Χαιρετώ. Το λοιπόν σήμερα μόλις είχα ένα μικρό free από το τρέξιμο και τις ταινίες των Νυχτών Πρεμιέρας, οπότε είπα να επιστρέψω για λίγο τώρα που μπορώ στο blog, γιατί χλωμό το κόβω να καταφέρω να γράψω και για ακόμη μια μέσα στην εβδομάδα. Όσοι θέλετε να ενημερώνεστε για τις τρέχουσες ταινίες και το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Αθήνας, δεν έχετε παρά να μας παρακολουθήσετε στο Reel.gr. Ελπίζω σύντομα να αρχίσω να γράφω πιο εντατικά πάλι στο blog, όταν ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα και δεν επικρατεί αυτή η απολαυστική, αλλά και κουραστική τρέλα.
Σήμερα λοιπόν είπα να περάσουμε σε κάτι που ξέμεινε στα τεφτέρια μου από το καλοκαίρι και συγκεκριμένα στην ταινία η οποία για εμένα ήταν σίγουρα η καλύτερη του καλοκαιριού και ενδεχομένως μια από τις καλύτερες για την φετινή χρονιά. "Mud" λοιπόν.
Δυο φίλοι, ο Ellis (Tye Sheridan) και ο Neckbone (Jacob Lofland), ζουν μια καθημερινή και δίχως εκπλήξεις ζωή στην πόλη του Αρκάνσας. Η πραγματικότητά τους περιλαμβάνει περιπλανήσεις με την μοτοσυκλέτα του Neckbone, αγορίστικες εξορμήσεις δίπλα στο ποτάμι της περιοχής και έναν διακαή πόθο να μετατρέψουν μια βάρκα που έχει σφηνώσει πάνω σε ένα...δέντρο, στο δικό τους δεντρόσπιτο. Η προσπάθειά τους να δημιουργήσουν το δικό τους κρησφύγετο, θα τους οδηγήσει σε μια περίεργη συνάντηση με έναν εξίσου περίεργο άνδρα που ακούει στο όνομα "Mud" (Matthew McConauhgey). O μυστηριώδης Mud θα αναπτύξει από την αρχή μια ιδιάζουσα φιλία με τα παιδιά, υποσχόμενος να τους δώσει το όπλο που κουβαλά, εάν εκείνα τον βοηθήσουν να επισκευάσει την βάρκα προκειμένου να φύγει το συντομότερο δυνατόν από την πόλη. Τα παιδιά θα μπλεχτούν έτσι άθελά τους σε μια ιστορία αγάπης, προδοσίας και θανάτου, χωμένη καλά στα ελώδη μονοπάτια του αμερικάνικου νότου. Ο Mud θα αποτελέσει την αφορμή για την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής τους...
Για τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Jeff Nichols τα έχουμε ξαναπεί όταν μας είχε δοθεί η αφορμή με το εξαιρετικό του ταινιάκι, "Take Shelter" το οποίο αν δεν έχεις δει ακόμη, καλά θα κάνεις να το τσεκάρεις.
Η αλήθεια είναι πως ο συγκεκριμένος δημιουργός μας έχει προσφέρει μέχρι στιγμής τρεις μόλις ταινίες, οι οποίες παρόλα αυτά αποτελούν τρανό παράδειγμα του οτι σημασία τις περισσότερες φορές έχει η ποιότητα και οχι η ποσότητα. Αν παρακολουθήσει κανείς και τα τρία του φιλμ εύκολα διαπιστώνει πως χαρακτηρίζονται από έναν κοινό παρονομαστή, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον αμερικάνικο νότο. Ξεκινώντας με ένα συναισθηματικό κενό από το "Shotgun Stories" του 2007 (για το οποίο επίσης θα τα πούμε), ο Nichols χτίζει σταδιακά έναν κόσμο τον οποίο χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα σαν παντιέρα προκειμένου να παρουσιάσει καταστάσεις, πρόσωπα και ιστορίες. Το γεγονός πως όλοι του οι χαρακτήρες γεννιούνται και "πεθαίνουν" νότιοι αποτελεί το βασικότερό του μοτίβο, καθώς το φυσικό περιβάλλον του τόπου είναι εκείνο το οποίο πλάθει στην ουσία τους ήρωες και τις δράσεις/αντιδράσεις τους, κρατώντας τους έρμαια ενός κόσμου χωρίς ευκαιρίες και μέλλον, ενός κόσμου που βολεύεται σε ένα ταπεινό προγονικό παρελθόν γεμάτο εμπόδια του σήμερα και οικογενειακά ριζώματα. Εξαιρετικός χειριστής ενός τοπίου που μοιάζει να εκπέμπει από μια παράλληλη πραγματικότητα, ο Nichols εμποτίζει τον κινηματογραφικό του καμβά με κάθε πιθανό συναίσθημα (ή και απουσία αυτού), κατασκευάζοντας όμορφες παραβολές για την ίδια την ανθρώπινη φύση και το περαστικό μας ταξίδι από τούτον τον κόσμο.
Φυσικά από το "Mud" δεν λείπει και το πρωτοπλαστικό θαρρείς story της αγάπης και του έρωτα, με την ιστορία του Mud και της όμορφης Juniper (Reese Witherspoon) να αποτελεί (και να λειτουργεί στην τελική), ως η παρασκηνιακή υπόθεση που αποκαλύπτει και δίνει ώθηση στην προσωπική ιστορία του φυγά-Mud.
Το ενδιαφέρον με αυτή την ταινία είναι πως ο Nichols δεν αναλώνεται σε εύκολες, πρωταγωνιστικές καταστάσεις τις οποίες τσιμπάς από την αρχή, προτιμώντας να γνωρίσει στο κοινό αργά, αλλά σταθερά την κρυμμένη ζωή ενός άνδρα που θα μπορούσε από μόνη της να αποτελεί αφορμή για παραβολικές εξηγήσεις και προσωπική ενδοσκόπηση. Στην ουσία το "Mud" αποτελεί ένα φιλμ με διαφορετικά σεναριακά επίπεδα, στο οποίο η κάθε πράξη, ακόμα και αν προέρχεται από τους δεύτερους ή και τρίτους χαρακτήρες, κουβαλάει πάνω της ένα συγκεκριμένο τίμημα. Η οικογένεια του Ellis, ο θείος του Neckbone (τον οποίο υποδύεται για λίγα λεπτά ο μούσος του Nichols, Michael Shannon), το μυστικό του Mud, οι "κακοί" τύποι και τα προβλήματα της Juniper, αποκτούν μια φυσική λειτουργία εμπλουτίζοντας ένα κατά τα άλλα παραδοσιακά κοινωνικοδραματικό σενάριο. Εντούτοις η εκπληκτική φωτογραφία, η σχεδόν ρομαντική σκηνοθεσία και οι υπέροχες ερμηνείες απογειώνουν μια υπόθεση που στα λάθος χέρια θα ήταν απλώς προβλέψιμη και βαρετή.
Αν παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη των χαρακτήρων του Nichols θα εντοπίσει το κοινό παίξιμο και την εσωτερική πάλη των ηρώων που καθοδηγούνται οχι μόνο από τις προσωπικές τους επιλογές, αλλά και από εκείνες των άλλων και κυρίως, την πίστη του κοινωνικού περίγυρου στο άτομο. Τόσο ο Michael Shannon στα "Shotgun Stories" και "Take Shelter", όσο και ο McConaughey στο "Mud", χαρακτηρίζονται από μια σχεδόν οικουμενική τραγικότητα όσον αφορά τις αποφάσεις τους και την ταινιακή τους δράση, αποφάσεις που κρίνονται ολοκληρωτικά από την αντιμετώπισή τους από τις συντρόφους, τα παιδιά τους ή τους φίλους. Η εσωτερική μοναξιά και η απαραίτητη κοινωνικοποίηση του ατόμου αποτελούν το "ειρωνικό" ζευγάρι των ταινιών του νοτιοαναθρεμένου Nichols.
Οι ερμηνείες σίγουρα κλέβουν την παράσταση. Ο Matthew McConaughey έχει βρει επιτέλους τον υποκριτικό του εαυτό, δίνοντας μια πολύ όμορφη και σχεδόν συγκινητική ερμηνεία στον ρόλο του χαμένου Mud. Στο πλευρό του οι δυο πιτσιρικάδες είναι εξίσου εντυπωσιακοί, με τον Tye Sheridan παρόλα αυτά να βγαίνει εύκολα μπροστά χάρη στην απόλυτα ειλικρινή του ερμηνεία, η οποία φέρνει σε στιγμές στο μυαλό τον αδικοχαμένο River Phoenix του "Stay by Me" των αναμνησιακών μας, παιδικών χρόνων (στο οποίο παραπέμπει εξάλλου και η γενικότερη σκηνοθεσία και παρουσία των παιδιών). Αξιοπρόσεκτη στον ρόλο της και η Reese Witherspoon, ως ξεπλυμένη και ολίγον ξεπεσμένη Juniper, ενώ όπως πάντα και η παρουσία του Sam Shepard δίνει το κάτι παραπάνω σε ένα έτσι κι αλλιώς ιδανικό cast.
To "Μud" συγκεντρώνει μέσα του όλη την άγρια ομορφιά και την αποδομιστική φύση του αμερικάνικου νότου, τον οποίο τόσο καλά ξέρει να χειρίζεται ο Nichols. Λαμπρό δείγμα του ανεξάρτητου κινηματογράφου (όσο λαμπρό ήταν και το περσινό "Beasts of the Southern Wild"), καταφέρνει με την συνολική του παρουσία να σε κερδίσει, να σε συγκινήσει και να σε κάνει να πιστέψεις στις μικρές, καθημερινές ιστορίες του κόσμου, όπου κι αν εκτυλίσσονται αυτές. Plus, το soundtrack είναι από τα πιο ωραία πράγματα που θα ακούσεις φέτος.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο McConaughey πρέπει απαραιτήτως να έχει μια σκηνή στην οποία να φαίνεται ο κοιλιακός-φέτα (κάποιες συνήθειες δεν ξεχνιούνται), οτι θα δεις έναν γνωστό από το "Boardwalk Empire" και οτι η γοητεία της συγκεκριμένης ταινίας φωνάζει από μακριά.
No trivia
Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013
Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013
Σεμινάρια Κινηματογράφου στον πολυχώρο του Μικρού Πολυτεχνείου
Στα πλαίσια των κινηματογραφικών σεμιναρίων τα οποία πραγματοποιούνται κάθε χρόνο στο Μικρό Πολυτεχνείο, έρχεται να προστεθεί ο νέος κύκλος μαθημάτων με τίτλο "Ο κλασικός (η τέχνη του φανερού) και ο σύγχρονος αφηγηματικός κινηματογράφος (η τέχνη της απόκρυψης). Παραλληλισμοί, αντιστοιχίες, συνέχειες, διαφοροποιήσεις, ανατροπές, αποδομήσεις (1930-1960 και 1960 έως σήμερα).
Το νέο σεμινάριο το οποίο πρόκειται να ξεκινήσει από στα τέλη Οκτωβρίου, περιλαμβάνει 20 τρίωρα μαθήματα και σκοπεύει να παντρέψει: α) το χθες με το σήμερα, β) τους παλιούς με τους νέους συμμετέχοντες, γ) να προσφέρει μια άρτια συγκροτημένη εικόνα του συνόλου, δ) καθώς και να λάβει υπόψιν του τα επί μέρους ζητούμενα που παίζονται πολύ στην διεθνή βιβλιογραφία και στις εξετάσεις πολλών Πανεπιστημίων.
Για μια γενικότερη ιδέα της λειτουργίας του Μικρού Πολυτεχνείου μπορείτε να επισκεφθείτε την σελίδα του εδώ .
Τα μαθήματα θα αναλάβει ο κ. Μάκης Μωραϊτης.
Για οποιαδήποτε διευκρίνιση μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μου στο mail, varvara_kod1988@hotmail.com. Θέλουμε νέα άτομα που αγαπούν τον κινηματογράφο, έτσι για να μεγαλώσει η παρέα μας : )
Το νέο σεμινάριο το οποίο πρόκειται να ξεκινήσει από στα τέλη Οκτωβρίου, περιλαμβάνει 20 τρίωρα μαθήματα και σκοπεύει να παντρέψει: α) το χθες με το σήμερα, β) τους παλιούς με τους νέους συμμετέχοντες, γ) να προσφέρει μια άρτια συγκροτημένη εικόνα του συνόλου, δ) καθώς και να λάβει υπόψιν του τα επί μέρους ζητούμενα που παίζονται πολύ στην διεθνή βιβλιογραφία και στις εξετάσεις πολλών Πανεπιστημίων.
Για μια γενικότερη ιδέα της λειτουργίας του Μικρού Πολυτεχνείου μπορείτε να επισκεφθείτε την σελίδα του εδώ .
Τα μαθήματα θα αναλάβει ο κ. Μάκης Μωραϊτης.
Για οποιαδήποτε διευκρίνιση μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μου στο mail, varvara_kod1988@hotmail.com. Θέλουμε νέα άτομα που αγαπούν τον κινηματογράφο, έτσι για να μεγαλώσει η παρέα μας : )
Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013
Only God Forgives: God might will, we won't
NEW ARRIVAL (στις αίθουσες από τις 19 Σεπτεμβρίου)
Γεια σας γεια σας και πάλι! Επιστρέφουμε σιγά σιγά στο blog αυτή την ημέρα, κατά την οποία δεν έχω ρεύμα στο σπίτι για δέκα μόνο ώρες (δε τις λες και πολλές) με αποτέλεσμα να έχω μεταφερθεί στην γιαγιά για internet (πόσο μπροστά δηλαδή;). Σήμερα το λοιπόν το menu έχει μια ταινία την οποία πριν την δω περίμενα ωσάν τρελή. Όταν άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες κριτικές οι οποίες δεν μιλούσαν και με τα πιο κολακευτικά λόγια γι'αυτήν, ήθελα να την δω ακόμα περισσότερο προκειμένου να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι τι στο καλό έτρεχε. Ε λοιπόν τρέχουν πολλά σε αυτή την ταινία. Το μόνο ίσως που μένει σταθερό είναι ο Ryan Gosling. Απλά και μόνο επειδή είναι ο Ryan Gosling βασικά.
Δυο χρόνια πριν ο Δανός σκηνοθέτης Nicolas Winding Refn κατάφερε πολλούς να ταχθούν στο σκηνοθετικό του πλευρό, οχι μόνο επειδή έκανε την έκπληξη κερδίζοντας το βραβείο Σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Καννών με το εξαιρετικό-για εμένα τουλάχιστον-"Drive", αλλά και γιατί η ταινία αποτέλεσε για πολλούς λόγους αφορμή, για έναν επαναπροσδιορισμό του crime είδους, με σωρό αναφορές σε άλλα ταινιακά δείγματα: από τον μοναχικό ήρωα των γουέστερν του John Ford, μέχρι το χαρακτηριστικό στιλιζάρισμα των noir και από την χρήση του slow motion για καθαρά εικαστικούς λόγους της στιγμής (και οχι για την ενίσχυση της όποιας δράσης όπως χρησιμοποιείται συνήθως στις σύγχρονες περιπέτειες), μέχρι την οικουμενικότητα του ήρωα χωρίς όνομα (ή απλώς του ομηρικού Κανένα/Οδυσσέα κάτι το οποίο θα ταίριαζε ιδανικά με το εδώ "ταξίδι" του πρωταγωνιστή), το "Drive" ήταν μια ταινία που προκάλεσε αίσθηση και αγαπήθηκε πολύ από το κοινό, ενδεχομένως επειδή χαρακτηρίζεται και από ψήγματα exploitation ταινιών της δεκαετίας του ΄70 με κακούς, macho πρωταγωνιστές και extra ταχύτητες.
Φυσικά ο Refn μετρούσε στο ενεργητικό ήδη μερικές αξιοπρόσεκτες ταινίες, όπως το "Βronson" με τον θηριώδη Tom Hardy, αλλά και το ιδιαίτερο "Valhalla Rising" με την έτερη ένοχη απόλαυση, τον Mads Mikkelsen.
Και κάπου εδώ θα με ρωτήσετε, "γιατί τα λέμε όλα αυτά αφού τα έχουμε ξαναπεί;". Διότι κάτι καλό πρέπει να θυμηθούμε κι εμείς, αν είναι στην συνέχεια να μιλήσουμε για το "Only God Forgives".
Καταρχάς να δηλώσω οτι αν μη τι άλλο τα posters της ταινίας μου άρεσαν (κάτι είναι και αυτό), όπως και η χρωματική παλέτα που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης, προκειμένου να προσδώσει στην ατμόσφαιρα του φιλμ όλη την αίγλη της φωτεινής εγκληματικής ζωής της Bangkok, μέσα από τις παρακμιακές νέον πινελιές του φλούο μπλε, του αιμάτινου κόκκινου, του ζωηρού πορτοκαλί και του σκληρού κίτρινου. Σίγουρα η ταινία θα υστερούσε πολύ περισσότερο αν η σκηνοθεσία δεν ήταν αυτό που τελικά είναι και που ας μη γελιόμαστε αποτελεί και μια σαφέστατη αναφορά στον παρανοϊκά βίαιο κινηματογράφο του Gaspar Noe (ο οποίος μετέβη μάλιστα στην Bangkok κατά την διάρκεια των γυρισμάτων και χαιρετίζεται έτσι κι αλλιώς στα τελικά credits) και που μαζί με την εκστατική τρέλα του Refn για την βία γενικότερα (γεγονός το οποίο έχει παρόλα αυτά καταντήσει άκρως γραφικό), δημιουργούν ένα καθόλα προκλητικό αποτέλεσμα το οποίο όμως δεν είναι και τόσο δύσκολο να διαπιστώσεις πως το κάνει απλά και μόνο για να προκαλέσει.
Στον αντίποδα του "Drive" το οποίο ήταν πιο ανθρωποκεντρικό ως προς την ανάδειξη του κεντρικού προσώπου σε τραγικό ήρωα του σήμερα, το "Only God Forgives" μοιάζει με το σατανικό δίδυμο αδελφάκι, υπερβολικά στιλιζαρισμένο και ματαιόδοξο για να το πάρεις στα σοβαρά.
Ο Refn, ενδεχομένως πιο υπερφίαλος από ποτέ, εμποτίζει την ταινία του με βάρβαρες εξάρσεις βίας, λίγα λόγια και πολλά κενά βλέμματα, τοποθετώντας σε στην θέση του ενοχικού ηδονοβλεψία που δύσκολα μπορεί να πάρει τη ματιά του απ'οτι συμβαίνει, παρά το γεγονός πως στον πυρήνα αυτού του δημιουργήματος δεν μοιάζει να υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από την μονομανή ανάγκη και αφορμή για μια ωδή στην ωμή βία.
Μη νομίζεις πως η σκληρότητα της ταινίας βασίζεται μόνο στον σωματικό πόνο. Κάθε άλλο. Η ψυχολογική και κυρίως η λεκτική βία που χρησιμοποιείται (η λέξη "cum dumpster" όπως ξεστομίζεται από την σκύλα-Thomas είναι ενδεικτική) αποτελούν τις βάσεις μιας ταινίας που δεν έχει και πολλά να πει, προσφέρεται όμως με ένα κάποιο γοητευτικό αμπαλάρισμα οπότε ίσως και να ξεπεράσεις το γεγονός πως παρά την φιλία του με τον σκηνοθέτη, ο Gosling δέχτηκε να παίξει με το συγκεκριμένο σενάριο (είπαμε το "Gangser Squad" θα κάνουμε πως απλά δεν υπήρξε γιατί στην τελική το αντιμετώπιζες και ως μια ένοχη, pulp απόλαυση).
Το ουσιαστικό πρόβλημα του "Only God Forgives", έγκειται στο οτι δεν έχει κάποιον σαφή υποθεσιακό προσανατολισμό, προσπαθώντας παράλληλα να πλασάρει αυτή την φορά τα slow πλάνα, τα close-ups στον κεντρικό ήρωα, ακόμα και την εξωδιηγηματική μουσική ως στοιχεία ενός κόσμου που ζει και αναπνέει πατώντας πάνω σε αυτές ακριβώς τις νόρμες. Η πραγματικότητα του Julian είναι ζοφερή και αποσαθρωτική για την ανθρώπινη υπόσταση, με τον Gosling να υποδύεται στην τελική έναν άνδρα που επιδιώκει την υπέρτατη λύτρωση από τα μητρικά/οιδιποδειακά δεσμά. Εξάλλου αυτές ακριβώς οι φροϋδικές πινελιές φαίνονται τόσο στο τέλος της ταινίας (η σκηνή είναι ολοκληρωτικά παράταιρη με οτι έχεις δει πριν και ενδεχομένως να λειτουργούσε αποτελεσματικά εάν η προοπτική του Refn δεν ήταν να κάνει μια ταινία με όλα τα γνώριμα στοιχεία του, σε στιλ "κάντο και οτι βγει"), όσο και στην αντιμετώπιση του θηλυκού στοιχείου το οποίο ο Julian απεχθάνεται και ποθεί την ίδια στιγμή.
Ως προς τις ερμηνείες ο Gosling είναι ο τύπος από το "Drive", στο πολύ πιο αφηρημένο και μουγκό, ενώ η Thomas μπαίνει άνετα στην λίστα των πιο μισητών γυναικών που έχεις δει σε ταινία. Από την άλλη το γεγονός πως ο Refn ήθελε ο Pansringarm να αποτελεί τον επίγειο Θεό που αποδίδει δικαιοσύνη, αποτελεί μόνο έναν από τους τρόπους με τους οποίους μπορείς να "διαβάσεις" αυτή την ταινία,η οποία παραμένει ενεργειακά χαοτική μέχρι το τέλος της.
Εν κατακλείδι το "Οnly God Forgives" θα αντιμετωπίσει τόσο το γιουχαϊτό αυτών που αρέσκονται στο "Drive", όσο και αυτών που αρέσκονται απλά στον Gosling. Στις Κάννες δεν κατάφερε να το αποφύγει και μόλις η ταινία ξεκινήσει θα καταλάβεις και το γιατί, δεν είναι δύσκολο. Μια πεπατημένη παραζαλική σκηνοθεσία και το "hot face now" του Gosling, απλά δεν αρκούν.
Βεβιασμένο, χωρίς συνοχή και ξεκάθαρο στόχο, το "Only God Forgives" είναι το χαμένο στοίχημα της μέχρι τώρα χρονιάς. Κρίμα.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι μπορεί να είσαι ιδιοκτήτης boxing club, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα φας και της χρονιάς σου, οτι η φωνή του Gosling όταν πιάνει οκτάβα είναι αστεία (καλά αυτό το είχα προσέξει από το "The Place Beyond the Pines" και οτι η μασέτα είναι το νέο trend.
TRIVIA
Γεια σας γεια σας και πάλι! Επιστρέφουμε σιγά σιγά στο blog αυτή την ημέρα, κατά την οποία δεν έχω ρεύμα στο σπίτι για δέκα μόνο ώρες (δε τις λες και πολλές) με αποτέλεσμα να έχω μεταφερθεί στην γιαγιά για internet (πόσο μπροστά δηλαδή;). Σήμερα το λοιπόν το menu έχει μια ταινία την οποία πριν την δω περίμενα ωσάν τρελή. Όταν άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες κριτικές οι οποίες δεν μιλούσαν και με τα πιο κολακευτικά λόγια γι'αυτήν, ήθελα να την δω ακόμα περισσότερο προκειμένου να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι τι στο καλό έτρεχε. Ε λοιπόν τρέχουν πολλά σε αυτή την ταινία. Το μόνο ίσως που μένει σταθερό είναι ο Ryan Gosling. Απλά και μόνο επειδή είναι ο Ryan Gosling βασικά.
O Julian (Ryan Gosling) είναι ένας λαθρέμπορος ναρκωτικών ο οποίος κυριαρχεί στην εγκληματική ζωή της Bangkok, διατηρώντας παράλληλα μια βιτρινάτο boxing club, μέσα στo οποίo "ανθούν" τα ξυλίκικα ταλέντα του μέλλοντος.
Όταν μια μέρα μάθει τα απρόσμενα μαντάτα του θανάτου του αδελφού του, θα προσπαθήσει να βρει τον δράστη που τόλμησε να τον σκοτώσει, ξεκινώντας ένα σκοτεινό ταξίδι στις πιο βρώμικες γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης. Την αρχηγία στην όλη υπόθεση αναλαμβάνει η μητέρα του Crystal (Kristin Scott Thomas) η οποία ωθεί τον μοναχογιό της πια, στον βίαιο γκρεμό, σε μια προσπάθεια να εκδικηθεί την άδικη(;) δολοφονία του αδελφού του και γιου της. Οι δυο τους όμως μοιάζουν να υπολογίζουν χωρίς τον ξενοδόχο ο οποίος ακούει στο όνομα Chang (Vithaya Pansringarm) και που σαν άλλος Θεός τιμωρός τριγυρνάει τις νύχτες δίνοντας τέλος στην μιασματική ζωή των ανθρώπινων κατακαθιών της πόλης. Και ο Chang ξέρει από πρώτο χέρι ποιος σκότωσε τον αδελφό του Julian...
Δυο χρόνια πριν ο Δανός σκηνοθέτης Nicolas Winding Refn κατάφερε πολλούς να ταχθούν στο σκηνοθετικό του πλευρό, οχι μόνο επειδή έκανε την έκπληξη κερδίζοντας το βραβείο Σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Καννών με το εξαιρετικό-για εμένα τουλάχιστον-"Drive", αλλά και γιατί η ταινία αποτέλεσε για πολλούς λόγους αφορμή, για έναν επαναπροσδιορισμό του crime είδους, με σωρό αναφορές σε άλλα ταινιακά δείγματα: από τον μοναχικό ήρωα των γουέστερν του John Ford, μέχρι το χαρακτηριστικό στιλιζάρισμα των noir και από την χρήση του slow motion για καθαρά εικαστικούς λόγους της στιγμής (και οχι για την ενίσχυση της όποιας δράσης όπως χρησιμοποιείται συνήθως στις σύγχρονες περιπέτειες), μέχρι την οικουμενικότητα του ήρωα χωρίς όνομα (ή απλώς του ομηρικού Κανένα/Οδυσσέα κάτι το οποίο θα ταίριαζε ιδανικά με το εδώ "ταξίδι" του πρωταγωνιστή), το "Drive" ήταν μια ταινία που προκάλεσε αίσθηση και αγαπήθηκε πολύ από το κοινό, ενδεχομένως επειδή χαρακτηρίζεται και από ψήγματα exploitation ταινιών της δεκαετίας του ΄70 με κακούς, macho πρωταγωνιστές και extra ταχύτητες.
Φυσικά ο Refn μετρούσε στο ενεργητικό ήδη μερικές αξιοπρόσεκτες ταινίες, όπως το "Βronson" με τον θηριώδη Tom Hardy, αλλά και το ιδιαίτερο "Valhalla Rising" με την έτερη ένοχη απόλαυση, τον Mads Mikkelsen.
Και κάπου εδώ θα με ρωτήσετε, "γιατί τα λέμε όλα αυτά αφού τα έχουμε ξαναπεί;". Διότι κάτι καλό πρέπει να θυμηθούμε κι εμείς, αν είναι στην συνέχεια να μιλήσουμε για το "Only God Forgives".
Καταρχάς να δηλώσω οτι αν μη τι άλλο τα posters της ταινίας μου άρεσαν (κάτι είναι και αυτό), όπως και η χρωματική παλέτα που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης, προκειμένου να προσδώσει στην ατμόσφαιρα του φιλμ όλη την αίγλη της φωτεινής εγκληματικής ζωής της Bangkok, μέσα από τις παρακμιακές νέον πινελιές του φλούο μπλε, του αιμάτινου κόκκινου, του ζωηρού πορτοκαλί και του σκληρού κίτρινου. Σίγουρα η ταινία θα υστερούσε πολύ περισσότερο αν η σκηνοθεσία δεν ήταν αυτό που τελικά είναι και που ας μη γελιόμαστε αποτελεί και μια σαφέστατη αναφορά στον παρανοϊκά βίαιο κινηματογράφο του Gaspar Noe (ο οποίος μετέβη μάλιστα στην Bangkok κατά την διάρκεια των γυρισμάτων και χαιρετίζεται έτσι κι αλλιώς στα τελικά credits) και που μαζί με την εκστατική τρέλα του Refn για την βία γενικότερα (γεγονός το οποίο έχει παρόλα αυτά καταντήσει άκρως γραφικό), δημιουργούν ένα καθόλα προκλητικό αποτέλεσμα το οποίο όμως δεν είναι και τόσο δύσκολο να διαπιστώσεις πως το κάνει απλά και μόνο για να προκαλέσει.
Στον αντίποδα του "Drive" το οποίο ήταν πιο ανθρωποκεντρικό ως προς την ανάδειξη του κεντρικού προσώπου σε τραγικό ήρωα του σήμερα, το "Only God Forgives" μοιάζει με το σατανικό δίδυμο αδελφάκι, υπερβολικά στιλιζαρισμένο και ματαιόδοξο για να το πάρεις στα σοβαρά.
Ο Refn, ενδεχομένως πιο υπερφίαλος από ποτέ, εμποτίζει την ταινία του με βάρβαρες εξάρσεις βίας, λίγα λόγια και πολλά κενά βλέμματα, τοποθετώντας σε στην θέση του ενοχικού ηδονοβλεψία που δύσκολα μπορεί να πάρει τη ματιά του απ'οτι συμβαίνει, παρά το γεγονός πως στον πυρήνα αυτού του δημιουργήματος δεν μοιάζει να υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από την μονομανή ανάγκη και αφορμή για μια ωδή στην ωμή βία.
Μη νομίζεις πως η σκληρότητα της ταινίας βασίζεται μόνο στον σωματικό πόνο. Κάθε άλλο. Η ψυχολογική και κυρίως η λεκτική βία που χρησιμοποιείται (η λέξη "cum dumpster" όπως ξεστομίζεται από την σκύλα-Thomas είναι ενδεικτική) αποτελούν τις βάσεις μιας ταινίας που δεν έχει και πολλά να πει, προσφέρεται όμως με ένα κάποιο γοητευτικό αμπαλάρισμα οπότε ίσως και να ξεπεράσεις το γεγονός πως παρά την φιλία του με τον σκηνοθέτη, ο Gosling δέχτηκε να παίξει με το συγκεκριμένο σενάριο (είπαμε το "Gangser Squad" θα κάνουμε πως απλά δεν υπήρξε γιατί στην τελική το αντιμετώπιζες και ως μια ένοχη, pulp απόλαυση).
Το ουσιαστικό πρόβλημα του "Only God Forgives", έγκειται στο οτι δεν έχει κάποιον σαφή υποθεσιακό προσανατολισμό, προσπαθώντας παράλληλα να πλασάρει αυτή την φορά τα slow πλάνα, τα close-ups στον κεντρικό ήρωα, ακόμα και την εξωδιηγηματική μουσική ως στοιχεία ενός κόσμου που ζει και αναπνέει πατώντας πάνω σε αυτές ακριβώς τις νόρμες. Η πραγματικότητα του Julian είναι ζοφερή και αποσαθρωτική για την ανθρώπινη υπόσταση, με τον Gosling να υποδύεται στην τελική έναν άνδρα που επιδιώκει την υπέρτατη λύτρωση από τα μητρικά/οιδιποδειακά δεσμά. Εξάλλου αυτές ακριβώς οι φροϋδικές πινελιές φαίνονται τόσο στο τέλος της ταινίας (η σκηνή είναι ολοκληρωτικά παράταιρη με οτι έχεις δει πριν και ενδεχομένως να λειτουργούσε αποτελεσματικά εάν η προοπτική του Refn δεν ήταν να κάνει μια ταινία με όλα τα γνώριμα στοιχεία του, σε στιλ "κάντο και οτι βγει"), όσο και στην αντιμετώπιση του θηλυκού στοιχείου το οποίο ο Julian απεχθάνεται και ποθεί την ίδια στιγμή.
Ως προς τις ερμηνείες ο Gosling είναι ο τύπος από το "Drive", στο πολύ πιο αφηρημένο και μουγκό, ενώ η Thomas μπαίνει άνετα στην λίστα των πιο μισητών γυναικών που έχεις δει σε ταινία. Από την άλλη το γεγονός πως ο Refn ήθελε ο Pansringarm να αποτελεί τον επίγειο Θεό που αποδίδει δικαιοσύνη, αποτελεί μόνο έναν από τους τρόπους με τους οποίους μπορείς να "διαβάσεις" αυτή την ταινία,η οποία παραμένει ενεργειακά χαοτική μέχρι το τέλος της.
Εν κατακλείδι το "Οnly God Forgives" θα αντιμετωπίσει τόσο το γιουχαϊτό αυτών που αρέσκονται στο "Drive", όσο και αυτών που αρέσκονται απλά στον Gosling. Στις Κάννες δεν κατάφερε να το αποφύγει και μόλις η ταινία ξεκινήσει θα καταλάβεις και το γιατί, δεν είναι δύσκολο. Μια πεπατημένη παραζαλική σκηνοθεσία και το "hot face now" του Gosling, απλά δεν αρκούν.
Βεβιασμένο, χωρίς συνοχή και ξεκάθαρο στόχο, το "Only God Forgives" είναι το χαμένο στοίχημα της μέχρι τώρα χρονιάς. Κρίμα.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι μπορεί να είσαι ιδιοκτήτης boxing club, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα φας και της χρονιάς σου, οτι η φωνή του Gosling όταν πιάνει οκτάβα είναι αστεία (καλά αυτό το είχα προσέξει από το "The Place Beyond the Pines" και οτι η μασέτα είναι το νέο trend.
TRIVIA
- Ο Refn είχε την ιδέα για την ταινία στην δεύτερη εγκυμοσύνη της γυναίκας του. Βίωνε τότε διάφορα υπαρξιακά και ένοιωθε πολύ θυμό και βία να βρίσκονται μέσα του, αλλά δεν ήξερε πως να τα εξωτερικεύσει. Ξαφνικά είχε την ιδέα πως το μοναδικό ον που έχει όλες τις απαντήσεις για τα υπαρξιακά ερωτήματα, είναι ο ίδιος ο Θεός, φαντάζοντας τον εαυτό του να βρίσκεται σε μια σωματική πάλη μαζί του. Eεεμ....αχα.
- Η λέξεις "Cum Dumpster" μπήκαν στο σενάριο όταν ο Refn ρώτησε τον Gosling ποια θεωρεί πως είναι η πιο απεχθής λέξη που μπορεί να πει κάποιος σε μια γυναίκα. Και ο Gosling απάντησε το παραπάνω.
- Σε πρώτη φάση για την ταινία προοριζόταν ο Luke Evans, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Gosling. I could see it working.
- Ο τρόπος με τον οποίο ο Refn αντιμετώπιζε την ταινία του άλλαξε, όταν η μεγαλύτερη κόρη του δήλωσε πως είδε ένα...φάντασμα στο δωμάτιό της στην Ταϊλάνδη. Είπε οτι στην Δύση θα τον είχαν βάλει στο τρελάδικο αν έλεγε σε κάποιον πως υπάρχουν φαντάσματα, αλλά στην Ανατολή κάλεσαν έναν σαμάνο προκειμένου να διώξει το φάντασμα. Υποστήριξε πως αυτή η εμπειρία τον έκανε να αντιληφθεί πως η πνευματικότητα έχει και άλλη πλευρά στην Ασία και πως ήθελε να κάνει μια ταινία με αυτού του είδους τον μυστικισμό. Ok...
- Σύμφωνα με τον Refn η ταινία πρόκειται για ένα θρίλερ παραγόμενο υπό την μορφή ενός γουέστερν και όλο αυτό στην Άπω Ανατολή, με έναν σύγχρονη cowboy ήρωα. Refn ομολόγα, τι παίρνεις;
(ΠΗΓΗ IMDB)
Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013
Pacific Rim: The bigger the better
NEW ARRIVAL
Και ναι λοιπόν συγκίνηση! Επιστρέψαμε και πάλι μετά από φουλ απουσία δυο μηνών και κάτι ψιλών και όπως βλέπετε επιστρέψαμε με κάτι πολύ bad ass, το "Pacific Rim".
Παρόλα αυτά τα διάφορα πράγματα που έχω στο μυαλό μου και που προσπαθώ να χωρέσω μέσα σε αυτόν τον χρόνο, με κάνει να σας υποσχεθώ το οτι θα προσπαθήσω να δίνω το παρόν όσο πιο συχνά μπορώ μέσα από το αιώνια αγαπημένο μου blogaki. Θα υπάρχουν βέβαια και μέρες-οι περισσότερες θαρρώ-κατά τις οποίες θα είναι αρκετά δύσκολο να ανεβάσω ταινία λόγω χρόνου (μεταξύ μας ελπίζω να είναι δύσκολο γιατί αυτό σημαίνει πως θα έχω καταφέρει να κάνω αυτό που θέλω), θα μπορείτε όμως αν θέλετε να με τσεκάρετε στο Reel.gr και στο Cine.gr (ναι ξέρω δεν έχετε και την κάψα, απλά λέω). Θα προσπαθήσω όμως ειλικρινά να γράφω όταν προλαβαίνω για ταινίες που έχουν γίνει hyped up, για ταινιάκια που αξίζουν έτσι κι αλλιώς μια αναφορά και γενικά για οτι παίρνω χαμπάρι και πρέπει να το μοιραστώ μαζί σας.
So, καλή χρονιά να έχουμε, δημιουργική και όσο το δυνατόν πιο ήρεμη παρακαλώ. Άντε να αρχίζουμε!
Σε έναν κόσμο όπου η ανθρωπότητα έχει χάσει τον ύπνο της υπό την διαρκή απειλή τεράστιων εξωγήινων πλασμάτων που βγαίνουν από την θάλασσα και σπέρνουν την καταστροφή μέρα με την μέρα, οι χώρες έχουν πάψει πια τις φιλονικίες και τους πολέμους, αποφασίζοντας να δράσουν για το κοινό καλό και επενδύοντας σε γιγαντιαία, ρομποτικά κατασκευάσματα με την ονομασία "jaeger", προκειμένου να αντιμετωπίσουν όσο πιο αποτελεσματικά μπορούν τις ορδές των λεγόμενων "kaiju".
Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο απλά μιας που για να μπορέσουν να κινηθούν αυτά τα τιτανοειδή, χρειάζονται απαραίτητα δυο "πιλότοι" οι οποίοι μπορούν να τα κατευθύνουν, μόνο όταν η εγκεφαλική τους δραστηριότητα φτάσει στο υπέρτατο πεδίο εναρμονισμού...
Όταν ο Raleigh (Charlie Hunnam) αναγκαστεί να επιστρέψει στην ενεργό δράση του χειριστή των jaeger μετά από ένα τραγικό, οικογενειακό συμβάν, θα αντιμετωπίσει την τεράστια και μάλλον τελολογική κατάσταση που επικρατεί αναφορικά με την κυριαρχία των kaiju, τα οποία μοιάζουν να έχουν αποθρασυνθεί ολοκληρωτικά, αυξάνοντας τις επιθέσεις τους και ανεβάζοντας κατακόρυφα τον δείκτη...δυσκολίας και επικινδυνότητάς του. Ο Raleigh θα αναζητήσει τον συν-πιλότο του στο πρόσωπο της μικροκαμωμένης και ταλανισμένης από το φοβικό της παρελθόν, Mako (Rinko Kikuchi), σε μια προσπάθεια να ανακτήσει και πάλι τον έλεγχο του εαυτού του και να βοηθήσει στην σωτηρία του είδους του, πριν να είναι πολύ αργά. Και εν το μεταξύ τα kaiju μοιάζουν να δρουν πολύ πιο διαφορετικά απ'οτι είχαμε φανταστεί. Πιο συνειδητοποιημένα, πιο λογικά, πιο ανθρώπινα...
Το οπτικοακουστικό υπερθέαμα του Μεξικανού Guillermo del Toro, δικαίως διεκδικεί τον τίτλο του υπέρτατου φθινοπωρινού blockbaster, καθώς έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της κλασικής συνταγής των "τέρμα τα γκάζια" περιπετειών, συνοδευόμενο παράλληλα από μια τεράστια λίστα διαφορετικών κινηματογραφικών επιδράσεων, καλλιτεχνικών ρευμάτων και κυρίως, ιαπωνικής κουλτούρας.
Εμπνευσμένος σαφέστατα από την κινηματογραφική ιστορία των μεγάλων ασιατικών studio (και κυρίως του Toho), o del Toro επαναφέρει τον μύθο του Godzilla και των ομοίων του σε ένα απολαυστικό και χορταστικό δύωρο ταινιάκι, ιδανικό για μια πραγματικά διασκεδαστική ταινιακή βραδιά.
Παρά το γεγονός οτι ο παραμυθατζίδικος αυτός δημιουργός, δεν καταφέρνει επί της ουσίας να επαναπροσδιορίσει ένα είδος στο οποίο έτσι κι αλλιώς πρωτοπόροι ήταν πάντοτε οι Ιάπωνες, εντούτοις πετυχαίνει σε έναν βαθμό να μπολιάσει τα αμερικάνικα, πατριωτικά ιδεώδη με νότες φαντασιακής προέλευσης και mecha-νίστικης αισθητικής, δημιουργώντας εντέλει ένα πολυπολιτισμικό συνονθύλευμα τερατικής ιστορίας και ποπ κουλτούρας.
Τα διάσημα για τα κινηματογραφικά τους τέρατα, στούντιο της Ιαπωνίας, αποτελούν την πρώτη και πιο εμφανή επίδραση του del Toro ο οποίος κάνει το ένα βήμα παραπέρα, προσδίδοντας στα εξαιρετικά καλοφτιαγμένα kaiju του, στοιχεία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, κάνοντας άλλα να μοιάζουν με καρχαρίες, άλλα με αποκρουστικά ψαρικά υβρίδια, και άλλα με τεράστια καβουροειδή! Μπορεί στην ουσία ο ετερόκλητος κατάλογος των Ασιατών να εξακολουθεί να κρατάει τα σκήπτρα (εκτός από τον Godzilla, η λίστα συνεχίζει και είναι ατέλειωτη: Mothra (τεράστιο σκωρο-πεταλουδοειδές), Gamera (χελώνα), Rodan (δυνοσαυρικό πετούμενο), Ghidorah (δυνοσαυρικό πετούμενο με τρία κεφάλια) κ.α), παρόλα αυτά δεν γίνεται παρά να αναγνωρίσουμε και να επικρατήσουμε την προσπάθεια του del Toro, ο οποίος μετέφερε με ειλικρινή bas ass-οσύνη τα φρικτά, εξωγήινα βδελύγματά του στην μεγάλη οθόνη.
Φυσικά τι είναι ένα τέρας μόνο και έρμο, χωρίς τον ταιριαστό του αντίπαλο; Τίποτα θα μου πείτε και φυσικά θα έχετε δίκαιο. Για τον λόγο αυτό έχουμε στημένα απέναντι από τα εντυπωσιακά kaiju, μια σειρά από επίσης εντυπωσιακά ρομπότ, τα λεγόμενα jaeger (από την γερμανική λέξη "jager" που σημαίνει κυνηγός) τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εξολόθρευση των κακιασμένων πλασμάτων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα τεράστια αυτά δημιουργήματα αντλούν την δύναμή τους από την εμπειρία και την γνώση των χειριστών τους, κάνοντας ακόμη εμφανέστερη την προέλευση της mecha αισθητικής η οποία στα ασιατικά anime αποτελεί μια από τις κυρίαρχες τάσεις. Εδώ ο del Toro κρατάει σταθερή και αυτή την αξία, εμμένοντας τελικά στην λογική του ανθρώπινου παράγοντα και οχι στην χρήση αυτόνομων δημιουργημάτων με δική τους νοημοσύνη. Είναι σημαντικό ο πόλεμος να δοθεί ανάμεσα σε τέρατα και ανθρώπους, και οχι ανάμεσα σε τέρατα και "προηγμένα τέρατα".
Η τεχνολογία και η επιστήμη παίζουν εδώ τους δικούς τους υποστηρικτικούς ρόλους, με την στρατιωτική πειθαρχία και την ετοιμοπόλεμη αμερικανίζουσα πραγματικότητα (η οποία δεν αποφεύγει και τις cheesy σκηνές σε στιγμές) να είναι παρούσες, βαδίζοντας όμως στο πλευρό της τρελιάρικης και ριψοκίνδυνης επιστήμης η οποία βέβαια μοιάζει να "ντύνεται" περισσότερο μια κωμική υπόσταση, παρά κάποια ουσιαστική και λογικά υποστηριζόμενη θεωρία.
Ανάμεσα σε όλα τα καλώς κείμενα της ταινίας (μιλάμε για καθαρή, απενοχοποιημένη περιπέτεια φαντασίας έτσι κι αλλιώς), δεν ξεφεύγουν και οι χοντροκομμένες αμερικανιές, ιδιαίτερα κατά τον ηρωικό λόγο του Stacker (Idris Elba), του μεριδίου συμμετοχής στον πόλεμο της Κίνας και της Ρωσίας, οι οποίες αρκούνται στον ρόλο του κομπάρσου, καθώς και του τέλους της ταινίας. Αλήθεια τώρα, απορείς ποιο μπορεί να είναι;
Όσον αφορά την σκηνοθεσία σίγουρα είναι από τις καλύτερες που έχεις δει στο είδος. Φαντασμαγορική και εφετζίδικη, ταιριάζει γάντι στις δυναμικές σκηνές των συγκρούσεων δημιουργώντας παράλληλα ένα περιβάλλον απόλυτα καθηλωτικό το οποίο θα θες να συνεχιστεί μέχρι το τέλος.
Αν θα έπρεπε παρόλα αυτά να μιλήσουμε και για κάνα δυο πράγματα που ενοχλούν, σίγουρα πρώτο θα ερχόταν το ατέλειωτο μπλα μπλα των πρωταγωνιστών, γεγονός που οδηγεί σε μια αδικαιολόγητη καθυστέρηση έναρξης της πραγματικής δράσης, με αποτέλεσμα η σταδιακή εξέλιξη της υπόθεσης να σε βρει και λιγάκι χολωμένο, να περιμένεις τη στιγμή που επιτέλους θα ξεκινήσει να πέφτει το βρωμόξυλο.
Από την άλλη πλευρά ένα κάποιο πρόβλημα παρατηρείται και ως προς τις ερμηνευτικές ικανότητες του cast, καθώς μπορεί ο ρόλος του Elba να μην είναι και ιδιαίτερα απαιτητικός με τον ίδιο να είναι έτσι κι αλλιώς αρκετός, όταν όμως έρχεται η στιγμή του Hunnam και κυρίως της Kikuchi για να λάμψουν, κάπου φαίνεται πως το πράγμα στραβώνει. Ο Hunnam περιορίζεται εμφανώς από το φυσίκ του all American boy, ενώ η Kikuchi σε κάνει να απορείς πως στο καλό ήταν υποψήφια για Oscar 'B Ρόλου στο "Babel". Εκτός από την όμορφη παρουσία της (η ασιατική θεματική κυριαρχία οπτικοποιείται τελικά με την εικόνα της), μοιάζει να μη μπορεί να προσφέρει τίποτα άλλο. Ερμηνευτικά δειλή και εντελώς μηχανική, δεν προσφέρει την παραμικρή γοητεία στον χαρακτήρα της, ακόμα και στο πλαίσια ενός τέτοιου είδους ταινίας στο οποίο έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε βλέψεις για κάποια υποκριτική αποκάλυψη.
Συνοψίζοντας το "Pacific Rim" είναι η ιδανική αφορμή για να επισκεφτείς τις αίθουσες από αυτή τη Πέμπτη και να περάσεις μια fun βραδιά. Έχει δράση, εξαιρετικά καλοφτιαγμένα εφέ, ένα 3D που της πάει βρε αδελφέ και μια υπόθεση που έχει χιλιωειπωθεί στο cinema, αλλά δεν μας χαλάει όταν μας δίνει ένα τόσο άρτια δουλεμένο αποτέλεσμα. Λίγο να προσέχαμε τους ηθοποιούς μωρέ παιδί μου και θα είχαμε ΤΗΝ καλύτερη περιπέτεια της χρονιάς. Αλλά δεν βαριέσαι, δεν μπορείς να τα έχεις και όλα...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Ron Perlman είναι αναντικατάστατος για τον del Toro, οτι το αγαπημένο μου τέρας είναι αυτό που επιτίθεται στο Σίδνεϊ (τυχαίο;) και οτι o Hunnam χωρίς τα μούσια είναι άλλος άνθρωπος.
TRIVIA
Και ναι λοιπόν συγκίνηση! Επιστρέψαμε και πάλι μετά από φουλ απουσία δυο μηνών και κάτι ψιλών και όπως βλέπετε επιστρέψαμε με κάτι πολύ bad ass, το "Pacific Rim".
Παρόλα αυτά τα διάφορα πράγματα που έχω στο μυαλό μου και που προσπαθώ να χωρέσω μέσα σε αυτόν τον χρόνο, με κάνει να σας υποσχεθώ το οτι θα προσπαθήσω να δίνω το παρόν όσο πιο συχνά μπορώ μέσα από το αιώνια αγαπημένο μου blogaki. Θα υπάρχουν βέβαια και μέρες-οι περισσότερες θαρρώ-κατά τις οποίες θα είναι αρκετά δύσκολο να ανεβάσω ταινία λόγω χρόνου (μεταξύ μας ελπίζω να είναι δύσκολο γιατί αυτό σημαίνει πως θα έχω καταφέρει να κάνω αυτό που θέλω), θα μπορείτε όμως αν θέλετε να με τσεκάρετε στο Reel.gr και στο Cine.gr (ναι ξέρω δεν έχετε και την κάψα, απλά λέω). Θα προσπαθήσω όμως ειλικρινά να γράφω όταν προλαβαίνω για ταινίες που έχουν γίνει hyped up, για ταινιάκια που αξίζουν έτσι κι αλλιώς μια αναφορά και γενικά για οτι παίρνω χαμπάρι και πρέπει να το μοιραστώ μαζί σας.
So, καλή χρονιά να έχουμε, δημιουργική και όσο το δυνατόν πιο ήρεμη παρακαλώ. Άντε να αρχίζουμε!
Σε έναν κόσμο όπου η ανθρωπότητα έχει χάσει τον ύπνο της υπό την διαρκή απειλή τεράστιων εξωγήινων πλασμάτων που βγαίνουν από την θάλασσα και σπέρνουν την καταστροφή μέρα με την μέρα, οι χώρες έχουν πάψει πια τις φιλονικίες και τους πολέμους, αποφασίζοντας να δράσουν για το κοινό καλό και επενδύοντας σε γιγαντιαία, ρομποτικά κατασκευάσματα με την ονομασία "jaeger", προκειμένου να αντιμετωπίσουν όσο πιο αποτελεσματικά μπορούν τις ορδές των λεγόμενων "kaiju".
Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο απλά μιας που για να μπορέσουν να κινηθούν αυτά τα τιτανοειδή, χρειάζονται απαραίτητα δυο "πιλότοι" οι οποίοι μπορούν να τα κατευθύνουν, μόνο όταν η εγκεφαλική τους δραστηριότητα φτάσει στο υπέρτατο πεδίο εναρμονισμού...
Όταν ο Raleigh (Charlie Hunnam) αναγκαστεί να επιστρέψει στην ενεργό δράση του χειριστή των jaeger μετά από ένα τραγικό, οικογενειακό συμβάν, θα αντιμετωπίσει την τεράστια και μάλλον τελολογική κατάσταση που επικρατεί αναφορικά με την κυριαρχία των kaiju, τα οποία μοιάζουν να έχουν αποθρασυνθεί ολοκληρωτικά, αυξάνοντας τις επιθέσεις τους και ανεβάζοντας κατακόρυφα τον δείκτη...δυσκολίας και επικινδυνότητάς του. Ο Raleigh θα αναζητήσει τον συν-πιλότο του στο πρόσωπο της μικροκαμωμένης και ταλανισμένης από το φοβικό της παρελθόν, Mako (Rinko Kikuchi), σε μια προσπάθεια να ανακτήσει και πάλι τον έλεγχο του εαυτού του και να βοηθήσει στην σωτηρία του είδους του, πριν να είναι πολύ αργά. Και εν το μεταξύ τα kaiju μοιάζουν να δρουν πολύ πιο διαφορετικά απ'οτι είχαμε φανταστεί. Πιο συνειδητοποιημένα, πιο λογικά, πιο ανθρώπινα...
Το οπτικοακουστικό υπερθέαμα του Μεξικανού Guillermo del Toro, δικαίως διεκδικεί τον τίτλο του υπέρτατου φθινοπωρινού blockbaster, καθώς έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της κλασικής συνταγής των "τέρμα τα γκάζια" περιπετειών, συνοδευόμενο παράλληλα από μια τεράστια λίστα διαφορετικών κινηματογραφικών επιδράσεων, καλλιτεχνικών ρευμάτων και κυρίως, ιαπωνικής κουλτούρας.
Εμπνευσμένος σαφέστατα από την κινηματογραφική ιστορία των μεγάλων ασιατικών studio (και κυρίως του Toho), o del Toro επαναφέρει τον μύθο του Godzilla και των ομοίων του σε ένα απολαυστικό και χορταστικό δύωρο ταινιάκι, ιδανικό για μια πραγματικά διασκεδαστική ταινιακή βραδιά.
Παρά το γεγονός οτι ο παραμυθατζίδικος αυτός δημιουργός, δεν καταφέρνει επί της ουσίας να επαναπροσδιορίσει ένα είδος στο οποίο έτσι κι αλλιώς πρωτοπόροι ήταν πάντοτε οι Ιάπωνες, εντούτοις πετυχαίνει σε έναν βαθμό να μπολιάσει τα αμερικάνικα, πατριωτικά ιδεώδη με νότες φαντασιακής προέλευσης και mecha-νίστικης αισθητικής, δημιουργώντας εντέλει ένα πολυπολιτισμικό συνονθύλευμα τερατικής ιστορίας και ποπ κουλτούρας.
Τα διάσημα για τα κινηματογραφικά τους τέρατα, στούντιο της Ιαπωνίας, αποτελούν την πρώτη και πιο εμφανή επίδραση του del Toro ο οποίος κάνει το ένα βήμα παραπέρα, προσδίδοντας στα εξαιρετικά καλοφτιαγμένα kaiju του, στοιχεία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, κάνοντας άλλα να μοιάζουν με καρχαρίες, άλλα με αποκρουστικά ψαρικά υβρίδια, και άλλα με τεράστια καβουροειδή! Μπορεί στην ουσία ο ετερόκλητος κατάλογος των Ασιατών να εξακολουθεί να κρατάει τα σκήπτρα (εκτός από τον Godzilla, η λίστα συνεχίζει και είναι ατέλειωτη: Mothra (τεράστιο σκωρο-πεταλουδοειδές), Gamera (χελώνα), Rodan (δυνοσαυρικό πετούμενο), Ghidorah (δυνοσαυρικό πετούμενο με τρία κεφάλια) κ.α), παρόλα αυτά δεν γίνεται παρά να αναγνωρίσουμε και να επικρατήσουμε την προσπάθεια του del Toro, ο οποίος μετέφερε με ειλικρινή bas ass-οσύνη τα φρικτά, εξωγήινα βδελύγματά του στην μεγάλη οθόνη.
Φυσικά τι είναι ένα τέρας μόνο και έρμο, χωρίς τον ταιριαστό του αντίπαλο; Τίποτα θα μου πείτε και φυσικά θα έχετε δίκαιο. Για τον λόγο αυτό έχουμε στημένα απέναντι από τα εντυπωσιακά kaiju, μια σειρά από επίσης εντυπωσιακά ρομπότ, τα λεγόμενα jaeger (από την γερμανική λέξη "jager" που σημαίνει κυνηγός) τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εξολόθρευση των κακιασμένων πλασμάτων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα τεράστια αυτά δημιουργήματα αντλούν την δύναμή τους από την εμπειρία και την γνώση των χειριστών τους, κάνοντας ακόμη εμφανέστερη την προέλευση της mecha αισθητικής η οποία στα ασιατικά anime αποτελεί μια από τις κυρίαρχες τάσεις. Εδώ ο del Toro κρατάει σταθερή και αυτή την αξία, εμμένοντας τελικά στην λογική του ανθρώπινου παράγοντα και οχι στην χρήση αυτόνομων δημιουργημάτων με δική τους νοημοσύνη. Είναι σημαντικό ο πόλεμος να δοθεί ανάμεσα σε τέρατα και ανθρώπους, και οχι ανάμεσα σε τέρατα και "προηγμένα τέρατα".
Η τεχνολογία και η επιστήμη παίζουν εδώ τους δικούς τους υποστηρικτικούς ρόλους, με την στρατιωτική πειθαρχία και την ετοιμοπόλεμη αμερικανίζουσα πραγματικότητα (η οποία δεν αποφεύγει και τις cheesy σκηνές σε στιγμές) να είναι παρούσες, βαδίζοντας όμως στο πλευρό της τρελιάρικης και ριψοκίνδυνης επιστήμης η οποία βέβαια μοιάζει να "ντύνεται" περισσότερο μια κωμική υπόσταση, παρά κάποια ουσιαστική και λογικά υποστηριζόμενη θεωρία.
Ανάμεσα σε όλα τα καλώς κείμενα της ταινίας (μιλάμε για καθαρή, απενοχοποιημένη περιπέτεια φαντασίας έτσι κι αλλιώς), δεν ξεφεύγουν και οι χοντροκομμένες αμερικανιές, ιδιαίτερα κατά τον ηρωικό λόγο του Stacker (Idris Elba), του μεριδίου συμμετοχής στον πόλεμο της Κίνας και της Ρωσίας, οι οποίες αρκούνται στον ρόλο του κομπάρσου, καθώς και του τέλους της ταινίας. Αλήθεια τώρα, απορείς ποιο μπορεί να είναι;
Όσον αφορά την σκηνοθεσία σίγουρα είναι από τις καλύτερες που έχεις δει στο είδος. Φαντασμαγορική και εφετζίδικη, ταιριάζει γάντι στις δυναμικές σκηνές των συγκρούσεων δημιουργώντας παράλληλα ένα περιβάλλον απόλυτα καθηλωτικό το οποίο θα θες να συνεχιστεί μέχρι το τέλος.
Αν θα έπρεπε παρόλα αυτά να μιλήσουμε και για κάνα δυο πράγματα που ενοχλούν, σίγουρα πρώτο θα ερχόταν το ατέλειωτο μπλα μπλα των πρωταγωνιστών, γεγονός που οδηγεί σε μια αδικαιολόγητη καθυστέρηση έναρξης της πραγματικής δράσης, με αποτέλεσμα η σταδιακή εξέλιξη της υπόθεσης να σε βρει και λιγάκι χολωμένο, να περιμένεις τη στιγμή που επιτέλους θα ξεκινήσει να πέφτει το βρωμόξυλο.
Από την άλλη πλευρά ένα κάποιο πρόβλημα παρατηρείται και ως προς τις ερμηνευτικές ικανότητες του cast, καθώς μπορεί ο ρόλος του Elba να μην είναι και ιδιαίτερα απαιτητικός με τον ίδιο να είναι έτσι κι αλλιώς αρκετός, όταν όμως έρχεται η στιγμή του Hunnam και κυρίως της Kikuchi για να λάμψουν, κάπου φαίνεται πως το πράγμα στραβώνει. Ο Hunnam περιορίζεται εμφανώς από το φυσίκ του all American boy, ενώ η Kikuchi σε κάνει να απορείς πως στο καλό ήταν υποψήφια για Oscar 'B Ρόλου στο "Babel". Εκτός από την όμορφη παρουσία της (η ασιατική θεματική κυριαρχία οπτικοποιείται τελικά με την εικόνα της), μοιάζει να μη μπορεί να προσφέρει τίποτα άλλο. Ερμηνευτικά δειλή και εντελώς μηχανική, δεν προσφέρει την παραμικρή γοητεία στον χαρακτήρα της, ακόμα και στο πλαίσια ενός τέτοιου είδους ταινίας στο οποίο έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε βλέψεις για κάποια υποκριτική αποκάλυψη.
Συνοψίζοντας το "Pacific Rim" είναι η ιδανική αφορμή για να επισκεφτείς τις αίθουσες από αυτή τη Πέμπτη και να περάσεις μια fun βραδιά. Έχει δράση, εξαιρετικά καλοφτιαγμένα εφέ, ένα 3D που της πάει βρε αδελφέ και μια υπόθεση που έχει χιλιωειπωθεί στο cinema, αλλά δεν μας χαλάει όταν μας δίνει ένα τόσο άρτια δουλεμένο αποτέλεσμα. Λίγο να προσέχαμε τους ηθοποιούς μωρέ παιδί μου και θα είχαμε ΤΗΝ καλύτερη περιπέτεια της χρονιάς. Αλλά δεν βαριέσαι, δεν μπορείς να τα έχεις και όλα...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Ron Perlman είναι αναντικατάστατος για τον del Toro, οτι το αγαπημένο μου τέρας είναι αυτό που επιτίθεται στο Σίδνεϊ (τυχαίο;) και οτι o Hunnam χωρίς τα μούσια είναι άλλος άνθρωπος.
TRIVIA
- Ο σκηνοθέτης της ταινίας Travis Beacham υποστηρίζει πως είχε την ιδέα για το σενάριο, όταν ένα ομιχλώδες πρωί στεκόταν στην ακτογραμμή της Καλιφόρνια, με την αποβάθρα να φαντάζει σαν ένα πελώριο τέρας που σηκωνόταν από την θάλασσα. Φαντάστηκε επίσης πως εκείνη την ώρα ένα ρομπότ θα βρισκόταν εκεί, για να προστατέψει την πόλη από την επίθεση.
- Το "Gipsy Danger" είναι κατασκευασμένο και βαμμένο με τέτοιον τρόπο ώστε να παραπέμπει στα μαχητικά αεροσκάφη του Β' Παγκοσμίου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)