Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

From Dusk Till Dawn: It's going to be a gory night

Hello, hello again!  Λοιπόν σήμερα και επειδή φτάσαμε και πάλι στο τέλος της εβδομάδας, σκέφτηκα να γράψω για κάτι χαλαρό και άκρως διασκεδαστικό, κι οχι τόσο για κάτι που σηκώνει και πολλή σκέψη.  Έτσι, μου ήρθε στο μυαλό το "From Dusk Till Dawn", το οποίο είδα μόλις πρόσφατα, και ομολογώ οτι με διασκέδασε πολύ, αφενός χάρη στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών (και ειδικά του Harvey Keitel ο οποίος φάνηκε να παίρνει τον ρόλο του στα σοβαρά), και αφετέρου χάρη στην ολοκληρωτικά cult διάσταση που προσφέρει η ταινία.  Αν λοιπόν έχετε διάθεση και εσείς για κάτι cool and fun, τότε προτιμήστε την αυτό το σαββατοκύριακο.  Για πιο σοβαρές ταινιούλες, θα έχουμε την δυνατότητα να μιλήσουμε, μέσα στον επόμενο μήνα, όταν και θα ξεκινήσουν πλέον επισήμως και οι Νύχτες Πρεμιέρας.  Ξεκινάμε!


Δυο μεγαλοκακοποιοί, ο σκληροτράχηλος Seth Gecko (George Clooney) και ο ψυχάκιας, βιαστής, δολοφόνος, αδελφός του, Richard (Quentin Tarantino...of course), καταζητούνται από την αστυνομία του Μεξικό, έπειτα από μια αιματηρή ληστεία τράπεζας, για την οποία ήταν υπεύθυνοι.  Έχοντας κανονίσει να συναντήσουν τον Carlos (Cheech Marin), το κλασικό αφεντικό με τη μουστάκα, με τον οποίο θα ανταλλάξουν λεφτά και άσυλο, αναγκάζονται να διαφύγουν από το Μεξικό, κρατώντας ομήρους τα μέλη μιας οικογένειας, την οποία καλούν να αυτοσχεδιάσει προκειμένου να τους βγάλει με το τροχόσπιτό της, εκτός συνόρων.  Ο πάστορας σε κρίση πίστης, Jacob Fuller (Harvey Keitel), καθώς και τα δυο του παιδιά, Kate (Juliette Lewis), και Scott (Ernest Liu), θα αναγκαστούν να υπακούσουν στις υποδείξεις των αδελφών-εγκληματιών, προκειμένου να παραμείνουν ζωντανοί.  Χωρίς πολλές επιλογές, ο πάτερ φαμίλιας, δε θα φέρει καμία αντίρρηση όταν οι Gecko σταματήσουν σε ένα κωλόμπαρο στη μέση του πουθενά (με την εμπνευσμένη ονομασία, "Titty Twister") προκειμένου να περιμένουν τον Carlos το τσακάλι, και να πιουν κάνα ουισκάκι, θαυμάζοντας ημίγυμνες υπάρξεις να λικνίζονται πάνω στα τραπέζια, τίγκα στο φτερό και το πούπουλο.  Αυτό που δε ξέρουν όμως, είναι οτι οι θαμώνες του μπαρ δεν είναι απλοί άνθρωποι όπως εκείνοι, αλλά κάτι κακάσχημα βαμπίρ, που λυσσάνε για αίμα και σάρκα.  Oh, it's gonna be a hell of a night...


Σκηνοθετημένο το 1996 από τον κινηματογραφικό, 'δίδυμο' αδελφό του Tarantino, Roebert Rodriguez, το "From Dusk Till Dawn" έμελλε να γίνει instant cult classic, χάρη στην χαρακτηριστική σκηνοθεσία του Τεξανού σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου και τόσα άλλα, το μακάβριο περιεχόμενο, την gore αισθητική που καλύπτει όλη σχεδόν τη δουλειά του μέχρι και σήμερα, αλλά και την εμφανέστατη διάθεση του να μη πάρει καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό του.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ο πιο grande, Tarantino.
O Rodriguez είχε επηρεαστεί από μικρός από έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους σκηνοθέτες, τον John Carpenter, ο οποίος ώθησε τα όρια της camp σκηνοθεσίας, του τρόμου και της επιστημονικής φαντασίας, πολύ πιο πέρα από τους ιστορικούς προκατόχους του, της δεκαετίας του '50.
Αν παρακολουθήσει κανείς τη πορεία του μέχρι τις μέρες μας, θα δει οτι η επίδραση του μεγάλου σκηνοθέτη, είναι πολύ έντονη, τόσο στον τομέα της θεματικής, όσο και στον τρόπο που χειρίζεται τη κάμερα.  Έτσι, αν και έχει σκηνοθετήσει γύρω στις τριάντα ταινίες, με πολλές από αυτές να αποτελούν μικρά φιλμάκια και documentaries, το μόνο σίγουρο είναι οτι έχει παραμείνει όλα αυτά τα χρόνια πιστός, στην b-movie αισθητική που τον ανέδειξε και μας έκανε να τον γουστάρουμε, αν μη τι άλλο για τις ανόσιες προσπάθειές του να μας προκαλέσει φόβο, αηδία και ενοχική απόλαυση.
Παρά το γεγονός οτι το κινηματογραφικό του style, μοιάζει έντονα με αυτό του Tarantino (ο οποίος εδώ υπογράφει το σενάριο), ποτέ δε κατάφερε να κάνει τη μεγάλη καριέρα του συναδέλφου του, καθώς μάλλον οι περισσότεροι αδυνατούν να δουν πέρα από τη καλτίλικη φύση του.  Βωμολοχίες, αίμα, διαρκής βία, γκόμενες με πλούσια ελέη και bad ass τύποι που σου ανοίγουν το κεφάλι στο πι και φι, αποτελούν την κλασική clientele του Rodriguez, ο οποίος μέσα από ταινίες όπως οι "El Mariachi", "Desperado", "Spy Kids"(!!), "Planet Terror" και "Machete", αποδεικνύει πως παραμένει ένας τύπος, αιώνια ερωτευμένος με την pulp χαβούζα των καιρών του.  Κάπου εκεί βέβαια βλέπεις οτι έχει κάνει και το "Sin City", παρέα με τον Frank Miller και τον Tarantino, και αναρωτιέσαι γιατί τελικά δεν είχε την ίδια τύχη με τον σάπιο, σκηνοθέτη φίλο του.


Ο μύθος των σκοτεινών πλασμάτων που ορέγονται το ανθρώπινο αίμα, κάνουν νάνι το πρωί, τριγυρνούν το βράδυ, αποφεύγουν το extra σκόρδο στο φαΐ τους και δεν έχουν καμία διάθεση για ξύλινο παλούκωμα, αποτελούσε από πάντα έναν από τους πιο επιτυχημένους θρύλους της παγκόσμιας, φανταστικής ιστορίας, πάνω στον οποίο έχουν γραφεί αναρίθμητα βιβλία, έχουν σκηνοθετηθεί εκατοντάδες ταινίες και γενικότερα, είναι μια από αυτές τις ιστορίες που μοιάζει να ακολουθεί τον άνθρωπο, από την αρχή της ύπαρξής του.
Το 1897 ο Ιρλανδός συγγραφέας, Abraham "Bram" Stoker, έδωσε πνοή στην ιστορία των αιωνόβιων αυτών πλασμάτων, μέσα από το βιβλίο του "Dracula", το οποίο πραγματεύεται τη ζωή του Κόμη Δράκουλα, όπως αυτός προσπαθεί να επιστρέψει από την Τρανσυλβανία, στην Αγγλία, καθώς και τη μάχη του, απέναντι σε μια ομάδα ανδρών και γυναικών, που καθοδηγείται από τον καθηγητή Abraham Van Helsing.
Έκτοτε η ιστορία των βαμπίρ έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη με πολλές παραλλαγές.  Το 1922 o Γερμανός εξπρεσιονιστής, F.W Murnau, σκηνοθετεί το "Nosferatu", μια αλληγορία πάνω στην έλευση του κακού, με τη μορφή της φονικής ασθένειας της πανούκλας, μόνο για να αναπαραστήσει με τρόπο γραφικό, τις εκατόμβες νεκρών που άφησε πίσω του ο 'Α Παγκόσμιος Πόλεμος.  Εδώ, ο Νοσφεράτου του Max Schreck, είναι ένα πλάσμα αποκρουστικό, με μυτερά αυτιά, αυστηρό παρουσιαστικό και κοφτερά δόντια, ο οποίος μοιάζει με τρωκτικό: ακριβώς δηλαδή με τα πλάσματα τα οποία φέρουν την αρρώστια πάνω τους.
Από την άλλη πλευρά, ο Δράκουλα του Coppola, είναι ένα καθαρά σεξουαλικό ον, που αποζητά το αίμα της Mina, όσο και το ίδιο της το κορμί.  Γοητευτικός και έντονα σεξουαλικός, ο Gary Oldman, άφησε εποχή με την ερμηνεία του.
Σήμερα ο μύθος των βρικολάκων, έχει ατονίσει κατά πολύ και-γιατί οχι;-έχει φλωρέψει ολοκληρωτικά, αφού βλέπετε αν δε διαθέτουν κοιλιακούς πέτρα, make-up-ίστικη χλομάδα και ενίοτε, στραφταλιζέ ραφινάρισμα, δεν νοούνται ως πλάσματα της νύχτας.  Η αλήθεια είναι πως αν δε μοιάζεις με το τελευταίο μοντέλο του Kalvin Klein, δε μπορείς να θεωρείσαι original κακός...
Ευτυχώς υπάρχει ο Rodriguez, o Schumacher (ναι, ούτε εγώ το πίστευα), o Νeil Jordan και μια πλειάδα από σύγχρονους north Korean και Σκανδιναβούς σκηνοθέτες, για να κρατήσουν τον αληθινό μύθο ζωντανό.


Στη προκειμένη περίπτωση ο Rodriguez αποφάσισε να προσδώσει στην ιστορία των vampires, μια τελείως cult διάσταση, μέσα από τον συνδυασμό γυμνού και αίματος, σαγήνης και θανάτου, ομορφιάς και ασχήμιας.
Σίγουρα έχει μείνει αξέχαστη σε όλους η σκηνή, οπού η Salma Hayek λικνίζεται αισθησιακά φορώντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα, στους ρυθμούς του "After Dark" των Tito & Tarantula, παρέα με ένα χαριτωμένο φιδάκι.  Και εκεί που κάποιος θαυμάζει τα...κάλλη της λατίνας σταρ, ο Rodriguez χαμογελάει χαιρέκακα, κλείνει το μάτι και στα αμέσως επόμενα λεπτά, την μετατρέπει στο παραπάνω εξάμβλωμα.  Bye bye στύση.
Η αλήθεια είναι, πως ακριβώς αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στη λάγνα αίσθηση και το μακάβριο χιούμορ, το οποίο εξαργυρώνεται με ένα μάτσο νυχτεριδοπλάσματα που χύνουν πράσινο αίμα και παραπέμπουν στους χειρότερούς σου εφιάλτες, είναι αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία τόσο feel good.  Έτσι κι αλλιώς είπαμε, ο Rodriguez, δύσκολα παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, και εδώ αυτό γίνεται παραπάνω από εμφανές.  Απλά ρίχνει μια ομάδα από ανθρώπους μέσα σε ένα άνδρο αιμοδιψών βρικολάκων και αφήνει το χάος να κυριαρχήσει.
Όσον αφορά τους ήρωες, ο πρωταγωνιστικός ρόλος που κρατάει εδώ ο Clooney, θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στη πλούσια, υποκριτική του γκάμα (ενώ αντιθέτως ο ρόλος του Batman, με τις προσαρμοσμένες ρώγες πάνω στη στολή, θα έπρεπε να μείνει στα άδυτα του μυαλού μας), ως ένας από τους καλύτερους, αφού αποδεικνύει οτι και καθόλου δε κωλώνει, και χαίρεται αυτό που κάνει και στη τελική το κάνει και πολύ καλά.  Το ίδιο ισχύει και για τον Keitel, ο οποίος έπειτα από το απείρου κάλους "Bad Lieutenant" και την συνεργασία του με τον Tarantino στο "Reservoir Dogs", φαίνεται πως και αυτός το διασκεδάζει πολύ, ιδιαίτερα μάλιστα αν σκεφτεί κανείς οτι υποδύεται έναν πάστορα.  Amen.
Φυσικά η πάντα εναλλακτική από τα γεννοφάσκια της, Juliette Lewis, δε θα μπορούσε να λείπει στον ρόλο άριστης τοξοβόλου, ενώ το πέρασμά του κάνει και ο αγαπητός των δυο σκηνοθετών, Danny Trejo, γιατί έτσι μας αρέσει.


Η σκηνοθεσία θα σου θυμίσει για ακόμη μια φορά αυτή του Tarantino.  Τα trunk-shots, η κάμερα μπροστά από το όπλο, τα φαντασμαγορικά εφέ και το ομολογουμένως, εντυπωσιακό μακιγιάζ, αποτελούν τα ατού της ταινίας, η οποία έτσι κι αλλιώς ποντάρει σε αυτά, αλλά και στους 'γοητευτικούς' της πρωταγωνιστές, προκειμένου να κερδίσει το ενδιαφέρον.
Το "From Dusk Till Dawn" είναι ένα cult ταινιάκι, ότι πρέπει για σήμερα.  Γιατί δε σας είπα, μπλε φεγγάρι σήμερα δε θα δείτε.  So, From Dusk Till Dawn, για πραγματικά fun βραδάκι.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι μπορείς να κάνεις έναν επιτυχημένο σταυρό, συνδυάζοντας ένα shotgun και ένα ρόπαλο του baseball, οτι όπως με πληροφόρησαν, στη διάρκεια του χορού της Santanico Pandemonium, ο Clooney είχε τη καλύτερη θέα και οτι παντού υπάρχει ένας βετεράνος του Nam.


TRIVIA
  • Το όνομα της οικογένειας Fuller, έχει δοθεί από σεναριογράφο-σκηνοθέτη, Samiuel Fuller, μια από τις πρώτες επιδράσεις του Tarantino,  όσον αφορά το "pulp" cinema.
  • Η Hayek δεν έκανε κάποια χορογραφία για τη σκηνή της, απλά άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και χόρεψε βάση της μουσικής, όπως ακριβώς της είχε πει ο Rodriguez.  Το ίδιο έγινε αργότερα και με τη Jessica Alba, στην δική της σκηνή, στο Sin City.
  • Για τα βαμπίρ χρησιμοποιήθηκε πράσινο αίμα, προκειμένου η ταινία να περάσει τον έλεγχο καταλληλότητας.
  • Αρχικά η Satanico Pandemonium, είχε την ονομασία, Blonde Death.  O Tarantino όμως αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια λατίνα, οπότε επέλεξε και τη Hayek.  To όνομα το πήρε από μια gory, μεξικάνικη ταινία τρόμου, την οποία ο Tarantino είχε δει στο ράφι του video club του εργαζόταν.
  • Η Hayek έχει στη πραγματικότητα, τεράστιο φόβο απέναντι στα φίδια και αρνιόταν να βρίσκεται κοντά σε αυτά.  Όταν διάβασε το σενάριο, κατάλαβε οτι η φοβία της θα αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο στο να δεχθεί τον ρόλο.  Αργότερα ο Rodriguez κατάφερε και της άλλαξε γνώμη, όταν της είπε οτι η Madonna, καραδοκούσε για να αρπάξει τον ρόλο.  Έτσι η Hayek πέρασε δυο μήνες με θεραπευτές και κατάφερε να ξεπεράσει τη φοβία της.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Breaking Bad: All Hail the King

Ξέρετε πως βασικά το blogaki είναι για να ανεβάζει ταινίες.  Παρόλα αυτά, μια στο τόσο και όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, βάζω και καμιά σειρά, έτσι για να ξεφεύγουμε λιγάκι και από τα καθιερωμένα.  Βέβαια το να γράψει κανείς για μια σειρά, απαιτεί να έχει δει και όσο τον δυνατόν περισσότερους κύκλους από αυτή (αν δηλαδή έχει πάρει το πράσινο φως για περισσότερους από έναν), μιας που έτσι κάποιος μπορεί να έχει στα σίγουρα μια αρκετά πιο ολοκληρωμένη εικόνα, σχετικά με το περί τίνος πρόκειται.  Έτσι λοιπόν μετά από σειρές όπως το "Dexter", "Boardwalk Empire" και "Game of Thrones", περνάμε στη νέα μου εμμονή, μιας που το καλοκαίρι μου έδωσε την ευκαιρία να καθίσω και κυριολεκτικά να λιώσω μπροστά στην οθόνη, ολοκληρώνοντας και την τέταρτή της σεζόν.  Όπως έχετε καταλάβει, μιλάμε φυσικά για το "Breaking Bad", μια από τις πιο καλογραμμένες και καλοσκηνοθετημένες σειρές που έχω δει ποτέ.  Κι αν ακόμα δεν έχετε πειστεί, ίσως τα παρακάτω σας κάνουν να αλλάξετε γνώμη.


Ο Walter White (Brian Cranston), είναι μια χημική διάνοια, που παρά το τρισμέγιστο ταλέντο και την ταπεινοφροσύνη που ξεπερνάει ακόμα και αυτή του Jesus Christ, δεν έχει καταφέρει να κάνει το πολυπόθητο, μεγάλο βήμα στη ζωή του, παραμένοντας κολλημένος σε ένα τοπικό σχολείο, διδάσκοντας Χημεία.  Το γεγονός βέβαια οτι ο ίδιος είναι σαν καημένος, δε βοηθάει και πολύ τα πράγματα, μιας που ούτε δυναμικό τον λες, ούτε άτομο που υποστηρίζει την άποψή του τον λες, ούτε καν τον άντρα στη σχέση τον λες, μιας που η Skyler White (Anna Gunn), η σπαζαρχί σύζυγος, φροντίζει να τον μανιπιουλάρει και να τον έχει και λίγο μέσα στο extra extra large βρακί της, καθότι έγκυος.  Από την άλλη πλευρά και ο μεγαλύτερος γιος, Walter Jr. (RJ Mitte, ο οποίος υποδύεται έναν έφηβο με κινητικές δυσκολίες και οχι μόνο) δε φαίνεται να πολυκαταλαβαίνει την 'αδυναμία' του πατέρα του να ορθώσει ανάστημα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Έχουμε λοιπόν: έναν σύζυγο η αυτοπεποίθηση του οποίου είναι ένα με το πάτωμα, μια σύζυγο με τούρλα τη κοιλιά, που φυσικά δεν εργάζεται, έναν γιο με πρόβλημα υγείας και έναν μισθό που με το ζόρι φτάνει για τα απαραίτητα.  Και κάπου εδώ, έρχεται το πραγματικά 'καλό': o Walter πάσχει από καρκίνο στους πνεύμονες, και οι γιατροί του δίνουν γύρω στον έναν χρόνο ζωής.  Αυτό θα πει καλοτυχία.
Όταν ο καλός Walter ενημερωθεί για την κατάστασή του, θα αποφασίσει να πάρει-επιτέλους-τον έλεγχο της ζωή του στα χέρια του, και να δράσει άμεσα, προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένεια, μετά τον θάνατό του.  Και τότε κάνει το ακόμα καλύτερο: γίνεται μάγειρας κρυσταλλικής μεθαδόνης, παίρνει στη δούλεψή του έναν πρώην μαθητή(!), τον 'τα ζώα μου αργά' Jesse Pinkam (Aaron Paul) και πιάνει δουλειά.
Το ταλέντο του ως χημικός θα φανεί γρήγορα, όταν η μπλε, κρυσταλλική μεθαδόνη του, γίνει ανάρπαστη και ξεσηκώσει θύελλα ευφραινόμενης καρδίας στους απανταχού εμπόρους και πρεζόνια, χάρη στη pure, purest σύνθεσή της.  Ο Walt πιστεύει πως έχει πιάσει ήδη τη καλή.  Τι κρίμα που ο κουνιάδος του Hank (Dean Norris) εργάζεται για την DEA (Drug Enforcement Administration), τα μεξικάνικα ναρκω-καρτέλ δεν αστειεύονται, ο ίδιος δεν έχει ιδέα για το πως λειτουργεί το σύστημα, και ο Jesse είναι κάτι περισσότερο από άχρηστος;  Κρίμα indeed.


Από τη χρονιά που ξεκίνησε να προβάλλεται, το "Breaking Bad", αποτέλεσε κλασικό πελάτη των Emmy Awards, αφού μόνο το 2011 δεν έλαβε κάποια υποψηφιότητα.  Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, όλοι μιλούν για τη σειρά-φαινόμενο, που έχει καθηλώσει εκατομμύρια θεατές στους δέκτες του, εξακολουθεί να κερδίζει το ένα βραβείο μετά το άλλο, και να κρατά το ενδιαφέρον στα ύψη, ακόμα και στην 5η σεζόν, η οποία ξεκίνησε και επισήμως από τις 15 Ιουλίου.
Η αλήθεια είναι πως όταν βλέπεις μια σειρά να έχει φτάσει αισίως ως την πέμπτη σεζόν, να εξακολουθεί να κρατάει το ενδιαφέρον σου αμείωτο, και μάλιστα να βρίσκεται στην καλύτερή της στιγμή, ε τότε ο μεγάλος ντόρος γύρω από το όνομά της, καταλαβαίνεις οτι δεν είναι καθόλου τυχαίος.
Βέβαια για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, μεγάλο ρόλο παίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση και το κανάλι από το οποίο προβάλλεται η σειρά (μιλάμε βασικά για την επίσημη προβολή της στη τηλεόραση της Αμερικής, και οχι για το downloading των επεισοδίων από το internet).  Το ΑΜC λοιπόν, το οποίο έχει αναλάβει τη προβολή μερικών, από τις πιο επιτυχημένες σειρές (στο πλευρό του Breaking Bad, θα δει κανείς το "Mad Men", αλλά και το "The Walking Dead") παίζει μαζί με το HBO ("True Blood", "Boardwalk Empire", "Game of Thrones"), στη πρώτη θέση των επιλογών των θεατών, χάρη στο πολυποίκιλο και καλοφτιαγμένο θέαμα που προσφέρουν.  Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που έπειτα από την τεράστια επιτυχία του "Breaking Bad", η αναγνωρισιμότητα και η φήμη του AMC, έχει εκτοξευθεί στα ύψη.
Πάντως, για να τα λέμε και λιγάκι μεταξύ μας, κάθε καλωδιακό κανάλι θα ήθελε να έχει στο ενεργητικό του, ένα τόσο βαρύ πυροβολικό, όσο το "Breaking Bad", καθώς αρκεί να δεις τις πρώτες σεζόν για να καταλάβεις οτι αυτή η σειρά, τα έχει όλα: έξυπνο story, πολυεπίπεδους χαρακτήρες, διαρκείς ανατροπές, εντυπωσιακή σκηνοθεσία, δράση και ρεαλιστικότητα στο έπακρο.  Αν δε την έχεις ήδη ξεκινήσει, here is your time.


Είναι εύκολο να υποπέσει κάποιος σε μοιραίο ολίσθημα, από τη στιγμή που ασκεί κριτική σε μια σειρά, καθώς είναι τόσα αυτά που έχεις δει, και τόσα αυτά για τα οποία θες να μιλήσεις, που και το παραμικρό spoiler, είναι κρίμα και άδικο για όσους δε την έχουν ακόμα πάρει πρέφα.  Έτσι λοιπόν, θα προσπαθήσω να αποφύγω την ανάλυση υπερβολικά, συγκεκριμένων στιγμών της σειράς, και θα μιλήσω λίγο πιο γενικά, για το feeling που σου αφήνει επεισόδιο το επεισόδιο.
Όταν ξεκίνησα και εγώ να τη παρακολουθώ φέτος το καλοκαίρι, ομολογώ πως στην αρχή δε μου είχε φανεί κάτι το εντυπωσιακό, κυρίως επειδή έπρεπε πρώτα να γνωρίσουμε τους χαρακτήρες.  Τι εννοώ;  Οτι μέχρι να καταστούν οι χαρακτήρες επαρκώς κατανοητοί από τη σκηνοθετική ομάδα, εμείς πρέπει να κάνουμε σαφέστατα μια μικρή υπομονή, αν μη τι άλλο, για να δούμε που το πάνε.  Ο χαρακτήρας του Walter δε, πρέπει να αποδοθεί με σαφήνεια, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η τεράστια αλλαγή που έχει επέλθει πάνω του για παράδειγμα, στο τέλος της τέταρτης σεζόν.  Για τον λόγο αυτό σας προειδοποιώ, πως αν πιάσετε τον εαυτό σας να βαριέται στα πρώτα επεισόδια, δώστε της λίγο χρόνο (όπως βασικά σε κάθε σειρά που έχετε αντιληφθεί οτι αξίζει) και αφήστε την να εξελιχθεί με τον τρόπο που το κάνει και πιστέψτε με, από εκεί που αρχικά θα νιώθετε οίκτο και συμπάθεια για τον Walter, είναι πολύ πιθανό να νιώθετε αργότερα μια απτή αποστροφή για το άτομό του.  Προσωπικά αισθάνομαι μια άρρωστη περηφάνια για εκείνον (α και δέος, μπόλικο δέος), αλλά who gives a f*ck?  Ο καθένας θα το...βιώσει διαφορετικά το πέρασμα του ήρωα από μια ζωή δίχως μέλλον, σε μια άλλη ζωή, αυτή τη φορά με ένα, όσο δε πάει, επίφοβο παρόν.


Κατά γενική ομολογία, οι ταινίες που πραγματεύονται το θέμα των ναρκωτικών είναι ως επί το πλείστον ή υπερδραματικές με extra focus πάνω σε κάποιον μοιραίο ήρωα, ή καταλήγουν στον αντίποδα, σε φάση "Trainspotting" τύπου 'είμαι χωμένος μέσα στα σκατά, αλλά και τι να κάνεις;".  Όταν όμως μιλάμε για τον πεπερασμένο χρόνο μιας κινηματογραφικής ταινίας, οι επιλογές σου είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένες.  Ή θα ακολουθήσεις τη μια κατεύθυνση, ή την άλλη.  Αντιθέτως όταν σου προσφέρονται οι μπόλικες ώρες μιας τηλεοπτικής σειρά, τότε, αν διαθέτεις και το κατάλληλο υλικό, μπορείς να δημιουργήσεις μια κατάσταση-δυναμίτη.  Προφανώς και καταλάβατε οτι το "Breaking Bad", είναι αυτό ακριβώς.
Εδώ δε μπορούμε να μιλάμε για απόλυτες καταστάσεις, για junkies χωρίς επιστροφή, για τρελαμένα αφεντικά χωρίς τιμή ή τέλος πάντων για μια καθαρά γραμμική, υποθεσιακή εξέλιξη.  Οχι.  Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για προοδευτικά διαφοροποιούμενους χαρακτήρες, για τύπους που από αρνάκια του Θεού, καταλήγουν λύκοι του Διαβόλου, για ωμές συνθήκες βίας, βεντέτες του δρόμου και ένα σωρό δουλείες που στραβώνουν και πάλι από την αρχή.
Ο πρωταγωνιστής της σειράς θέτει σε εφαρμογή ένα επικίνδυνο σχέδιο, από αγνή αγάπη για την οικογένειά του και καταλήγει να αποτελεί στόχο της Δίωξης, των κακών Μεξικανών με τα τσεκούρια, των ύπουλων αφεντικών της meth που αρέσκονται στο τραγανό κοτόπουλο και μυριάδων ακόμα χαρακτήρων, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σημαντικών, όλων όμως με έναν ρόλο που επηρεάζει και επηρεάζεται.
Το "Breaking Bad" είναι μια ιστορία για έναν πραγματικά good guy, που turned bad, και αυτό είναι μια αυταπόδεικτη αλήθεια.  Άλλοι αποφασίζουν να αλλάξουν ζωή κάνοντας ένα ταξίδι, ένα παιδί, αλλάζοντας δουλειά ή με το να παντρευτούν.  Ο Walter White όμως διαφέρει, καθώς ξεκινάει να κατασκευάζει το pure ναρκωτικό του από καθαρά οικογενειακό συμφέρον.  Αυτό που δεν υπολόγιζε είναι βέβαια και η δική του, προσωπική αλλαγή, από έναν άνθρωπο του σχολείου και έναν καλό σύζυγο/πατέρα, σε έναν άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, έναν καραφλό τύπο με μούσι, γυαλιά ηλίου και καπέλο, που ακούει στο κωδικό όνομα Heisenberg.  Και αυτή η ασυνείδητη αλλαγή, είναι που κάνει τον White έναν από τους πιο badass χαρακτήρες που έχεις δει τα τελευταία χρόνια οχι μόνο στη τηλεόραση, αλλά και στον κινηματογράφο.


Η σκηνοθεσία είναι το λιγότερο εντυπωσιακή (για τα δεδομένα μάλιστα μιας σειράς), με πλάνα που έρχονται από τα βάθη του...μαγειρευτικού καζανιού, από τον πάτο ενός σκουπιδοτενεκέ και άλλα τέτοια χαριτωμένα, τοποθεσίες στην άκρη του Θεού, χιλιόμετρα καυτής ερήμου μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου (και ακόμα παραπέρα) και όλα αυτά δοσμένα με έναν τρόπο καθόλα ρεαλιστικό, καθημερινό και επί της ουσίας, πραγματικό.
Το να παίρνεις τόσους πολλούς, ετερόκλητους χαρακτήρες και να τους δίνεις πνοή μέσα σε ένα περιβάλλον που μοιάζουν να μη κολλάνε, αλλά και ταυτόχρονα να είναι το μοναδικό στο οποίο να έχουν μια κάποια τύχη, είναι κάτι το αξιοπρόσεχτο.  Όταν μάλιστα καταφέρνεις και κάνεις το περιβάλλον το ίδιο, εν μέρει, πρωταγωνιστή της σειράς, τότε είσαι μάλλον από εκείνους που δεν αφήνουν τίποτα να πάει χαμένο-και καλά κάνεις, αν αξίζει στη τελική.  Έτσι και εδώ, τα fast forward της κάμερας, τα πανοραμικά πλάνα, οι συνεχείς λήψεις ενός καθάριου, γαλάζιου ουρανού (ταυτόσημου της καθάριας, γαλαζωπής meth;  Who knows?), και η προσήλωση πάνω στους χαρακτήρες, όλα, δημιουργούν μια αίσθηση εναλλακτικής πραγματικότητας, σαν να βρίσκεσαι εσύ σπίτι σου και κάπου εκεί έξω ένας Walter White, παίρνει το κολατσιό του, φοράει τη προστατευτική του στολή και ξεκινάει για να βγάλει το μεροκάματο της ημέρας (κάτι εκατοντάδες, χιλιάδες δολάρια δηλαδή).
Ο Brian Cranston στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι απλά αποκάλυψη.  Ένας τύπος που τα κάνει όλα και συμφέρει, με την εντυπωσιακή και τρομακτική ομολογουμένως αλλαγή του, να κρατάει πάνω της ολόκληρη της σειρά.  Μοιάζοντας να είναι καμωμένος από τη πάστα ενός πραγματικού ηθοποιού, θέλουμε πολύ να τον δούμε και σε άλλες παραγωγές και είμαι διατεθειμένη να του συγχωρέσω το μικρό ολίσθημα του ρόλου του στο κομπάρσικο "Total Recall" με την ιερή τριάδα των κομπάρσων, Colin Farell, Jesicca Bieal, Keit Beckinsale.
Στο πλευρό του και ο νεαρός Aaron Paul δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία στον ρόλο του Jesse, σε βαθμό που ξεχνάς οτι είναι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο του.  Διόλου τυχαίο που και οι δυο τους έχουν κερδίσει τα Emma-κια τους, με τον Cranston να είναι υποψήφιος και για Χρυσή Σφαίρα.
Εκτός από τους δυο τους, όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast είναι από τα καλύτερα που έχεις δει, με τον Dean Norris στον ρόλο του DEA agent, την Anna Gunn ως αμέμπτου(;) ηθικής συζύγου και τον Giancarlo Esposito ως Gus Fring, να κερδίζουν τις εντυπώσεις.
Συμπέρασμα: Αν δεν την έχεις αρχίσει ακόμα, είναι ώρα σου.  Τόσο εθιστική, όσο και αυτό το καταραμένο, little blue thing που κατασκευάζουν.  Τσέκαρέ την.

Τι έμαθα από τη σειρά: Οτι ο Cranston με κουρούπα-μούσι είναι πολύ κακός, οτι πλέον θα βλέπω τα K.F.C με άλλο μάτι και οτι το ρητό 'πολλοί τη δόξα εμίσησαν, το χρήμα ουδείς' παίρνει εδώ, σάρκα και οστά.


No trivia



































































Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

The Man From Nowhere: ...has got nothing to lose

Alloha και πάλι και καλή εβδομάδα.  Λοιπόν σήμερα η ταινιούλα μας είναι αφιερωμένη σε όλα τα παιδιά που έδιναν φέτος Πανελλαδικές και την αγωνία τους που έχει χτυπήσει ταβάνι σήμερα, με αφορμή τη δημοσίευση των βάσεων.  Εγώ να πω μια μεγάλη, καλή τύχη σε όλους, και εύχομαι όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, να καταφέρουν να πετύχουν τελικά τους στόχους τους!
Η ταινία που αποφάσισα να βάλω σήμερα, παίζει και αυτή στο κομμάτι του revenge, asian cinema, και αποτέλεσε στη συνείδησή μου, μια από τις καλύτερες (αν οχι η καλύτερη) ταινίες που αποφάσισα να δω το φετινό καλοκαίρι.  Όσοι δε την έχετε δει, πρόκειται για μια εντυπωσιακά φτιαγμένη περιπέτεια, οπού φυσικά δε της λείπουν και οι απαραίτητες, δραματικές πινελιές, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε τέτοια ταινία των φίλων μας των Ασιατών.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.  "Τhe Man From Nowhere".


O Cha Tae-sik (Bin Won) είναι ένας φιλήσυχος ιδιοκτήτης ενός ενεχυροδανειστηρίου, σε μια βρώμικη πολυκατοικία κάπου στη Seoul.  Το μοναδικό άτομο με το οποίο ανταλλάσσει μια κουβέντα, είναι ένα μικρό κοριτσάκι, η So-mi, η οποία αντιμετωπίζει ήδη πολλά προβλήματα στην ανήλικη ζωή της.  Η μητέρα της εργάζεται ως στρίπερ σε ένα τοπικό μπαρόκλαμπο, και για να περνάει ευχάριστα η ώρα, βαράει που και που και καμιά ένεση ηρωίνης, έτσι για να αλλάζει η διάθεση βρε αδελφέ.  Η μικρούλα So-mi αναγκάζεται να τριγυρνάει μέσα στη πόλη μόνη της και να κλέβει μικροπράγματα, μιας που η μητέρα της την έχει στη καλύτερη περίπτωση χεσμένη και γενικά κανείς δε φαίνεται να δίνει δεκάρα για το ξύπνιο παρόλα αυτά, πιτσιρίκι.
Μια μέρα η μητέρα της θα μπλέξει πολύ άσχημα, όταν κλέψει ένα δείγμα ηρωίνης το οποίο προόριζε η κορεατική μαφία για μερικούς εξέχοντες, Κινέζους αγοραστές.  Τότε όλη η Κόλαση θα ξεσπάσει πίσω της, αφού τα τσιράκια των μεγάλων αφεντικών, πρέπει να την εντοπίσουν, να πάρουν πίσω το εμπόρευμα και να την τιμωρήσουν σκληρά.
Όταν τελικά καταλήξουν να απαγάγουν την ίδια, αλλά και την κόρη της, θα συνειδητοποιήσουν οτι υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο, μιας που ο Cha Tae-sik, με το αινιγματικό παρελθόν, θα ξεκινήσει έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο, προκειμένου να σώσει τη So-mi.  Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σύντομα θα βρεθεί και ο ίδιος προ απροόπτου, όταν πληροφορηθεί οτι οι μάγκες που κυνηγάει, εμπλέκονται εκτός από το εμπόριο ναρκωτικών, και σε εμπόριο διακίνησης οργάνων...


Η ταινία αποτελεί παραγωγή του 2010, και έχει σκηνοθετηθεί από τον Jeong-beom Lee, ο οποίος έχει κάνει μια ακόμη ταινία (το "Cruel Winter Blues" το 2006) και τίποτε άλλο.
Δε μπορώ να πω βέβαια οτι με εκπλήσει ιδιαίτερα το γεγονός οτι ένας ακόμη Κορεάτης σκηνοθέτης έχει κάνει μια τόσο καλή ταινία όσο αυτή που τσεκάρουμε σήμερα, με μοναδική προϋπηρεσία μια ακόμη.  Η αλήθεια είναι πάντως πως ακόμα και με την πρώτη του ταινία, ο Lee, κατάφερε να χωθεί βαθιά στο μυαλό των συμπατριωτών του, αλλά και των απανταχού ασιατόφιλων, κυρίως επειδή φάνηκε να δίνει μια νέα, πιο φρέσκια πνοή στις ήδη αξιοπρόσεκτες (και ως επί το πλείστον cult) δουλειές του Takeshi Kitano.
To "Cruel Winter Blues", εμπεριέχει έναν γκανγκστερικό κόσμο, με εμφανέστατα στοιχεία διαλογισμού και φιλοσοφικών αναζητήσεων, πετυχαίνοντας να αναζωογονήσει τείνει τρόπο τις αντίστοιχου είδους ταινίες του Kitano, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από μια πιο ωμή και ρεαλιστική ματιά, πάνω στον κόσμο των κακών παιδιών της νύχτας.
Στο "The Man From Nowhere" δημιουργεί μια ακόμη φορά ένα εφιαλτικό (και όμως τόσο απροκάλυπτα πραγματικό) σύμπαν από αναλώσιμους ανθρώπους, ψυχωτικά αφεντικά και μοιραίους ήρωες, οι οποίοι τα παίζουν όλα για όλα.  Και όσο κι αν φαίνεται πως κάποιος δεν έχει τελικά τίποτα να χάσει, μη ξεγελιέστε.  Πάντα έχει.
Μπορεί λοιπόν ο Lee μέχρι και σήμερα να μην έχει σκηνοθετήσει κάποια νέα ταινία, παρόλα αυτά, αυτή η δική του ιστορία εκδίκησης, είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες που έχετε/θα έχετε δει.  Μεστή, σκληρή και περίεργα ανθρώπινη, είναι μια ταινία για την απώλεια, τη μοναξιά, την αγάπη και την ύστατη θυσία η οποία δεν προέρχεται κατ' ανάγκη από κάποιον φίλο ή συγγενή.  Είναι δυνατόν να προέρχεται και από κάποιον εντελώς άγνωστο.  Κάποιον που φαίνεται να έρχεται 'από το πουθενά'.


Αν κάποιος αποφασίσει να δει τη ταινία, θα διαπιστώσει οτι ακολουθεί το κλασικό, εκδικητικό μονοπάτι, το οποίο έχουμε συνηθίσει στις σύγχρονες, South Korean ταινίες, γεγονός που μπορεί να κάνει ορισμένους να πουν οτι 'ok η ταινία δε μου προσφέρει τίποτα καινούριο και συνεπώς είναι μια από τα ίδια'.  Ναι, μπορεί αυτό όντως να συμβαίνει, αλλά για μια ακόμη φορά μιλάμε για μια υπόθεση τόσο άρτια δομημένη και τόσο εξαιρετικά σκηνοθετημένη, που πραγματικά θα σας είναι δύσκολο να ξεκολλήσετε τα μάτια σας από πάνω της.
Έχω ξαναπεί και θα το λέω για όσο ακόμα χρειαστεί.  Είναι προτιμότερο να βλέπεις μια ταινία αυτής της φρέσκιας, κινηματογραφικής σχολής των Ασιατών, απ'οτι ένα Χολυγουντιανό καρμπονάκι, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι και υπερβολικό, και βαρετό και τίγκα στην κακιασμένη τεστοστερόνη/αδρεναλίνη, σε βαθμό που καταντάει απλά γελοίο και ψεύτικο (δεν δέχομαι οτι ο Statham σκαρφαλώνει και γαζώνει, με τη καράφλα στεγνή και καθαρή.  Δε γίνεται ρε φίλε!).  Δε θέλω να κριτικάρω αυτού του είδους τις ταινίες, δε με αφορά κιόλας αυτή τη στιγμή να μπω σε μια τέτοια συζήτηση, μιας που ξέρω πως όλο και κάποιος θα βρεθεί να μου μιλήσει για το γαμάουα γερό-κάλος του Silvester Stalone, ή την απαράμιλλη γοητεία του always bad, Jean Claude van Damme.
Αν θέλετε να δείτε όμως κάτι που και τη δράση στα ύψη έχει, και αξιόλογες ερμηνείες, και τις δραματικές του εξάρσεις (όταν πρέπει βεβαίως, μιας που και οι περισσότερες ασιατικές ταινίες, δε στοχεύουν στο τσάμπα κλάμα) και μια υπόθεση κατά τα άλλα κλασική, αλλά πάντα καλή, ε τότε δείτε το "The Man From Nowhere" και αφήστε τα ψευτοπιστολίδια και τις 'εκρήξεις ανά λεπτό' για τις κάφρικες βραδιές, παρέα με τους κολλητούς.


Πρωταγωνιστής και αυτή τη φορά, είναι ο Bin Won, και λέω και αυτή τη φορά, γιατί μερικές εβδομάδες πριν είχα ανεβάσει στο blog και τη ταινία, "Mother".  Για όσους δε θυμάστε ο Won, υποδύεται εκεί έναν διανοητικά προβληματικό νεαρό, ο οποίος κατηγορείται από την αστυνομία για τη δολοφονία μιας κοπέλας, δίνοντας μια πραγματικά, εντυπωσιακή ερμηνεία και πείθοντας απόλυτα στον ρόλο του.
Εδώ ο χαρακτήρας που υποδύεται, δε θα μπορούσε να είναι πιο κόντρα.  Λιγομίλητος, με δολοφονικά ένστικτα, σκούρο κοστουμάκι και βλέμμα κοφτερό σαν λεπίδι, δίνει μια ερμηνεία που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και τη βίαιη περιπέτεια με μεγάλη ευκολία.  Χωρίς πολλές υπερβολές, αλλά με μια υπόθεση που υιοθετεί το μοτίβο του "good guy gone bad" και κάνει πιστευτή την εξέλιξή της, η ταινία πετυχαίνει να ξεχωρίσει μέσα στον συρφετό των ανεγκέφαλων περιπετειών του σωρού, που δεν έχουν τίποτα περισσότερο να προσφέρουν, πέρα από μερικούς γυμνούς κοιλιακούς (τουλάχιστον εδώ τους βλέπεις με άλλο μάτι), γυναικείες παρουσίες που περιορίζονται στο ρόλο της sexy γατούλας και τίποτε άλλο, και ένα αέναο πάρε δώσε από σφαίρες, που φυσικά ποτέ δε βρίσκουν τον στόχο τους (ο πρωταγωνιστής βγαίνει συνήθως αλώβητος, ακόμα και όταν καμιά ντουζίνα από αυτόματα, έχουν ξεράσει πάνω του εκατοντάδες σφαίρες).
Οχι εδώ.  Εδώ ο κεντρικός ήρωας και θα πονέσει, και θα χτυπηθεί, και θα βασανιστεί εξαιτίας των προσωπικών του επιλογών, και στη συνέχεια θα λυτρωθεί.  Με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο.


Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα ιδέα της ταινίας, να έχει να κάνει με τη σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και το κοριτσάκι.  Εξακολουθώντας να δρα ανελέητα για χάρη της μικρής και σε μια προσπάθεια να τη σώσει, ο ίδιος, δε περιορίζεται στον ρόλο του macho τύπου, που δε θέλει πάρε δώσε με κανέναν, παρά μόνο με τη μοναξιά του.  Ίσα ίσα που μέσα από την πορεία της ταινίας, μπορεί κανείς να εντοπίσει τα ψήγματα ενός ληθαργικού πατρικού ενστίκτου, τα οποία άθελά της ίσως, ξύπνησε η So-mi.
Η σχέση τους γίνεται προοδευτικά όλο και πιο στενή, όλο και πιο ισχυρή και μάλιστα με τον πιο απλό τρόπο και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις.  Ένα...βαμμένο νύχι, μια αγκαλιά ή μια εξομολόγηση, αποτελούν τα πιο δυνατά χαρτιά που δένουν τους δυο χαρακτήρες, κάτω από το πρίσμα μιας ολοένα και πιο επικίνδυνης πραγματικότητας της νύχτας.
Ο Lee δε μασάει τα λόγια του, αλλά αντικατοπτρίζει πάνω στη κάμερά του τα σκοτεινά σοκάκια, την αμίλητη βία και την παράνοια του κόσμου, μέσα από ακραίους συνδυασμούς χρωμάτων (έντονες, σχεδόν φλουο πινελιές, έρχονται σε αντίθεση με το σκοτάδι της νύχτας), αλλά και τη δράση του ήρωα ως επί το πλείστον βράδυ.  Ακόμα και όταν η μέρα παίρνει τη σκυτάλη, ο Cha Tae-sik περιμένει τη δύση του ηλίου για να δράσει, σε μια εμφανέστατη ανάγκη να διατυπωθεί έτσι, και η ερεβώδης ψυχική του κατάσταση.
Όλο το ζοφερό αυτό κλίμα που επικρατεί, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τις μουσικές νότες (οι οποίες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, έτσι κι αλλιώς), εμπνευσμένες από κλασσικά κομμάτια, τα οποία ντύνουν ακόμα και τις πιο σοκαριστικές στιγμές της ταινίας.
Εν προκειμένω η εκδίκηση γίνεται μονόδρομος, ο θεατής τάσσεται από τη πρώτη στιγμή κατά του μαφιόζικου καρτέλ που σκοτώνει δίχως έλεος όποιον βρεθεί μπροστά του, και ο πρωταγωνιστής γίνεται κάτι σαν τον σκοτεινό άγγελο που φέρνει τη δικαιοσύνη.  Οχι όμως και χωρίς τίμημα.
Εντυπωσιακά απλά στη σύλληψή της, αλλά με μια εκτέλεση που προκαλεί δέος, το "The Man From Nowhere" είναι μια βραδυφλεγής ταινία που μπορεί να ξεκινάει ύπουλα μιουταρισμένη, καταλήγει όμως σε ένα φρενήρες κυνηγητό, για την επούλωση ενός παλιού τραύματος...Απλά εξαιρετική.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι οι ντετέκτιβ είναι για ακόμη μια φορά τζιμάνια, οτι μια συγκεκριμένη σκηνή μου θύμισε πολύ "The Raid" και οτι ο ένας εκ των κακών, μοιάζει με creepy, ασιάτη, Michael Jackson.


No trivia

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

The Dark Knight Rises: An epic end to an epic trilogy

NEW ARRIVAL

Χαιρετώ, χαιρετώ όσους έχετε πια επιστρέψει από τις διακοπούλες σας, και σας εύχομαι έναν δημιουργικό και όμορφο χειμώνα!  Οχι δηλαδή οτι θα τον δούμε και σύντομα, αλλά πρέπει να πω και εγώ τα κλασικά καθέκαστα, κάθε φορά που επιστρέφουμε όλοι πίσω στα λαγούμια μας, για έναν ακόμη χρόνο.  Επανερχόμαστε λοιπόν και πάλι στις ποικίλες κριτικές αυτού του blog, και ξεκινάμε-θέλω να ελπίζω-φορτσάτοι για μια ακόμη χρονιά.  Αν δηλαδή υπήρχε και καμιά δουλειά around, δε ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω.  Παρόλα αυτά, και επειδή πολλά και διάφορα είναι αυτά που έχουν κάνει (και θα κάνουν) τη διάθεσή μου να ταλαντεύεται επικίνδυνα τις επόμενες μέρες, παρακαλώ να δείξετε και κάποια κατανόηση αν κάτι μου ξεφύγει ή αν κάποιες φορές δε βγάζω νόημα.  Θα προσπαθήσω να αποφύγω το γράψιμο σε περίπτωση που η διάθεσή μου βρίσκεται κάπου στο υπόγειο και εμπάση περιπτώσει, όπως και να' χει, λέω να διοχετεύσω τις ανάγκες μου εδώ.  So, μετά από αυτό τον σώψυχο πρόλογο, ας περάσουμε κατευθείαν στο ψητό, και φυσικά την πιο αναμενόμενη ταινία της χρονιάς.  "The Dark Knight Rises"...for the last time.


Οκτώ χρόνια έχουν περάσει από τη νύχτα που ο shiny, white Knight της Γκόθαμ, Harvey Dent, δολοφονήθηκε κατά τα λεγόμενα του Commissioner Gordon (Gary Oldman), από τον μασκοφόρο εκδικητή της πόλης, τον κ. Batman (Christian Bale).  Η απόφαση για την δημιουργία ενός τραγικού μύθου, πίσω από τις κατά τα άλλα, διεφθαρμένες, τελευταίες στιγμές του κατά κόσμον Two-Face, έχουν αφήσει την Γκόθαμ με ένα τσούρμο πολίτες που πίνουν νερό στο όνομα του αδικοχαμένου εισαγγελέα, έτοιμους να αρπάξουν δάδες και τσουγκράνες, σε περίπτωση που ο άνθρωπος-νυχτερίδα κάνει και πάλι την εμφάνισή του.
Από την άλλη μεριά ο δισεκατομμυριούχος-και soon to be not-Bruce Wayne, βρίσκεται αυτοεξορισμένος στη μεγαλοπρεπή του έπαυλη, θρηνώντας ακόμη τη χαμένη του αγάπη Rachel, έχοντας αφήσει στο έλεός τους τις διάσημες επιχειρήσεις του, και με μοναδική συντροφιά τον πιστό, γερο-Alfred (Michael Caine).
Όταν μια νέα απειλή κάνει την εμφάνισή της στην υπό καταστολή, σχεδόν ναρκωμένη κάτω από το στραφταλιζέ βαυκάλισμα ενός πεσόντος ήρωα, Γκόθαμ, ο Σκοτεινός της Ιππότης, θα εγερθεί για μια και τελευταία φορά, σε μια προσπάθεια να καταστρέψει ολοκληρωτικά το σκοτεινό παρελθόν που συνεχίζει να τον κυνηγά, μεταμφιεσμένο στον θηριώδη 'απελευθερωτή', Bane (Tom Hardy).
Στη προσπάθειά του ο Batman να γλυτώσει οτι έχει απομείνει από την πόλη, θα βρει στο πλευρό του συμμάχους, όπως τον νεαρό αστυνομικό Blake (Joseph Godron-Levvitt) και την ατίθαση κλέφτρα Selina (Anne Hathaway), η οποία αρέσκεται σε ατάκες τύπου Μαρία Αντουανέτα, αλλά στο ανάποδό της (τη φαντάζομαι να αρπάζει το παντεσπάνι από τους ευγενείς, και να το πετάει με ικανοποίηση στη πεινασμένη μάζα), αλλά και επίμονους εχθρούς οι οποίοι προέρχονται τόσο από τα βάθη των αναμνήσεών του, όσο και από το πιο δυνατό κροσέ που θα μπορούσε να υπομείνει: φυσικά αυτό του Χανιμπαλίζοντος Bane.


Η επισφράγιση του Νολανικού μύθου του Batman, αποτελούσε ίσως το πιο αναμενόμενο κλείσιμο ταινιακής ιστορίας εδώ και χρόνια.  Δε θα ήταν εξάλλου υπερβολή αν λέγαμε οτι οι απανταχού θαυμαστές του super ήρωα με τα χλιδάτα γκαντζετάκια, περίμεναν αυτή τη ταινία ήδη, από τη στιγμή που το "The Dark Knight" είχε βγει στις αίθουσες τέσσερα χρόνια πριν.
Η αλήθεια είναι οτι πολλοί ήταν αυτοί που αναρωτήθηκαν σχετικά με τον τρόπο που θα αποφάσιζε ο Nolan να κλείσει την επική τριλογία του, καθότι για αρκετό κόσμο (και για εμένα προσωπικά), το "The Dark Knight" ήταν απλά μια συγκλονιστική κορύφωση άνευ προηγουμένου, σε σχέση με το "Batman Begins" του 2005.  Από τη σκηνοθεσία και το soundtrack, μέχρι το σενάριο, το εξαίρετο cast και την ερμηνεία-κόλαφο του αδικοχαμένου Heath Ledger, στον ρόλο του ψυχάκια Joker, το "The Dark Knight" ήταν αναμφίβολα η καλύτερη super hero-ική ταινία που είχαμε δει ποτέ.
Το μόνο σίγουρο λοιπόν ήταν, πως ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε θέσει τον πήχη πολύ ψηλά, και για να ξεπεράσει την επιτυχία της δεύτερης ταινίας του, θα έπρεπε η τρίτη και τελευταία να είναι ακόμα καλύτερη.  Και εκεί είναι που την πατήσαμε όλοι μαζί.
Ο σκοπός του Nolan αυτή τη φορά δεν ήταν να δημιουργήσει έναν ακόμη instant, classic χαρακτήρα, όπως έγινε για παράδειγμα με τον Joker, ούτε να αντιγράψει την αυταπόδεικτη αξία της προηγούμενης ταινίας, ούτε και να δρέψει τις δάφνες κοινού και κριτικών, μέσα από μια εξίσου εντυπωσιακή προσπάθεια.  Κάθε άλλο.  Το "The Dark Knight Rises" αποτελεί το καλύτερο, το πιο εμπνευσμένο και το πιο ώριμο κλείσιμο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, για μια τριλογία η οποία επαναπροσδιόρισε εκ νέου την ουσία ενός παρεξηγημένου μέχρι τότε, comic χαρακτήρα.  Και το έκανε με τρόπο που κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε τολμήσει να κάνει: έφερε την υπόθεση, τους ήρωες και τα ηθικά διλήμματα, στο σήμερα.  Στη συνέχεια, τα πυροδότησε και τα άφησε να εκραγούν με τρόπο θαυμαστό και απρόσμενα αληθινό μπροστά στα μάτια μας.  Και αυτό φίλοι μου είναι η πραγματική σωτηρία του ήρωα που ακούει στο όνομα Batman.


Ακόμα και έτσι όμως, η αυστηρή (και σε πολλές περιπτώσεις βιτριολική) κριτική, δεν έλειψε.  Πολλά τα ειρωνικά ερωτήματα (τύπου, 'μα καλά, γιατί κανείς δε πυροβολούσε απλά τον Batman στο κεφάλι για να πεθάνει;'.  Really??), μπόλικη η κατακραυγή και μεγάλη η-άνευ λόγου για εμένα-τσαντίλα, σχετικά με το γιατί ο Nolan έκανε μια ταινία κάτω των προσδοκιών, που δεν έμοιαζε επουδενί στην προηγούμενη και με υπόθεση τίγκα στις τρύπες.  Ε λοιπόν, όλα αυτά εγώ τα ακούω βερεσέ, γιατί αν θες να σου πω και την αλήθεια γρήγορα και απλά, θα σου πω μόνο ένα πράγμα: η ταινία τα σπάει.  Έτσι, για να μιλήσω και τη γλώσσα της νεολαίας.  Και γιατί το κάνει αυτό;  Έρχομαι και εξηγώ.
Καταρχάς ας ξεκαθαρίσουμε ένα μόνιμο πρόβλημα, το οποίο έχει να κάνει με τα sequels, τα prequels και τις συνέχειες μιας ταινίας.  Το γεγονός οτι μια χαλαρή σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη, δεν είναι ούτε κακό, ούτε και περιοριστικό, γι' αυτόν τουλάχιστον που κάνει τη σύγκριση.  Το να προσπαθείς όμως να τσεκάρεις καρέ-καρέ στη προκειμένη περίπτωση το "The Dark Knight" και να λες οτι το "ΤDKR" είναι κατώτερό του, δεν έχει καμία σημασία αφού άλλη η μια ταινία, άλλη η άλλη.  Ακόμα και τέσσερα χρόνια πριν, όταν η παγκόσμια, οικονομική κρίση βρισκόταν προ των πυλών και εμείς ακόμα στον κόσμο μας, απολαμβάναμε με δέος και σοκ τη σκηνή στην οποία ο Joker έκαιγε τα λεφτά της μαφίας.  Σήμερα κάτι τέτοιο δεν έχει απολύτως καμία θέση στη Γκόθαμ του Bane.  O κακός τύπος με το προβατέ παλτό, το φίμωτρο και την περιπαικτική, αλλοιωμένη φωνή, δεν έχει έρθει ούτε για να κλέψει, ούτε για να παραδειγματίσει μέσω της ψυχασθενικής του φύσης, ούτε και για να αποτελέσει το νέο είδωλο της πόλης.  Έχει έρθει για να καταστρέψει.  Απλά, λιτά και απέριττα.
Σφετεριζόμενος την ιδέα ενός απελευθερωτή Μεσσία, έχει καταφθάσει στη Γκόθαμ, με στόχο να την αφανίσει και να ολοκληρώσει έτσι ένα σχέδιο που είχε ήδη αρχίσει (χωρίς τη δική του παρουσία), από τη πρώτη ταινία της τριλογίας.  Εν προκειμένω είναι ο χειρότερος εχθρός.  Καρπώμενος την ελπίδα, την ψυχολογία της μάζας και την ανάγκη των κατοίκων για έναν καινούριο 'Ιππότη', ο Bane γίνεται ακριβώς αυτό: κάποιος που θα καταφέρει να τους βγάλει μέσα από τον κυκεώνα των κοινωνικοπολιτικών ανισοτήτων, της καταπάτησης των δικαιωμάτων τους, την χλιδάτης ζωής που ζουν εις βάρος τους οι μεγαλοαστοί της πόλης και τελικά, αυτός που θα φέρει και πάλι την ισορροπία στη κοινωνική ζυγαριά του κόσμου.  Νομίζει κανείς πως η εισβολή του Bane στο Χρηματιστήριο είναι τυχαία;  Φυσικά και οχι.  Είναι ο ίδιος ο Nolan και η παρέα του, που αποφασίζουν να παρουσιάσουν τα σημεία των καιρών μας, μέσα στην ιστορία ενός φανταστικού ήρωα και να τον καταστήσουν πιο σύγχρονο από ποτέ.


Η οικονομική δυσχέρεια και η αγανάκτηση της μάζας, παρουσιάζονται με τρόπο γλαφυρό μέσα στη ταινία, με έναν τρόπο που καταδικάζει τους πλούσιους και ανεβάζει στην ιεραρχία έναν τύπο έτοιμο να της δώσει αυτό για το οποίο γενιές και γενιές ανθρώπων έχουν αγωνιστεί κατά τη διάρκεια της Ιστορίας: την δυνατότητα να πάρουν τον έλεγχο της πόλης, στα δικά τους χέρια.  Ακόμα και οι σκηνές του υποτιπώδους δικαστηρίου που έχει δημιουργηθεί, είναι αρκούντως ενοχλητικές καθώς με τις εναλλακτικές του 'θανάτου' ή της 'εξορίας', αποφασίζεται η τύχη επιφανών ή και οχι προσώπων της Γκόθαμ.  Η αναρχία κυριαρχεί.  Κατ' επέκταση γίνεται μάλλον εμφανές οτι το "The Dark Knight Rises" είναι ο μύθος ενός ήρωα των παιδικών μας χρόνων, ιδωμένου όμως μέσα από ένα ζοφερό παρόν, γεμάτο ανησυχία και φόβο για το αύριο.  Γεμάτο από ανθρώπους που είναι έτοιμοι να αλληλοσπαραχθούν ακόμα στο όνομα της πιο εκφοβιστικής τακτικής, αυτής που θα καταφέρει να τους δώσει την εξουσία στα χέρια.  Τι κι αν αυτή εξουσία έρθει μέσα από αίμα και θάνατο;  Σάμπως και όλες οι επαναστάσεις δεν στηρίζονται ακριβώς πάνω σε αυτά;  Η μοναδική διαφορά έγκειται στο εξής: οι πολίτες της Γκόθαμ έχουν εξαπατηθεί.  Και η πόλη αυτή θα εξακολουθήσει να στέκει τρομερή, διεφθαρμένη και κακότυχη, μέσα στο αιώνιο σύμπαν των πιο χαρακτηριστικών δυστοπιών.
Εκτός λοιπόν από την εικόνα ενός σύγχρονα, παραπαίοντος συστήματος, το οποίο εύστοχα παρουσιάζει η ταινία, το απόλυτο χάος ετοιμάζεται να έρθει και μέσα από μια ακόμη ανθρώπινη καινοτομία, από αυτές που στα λάθος χέρια αποτελούν τα καλύτερα όπλα: έναν αντιδραστήρα.
Και πάλι εγείρεται ένα θέμα μεγάλης συζήτησης καθώς, αφενός στα χέρια ενός ειδικού μπορεί να αποτελέσει μια εξαίσια, εναλλακτική πηγή ενέργειας, αφετέρου σε αυτά ενός θηρίου έτοιμου να σπείρει την καταστροφή (ναι τον Bane λέω), αποτελεί σίγουρα το τζακποτ του ολέθρου.
Nevertheless, για ακόμη μια φορά ο Nolan φροντίζει να μη θυσιάσει το ηθικό του δίδαγμα για χάρη της διασκέδασης (και τούμπαλιν), και καταφέρνει να δημιουργήσει για τελευταία φορά, μια δυνατή περιπέτεια στην οποία-άκουσον άκουσον-υπάρχει χώρος και για σκέψη και για δράση και για μπλοκμπαστερική φαντασμαγορία.  Και το βγάζει τόσο αβίαστα ο άτιμος!


Και επειδή μας έχει πλέον καλοσυνηθίσει, μας πλασάρει και πάλι την IMAX τεχνολογία (που πολύ αμφιβάλω αν είχε ουδεμία σχέση με αυτό που είδα στα ODEON Starcity, αλλά whatever), εντυπωσιακή σκηνοθεσία για ακόμη μια φορά, δράση με το μέτρο και χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές (δεν τις έχει και ανάγκη άλλωστε), στρωτή υπόθεση, soundtrack από τον συνήθη ύποπτο Hans Zimmer και ένα ανακυκλώσιμο cast (Levvitt, Cotillard, Caine, Murphy, Hardy) που είναι και πάλι σφιχτοδεμένο και πιάνει εύκολα τις προσδοκίες μας.
Στα υπόλοιπα, την έκπληξη έκανε σίγουρα η Hathaway στον ρόλο της Catwoman (έναν προσδιορισμό που όμως δεν τον ακούμε ποτέ, καθώς ακόμα και στις εφημερίδες αναφέρεται ως "Τha Cat").  Δυναμική, γοητευτική και με τσαχπινιά ατίθασου θηλυκού στην οποία δε μας είχε συνηθίσει, κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις και βγάζει νοκ-άουτ τους αντιπάλους της, χάρη στα θανατηφόρα τακούνια, την τσίτα κολλητή στολή και τα κατακόκκινα χείλη.  Meow...
Στον αντίποδα βρίσκουμε για ακόμη μια φορά τον Christian Bale, ο οποίος μένει 'πίσω' και αφήνει τους κακούς να αναδειχθούν.  Αρκείται στην εκφοβιστική του φωνή, τα πάρε δώσε με τις αιθέριες υπάρξεις της ταινίας και στο διαρκές γρονθοκόπημα, ενώ κάνει και τη φιγούρα του με το νέο, ιπτάμενο thing του.  Κλασικός, αγαπημένος και μετρημένος ο Bale.  Αντιθέτως ο Hardy και τα επιπλέον 15 κιλά του, γεμίζουν την οθόνη με μυς, πιθανή μπυροκοιλιά και λοιπά τρομερά μούσκουλα, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα καθόλα απειλητικό, αλλά και τόσο περίεργα γοητευτικό.  Ένα πλάσμα που έχει μεγαλώσει πραγματικά, μέσα στην ίδια τη Κόλαση επί της Γης.  Σίγουρα μια ακόμη εκπληκτική μεταμόρφωση από τον Hardy που κινείται πλέον στα βήματα των μεταμορφώσεων του Bale.  Εξαιρετικά εκφραστικός, ακόμα και αν το πρόσωπό του αυτό καθεαυτό, το βλέπουμε μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα στην-σχεδόν-τρίωρη διάρκεια της ταινίας.
Αν θα έπρεπε παρόλα αυτά να βρω κάτι που με ξένισε, αυτό θα ήταν 1) η περιορισμένη κάπως χρήση της Cotillard και 2) η χημεία Hathaway-Bale η οποία γκρεμίστηκε στα μάτια μου, από τη στιγμή που εκείνη του απευθύνθηκε ως 'Μr. Wayne'.  Ήταν σα να βλέπω την American Beauty, Mena Suvari, να απευθύνεται στον mr. Burnham-Kevin Spacey.  Και αυτό μου έκανε πολύ weird.


Αν εξαιρέσει τελικά κανείς μερικές ανεπαίσθητες ενοχλήσεις, το "The Dark Knight Rises" είναι το ιδανικό κλείσιμο, σε μια ιδανικά καμωμένη ιστορία σούπερ ήρωα για μεγάλα παιδιά.  Ιδιαίτερη λεπτομέρεια το γεγονός οτι ο Nolan έμεινε πιστός σε μερικές extra, κομικίστικες στιγμές που θα συζητηθούν και μερικές ακόμα ανατροπές που θα σας αφήσουν άφωνους.
Σκοτεινό και μεγαλοπρεπές, το τέλος του Batman, είναι αυτό ακριβώς που του άρμοζε: ένας επίλογος ωμής ρεαλιστικότητας και άναρχης δόμησης, μέσα από τον οποίο όμως η ελπίδα αρχίζει να διαφαίνεται κάπου στου βάθος και η σωτηρία του Γκόθαμ δε φαντάζει πια τόσο μακρινή.  Βλέπετε η πόλη, πάντα θα έχει τη βοήθεια 'κάποιου' όταν τη ζητήσει....

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι ο Matthew Modine ζει και βασιλεύει, οτι οι γκρίζοι κρόταφοι ανήκουν δικαιωματικά στον Clooney, και οτι με τα 20άποντα της Catwoman είναι απλά φύση αδύνατο να τρέξεις.  Ας το παραδεχτούμε τουλάχιστον μεταξύ μας ; )


TRIVIA
  • Ο Νolan χρησιμοποιεί έντονα το μοτίβο της μάσκας μέσω της ταινίας.  Οι Batman, Bane και Catwoman, όλοι φορούν μάσκες.  Ο Bruce Wayne έχει μια συλλογή από μάσκες αφρικανικών φυλών στο δωμάτιο όπου αυτός και ο Διευθυντής Blake έρχουν την πρώτη τους ομιλία μέσα στο αρχοντικό, ενώ και η Miranda Tate (Cotillard) διοργανώνει ένα πάρτι μασκέ.
  • Όταν o Bane σχίζει τη φωτογραφία του Dent Harvey στη μέση, το κάνει τόσο κάθετα στο  πρόσωπο του Harvey, μια ξεκάθαρη αναφορά στη μετάβαση του σε Two-face.
  • Από σεβασμό στον Heath Ledger, το όνομα Joker, δεν αναφέρεται καθόλου στη ταινία.
  • O Hardy δέχθηκε τον ρόλο του Bane, χωρίς να τον διαβάσει.  Όταν του είπαν οτι θα έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει ποικίλα stunts, και πρόσβαση σε εξοπλισμό που θα μπορεί να εκπαιδεύεται, δεν χωρούσε συζήτηση το πράγμα.
  •  O Nolan υποστήριξε πως αυτή η ταινία έχει να κάνει με τον Πόνο, το Batman Begins με τον Φόβο, και το Τhe Dark Knight με το Χάος.
(ΠΗΓΗ IMDB) 
 
 

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Have a nice summer!!

Καλό καλοκαιράκι σε όλους και καλή ξεκούραση!  Θα τα πούμε πάλι από την επόμενη εβδομάδα!  Μέχρι τότε (αλλά και μέχρι πιο μετά) καλά να περάσετε, να γεμίσετε μπαταρίες, να κάνετε πολλές βουτιές, να πιείτε πολλά cocktails, να χαρείτε, να ερωτευτείτε και φυσικά, να δείτε πολλές, πολλές ταινίες! 
Και πάλι πίσω σύντομα.  Ευχαριστώ για την παρέα που μου κρατήσατε όλο τον χρόνο και άντε να περάσουμε ακόμα καλύτερα-όσο μπορούμε δηλαδή-και φέτος!

Να'στε καλά : )




Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

All About Eve: All about women...and their men

Γεια σας και πάλι, σήμερα Πέμπτη 9 Αυγούστου και φαντάζομαι πως οι περισσότεροι από εσάς την έχετε ήδη κάνει για κάποιον καλοκαιρινό προορισμό.  Σε μερικές μερούλες θα βάλω και εγώ λουκετάκι στο blog, και όπως όλα δείχνουν θα επιστρέψω και πάλι από αρχές Σεπτέμβρη, με μια εξαίρεση πιθανότατα την 22η-23η Αυγούστου οπού και θα ανεβάσω στα σίγουρα τη δική μου κριτική για το τελευταίο μέρος της μπατμανικής τριλογίας του Christopher Nolan, "The Dark Knight Rises".  Σήμερα λοιπόν θα ασχοληθούμε με μια ακόμη μεγάλη ταινία του κλασικού κινηματογράφου, με ένα εξίσου τεράστιο cast και μερικές από τις καλύτερες, δολοφονικές ατάκες που έχουμε ακούσει ποτέ σε ταινία.  "All About Eve" και ξεκινάμε.


H Margo Channing (Bette Davis) είναι μια μεγάλη, ώριμη ντίβα του θεάτρου που έχει βγει στο κουρμπέτι εδώ και χρόνια, γνωρίζοντας πλέον πολύ καλά πως να λύνει και να δένει συνεργάτες, εραστές και φίλους.  Και ενώ η ίδια εξακολουθεί να αποτελεί το μεγαλύτερο όνομα του Broadway στον λουξουράτο και κοσμικό κύκλο ο οποίος την περιτριγυρίζει (και φυσικά περιτριγυρίζεται και από αυτήν) τίγκα στην αφρώδη σαμπάνια, τα λουλουδιασμένα μπουκέτα και τις σικ τουαλέτες, η Margo θα γνωρίσει ένα βράδυ μια νεαρή και μυστήρια ύπαρξη, την Eve (Anne Baxter).  Η Eve η οποία θα δηλώσει από τη πρώτη στιγμή ως η νούμερο ένα, φανατική θαυμάστρια της μεγάλης αυτής κυρίας του σανιδιού, θα κερδίσει από τη πρώτη στιγμή τις καρδιές των φίλων και συνεργατών παρευρισκομένων της Margo, με αποτέλεσμα να πλασαριστεί σιγά σιγά στο πλευρό της ηθοποιού, ως το παιδί για όλες τις δουλειές.  Και ενώ η ιστορία προχωράει, η Eve θα αρχίσει να κάνει ολοένα και περισσότερο αισθητή τη παρουσία της σε αυτόν τον αστραφτερό κόσμο, ενώ η Margo θα αρχίσει από την άλλη να αμφισβητεί την ώριμη γοητεία της και θα υποπέσει στο ολέθριο λάθος της 'κρίσης μέσης ηλικίας', βλέποντας τον wannabe αρραβωνιάρη της, να αναπτύσει μια υπερφιλική σχέση με την 'δεσποινίς μάτια πλάνα', Eve.  Κι όμως η στιγμή που η Margo θα αντιληφθεί την πραγματική, σκοτεινή φύση της θαυμάστριάς της, δε θα αργήσει.  Αλλά τότε ποιος θα πιστέψει στα-κατά τα άλλα-καπρίτσια μιας μεγάλης σταρ, και οχι στο ανερχόμενο αστέρι που ακούει στο όνομα Eve;  Α δε σας τα'παμε;  Η Eve έχει και βλέψεις να γίνει μια επιτυχημένη ηθοποιός.  Χμμμ...


Παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης ο Joseph L.Mankiewicz αποτελούσε αναμφίβολα ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της εποχής του χρυσού Hollywood, μετρώντας στο ενεργητικό του περισσότερες από πενήντα ταινίες, σε πολλές από τις οποίες είχε ασκήσει και τις τρεις ιδιότητές του ταυτόχρονα.
Ανάμεσα στα διάφορα film που δημιούργησε για χάρη του κινηματογράφου, συναντάει κανείς το "The Quiet American (1958), το "Suddenly, Last Summer" (1959) με τις εντυπωσιακές κυρίες Elizabeth Taylor και Katharine Hepburn, καθώς και το "Cleopatra" (1963), μια ταινία που αποτέλεσε κατά πολλούς, ένα από τα μεγαλύτερα, κινηματογραφικά flops στην ιστορία της 7ης Τέχνης.
Ο Mankiewicz είχε προταθεί οκτώ φορές για Oscar, εκ των οποίων τις τέσσερις κέρδισε, χάρη στις ταινίες του "All About Eve" (για την οποία κατέκτησε το χρυσό αγαλματάκι στη κατηγορία Best Director και Best Writing, Screenpla) καθώς και για τη ταινία "A Letter to Three Wives" (1949), για την οποία κέρδισε τα Oscar στις ίδιες κατηγορίες.  Αν σκεφτεί κανείς πάντως πως και ο αδελφός του, Herman J. Mankiewicz είχε κερδίσει το Oscar σεναρίου επτά χρόνια πριν, για το εμβληματικό "Citizen Kane", τότε μπορεί να καταλάβει εύκολα το γεγονός, οτι το ταλέντο και το επιχειρηματικό πνεύμα, μάλλον αποτελούσαν κοινό κτήμα της οικογένειας.
Το "All About Eve" εν προκειμένω, αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα του δείγματος δουλειάς που μερικοί από τους πιο σπουδαίους σκηνοθέτες, ήταν σε θέση να προσφέρουν την εποχή που ο κινηματογράφος βρισκόταν στις πραγματικές του δόξες.  Εντυπωσιακή, σταρ-άτη και πιο σύγχρονη από ποτέ, είναι μια ταινία για τον κόσμο της showbiz μπροστά και πίσω από τις κάμερες (και στη προκειμένη περίπτωση το πάλκο), αλλά και για το πως οι γυναίκες μπορούν και γίνονται εξέχουσες show-bitches ενός συστήματος που τις τροφοδοτεί, αλλά και τις κατασπαράζει.


Το πιο ενδιαφέρον ίσως κομμάτι της ταινίας, είναι η εμπλοκή του στοιχείου του θεάτρου, καθώς αυτό και μόνο καθιστά στην ουσία το "All About Eve", μια ταινία για το θέατρο, ή αλλιώς μια θεατρική ταινία.
Το γεγονός οτι ολόκληρη η υπόθεση εκτυλίσσεται σε εσωτερικά σκηνικά (με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις), έρχεται και υπερτονίζει ακόμα περισσότερο την ιδέα οτι στη προκειμένη περίπτωση, θέατρο και κινηματογράφος, ταυτίζονται.  Δυο τόσο διαφορετικές και παράλληλα, τόσο όμοιες-σε σημεία-τέχνες, έρχονται και κλειδώνουν μαζί, δημιουργώντας ένα εξαίσιο αποτέλεσμα το οποίο ενισχύεται στην ιδέα του ακόμα περισσότερο, από το αριστουργηματικό cast που έχει συγκεντρωθεί για τις ανάγκες του φιλμ.
Προσωπικά, πάντα πίστευα οτι αποτελώ μεγάλη φαν του κινηματογράφου, καθώς αυτός μπορούσε να μου δώσει όλα εκείνα τα οποία από το θέατρο δε θα μπορούσα ποτέ να πάρω.  Και το λέω και το παραδέχομαι: το θέατρο δε μπορώ να το παρακολουθήσω, δεν είναι για εμένα.  Αν και πιστεύω ακράδαντα οτι η άμεση επαφή θεατή-ηθοποιού, δημιουργεί μια σχεδόν 'ερωτική' σχέση ανάμεσά τους, δε μπορώ να παραβλέψω το γεγονός, οτι αυτή η αρχή της ερωτικής σχέση, έρχεται και απογειώνεται στον κινηματογράφο, οδηγώντας τον θεατή σε ένα είδος ηδονοβλεπτικού οργασμού, τον οποίο σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να βιώσει στα αυστηρώς περιορισμένα όρια μιας θεατρικής σκηνής.  Και εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη μαγκιά του "All About Eve": κατορθώνει με τρόπο κινηματογραφικό, να μεταφέρει στον θεατή όλη την αίγλη και την origian αξίας του θεάτρου, χωρίς όμως τα δυο αυτά μέσα να στερούνται εκείνων των στοιχείων, που τα καθιστούν μοναδικά και ανεπανάληπτα στους λάτρεις τους.  Και αυτό είναι κάτι το πραγματικά εξαίσιο.  Κινηματογράφος και θέατρο δεν υπήρξαν ποτέ πιο άρρηκτα συνδεδεμένα σε μια ταινία κατά τη γνώμη μου, αν και νομίζω οτι όσοι αγάπησαν το πολυυυυ μεταγενέστερο "Dogville" του Trier, όπως το αγάπησα και εγώ, θα συμφωνήσουν πως και εκεί το πάντρεμα των δυο αυτών ηθοποιϊκών μέσων, ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό.  Ήταν μαγικό.


Εκτός όμως από το παιχνίδι θεάτρου-cinema, ιδανική είναι η αναπαράσταση όλου αυτού του υπέρλαμπρου star system όπως αυτό εκφράζεται κυρίως στον κινηματογράφο, αλλά και τα παρασκηνιακά παιχνίδια και τα πισώπλατα μαχαιρώματα που από πάντα φιλοξενούσε στην ιστορία του.
Εδώ η νεαρή και γοητευτική Eve βάζει τα προσόντα της μπροστά (σαν κάθε σωστή γυναίκα δηλαδή) και αποφασίζει να πατήσει επί πτωμάτων, προκειμένου να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και να γίνει μια διάσημη και τρισμέγιστη ηθοποιός.  Το θέμα βέβαια είναι το πόσο εύστοχα και πόσο ύπουλα καταφέρνει να ενελιχθεί στη σκάλα φιλίας της Margo, και να βρεθεί ένα σκαλοπάτι πριν από τον θρίαμβο, με πικρές όμως συνέπειες, τόσο για όσους την γνώρισαν, όσο και για τον εαυτό της.
Ο Mankiewicz γράφει ένα σενάριο (το οποίο μάλιστα βασίστηκε στο short story 'The Wisdom of Eve', της Mary Orr, το οποίο και είχε δημοσιευθεί στο...Cosmopolitan) για τη γυναικεία πονηριά, τον ώριμο τσαμπουκά (της Davis, η οποία εδώ υποδύεται ένα από τα πιο αυθεντικά alter ego ηθοποιού επί της μεγάλης οθόνης, στο περήφανο πρόσωπο της Margo Channing), την κρίση μέσης ηλικίας και την ικανότητα του να ξέρεις που ανήκεις.
Η σκηνοθεσία πατάει πάνω σε παραδοσιακά χνάρια, και μια καθαρά αφηγηματική μορφή, αν και σίγουρα μια ιδιαίτερη νότα προσδίδει το βαθύφωνο voice over, καθώς και όλη η ιστορία της ταινίας η οποία λειτουργεί ως ένα μεγάλο flash-back.
Oι ερμηνείες είναι από όλους μεστές και ώριμες, με μια ομάδα ηθοποιών που χαρακτηρίζονταν από τη κλασική τους παιδιά και την μεγάλη τους επιτυχία (Celeste Holm, Thelma Ritter, Gary Merill, Hugh Marlowe).  Παρόλα αυτά το κεντρικό, θυληκό δίδυμο Davis-Baxter είναι αυτό που κλέβει τη παράσταση.  Η Davis ως πληθωρική γυναίκα με τσαγανό, που κρύβει στο στραφταλιζέ τσαντάκι της, ένα σωρό καυστικές, δηλητηριώδεις ατάκες, αλλά και ατάκες που έγραψαν ιστορία ('Fasten you seatbelts.  It's going to be a bumpy night!'), είναι μοναδική και αιθέρια, γεμίζοντας το πλάνο με το μπλαζέ βλέμμα και την άγρια χαίτη.  Από την άλλη η Baxter ως ματαιόδοξη ενζενί, μπορεί ορισμένες φορές να υπερβάλει υποκριτικά, είναι όμως πιστική και μισητή στον ρόλο της.  Έτσι κι αλλιώς την χρυσή εποχή του κινηματογράφου, όλα είχαν μια δόση υπερβολής.  N'est-ce pas?


Το "All About Eve" είναι ένα κλασικό, χολιγουντιανό αριστούργημα που όλοι οι σινεφίλ-και οχι μόνο-θα έπρεπε να δουν.  Κατασκευασμένο από την αυθεντική πάστα του old time Hollywood, και καμωμένο με μεράκι, ταλέντο και διαλόγους-χείμαρρους, είναι μια ταινία που φέρνει στο μυαλό παλιές, καλές εποχές, ακόμα και αν εμείς δε τις ζήσαμε.  Μπορούμε όμως να φανταστούμε πως ήταν, και μμμ, πρέπει να ήταν πολύ καλές.
Στη τελική αν ακόμα δε σας έπεισα, να σας πω πως από το φιλμ κάνει ένα πέρασμα και η Marilyn Monroe πιο πλατινέ και sexy από ποτέ, κάνοντας όλες τις άλλες γυναικείες υπάρξεις γύρω της να ωχριούν.  Και πως δε θα μπορούσε άλλωστε...

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι το biopic της Monroe θα μπορούσε να παίξει η Penelope Ann Miller, μια δεκαετία νωρίτερα, η ομοιότητα της οποίας με το αιώνιο sex-symbol ήταν εμφανέστατη (ειδικά στη πρώτη φωτό στην οποία φαίνεται και η Marilyn), οτι το μαλλί της Baxter είναι αυτό που λέμε 'to die for' και οτι η Davis ήταν σπουδαία.


TRIVIA
  • H Zsa Zsa Gabor επισκεπτόταν συχνά τα γυρίσματα στις σκηνές οπού ο συζύγός της George Sanders έπαιζε με την Marilyn στο πλευρό του.  Ο λόγος;  Μα φυσικά ζήλευε!
  • Η Davis ερωτεύθηκε τον συμπρωταγωνιστή της Gary Merrill κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, με αποτέλεσμα οι δυο τους να παντρευτούν τον Ιούλιο του 1950, έπειτα από την ολοκλήρωση της ταινίας, ενώ υιοθέτησαν και ένα κοριτσάκι το οποίο ονόμασαν Margot.
  • Η Holm υποδυόταν στη ταινία την φίλη της Davis.  Όταν αργότερα είχε ερωτηθεί για τη συνεργασία της μαζί της, είπε: "I walked onto the set the first day and said Goodmorning, and do you know her reply? 'Oh shit, good manners!' I never spoke to her again-ever!'.
  • Και η Davis όμως είχε πει χαρακτηριστικά: 'Filming All About Eve was a very happy experience...the only bitch in the cast was Celeste Holm!'
(ΠΗΓΗ IMDB)

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Madeo (a.k.a Mother): She is always there for you...

Γεια σας, γεια σας και αν δε σας το είχα πει, καλό μήνα!  Έπειτα από απουσία δυο εβδομάδων περίπου, είπα να επιστρέψω και πάλι στα γνώριμα εδάφη, με κριτικούλες και οτιδήποτε νεότερο από το κινηματογραφικό μέτωπο.  Η αλήθεια είναι πως θα προσπαθήσω να είμαι συνεπής καθ'όλη τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, αλλά δε ξέρω κατά πόσο θα καταφέρω να γράψω μέχρι και την επόμενη, μιας που στο πρόγραμμα θα μπουν και οι οικογενειακές διακοπές.  Όπως και να έχει όμως, θα είμαστε μαζί για...όσο είμαστε και από εκεί και πέρα, θα επιστρέψουμε και πάλι δυναμικά από τον Σεπτέμβρη έχοντας μάλιστα και την καλύτερη αφορμή: τις αγαπημένες μας φυσικά Νύχτες Πρεμιέρας.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν, have fun και για όσους είναι ήδη σε κάποιο όμορφο νησάκι, καλές διακοπές να έχετε : )


Η Hye-ja Kim υποδύεται την Mother, η οποία στη ταινία δε φέρει κανένα άλλο αναγνωριστικό όνομα, πέρα από την ιδιότητα της μάνας, μητέρας, μαμάς.
Η Μητέρα λοιπόν, ζει φτωχικά θα έλεγε κανείς, σε ένα εξίσου φτωχικό χωριομέρος, παρέα με τον διανοητικά προβληματικό γιο της, Yoon Do-joon.  Η Μητέρα βγάζει τα προς το ζην, προκειμένου να ταΐσει τον εαυτό και τον ιδιαίτερο γιο της, έχοντας ένα μαγαζάκι με κάθε λογής ματζούνια, βότανα και λοιπά άλλα, και χρησιμοποιώντας σε σφριγηλούς, νεαρούς γλουτούς κοτζαμάν βελόνες, για αποβολή του στρες και 'πιάσιμο' παιδιών.
Όπως είναι λογικό, η γηραιά αυτή γυναίκα αποτελεί το μοναδικό στήριγμα του Do-joon, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένη να τον παρακολουθεί διαρκώς, σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά.  Όταν τελικά το στραβό έρθει και χτυπήσει την πόρτα του ταπεινού σπιτικού τους, μεταμφιεσμένο σε μια νεαρή κοπέλα βάναυσα δολοφονημένη, τότε η τοπική αστυνομία (η οποία στις κορεατικές παραγωγές απαρτίζεται πάντα κατά έναν περίεργο τρόπο, από "τρομερά" φυντάνια και τζιμάνια αστυνομικούς και ντετέκτιβ) θα κατηγορήσει τον Do-joon για τον θάνατο της, θα τον συλλάβει με συνοπτικές διαδικασίες και θα τον οδηγήσει πίσω από της φυλακής τα σίδερα, αποδεικνύοντας οτι αυτά δεν είναι μόνο για τους λεβέντες.
Η Mother λοιπόν, θα ξεκινήσει ένα ανελέητο κυνηγητό, προκειμένου να βρει τους πραγματικούς δολοφόνους, και να αποδείξει την αθωότητα του μονάκριβου γιου της.  Στη πορεία όμως θα δει οτι ο δρόμος τον οποίο διάλεξε να ακολουθήσει, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και σύντομα θα καταλάβει οτι σε αυτό το 'ταξίδι' μπορεί να χάσει εκτός από το παιδί της, και τον ίδιο της τον εαυτό...


Ο σκηνοθέτης Joon-ho Bong αποτελεί μια από τις κλασικές περιπτώσεις Κορεάτη σκηνοθέτη, ταινίες του οποίου έχουμε ξαναδεί στο blog.  Και αν δε θυμάστε, τότε να σας φρεσκάρω λιγάκι τη μνήμη και να σας πω οτι ο συγκεκριμένος δημιουργός είναι υπεύθυνος για μερικές, πραγματικά καλές ταινίες, όπως το "Memories of Murder" (2003) το οποίο μάλιστα παρουσιάζει μεγάλες, θεματικές ομοιότητες με το "Mother", καθώς και το "The Host" (2006), μια από τις καλύτερες και πιο underrated ταινίες με τέρας, ever.
Έπειτα και από την-φεστιβαλική κυρίως-επιτυχία του "Mother", ο ίδιος αποφάσισε να περάσει σε πιο εμπορικά μονοπάτια και να δοκιμάσει για πρώτη φορά τη τύχη του στο λαμπερό Hollywood.  Η πρώτη του αμερικανόφερτη μάλιστα παραγωγή, αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2013, βασιζόμενη στο graphic novel του Benjamin Legrand, Snowpiercer.  Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σε έναν παγωμένο κόσμο, στον οποίο οι επιβάτες ενός τραίνου προσπαθούν να συνυπάρξουν όσο το δυνατόν καλύτερα.  Αν κρίνουμε πάντως από το εντυπωσιακό cast που έχει καταφέρει να μαζέψει (Tilda Swinton, John Hurt, Jamie Bell, Chris Evans, Octavia Spencer, Kang-ho Song, Ewen Bremmer), και το γεγονός πως έτσι κι αλλιώς οι μεταφορές των graphic novels στον κινηματογράφο συγκεντρώνουν έτσι κι αλλιώς πιστούς θεατές, τότε κάτι μας λέει πως το ντεμπουτάρισμα του Bong στην Αμερική, θα είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό και ακριβοθώρητο.  Εν αναμονή λοιπόν των μελλοντικών του σχεδίων, θα προσπαθήσουμε σήμερα να...ξεκοκαλίσουμε όσο μπορούμε το "Mother".


Αν μη τι άλλο αυτή η ταινία του Bong αποτελεί ένα καλοστημένο και στιλιζαρισμένο δράμα, το οποίο διαποτίζεται από μια προοδευτική, χιτσκοκική εξέλιξη που μπορεί και να την είχες φανταστεί, αλλά ακόμα και έτσι, πάλι σε σοκάρει με την απολυτότητα και την αλήθεια της.
Πολλοί θα συμφωνήσουν πως σεναρικά η ταινία δε διαφέρει από πολλές άλλες και κατά κύριο λόγο ξενόγλωσσες, οι οποίες θέτουν στο επίκεντρό τους έναν θηλυκό χαρακτήρα που καθίσταται έρμαιο των αποφάσεων, της μοίρας και τελικά ενός αναπόφευκτου, τελολογικού πεπρωμένου.  Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το οποίο έτυχε να παρακολουθήσω σχετικά πρόσφατα, είναι και η τελευταία ταινία του Andrey Zvyagnitzev, "Elena", στην οποία μια μεσήλικη γυναίκα προσπαθεί πάλι να βοηθήσει τον γιο της (χαραμοφάη στη προκειμένη περίπτωση) και την οικογένειά του.  Το ηθικό δίδαγμα της ταινίας έχει να κάνει για ακόμη μια φορά με την ιδιότητα της μάνας και με το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια γυναίκα στα πλαίσια της μητρότητας.  Αυτή είναι εξάλλου η αρχή, η μέση και το τέλος της ταινίας: η μητέρα.  Δεν έχει και τόση σημασία το γεγονός οτι ο γιος αντιμετωπίζει ένα κάποιο πρόβλημα, ούτε και ο τρόπος ζωής τους, το κοινωνικό περιβάλλον ή οι κατηγορίες για τη δολοφονία, αφού αυτά απλά εξυπηρετούν την προώθηση του δράματος.  Η αρχή ιδέα έχει συλληφθεί.  Αυτό που έχει σημασία είναι το πως μια μητέρα αντιδρά και απαιτεί να προστατέψει το παιδί της, είτε αυτό είναι ένοχο, είτε αθώο.  Θα μπορούσε στην ουσία να πει κανείς, πως το "Mother" αποτελεί μια σύγχρονη ωδή πάνω στον άνθρωπο, ο οποίος έχει παίξει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους στη ζωή ενός ατόμου, το έχει γαλουχήσει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και το έχει κάνει σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτό που τελικά είναι.  Και ο τρόπος με τον οποίο ο Bong αποφασίζει να μας παρουσιάσει την ουσία της μάνας είναι και δραματικός, και τρομερός και τρυφερός, αλλά πάνω απ'ολα είναι αληθινός: μια μάνα θα έκανε τα πάντα για το παιδί της and that's a fact.


Αν αφήσει κανείς στην άκρη την απλούστατη υπόθεση του έργου, μπορεί να ανακαλύψει μερικά έξυπνα τρικ τα οποία φαίνεται να εισήγαγε ο Bong στη σκηνοθεσία του, προκειμένου να την καταστήσει περισσότερο αλληγορική και μεταφορική.
Για παράδειγμα αυτό που προσωπικά μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι το πόσο έντονα κυριαρχεί μέσα στο φιλμ, το μπλε χρώμα.  Δε μιλάμε όμως για μια προσπάθεια να το καταστήσει κανείς ως βασικό πρωταγωνιστή (όπως π.χ γινόταν στις ταινίες του Kieslowski), αλλά περισσότερο το χρώμα αυτό να χρησιμοποιηθεί ως ένα σημαντικό μέσο εξωτερίκευσης της προοδευτικά μεταβαλλόμενης ψυχοσύνθεσης της μητέρας.
Σε όλη τη διάρκεια της, κοντά δυόμιση ώρες, ταινίας γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανές οτι το μπλε είναι αυτό που κατακλύζει κάθε σπιθαμή του πλάνου.  Από εξωτερικούς χώρους (νύχτα, λίμνη, βροχή, ουρανός), και αντικείμενα δωματίων (τοίχοι, ποτήρια, ντοσιέ, τραπέζια, καρέκλες), μέχρι και τα ίδια τα ρούχα της πρωταγωνίστριας (προς το τέλος, καθώς αρχικά τα συνολάκια που φοράει είναι κόκκινου χρώματος, κάτι που έχει τη δική του σημασία), όλα κυμαίνονται στις αποχρώσεις του μπλε.
Επειδή λοιπόν αυτό μου κίνησε έντονα τη περιέργεια, αποφάσισα να αναζητήσω τη σημασία που μπορεί να έχει το μπλε χρώμα στην ασιατική και ιδιαίτερα, κορεατική κουλτούρα.  Η αλήθεια είναι πως βρήκα μερικές πληροφορίες, οι οποίες αν δεν αποτελούν δικό μου παρατράβηγμα, τότε μάλλον είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραδοσιακά κορεάτικα χρώματα, το μπλε συμβολίζει τη ψύχραιμη, θηλυκή ενέργεια και πράγματι δε θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο απ'οτι εδώ, μιας που η κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα.  Συνεχίζοντας, το συγκεκριμένο χρώμα υποτίθεται οτι συμβολίζει την eum energy, η οποία έχει να κάνει με το φεγγάρι (μεγάλο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται νύχτα), την δεκτικότητα και την δυνατότητα του να προσαρμόζεται κανείς, ανάλογα τις περιστάσεις.  H Mother είναι ακριβώς μια τέτοια γυναίκα.  Ταπεινή, και όμως παραγωγική, δεκτική σε κάθε καλό και κακό, με μια φοβερή δυνατότητα προσαρμογής, ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες.  Παρόλα αυτά εκτός από όλα αυτά, το μπλε συμβολίζει και κάτι ακόμη:  τον θάνατο, το πρώτο δηλαδή υλικό πάνω στο οποίο βασίζεται η υπόθεση της ταινίας.  Και οχι μόνο...
Ένα ακόμη χρώμα που κάνει τη παρουσία του, ίσως οχι τόσο έντονα όσο το μπλε, είναι το κόκκινο, μιας που εμείς βλέπουμε τη πρωταγωνίστρια να φοράει μέχρι και περίπου τη μέση της ταινίας, κόκκινα ρούχα.  Ενδιαφέρον είναι το πως το κόκκινο στην παράδοση της Κορέας, συμβολίζει το δυναμικό και όλο φωτιά, ανδρικό πνεύμα, αποτελώντας παράλληλα το αντιθετικό χρώμα του μπλε.  Διόλου απίθανο λοιπόν ο σκηνοθέτης να κάνει μια υποδόρια, χρωματική ταύτιση στο πρόσωπο της μάνας, από τη στιγμή που ο πατέρας είναι απών.  Η μάνα είναι την ίδια στιγμή άντρας και γυναίκα, κόκκινο και μπλε, δύναμη και πνεύμα, ζωή και θάνατος.


Από πλευράς σκηνοθεσίας το "Mother" θα σου δώσει αυτό ακριβώς που περιμένεις από μια τέτοια παραγωγή.  Ατμοσφαιρική, δεμένη, με μια χρωματική παλέτα που μαρτυράει περισσότερα από όσα αφήνει σε πρώτη φάση να εννοηθούν και γεμάτη αγροτική καλαισθησία, είναι μια ταινία φίνα σκηνοθετημένη που θα φέρει στο μυαλό σας αυτοστιγμεί, το σκηνικό του "Memories of Murder".
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, όπως γίνεται πάντα (σχεδόν), με την Kim να αποσπά μπόλικα βραβεία για αυτή τη βαθιά συγκινητική, αλλά και τρομακτική της ερμηνεία και τον Won να δίνει μια εξίσου πολύ καλή ερμηνεία, υποδυόμενος τον δικό του, απαιτητικό ρόλο.
Αν ψάχνεις για μια ταινία που θα σε κάνει να νοιώσεις όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, τότε το "Mother" είναι μια από αυτές.  Ειδικά με το μουσικό κρεσέντο στο τέλος της, θα νοιώσεις και εσύ αυτό που τόσο αποζητούσε να νοιώσει η μάνα.  Δε σου λέω τι, καλύτερα δες την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι υπάρχει κάτι που λέγεται pervert phone, οτι οι Ασιάτες με outfit για γκόλφ μου κάνουν κάτι το περίεργο και οτι πρέπει να προτιμάς ομπρέλες από τύπου, ρακένδυτους άνδρες στο δρόμο.  Ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να μάθεις...


No trivia