Ο Walter White (Brian Cranston), είναι μια χημική διάνοια, που παρά το τρισμέγιστο ταλέντο και την ταπεινοφροσύνη που ξεπερνάει ακόμα και αυτή του Jesus Christ, δεν έχει καταφέρει να κάνει το πολυπόθητο, μεγάλο βήμα στη ζωή του, παραμένοντας κολλημένος σε ένα τοπικό σχολείο, διδάσκοντας Χημεία. Το γεγονός βέβαια οτι ο ίδιος είναι σαν καημένος, δε βοηθάει και πολύ τα πράγματα, μιας που ούτε δυναμικό τον λες, ούτε άτομο που υποστηρίζει την άποψή του τον λες, ούτε καν τον άντρα στη σχέση τον λες, μιας που η Skyler White (Anna Gunn), η σπαζαρχί σύζυγος, φροντίζει να τον μανιπιουλάρει και να τον έχει και λίγο μέσα στο extra extra large βρακί της, καθότι έγκυος. Από την άλλη πλευρά και ο μεγαλύτερος γιος, Walter Jr. (RJ Mitte, ο οποίος υποδύεται έναν έφηβο με κινητικές δυσκολίες και οχι μόνο) δε φαίνεται να πολυκαταλαβαίνει την 'αδυναμία' του πατέρα του να ορθώσει ανάστημα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Έχουμε λοιπόν: έναν σύζυγο η αυτοπεποίθηση του οποίου είναι ένα με το πάτωμα, μια σύζυγο με τούρλα τη κοιλιά, που φυσικά δεν εργάζεται, έναν γιο με πρόβλημα υγείας και έναν μισθό που με το ζόρι φτάνει για τα απαραίτητα. Και κάπου εδώ, έρχεται το πραγματικά 'καλό': o Walter πάσχει από καρκίνο στους πνεύμονες, και οι γιατροί του δίνουν γύρω στον έναν χρόνο ζωής. Αυτό θα πει καλοτυχία.
Όταν ο καλός Walter ενημερωθεί για την κατάστασή του, θα αποφασίσει να πάρει-επιτέλους-τον έλεγχο της ζωή του στα χέρια του, και να δράσει άμεσα, προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένεια, μετά τον θάνατό του. Και τότε κάνει το ακόμα καλύτερο: γίνεται μάγειρας κρυσταλλικής μεθαδόνης, παίρνει στη δούλεψή του έναν πρώην μαθητή(!), τον 'τα ζώα μου αργά' Jesse Pinkam (Aaron Paul) και πιάνει δουλειά.
Το ταλέντο του ως χημικός θα φανεί γρήγορα, όταν η μπλε, κρυσταλλική μεθαδόνη του, γίνει ανάρπαστη και ξεσηκώσει θύελλα ευφραινόμενης καρδίας στους απανταχού εμπόρους και πρεζόνια, χάρη στη pure, purest σύνθεσή της. Ο Walt πιστεύει πως έχει πιάσει ήδη τη καλή. Τι κρίμα που ο κουνιάδος του Hank (Dean Norris) εργάζεται για την DEA (Drug Enforcement Administration), τα μεξικάνικα ναρκω-καρτέλ δεν αστειεύονται, ο ίδιος δεν έχει ιδέα για το πως λειτουργεί το σύστημα, και ο Jesse είναι κάτι περισσότερο από άχρηστος; Κρίμα indeed.
Από τη χρονιά που ξεκίνησε να προβάλλεται, το "Breaking Bad", αποτέλεσε κλασικό πελάτη των Emmy Awards, αφού μόνο το 2011 δεν έλαβε κάποια υποψηφιότητα. Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, όλοι μιλούν για τη σειρά-φαινόμενο, που έχει καθηλώσει εκατομμύρια θεατές στους δέκτες του, εξακολουθεί να κερδίζει το ένα βραβείο μετά το άλλο, και να κρατά το ενδιαφέρον στα ύψη, ακόμα και στην 5η σεζόν, η οποία ξεκίνησε και επισήμως από τις 15 Ιουλίου.
Η αλήθεια είναι πως όταν βλέπεις μια σειρά να έχει φτάσει αισίως ως την πέμπτη σεζόν, να εξακολουθεί να κρατάει το ενδιαφέρον σου αμείωτο, και μάλιστα να βρίσκεται στην καλύτερή της στιγμή, ε τότε ο μεγάλος ντόρος γύρω από το όνομά της, καταλαβαίνεις οτι δεν είναι καθόλου τυχαίος.
Βέβαια για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, μεγάλο ρόλο παίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση και το κανάλι από το οποίο προβάλλεται η σειρά (μιλάμε βασικά για την επίσημη προβολή της στη τηλεόραση της Αμερικής, και οχι για το downloading των επεισοδίων από το internet). Το ΑΜC λοιπόν, το οποίο έχει αναλάβει τη προβολή μερικών, από τις πιο επιτυχημένες σειρές (στο πλευρό του Breaking Bad, θα δει κανείς το "Mad Men", αλλά και το "The Walking Dead") παίζει μαζί με το HBO ("True Blood", "Boardwalk Empire", "Game of Thrones"), στη πρώτη θέση των επιλογών των θεατών, χάρη στο πολυποίκιλο και καλοφτιαγμένο θέαμα που προσφέρουν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που έπειτα από την τεράστια επιτυχία του "Breaking Bad", η αναγνωρισιμότητα και η φήμη του AMC, έχει εκτοξευθεί στα ύψη.
Πάντως, για να τα λέμε και λιγάκι μεταξύ μας, κάθε καλωδιακό κανάλι θα ήθελε να έχει στο ενεργητικό του, ένα τόσο βαρύ πυροβολικό, όσο το "Breaking Bad", καθώς αρκεί να δεις τις πρώτες σεζόν για να καταλάβεις οτι αυτή η σειρά, τα έχει όλα: έξυπνο story, πολυεπίπεδους χαρακτήρες, διαρκείς ανατροπές, εντυπωσιακή σκηνοθεσία, δράση και ρεαλιστικότητα στο έπακρο. Αν δε την έχεις ήδη ξεκινήσει, here is your time.
Είναι εύκολο να υποπέσει κάποιος σε μοιραίο ολίσθημα, από τη στιγμή που ασκεί κριτική σε μια σειρά, καθώς είναι τόσα αυτά που έχεις δει, και τόσα αυτά για τα οποία θες να μιλήσεις, που και το παραμικρό spoiler, είναι κρίμα και άδικο για όσους δε την έχουν ακόμα πάρει πρέφα. Έτσι λοιπόν, θα προσπαθήσω να αποφύγω την ανάλυση υπερβολικά, συγκεκριμένων στιγμών της σειράς, και θα μιλήσω λίγο πιο γενικά, για το feeling που σου αφήνει επεισόδιο το επεισόδιο.
Όταν ξεκίνησα και εγώ να τη παρακολουθώ φέτος το καλοκαίρι, ομολογώ πως στην αρχή δε μου είχε φανεί κάτι το εντυπωσιακό, κυρίως επειδή έπρεπε πρώτα να γνωρίσουμε τους χαρακτήρες. Τι εννοώ; Οτι μέχρι να καταστούν οι χαρακτήρες επαρκώς κατανοητοί από τη σκηνοθετική ομάδα, εμείς πρέπει να κάνουμε σαφέστατα μια μικρή υπομονή, αν μη τι άλλο, για να δούμε που το πάνε. Ο χαρακτήρας του Walter δε, πρέπει να αποδοθεί με σαφήνεια, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η τεράστια αλλαγή που έχει επέλθει πάνω του για παράδειγμα, στο τέλος της τέταρτης σεζόν. Για τον λόγο αυτό σας προειδοποιώ, πως αν πιάσετε τον εαυτό σας να βαριέται στα πρώτα επεισόδια, δώστε της λίγο χρόνο (όπως βασικά σε κάθε σειρά που έχετε αντιληφθεί οτι αξίζει) και αφήστε την να εξελιχθεί με τον τρόπο που το κάνει και πιστέψτε με, από εκεί που αρχικά θα νιώθετε οίκτο και συμπάθεια για τον Walter, είναι πολύ πιθανό να νιώθετε αργότερα μια απτή αποστροφή για το άτομό του. Προσωπικά αισθάνομαι μια άρρωστη περηφάνια για εκείνον (α και δέος, μπόλικο δέος), αλλά who gives a f*ck? Ο καθένας θα το...βιώσει διαφορετικά το πέρασμα του ήρωα από μια ζωή δίχως μέλλον, σε μια άλλη ζωή, αυτή τη φορά με ένα, όσο δε πάει, επίφοβο παρόν.
Κατά γενική ομολογία, οι ταινίες που πραγματεύονται το θέμα των ναρκωτικών είναι ως επί το πλείστον ή υπερδραματικές με extra focus πάνω σε κάποιον μοιραίο ήρωα, ή καταλήγουν στον αντίποδα, σε φάση "Trainspotting" τύπου 'είμαι χωμένος μέσα στα σκατά, αλλά και τι να κάνεις;". Όταν όμως μιλάμε για τον πεπερασμένο χρόνο μιας κινηματογραφικής ταινίας, οι επιλογές σου είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένες. Ή θα ακολουθήσεις τη μια κατεύθυνση, ή την άλλη. Αντιθέτως όταν σου προσφέρονται οι μπόλικες ώρες μιας τηλεοπτικής σειρά, τότε, αν διαθέτεις και το κατάλληλο υλικό, μπορείς να δημιουργήσεις μια κατάσταση-δυναμίτη. Προφανώς και καταλάβατε οτι το "Breaking Bad", είναι αυτό ακριβώς.
Εδώ δε μπορούμε να μιλάμε για απόλυτες καταστάσεις, για junkies χωρίς επιστροφή, για τρελαμένα αφεντικά χωρίς τιμή ή τέλος πάντων για μια καθαρά γραμμική, υποθεσιακή εξέλιξη. Οχι. Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για προοδευτικά διαφοροποιούμενους χαρακτήρες, για τύπους που από αρνάκια του Θεού, καταλήγουν λύκοι του Διαβόλου, για ωμές συνθήκες βίας, βεντέτες του δρόμου και ένα σωρό δουλείες που στραβώνουν και πάλι από την αρχή.
Ο πρωταγωνιστής της σειράς θέτει σε εφαρμογή ένα επικίνδυνο σχέδιο, από αγνή αγάπη για την οικογένειά του και καταλήγει να αποτελεί στόχο της Δίωξης, των κακών Μεξικανών με τα τσεκούρια, των ύπουλων αφεντικών της meth που αρέσκονται στο τραγανό κοτόπουλο και μυριάδων ακόμα χαρακτήρων, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σημαντικών, όλων όμως με έναν ρόλο που επηρεάζει και επηρεάζεται.
Το "Breaking Bad" είναι μια ιστορία για έναν πραγματικά good guy, που turned bad, και αυτό είναι μια αυταπόδεικτη αλήθεια. Άλλοι αποφασίζουν να αλλάξουν ζωή κάνοντας ένα ταξίδι, ένα παιδί, αλλάζοντας δουλειά ή με το να παντρευτούν. Ο Walter White όμως διαφέρει, καθώς ξεκινάει να κατασκευάζει το pure ναρκωτικό του από καθαρά οικογενειακό συμφέρον. Αυτό που δεν υπολόγιζε είναι βέβαια και η δική του, προσωπική αλλαγή, από έναν άνθρωπο του σχολείου και έναν καλό σύζυγο/πατέρα, σε έναν άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, έναν καραφλό τύπο με μούσι, γυαλιά ηλίου και καπέλο, που ακούει στο κωδικό όνομα Heisenberg. Και αυτή η ασυνείδητη αλλαγή, είναι που κάνει τον White έναν από τους πιο badass χαρακτήρες που έχεις δει τα τελευταία χρόνια οχι μόνο στη τηλεόραση, αλλά και στον κινηματογράφο.
Η σκηνοθεσία είναι το λιγότερο εντυπωσιακή (για τα δεδομένα μάλιστα μιας σειράς), με πλάνα που έρχονται από τα βάθη του...μαγειρευτικού καζανιού, από τον πάτο ενός σκουπιδοτενεκέ και άλλα τέτοια χαριτωμένα, τοποθεσίες στην άκρη του Θεού, χιλιόμετρα καυτής ερήμου μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου (και ακόμα παραπέρα) και όλα αυτά δοσμένα με έναν τρόπο καθόλα ρεαλιστικό, καθημερινό και επί της ουσίας, πραγματικό.
Το να παίρνεις τόσους πολλούς, ετερόκλητους χαρακτήρες και να τους δίνεις πνοή μέσα σε ένα περιβάλλον που μοιάζουν να μη κολλάνε, αλλά και ταυτόχρονα να είναι το μοναδικό στο οποίο να έχουν μια κάποια τύχη, είναι κάτι το αξιοπρόσεχτο. Όταν μάλιστα καταφέρνεις και κάνεις το περιβάλλον το ίδιο, εν μέρει, πρωταγωνιστή της σειράς, τότε είσαι μάλλον από εκείνους που δεν αφήνουν τίποτα να πάει χαμένο-και καλά κάνεις, αν αξίζει στη τελική. Έτσι και εδώ, τα fast forward της κάμερας, τα πανοραμικά πλάνα, οι συνεχείς λήψεις ενός καθάριου, γαλάζιου ουρανού (ταυτόσημου της καθάριας, γαλαζωπής meth; Who knows?), και η προσήλωση πάνω στους χαρακτήρες, όλα, δημιουργούν μια αίσθηση εναλλακτικής πραγματικότητας, σαν να βρίσκεσαι εσύ σπίτι σου και κάπου εκεί έξω ένας Walter White, παίρνει το κολατσιό του, φοράει τη προστατευτική του στολή και ξεκινάει για να βγάλει το μεροκάματο της ημέρας (κάτι εκατοντάδες, χιλιάδες δολάρια δηλαδή).
Ο Brian Cranston στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι απλά αποκάλυψη. Ένας τύπος που τα κάνει όλα και συμφέρει, με την εντυπωσιακή και τρομακτική ομολογουμένως αλλαγή του, να κρατάει πάνω της ολόκληρη της σειρά. Μοιάζοντας να είναι καμωμένος από τη πάστα ενός πραγματικού ηθοποιού, θέλουμε πολύ να τον δούμε και σε άλλες παραγωγές και είμαι διατεθειμένη να του συγχωρέσω το μικρό ολίσθημα του ρόλου του στο κομπάρσικο "Total Recall" με την ιερή τριάδα των κομπάρσων, Colin Farell, Jesicca Bieal, Keit Beckinsale.
Στο πλευρό του και ο νεαρός Aaron Paul δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία στον ρόλο του Jesse, σε βαθμό που ξεχνάς οτι είναι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο του. Διόλου τυχαίο που και οι δυο τους έχουν κερδίσει τα Emma-κια τους, με τον Cranston να είναι υποψήφιος και για Χρυσή Σφαίρα.
Εκτός από τους δυο τους, όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast είναι από τα καλύτερα που έχεις δει, με τον Dean Norris στον ρόλο του DEA agent, την Anna Gunn ως αμέμπτου(;) ηθικής συζύγου και τον Giancarlo Esposito ως Gus Fring, να κερδίζουν τις εντυπώσεις.
Συμπέρασμα: Αν δεν την έχεις αρχίσει ακόμα, είναι ώρα σου. Τόσο εθιστική, όσο και αυτό το καταραμένο, little blue thing που κατασκευάζουν. Τσέκαρέ την.
Τι έμαθα από τη σειρά: Οτι ο Cranston με κουρούπα-μούσι είναι πολύ κακός, οτι πλέον θα βλέπω τα K.F.C με άλλο μάτι και οτι το ρητό 'πολλοί τη δόξα εμίσησαν, το χρήμα ουδείς' παίρνει εδώ, σάρκα και οστά.
No trivia
Και πολύ άργησες να τη δεις! Απ'τις πιο καλογραμμένες σειρές. Τρομερό σενάριο. O W. White θα έλεγα ότι είναι ο πιο ολοκληρωμένος τηλεοπτικός χαρακτήρας EVER. Για τον Cranston τα είπες όλα εσύ! Να πω την ένστασή μου μόνο. Ο τελευταίος κύκλος στην αρχή μου φάνηκε λίγο σα να παίρνει την κατιούσα, αλλά στα 2 τελευταία επεισόδια ανέβασε πάλι ταχύτητα. Και η αλλαγή της γυναίκας του δε μου φάνηκε πολύ φυσιολογική. Δε λέω περισσότερα γιατί δεν ξέρω αν την έχεις δει ακόμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήHAIL!
Τωρα θα ξεκινήσω 5η, και θα σου πω, γιατί από τις φωτογραφίες που έψαχνα βάλω, είδα κατι περίεργες της Skyler. Για να δούμε...
ΑπάντησηΔιαγραφή