (Elliott Gould). Αν και η επιτυχία του χτύπησε νωρίς την πόρτα, εντούτοις ο Calvin μάλλον δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο, μιας που όπως όλα δείχνουν, η έμπνευση τον έχει χαιρετήσει και ο ίδιος μάλλον δυσκολεύεται αναφορικά με την υπόθεση του νέου βιβλίο, για το οποίο όλοι αδημονούν.
Όταν μια μέρα αρχίσει να βλέπει στα όνειρά του μια κοπέλα, θα αποφασίσει να ξεκινήσει να γράφει γι' αυτή, στην παλιακή γραφομηχανή του (true hipster), θεωρώντας οτι εκείνη θα αποτελέσει το αντίδοτο στο τεράστιο, συγγραφικό του κόλλημα. Έτσι θα της δώσει το όνομα Ruby Sparks, και θα αρχίσει να ξεδιπλώνει την ιστορία, και τον ενδιαφέροντα χαρακτήρα της. Αυτό βέβαια που δεν υποψιάζεται, είναι οτι ένα πρωί, η Ruby, θα τον περιμένει στη κουζίνα, ετοιμάζοντάς του αυγά και δηλώνοντας τρελά ερωτευμένη μαζί του. Και το καλύτερο; Ο Calvin έχει τη δυνατότητα να αλλάζει κάθε τι που τον ενοχλεί πάνω της, με ένα μόνο ξανα-γράψιμο της γραφομηχανής, και να φτιάξει έτσι την τέλεια γυναίκα. Ή μήπως οχι;
Αν βλέποντας την ταινία, σου καρφωθεί στο μυαλό η αίσθηση οτι παρακολουθείς μια κατάσταση α λα "Little Miss Sunshine", δεν θα έχεις και άδικο, καθώς το σκηνοθετικό ανδρόγυνο το οποίο δημιούργησε το 2006, το υπέροχα γλυκό, οικογενειακό αυτό ταινιάκι, είναι υπεύθυνο και για το "Ruby Sparks".
Ο Jonathan Dayton και η Valerie Faris, δεν έχουν ακριβώς αυτό που λέμε, κινηματογραφική καριέρα, μιας που το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς τους, περιλαμβάνει τη σκηνοθεσία μουσικών video-clip για μεγάλα ονόματα όπως οι R.E.M, oι Smashing Pumpikns, οι Offsrping και οι Red Hot Chilli Peppers. Αν έπρεπε να μιλήσουμε αποκλειστικά και μόνο για τη δουλειά τους στη μεγάλη οθόνη, δε θα είχαμε και πολλά να πούμε καθώς αυτή περιορίζεται μόνο στις δυο παραπάνω ταινίες, αλλά και σε ένα short story με τίτλο, "The Check Up". Παρά το γεγονός όμως οτι η προσοχή τους δεν επικεντρώνεται στα του κινηματογράφου, φαίνεται πως όταν αποφασίζουν τελικά να ασχοληθούν σοβαρά μαζί του, τα καταφέρνουν μια χαρά. Ακόμα και αν το "Ruby Sparks" θυμίζει αφηρημένα τη πρώτη τους ταινία, όσον αφορά την ατμόσφαιρα, την indie διάθεση και την προσοχή πάνω στους χαρακτήρες (οι οποίοι είναι τις περισσότερες φορές αλλοπαρμένοι και τρελούτσικοι), το δίδυμο αυτό πείθει για τις ανεξάρτητες προθέσεις του, δημιουργώντας μια ταινία την οποία μπορείς να δεις χωρίς την παραμικρή ενοχή. Γιατί είναι μια καλή ταινία, για να περάσεις κι εσύ μαζί της καλά.
Εκτός βέβαια από τις γνωστές παρουσίες των σκηνοθετών, στη ταινία, θα έχεις τη δυνατότητα να δεις μια ακόμη γνωστή σου φάτσα, αυτή του Paul Dano, τον οποίο σίγουρα θυμάσαι και από το "Little Miss Sunshine", εκεί όπου υποδυόταν τον λογομίλητο, μαυρομάλλη αδελφό της πρωταγωνίστριας-πιτσιρίκας, ο οποίος είχε σαν όνειρο να γίνει πιλότος. Ε όπως φαντάζεται τα χρόνια πέρασαν, ο Paul μεγάλωσε και η αλήθεια είναι πως αποτελεί ένα από τα νέα ταλέντα του Hollywood, το οποίο έχουμε δει και σε ουκ ολίγες ταινίες μέχρι τώρα. Περίεργη φυσιογνωμία, που σίγουρα δε τη ξεχνάς, ο Dano έχει αρχίσει να λάμπει σιγά σιγά στο χολιγουντιανό στερέωμα, πρωταγωνιστώντας σε ταινίες όπως το "Taking Woodstock", το "There Will be Blood" και το πιο πρόσφατο "Looper", ενώ αναμένουμε να τον δούμε και στη νέα ταινία του Steve McQueen, "Twelve Years a Slave", στο πλευρό των Michael Fassbender και Brad Pitt. Νοt bad.
Not bad όμως είναι τα πράγματα και για τη συμπρωταγωνίστριά του Ruby, κατά κόσμον Zoe Kazan, εγγονή του γνωστού Elia Kazan, και σύντροφο του Dano στη πραγματικότητα (α τα πουλάκια μου!), η οποία αν και κουβαλάει όνομα βαρύ σαν ιστορία, φαίνεται πως έχει αρχίσει να κάνει τα δικά της, σταθερά βήματα στον κινηματογράφο, συμμετέχοντας ήδη σε μπόλικες παραγωγές πλάι σε ονόματα όπως ο Leonardo di Caprio, η Kate Winslet και η Meryl Streep, και εκτελώντας παράλληλα χρέη ηθοποιού, αλλά και σεναριογράφου. Εν προκειμένω, το σενάριο του "Ruby Sparks" γράφτηκε από την ίδια, και μπορεί κανείς να αντιληφθεί στη στιγμή την quirky προσωπικότητά της, η οποία αντικατοπτρίζεται στην εξίσου quirky υπόθεση της ταινίας.
Η υπόθεση, όπως είπαμε και στην αρχή, έχει μια δόση φαντασίας (χωρίς όμως να μιλάμε για επιστημονική φαντασία), την οποία μπορούμε να εκλάβουμε μόνο ως μια αλληγορία πάνω στις δύσκολες σχέσεις των δυο φύλλων, και στο πως τελικά είναι αδύνατον να πλάσουμε τον άλλον όπως εμείς θέλουμε, ακόμα και αν έχουμε στη διάθεσή μας, μια γραφομηχανή ή έναν υπολογιστή.
Η αλήθεια είναι οτι το story αποτελεί το δυνατό χαρτί της ταινίας, όπως δηλαδή και η awkward χημεία των πρωταγωνιστών, γεγονός που τα τελευταία χρόνια, αποτελεί αυτοσκοπό των ανεξάρτητων ταινιών. Όσο πιο ιδιαίτερο και hipstero-φεύγοντας είναι το ζευγάρι, τόσο πιο ιδιαίτερο είναι και το καθημερινό σύμπαν μέσα στο οποίο ζούν. Όπως ακριβώς γίνεται και εδώ δηλαδή.
Η υπαρκτή παρουσία της Ruby και η μη κοινωνική συμπεριφορά του Calvin, αποτελούν τις δυο διαφορετικές όψεις, του ίδιου νομίσματος. Η ενδόμυχη ανάγκη του για επαφή και ο "έρωτας" που αρχίζει να αισθάνεται για τη φαντασιακή Ruby (όπως δηλαδή το εκμυστηρεύεται και στον ψυχολόγο του), γίνονται οι κινητήριες δυνάμεις που τη φέρνουν στη ζωή, καθιστώντας τη στα μάτια του τέλεια από τη πρώτη στιγμή. Μόνο όταν έρθει αργότερα ο αδελφός του, πιο προχωρημένος και ρεαλιστής, και του βάλει στο μυαλό την ιδέα της επαναλαμβανόμενης αλλαγής της Ruby, βάση των δικών του επιθυμιών, μόνο τότε είναι που το πράγμα στραβώνει, όπως και η μεταξύ τους σχέση. Δεν είναι τυχαίο που όσο ο Calvin έγραφε με αγάπη και ενθουσιασμό το βιβλίο, η Ruby εμφανίστηκε υπό τη μορφή μιας όμορφης, έξυπνης και γεμάτης αγάπη για τη ζωή γυναίκας, η οποία αποτελούσε το "ιδανικό" για τα δεδομένα του, πρότυπο. Και φυσικά δεν είναι τυχαίο ούτε το γεγονός οτι αργότερα, και ενώ ο Calvin αρχίζει να αντιλαμβάνεται τι σημαίνει να βρίσκεσαι σε πραγματική σχέση, βάζει μόνος του τρικλοποδιά, υπό τη μορφή μελάνι-νων εντολών. Και όλα γκρεμίζονται.
Η σκηνοθεσία χωρίς να αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο, είναι εντούτοις ανάλαφρη και γοητευτική, με τους ήρωες να βρίσκονται στο επίκεντρο, ακριβώς όπως και το super πολύχρωμο ντύσιμο της Kazan. Η φωτογραφία είναι πραγματικά όμορφη, με ζουμερά, φωτεινά χρώματα και ένα μποέμικο feeling, ενώ και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται το κεντρικό θέμα, είναι αναμφίβολα πρωτότυπος και φρέσκος. Εκτός από τη παρουσία των Dano-Kazan, θα έχεις τη δυνατότητα να απολαύσεις και την Annette Bening, σε έναν διαφορετικό ρόλο, αυτόν της εναλλακτικής μαμάς, με το σπίτι τίγκα στο φυτό, το ξύλο και τη μαριχουάνα εννοείται. Κάπου εκεί θα δεις και τον Antonio Banderas ως το βασικό eye-candy, με τον οποίο δημιουργεί ένα απρόσμενα ταιριαστό δίδυμο, αν και δε τους βλέπουμε για πολύ μέσα στη ταινία. Παρόλα αυτά, όπως θα διαπιστώσεις, το προβληματικό, οικογενειακό κλίμα του "Little Miss Sunshine" θα το εντοπίσεις και εδώ, αν και σε μικρότερη δόση.
Σε γενικές γραμμές, το "Ruby Sparks" είναι ένα χαριτωμένο εργάκι, με το οποίο σίγουρα θα περάσεις ευχάριστα τη βραδιά στο πλευρό του/της αγαπημένου/-ης σου. Fun, ρομαντικό, indie και έξυπνο, είναι η ιδανική επιλογή για χαλαρή Παρασκευή, με κουβερτούλα στα πόδια, ποπ κορν και αγκαλίτσες. Άχου μωρέ!
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Banderas είναι αγέραστος, οτι θέλω τα μαλλιά της Kazan, και οτι επίσης θα ήθελα πολύ και τα ρούχα της. Λέω εγώ τώρα...
No trivia
Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012
Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012
Frankenweenie: Dogs are dead loyal...
NEW ARRIVAL
Γεια σας, γεια σας και πάλι. Μα που έχετε εξαφανιστεί όλοι; Ούτε ένα comment, ένα κάτι; Και όλο και περίμενα κάποιον να κάνει σχολιάκι για το "Holy Motors", αλλά μπα, τίποτα! Τέλος πάντων σας συγχωρώ γιατί ως γνωστών έχω και μεγάλη καρδιά, και μάλιστα σήμερα λέω να γράψω και για το "Frankenweenie" έτσι για να δείτε τι καλή που είμαι. Όσον αφορά το "Holy Mootors" btw, μπόρεσα να καταλάβω όλη εκείνη τη διχογνωμία η οποία ξεκίνησε, αλλά η αλήθεια είναι οτι μέχρι στιγμής, δεν έχω καταλάβει γιατί η νέα ταινία του Burton προκάλεσε σε πολλούς mixed feelings. Θέλω να πω, οτι είδαμε κλασικό Burton, μετά από πολύυυυ καιρό και αν σκεφτεί κανείς οτι το υλικό της ταινίας υπάρχει στα τεφτέρια του ήδη, από το 1984 υπό τη μορφή short story, ε τότε πραγματικά δε νομίζω να γίνεται πιο "κλασικός Burton". Για να δούμε λοιπόν τι ψάρια πιάνει ο σκηνοθέτης σε αυτή τη καινούρια του προσπάθεια.
"O Victor είναι ένα παιδί μου δε μοιάζει με όλα τα άλλα". Αυτή είναι μια φράση με την οποία θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την κριτική/ανάλυσή μας, για πολλές άλλες ταινίες, αλλά σίγουρα οχι γι' αυτές του Tim Burton. Οι λόγοι είναι απλοί. Πρώτον, κανένας ήρωας του εκκεντρικού σκηνοθέτη δεν είναι "όπως όλοι οι άλλοι" (των άλλων ταινιών δηλαδή), αφού συνήθως χαρακτηρίζεται από μια σκοτεινή, γοτθική αύρα, που παραπέμπει τις περισσότερες φορές, σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την έννοια του θανάτου. Και δεύτερον, οι ήρωες των animation του μοιάζουν στην τελική κυριολεκτικά μεταξύ τους, αφού τόσο τα πρόσωπά τους (τα οποία είναι σχεδόν ίδια, με κάποιες φυσικά διαφορές), όσο και το θανατερό στιλ που τους ενώνει, αποτελεί κλασικό μοτίβο όλων των χαρακτήρων που έχουμε δει στα stop-motion animation του Burton (και οχι μόνο), είτε αυτό λέγεται "The Corpse Bride", είτε "The Nightmare Before Christmas".
Ξεκινάμε λοιπόν λέγοντας οτι ο Victor είναι ένα παιδί όπως όλα τα άλλα. Πηγαίνει σχολείο, έχει δυο γονείς που τον υπεραγαπούν, έναν σκύλο, τον Sparky, που τον λατρεύει και μια τεράστια αγάπη για τις ταινίες τρόμου. Θα λέγαμε πιθανότατα οτι αποτελεί έναν ανήλικο Tim Burton. Ένα από τα βασικά του προβλήματα βέβαια, είναι οτι δεν έχει και αυτό ακριβώς που λες φίλους, αλλά περισσότερο μοιάζει να ζει στον δικό του κόσμο, αυτόν της φαντασίας, των τεράτων και του αγαπημένου του κατοικίδιου. Ο Victor βέβαια, έχει μια τεράστια περιέργεια και σε οτι έχει να κάνει με κάθε λογής πείραμα, με αποτέλεσμα ο χρόνος που περνάει μόνος του, να προβληματίζει τους γονείς του. Όταν μια μέρα, και με αφορμή ένα μπαλάκι του μπέιζμπολ, ο Sparky βγει στον δρόμο και τον χτυπήσει θανάσιμα ένα αυτοκίνητο, ο Victor θα είναι απαρηγόρητος. Πάνω στην απελπισία του, θα αποφασίσει να αναστήσει τον γλυκό του σκυλάκο, προκειμένου να είναι και πάλι μαζί. Ποτέ όμως δε ξέρεις τι άλλο μπορεί να γυρίσει από τους νεκρούς. Ιδιαίτερα όταν τους λείπει η αγάπη...
Κάποιες αλήθειες πρέπει να λέγονται. Ο πάντα ιδιαίτερος και αγαπητός Tim Burton, φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια είχε χάσει αρκετά τη φόρμα του, καθώς έπειτα από το εξαίρετο "Sweeney Todd" του 2007, οι ταινίες που ακολούθησαν, δεν έφεραν και τόσο έντονα τη προσωπική του σφραγίδα που τόσο πολύ αγαπάμε. Τόσο το "Alice in Wonderland", όσο και το πιο πρόσφατο "Dark Shadows", έμοιαζαν περισσότερο με δουλειές στις οποίες ο Burton συμμετείχε μόνο και μόνο επειδή το όνομά του θα προσέλκυε το κοινό στις αίθουσες. Κάπως ανέμπνευστες και α-μπαρτονικές, οι ταινίες έμοιαζαν να χρειάζονται επειγόντως ένα ρεκτιφιέ, όπως ακριβώς και η δημιουργικότητα του σκηνοθέτη. Και τελικά, μερικές φορές, καλό είναι να αναζητάς την έμπνευση στο προσωπικό σου παρελθόν. Και με τον τρόπο αυτό, ο Burton, πέτυχε διάνα.
Το 1984 ο φίλος μου ο Tim, αποφάσισε να σκηνοθετήσει ένα ταινιάκι μικρού μήκους, με τίτλο "Frankenweenie" και μια υπόθεση που περιστρεφόταν γύρω από την περιπέτεια ενός μικρού αγοριού, του Vincent, να επαναφέρει στη ζωή τον νεκρό του σκύλο, Sparky.
Το πράγμα όπως βλέπετε, μιλάει από μόνο του, καθώς ο σκοτεινός δημιουργός, αποφάσισε να καταστήσει τη ταινία του '80, μια full length, animation ταινία, 28 χρόνια αργότερα! Δεν είναι εξάλλου λίγοι εκείνοι οι σκηνοθέτες, οι οποίοι έπειτα από κάποια μικρά τους ταινιάκια (τα οποία συνήθως τα πηγαίνουν και πολύ καλά στα διάφορα, κινηματογραφικά φεστιβάλ), αποφασίζουν να μεταφέρουν την ιστορία τους και σε μια μεγάλου μήκους ταινία. Τα πράγματα όμως για τον Burton, δεν ήταν και τόσο εύκολα από την αρχή.
Η συνεργασία του σκηνοθέτη με την Disney, μια εταιρία παραγωγής, κατεξοχήν οικογενειακής αντίληψης, έμελλε να λήξει άδοξα, όταν θεωρήθηκε οτι ο Burton "έτρωγε" επί της ουσίας τα χρήματά της, προκειμένου να κατασκευάζει ταινίες που προκαλούσαν φόβο στα πιτσιρίκια της εποχής, και έντονες αντιδράσεις από τους γονείς τους. Έτσι ο Burton απολύθηκε από τη Disney και ακολούθησε δική του πορεία, αν και αργότερα (και πιο συγκεκριμένα όταν έγινε διάσημος) η Disney, κυκλοφόρησε σε VHS το "Frankenweenie", πετσοκομμένο βεβαίως, βεβαίως, ώστε να ταιριάζει στα δικά της, λιγότερο dark, δημιουργήματα.
Έτσι λοιπόν, μπόλικα χρόνια αργότερα ο Burton, αποφάσισε πως έφτασε η στιγμή να επιστρέψει και πάλι στον παλιό, καλό του εαυτό, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη τη live action σύλληψη του "Frankenweenie", αυτή τη φορά όμως υπό την υποβλητική και κοπιώδη διαδικασία του stop motion.
Πάντα έλεγα οτι εκτιμώ βαθύτατα κάθε νέα ταινία που χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη τεχνική, καθώς ακόμα και αν διαφωνώ με το υποθεσιακό περιεχόμενο, δε γίνεται παρά να συμφωνήσω στο πόσο κουραστική και επίπονη διαδικασία είναι το stop motion, να χειροκροτήσω όλους όσους συμμετέχουν σε αυτό και φυσικά, να τους βγάλω το καπέλο. Και προχωρώ.
Νομίζω πως παρακολουθώντας το "Frankenweenie", είχα χαραγμένο στο πρόσωπό μου ένα ηλίθιο χαμόγελο, που δεν έλεγε να φύγει με κανέναν τρόπο και αυτό έχει να κάνει σε πρώτη φάση με την τόσο οικεία και τόσο νοσταλγική διάθεση που μου δημιουργήθηκε, από τη πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας. Σε αυτή λοιπόν, η οικογένεια Frankenstein (έτσι είναι το επίθετο του Victor, και φυσικά ακολουθούν ένα σωρό άλλες αναφορές στα κλασικά τέρατα του Hollywood, μερικές από τις οποίες θα δούμε και παρακάτω) κάθεται μπροστά από την τηλεόραση φορώντας 3D γυαλιά, και απολαμβάνοντας το mini, σκηνοθετικό δημιούργημα του Victor με πρωταγωνιστή τον Sparky.
Από αυτή και μόνο την δευτερολεπτική σκηνή, μπορεί να αντιληφθεί κανείς οτι επιστρέφουμε στην weird πάστα που ανέδειξε τον Burton, στον κορυφαίο παραμυθά του Hollywood. Ο Burton είναι ο Victor, και το γεγονός οτι ο ίδιος ο σκηνοθέτης μοιάζει να έχει επηρεαστεί στο story, από τον δικό του σκύλο τον οποίο είχε όταν ήταν παιδί, είναι απλά αναμενόμενο.
Το "Frankenweenie" είναι μια ιστορία για το ιδιαίτερο δέσιμο και τη σχέση, που αναπτύσσεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πιο πιστό του φίλο. Όσοι βέβαια έχουν βιώσει την απώλεια ενός σκύλου, σίγουρα θα ξέρουν καλύτερα για το τι ακριβώς μιλάει ο σκηνοθέτης, και το πόσο τεράστιο είναι το κενό της απουσίας του. Παρόλα αυτά ο Burton δεν μεμψιμοιρεί, αλλά προτιμά να ακολουθήσει εκείνη την περίεργα λογική λύση, που πάντα φαίνεται να βλέπουμε στις ταινίες του, ανασταίνοντας εδώ τον Sparky (άλλο ένα πετυχημένο gag, αποτελεί και το όνομα του σκύλου, αφού ονομάζεται "Σπίθας", μια προ οικονομία του τρόπου με τον οποίο θα επανέλθει στη ζωή.) με τη βοήθεια της επιστήμης: με τη βοήθεια δηλαδή του κεραυνού (Frankenstein much?).
Παρά το γεγονός οτι ο κάθε κόσμος του σκηνοθέτη χαρακτηρίζεται από έναν σωρό εκκεντρικά χαρακτηριστικά, που δε ταιριάζουν στην αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο, εντούτοις είναι πάντα ενταγμένα σε ένα τόσο απόλυτα φυσιολογικό πλαίσιο, ώστε δε χωράει αμφιβολία οτι την ίδια στιγμή συνυπάρχουν με τρόπο αρμονικό, το φυσιολογικό και το μη φυσιολογικό, η τρέλα, αλλά και η λογική. Πόσο εξωπραγματικό, αλλά την ίδια στιγμή βαρετά suburban-ικό, έμοιαζε το σκηνικό στο "Edward Scissorhands"? Ακριβώς για το ίδιο μοτίβο μιλάμε και εδώ. Ακόμα και αν πρόκειται για animation.
Αν έχει παρακολουθήσει κανείς τη καριέρα του Burton, αλλά και ολίγον από τη "καριέρα" που έχουν κάνει κάποια από τα πιο θαυμαστά τέρατα, όπως ο Φρανκενστάιν ή η Μούμια, τότε θα είναι εύκολο να εντοπίσει μερικές από τις πιο χιουμοριστικές αναφορές, οι οποίες γίνονται καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Και βέβαια μέσα σε αυτό, βάλτε και το ασπρόμαυρο animation, το οποίο παραπέμπει κατευθείαν στις cult ταινίες τρόμου, της δεκαετίας του '30, και θα διαπιστώσετε οτι στη τελική το "Frankenweenie" είναι μια μνεία του Burton, πάνω σε όλους αυτούς τους σκηνοθέτες και τα δημιουργήματα αυτών, οι οποία άσκησαν τεράστια επίδραση και έπλασαν τον κινηματογραφικό του νου. Κατά παρόμοιο τρόπο δηλαδή, που ο Tarantino φροντίζει να καθιστά ξεκάθαρη την απωανατολική του επίδραση, αυτή των spaghetti westerns του '60-'70, αλλά κυρίως αυτή των exploitation films, στις δικές του ταινίες. Έτσι λοιπόν δεν είναι να απορεί κανείς ως προς το γιατί υπάρχουν τόσες σαφείς παραπομπές στις τερατικές ταινίες του old school Hollywood, που δημιούργησαν ολόκληρη σχολή. Επειδή αφενός αυτό είναι το ζητούμενο, και αφετέρου πρέπει να υπάρξει και ένα κάποιο story που θα στηρίξει τη ταινία. Και αυτό ακριβώς βρίσκεται θαμμένο στο μακρινό ΄80. O Burton το ξεθάβει και το συνταιριάζει με τρόπο ιδανικό, μέσω όλων των σινεφιλικών αναφορών που μπορεί κανείς να μαντέψει μέσα στη ταινία. Και να μερικές.
Ο χαρακτήρας του Edgar Gore (από τον Edgar Alan Poe ίσως;) είναι ένα κακοσυφοριασμένο πιτσιρίκι με καμπούρα, πεταχτά δόντια και σκελετωμένα δάχτυλα. Θα μου πείτε, ωραία και; Και είμαι σίγουρη οτι ο Burton τον έκανε έτσι, μόνο και μόνο για τη στιγμή που ανεβαίνει κάτι σκάλες και η σκιά του πέφτει πάνω στον τοίχο α λα "Nosferatu" (1922). Είμαι σίγουρη. Επίσης η όμορφη σκυλίτσα της γειτόνισσας του Victor, Elsa van Hellsing (χρειάζεται καν να αναφερθώ στο επίθετό της;) ονομάζεται Περσεφόνη, όπως δηλαδή η βασίλισσα της Φύσης που απήχθη, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, από τον Άδη, τον οποίο και παντρεύτηκε εξαναγκαστικά (ο Άδης εδώ, είναι ο Sparky, μιας που παίζει και ειδύλλιο ανάμεσα στα δυο τετράποδα). Η σκυλίτσα επίσης, εμφανίζει στο τρίχωμά της δυο λευκές ρίγες, έπειτα από ένα ηλεκτρίζον "φιλάκι" με τον Sparky, παραπέμποντας αυτομάτως στη "Νύφη του Φρανκενστάιν" (1935). Επίσης βλέπουμε ένα απόσπασμα από τη ταινία "Dracula" οπού πρωταγωνιστεί ο Christopher Lee, ένας συμμαθητής του Victor είναι ίδιος ο Boris Carlof, a.k.a Frankenstein, ενώ η Elsa, τη φωνή της οποία δανίζει η Wynona Ryder, είναι ίδια με τον χαρακτήρα της Ryder στον "Σκαθαροζούμη" (1988). Θέλετε κι άλλα; Επί της οθόνης.
Το "Frankenweenie" είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια, με extra δόσεις σκυλίσιας αγάπης και έναν Tim Burton που θυμίζει κάτι από τα παλιά. Μη τη χάσετε, αξίζει τον κόπο.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Sparky είναι ο πιο αξιαγάπητος σκύλος που έχω δει τελευταία σε animation, οτι το κορίτσι με τα γουρλωτά μάτια και τη γάτα, μου θυμίζει τη Luna από τον Harry Potter και οτι αυτές τις γαρίδες που αναπαράγονται στο νερό, τις θυμάμαι και εγώ να τις αγοράζω κάποτε. Τι παιδική ηλικία κι αυτή...
TRIVIA
Γεια σας, γεια σας και πάλι. Μα που έχετε εξαφανιστεί όλοι; Ούτε ένα comment, ένα κάτι; Και όλο και περίμενα κάποιον να κάνει σχολιάκι για το "Holy Motors", αλλά μπα, τίποτα! Τέλος πάντων σας συγχωρώ γιατί ως γνωστών έχω και μεγάλη καρδιά, και μάλιστα σήμερα λέω να γράψω και για το "Frankenweenie" έτσι για να δείτε τι καλή που είμαι. Όσον αφορά το "Holy Mootors" btw, μπόρεσα να καταλάβω όλη εκείνη τη διχογνωμία η οποία ξεκίνησε, αλλά η αλήθεια είναι οτι μέχρι στιγμής, δεν έχω καταλάβει γιατί η νέα ταινία του Burton προκάλεσε σε πολλούς mixed feelings. Θέλω να πω, οτι είδαμε κλασικό Burton, μετά από πολύυυυ καιρό και αν σκεφτεί κανείς οτι το υλικό της ταινίας υπάρχει στα τεφτέρια του ήδη, από το 1984 υπό τη μορφή short story, ε τότε πραγματικά δε νομίζω να γίνεται πιο "κλασικός Burton". Για να δούμε λοιπόν τι ψάρια πιάνει ο σκηνοθέτης σε αυτή τη καινούρια του προσπάθεια.
"O Victor είναι ένα παιδί μου δε μοιάζει με όλα τα άλλα". Αυτή είναι μια φράση με την οποία θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την κριτική/ανάλυσή μας, για πολλές άλλες ταινίες, αλλά σίγουρα οχι γι' αυτές του Tim Burton. Οι λόγοι είναι απλοί. Πρώτον, κανένας ήρωας του εκκεντρικού σκηνοθέτη δεν είναι "όπως όλοι οι άλλοι" (των άλλων ταινιών δηλαδή), αφού συνήθως χαρακτηρίζεται από μια σκοτεινή, γοτθική αύρα, που παραπέμπει τις περισσότερες φορές, σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την έννοια του θανάτου. Και δεύτερον, οι ήρωες των animation του μοιάζουν στην τελική κυριολεκτικά μεταξύ τους, αφού τόσο τα πρόσωπά τους (τα οποία είναι σχεδόν ίδια, με κάποιες φυσικά διαφορές), όσο και το θανατερό στιλ που τους ενώνει, αποτελεί κλασικό μοτίβο όλων των χαρακτήρων που έχουμε δει στα stop-motion animation του Burton (και οχι μόνο), είτε αυτό λέγεται "The Corpse Bride", είτε "The Nightmare Before Christmas".
Ξεκινάμε λοιπόν λέγοντας οτι ο Victor είναι ένα παιδί όπως όλα τα άλλα. Πηγαίνει σχολείο, έχει δυο γονείς που τον υπεραγαπούν, έναν σκύλο, τον Sparky, που τον λατρεύει και μια τεράστια αγάπη για τις ταινίες τρόμου. Θα λέγαμε πιθανότατα οτι αποτελεί έναν ανήλικο Tim Burton. Ένα από τα βασικά του προβλήματα βέβαια, είναι οτι δεν έχει και αυτό ακριβώς που λες φίλους, αλλά περισσότερο μοιάζει να ζει στον δικό του κόσμο, αυτόν της φαντασίας, των τεράτων και του αγαπημένου του κατοικίδιου. Ο Victor βέβαια, έχει μια τεράστια περιέργεια και σε οτι έχει να κάνει με κάθε λογής πείραμα, με αποτέλεσμα ο χρόνος που περνάει μόνος του, να προβληματίζει τους γονείς του. Όταν μια μέρα, και με αφορμή ένα μπαλάκι του μπέιζμπολ, ο Sparky βγει στον δρόμο και τον χτυπήσει θανάσιμα ένα αυτοκίνητο, ο Victor θα είναι απαρηγόρητος. Πάνω στην απελπισία του, θα αποφασίσει να αναστήσει τον γλυκό του σκυλάκο, προκειμένου να είναι και πάλι μαζί. Ποτέ όμως δε ξέρεις τι άλλο μπορεί να γυρίσει από τους νεκρούς. Ιδιαίτερα όταν τους λείπει η αγάπη...
Κάποιες αλήθειες πρέπει να λέγονται. Ο πάντα ιδιαίτερος και αγαπητός Tim Burton, φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια είχε χάσει αρκετά τη φόρμα του, καθώς έπειτα από το εξαίρετο "Sweeney Todd" του 2007, οι ταινίες που ακολούθησαν, δεν έφεραν και τόσο έντονα τη προσωπική του σφραγίδα που τόσο πολύ αγαπάμε. Τόσο το "Alice in Wonderland", όσο και το πιο πρόσφατο "Dark Shadows", έμοιαζαν περισσότερο με δουλειές στις οποίες ο Burton συμμετείχε μόνο και μόνο επειδή το όνομά του θα προσέλκυε το κοινό στις αίθουσες. Κάπως ανέμπνευστες και α-μπαρτονικές, οι ταινίες έμοιαζαν να χρειάζονται επειγόντως ένα ρεκτιφιέ, όπως ακριβώς και η δημιουργικότητα του σκηνοθέτη. Και τελικά, μερικές φορές, καλό είναι να αναζητάς την έμπνευση στο προσωπικό σου παρελθόν. Και με τον τρόπο αυτό, ο Burton, πέτυχε διάνα.
Το 1984 ο φίλος μου ο Tim, αποφάσισε να σκηνοθετήσει ένα ταινιάκι μικρού μήκους, με τίτλο "Frankenweenie" και μια υπόθεση που περιστρεφόταν γύρω από την περιπέτεια ενός μικρού αγοριού, του Vincent, να επαναφέρει στη ζωή τον νεκρό του σκύλο, Sparky.
Το πράγμα όπως βλέπετε, μιλάει από μόνο του, καθώς ο σκοτεινός δημιουργός, αποφάσισε να καταστήσει τη ταινία του '80, μια full length, animation ταινία, 28 χρόνια αργότερα! Δεν είναι εξάλλου λίγοι εκείνοι οι σκηνοθέτες, οι οποίοι έπειτα από κάποια μικρά τους ταινιάκια (τα οποία συνήθως τα πηγαίνουν και πολύ καλά στα διάφορα, κινηματογραφικά φεστιβάλ), αποφασίζουν να μεταφέρουν την ιστορία τους και σε μια μεγάλου μήκους ταινία. Τα πράγματα όμως για τον Burton, δεν ήταν και τόσο εύκολα από την αρχή.
Η συνεργασία του σκηνοθέτη με την Disney, μια εταιρία παραγωγής, κατεξοχήν οικογενειακής αντίληψης, έμελλε να λήξει άδοξα, όταν θεωρήθηκε οτι ο Burton "έτρωγε" επί της ουσίας τα χρήματά της, προκειμένου να κατασκευάζει ταινίες που προκαλούσαν φόβο στα πιτσιρίκια της εποχής, και έντονες αντιδράσεις από τους γονείς τους. Έτσι ο Burton απολύθηκε από τη Disney και ακολούθησε δική του πορεία, αν και αργότερα (και πιο συγκεκριμένα όταν έγινε διάσημος) η Disney, κυκλοφόρησε σε VHS το "Frankenweenie", πετσοκομμένο βεβαίως, βεβαίως, ώστε να ταιριάζει στα δικά της, λιγότερο dark, δημιουργήματα.
Έτσι λοιπόν, μπόλικα χρόνια αργότερα ο Burton, αποφάσισε πως έφτασε η στιγμή να επιστρέψει και πάλι στον παλιό, καλό του εαυτό, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη τη live action σύλληψη του "Frankenweenie", αυτή τη φορά όμως υπό την υποβλητική και κοπιώδη διαδικασία του stop motion.
Πάντα έλεγα οτι εκτιμώ βαθύτατα κάθε νέα ταινία που χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη τεχνική, καθώς ακόμα και αν διαφωνώ με το υποθεσιακό περιεχόμενο, δε γίνεται παρά να συμφωνήσω στο πόσο κουραστική και επίπονη διαδικασία είναι το stop motion, να χειροκροτήσω όλους όσους συμμετέχουν σε αυτό και φυσικά, να τους βγάλω το καπέλο. Και προχωρώ.
Νομίζω πως παρακολουθώντας το "Frankenweenie", είχα χαραγμένο στο πρόσωπό μου ένα ηλίθιο χαμόγελο, που δεν έλεγε να φύγει με κανέναν τρόπο και αυτό έχει να κάνει σε πρώτη φάση με την τόσο οικεία και τόσο νοσταλγική διάθεση που μου δημιουργήθηκε, από τη πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας. Σε αυτή λοιπόν, η οικογένεια Frankenstein (έτσι είναι το επίθετο του Victor, και φυσικά ακολουθούν ένα σωρό άλλες αναφορές στα κλασικά τέρατα του Hollywood, μερικές από τις οποίες θα δούμε και παρακάτω) κάθεται μπροστά από την τηλεόραση φορώντας 3D γυαλιά, και απολαμβάνοντας το mini, σκηνοθετικό δημιούργημα του Victor με πρωταγωνιστή τον Sparky.
Από αυτή και μόνο την δευτερολεπτική σκηνή, μπορεί να αντιληφθεί κανείς οτι επιστρέφουμε στην weird πάστα που ανέδειξε τον Burton, στον κορυφαίο παραμυθά του Hollywood. Ο Burton είναι ο Victor, και το γεγονός οτι ο ίδιος ο σκηνοθέτης μοιάζει να έχει επηρεαστεί στο story, από τον δικό του σκύλο τον οποίο είχε όταν ήταν παιδί, είναι απλά αναμενόμενο.
Το "Frankenweenie" είναι μια ιστορία για το ιδιαίτερο δέσιμο και τη σχέση, που αναπτύσσεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πιο πιστό του φίλο. Όσοι βέβαια έχουν βιώσει την απώλεια ενός σκύλου, σίγουρα θα ξέρουν καλύτερα για το τι ακριβώς μιλάει ο σκηνοθέτης, και το πόσο τεράστιο είναι το κενό της απουσίας του. Παρόλα αυτά ο Burton δεν μεμψιμοιρεί, αλλά προτιμά να ακολουθήσει εκείνη την περίεργα λογική λύση, που πάντα φαίνεται να βλέπουμε στις ταινίες του, ανασταίνοντας εδώ τον Sparky (άλλο ένα πετυχημένο gag, αποτελεί και το όνομα του σκύλου, αφού ονομάζεται "Σπίθας", μια προ οικονομία του τρόπου με τον οποίο θα επανέλθει στη ζωή.) με τη βοήθεια της επιστήμης: με τη βοήθεια δηλαδή του κεραυνού (Frankenstein much?).
Παρά το γεγονός οτι ο κάθε κόσμος του σκηνοθέτη χαρακτηρίζεται από έναν σωρό εκκεντρικά χαρακτηριστικά, που δε ταιριάζουν στην αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο, εντούτοις είναι πάντα ενταγμένα σε ένα τόσο απόλυτα φυσιολογικό πλαίσιο, ώστε δε χωράει αμφιβολία οτι την ίδια στιγμή συνυπάρχουν με τρόπο αρμονικό, το φυσιολογικό και το μη φυσιολογικό, η τρέλα, αλλά και η λογική. Πόσο εξωπραγματικό, αλλά την ίδια στιγμή βαρετά suburban-ικό, έμοιαζε το σκηνικό στο "Edward Scissorhands"? Ακριβώς για το ίδιο μοτίβο μιλάμε και εδώ. Ακόμα και αν πρόκειται για animation.
Αν έχει παρακολουθήσει κανείς τη καριέρα του Burton, αλλά και ολίγον από τη "καριέρα" που έχουν κάνει κάποια από τα πιο θαυμαστά τέρατα, όπως ο Φρανκενστάιν ή η Μούμια, τότε θα είναι εύκολο να εντοπίσει μερικές από τις πιο χιουμοριστικές αναφορές, οι οποίες γίνονται καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Και βέβαια μέσα σε αυτό, βάλτε και το ασπρόμαυρο animation, το οποίο παραπέμπει κατευθείαν στις cult ταινίες τρόμου, της δεκαετίας του '30, και θα διαπιστώσετε οτι στη τελική το "Frankenweenie" είναι μια μνεία του Burton, πάνω σε όλους αυτούς τους σκηνοθέτες και τα δημιουργήματα αυτών, οι οποία άσκησαν τεράστια επίδραση και έπλασαν τον κινηματογραφικό του νου. Κατά παρόμοιο τρόπο δηλαδή, που ο Tarantino φροντίζει να καθιστά ξεκάθαρη την απωανατολική του επίδραση, αυτή των spaghetti westerns του '60-'70, αλλά κυρίως αυτή των exploitation films, στις δικές του ταινίες. Έτσι λοιπόν δεν είναι να απορεί κανείς ως προς το γιατί υπάρχουν τόσες σαφείς παραπομπές στις τερατικές ταινίες του old school Hollywood, που δημιούργησαν ολόκληρη σχολή. Επειδή αφενός αυτό είναι το ζητούμενο, και αφετέρου πρέπει να υπάρξει και ένα κάποιο story που θα στηρίξει τη ταινία. Και αυτό ακριβώς βρίσκεται θαμμένο στο μακρινό ΄80. O Burton το ξεθάβει και το συνταιριάζει με τρόπο ιδανικό, μέσω όλων των σινεφιλικών αναφορών που μπορεί κανείς να μαντέψει μέσα στη ταινία. Και να μερικές.
Ο χαρακτήρας του Edgar Gore (από τον Edgar Alan Poe ίσως;) είναι ένα κακοσυφοριασμένο πιτσιρίκι με καμπούρα, πεταχτά δόντια και σκελετωμένα δάχτυλα. Θα μου πείτε, ωραία και; Και είμαι σίγουρη οτι ο Burton τον έκανε έτσι, μόνο και μόνο για τη στιγμή που ανεβαίνει κάτι σκάλες και η σκιά του πέφτει πάνω στον τοίχο α λα "Nosferatu" (1922). Είμαι σίγουρη. Επίσης η όμορφη σκυλίτσα της γειτόνισσας του Victor, Elsa van Hellsing (χρειάζεται καν να αναφερθώ στο επίθετό της;) ονομάζεται Περσεφόνη, όπως δηλαδή η βασίλισσα της Φύσης που απήχθη, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, από τον Άδη, τον οποίο και παντρεύτηκε εξαναγκαστικά (ο Άδης εδώ, είναι ο Sparky, μιας που παίζει και ειδύλλιο ανάμεσα στα δυο τετράποδα). Η σκυλίτσα επίσης, εμφανίζει στο τρίχωμά της δυο λευκές ρίγες, έπειτα από ένα ηλεκτρίζον "φιλάκι" με τον Sparky, παραπέμποντας αυτομάτως στη "Νύφη του Φρανκενστάιν" (1935). Επίσης βλέπουμε ένα απόσπασμα από τη ταινία "Dracula" οπού πρωταγωνιστεί ο Christopher Lee, ένας συμμαθητής του Victor είναι ίδιος ο Boris Carlof, a.k.a Frankenstein, ενώ η Elsa, τη φωνή της οποία δανίζει η Wynona Ryder, είναι ίδια με τον χαρακτήρα της Ryder στον "Σκαθαροζούμη" (1988). Θέλετε κι άλλα; Επί της οθόνης.
Το "Frankenweenie" είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια, με extra δόσεις σκυλίσιας αγάπης και έναν Tim Burton που θυμίζει κάτι από τα παλιά. Μη τη χάσετε, αξίζει τον κόπο.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Sparky είναι ο πιο αξιαγάπητος σκύλος που έχω δει τελευταία σε animation, οτι το κορίτσι με τα γουρλωτά μάτια και τη γάτα, μου θυμίζει τη Luna από τον Harry Potter και οτι αυτές τις γαρίδες που αναπαράγονται στο νερό, τις θυμάμαι και εγώ να τις αγοράζω κάποτε. Τι παιδική ηλικία κι αυτή...
TRIVIA
- Ο θάνατος του Sparky θυμίζει πολύ τον αντίστοιχο θάνατο στο βιβλίο/ταινία του Stephen King, "Pet Semetary", καθώς και όλη η υπόλοιπη υπόθεση της ταινίας, με τη διαφορά οτι στο "Frankenweenie" έχει ως σκοπό να διακωμωδήσει και οχι να τρομάξει. Επίσης και στη ταινία του Burton υπάρχει ένα Νεκροταφείο Ζώων που παίζει τεράστια σημασία.
- Μέσα στο Νεκροταφείο υπάρχει μια ταφόπλακα πάνω στην οποία υπάρχει το όνομα "Shelley". Η Mary Shelley ήταν η συγγραφέας του "Frankenstein", στο οποίο βιβλίο ο επιστήμονας που φέρνει στη ζωή το τέρας, έχει το ίδιο όνομα με τη ταινία. Victor Frankenstein.
- Στο Νεκροταφείο των Ζώων, υπάρχει επίσης μια ταφόπλακα η οποία λέει "Goodbye Kitty". Μια σαφέστατη παραπομπή στον διάσημο χαρακτήρα της "Hello Kitty".
- Υπάρχει μια σκηνή στην οποία ένα ζευγάρι προσπαθεί να βρει καταφύγιο σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. "Birds" από Hitchcock.
- Τα reanimated Sea Monkeys, παραπέμπουν εύκολα στα "Gremlins" (1984), χάρη στον τρόπο που γελούν, πολλαπλασιάζονται (με το νερό), ανατινάζονται και γενικώς, γκρεμίζουν τα πάντα.
- Όλο στο προαστιακό σκηνικό, παραπέμπει σε αυτό του Ψαλιδοχέρη. Ακόμα και ο Δήμαρχος με το υπερ-ψαλίδι, που κουρεύει έναν θάμνο στην αυλή του.
- Ένα ακόμη από τα ζώα που έρχεται στη ζωή, είναι μια χελώνα, η οποία όμως έπειτα από κάτι που πάει στραβά, μεταμορφώνεται σε ένα τεράστιο τέρας, που παραπέμπει με τη σειρά του στη Gamera, το τεράστιο χελωνοειδές, του ιαπωνικού, camp κινηματογράφου (κάτι σαν τον Godzilla ένα πράγμα).
(ΠΗΓΗ IMDB)
Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012
Holy Motors: Dedicated to Cinema itself
NEW ARRIVAL
Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους! Όπως σας είχε πει και από την Παρασκευή, σήμερα Δευτέρα θα ξεκινήσουμε με την πιο πολυσυτηζημένη ταινία της περασμένης εβδομάδας, και όπως δείχνουν τα πράγματα, της πιο πολυσυζητημένης γενικώς, για πολύ καιρό. Είδα και εγώ λοιπόν το "Holy Motors" και η αλήθεια είναι πως δεν ανήκω στην κατηγορία ούτε εκείνων που το εκθιάζουν, ούτε και εκείνων που το μισούν (αν και η αλήθεια είναι πως τέτοιες ταινίες είτε τις αγαπάς, είτε τις σιχαίνεσαι από τη πρώτη στιγμή). Προσωπικά, βρίσκομαι κάπου στη μέση. Αν ενδιαφέρεστε να μάθετε, δείτε που ακριβώς, παρακάτω.
O κ. Oscar (Denis Lavant), περιφέρεται μέσα στη πόλη του Παρισιού, από το πρωί, μέχρι το επόμενο ξημέρωμα, καθισμένος μέσα στην τεράστια, λευκή λιμουζίνα που οδηγεί η γοητευτική, ηλικιωμένη του σοφέρ, Celine (Edith Scob). Ο κ. Oscar είναι "επαγγελματίας ηθοποιός" (γεγονός που ο ίδιος ο σκηνοθέτης, Leos Carax, μοιάζει να έχει ανάγει σε πρωταρχική φύση του πρωταγωνιστή του), καθώς μέσα στην μέρα "υποδύεται" έναν σωρό διαφορετικούς ρόλους, όλοι, larger than life. Υποδυόμενος πότε μια φτωχή ζητιάνα, πότε έναν ετοιμοθάνατο γέρο, πότε έναν εξαμβλωματικό καλικάτζαρο των υπονόμων που κλέβει με θρασύτητα ένα όμορφο μοντέλο (βλ. Eva Mendes), από τη φωτογράφισή του σε ένα...νεκροταφείο και πότε έναν ταπεινό οικογενειάρχη, η ζωή του μυστήριου κ. Oscar είναι από μόνη της ένα μεγάλο, κινηματογραφικό κομμάτι: η υποκριτική και η ματιά του ηθοποιού. Και ενώ μέσα σε αυτό το ρολικό συνονθύλευμα ο θεατής μπορεί να αναζητήσει τον λόγο όλου αυτού του υπαρξιακού ταξιδιού, αλλά και εκείνους που κρύβονται πίσω από την ανάθεση αυτής της "δουλειάς" στον Oscar (είναι οι ίδιοι άραγε που κρύβονται και πίσω από τις κάμερες μιας ταινίας;), έρχεται το τέλος για να επιβεβαιώσει τον τίτλο της ταινίας, αλλά και την δική σου, σταδιακή συνειδητοποίηση σχετικά με το τι θέλει να πει ο ποιητής. Είναι κάτι το απλό, και ταυτόχρονα προκλητικά περίπλοκο. O Leos Carax μας κλείνει συνωμοτικά το μάτι, κάνοντας μια καθαρά αυτοαναφορική ταινία. Μια ταινία για τη/τις ταινία/ες. Μια ταινία για την απτή ουσία του ίδιου του κινηματογράφου.
Δεκατρία χρόνια μετά την τελευταία του κινηματογραφική δουλειά, το "Pola X", ο Γάλλος σκηνοθέτης επιστρέφει με μια καθαρά σουρεαλιστική ματιά, πάνω στην 7η Τέχνη, με την οποία-όπως όλα δείχνουν-τόσο πολύ παθιάζεται.
Για να είμαι και εντελώς ειλικρινής, αγνοούσα την ύπαρξη του Carax, μέχρι και λίγο πριν από το τεράστιο μπαμ που μοιάζει να προκάλεσε το "Holy Motros" στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, εκεί οπού ξεκίνησε να έχει σφοδρούς υποστηρικτές, αλλά και πολέμιους. Έτσι λοιπόν και για να είμαι όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενική απέναντι στα πράγματα, μπορώ από την αρχή να κρατήσω στο πίσω κουτάκι του μυαλό μου έναν ενδοιασμό, απέναντι σε όλο αυτό που είδα, επειδή ακριβώς δε γνωρίζω τίποτα ούτε για το παρελθόν, ούτε για την κινηματογραφική διάθεση του Carax, πέρα από το γεγονός οτι είχε υπάρξει και ο ίδιος, κριτικός κινηματογράφου. Συνεπώς θα παραθέσω απλώς τη δική μου γνώμη, αναφορικά με όλα εκείνα που με συνάρπασαν, αλλά και με το ένα "κομμάτι" που απουσίαζε από τη ταινία, και που θαρρώ οτι η απουσία του ήταν κάτι παραπάνω από αισθητή.
Η ταινία ξεκινάει με τον ίδιο τον σκηνοθέτη (κρατήστε οτι το μεσαίο του όνομα είναι Oscar στη πραγματικότητα), ο οποίος ξυπνάει στο κρεβάτι του, σηκώνεται αργά αργά και με ένα...μεταλλικό δάχτυλο-κλειδί, ανοίγει μια φαντασιακή-υποσυνειδησιακή πόρτα, που οδηγεί σε μια αίθουσα. Εκεί ένας αριθμός θεατών φαίνεται να παρακολουθεί μια βωβή ταινία, την αρχή δηλαδή του κινηματογράφου (ακόμα και αν ο φορετός ήχος φέρνει απλός την θέαση σε μια πιο σύγχρονη εποχή, ενταγμένη όμως και πάλι στο φαντασιακό κομμάτι του δημιουργού).
Αν θέλουμε να το πάμε τελείως σημειολογικά, αυτά τα πρώτα πέντε λεπτά της ταινίας, έχουν από μόνα τους τόσο ζουμί, ώστε θα μπορούσαμε να μιλάμε και να γράφουμε για αρκετές ώρες. Το δάχτυλο του σκηνοθέτη αποτελεί το κλειδί που ανοίγει τη πόρτα. Γιατί; Γιατί ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος έχει στη κατοχή του το μέσον, που βοηθάει την ιδέα να γίνει περιεχόμενο, και αυτό με τη σειρά του σενάριο και να περάσει στο χαρτί όπου θα μετατραπεί, σε μια παλλόμενη ιστορία που θέλει να διηγηθεί την ιστορία της 7ης Τέχνης. Από την άλλη, οι θεατές παρακολουθούν τη βωβή ταινία (αποσπάσματα εκ των οποίων βλέπουμε κάποιες φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας, μια ξεκάθαρη νύξη του σκηνοθέτη οτι δε πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε την σιωπηλή προέλευση του κινηματογράφου και μια διαρκής υπενθύμιση οτι ο κινηματογράφος είναι αυτό ακριβώς: μια πεπερασμένη αλληλουχία καρέ, τα οποία τη στιγμή που δημιουργούνται, παύουν ταυτόχρονα να υπάρχουν. Μια Τέχνη θανάτου), με μάτια σφαλιστά, ακριβώς γιατί αυτό που θα δούμε δεν έχει να κάνει με την αντίληψη που έχουμε για τη ταινία μέσω των ματιών μας, αλλά γι' αυτή που σε πρώτη φάση η λογική και η γνώση, μας αφήνουν να έχουμε και έπειτα, το όποιο συναίσθημα.
Το "Holy Motors" δεν είναι μια ταινία για τον μέσο θεατή, όσο κι αν ξενίζει αυτό. Υπάρχουν στοιχεία που την καθιστούν διαχρονική και μαγική στην αντίληψη κάποιου που "διαβάζει" cinema, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και ένα σωρό πράγματα τα οποία όταν δεν χωρούν μετάφρασης από κάποιον που δεν αρέσκεται σε αυτού του είδους τον κινηματογράφο (το cinema για το cinema, δηλαδή), μπαίνουν πίσω από ένα κόκκινο Χ, και κατηγοριοποιούνται ως "μαλακίες". Δικό μας παράδειγμα ο καθαρά καυστικός "Κυνόδοντας" του Λάνθιμου. Κατηγορήθηκε ως μπούρδα από όσους δε κατανοούν το κάτι περισσότερο (επειδή στη τελική δε θέλουν να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο πιο σοβαρά, δεκτό). Δε μπορείς όμως να ακυρώνεις κάτι χωρίς επιχειρήματα, έτσι απλά επειδή το θες, γιατί γεγονός είναι οτι εδώ στην Ελλάδα λειτουργούμε κατά κόρον με αυτόν τον τρόπο. Αρκεί να δει κανείς το "Fester" του Vinterberg, για να καταλάβει οτι ο Λάνθιμος, έχει τους λόγους του που δομεί τη ταινία του έτσι. Ας βγάλουμε λοιπόν για λίγο τις παρωπίδες, και ας ανοίξουμε το μυαλό μας απέναντι σε κάτι διαφορετικό. Σε κάτι που έχει πράγματα να μας πει. Αν βέβαια θέλουμε να τα ακούσουμε.
Η ταινία του Carax αποτελεί ένα δημιούργημα σουρεαλιστικής φαντασίας, με μια όμως καθαρά αφηγηματική παρουσία, γεγονός που από μόνο του αποτελεί μια ιδιαίτερη μνεία, απέναντι στο cinema. Ταυτόχρονα, η άλλοτε διακριτική, και άλλοτε εξτραβαγκανζέ παρουσία ετερόκλητων στοιχείων, που παραπέμπουν με τη σειρά τους, σε εξίσου διαφορετικά, κινηματογραφικά είδη, είναι επίσης μια θέση που φαίνεται να υποστηρίζει ο σκηνοθέτης, αλλά και να υποστηρίζεται από το υλικό του. Με αναφορές σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου, του μιούζικαλ, του ρομάντζου, των crime ταινιών, των φαντασιακών-παραμυθιών (το κομμάτι με την Mendes μοιάζει σαν μια άλλη εκδοχή της Πεντάμορφης και του Τέρατος), της επιστημονικής φαντασίας (στην animation σκηνή δυο φολιδωτών τεράτων που ερωτοτροπούν, η ομοιότητα με τη σκηνή του σεξ ανάμεσα στους εξωγήινους της ταινίας "Species", είναι τεράστια), αλλά και των cult, ταινιών τρόμου της δεκαετίας του '60 (σε μια σκηνή η Edith Scob φοράει στο πρόσωπό της μια μάσκα, η οποία παραπέμπει ξεκάθαρα στη μάσκα που φορούσε στο τρομερό αριστούργημα, πρόδρομο του Cronenberg, του Γάλλου George Franju, "Les yeux san visage"), το "Holy Motors" μοιάζει να αποτελεί μια γιορτή του Carax, πάνω στην πολυμορφική τέχνη του κινηματογράφου.
Ακόμα και ο ρόλος του μεταμορφωνόμενου, Denis Levant, ο ρόλος δηλαδή που του επιτρέπει να παίζει πολλούς διαφορετικούς μέσα στη ταινία, είναι μια ξεπατικοσούρα του λόγου ύπαρξης ενός ηθοποιού: να υποδύεται δηλαδή πολλούς, και διαφορετικούς ρόλους στη καριέρα του. Εδώ ο Levant συμπυκνώνει σε κοντά δυο ώρες, μια καριέρα ζωής, υποδυόμενος μέσα σε μια ταινία, έντεκα διαφορετικούς χαρακτήρες μέσα από μια χαμαιλαιοντική συμπεριφορά, που τον κάνει να να ξεχωρίζει και να επανα-υποδύεται. Η επίδραση βέβαια του Μπρέχτ (ο Levant ντύνεται και γδύνεται μέσα στη λιμουζίνα του, κατά το δοκούν, με τον θεατή να γίνεται μάρτυρας αυτής της οργανικής του αλλαγής, για χάρη του εκάστοτε ρόλου) και η καθαρά "επαγγελματική" διάσταση του ηθοποιού, παίζει το δικό της ρόλο, μπαίνοντας βαθιά στην ουσία μιας μυθοπλαστικής, σινεματικής κατάστασης μέσα στην οποία εμείς βλέπουμε έναν ηθοποιό, ο οποίος υποδύεται έναν ηθοποιό, ο οποίος υποδύεται πολλούς και διάφορους ρόλους. Και πάλι ο Carax δε το παρουσιάζει αυτό απογυμνωμένο από την βάση προέλευσης, αλλά σου λέει εμφανέστατα "φίλε, αυτό που βλέπεις είναι ένα προϊόν μυθοπλασίας, μέσω του οποίου θέλω να σου παρουσιάσω τη δική μου ιστορία για τον κινηματογράφο". Όχι τη δική μου κινηματογραφική ιστορία, αλλά τη δική μου ιστορία για τον κινηματογράφο. Και αυτό ακριβώς είναι που έχει κάνει το "Holy Motors" talk of the town εδώ και καιρό.
Η μπρεχτική διάσταση του "Holy Motros" γίνεται χειροπιαστή σχεδόν στη σκηνή όπου ο Levant υποδύεται τον ετοιμοθάνατο γέρο. Όταν έπειτα από το λογύδριο της ανιψιάς του, ξεψυχήσει, στη συνέχεια σηκώνεται από το κρεβάτι, και αφού συστηθεί με την ανιψιά/ηθοποιό, αποχωρεί από το δωμάτιο. Προσωπικά τοποθετώ τη συγκεκριμένη σκηνή στις αγαπημένες μου της ταινίας, ακριβώς γιατί ο φαντασιακός ιστός που πλέκεται από τον κινηματογράφο και το γεγονός οτι είναι μια υποκριτική κατάσταση, φαίνεται με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο.
Μέσα βέβαια σε όλη αυτή την αλληγορική ιστορία του Carax, αναφορικά με το θαυμάσιο, προκλητικό, ιδιαίτερο, ξεχωριστό και "ψεύτικο" σύμπαν του κινηματογράφου (ένα σύμπαν όμως που τόσο τεχνηέντως μιμείται τη ζωή, αλλά και τούμπαλιν), η ουσιαστική παραφωνία η οποία προσωπικά μου κλότσησε, ήταν η απουσία της φόρμας. Μπορεί δηλαδή ο Carax να σκηνοθετεί μια ταινία για τον κινηματογράφο, όταν όμως από αυτή λείπει το στοιχειώδες το οποίο πάει χέρι-χέρι μαζί του, τότε για εμένα δεν είναι ένα ολοκληρωμένο, οπτικοακουστικό παραμύθι, αλλά περισσότερο ένα προσχέδιο από το οποίο κάτι λείπει. Ωραίες όλες οι συμβολικές αναφορές, οι παραπομπές σε κινηματογραφικά είδη και σκηνοθέτες (θα βρείτε μέσα στοιχεία από Tarkovsky και Godard, μέχρι Woody Allen και Bergman, όσον αφορά τη θεματική του προυστικού χρόνου), το μεταφορικό ταξίδι του ήρωα και το τελευταίο πλάνο της ταινίας (όπου για εμένα υπάρχει κιόλας όλα το ζουμί), αλλά πέρα από όλα αυτά, η απουσία της φόρμας είναι σίγουρα αισθητή. Το μοντάζ των σκηνών, η σκηνοθεσία-κοινωνός μηνυμάτων, η μουσική επένδυση, τα slow motion, τα cut, το στήσιμο της κάμερας, οι λήψεις και ένα σωρό άλλα ζωτικής σημασίας, φορμαλιστικά στοιχεία, μοιάζουν να βρίσκονται στο "Holy Motors" σε ένα απουσιάζων, παράλληλο σύμπαν, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το κινηματογραφικό περιεχόμενο της ταινίας. Για εμένα η ταινία χάνει κάπου, γιατί εκεί που θα μπορούσε να απογειωθεί με έναν συνδυασμό περιεχομένου-φόρμας, τελικά το δεύτερο θυσιάζεται για χάρη του πρώτου, με αποτέλεσμα ένα-έτσι κι αλλιώς μεγάλο-κομμάτι της αυθεντικής πάστας του cinema, να μένει εκτός.
Ιδιόρρυθμο, διαφορετικό και παραμυθατζίδικο, το "Holy Motors" είναι μια ερωτική επιστολή του Leos Carax, απέναντι στο cinema, την οποία ο καθένας διαβάζει με τον δικό του τρόπο. Σίγουρα όμως, με τον έναν, ή με τον άλλον τρόπο, του μένει αξέχαστη. Ακόμα και αν ο Carax δε φαίνεται να μένει απόλυτα πιστός στην μεγάλη του αγάπη...
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Kylie Minogue ξέρει να τραγουδάει, οτι η Eva Mendes είναι η Eva Mendes και οτι το τέλος είναι το κερασάκι στη τούρτα.
No trivia
Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους! Όπως σας είχε πει και από την Παρασκευή, σήμερα Δευτέρα θα ξεκινήσουμε με την πιο πολυσυτηζημένη ταινία της περασμένης εβδομάδας, και όπως δείχνουν τα πράγματα, της πιο πολυσυζητημένης γενικώς, για πολύ καιρό. Είδα και εγώ λοιπόν το "Holy Motors" και η αλήθεια είναι πως δεν ανήκω στην κατηγορία ούτε εκείνων που το εκθιάζουν, ούτε και εκείνων που το μισούν (αν και η αλήθεια είναι πως τέτοιες ταινίες είτε τις αγαπάς, είτε τις σιχαίνεσαι από τη πρώτη στιγμή). Προσωπικά, βρίσκομαι κάπου στη μέση. Αν ενδιαφέρεστε να μάθετε, δείτε που ακριβώς, παρακάτω.
O κ. Oscar (Denis Lavant), περιφέρεται μέσα στη πόλη του Παρισιού, από το πρωί, μέχρι το επόμενο ξημέρωμα, καθισμένος μέσα στην τεράστια, λευκή λιμουζίνα που οδηγεί η γοητευτική, ηλικιωμένη του σοφέρ, Celine (Edith Scob). Ο κ. Oscar είναι "επαγγελματίας ηθοποιός" (γεγονός που ο ίδιος ο σκηνοθέτης, Leos Carax, μοιάζει να έχει ανάγει σε πρωταρχική φύση του πρωταγωνιστή του), καθώς μέσα στην μέρα "υποδύεται" έναν σωρό διαφορετικούς ρόλους, όλοι, larger than life. Υποδυόμενος πότε μια φτωχή ζητιάνα, πότε έναν ετοιμοθάνατο γέρο, πότε έναν εξαμβλωματικό καλικάτζαρο των υπονόμων που κλέβει με θρασύτητα ένα όμορφο μοντέλο (βλ. Eva Mendes), από τη φωτογράφισή του σε ένα...νεκροταφείο και πότε έναν ταπεινό οικογενειάρχη, η ζωή του μυστήριου κ. Oscar είναι από μόνη της ένα μεγάλο, κινηματογραφικό κομμάτι: η υποκριτική και η ματιά του ηθοποιού. Και ενώ μέσα σε αυτό το ρολικό συνονθύλευμα ο θεατής μπορεί να αναζητήσει τον λόγο όλου αυτού του υπαρξιακού ταξιδιού, αλλά και εκείνους που κρύβονται πίσω από την ανάθεση αυτής της "δουλειάς" στον Oscar (είναι οι ίδιοι άραγε που κρύβονται και πίσω από τις κάμερες μιας ταινίας;), έρχεται το τέλος για να επιβεβαιώσει τον τίτλο της ταινίας, αλλά και την δική σου, σταδιακή συνειδητοποίηση σχετικά με το τι θέλει να πει ο ποιητής. Είναι κάτι το απλό, και ταυτόχρονα προκλητικά περίπλοκο. O Leos Carax μας κλείνει συνωμοτικά το μάτι, κάνοντας μια καθαρά αυτοαναφορική ταινία. Μια ταινία για τη/τις ταινία/ες. Μια ταινία για την απτή ουσία του ίδιου του κινηματογράφου.
Δεκατρία χρόνια μετά την τελευταία του κινηματογραφική δουλειά, το "Pola X", ο Γάλλος σκηνοθέτης επιστρέφει με μια καθαρά σουρεαλιστική ματιά, πάνω στην 7η Τέχνη, με την οποία-όπως όλα δείχνουν-τόσο πολύ παθιάζεται.
Για να είμαι και εντελώς ειλικρινής, αγνοούσα την ύπαρξη του Carax, μέχρι και λίγο πριν από το τεράστιο μπαμ που μοιάζει να προκάλεσε το "Holy Motros" στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, εκεί οπού ξεκίνησε να έχει σφοδρούς υποστηρικτές, αλλά και πολέμιους. Έτσι λοιπόν και για να είμαι όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενική απέναντι στα πράγματα, μπορώ από την αρχή να κρατήσω στο πίσω κουτάκι του μυαλό μου έναν ενδοιασμό, απέναντι σε όλο αυτό που είδα, επειδή ακριβώς δε γνωρίζω τίποτα ούτε για το παρελθόν, ούτε για την κινηματογραφική διάθεση του Carax, πέρα από το γεγονός οτι είχε υπάρξει και ο ίδιος, κριτικός κινηματογράφου. Συνεπώς θα παραθέσω απλώς τη δική μου γνώμη, αναφορικά με όλα εκείνα που με συνάρπασαν, αλλά και με το ένα "κομμάτι" που απουσίαζε από τη ταινία, και που θαρρώ οτι η απουσία του ήταν κάτι παραπάνω από αισθητή.
Η ταινία ξεκινάει με τον ίδιο τον σκηνοθέτη (κρατήστε οτι το μεσαίο του όνομα είναι Oscar στη πραγματικότητα), ο οποίος ξυπνάει στο κρεβάτι του, σηκώνεται αργά αργά και με ένα...μεταλλικό δάχτυλο-κλειδί, ανοίγει μια φαντασιακή-υποσυνειδησιακή πόρτα, που οδηγεί σε μια αίθουσα. Εκεί ένας αριθμός θεατών φαίνεται να παρακολουθεί μια βωβή ταινία, την αρχή δηλαδή του κινηματογράφου (ακόμα και αν ο φορετός ήχος φέρνει απλός την θέαση σε μια πιο σύγχρονη εποχή, ενταγμένη όμως και πάλι στο φαντασιακό κομμάτι του δημιουργού).
Αν θέλουμε να το πάμε τελείως σημειολογικά, αυτά τα πρώτα πέντε λεπτά της ταινίας, έχουν από μόνα τους τόσο ζουμί, ώστε θα μπορούσαμε να μιλάμε και να γράφουμε για αρκετές ώρες. Το δάχτυλο του σκηνοθέτη αποτελεί το κλειδί που ανοίγει τη πόρτα. Γιατί; Γιατί ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος έχει στη κατοχή του το μέσον, που βοηθάει την ιδέα να γίνει περιεχόμενο, και αυτό με τη σειρά του σενάριο και να περάσει στο χαρτί όπου θα μετατραπεί, σε μια παλλόμενη ιστορία που θέλει να διηγηθεί την ιστορία της 7ης Τέχνης. Από την άλλη, οι θεατές παρακολουθούν τη βωβή ταινία (αποσπάσματα εκ των οποίων βλέπουμε κάποιες φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας, μια ξεκάθαρη νύξη του σκηνοθέτη οτι δε πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε την σιωπηλή προέλευση του κινηματογράφου και μια διαρκής υπενθύμιση οτι ο κινηματογράφος είναι αυτό ακριβώς: μια πεπερασμένη αλληλουχία καρέ, τα οποία τη στιγμή που δημιουργούνται, παύουν ταυτόχρονα να υπάρχουν. Μια Τέχνη θανάτου), με μάτια σφαλιστά, ακριβώς γιατί αυτό που θα δούμε δεν έχει να κάνει με την αντίληψη που έχουμε για τη ταινία μέσω των ματιών μας, αλλά γι' αυτή που σε πρώτη φάση η λογική και η γνώση, μας αφήνουν να έχουμε και έπειτα, το όποιο συναίσθημα.
Το "Holy Motors" δεν είναι μια ταινία για τον μέσο θεατή, όσο κι αν ξενίζει αυτό. Υπάρχουν στοιχεία που την καθιστούν διαχρονική και μαγική στην αντίληψη κάποιου που "διαβάζει" cinema, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και ένα σωρό πράγματα τα οποία όταν δεν χωρούν μετάφρασης από κάποιον που δεν αρέσκεται σε αυτού του είδους τον κινηματογράφο (το cinema για το cinema, δηλαδή), μπαίνουν πίσω από ένα κόκκινο Χ, και κατηγοριοποιούνται ως "μαλακίες". Δικό μας παράδειγμα ο καθαρά καυστικός "Κυνόδοντας" του Λάνθιμου. Κατηγορήθηκε ως μπούρδα από όσους δε κατανοούν το κάτι περισσότερο (επειδή στη τελική δε θέλουν να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο πιο σοβαρά, δεκτό). Δε μπορείς όμως να ακυρώνεις κάτι χωρίς επιχειρήματα, έτσι απλά επειδή το θες, γιατί γεγονός είναι οτι εδώ στην Ελλάδα λειτουργούμε κατά κόρον με αυτόν τον τρόπο. Αρκεί να δει κανείς το "Fester" του Vinterberg, για να καταλάβει οτι ο Λάνθιμος, έχει τους λόγους του που δομεί τη ταινία του έτσι. Ας βγάλουμε λοιπόν για λίγο τις παρωπίδες, και ας ανοίξουμε το μυαλό μας απέναντι σε κάτι διαφορετικό. Σε κάτι που έχει πράγματα να μας πει. Αν βέβαια θέλουμε να τα ακούσουμε.
Η ταινία του Carax αποτελεί ένα δημιούργημα σουρεαλιστικής φαντασίας, με μια όμως καθαρά αφηγηματική παρουσία, γεγονός που από μόνο του αποτελεί μια ιδιαίτερη μνεία, απέναντι στο cinema. Ταυτόχρονα, η άλλοτε διακριτική, και άλλοτε εξτραβαγκανζέ παρουσία ετερόκλητων στοιχείων, που παραπέμπουν με τη σειρά τους, σε εξίσου διαφορετικά, κινηματογραφικά είδη, είναι επίσης μια θέση που φαίνεται να υποστηρίζει ο σκηνοθέτης, αλλά και να υποστηρίζεται από το υλικό του. Με αναφορές σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου, του μιούζικαλ, του ρομάντζου, των crime ταινιών, των φαντασιακών-παραμυθιών (το κομμάτι με την Mendes μοιάζει σαν μια άλλη εκδοχή της Πεντάμορφης και του Τέρατος), της επιστημονικής φαντασίας (στην animation σκηνή δυο φολιδωτών τεράτων που ερωτοτροπούν, η ομοιότητα με τη σκηνή του σεξ ανάμεσα στους εξωγήινους της ταινίας "Species", είναι τεράστια), αλλά και των cult, ταινιών τρόμου της δεκαετίας του '60 (σε μια σκηνή η Edith Scob φοράει στο πρόσωπό της μια μάσκα, η οποία παραπέμπει ξεκάθαρα στη μάσκα που φορούσε στο τρομερό αριστούργημα, πρόδρομο του Cronenberg, του Γάλλου George Franju, "Les yeux san visage"), το "Holy Motors" μοιάζει να αποτελεί μια γιορτή του Carax, πάνω στην πολυμορφική τέχνη του κινηματογράφου.
Ακόμα και ο ρόλος του μεταμορφωνόμενου, Denis Levant, ο ρόλος δηλαδή που του επιτρέπει να παίζει πολλούς διαφορετικούς μέσα στη ταινία, είναι μια ξεπατικοσούρα του λόγου ύπαρξης ενός ηθοποιού: να υποδύεται δηλαδή πολλούς, και διαφορετικούς ρόλους στη καριέρα του. Εδώ ο Levant συμπυκνώνει σε κοντά δυο ώρες, μια καριέρα ζωής, υποδυόμενος μέσα σε μια ταινία, έντεκα διαφορετικούς χαρακτήρες μέσα από μια χαμαιλαιοντική συμπεριφορά, που τον κάνει να να ξεχωρίζει και να επανα-υποδύεται. Η επίδραση βέβαια του Μπρέχτ (ο Levant ντύνεται και γδύνεται μέσα στη λιμουζίνα του, κατά το δοκούν, με τον θεατή να γίνεται μάρτυρας αυτής της οργανικής του αλλαγής, για χάρη του εκάστοτε ρόλου) και η καθαρά "επαγγελματική" διάσταση του ηθοποιού, παίζει το δικό της ρόλο, μπαίνοντας βαθιά στην ουσία μιας μυθοπλαστικής, σινεματικής κατάστασης μέσα στην οποία εμείς βλέπουμε έναν ηθοποιό, ο οποίος υποδύεται έναν ηθοποιό, ο οποίος υποδύεται πολλούς και διάφορους ρόλους. Και πάλι ο Carax δε το παρουσιάζει αυτό απογυμνωμένο από την βάση προέλευσης, αλλά σου λέει εμφανέστατα "φίλε, αυτό που βλέπεις είναι ένα προϊόν μυθοπλασίας, μέσω του οποίου θέλω να σου παρουσιάσω τη δική μου ιστορία για τον κινηματογράφο". Όχι τη δική μου κινηματογραφική ιστορία, αλλά τη δική μου ιστορία για τον κινηματογράφο. Και αυτό ακριβώς είναι που έχει κάνει το "Holy Motors" talk of the town εδώ και καιρό.
Η μπρεχτική διάσταση του "Holy Motros" γίνεται χειροπιαστή σχεδόν στη σκηνή όπου ο Levant υποδύεται τον ετοιμοθάνατο γέρο. Όταν έπειτα από το λογύδριο της ανιψιάς του, ξεψυχήσει, στη συνέχεια σηκώνεται από το κρεβάτι, και αφού συστηθεί με την ανιψιά/ηθοποιό, αποχωρεί από το δωμάτιο. Προσωπικά τοποθετώ τη συγκεκριμένη σκηνή στις αγαπημένες μου της ταινίας, ακριβώς γιατί ο φαντασιακός ιστός που πλέκεται από τον κινηματογράφο και το γεγονός οτι είναι μια υποκριτική κατάσταση, φαίνεται με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο.
Μέσα βέβαια σε όλη αυτή την αλληγορική ιστορία του Carax, αναφορικά με το θαυμάσιο, προκλητικό, ιδιαίτερο, ξεχωριστό και "ψεύτικο" σύμπαν του κινηματογράφου (ένα σύμπαν όμως που τόσο τεχνηέντως μιμείται τη ζωή, αλλά και τούμπαλιν), η ουσιαστική παραφωνία η οποία προσωπικά μου κλότσησε, ήταν η απουσία της φόρμας. Μπορεί δηλαδή ο Carax να σκηνοθετεί μια ταινία για τον κινηματογράφο, όταν όμως από αυτή λείπει το στοιχειώδες το οποίο πάει χέρι-χέρι μαζί του, τότε για εμένα δεν είναι ένα ολοκληρωμένο, οπτικοακουστικό παραμύθι, αλλά περισσότερο ένα προσχέδιο από το οποίο κάτι λείπει. Ωραίες όλες οι συμβολικές αναφορές, οι παραπομπές σε κινηματογραφικά είδη και σκηνοθέτες (θα βρείτε μέσα στοιχεία από Tarkovsky και Godard, μέχρι Woody Allen και Bergman, όσον αφορά τη θεματική του προυστικού χρόνου), το μεταφορικό ταξίδι του ήρωα και το τελευταίο πλάνο της ταινίας (όπου για εμένα υπάρχει κιόλας όλα το ζουμί), αλλά πέρα από όλα αυτά, η απουσία της φόρμας είναι σίγουρα αισθητή. Το μοντάζ των σκηνών, η σκηνοθεσία-κοινωνός μηνυμάτων, η μουσική επένδυση, τα slow motion, τα cut, το στήσιμο της κάμερας, οι λήψεις και ένα σωρό άλλα ζωτικής σημασίας, φορμαλιστικά στοιχεία, μοιάζουν να βρίσκονται στο "Holy Motors" σε ένα απουσιάζων, παράλληλο σύμπαν, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το κινηματογραφικό περιεχόμενο της ταινίας. Για εμένα η ταινία χάνει κάπου, γιατί εκεί που θα μπορούσε να απογειωθεί με έναν συνδυασμό περιεχομένου-φόρμας, τελικά το δεύτερο θυσιάζεται για χάρη του πρώτου, με αποτέλεσμα ένα-έτσι κι αλλιώς μεγάλο-κομμάτι της αυθεντικής πάστας του cinema, να μένει εκτός.
Ιδιόρρυθμο, διαφορετικό και παραμυθατζίδικο, το "Holy Motors" είναι μια ερωτική επιστολή του Leos Carax, απέναντι στο cinema, την οποία ο καθένας διαβάζει με τον δικό του τρόπο. Σίγουρα όμως, με τον έναν, ή με τον άλλον τρόπο, του μένει αξέχαστη. Ακόμα και αν ο Carax δε φαίνεται να μένει απόλυτα πιστός στην μεγάλη του αγάπη...
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Kylie Minogue ξέρει να τραγουδάει, οτι η Eva Mendes είναι η Eva Mendes και οτι το τέλος είναι το κερασάκι στη τούρτα.
No trivia
Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012
Exit Through the Gift Shop: What is art?
Καλημέρα καλημέρα σε όλους. Παρασκευή επιτέλους και όσον αφορά τα του κινηματογράφου, σίγουρα δε θα έχετε παράπονο, μιας που αυτή την εβδομάδα κυκλοφόρησαν στις αίθουσες, ούτε λίγο, ούτε πολύ, 6-7 ταινίες και μάλιστα, για όλα τα γούστα. Αν και σας είχα πει οτι από σήμερα θα ξεκινήσουμε μια κριτικούλα σε όσες βγήκαν χθες τη Πέμπτη στις αίθουσες, εντούτοις, θα ξεκινήσουμε με "Holy Motors" της Δευτέρα, και θα συνεχίσουμε έτσι την υπόλοιπη εβδομάδα. Για σήμερα-περίεργη μέρα για εμένα-αποφάσισα να γράψω και εγώ τη δική μου άποψη/κριτική σχετικά με τη ταινία του Banksy, "Exit Through the Gift Shop" η οποία αποτελεί στην ουσία ένα κωμικό (αλλά και δραματικό όσον αφορά την ουσία του), ντοκιμαντέρ. Όσοι λοιπόν δε το προλάβατε στις αίθουσες, ψάξτε να το βρείτε γιατί δίνει τη δική του, έμμεση απάντηση απέναντι στο αιώνιο ερώτημα, "τι είναι Τέχνη;".
To "Exit Through the Gift Shop", είναι μια ενδιαφέρουσα και ιδιάζουσα περίπτωση ντοκιμαντέρ, γεγονός που οφείλεται στην σταδιακή και τμηματική εναλλαγή του σκηνοθέτη από κάποιον άλλον (και συγκεκριμένα τον γνωστό-άγνωστο αρτίστα του δρόμου, Banksy), τη στιγμή που ο ίδιος ερασιτέχνης κινηματογραφιστής, γίνεται το αντικείμενο αναφοράς της ταινίας.
Πιο συγκεκριμένα, ο εκκεντρικός, Γάλλος Thierry Guetta (γνωστός πλέον στους "καλλιτεχνικούς" κόλπους ως 'Mr. Brainwash'), ένας wannabe σκηνοθέτης, είχε αποφασίσει να δημιουργήσει μια ταινία, αφιερωμένη στα προσωπικά ινδάλματα του δρόμου και συγκεκριμένα σε όλους εκείνους τους τύπους που είχαν καταφέρει να ανάγουν την "street art" σε-έτσι κι αλλιώς- πραγματική art, κοινωνό ποικίλων μηνυμάτων. Από τον Invader, ο οποίος αναπαριστά πάνω στους τοίχους τα πλασματάκια από το γνωστό arcade παιχνίδι, τα φαντασματάκια του Pac-Man και ένα σωρό άλλες λιλιπούτειες, αταρίστικες φιγούρες, και τον Borf, με την Big-Brother παρουσία του (πολλοί υποστήριξαν οτι η λέξη Borf, ήταν στην ουσία το ονοματικό ακρωνύμιο ενός φίλου του δημιουργού αυτής της graffiti καμπάνιας, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει), μέχρι τον Shepard Fairey, τον διάσημο πλέον δημιουργό του συνθήματος ΟΒΕΥ, και όλων των ανάλογων ποστερο-ειδών που ακολούθησαν του συνθήματος, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της φάτσας του Barack Obama, o Guetta, προσπαθούσε μανιωδώς να εγκλωβίσει μέσα στην κάμερα-επέκταση χεριού, όλο τον παρεξηγημένο κόσμο της τέχνης του δρόμου, δείχνοντας τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: απλά και ξεκάθαρα.
Βέβαια ο φιλόδοξος Thierry, ήθελε να συμπεριλάβει στη ταινία του, και το Ιερό Δισκοπότηρο της street art, τον Banksy, έναν μυστήριο και άγνωστο μέχρι και σήμερα (δεν έχουμε δει ποτέ το πρόσωπό του, καθώς ακόμα και στο ντοκιμαντέρ, η φωνή του είναι αλλοιωμένη και ο ίδιος βυθισμένος μέσα στο σκοτάδι της κουκούλας του) καλλιτέχνη, ο οποίος έχει δημιουργήσει ολόκληρη σχολή μέσω των καθαρά κοινωνικοπολιτικών του μηνυμάτων που παραπέμπουν σε ένα σωρό θέματα. Η προσκολλημένη θρησκεία, οι συνέπειες του πολέμου, η κατάχρηση της εξουσίας και η διαφθορά, είναι μόλις μερικά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο σπουδαίος αυτός, δημιουργός του δρόμου, καταφέρνοντας πάντα μέσα από τα έργα του να προκαλεί, να δηλώνει και κάθε φορά, να αυτοπροσδιορίζεται εκ νέου.
Έτσι λοιπόν, και χάρη σε μια ευτυχή σύμπτωση, ο Thierry θα καταφέρει να φιλμάρει τον Banksy εν ώρα δράσης και να μπει έτσι στον φιλικό του κύκλο.
Η αλήθεια είναι πως η ταινία μας θα μπορούσε να σταματάει κάπου εδώ, με την υπόθεση εξαντλημένη, αλλά και εμάς τους θεατές ικανοποιημένους, αφού το ταξίδι σε αυτή την, κακώς περιθωριοποιημένη, τέχνη, θα μας είχε γεμίσει χρώματα, ιδέες και εντυπώσεις. Παρόλα αυτά, το twist της συνέχειας είναι αυτό που καταφέρνει και απογειώνει το "Exit Through the Gift Shop", για έναν, βασικό λόγο: τη κάμερα είχε από την αρχή στο χέρι του ο Banksy. Και τώρα μας αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο το έκανε αυτό.
Χρήμα, χρήμα και πάλι χρήμα. Μια λέξη η οποία μοιάζει να πηγαίνει εντελώς κόντρα απέναντι στις νόρμες και τους λόγους για τους οποίους η τέχνη του δρόμου ζει και ανθίζει μέρα με τη μέρα. Όλοι οι καλλιτέχνες οι οποίοι πέρασαν από τη ταινία του Banksy, ξεκίνησαν θέλοντας κάτι να πουν, κάτι να υποστηρίξουν και προφανώς, να αφυπνίσουν παράλληλα την κοινωνική συνείδηση, σαν άλλοι πρωταγωνιστές της ταινίας του Carpenter, "They Live!", εκεί οπού εξωγήινοι "ντυμένοι" άνθρωποι, κατευθύνουν υπογείως τη μάζα, μέσα από υποσυνειδησιακά μηνύματα, κρατώντας τους διαρκώς σε μια κατάσταση κατατονικής αποδοχής των πραγμάτων. Έτσι και εδώ οι πρωταγωνιστές της ταινίας, δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο το κέρδος (παρά το γεγονός οτι αργότερα, πολλά από τα έργα του Banksy πωλήθηκαν-και εξακολουθούν να πωλούνται-σε διάσημες γκαλερί, έναντι πολλών λιρών), αλλά την προσωπική έκφραση και την ανάγκη να δηλώσεις οτι υπάρχεις, μέσω του τρόπου που ξέρεις καλύτερα: δημιουργώντας τέχνη από το πουθενά.
Είτε αυτό λέγεται "παραδοσιακό", spray caned graffiti, στένσιλ graffiti, sticker art, ή κατασκευές από ποικίλα άλλα υλικά, αυτό που τα παραπάνω νεαρόπαιδα δημιουργούν, μπορεί να χαρακτηριστεί τελικά ως τέχνη; Είναι δηλαδή το γκράφιτι (και οτι αυτό εκπροσωπεί) μια νέα σελίδα στην πολύχρονη και πολύπαθη Ιστορία της Τέχνης; Πολλοί θα έλεγαν ναι, άλλοι θα κρατούσαν ουδέτερη στάση, ενώ σίγουρα θα υπήρχαν και αυτοί που θα δήλωναν ξεκάθαρα, οτι το graffiti δεν είναι τέχνη, είναι βανδαλισμός στη καλύτερη περίπτωση (γεγονός δηλαδή που ενισχύεται και από την αντίδραση της κατακρινόμενης από τον Banksy, δημόσιας εξουσίας, απέναντι στους περισσότερους street art δημιουργούς). Προσωπικά κρατώ θετική στάση απέναντι στο όλο δημιούργημα της "τέχνης του δρόμου", επειδή προέρχεται νομίζω από μια πολύ ισχυρή βάση, την οποία κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει: είναι μια μορφή τέχνης, που απευθύνεται σε όλους. Πλούσιοι, μικροαστοί, φτωχοί, νέοι και γέροι, όλοι έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν στην επόμενη γωνία, στον τούβλινο φράχτη και στον τσιμεντένιο τοίχο, μια ιδιαίτερη τέχνη, μια τέχνη τόσο περιορισμένης διάρκειας (αλήθεια, πόσο μπορεί να κρατήσει ένα από αυτά τα έργα, μέχρι να έρθει ο επόμενος που θα βάλει τη δική του σφραγίδα και πάει λέγοντας;), η αξία της οποίας έγκειται ακριβώς σε αυτό: στη πεπερασμένη της διάρκεια, και την free "συμμετοχή" του κοινού.
Ανάμεσα βέβαια σε όλους αυτούς που κάνουν τέχνη για να πουν κάτι, γιατί έτσι θέλουν να εκφραστούν και να εκφράσουν, πάντα θα υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι θα χάσουν το μέτρο, και θα καταλήξουν να είναι και οι ίδιοι χαμένοι.
Κάπως έτσι φαίνεται πως έγινε το πράγμα με τον Thierry Guetta, τον οποίο αναφέραμε και παραπάνω, και ο οποίος υποτίθεται, οτι ήταν ο δημιουργός αυτού του ντοκιμαντέρ. Όπως λοιπόν προέκυψε στη συνέχεια, ο Banksy δεν ήταν μόνο ο σκηνοθέτης της ταινίας, αλλά και αυτός που κατάφερε να κολλήσει με το γάντι στον τοίχο, τον Guetta και να θέσει τελικά πρώτος το ερώτημα του, "τι είναι Τέχνη".
Ακόμα και έτσι βέβαια δεν είμαστε σίγουροι οτι ο επονομαζόμενος πια, Mr. Brainwash, έχει αντιληφθεί το γεγονός οτι ο ίδιος δε μοιάζει να κάνει τέχνη, αλλά περισσότερο να αναπαράγει έργα διαφορετικών καλλιτεχνών, προσθέτοντας μόνο ελάχιστες, φαντασιακές πινελιές, εμπνευσμένες όμως και αυτές ξεκάθαρα από τη pop art και τον Andy Warhol, τα κόκαλα του οποίου μάλλον κάπου θα τρίζουν.
Ξεκινώντας με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά καταλήγοντας σαν ένα από τα πολυάριθμα κακέκτυπα της τέχνης (που νομίζουν οτι κάνουν κάτι δημιουργικό, ενώ στην ουσία αναμασούν τη πρωτοποριακή δουλειά άλλων), ο Mr. Barainwash πέρασε στο άλλο στάδιο, αυτό του μαύρου προβάτου, αποκομίζοντας εκατομμύρια δολάρια από την πρώτη του έκθεση, η οποία κράτησε πάνω από δυο μήνες (ενώ ήταν προορισμένο να διαρκέσει για πέντε μέρες) και αυτό, γιατί όταν τα ζεστά δολάρια άρχισαν να γεμίζουν τις τσέπες, ο πάλαι ποτέ ταπεινός σκηνοθετάκος, σήκωσε κεφάλι, και αποφάσισε να περάσει από τα αλώνια στα σαλόνια. Τι κι αν κανένα από τα έργα δεν ήταν κατασκευασμένο από τον ίδιο (μιας που για την έκθεση κάλεσε μια στρατιά από δημιουργούς, προκειμένου να τους "μεταλαμπαδεύει" τις ιδέες του και εκείνοι να τις μεταφέρουν στο χαρτί ή όπου αλλού), τι κι αν κατέληξε να είναι απεχθής από όλους τους street artists που κάποτε τον άφηναν να καταγράφει τη δουλειά τους; O Mr. Brainwash έχει γίνει πλέον ένας από τους πιο πετυχημένους(;) αρτίστες, δημιουργώντας μάλιστα και το εξώφυλλο του-πιο pop art πεθαίνεις- album της Madonna, "Celebration". Και ερωτώ, ποιος φταίει για το φαινόμενο Mr. Brainwash; Ποιος φταίει που μια pure τέχνη του δρόμου, κατέληξε να πωλείται σε gallery, με τα κομμάτια να κοστολογούνται κατά τρόπο ξεδιάντροπο, από τον ίδιο τον δημιουργό, όσο θέλει; Και απαντώ. Εμείς.
Φαινόμενα ψευτοκουλτούρας υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν ακόμα και στη χώρα μας, και ένα μεγάλο κομμάτι που αναδεικνύει τέτοιου είδους άτομα, σίγουρα προέρχεται από εκεί.
Αν για να μας θεωρήσουν ψαγμένοι οι φίλοι και οι γκόμενοι/ες μας (η κοινωνία γενικώς), επισκεπτόμαστε gallery, εκθέσεις, πολιτιστικά δρώμενα και ένα σωρό άλλα events και δεν αντιλαμβανόμαστε οτι οχι μόνο εμείς φτάνουμε στα όρια του δήθεν, αλλά ίσως και να αναδεικνύουμει έτσι "ταλέντα" που ούτε κατά διάνοια είναι αυτό που δηλώνουν, τότε δε μπορεί, παρά να είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Κάπως έτσι φαίνεται τουλάχιστον το πράγμα να λειτουργεί και στη ταινία, όταν τα πλήθη συρρέουν στην έκθεση, με άλλους να μην έχουν ιδέα τι θα δουν και άλλους να εκθειάζουν αυτό που βλέπουν, λες και δε πρόκειται για μια pop-αρτίζουσα τέχνη που υπάρχει εδώ και πενήντα χρόνια!
Αυτά φαίνεται πως είδε και ο Banksy, και αποφάσισε να μοιραστεί με τους θεατές, τις παγίδες του να θεωρήσε καλλιτέχνης, αλλά και του ποια πλευρά υπηρετείς: την αμιγώς καλλιτεχνική, την αμιγώς χρηματική ή κάτι που να αποτελεί έναν αρμονικό συνδυασμό και των δυο;
Ίσως το μοναδικό φάουλ του Banksy (που να το ήξερε ο Χριστιανός) είναι οτι έδωσε απλά την ώθηση ώστε να δημιουργηθεί το φαινόμενο Mr. Brainwash, από την άποψη οτι ήταν εκείνος που είπε στο τότε φίλο του Thierry, να ασχοληθεί με κάτι άλλο πέρα από τη σκηνοθεσία (στην οποία αναφέρει οτι ήταν εξίσου κακός), βάζοντάς τον εν μέρει στη θέση των ομοίων του. Ή τουλάχιστον έτσι κατάλαβε ο τρελο-Γάλλος, και έφτασε να βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, μέσω μιας μη-τέχνης.
Όπως και να έχει το "Exit Through the Grift Shop" είναι ένα πανέξυπνο σχόλιο πάνω στη σύγχρονη κατάσταση των πραγμάτων, ειλικρινές και καυστικό όσο δε πάει. Δείτε το και δε θα χάσετε.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι σύντομα θα φτιάξω έναν invader στο δωμάτιό μου, από πολύχρωμα post-its, οτι η εμμονή του Banksy με τα τρωκτικά είναι άκρως ενδιαφέρουσα και οτι ο Mr. Brainwash είναι από τις πιο cult μορφές που έχω δει τελευταία.
No trivia
Ας δούμε και λίγη "δουλειά"
Banksy
Invader
Shepard Fairey
Mr. Brainwash
To "Exit Through the Gift Shop", είναι μια ενδιαφέρουσα και ιδιάζουσα περίπτωση ντοκιμαντέρ, γεγονός που οφείλεται στην σταδιακή και τμηματική εναλλαγή του σκηνοθέτη από κάποιον άλλον (και συγκεκριμένα τον γνωστό-άγνωστο αρτίστα του δρόμου, Banksy), τη στιγμή που ο ίδιος ερασιτέχνης κινηματογραφιστής, γίνεται το αντικείμενο αναφοράς της ταινίας.
Πιο συγκεκριμένα, ο εκκεντρικός, Γάλλος Thierry Guetta (γνωστός πλέον στους "καλλιτεχνικούς" κόλπους ως 'Mr. Brainwash'), ένας wannabe σκηνοθέτης, είχε αποφασίσει να δημιουργήσει μια ταινία, αφιερωμένη στα προσωπικά ινδάλματα του δρόμου και συγκεκριμένα σε όλους εκείνους τους τύπους που είχαν καταφέρει να ανάγουν την "street art" σε-έτσι κι αλλιώς- πραγματική art, κοινωνό ποικίλων μηνυμάτων. Από τον Invader, ο οποίος αναπαριστά πάνω στους τοίχους τα πλασματάκια από το γνωστό arcade παιχνίδι, τα φαντασματάκια του Pac-Man και ένα σωρό άλλες λιλιπούτειες, αταρίστικες φιγούρες, και τον Borf, με την Big-Brother παρουσία του (πολλοί υποστήριξαν οτι η λέξη Borf, ήταν στην ουσία το ονοματικό ακρωνύμιο ενός φίλου του δημιουργού αυτής της graffiti καμπάνιας, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει), μέχρι τον Shepard Fairey, τον διάσημο πλέον δημιουργό του συνθήματος ΟΒΕΥ, και όλων των ανάλογων ποστερο-ειδών που ακολούθησαν του συνθήματος, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της φάτσας του Barack Obama, o Guetta, προσπαθούσε μανιωδώς να εγκλωβίσει μέσα στην κάμερα-επέκταση χεριού, όλο τον παρεξηγημένο κόσμο της τέχνης του δρόμου, δείχνοντας τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: απλά και ξεκάθαρα.
Βέβαια ο φιλόδοξος Thierry, ήθελε να συμπεριλάβει στη ταινία του, και το Ιερό Δισκοπότηρο της street art, τον Banksy, έναν μυστήριο και άγνωστο μέχρι και σήμερα (δεν έχουμε δει ποτέ το πρόσωπό του, καθώς ακόμα και στο ντοκιμαντέρ, η φωνή του είναι αλλοιωμένη και ο ίδιος βυθισμένος μέσα στο σκοτάδι της κουκούλας του) καλλιτέχνη, ο οποίος έχει δημιουργήσει ολόκληρη σχολή μέσω των καθαρά κοινωνικοπολιτικών του μηνυμάτων που παραπέμπουν σε ένα σωρό θέματα. Η προσκολλημένη θρησκεία, οι συνέπειες του πολέμου, η κατάχρηση της εξουσίας και η διαφθορά, είναι μόλις μερικά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο σπουδαίος αυτός, δημιουργός του δρόμου, καταφέρνοντας πάντα μέσα από τα έργα του να προκαλεί, να δηλώνει και κάθε φορά, να αυτοπροσδιορίζεται εκ νέου.
Έτσι λοιπόν, και χάρη σε μια ευτυχή σύμπτωση, ο Thierry θα καταφέρει να φιλμάρει τον Banksy εν ώρα δράσης και να μπει έτσι στον φιλικό του κύκλο.
Η αλήθεια είναι πως η ταινία μας θα μπορούσε να σταματάει κάπου εδώ, με την υπόθεση εξαντλημένη, αλλά και εμάς τους θεατές ικανοποιημένους, αφού το ταξίδι σε αυτή την, κακώς περιθωριοποιημένη, τέχνη, θα μας είχε γεμίσει χρώματα, ιδέες και εντυπώσεις. Παρόλα αυτά, το twist της συνέχειας είναι αυτό που καταφέρνει και απογειώνει το "Exit Through the Gift Shop", για έναν, βασικό λόγο: τη κάμερα είχε από την αρχή στο χέρι του ο Banksy. Και τώρα μας αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο το έκανε αυτό.
Χρήμα, χρήμα και πάλι χρήμα. Μια λέξη η οποία μοιάζει να πηγαίνει εντελώς κόντρα απέναντι στις νόρμες και τους λόγους για τους οποίους η τέχνη του δρόμου ζει και ανθίζει μέρα με τη μέρα. Όλοι οι καλλιτέχνες οι οποίοι πέρασαν από τη ταινία του Banksy, ξεκίνησαν θέλοντας κάτι να πουν, κάτι να υποστηρίξουν και προφανώς, να αφυπνίσουν παράλληλα την κοινωνική συνείδηση, σαν άλλοι πρωταγωνιστές της ταινίας του Carpenter, "They Live!", εκεί οπού εξωγήινοι "ντυμένοι" άνθρωποι, κατευθύνουν υπογείως τη μάζα, μέσα από υποσυνειδησιακά μηνύματα, κρατώντας τους διαρκώς σε μια κατάσταση κατατονικής αποδοχής των πραγμάτων. Έτσι και εδώ οι πρωταγωνιστές της ταινίας, δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο το κέρδος (παρά το γεγονός οτι αργότερα, πολλά από τα έργα του Banksy πωλήθηκαν-και εξακολουθούν να πωλούνται-σε διάσημες γκαλερί, έναντι πολλών λιρών), αλλά την προσωπική έκφραση και την ανάγκη να δηλώσεις οτι υπάρχεις, μέσω του τρόπου που ξέρεις καλύτερα: δημιουργώντας τέχνη από το πουθενά.
Είτε αυτό λέγεται "παραδοσιακό", spray caned graffiti, στένσιλ graffiti, sticker art, ή κατασκευές από ποικίλα άλλα υλικά, αυτό που τα παραπάνω νεαρόπαιδα δημιουργούν, μπορεί να χαρακτηριστεί τελικά ως τέχνη; Είναι δηλαδή το γκράφιτι (και οτι αυτό εκπροσωπεί) μια νέα σελίδα στην πολύχρονη και πολύπαθη Ιστορία της Τέχνης; Πολλοί θα έλεγαν ναι, άλλοι θα κρατούσαν ουδέτερη στάση, ενώ σίγουρα θα υπήρχαν και αυτοί που θα δήλωναν ξεκάθαρα, οτι το graffiti δεν είναι τέχνη, είναι βανδαλισμός στη καλύτερη περίπτωση (γεγονός δηλαδή που ενισχύεται και από την αντίδραση της κατακρινόμενης από τον Banksy, δημόσιας εξουσίας, απέναντι στους περισσότερους street art δημιουργούς). Προσωπικά κρατώ θετική στάση απέναντι στο όλο δημιούργημα της "τέχνης του δρόμου", επειδή προέρχεται νομίζω από μια πολύ ισχυρή βάση, την οποία κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει: είναι μια μορφή τέχνης, που απευθύνεται σε όλους. Πλούσιοι, μικροαστοί, φτωχοί, νέοι και γέροι, όλοι έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν στην επόμενη γωνία, στον τούβλινο φράχτη και στον τσιμεντένιο τοίχο, μια ιδιαίτερη τέχνη, μια τέχνη τόσο περιορισμένης διάρκειας (αλήθεια, πόσο μπορεί να κρατήσει ένα από αυτά τα έργα, μέχρι να έρθει ο επόμενος που θα βάλει τη δική του σφραγίδα και πάει λέγοντας;), η αξία της οποίας έγκειται ακριβώς σε αυτό: στη πεπερασμένη της διάρκεια, και την free "συμμετοχή" του κοινού.
Ανάμεσα βέβαια σε όλους αυτούς που κάνουν τέχνη για να πουν κάτι, γιατί έτσι θέλουν να εκφραστούν και να εκφράσουν, πάντα θα υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι θα χάσουν το μέτρο, και θα καταλήξουν να είναι και οι ίδιοι χαμένοι.
Κάπως έτσι φαίνεται πως έγινε το πράγμα με τον Thierry Guetta, τον οποίο αναφέραμε και παραπάνω, και ο οποίος υποτίθεται, οτι ήταν ο δημιουργός αυτού του ντοκιμαντέρ. Όπως λοιπόν προέκυψε στη συνέχεια, ο Banksy δεν ήταν μόνο ο σκηνοθέτης της ταινίας, αλλά και αυτός που κατάφερε να κολλήσει με το γάντι στον τοίχο, τον Guetta και να θέσει τελικά πρώτος το ερώτημα του, "τι είναι Τέχνη".
Ακόμα και έτσι βέβαια δεν είμαστε σίγουροι οτι ο επονομαζόμενος πια, Mr. Brainwash, έχει αντιληφθεί το γεγονός οτι ο ίδιος δε μοιάζει να κάνει τέχνη, αλλά περισσότερο να αναπαράγει έργα διαφορετικών καλλιτεχνών, προσθέτοντας μόνο ελάχιστες, φαντασιακές πινελιές, εμπνευσμένες όμως και αυτές ξεκάθαρα από τη pop art και τον Andy Warhol, τα κόκαλα του οποίου μάλλον κάπου θα τρίζουν.
Ξεκινώντας με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά καταλήγοντας σαν ένα από τα πολυάριθμα κακέκτυπα της τέχνης (που νομίζουν οτι κάνουν κάτι δημιουργικό, ενώ στην ουσία αναμασούν τη πρωτοποριακή δουλειά άλλων), ο Mr. Barainwash πέρασε στο άλλο στάδιο, αυτό του μαύρου προβάτου, αποκομίζοντας εκατομμύρια δολάρια από την πρώτη του έκθεση, η οποία κράτησε πάνω από δυο μήνες (ενώ ήταν προορισμένο να διαρκέσει για πέντε μέρες) και αυτό, γιατί όταν τα ζεστά δολάρια άρχισαν να γεμίζουν τις τσέπες, ο πάλαι ποτέ ταπεινός σκηνοθετάκος, σήκωσε κεφάλι, και αποφάσισε να περάσει από τα αλώνια στα σαλόνια. Τι κι αν κανένα από τα έργα δεν ήταν κατασκευασμένο από τον ίδιο (μιας που για την έκθεση κάλεσε μια στρατιά από δημιουργούς, προκειμένου να τους "μεταλαμπαδεύει" τις ιδέες του και εκείνοι να τις μεταφέρουν στο χαρτί ή όπου αλλού), τι κι αν κατέληξε να είναι απεχθής από όλους τους street artists που κάποτε τον άφηναν να καταγράφει τη δουλειά τους; O Mr. Brainwash έχει γίνει πλέον ένας από τους πιο πετυχημένους(;) αρτίστες, δημιουργώντας μάλιστα και το εξώφυλλο του-πιο pop art πεθαίνεις- album της Madonna, "Celebration". Και ερωτώ, ποιος φταίει για το φαινόμενο Mr. Brainwash; Ποιος φταίει που μια pure τέχνη του δρόμου, κατέληξε να πωλείται σε gallery, με τα κομμάτια να κοστολογούνται κατά τρόπο ξεδιάντροπο, από τον ίδιο τον δημιουργό, όσο θέλει; Και απαντώ. Εμείς.
Φαινόμενα ψευτοκουλτούρας υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν ακόμα και στη χώρα μας, και ένα μεγάλο κομμάτι που αναδεικνύει τέτοιου είδους άτομα, σίγουρα προέρχεται από εκεί.
Αν για να μας θεωρήσουν ψαγμένοι οι φίλοι και οι γκόμενοι/ες μας (η κοινωνία γενικώς), επισκεπτόμαστε gallery, εκθέσεις, πολιτιστικά δρώμενα και ένα σωρό άλλα events και δεν αντιλαμβανόμαστε οτι οχι μόνο εμείς φτάνουμε στα όρια του δήθεν, αλλά ίσως και να αναδεικνύουμει έτσι "ταλέντα" που ούτε κατά διάνοια είναι αυτό που δηλώνουν, τότε δε μπορεί, παρά να είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Κάπως έτσι φαίνεται τουλάχιστον το πράγμα να λειτουργεί και στη ταινία, όταν τα πλήθη συρρέουν στην έκθεση, με άλλους να μην έχουν ιδέα τι θα δουν και άλλους να εκθειάζουν αυτό που βλέπουν, λες και δε πρόκειται για μια pop-αρτίζουσα τέχνη που υπάρχει εδώ και πενήντα χρόνια!
Αυτά φαίνεται πως είδε και ο Banksy, και αποφάσισε να μοιραστεί με τους θεατές, τις παγίδες του να θεωρήσε καλλιτέχνης, αλλά και του ποια πλευρά υπηρετείς: την αμιγώς καλλιτεχνική, την αμιγώς χρηματική ή κάτι που να αποτελεί έναν αρμονικό συνδυασμό και των δυο;
Ίσως το μοναδικό φάουλ του Banksy (που να το ήξερε ο Χριστιανός) είναι οτι έδωσε απλά την ώθηση ώστε να δημιουργηθεί το φαινόμενο Mr. Brainwash, από την άποψη οτι ήταν εκείνος που είπε στο τότε φίλο του Thierry, να ασχοληθεί με κάτι άλλο πέρα από τη σκηνοθεσία (στην οποία αναφέρει οτι ήταν εξίσου κακός), βάζοντάς τον εν μέρει στη θέση των ομοίων του. Ή τουλάχιστον έτσι κατάλαβε ο τρελο-Γάλλος, και έφτασε να βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, μέσω μιας μη-τέχνης.
Όπως και να έχει το "Exit Through the Grift Shop" είναι ένα πανέξυπνο σχόλιο πάνω στη σύγχρονη κατάσταση των πραγμάτων, ειλικρινές και καυστικό όσο δε πάει. Δείτε το και δε θα χάσετε.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι σύντομα θα φτιάξω έναν invader στο δωμάτιό μου, από πολύχρωμα post-its, οτι η εμμονή του Banksy με τα τρωκτικά είναι άκρως ενδιαφέρουσα και οτι ο Mr. Brainwash είναι από τις πιο cult μορφές που έχω δει τελευταία.
No trivia
Ας δούμε και λίγη "δουλειά"
Banksy
Invader
Shepard Fairey
Mr. Brainwash
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012
Rentaneko (a.k.a Rent a Cat): Is a cat the solution to loneliness?
18ες Νύχτες Πρεμιέρας
Καλησπέρα καλησπέρα, από τον βροχερό Πειραιά! Τι ωραία μέρα και πόσο μ' αρέσει όταν είναι έτσι σκοτεινή και βροχερή, αλλά να είμαι και σπίτι μου, να τα λέμε αυτά. Όπως βλέπετε επιστρέψαμε και πάλι σε κινηματογραφικές προτάσεις από το τελευταίο φεστιβάλ της Αθήνας, τις Νύχτες Πρεμιέρας. Αν και αυτή την εβδομάδα οι αίθουσες θα είναι γεμάτες από πολλές και διαφορετικές ταινιακές επιλογές, προκειμένου να διαλέξετε αυτή που ταιριάζει σε εσάς, εμείς, θα αρχίσουμε να μιλάμε γι' αυτές από την Παρασκευή και μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Έχετε λοιπόν το νου σας οτι σας περιμένουν το αμιγώς κινηματογραφικό πόνημα του Leos Carax, "Holy Motors" (ταινία για λίγους, αλλά πραγματική πρόκληση για τους πολλούς), το οπτικοακουστικό υπερθέαμα των αδελφών Watchowski, "Cloud Atlas", το γοτθικό animation του Tim Burton, "Frankenweenie", αλλά και το σινεφιλικό δημιούργημα του Christian Mungiu, "Beyond the Hills". Για πιο ελαφριές καταστάσεις κυκλοφορεί και μια χαλαρή κωμωδία ηλικίας, με τους Meryl Streep και Tommy-Lee Jones, το "Hope Springs", ενώ κυκλοφορεί και το αριστουργηματικό "Nosferatu" (1922) του μεγάλου F.W Murnau, με αφορμή τη νεο-αναζωογονημένη μας αγάπη, απέναντι στα βαμπίρια. Σήμερα εντούτοις, θα ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι εξ Ιαπωνίας, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μια υποτιπώδη Amelie, αλλά και με την εμπλοκή χαριτωμένων, γούνινων τετράποδων: ψιψίνων φυσικά! Btw, welcome νέε αναγνώστη : )
H Sayoko είναι μια νεαρή, μοναχική κοπέλα που ζει σε κάποια πόλη της Ιαπωνίας, η οποία συνδυάζει κάτι από αστική, κτιριακή διαμόρφωση και παραδοσιακή, ταυτόχρονα, ζωή, δίπλα στις καλαμιές, το ποτάμι και τη νωχελική καλοκαιρινή ατμόσφαιρα της εποχής.
Η πρωταγωνίστρια δεν είναι και το πιο φυσιολογικό άτομο που έχεις δει, καθώς βγάζει τα προς το ζην με έναν ενδιαφέροντα τρόπο: νοικιάζει γάτες σε ανθρώπους! Η Sayoko όμως φροντίζει τα γατάκια της και δεν τα δίνει όπου κι όπου. Τα άτομα τα οποία αποφασίζουν να νοικιάσουν μια γατούλα, είναι συνήθως μοναχικά και απογοητευμένα από την ίδια τη ζωή, οπότε θα έλεγε κανείς πως η νεαρή "επιχειρηματίας", τους προσφέρει μια μορφή μουστακλίδικης ψυχοθεραπείας. Όταν μάλιστα έπειτα από το πέρας του συμφωνημένου χρόνου ενοικίασης, τα γατάκια γυρνάνε στο σπίτι, ο ψυχαναλυόμενος, έχει συνήθως λύσει το πρόβλημα του (όπως κι αν μεταφράζεται δηλαδή αυτό), με την Sayoko να υποδέχεται στο σπίτι περιχαρής, την κάθε της ψιψίνα. Παρόλα αυτά, από την αρχή κιόλας της ταινίας, υπάρχει μια βασική αντίφαση πάνω στην οποία φαίνεται πως πατάει έτσι κι αλλιώς το συγκεκριμένο εργάκι: η Sayoko εξακολουθεί να είναι μόνη, παρέα με τις γάτες της, την ίδια στιγμή που όλοι της οι πελάτες, έχουν καταφέρει να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους. Και εκείνη; Πότε θα το κάνει;
Αν και όπως έχετε καταλάβει, αρέσκομαι ιδιαίτερα στον ασιατικό κινηματογράφο (παλαιότερο και σύγχρονο), παρόλα αυτά, έχω μια τάση να βλέπω περισσότερο ταινίες νοτιοκορεατών δημιουργών (άντε και κάνα Χονγκ-Κόνγκ) και πολύ λιγότερο Κινέζων ή Ιαπώνων. Ο λόγος μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στον παράφορο "έρωτά" μου για τον Chan-wook Park, γεγονός που πρέπει να ξεπεράσω κάποια στιγμή, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Στη προκειμένη περίπτωση για παράδειγμα, το "Rentaneko" είναι σκηνοθετημένο από μια Ιαπωνέζα δημιουργό, την Naoko Ogigami, για τη δουλειά του οποίου δεν έχω τη παραμικρή ιδέα. Έτσι κι αλλιώς βέβαια, και από ότι είδα, η φιλμογραφία του είναι και από μόνη της περιορισμένη, οπότε δε μπορώ να πω με σιγουριά τι είδους σκηνοθέτρια είναι η κ. Ogigami. Μπορώ όμως να πω σίγουρα οτι το "Rentaneko" μου θύμισε τελικά πολύ την αγαπητή μου ταινία του Park, "I'm a Cyborg but that's OK", κυρίως όσον αφορά τη φαντασιακή αναπαράσταση ορισμένων σκηνών, αλλά και του σοβαρού κοινωνικού μηνύματος που ενυπάρχει μέσα σε αυτές, και που παρά το γεγονός οτι είναι διαφορετικό, εντούτοις είναι πικρά απτό. Και για εμένα τέτοιου είδους ταινίες που καταφέρνουν να συνδυάζουν μια γλυκόπικρη επίγευση, με δόσεις πραγματικής ζωής, είναι που αποτελούν πραγματικές, ανεξάρτητες παραγωγές, άξιες προσοχής. Και πιστεύω οτι το "Rentacat" είναι μια τέτοια.
Στο "I'm a Cyborg but that's OK", η πρωταγωνίστρια (νεαρή και εκεί), κλείνεται σε ένα ψυχιατρείο, επειδή πιστεύει οτι είναι...cyborg. Το θέμα μπορεί να φαντάζει χιουμοριστικό, αλλά τελικά δεν είναι, διότι η ψύχωση της Su-jeong την αποτρέπει από το να φάει και τη παραμικρή ποσότητα κανονικού φαγητού, εξαιτίας του φόβου της οτι μπορεί να βραχυκυκλώσει! Για τον λόγο αυτό η Su, "τρέφεται" μόνο με...μπαταρίες(!), τις οποίες και γλύφει, προκειμένου να επαναφορτιστεί.
Σε τέτοια περίπου μονοπάτια κινείται και η ταινία της Ogigami, αν και εδώ η ηρωίδα δε φαίνεται να διακατέχεται από κάποιον ακραία διαταραγμένο ψυχισμό, ίσως μόνο από κάποιες προσωπικές εμμονές (βλ. γάτες), καθώς και από την αδυναμία της να κοινωνικοποιηθεί.
Ενώ η ταινία του Park, παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό το πρόβλημα ενός (ή και πολλών) διαταραγμένων προσωπικοτήτων που χρίζουν ιατρικής βοήθειας, καταφέρνει να ξεφύγει από τα τετριμμένα, και να δημιουργήσει ένα παραμύθι πάνω στη δύναμη της φιλίας, της αγάπης και της ανάγκης για επικοινωνία, πράγματα δηλαδή που μπορούν να βοηθήσουν καταλυτικά στην αντιμετώπιση ψυχικών νοσημάτων (σε πρώτη βάση τουλάχιστον). Με απόλυτο σεβασμό απέναντι σε αυτό που θέλει να πει, λειτουργεί και η Ogigami, η οποία μέσα από μια γλυκιά και χαριτωμένη σκοπιά, παρουσιάζει ένα ολοένα και αυξανόμενο πρόβλημα των καιρών μας: τη μοναξιά. Φροντίζοντας να μη μεταφέρει τη ταινία του στο άλλο άκρο, αυτό δηλαδή του μελοδράματος και της φτηνής συγκίνησης, δημιουργεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα αντικρουόμενα συναισθήματα και η ανάγκη της προσωπικής απελευθέρωσης, "καίγονται" από την άνευ ανταλλάγματος αυτοθυσία της πρωταγωνίστριας (η Sayoko δίνει, χωρίς να ζητάει τίποτα).
Η ουσία της μοναξιάς και της καθημερινής ρουτίνας, εκφράζεται έξυπνα μέσα από τη σκηνοθεσία, καθώς στην ουσία η δράση της Sayoko επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα από ένα και μόνο μοτίβο. Η Sayoko βγαίνει με το καροτσάκι με τις γάτες στον δρόμο, διαλαλεί την ενοικιαζόμενη πραμάτεια της, κάνει τη συμφωνία με το άτομο εκείνο που θα θεωρήσει οτι πληρεί τις προϋποθέσεις της, του νοικιάζει τη γάτα και στη συνέχεια επανέρχεται στο σπίτι, μέχρι τη στιγμή που θα πάρει και πάλι το κατοικίδιό της πίσω (κάτι που γίνεται με μια τρομερή συμπύκνωση χρόνου, που μπορεί να αφήσει πολλούς να αναρωτιούνται αν τελικά τα ζωάκια παραδίδονται στους πελάτες, μόνο για μια ημέρα!).
Γυμνή από ένα υποθεσιακά, ενδιαφέρον story (δεν υπάρχει στην ουσία υπόθεση, το πράγμα εξαντλείται από τη πρώτη ενοικίαση, όπως ακριβώς και εσύ. Αυτό όμως είναι το ζητούμενο) και βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στην αμελί-στικη παρουσία της Mikako Ichikawa, το "Rentaneko" είναι μια ταινία την οποία είναι σίγουρο οτι θα απολαύσεις, αν σου αρέσει δηλαδή αυτό το είδος της quirky, ανεξάρτητης ταινίας.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η καθημερινή λούπα της Sayoko και η επιφανειακή τελικά επαφή της με τους πελάτες της (οι οποίοι με τη σειρά τους βιώνουν τη δική τους μοναξιά και αποτελούν διάφορα μέλη μιας κοινωνίας, από την ηλικιωμένη γυναίκα, και τον παντρεμένο οικογενειάρχη, μέχρι την εξίσου νεαρή εργένισσα), αποτελεί και το ηθικό δίδαγμα του σκηνοθέτη. Αν δηλαδή κάποιος δεν αντιληφθεί σε πρώτη φάση από μόνος του, το γεγονός οτι έχει ανάγκη από μια συντροφική βοήθεια, τότε είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί λύση σε αυτό που τον ταλανίζει, γιατί απλά δεν έχει ακόμα βρει τι είναι αυτό. Για παράδειγμα στην ταινία, όλοι αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της μοναξιάς τους, γιατί αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι' αυτό και συγκεκριμένα να νοικιάσουν μια γάτα. Η Sayoko αποτελεί στην ουσία τον μεσάζοντα για τη "θεραπεία" αυτών των ανθρώπων, οχι όμως και για τη δική της, καθώς από εκείνη λείπει η συνειδητοποίηση της κατάστασής της και άρα, η γνώση. Εκείνοι που την έλαβαν, πέρασαν στο επόμενο στάδιο της ζωής τους. Οχι όμως και η νεαρή ηρωίδα μας.
Η σκηνοθεσία της Ogigami είναι γεμάτη ζεστά χρώματα και φως, γεγονός που έρχεται κόντρα με την κατά τα άλλα προβληματική καθημερινότητα της Sayoko, αλλά αυτή είναι και η ανάγκη του σκηνοθέτη, να μας παρουσιάσει δηλαδή μια ταυτόχρονα εναλλακτική, αλλά και τόσο πιστά στα προβλήματα των καιρών μας, πραγματικότητα.
Το τοπίο της ταινίας το οποίο παραπέμπει σίγουρα σε μια διαφορετική, χρονική εποχή, προσδίδοντας μια σταλιά αναγκαίας ντεκαντάνς (και κιτς, αν κρίνουμε από το παλαβιάρικο ντύσιμο της πρωταγωνίστριας), βοηθάει στο να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον, μέσα από το οποίο ο θεατής θα αρχίσει να αναρωτιέται σχετικά με το αν στη τελική, πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό, χωροχρονικό κομμάτι, μέσα στη φυσιολογική ροή του χρόνου όπως τον ξέρουμε.
Παραπέμποντας την ίδια στιγμή σε κάτι το ονειρικό, αλλά και σε κάτι το καθημερινά επίπονο, το "Rentaneko" ενδύεται το κοστούμι της χιουμοριστικής ταινίας, τη στιγμή που ξεκάθαρα είναι κάτι ολότελα διαφορετικό. Αξίζει να του ρίξετε μια ματιά αν μη τι άλλο για την όμορφη σκηνοθεσία, τις ζεστές ερμηνείες και την ειλικρίνεια που βγάζει.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο ανανάς είναι σίγουρα μια πρωτότυπη επιλογή για το ιερό/βωμό της γιαγιάς σου, οτι τα ιαπωνέζικα τζιτζίκια ακούγονται το ίδιο, ακόμα και στο Lineage(!!) και οτι η γυναίκα που συνεχώς "της την λέει" από την διπλανό κήπο, δεν είναι γυναίκα. Είναι κυριούλης, ο οποίος μάλιστα έχει παίξει και σε ταινίες του Park. Χα!
No trivia
Καλησπέρα καλησπέρα, από τον βροχερό Πειραιά! Τι ωραία μέρα και πόσο μ' αρέσει όταν είναι έτσι σκοτεινή και βροχερή, αλλά να είμαι και σπίτι μου, να τα λέμε αυτά. Όπως βλέπετε επιστρέψαμε και πάλι σε κινηματογραφικές προτάσεις από το τελευταίο φεστιβάλ της Αθήνας, τις Νύχτες Πρεμιέρας. Αν και αυτή την εβδομάδα οι αίθουσες θα είναι γεμάτες από πολλές και διαφορετικές ταινιακές επιλογές, προκειμένου να διαλέξετε αυτή που ταιριάζει σε εσάς, εμείς, θα αρχίσουμε να μιλάμε γι' αυτές από την Παρασκευή και μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Έχετε λοιπόν το νου σας οτι σας περιμένουν το αμιγώς κινηματογραφικό πόνημα του Leos Carax, "Holy Motors" (ταινία για λίγους, αλλά πραγματική πρόκληση για τους πολλούς), το οπτικοακουστικό υπερθέαμα των αδελφών Watchowski, "Cloud Atlas", το γοτθικό animation του Tim Burton, "Frankenweenie", αλλά και το σινεφιλικό δημιούργημα του Christian Mungiu, "Beyond the Hills". Για πιο ελαφριές καταστάσεις κυκλοφορεί και μια χαλαρή κωμωδία ηλικίας, με τους Meryl Streep και Tommy-Lee Jones, το "Hope Springs", ενώ κυκλοφορεί και το αριστουργηματικό "Nosferatu" (1922) του μεγάλου F.W Murnau, με αφορμή τη νεο-αναζωογονημένη μας αγάπη, απέναντι στα βαμπίρια. Σήμερα εντούτοις, θα ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι εξ Ιαπωνίας, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μια υποτιπώδη Amelie, αλλά και με την εμπλοκή χαριτωμένων, γούνινων τετράποδων: ψιψίνων φυσικά! Btw, welcome νέε αναγνώστη : )
H Sayoko είναι μια νεαρή, μοναχική κοπέλα που ζει σε κάποια πόλη της Ιαπωνίας, η οποία συνδυάζει κάτι από αστική, κτιριακή διαμόρφωση και παραδοσιακή, ταυτόχρονα, ζωή, δίπλα στις καλαμιές, το ποτάμι και τη νωχελική καλοκαιρινή ατμόσφαιρα της εποχής.
Η πρωταγωνίστρια δεν είναι και το πιο φυσιολογικό άτομο που έχεις δει, καθώς βγάζει τα προς το ζην με έναν ενδιαφέροντα τρόπο: νοικιάζει γάτες σε ανθρώπους! Η Sayoko όμως φροντίζει τα γατάκια της και δεν τα δίνει όπου κι όπου. Τα άτομα τα οποία αποφασίζουν να νοικιάσουν μια γατούλα, είναι συνήθως μοναχικά και απογοητευμένα από την ίδια τη ζωή, οπότε θα έλεγε κανείς πως η νεαρή "επιχειρηματίας", τους προσφέρει μια μορφή μουστακλίδικης ψυχοθεραπείας. Όταν μάλιστα έπειτα από το πέρας του συμφωνημένου χρόνου ενοικίασης, τα γατάκια γυρνάνε στο σπίτι, ο ψυχαναλυόμενος, έχει συνήθως λύσει το πρόβλημα του (όπως κι αν μεταφράζεται δηλαδή αυτό), με την Sayoko να υποδέχεται στο σπίτι περιχαρής, την κάθε της ψιψίνα. Παρόλα αυτά, από την αρχή κιόλας της ταινίας, υπάρχει μια βασική αντίφαση πάνω στην οποία φαίνεται πως πατάει έτσι κι αλλιώς το συγκεκριμένο εργάκι: η Sayoko εξακολουθεί να είναι μόνη, παρέα με τις γάτες της, την ίδια στιγμή που όλοι της οι πελάτες, έχουν καταφέρει να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους. Και εκείνη; Πότε θα το κάνει;
Αν και όπως έχετε καταλάβει, αρέσκομαι ιδιαίτερα στον ασιατικό κινηματογράφο (παλαιότερο και σύγχρονο), παρόλα αυτά, έχω μια τάση να βλέπω περισσότερο ταινίες νοτιοκορεατών δημιουργών (άντε και κάνα Χονγκ-Κόνγκ) και πολύ λιγότερο Κινέζων ή Ιαπώνων. Ο λόγος μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στον παράφορο "έρωτά" μου για τον Chan-wook Park, γεγονός που πρέπει να ξεπεράσω κάποια στιγμή, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Στη προκειμένη περίπτωση για παράδειγμα, το "Rentaneko" είναι σκηνοθετημένο από μια Ιαπωνέζα δημιουργό, την Naoko Ogigami, για τη δουλειά του οποίου δεν έχω τη παραμικρή ιδέα. Έτσι κι αλλιώς βέβαια, και από ότι είδα, η φιλμογραφία του είναι και από μόνη της περιορισμένη, οπότε δε μπορώ να πω με σιγουριά τι είδους σκηνοθέτρια είναι η κ. Ogigami. Μπορώ όμως να πω σίγουρα οτι το "Rentaneko" μου θύμισε τελικά πολύ την αγαπητή μου ταινία του Park, "I'm a Cyborg but that's OK", κυρίως όσον αφορά τη φαντασιακή αναπαράσταση ορισμένων σκηνών, αλλά και του σοβαρού κοινωνικού μηνύματος που ενυπάρχει μέσα σε αυτές, και που παρά το γεγονός οτι είναι διαφορετικό, εντούτοις είναι πικρά απτό. Και για εμένα τέτοιου είδους ταινίες που καταφέρνουν να συνδυάζουν μια γλυκόπικρη επίγευση, με δόσεις πραγματικής ζωής, είναι που αποτελούν πραγματικές, ανεξάρτητες παραγωγές, άξιες προσοχής. Και πιστεύω οτι το "Rentacat" είναι μια τέτοια.
Στο "I'm a Cyborg but that's OK", η πρωταγωνίστρια (νεαρή και εκεί), κλείνεται σε ένα ψυχιατρείο, επειδή πιστεύει οτι είναι...cyborg. Το θέμα μπορεί να φαντάζει χιουμοριστικό, αλλά τελικά δεν είναι, διότι η ψύχωση της Su-jeong την αποτρέπει από το να φάει και τη παραμικρή ποσότητα κανονικού φαγητού, εξαιτίας του φόβου της οτι μπορεί να βραχυκυκλώσει! Για τον λόγο αυτό η Su, "τρέφεται" μόνο με...μπαταρίες(!), τις οποίες και γλύφει, προκειμένου να επαναφορτιστεί.
Σε τέτοια περίπου μονοπάτια κινείται και η ταινία της Ogigami, αν και εδώ η ηρωίδα δε φαίνεται να διακατέχεται από κάποιον ακραία διαταραγμένο ψυχισμό, ίσως μόνο από κάποιες προσωπικές εμμονές (βλ. γάτες), καθώς και από την αδυναμία της να κοινωνικοποιηθεί.
Ενώ η ταινία του Park, παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό το πρόβλημα ενός (ή και πολλών) διαταραγμένων προσωπικοτήτων που χρίζουν ιατρικής βοήθειας, καταφέρνει να ξεφύγει από τα τετριμμένα, και να δημιουργήσει ένα παραμύθι πάνω στη δύναμη της φιλίας, της αγάπης και της ανάγκης για επικοινωνία, πράγματα δηλαδή που μπορούν να βοηθήσουν καταλυτικά στην αντιμετώπιση ψυχικών νοσημάτων (σε πρώτη βάση τουλάχιστον). Με απόλυτο σεβασμό απέναντι σε αυτό που θέλει να πει, λειτουργεί και η Ogigami, η οποία μέσα από μια γλυκιά και χαριτωμένη σκοπιά, παρουσιάζει ένα ολοένα και αυξανόμενο πρόβλημα των καιρών μας: τη μοναξιά. Φροντίζοντας να μη μεταφέρει τη ταινία του στο άλλο άκρο, αυτό δηλαδή του μελοδράματος και της φτηνής συγκίνησης, δημιουργεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα αντικρουόμενα συναισθήματα και η ανάγκη της προσωπικής απελευθέρωσης, "καίγονται" από την άνευ ανταλλάγματος αυτοθυσία της πρωταγωνίστριας (η Sayoko δίνει, χωρίς να ζητάει τίποτα).
Η ουσία της μοναξιάς και της καθημερινής ρουτίνας, εκφράζεται έξυπνα μέσα από τη σκηνοθεσία, καθώς στην ουσία η δράση της Sayoko επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα από ένα και μόνο μοτίβο. Η Sayoko βγαίνει με το καροτσάκι με τις γάτες στον δρόμο, διαλαλεί την ενοικιαζόμενη πραμάτεια της, κάνει τη συμφωνία με το άτομο εκείνο που θα θεωρήσει οτι πληρεί τις προϋποθέσεις της, του νοικιάζει τη γάτα και στη συνέχεια επανέρχεται στο σπίτι, μέχρι τη στιγμή που θα πάρει και πάλι το κατοικίδιό της πίσω (κάτι που γίνεται με μια τρομερή συμπύκνωση χρόνου, που μπορεί να αφήσει πολλούς να αναρωτιούνται αν τελικά τα ζωάκια παραδίδονται στους πελάτες, μόνο για μια ημέρα!).
Γυμνή από ένα υποθεσιακά, ενδιαφέρον story (δεν υπάρχει στην ουσία υπόθεση, το πράγμα εξαντλείται από τη πρώτη ενοικίαση, όπως ακριβώς και εσύ. Αυτό όμως είναι το ζητούμενο) και βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στην αμελί-στικη παρουσία της Mikako Ichikawa, το "Rentaneko" είναι μια ταινία την οποία είναι σίγουρο οτι θα απολαύσεις, αν σου αρέσει δηλαδή αυτό το είδος της quirky, ανεξάρτητης ταινίας.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η καθημερινή λούπα της Sayoko και η επιφανειακή τελικά επαφή της με τους πελάτες της (οι οποίοι με τη σειρά τους βιώνουν τη δική τους μοναξιά και αποτελούν διάφορα μέλη μιας κοινωνίας, από την ηλικιωμένη γυναίκα, και τον παντρεμένο οικογενειάρχη, μέχρι την εξίσου νεαρή εργένισσα), αποτελεί και το ηθικό δίδαγμα του σκηνοθέτη. Αν δηλαδή κάποιος δεν αντιληφθεί σε πρώτη φάση από μόνος του, το γεγονός οτι έχει ανάγκη από μια συντροφική βοήθεια, τότε είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί λύση σε αυτό που τον ταλανίζει, γιατί απλά δεν έχει ακόμα βρει τι είναι αυτό. Για παράδειγμα στην ταινία, όλοι αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της μοναξιάς τους, γιατί αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι' αυτό και συγκεκριμένα να νοικιάσουν μια γάτα. Η Sayoko αποτελεί στην ουσία τον μεσάζοντα για τη "θεραπεία" αυτών των ανθρώπων, οχι όμως και για τη δική της, καθώς από εκείνη λείπει η συνειδητοποίηση της κατάστασής της και άρα, η γνώση. Εκείνοι που την έλαβαν, πέρασαν στο επόμενο στάδιο της ζωής τους. Οχι όμως και η νεαρή ηρωίδα μας.
Η σκηνοθεσία της Ogigami είναι γεμάτη ζεστά χρώματα και φως, γεγονός που έρχεται κόντρα με την κατά τα άλλα προβληματική καθημερινότητα της Sayoko, αλλά αυτή είναι και η ανάγκη του σκηνοθέτη, να μας παρουσιάσει δηλαδή μια ταυτόχρονα εναλλακτική, αλλά και τόσο πιστά στα προβλήματα των καιρών μας, πραγματικότητα.
Το τοπίο της ταινίας το οποίο παραπέμπει σίγουρα σε μια διαφορετική, χρονική εποχή, προσδίδοντας μια σταλιά αναγκαίας ντεκαντάνς (και κιτς, αν κρίνουμε από το παλαβιάρικο ντύσιμο της πρωταγωνίστριας), βοηθάει στο να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον, μέσα από το οποίο ο θεατής θα αρχίσει να αναρωτιέται σχετικά με το αν στη τελική, πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό, χωροχρονικό κομμάτι, μέσα στη φυσιολογική ροή του χρόνου όπως τον ξέρουμε.
Παραπέμποντας την ίδια στιγμή σε κάτι το ονειρικό, αλλά και σε κάτι το καθημερινά επίπονο, το "Rentaneko" ενδύεται το κοστούμι της χιουμοριστικής ταινίας, τη στιγμή που ξεκάθαρα είναι κάτι ολότελα διαφορετικό. Αξίζει να του ρίξετε μια ματιά αν μη τι άλλο για την όμορφη σκηνοθεσία, τις ζεστές ερμηνείες και την ειλικρίνεια που βγάζει.
Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο ανανάς είναι σίγουρα μια πρωτότυπη επιλογή για το ιερό/βωμό της γιαγιάς σου, οτι τα ιαπωνέζικα τζιτζίκια ακούγονται το ίδιο, ακόμα και στο Lineage(!!) και οτι η γυναίκα που συνεχώς "της την λέει" από την διπλανό κήπο, δεν είναι γυναίκα. Είναι κυριούλης, ο οποίος μάλιστα έχει παίξει και σε ταινίες του Park. Χα!
No trivia
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)