Έφτασε η στιγμή να πούμε ένα μικρουλάκι, τοσοδούλικο αντίο για μερικές καλοκαιρινές διακοπούλες. Είπαμε βέβαια πως θα επανερχόμαστε όταν ο κινηματογράφος το απαιτεί, οπότε όπως σας είπα το πιθανότερο είναι πως όλο και κάτι θα πούμε και για το "World War Z" το οποίο βγαίνει την Πέμπτη στις αίθουσες, απλώς μάλλον από την ερχόμενη εβδομάδα. Σε περίπτωση επίσης που ο χρόνος μου το επιτρέψει, θα κάνει και πάλι επανεμφάνιση!
Μέχρι λοιπόν να τα ξαναπούμε, καλά να περνάτε, να ξεκουραστείτε ή να κουραστείτε απολαυστικά, να κάνετε δροσερές βουτιές και με καλή παρέα να έχετε ένα fun καλοκαιράκι. Και ραντεβού...όταν είναι πάλι ; )
Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013
Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013
This is England: And this is rasicm. It's your desicion.
Alloha σας! Επιστρέψαμε και αυτή την εβδομάδα μέσα στο λιοπύρι (αγριεύει η ζέστη θαρρώ) για να προτείνουμε καμιά ακόμη ταινιούλα που να αξίζει, ξέρετε τώρα για εκείνες τις μέρες που έχετε γυρίσει όλοι από τα μπάνια σας και εγώ είμαι στο σπίτι και γράφω και διαβάζω και δεν είναι δίκαιο και γεια σας!! Καλά οχι ακόμα γεια σας, αλλά επειδή το πράγμα έχει λίγο δυσκολέψει και όσον αφορά τον χρόνο μου για γραψιματάκι, αυτή την εβδομάδα θα σας αποχαιρετήσω για καλοκαιράκι, και θα σας πω πως μέχρι την επίσημη επιστροφή μου και πάλι, θα κάνω κάθε φορά που το απαιτεί κάποια καλή ταινία στις αίθουσες, ένα σχετικό γύρισμα για να την σχολιάσουμε. Τι πιθανότερο είναι πως θα τα πούμε και για το "World War Z" που βγαίνει την Πέμπτη.
Σήμερα λοιπόν θα πούμε κατιτίς για μια ταινιούλα που είδα μόλις πρόσφατα, και η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της είναι δυστυχώς πιο επίκαιρη από ποτέ. Το "This Is England" είναι μια ταινία που αξίζει να προσέξεις πάνω απ'ολα επειδή είναι τόσο επίπονα αληθινή. Ακόμα και σήμερα.
Ο Shaun (Thomas Turgoose) είναι ένας προβληματικός πιτσιρικάς ο οποίος έχει χάσει σχετικά πρόσφατα τον πατέρα του στο πόλεμο. Μοναχικός και χωρίς την παραμικρή λειτουργική επικοινωνία με τους γύρω του, μπλέκει διαρκώς σε καβγάδες, βρίζει και μοιάζει γεμάτος οργή για την απουσία του αρσενικού προτύπου από το σπίτι.
Γυρνώντας μια μέρα από το σχολείο, θα γνωρίσει μια παρέα από skinheads (οχι ως προς την πολιτική τους στάση, μόνο ως προς την επιταγή της μόδας και το ξυρισμένο τους κεφάλι), με τους οποίους θα αναπτύξει μια ξεχωριστή φιλική σχέση, νοιώθοντας για πρώτη φορά πως ανήκει πραγματικά κάπου. Όλα αυτά μέχρι την στιγμή που το μαύρο πρόβατο της παρέας, ο μέχρι πρότινος φυλακισμένος Combo (Stephen Graham) αποφυλακίζεται και επιστρέφει στα παλιά του λημέρια. Μαζί όμως με την επιστροφή του κουβαλάει και μια ολόκληρη κοσμοθεωρία περί Θατσερικής πολιτικής, του πολέμου στα Falklands (στον οποίο και έχασε την ζωή του ο πατέρας του Shaun) και ενός καρκινογόνου ρατσισμού ο οποίος είναι έτοιμος να μπολιαστεί στις πιο νεαρές καρδιές, ξεκινώντας φυσικά από τον μικρό πρωταγωνιστή...
Μέσα στα πολλά θετικά της και παρά την επικέντρωση σε ένα θέμα που έχει παίξει πολύ στον κινηματογράφο, το "This is England" χαρακτηρίζεται και από μια υπέροχη σκηνοθεσία που μπορεί να βρει το πιο όμορφο στοιχείο, μέσα στην χειρότερη και πιο μίζερη καθημερινότητα. Τόσο η επιλογή των τοπίων, όσο και φυσικά των πρωταγωνιστών, προσμετράται στα πλεονεκτήματά της, όπως ακριβώς και το μουσικό σιγοντάρισμα. Προσωπικά στα συν θα έβαζα και την τελευταία σκηνή της ταινίας η οποία θα παραπέμψει τους σινεφίλ κατευθείαν στο "The 400 Blows" του Francois Truffaut, και κάπως πιο χαλαρά στο τέλος του "Sweet Sixteen" του Loach.
Το "This is England" είναι μια ταινία το story της οποίας σίγουρα το έχεις συναντήσει ξανά και ξανά. Παρόλα αυτά καλά θα κάνεις να της ρίξεις μια ματιά εξαιτίας της παραδοσιακής βρετανικής συνταγής ρεαλισμού και λυρικών στιγμών που την κάνουν τόσο σκληρή και ελκυστική ταυτόχρονα.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Stephen Graham είναι εξαιρετικός ηθοποιός, οτι το style Madonna/Marilyn Manson δεν ταιριάζει σε όλες και οτι αυτά τα καρό πουκαμισάκια και τα αρβυλάκια τα θέλω κι εγώ.
TRIVIA
Σήμερα λοιπόν θα πούμε κατιτίς για μια ταινιούλα που είδα μόλις πρόσφατα, και η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της είναι δυστυχώς πιο επίκαιρη από ποτέ. Το "This Is England" είναι μια ταινία που αξίζει να προσέξεις πάνω απ'ολα επειδή είναι τόσο επίπονα αληθινή. Ακόμα και σήμερα.
Ο Shaun (Thomas Turgoose) είναι ένας προβληματικός πιτσιρικάς ο οποίος έχει χάσει σχετικά πρόσφατα τον πατέρα του στο πόλεμο. Μοναχικός και χωρίς την παραμικρή λειτουργική επικοινωνία με τους γύρω του, μπλέκει διαρκώς σε καβγάδες, βρίζει και μοιάζει γεμάτος οργή για την απουσία του αρσενικού προτύπου από το σπίτι.
Γυρνώντας μια μέρα από το σχολείο, θα γνωρίσει μια παρέα από skinheads (οχι ως προς την πολιτική τους στάση, μόνο ως προς την επιταγή της μόδας και το ξυρισμένο τους κεφάλι), με τους οποίους θα αναπτύξει μια ξεχωριστή φιλική σχέση, νοιώθοντας για πρώτη φορά πως ανήκει πραγματικά κάπου. Όλα αυτά μέχρι την στιγμή που το μαύρο πρόβατο της παρέας, ο μέχρι πρότινος φυλακισμένος Combo (Stephen Graham) αποφυλακίζεται και επιστρέφει στα παλιά του λημέρια. Μαζί όμως με την επιστροφή του κουβαλάει και μια ολόκληρη κοσμοθεωρία περί Θατσερικής πολιτικής, του πολέμου στα Falklands (στον οποίο και έχασε την ζωή του ο πατέρας του Shaun) και ενός καρκινογόνου ρατσισμού ο οποίος είναι έτοιμος να μπολιαστεί στις πιο νεαρές καρδιές, ξεκινώντας φυσικά από τον μικρό πρωταγωνιστή...
Ο βρετανικός κινηματογράφος έβρισκε ανέκαθεν πρόσφορο έδαφος στην ιστορία του, και πως δεν θα μπορούσε άλλωστε αφού οι επιδραστικές τάσεις της πολιτικής, της μουσικής, της μόδας και του γενικότερου κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, κατάφερναν τις περισσότερες φορές να βρίσκουν ιδανική διέξοδο στην κινηματογραφική οθόνη, μέσα από την δράση σημαντικών και σπουδαίων δημιουργών.
Ίσως ο πιο γνωστός και πιο πιστός στο είδος του είναι ο Ken Loach, ένας σκηνοθέτης που μετράει πολλά χρόνια εμπειρία στις πλάτες του, και που έχει καταφέρει να παρουσιάσει ένα αρκετά ετερόκλητο φιλμάρισμα, παρά το γεγονός πως στην βάση των περισσοτέρων ταινιών του βρίσκεται η Βρετανία (και οχι μόνο κατ'αποκλειστικότητα) με όλα τα κακώς/καλώς κείμενά της.
Ταινίες όπως το "The Wind That Shakes the Barley" και "Sweet Sixteen", μοιράζονται κοινές θεματικές παρά την προφανέστατα διαφορετική χρονικά τοποθέτησή τους στο 1920 και στην σύγχρονη εποχή αντίστοιχα. Παρά το γεγονός πως το μεν "The Wind..." αφορά την ιστορία δυο αδελφών που καταλήγουν εχθροί εξαιτίας των τεταμένων πολιτικών καταστάσεων που ήθελαν τον έναν να στρατολογείται από τον IRA εις το όνομα της πλήρους ανεξαρτητοποίησης της Ιρλανδίας από την Μ. Βρετανία, και τον άλλον να υποφέρει από τις επιλογές του αδελφού του, ενώ το "Sweet Sixteen" περιστρέφεται γύρω από την παραβατικότητα ενός νεαρού ο οποίος προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να αγοράσει στην μητέρα του ένα σπίτι, όταν εκείνη αποφυλακίζεται, εντούτοις και οι δυο ταινίες (και όλες οι υπόλοιπες δηλαδή του Loach στην πλειοψηφία τους), χαρακτηρίζονται από την συγκεκριμένη σκηνοθετική του ματιά, ψήγματα της οποίας μπορούν να αναζητηθούν και σε έναν σωρό άλλους σκηνοθέτες. Αρχής γενομένης του δημιουργού του "This is England", Shane Meadows.
Γράφοντας παράλληλα και το σενάριο, φαίνεται πως ο Shane Meadows έχει επηρεαστεί άμεσα από τον ρεαλισμό της βρετανικής σχολής του σύγχρονου κινηματογράφου, ντύνοντας το film του με μια σειρά από καθόλα ρεαλιστικά πλάνα, αλλά κρατώντας παράλληλα και τις ποιητικές του στιγμές για εκείνα τα λεπτά τα οποία τόσο οι πρωταγωνιστές του, όσο και εμείς οι θεατές, χρειαζόμαστε για να ξεφύγουμε λίγο από το ζοφερό της ατμόσφαιρας.
Το "This is England" πατάει σίγουρα πάνω στα χνάρια ενός πολιτικού κινηματογράφου, δεν τον αφήνει όμως να την παρασύρει ολοκληρωτικά, επιλέγοντας να τον αφομοιώσει μόνο ψηγματικά και ενισχύοντας την παρουσία του μέσα από την καθαρά κοινωνική ματιά της κυριαρχούσας νεολαίας. Εξάλλου θέτοντας στο προσκήνιο έναν πιτσιρικά, γνωρίζει πως δεν μπορείς έτσι κι αλλιώς να του επιβάλεις τον πολιτικό τρόπο σκέψης (και άρα ματιά), για τον απλό λόγο πως δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ακόμη τέτοιου είδους φαινόμενα, γεγονός που γίνεται ακόμα πιο αντιληπτό από την καθόλα πρέπουσα για την ηλικία του αντίδραση, όταν ο Combo χαρακτηρίζει όλους εκείνους που χάθηκαν στον πόλεμο ως "ηλίθιους".
Φυσικά η παρουσία του Shaun είναι υψίστης σημασίας προκειμένου να θιγούν τελικά ένα σωρό κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, και πάλι όμως ιδωμένα από την δική του πλευρά, και στην τελική με αφορμή την δική του παρουσία. Ο Shaun αποτελεί το φρέσκο αίμα, το αθώο μυαλό, το ατσαλάκωτο ακόμη πνεύμα και εξαιτίας αυτού η επίδραση των λόγων του Combo είναι τόσο καταλυτική πάνω του. "Ο πατέρας σου δεν ήταν ηλίθιος, αλλά λυπάμαι που στο λέω, αγωνίστηκε για το τίποτα. Δεν θες να κάνεις τίποτα γι' αυτό;". Και ο Shaun ήθελε.
Το θέμα του ρατσισμού όπως το πραγματεύεται η ταινία, χτίζεται αργά αλλά αρκούντως σταθερά και επικίνδυνα κυρίως μέσα στο μυαλό του Combo και αναφορικά με το πως θα καταφέρει να χώσει όλη αυτή την λανθασμένη, σαπισμένη κοινωνική άποψη μέσα στο μυαλό του παιδιού. Ενδιαφέρον είναι πως ο μικρός δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει, βρισκόμενος στην άκρως αντίθετη πλευρά του νεαρού από το "American History X", ο οποίος είχε πλήρη επίγνωση της εκολαπτόμενης φιλοναζιστικής του πλευράς.
Στην ουσία το "This is England" παίζει σε έναν βαθμό πολύ πιο ύπουλα το παιχνίδι του φασισμού και της ξενοφοβίας, επειδή ακριβώς στρώνει το πάτημά του πάνω στην οργή, και κυρίως τον φόβο ενός αγοριού που έχασε τον πατέρα του. Δεν μιλάμε πια για μια συνειδητή κατάσταση, αλλά για την καλλιέργεια ενός ασυνείδητου τρόμου και μιας απολαυστικής κυριαρχίας (η οποία έγκειται στο κλέψιμο ενός τοπικού αλλοδαπού μπακάλη, χωρίς τις ακρότητες της αντίστοιχης σκηνής με τον Edward Norton, αλλά και με αυτή να εγείρει τα δικά της ερωτήματα σχετικά με το fun της υπόθεσης, την στιγμή που ο Combo απειλείτον ιδιοκτήτη με μια...ματσέτα!).
Τα πράγματα είναι απλά στην ταινία του Meadows: η στρατολόγηση "γενιτσάρων" ήταν, είναι και θα είναι πάγια πολιτική για τέτοιου είδους φασιστικές πραγματικότητες. Τι καλύτερο και αποτελεσματικότερο από το να πάρεις ένα παιδί και να το πλάσεις κατ' εικόνα και ομοίωση σου; Μια εικόνα που αρέσκεται να καταστρέφει, να απειλεί και να κακοποιεί φορτώνοντας τις προσωπικές αποτυχίες και την απουσία μιας ταυτότητας σε άλλους; Ακριβώς, τίποτα.
Το "This is England" είναι μια ταινία το story της οποίας σίγουρα το έχεις συναντήσει ξανά και ξανά. Παρόλα αυτά καλά θα κάνεις να της ρίξεις μια ματιά εξαιτίας της παραδοσιακής βρετανικής συνταγής ρεαλισμού και λυρικών στιγμών που την κάνουν τόσο σκληρή και ελκυστική ταυτόχρονα.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Stephen Graham είναι εξαιρετικός ηθοποιός, οτι το style Madonna/Marilyn Manson δεν ταιριάζει σε όλες και οτι αυτά τα καρό πουκαμισάκια και τα αρβυλάκια τα θέλω κι εγώ.
TRIVIA
- Η ταινία είναι αφιερωμένη στην μητέρα του Thomas Turgoose η οποία πέθανε το 2005.
- O Thomas δεν είχε ξαναπαίξει ποτέ στην ζωή του, καθώς τον είχαν διώξει από το θεατρικό στο σχολείο του, εξαιτίας κακής διαγωγής. Το καλύτερο απ' όλα είναι πως ζήτησε να τον πληρώσουν προκειμένου να εμφανιστεί για τις auditions της ταινίας.
(ΠΗΓΗ IMDB)
Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013
Man of Steel: Is it a plane? Is it a bird? No it's Man of Steel...
NEW ARRIVAL
Καλημέρες καλημέρες. Σήμερα θα πούμε δυο πραγματάκια για την νέα ταινία με πρωταγωνιστή τον ήρωα με την κόκκινη κάπα, και οχι το κόκκινο βρακάκι, καθότι μερικές διαφορετικές πινελιές στον ήρωα της DC είναι εμφανέστατες στην ταινία του Zack Snyder. Όπως επίσης και αρκετά πράγματα τα οποία μάλλον δεν του βγήκαν και πολύ καλά, κάνοντας την ταινία να απέχει πολύ μακριά από την εικόνα που δημιούργησε γι'αυτή το hype των τελευταίων μηνών. Για να δούμε όμως τι πήγε στραβά...
Η ιστορία του αγαπημένου super hero ξεκινάει όπως φαντάζεσαι οτι θα ξεκινούσε, από την πρώτη στιγμή της μωρουδιακής του ύπαρξης, την ίδια στιγμή που ο πλανήτης Κρύπτον απειλείται με ολοκληρωτική εξαφάνιση, εξαιτίας της ολικής εκμετάλλευσης των φυσικών του πόρων. Κάπου εκεί ο Jor-El (Russel Crowe) και η σύζυγός του Lara-Lor Van (Ayelet Zurer) φέρνουν στον μάταιο τούτο κόσμο ένα αγοράκι, το πρώτο που γεννιέται στον πλανήτη με φυσική γέννα μετά από πολλά χρόνια. Και όσο οι γονείς προσπαθούν να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τον νεοφερμένο γιόκα, ο στρατηγός Zod (Michael Shannon) αποφασίζει να εξεγερθεί κατά του ηλικιωμένου κατεστημένου, απαιτώντας να περάσει ο έλεγχος του πλανήτη στα χέρια του, πριν να είναι πολύ αργά. Αψηφώντας την γηραιά αρχή θα κηρύξει πραξικόπημα, μόνο για να συλληφθεί λίγο αργότερα μαζί με τους υπόλοιπους αποστάτες και να καταδικαστούν σε κάτι δεκάδες χρόνια σε μια κρυογονική φυλακή απίστευτης λήθης.
Και ενώ ο Κρύπτον αρχίζει να αποτελεί σταδιακά παρελθόν, ένα μωράκι ταξιδεύει μέσα στο σύμπαν, καταλήγοντας κάποια στιγμή μέσα σε αγρούς και σπαρτά, εκεί όπου το ζεύγος Kent (Kevin Cistner-Diane Lane) θα αναλάβει να το μεγαλώσει. Και όσο ο μικρός Clark μεγαλώνει, τόσο θα μεγαλώνουν και οι δυνάμεις του προετοιμάζοντάς τον για την στιγμή της υπέρτατης(;) μάχης: την στιγμή που ο general Zod θα ζητήσει και πάλι εκδίκηση. Και φυσικά τον Κώδικα, με τον οποίο θα έχει την δυνατότητα να φτιάξει έναν νέο Κρύπτον, πάνω στα γήινα αποκαΐδια...
Ο Zack Snyder ενδεχομένως και να αποτελεί τον κυρίαρχο σκηνοθέτη της απενοχοποιημένης απόλαυσης μιας που από την πρώτη κιόλας ταινία του, το ζομπιακό remake "Dawn of the Dead" (που βασίζεται φυσικά στο original υλικό του George Romero), φάνηκε πως έχει κάθε λόγο να εδραιωθεί στην συνείδησή μας γιατί στην τελική το remake ήταν καλό. Δεν ξέρω βέβαια αν σε αυτή μου την άποψη παίζει ρόλο η λατρεία μου για κάθε τι απέθαντο, παρόλα αυτά νομίζω πως ήταν έτσι κι αλλιώς μια από τις πιο τίμιες, σύγχρονες προσπάθειες σε ένα κινηματογραφικό είδος που έχει σχεδόν πια κορεστεί.
Φυσικά η κυρίαρχη στιγμή στην μέχρι τώρα σκηνοθετική του καριέρα ήταν η οπτική μεταφορά του graphic novel έπους των Frank Miller και Lynn Varley "300", μια ταινία που αν μη τι άλλο αποτέλεσε και την αφετηρία για την ελληνική μάστιγα που ακούει στο όνομα "τατουάζ Σπαρτιάτης-ελληνική σημαία-περικεφαλαία-ασπίδα". Οκ...
Χωρίς να γίνεται από τους κριτικούς δεκτή ως κάτι το προκλητικά ενδιαφέρον και εντυπωσιακό, οι "300" κατάφεραν να φέρουν στο προσκήνιο την ιστορία του Λεωνίδα και των γενναίων του, ακόμα και μέσα από ένα καθαρά στυλιζαρισμένο πρίσμα υπερβολής και έντονου κινηματογραφικού στησίματος. Παρόλα αυτά κανείς δεν αμφισβήτησε πως και οι "300" ήταν ακριβώς αυτό: μια ένοχη/απενοχοποιημένη απόλαυση, ιδανική για μια πρώτης τάξεως πώρωση με την καθόλα ταιριαστή, σκοτεινολαγνική του σκηνοθεσία.
Έκτοτε ο Zack δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του, ούτε με το "Watchmen" (το οποίο παρόλα αυτά θεωρήθηκε τίμιο), ούτε όμως και με το λολιτίστικο "Sucker Punch", το οποίο είχε μια κατά τα άλλα σίγουρη συνταγή επιτυχίας: κορίτσια με δερμάτινα, στολές, όπλα, κοτσίδες, γλειφιτζούρια, έναν ορυμαγδό από απειλητικά πράγματα και ένα ομολογουμένως bad ass OST.
Και ερχόμαστε στο σήμερα, στην ταινία που όπως φάνηκε από όλο το διαφημιστικό σούσουρο, θα αποτελούσε την θριαμβευτική επιστροφή του Zack Snyder και γιατί οχι, θα κατάφερνε να επαναπροσδιορίσει έναν κατά τα άλλα παρεξηγημένο σκηνοθέτη με potentials. Ε λοιπόν αυτό που λένε πως όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι; Καλά κάνουν που το λένε...
Κάθε φορά που μια ταινία προωθείται στην συνείδησή μας ως το επόμενο big hit του καλοκαιριού (ή όποιας άλλης εποχής, εν προκειμένω μας ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο γίνεται όλο αυτό), είμαστε τις περισσότερες φορές σίγουροι πως η ταινία αυτή θα είναι και καλή. Προσωπική εκτίμηση είναι πως αυτό αποτελεί κατάλοιπο εποχής μπατμανικής τριλογίας του Nolan, μιας που καλοκαίρι επί καλοκαίρι κρεμόμασταν κυριολεκτικά από το σπιντάντο μάρκετινγκ που χαρακτήριζε και τις τρεις του ταινίες. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως η σχετική απογοήτευση του "The Dark Knight Returns" ήταν εν μέρει αποτέλεσμα οχι μόνο του σκηνικού μέσα στο οποίο έκλεισε η περιπέτεια του μασκοφόρου εκδικητή (προς το παρόν), αλλά και όλου του hype που είχε δημιουργηθεί γύρω από αυτό. Δεν είναι και λίγο να παρακολουθείς μερικά χρόνια πριν το αριστουργηματικό "The Dark Knight", και η τρίτη συνέχεια να μοιάζει τελικά ως το πιο αδύναμο φιλμ του συνόλου. Σκεφτείτε λοιπόν πως κάτι ανάλογο συνέβη δυστυχώς και στο "Man of Steel".
Μπορεί οι ελπίδες μας να ήταν μεγάλες και από το πρώτο trailer-ικό υλικό να φαινόταν πράγματι ως ένα δυναμικό αποτέλεσμα, εντούτοις ολόκληρο το σουπερηρωικό οικοδόμημα του Snyder και των συνεργατών του, καταρρέει μπροστά σου στην αίθουσα, μέσα σε ένα μακρόωρο (γύρω στις δυόμιση ώρες) και άνευ συνοχής δημιούργημα το οποίο αναλώνεται σε ηθικολογικές συζητήσεις, πατρικές ρήσεις και σχεδόν μούγκα στην στρούγκα από τον πρωταγωνιστή Henry Cavill, ο οποίος σου δίνει την αίσθηση οτι παραμένει ο χειρότερα ανεκμετάλλευτος "παίκτης" όλου του cast.
Πιάνοντας την ταινία σε πρώτη φάση από το σενάριο, γρήγορα διαπιστώνεις πως η ιστορία περιστρέφεται γύρω από γνωστές θεματικές, οι οποίες όμως δεν σε ενοχλούν και πολύ καθώς όντως, μπορείς να τις αντιμετωπίσεις ως ένα επαναμπουτάρισμα της γενεσιουργού μυθοπλασίας του Superman. Από εκεί και πέρα βέβαια αντιλαμβάνεσαι επίσης πως το σενάριο είναι τόσο σκορποχώρι και γεμάτο χαζές τρύπες, ώστε κατευθείαν η ταινία έχει χάσει ένα από τα βασικά και κατά τα άλλα στιβαρά στοιχεία: την ιστορία της.
Χωρίς να φαίνεται να δίνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην σωστή δόμηση ενός πλάνου σχετικά με τα "πως" και τα "γιατί", ο David S. Goyer (βασικότατος συνεργάτης του Christophen Nolan ο οποίος εδώ αναλαμβάνει χρέη παραγωγού), περιορίζει την δράση στο δεύτερο μέρος της ταινίας το οποίο χαρακτηρίζεται μεν από το εφετζίδικο πατιρντί που περιμένεις, αλλά και από μια άψυχη διάθεση για την κάλυψη της οποίας επιστρατεύονται ψηφιακά εφέ 225 εκατομμυρίων δολαρίων. Και αυτά όμως ακόμη δεν είναι ικανά να καλύψουν αυτό που λείπει: προσωπικότητα και χαρακτήρας.
Τα κάποια θετικά στοιχεία της, όπως η επιβλητική παρουσία του Cavill η οποία δυστυχώς δεν αφήνεται να προχωρήσει λίγο παραπέρα, η χημεία των Costner-Lane, το κλασικά καλό OST του Hans Zimmer, καθώς και η προσήλωση με την οποία ο Michael Shannon προσπάθησε να υποδυθεί τον κακό της υπόθεσης (με τον ίδιο να φαίνεται σε στιγμές περισσότερο γραφικός απ'οτι θα έπρεπε), δεν είναι ικανά να σηκώσουν το βάρος μιας ουσιαστικής απουσίας χημείας ανάμεσα στον Cavill και την Adams, των λεπομερειακών στιγμών που πετούν την λογική από το παράθυρο (πως γίνεται η Lois να κατέληξε μέσα στην παγωμένη σπηλιά σε χρόνο ντε τε, την ίδια στιγμή που η μονάδα που βρισκόταν εκεί εξακολουθούσε να αναρωτιέται τι κρύβεται εκεί χωρίς προφανώς να έχει καταφέρει να μπει μέσα, αποτελεί και για εμένα μυστήριο), την σχεδόν θρησκευτική παρουσία του Crowe που εμφανίζεται στα ξαφνικά και καθοδηγεί σαν άλλος Μεσσίας, καθώς και μιας πρόζας στα όρια του ερασιτεχνισμού που δεν κάνει τίποτα για να ενισχύσει την όποια δυναμική γίνεται να αναζητηθεί σε διάφορες γωνίτσες της ταινίας.
Το "Man of Steel" είναι τα κεράσια που δεν απολαύσαμε ποτέ, σκορπώντας στο πάτωμα από το μικρό μας καλάθι και δημιουργώντας περισσότερο μια αίσθηση ανικανοποίητου που δεν θα γινόταν να ικανοποιηθεί έτσι κι αλλιώς από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμά του. Μια χαμένη ευκαιρία, για έναν τίμιο επαναπροσδιορισμό του ίσως, πιο εικονικού σούπερ ήρωα του κομικίστικου σύμπαντος. Κρίμα.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Cavill είναι τούμπανο (να τα λέμε αυτά), οτι η το τραγόμουσο του Shannon είναι τόσο απειλητικό (not) και οτι η ξαφνική ερωτική χημεία Superman-Lane απλώς δεν κολλάει ρε παιδί μου.
TRIVIA
Καλημέρες καλημέρες. Σήμερα θα πούμε δυο πραγματάκια για την νέα ταινία με πρωταγωνιστή τον ήρωα με την κόκκινη κάπα, και οχι το κόκκινο βρακάκι, καθότι μερικές διαφορετικές πινελιές στον ήρωα της DC είναι εμφανέστατες στην ταινία του Zack Snyder. Όπως επίσης και αρκετά πράγματα τα οποία μάλλον δεν του βγήκαν και πολύ καλά, κάνοντας την ταινία να απέχει πολύ μακριά από την εικόνα που δημιούργησε γι'αυτή το hype των τελευταίων μηνών. Για να δούμε όμως τι πήγε στραβά...
Η ιστορία του αγαπημένου super hero ξεκινάει όπως φαντάζεσαι οτι θα ξεκινούσε, από την πρώτη στιγμή της μωρουδιακής του ύπαρξης, την ίδια στιγμή που ο πλανήτης Κρύπτον απειλείται με ολοκληρωτική εξαφάνιση, εξαιτίας της ολικής εκμετάλλευσης των φυσικών του πόρων. Κάπου εκεί ο Jor-El (Russel Crowe) και η σύζυγός του Lara-Lor Van (Ayelet Zurer) φέρνουν στον μάταιο τούτο κόσμο ένα αγοράκι, το πρώτο που γεννιέται στον πλανήτη με φυσική γέννα μετά από πολλά χρόνια. Και όσο οι γονείς προσπαθούν να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τον νεοφερμένο γιόκα, ο στρατηγός Zod (Michael Shannon) αποφασίζει να εξεγερθεί κατά του ηλικιωμένου κατεστημένου, απαιτώντας να περάσει ο έλεγχος του πλανήτη στα χέρια του, πριν να είναι πολύ αργά. Αψηφώντας την γηραιά αρχή θα κηρύξει πραξικόπημα, μόνο για να συλληφθεί λίγο αργότερα μαζί με τους υπόλοιπους αποστάτες και να καταδικαστούν σε κάτι δεκάδες χρόνια σε μια κρυογονική φυλακή απίστευτης λήθης.
Και ενώ ο Κρύπτον αρχίζει να αποτελεί σταδιακά παρελθόν, ένα μωράκι ταξιδεύει μέσα στο σύμπαν, καταλήγοντας κάποια στιγμή μέσα σε αγρούς και σπαρτά, εκεί όπου το ζεύγος Kent (Kevin Cistner-Diane Lane) θα αναλάβει να το μεγαλώσει. Και όσο ο μικρός Clark μεγαλώνει, τόσο θα μεγαλώνουν και οι δυνάμεις του προετοιμάζοντάς τον για την στιγμή της υπέρτατης(;) μάχης: την στιγμή που ο general Zod θα ζητήσει και πάλι εκδίκηση. Και φυσικά τον Κώδικα, με τον οποίο θα έχει την δυνατότητα να φτιάξει έναν νέο Κρύπτον, πάνω στα γήινα αποκαΐδια...
Ο Zack Snyder ενδεχομένως και να αποτελεί τον κυρίαρχο σκηνοθέτη της απενοχοποιημένης απόλαυσης μιας που από την πρώτη κιόλας ταινία του, το ζομπιακό remake "Dawn of the Dead" (που βασίζεται φυσικά στο original υλικό του George Romero), φάνηκε πως έχει κάθε λόγο να εδραιωθεί στην συνείδησή μας γιατί στην τελική το remake ήταν καλό. Δεν ξέρω βέβαια αν σε αυτή μου την άποψη παίζει ρόλο η λατρεία μου για κάθε τι απέθαντο, παρόλα αυτά νομίζω πως ήταν έτσι κι αλλιώς μια από τις πιο τίμιες, σύγχρονες προσπάθειες σε ένα κινηματογραφικό είδος που έχει σχεδόν πια κορεστεί.
Φυσικά η κυρίαρχη στιγμή στην μέχρι τώρα σκηνοθετική του καριέρα ήταν η οπτική μεταφορά του graphic novel έπους των Frank Miller και Lynn Varley "300", μια ταινία που αν μη τι άλλο αποτέλεσε και την αφετηρία για την ελληνική μάστιγα που ακούει στο όνομα "τατουάζ Σπαρτιάτης-ελληνική σημαία-περικεφαλαία-ασπίδα". Οκ...
Χωρίς να γίνεται από τους κριτικούς δεκτή ως κάτι το προκλητικά ενδιαφέρον και εντυπωσιακό, οι "300" κατάφεραν να φέρουν στο προσκήνιο την ιστορία του Λεωνίδα και των γενναίων του, ακόμα και μέσα από ένα καθαρά στυλιζαρισμένο πρίσμα υπερβολής και έντονου κινηματογραφικού στησίματος. Παρόλα αυτά κανείς δεν αμφισβήτησε πως και οι "300" ήταν ακριβώς αυτό: μια ένοχη/απενοχοποιημένη απόλαυση, ιδανική για μια πρώτης τάξεως πώρωση με την καθόλα ταιριαστή, σκοτεινολαγνική του σκηνοθεσία.
Έκτοτε ο Zack δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του, ούτε με το "Watchmen" (το οποίο παρόλα αυτά θεωρήθηκε τίμιο), ούτε όμως και με το λολιτίστικο "Sucker Punch", το οποίο είχε μια κατά τα άλλα σίγουρη συνταγή επιτυχίας: κορίτσια με δερμάτινα, στολές, όπλα, κοτσίδες, γλειφιτζούρια, έναν ορυμαγδό από απειλητικά πράγματα και ένα ομολογουμένως bad ass OST.
Και ερχόμαστε στο σήμερα, στην ταινία που όπως φάνηκε από όλο το διαφημιστικό σούσουρο, θα αποτελούσε την θριαμβευτική επιστροφή του Zack Snyder και γιατί οχι, θα κατάφερνε να επαναπροσδιορίσει έναν κατά τα άλλα παρεξηγημένο σκηνοθέτη με potentials. Ε λοιπόν αυτό που λένε πως όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι; Καλά κάνουν που το λένε...
Κάθε φορά που μια ταινία προωθείται στην συνείδησή μας ως το επόμενο big hit του καλοκαιριού (ή όποιας άλλης εποχής, εν προκειμένω μας ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο γίνεται όλο αυτό), είμαστε τις περισσότερες φορές σίγουροι πως η ταινία αυτή θα είναι και καλή. Προσωπική εκτίμηση είναι πως αυτό αποτελεί κατάλοιπο εποχής μπατμανικής τριλογίας του Nolan, μιας που καλοκαίρι επί καλοκαίρι κρεμόμασταν κυριολεκτικά από το σπιντάντο μάρκετινγκ που χαρακτήριζε και τις τρεις του ταινίες. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως η σχετική απογοήτευση του "The Dark Knight Returns" ήταν εν μέρει αποτέλεσμα οχι μόνο του σκηνικού μέσα στο οποίο έκλεισε η περιπέτεια του μασκοφόρου εκδικητή (προς το παρόν), αλλά και όλου του hype που είχε δημιουργηθεί γύρω από αυτό. Δεν είναι και λίγο να παρακολουθείς μερικά χρόνια πριν το αριστουργηματικό "The Dark Knight", και η τρίτη συνέχεια να μοιάζει τελικά ως το πιο αδύναμο φιλμ του συνόλου. Σκεφτείτε λοιπόν πως κάτι ανάλογο συνέβη δυστυχώς και στο "Man of Steel".
Μπορεί οι ελπίδες μας να ήταν μεγάλες και από το πρώτο trailer-ικό υλικό να φαινόταν πράγματι ως ένα δυναμικό αποτέλεσμα, εντούτοις ολόκληρο το σουπερηρωικό οικοδόμημα του Snyder και των συνεργατών του, καταρρέει μπροστά σου στην αίθουσα, μέσα σε ένα μακρόωρο (γύρω στις δυόμιση ώρες) και άνευ συνοχής δημιούργημα το οποίο αναλώνεται σε ηθικολογικές συζητήσεις, πατρικές ρήσεις και σχεδόν μούγκα στην στρούγκα από τον πρωταγωνιστή Henry Cavill, ο οποίος σου δίνει την αίσθηση οτι παραμένει ο χειρότερα ανεκμετάλλευτος "παίκτης" όλου του cast.
Πιάνοντας την ταινία σε πρώτη φάση από το σενάριο, γρήγορα διαπιστώνεις πως η ιστορία περιστρέφεται γύρω από γνωστές θεματικές, οι οποίες όμως δεν σε ενοχλούν και πολύ καθώς όντως, μπορείς να τις αντιμετωπίσεις ως ένα επαναμπουτάρισμα της γενεσιουργού μυθοπλασίας του Superman. Από εκεί και πέρα βέβαια αντιλαμβάνεσαι επίσης πως το σενάριο είναι τόσο σκορποχώρι και γεμάτο χαζές τρύπες, ώστε κατευθείαν η ταινία έχει χάσει ένα από τα βασικά και κατά τα άλλα στιβαρά στοιχεία: την ιστορία της.
Χωρίς να φαίνεται να δίνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην σωστή δόμηση ενός πλάνου σχετικά με τα "πως" και τα "γιατί", ο David S. Goyer (βασικότατος συνεργάτης του Christophen Nolan ο οποίος εδώ αναλαμβάνει χρέη παραγωγού), περιορίζει την δράση στο δεύτερο μέρος της ταινίας το οποίο χαρακτηρίζεται μεν από το εφετζίδικο πατιρντί που περιμένεις, αλλά και από μια άψυχη διάθεση για την κάλυψη της οποίας επιστρατεύονται ψηφιακά εφέ 225 εκατομμυρίων δολαρίων. Και αυτά όμως ακόμη δεν είναι ικανά να καλύψουν αυτό που λείπει: προσωπικότητα και χαρακτήρας.
Τα κάποια θετικά στοιχεία της, όπως η επιβλητική παρουσία του Cavill η οποία δυστυχώς δεν αφήνεται να προχωρήσει λίγο παραπέρα, η χημεία των Costner-Lane, το κλασικά καλό OST του Hans Zimmer, καθώς και η προσήλωση με την οποία ο Michael Shannon προσπάθησε να υποδυθεί τον κακό της υπόθεσης (με τον ίδιο να φαίνεται σε στιγμές περισσότερο γραφικός απ'οτι θα έπρεπε), δεν είναι ικανά να σηκώσουν το βάρος μιας ουσιαστικής απουσίας χημείας ανάμεσα στον Cavill και την Adams, των λεπομερειακών στιγμών που πετούν την λογική από το παράθυρο (πως γίνεται η Lois να κατέληξε μέσα στην παγωμένη σπηλιά σε χρόνο ντε τε, την ίδια στιγμή που η μονάδα που βρισκόταν εκεί εξακολουθούσε να αναρωτιέται τι κρύβεται εκεί χωρίς προφανώς να έχει καταφέρει να μπει μέσα, αποτελεί και για εμένα μυστήριο), την σχεδόν θρησκευτική παρουσία του Crowe που εμφανίζεται στα ξαφνικά και καθοδηγεί σαν άλλος Μεσσίας, καθώς και μιας πρόζας στα όρια του ερασιτεχνισμού που δεν κάνει τίποτα για να ενισχύσει την όποια δυναμική γίνεται να αναζητηθεί σε διάφορες γωνίτσες της ταινίας.
Το "Man of Steel" είναι τα κεράσια που δεν απολαύσαμε ποτέ, σκορπώντας στο πάτωμα από το μικρό μας καλάθι και δημιουργώντας περισσότερο μια αίσθηση ανικανοποίητου που δεν θα γινόταν να ικανοποιηθεί έτσι κι αλλιώς από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμά του. Μια χαμένη ευκαιρία, για έναν τίμιο επαναπροσδιορισμό του ίσως, πιο εικονικού σούπερ ήρωα του κομικίστικου σύμπαντος. Κρίμα.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Cavill είναι τούμπανο (να τα λέμε αυτά), οτι η το τραγόμουσο του Shannon είναι τόσο απειλητικό (not) και οτι η ξαφνική ερωτική χημεία Superman-Lane απλώς δεν κολλάει ρε παιδί μου.
TRIVIA
- Στην τελική μάχη Zod-Superman, φαίνεται πάνω σε έναν δορυφόρο το logo "Wayne Enterprise".
- O Henry Cavill και ο Russel Crowe είχα γνωριστεί μερικά χρόνια πριν και συγκεκριμένα στο "Proof of Life" εκεί όπου ο Cavill αποτελούσε έναν από τους extras που χρησιμοποιήθηκαν για την ταινία. Ο ίδιος είχε λάβει ενθαρρυντικά σχόλια από τον Crowe να συνεχίσει τις προσπάθειες να γίνει ηθοποιός, ενώ είχε πάρει από αυτόν και αυτόγραφο, όντας ο αγαπημένος του ηθοποιός.
- Στις περισσότερες σκηνές η κάπα του Superman είναι ψηφιακή.
- O Ben Affleck ήταν υποψήφιος για την σκηνοθεσία της ταινίας, μέχρι που απέρριψε την πρόταση λέγοντας πως δεν ήταν εξοικειωμένος με τις VFX shots, και πως δεν πρέπει κανείς να αναλαμβάνει ταινίες με βάση το budget, αλλά το σωστό story που πρέπει να υπάρχει και που είναι το πιο σημαντικό. Καρφάκι αγαπητέ Ben;
(ΠΗΓΗ IMDB)
Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013
Monsters University: When Mike met Sully
NEW ARRIVAL
Γεια σας, γεια σας και καλή μας εβδομάδα. Σήμερα θα ξεκινήσουμε με μια νέα άφιξη-επιτέλους-μετά από καιρό και συγκεκριμένα μια ταινιούλα που ενδείκνυται τόσο για τα μικρότερα, όσο και για τα μεγαλύτερα παιδιά.
Η αλήθεια είναι πως όταν ανακοινώθηκε πως η Pixar είχε στα σκαριά το prequel του "Monsters Inc.", προσωπικά δεν πέταξα και την σκούφια μου, καθώς θεώρησα πως μάλλον πάνε να βγάλουν από την μύγα ξύγκι, ιδιαίτερα δώδεκα χρόνια μετά το original υλικό. Παρόλα αυτά μπορώ να πω πως το "Monsters University" ήταν καλύτερο απ'οτι το περίμενα (σαφέστατα οχι καλύτερο από το πρώτο), και οτι σίγουρα όσοι αποφασίσετε να το επισκεφθείτε στις αίθουσες, δεν θα απογοητευτείτε. Here we go.
To "Monsters University" πραγματεύεται την ιστορία των δυο αγαπημένων μας ηρώων, πριν τις περιπέτειές τους ως ενήλικοι φοβιστές στο "Monsters Inc.", και πιο συγκεκριμένα την ιστορία της πρώτης τους συνάντησης, τότε που δεν τους έλεγες ακριβώς κολλητούς, αλλά περισσότερο άσπονδους εχθρούς.
Ο μικρούλης μονόφθαλμος Mike (με την φωνή του Billy Crystal στα αγγλικά και αυτή του Θανάση Τσαλταμπάση στα μεταγλωττισμένα), έχει ένα και μοναδικό όνειρο ζωής από την πρώτη στιγμή που επισκέφθηκε με το σχολείο του τον χώρο δράσης μερικών από τους πιο σημαντικούς μπαμπούλες ολόκληρου τους μπαμπουλοσύμπαντος: τον χώρο στον οποίο οι παιδικές πολύχρωμες πόρτες, οδηγούν σε κοιμισμένα αγγελούδια, τα οποία οι επαγγελματίες μπαμπούλες αρέσκονται να τρομάζουν εκμαιεύοντας την καλύτερη δυνατή τσιρίδα τους.
Παρά το γεγονός πως ο Mike ουδόλως τρομακτικός είναι, κάνει οτι μπορεί προκειμένου να καταφέρει να γίνει ένας από τους καλύτερους φοβιστές. Στον αντίποδα, θα γνωρίσει τον γιγαντόσωμο, χνουδωτό Sully (με τις φωνές των John Goodma/Αντώνη Λουδάρο) ο οποίος έχει έμφυτο το ταλέντο της τρομάρας, φαίνεται όμως να μην δίνει την παραμικρή σημασία για την κολεγιακή του δράση και το επιμελές διάβασμα.
Όταν οι δυο τους γνωριστούν κατά τύχη θα ξεσπάσει ένας έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους, αναφορικά με το ποιος είναι ο καλύτερος. Μέχρι την στιγμή δηλαδή που η συνέχιση της κολεγιακής τους ύπαρξης θα εξαρτηθεί από την μεταξύ τους συνεργασία...
Μετά τα στραβοπατήματα των "Cars 2" και "Brave", η Pixar φαίνεται να ξαναβρίσκει τον εαυτό της με το "Monsters University", εν μέρη βασίζοντας την επιτυχία του στην αναγνωρισιμότητα των κεντρικών του ηρώων και την αγάπη του κοινού για τους αιώνιους φίλους της μικρής, κοτσιδιάρας Boo, της πρώτης ταινίας.
Μπορεί να έχουμε ξαναδεί την επιστροφή χαρακτήρων ή ακόμη καλύτερα την κρυμμένη παρουσία τους υπό την μορφή "easter eggs" σε διάφορες άλλες ταινίες της Pixar, εντούτοις ο Mike και ο Sully φαίνεται να κρατούν μια ξεχωριστή θέση, χάρη στο εντελώς πρωτότυπο story με το οποίο τους γνωρίσαμε. Εξάλλου στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε και για το πρώτο prequel που κυκλοφορεί η Pixar, μιας που οτι άλλο έχουμε δει αποτελεί είτε original ταινία, είτε sequel.
O μάλλον άπειρος Dan Scanlon (δεν έχει σκηνοθετήσει άλλο animation, εκτός από την συμμετοχή του απο'δω και απο'κει σε ελάχιστα projects της εταιρείας), κάνει καλή δουλειά στο να επαναφέρει στην μνήμη μας τα συμπαθή τερατάκια που γνωρίσαμε πριν από δώδεκα χρόνια, αναζωπυρώνοντας σταδιακά και την σχέση ανάμεσά τους, παρά την αρχική τους-κινητήρια για την υπόθεση της ταινίας-κόντρα.
Χωρίς να χαρακτηρίζεται από ένα εξαιρετικά πρωτότυπο σενάριο, καταφέρνει εντούτοις να κρατήσει το ενδιαφέρον και το χιούμορ σε επίπεδα ικανά να κρατήσουν με την σειρά τους και εσένα επικεντρωμένο στον πολύχρωμο και πολύβουο χώρο του κολεγίου, στην απόδοση του οποίου έχει πετύχει διάνα.
Αναμφίβολα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και απολαυστικά στοιχεία της ταινίας, είναι η σκηνοθετική απόδοση του στερεοτυπικού θέματος του κολεγίου και όλης της τρέλας που επικρατεί στον χώρο του, τις αδελφότητές του, ακόμη και του διαχωρισμού των μαθητών με βάση το επίπεδο της cool-οσύνης τους.
Αν θα έπρεπε να μαντέψουμε, θα λέγαμε πως αυτή ακριβώς η απεικόνιση αποτελεί σίγουρα και μια σαφέστατη αναφορά σε όλους εκείνους τους σωρούς των χαζοαμερικάνικων ταινιών (σίγουρα δεν είναι όλες χαζές, άλλες τουλάχιστον ενέχουν το στοιχείο της ένοχης απόλαυσης) οι οποίες στήνουν ολόκληρα ευτραπελικά σκηνικά γύρω από τα λεγόμενα campuses. Το ίδιο ακριβώς θα δεις να συμβαίνει και στο "Monsters Inc." με την διαφορά πως η ελευθερία του κινούμενου σχεδίου δίνει την δυνατότητα στους δημιουργούς να πλάσουν τον κόσμο με τα πιο τρελά και τερατίστικα υλικά που έχεις δει, καθώς φυσικά και με τις απαραίτητες δόσεις συναισθήματος και διδακτισμού που έχουμε πει οτι χαρακτηρίζουν τις ταινίες της Disney και της Pixar.
Στην πρώτη ταινία μάθαμε λοιπόν πως πρέπει να υπερνικάς τους φόβους σου και να αποδέχεσαι το ποιος πραγματικά είσαι, ένας χιουμορίστας πουά γίγαντας για παράδειγμα, ο οποίος καταλήγεις να γίνει ο καλύτερος φίλος ενός μικρού κοριτσιού, την ίδια στιγμή που θα έπρεπε να της προκαλείς τον απόλυτο τρόμο. Αυτή την φορά το θέμα έχει να κάνει περισσότερο με την παρουσία του Mike, την πίστη στον εαυτό μας και το εσωτερικό πείσμα που μας κάνει να μη τα παρατάμε ποτέ, ακόμη και στις μεγαλύτερες δυσκολίες. Και σε αυτό φυσικά το αποτέλεσμα παίρνει άριστα δέκα. Όπως τις περισσότερες φορές εξάλλου.
Αν και σίγουρα το αποτέλεσμα ίσως να φαίνεται κάπου χλιαρό (φαντάζομαι κυρίως εξαιτίας της μεταγλώττισης και της ηλίθιας απόδοσης μερικών προζικών στιγμών που σίγουρα θα άξιζαν να τις ακούσουμε στα αγγλικά), εντούτοις το "Monsters University" αποτελεί την ιδανική επιλογή για μια fun βραδιά κυρίως επειδή έχεις την εγγύηση της Pixar.
Κατά τα άλλα οτι επιθυμήσεις θα το βρεις μέσα στην ταινία, ακόμα και μια υπόνοια της μελλοντικής Boo, την οποία δεν θα σου πω που να κοιτάξεις να την βρεις, είναι έκπληξη. Παράλληλα το χιούμορ, τα εκτυφλωτικά σχεδόν χρώματα, ο fun διαχωρισμός των κοινωνικών ομάδων του κολεγίου σε προχωρημένους τύπους (με αντίστοιχα μπουφανάκια παρακαλώ), losers, ακόμα και εναλλακτικές, punk τερατοτύπισσες, καθώς και η όπως την περιμένεις χαζοβιόλικη δράση των πρωταγωνιστών, αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κόσμου της Pixar τα οποία εμφανίζονται και εδώ κλασικά, παραδοσιακά, αν και με μια κάποια έλλειψη περαιτέρω πρωτοτυπίας η αλήθεια είναι.
Για εμένα πάντως, ένα γεγονός που μου έκανε εντύπωση, ήταν επίσης το σενάριο του Πρωταθλήματος Τρομάρας με το διαγωνιστικό του περιεχόμενο, το οποίο μου έφερε στο μυαλό το αντίστοιχο, τρίαθλο μαγείας αυτή την φορά, στην τέταρτη συνέχεια του Harry Potter, "Harry Potter and the Goblet of Fire". Το βρήκα σίγουρα ωραία πινελιά, αν και όπως είπα, το γεγονός πως αμέσως σκέφτηκα το αντίστοιχο σενάριο του Potter, δεν με άφησε να απολαύσω στο φουλ την υποθεσιακή ιδέα των συντελεστών.
Αν θες να δεις κάτι fun αυτή την εβδομάδα, προτίμησε καλύτερα το "Monsters University". Ευχόμουν να σου πω τα ίδια και το "Μan of Steel", αλλά η αλήθεια είναι πως μάλλον θα βαρεθείς οικτρά. Άσε που η ταινία είναι και απλώς μέτρια. Για τα κακώς κείμενα όμως του ατσαλογκόμενο, θα επανέλθουμε την Τετάρτη ή την Παρασκευή. Till then, ετοιμάσω για μπαμπουλοφανταστικές στιγμές.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Ρούλης (φοβερή μεταγλώτιση) έχει το πιο τρομακτικό skill, οτι ο τα σιδεράκια που φοράει ο Mike, το ξέρετε οτι τα φοράει χωρίς λόγο, έτσι δεν είναι; και οτι επίσης το μικρού μήκους ταινιάκι, "The Blue Umbrella" που το συνοδεύει, είναι τέλειο.
No trivia
Γεια σας, γεια σας και καλή μας εβδομάδα. Σήμερα θα ξεκινήσουμε με μια νέα άφιξη-επιτέλους-μετά από καιρό και συγκεκριμένα μια ταινιούλα που ενδείκνυται τόσο για τα μικρότερα, όσο και για τα μεγαλύτερα παιδιά.
Η αλήθεια είναι πως όταν ανακοινώθηκε πως η Pixar είχε στα σκαριά το prequel του "Monsters Inc.", προσωπικά δεν πέταξα και την σκούφια μου, καθώς θεώρησα πως μάλλον πάνε να βγάλουν από την μύγα ξύγκι, ιδιαίτερα δώδεκα χρόνια μετά το original υλικό. Παρόλα αυτά μπορώ να πω πως το "Monsters University" ήταν καλύτερο απ'οτι το περίμενα (σαφέστατα οχι καλύτερο από το πρώτο), και οτι σίγουρα όσοι αποφασίσετε να το επισκεφθείτε στις αίθουσες, δεν θα απογοητευτείτε. Here we go.
To "Monsters University" πραγματεύεται την ιστορία των δυο αγαπημένων μας ηρώων, πριν τις περιπέτειές τους ως ενήλικοι φοβιστές στο "Monsters Inc.", και πιο συγκεκριμένα την ιστορία της πρώτης τους συνάντησης, τότε που δεν τους έλεγες ακριβώς κολλητούς, αλλά περισσότερο άσπονδους εχθρούς.
Ο μικρούλης μονόφθαλμος Mike (με την φωνή του Billy Crystal στα αγγλικά και αυτή του Θανάση Τσαλταμπάση στα μεταγλωττισμένα), έχει ένα και μοναδικό όνειρο ζωής από την πρώτη στιγμή που επισκέφθηκε με το σχολείο του τον χώρο δράσης μερικών από τους πιο σημαντικούς μπαμπούλες ολόκληρου τους μπαμπουλοσύμπαντος: τον χώρο στον οποίο οι παιδικές πολύχρωμες πόρτες, οδηγούν σε κοιμισμένα αγγελούδια, τα οποία οι επαγγελματίες μπαμπούλες αρέσκονται να τρομάζουν εκμαιεύοντας την καλύτερη δυνατή τσιρίδα τους.
Παρά το γεγονός πως ο Mike ουδόλως τρομακτικός είναι, κάνει οτι μπορεί προκειμένου να καταφέρει να γίνει ένας από τους καλύτερους φοβιστές. Στον αντίποδα, θα γνωρίσει τον γιγαντόσωμο, χνουδωτό Sully (με τις φωνές των John Goodma/Αντώνη Λουδάρο) ο οποίος έχει έμφυτο το ταλέντο της τρομάρας, φαίνεται όμως να μην δίνει την παραμικρή σημασία για την κολεγιακή του δράση και το επιμελές διάβασμα.
Όταν οι δυο τους γνωριστούν κατά τύχη θα ξεσπάσει ένας έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους, αναφορικά με το ποιος είναι ο καλύτερος. Μέχρι την στιγμή δηλαδή που η συνέχιση της κολεγιακής τους ύπαρξης θα εξαρτηθεί από την μεταξύ τους συνεργασία...
Μετά τα στραβοπατήματα των "Cars 2" και "Brave", η Pixar φαίνεται να ξαναβρίσκει τον εαυτό της με το "Monsters University", εν μέρη βασίζοντας την επιτυχία του στην αναγνωρισιμότητα των κεντρικών του ηρώων και την αγάπη του κοινού για τους αιώνιους φίλους της μικρής, κοτσιδιάρας Boo, της πρώτης ταινίας.
Μπορεί να έχουμε ξαναδεί την επιστροφή χαρακτήρων ή ακόμη καλύτερα την κρυμμένη παρουσία τους υπό την μορφή "easter eggs" σε διάφορες άλλες ταινίες της Pixar, εντούτοις ο Mike και ο Sully φαίνεται να κρατούν μια ξεχωριστή θέση, χάρη στο εντελώς πρωτότυπο story με το οποίο τους γνωρίσαμε. Εξάλλου στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε και για το πρώτο prequel που κυκλοφορεί η Pixar, μιας που οτι άλλο έχουμε δει αποτελεί είτε original ταινία, είτε sequel.
O μάλλον άπειρος Dan Scanlon (δεν έχει σκηνοθετήσει άλλο animation, εκτός από την συμμετοχή του απο'δω και απο'κει σε ελάχιστα projects της εταιρείας), κάνει καλή δουλειά στο να επαναφέρει στην μνήμη μας τα συμπαθή τερατάκια που γνωρίσαμε πριν από δώδεκα χρόνια, αναζωπυρώνοντας σταδιακά και την σχέση ανάμεσά τους, παρά την αρχική τους-κινητήρια για την υπόθεση της ταινίας-κόντρα.
Χωρίς να χαρακτηρίζεται από ένα εξαιρετικά πρωτότυπο σενάριο, καταφέρνει εντούτοις να κρατήσει το ενδιαφέρον και το χιούμορ σε επίπεδα ικανά να κρατήσουν με την σειρά τους και εσένα επικεντρωμένο στον πολύχρωμο και πολύβουο χώρο του κολεγίου, στην απόδοση του οποίου έχει πετύχει διάνα.
Αναμφίβολα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και απολαυστικά στοιχεία της ταινίας, είναι η σκηνοθετική απόδοση του στερεοτυπικού θέματος του κολεγίου και όλης της τρέλας που επικρατεί στον χώρο του, τις αδελφότητές του, ακόμη και του διαχωρισμού των μαθητών με βάση το επίπεδο της cool-οσύνης τους.
Αν θα έπρεπε να μαντέψουμε, θα λέγαμε πως αυτή ακριβώς η απεικόνιση αποτελεί σίγουρα και μια σαφέστατη αναφορά σε όλους εκείνους τους σωρούς των χαζοαμερικάνικων ταινιών (σίγουρα δεν είναι όλες χαζές, άλλες τουλάχιστον ενέχουν το στοιχείο της ένοχης απόλαυσης) οι οποίες στήνουν ολόκληρα ευτραπελικά σκηνικά γύρω από τα λεγόμενα campuses. Το ίδιο ακριβώς θα δεις να συμβαίνει και στο "Monsters Inc." με την διαφορά πως η ελευθερία του κινούμενου σχεδίου δίνει την δυνατότητα στους δημιουργούς να πλάσουν τον κόσμο με τα πιο τρελά και τερατίστικα υλικά που έχεις δει, καθώς φυσικά και με τις απαραίτητες δόσεις συναισθήματος και διδακτισμού που έχουμε πει οτι χαρακτηρίζουν τις ταινίες της Disney και της Pixar.
Στην πρώτη ταινία μάθαμε λοιπόν πως πρέπει να υπερνικάς τους φόβους σου και να αποδέχεσαι το ποιος πραγματικά είσαι, ένας χιουμορίστας πουά γίγαντας για παράδειγμα, ο οποίος καταλήγεις να γίνει ο καλύτερος φίλος ενός μικρού κοριτσιού, την ίδια στιγμή που θα έπρεπε να της προκαλείς τον απόλυτο τρόμο. Αυτή την φορά το θέμα έχει να κάνει περισσότερο με την παρουσία του Mike, την πίστη στον εαυτό μας και το εσωτερικό πείσμα που μας κάνει να μη τα παρατάμε ποτέ, ακόμη και στις μεγαλύτερες δυσκολίες. Και σε αυτό φυσικά το αποτέλεσμα παίρνει άριστα δέκα. Όπως τις περισσότερες φορές εξάλλου.
Αν και σίγουρα το αποτέλεσμα ίσως να φαίνεται κάπου χλιαρό (φαντάζομαι κυρίως εξαιτίας της μεταγλώττισης και της ηλίθιας απόδοσης μερικών προζικών στιγμών που σίγουρα θα άξιζαν να τις ακούσουμε στα αγγλικά), εντούτοις το "Monsters University" αποτελεί την ιδανική επιλογή για μια fun βραδιά κυρίως επειδή έχεις την εγγύηση της Pixar.
Κατά τα άλλα οτι επιθυμήσεις θα το βρεις μέσα στην ταινία, ακόμα και μια υπόνοια της μελλοντικής Boo, την οποία δεν θα σου πω που να κοιτάξεις να την βρεις, είναι έκπληξη. Παράλληλα το χιούμορ, τα εκτυφλωτικά σχεδόν χρώματα, ο fun διαχωρισμός των κοινωνικών ομάδων του κολεγίου σε προχωρημένους τύπους (με αντίστοιχα μπουφανάκια παρακαλώ), losers, ακόμα και εναλλακτικές, punk τερατοτύπισσες, καθώς και η όπως την περιμένεις χαζοβιόλικη δράση των πρωταγωνιστών, αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κόσμου της Pixar τα οποία εμφανίζονται και εδώ κλασικά, παραδοσιακά, αν και με μια κάποια έλλειψη περαιτέρω πρωτοτυπίας η αλήθεια είναι.
Για εμένα πάντως, ένα γεγονός που μου έκανε εντύπωση, ήταν επίσης το σενάριο του Πρωταθλήματος Τρομάρας με το διαγωνιστικό του περιεχόμενο, το οποίο μου έφερε στο μυαλό το αντίστοιχο, τρίαθλο μαγείας αυτή την φορά, στην τέταρτη συνέχεια του Harry Potter, "Harry Potter and the Goblet of Fire". Το βρήκα σίγουρα ωραία πινελιά, αν και όπως είπα, το γεγονός πως αμέσως σκέφτηκα το αντίστοιχο σενάριο του Potter, δεν με άφησε να απολαύσω στο φουλ την υποθεσιακή ιδέα των συντελεστών.
Αν θες να δεις κάτι fun αυτή την εβδομάδα, προτίμησε καλύτερα το "Monsters University". Ευχόμουν να σου πω τα ίδια και το "Μan of Steel", αλλά η αλήθεια είναι πως μάλλον θα βαρεθείς οικτρά. Άσε που η ταινία είναι και απλώς μέτρια. Για τα κακώς κείμενα όμως του ατσαλογκόμενο, θα επανέλθουμε την Τετάρτη ή την Παρασκευή. Till then, ετοιμάσω για μπαμπουλοφανταστικές στιγμές.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι ο Ρούλης (φοβερή μεταγλώτιση) έχει το πιο τρομακτικό skill, οτι ο τα σιδεράκια που φοράει ο Mike, το ξέρετε οτι τα φοράει χωρίς λόγο, έτσι δεν είναι; και οτι επίσης το μικρού μήκους ταινιάκι, "The Blue Umbrella" που το συνοδεύει, είναι τέλειο.
No trivia
Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013
To Die For: Ambition and looks. A killer combination
Hello, hello! Εν μέσω τρεξίματος και τηλεοπτικού διαβάσματος, επανέρχομαι αν και Παρασκευή και παρά το γεγονός πως την Τετάρτη δεν κατάφερα να ανεβάσω κάτι. Δεν πειράζει όμως, όπως σας είπα θα προσπαθώ να επιστρέφω στο blog όταν μου το επιτρέπει ο χρόνος μου οπότε here i am.
Περίεργη εβδομάδα αυτή, με το κλείσιμο της ΕΡΤ να μονοπωλεί το ενδιαφέρον για όλους τους λάθος λόγους αν με ρωτάτε, την ίδια στιγμή που η πρεμιέρα του "Before Midnight" στην χώρα μας, θα μπορούσε να είχε στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω της, όπως της άρμοζε. Μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, και ένα κυβερνητικό "αποφασίζομεν και διατάζομεν", ήταν τα χαρακτηριστικά της εβδομάδας που φεύγει. Η αλήθεια είναι πως σε τέτοιους καιρούς, το μαχαίρι είναι πιο δίκοπο από ποτέ: θες να κάνεις πράγματα, αλλά ίσως η όρεξη που έχεις (και που κυρίως δεν έχεις), να αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα. Προσωπικά τώρα τελευταία στο blog, νοιώθω πως κάπου έχω χάσει την έμπνευσή μου και το πράγμα έχει γίνει πολύ πιο μηχανικό απ'οτι επιτάσσει μια κατά τα άλλα φυσιολογική εξέλιξη. Nope, καθόλου φυσιολογικά πράγματα. Θα ανοίξω πάντως ένα μέτωπο με τον εαυτό μου, και θα επανέλθω δυναμικά. That's a promise.
Και μετά τον μονόλογο της τρέλας, ας ελαφρύνουμε λιγάκι το κλίμα με την μαύρη κωμωδία του Gus Van Sant, "To Die For".
H Suzanne Stone (Nicole Kidman), είναι μια γοητευτική, φιλόδοξη ύπαρξη που από μικρή ήθελε να ασχοληθεί με τον ονειρικό κατά τα άλλα κόσμο της τηλεόρασης. Ήδη από όταν ήταν πιτσιρίκι, αρεσκόταν να βλέπει τον εαυτό της στην κάμερα του μπαμπά που ήταν συνδεδεμένη με την TV, φαντασιωνόμενη αργότερα, τι ωραία που θα ήταν να μπορούσε να αποτελεί τμήμα της αυτού του τεράστιου, επιδραστικού μέσου.
Μεγαλώνοντας η Suzanne έγινε μια σαγηνευτική ύπαρξη που είχε την δυνατότητα να σέρνει τους άντρες από την μύτη-ναι και από κάτι άλλο-αποφασίζοντας να χρησιμοποιήσει αυτό το ταλέντο, προς όφελός της και ως βασικό εισιτήριο που θα την οδηγούσε στα στουντιακά φώτα και την διασημότητα.
Παρά το γεγονός οτι παντρεύτηκε τον κανακάρη (Matt Dillon) του Joe Maretto (Dan Hedaya), ενός από τους κυρίαρχους κοινωνικούς πυλώνες των αμερικανο-ιταλικών σχέσεων της τοπικής κοινωνίας, η ίδια είχε μάλλον πιο "larger than life" όνειρα, τα οποία δεν περιελάμβαναν ούτε ορδές από κουτσούβελα να βολοδέρνουν μέσα στο σπίτι, ούτε και φυσικά την ίδια σε ρόλο χαρωπής νοικοκυράς.
Όταν τα πράγματα αρχίσουν να γίνονται λίγο πιο πιεστικά (όταν όμως λέμε λίγο, πιο λίγο δεν το φαντάζεσαι), η Suzanne θα καταλήξει στην μια και μοναδική διέξοδο που βλέπει: να σκοτώσει τον άντρα της. Επειδή όμως είναι και καπάτσα θα βάλει άλλους να κάνουν την βρομοδουλειά, ανάμεσα στους οποίους και έναν horny έφηβο, τον Jimmy Emmet (Joaquin Phoenix), ο οποίος θα πήγαινε ακόμα και στην Κόλαση για χάρη της...
O Gus Van Sant είναι ένας σκηνοθέτης ή του ύψους ή του βάθους, μιας που είτε θα καταφέρνει να δημιουργεί ενδιαφέροντα και ετερόκλητα η αλήθεια είναι ταινιάκια, είτε θα καταβαραθρώνει τον εαυτό του μέσα στην ανοησία και την πλήρη κινηματογραφική αδιαφορία.
Ξεκινώντας την καριέρα του από την δεκαετία του ΄80 με το πρώτο, μεγάλου μήκους ταινιάκι του, "Mala Noche", ο Van Sant έδειξε πως μπορούσε να σταθεί μέσα στο χολιγουντιανό στερέωμα, σκηνοθετώντας στυλιζαρισμένα ταινιάκια, γεμάτα από την νεανική ορμή των εξίσου νεανίζοντων χρόνων μερικών πασίγνωστων ηθοποιών, όπως ο Keanu Reeves και ο River Phoenix, τους οποίους χρησιμοποίησε για την μεταφορά του Σαιξπηρικού "My Own Private Idaho" στην ομώνυμη ταινία του.
Από τις αρχές του '90 και μετά, η καριέρα του σημείωσε μια σημαντική άνοδο τόσο με το "To Die For" το οποίο τσεκάρουμε σήμερα (και το οποίο χαιρετίστηκε από τους κριτικούς ως μια απόλυτα fun, μαύρη κωμωδία), όσο και με το "Good Will Hunting", σε σενάριο Ben Affleck και Matt Damon, το οποίο τσίμπησε και τα δυο του Οσκαράκια, αυτό για την ερμηνεία του Robin Williams, και για το σενάριο των δυο νεαρών τότε, αμούστακων ηθοποιών.
Έκτοτε η φιλμογραφία του Van Sant χαρακτηρίζεται πραγματικά από διαρκή σκαμπανεβάσματα, καθώς είτε θα μιλάμε για αξιόλογα δημιουργήματα, όπως το σοκαριστικό "Elephant" (έχουμε μιλήσει παλαιότερα και γι' αυτό), και το "Milk", είτε για γελοιότητες τύπου "Psycho" (...), και oh so boring νέες εμφανίσεις, όπως το πιο πρόσφατο "Promised Land" το οποίο ήταν κάτι παραπάνω από παγερά αδιάφορο.
Ευτυχώς κάπου εκεί έχουμε να βλέπουμε τις πιο παλιές του ταινίες και να χαιρόμαστε μέχρι την επόμενη-ευχόμαστε καλή-προσπάθεια. Εν προκειμένω το "To Die For" είναι μια απολαυστικότατη σάτιρα την οποία πρέπει να δεις. Και θα περάσεις καλά.
Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Joyce Maynard, το "To Die For" είναι ένα σατιρικό διαμαντάκι που ακολουθεί την κατεύθυνση της μαύρης κωμωδίας, χωρίς να παίρνει ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό του, ακόμα και στις πιο κρίσιμες στιγμές.
Όλος ο λαμπερός κόσμος του θεάματος, της τηλεοπτικής αυταπάτης και των success stories, γίνεται αφορμή για μια πρώτης τάξεως αποκαθήλωσης του συστήματος και τερματισμού του αμερικάνικου ονείρου, μέσα από την κοσμοθεωρία μιας ξανθιάς bitch που θα πατήσει επί πτωμάτων (αφού πρώτα τα πηδήξει), προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει: ένα κομμάτι από την απαστράπτουσα πίτα που ακούει στο όνομα, τηλεόραση.
Βεβαίως τα πράγματα δεν είναι και τόσο εύκολα, καθώς μπορεί ο χαρακτήρας της Suzanne (ο οποίος βασίζεται στην πραγματική ιστορία της Pamela Smart που παρέσυρε έναν 15χρονο προκειμένου αυτός να δολοφονήσει τον σύζυγό της), να περιτριγυρίζεται από άτομα στα οποία η επίδρασή της είναι καθοριστικής σημασίας για την περαιτέρω δράση αυτών, παρόλα αυτά όλοι πληρώνουν τελικά το τίμημα με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.
Το "πρόβλημα" του χαρακτήρα που υποδύεται με right to the point πειστικότητα η Nicole Kidman, έγκειται στο γεγονός της παραναγνώρισης της όποιας εξυπνάδας, και κυρίως στην λανθασμένη εντύπωση πως το να είσαι πονηρή, σημαίνει βασικά πως είσαι και έξυπνη. Λειτουργώντας με ύφος πολλών καρδιναλιών, τουπέ μεγαλοστελέχους και την εντύπωση πως όλοι χορεύουν στον δικό της ρυθμό, η Suzanne κάνει το μοιραίο λάθος να πιστέψει πως η γοητεία της θα καταφέρει να την ξελασπώσει από κάθε δύσκολη περίσταση, με την δυσκολότερη να έγκειται φυσικά στο σχέδιο εξόντωσης του συζύγου της.
Κάτω φυσικά από το προσωπείο μιας κατά τα άλλα ισχυρής ύπαρξης, κρύβεται τελικά μια ανόητη γυναίκα, γεμάτη πραγματική γνώση για τον εαυτό της, για έναν εαυτό δηλαδή από τον οποίο αν αφερέσεις το περιτύλιγμα δεν μένει τίποτε με το οποίο αξίζει κανείς να ασχοληθεί. Στην ουσία εκεί ακριβώς έγκειται και το κωμικό στοιχείο της ταινίας, στο οτι βλέποντας την Suzanne αντιλαμβάνεσαι πως αποτελεί κλασική περίπτωση θηλυκού το οποίο αργά ή γρήγορα θα φάει το κεφάλι του. Με τον ίδιο τρόπο που και εκείνη ήξερε να τρώει άλλα (censored).
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Van Sant ταιριάζει γάντι στην διάθεση για σάτυρα και την διαμόρφωση ενός "δράματος" το οποίο είναι περισσότερο κωμωδία, απ'οτι δράμα. Ντύνοντας με hardcore μουσική τα εφημεριδικά στιγμιότυπα του σκανδάλου, εστιάζοντας την κάμερά του κατευεθείαν πάνω στους ήρωες οι οποίοι μιλούν κοιτάζοντας τους θεατές, σαν να πρόκειται για ντοκιμαντέρ και φροντίζοντας να ντύνει με κομμάτια εννοιολογικής προσέγγισης ορισμένα από τα πλάνα του, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα witty και καθόλα ποπ συνονθύλευμα, το οποίο έρχεται και απογειώνεται από τα χρωματιστά, παρδαλά συνολάκια της κ.Stone-Maretto, της σχεδόν μπαφιάρικης συμπεριφόρας του Phoenix και του χαρακτηριστικού ρόλου της Kidman η οποία ξέρει να ισορροπεί με ακρίβεια ανάμεσα στο πονηρό (κουτοπόνηρο βασικά) και το αφελώς χιουμοριστικό, το οποίο και χαρακτηρίζει όλο το φάσμα της ταινίας.
Φυσικά ο Van Sant δεν χάνει ευκαιρία να ανάγει την ταινία σε μια κριτική-καταπέλτη, απέναντι στα πρότυπα που καλλιεργεί η Αμερική αναφορικά με την αξία της ύπαρξης μόνο μέσα από μια τηλεοπτική οθόνη, της καταστροφικής της χειραγώγησης και της ικανότητας να κάνει, να δείξει και να πει τα πάντα, προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολή αν λέγαμε πως και η ίδια η Suzanne αποτελεί την μετουσίωση όλων των κακώς κειμένων της τηλεόρασης: είναι γοητευτική, χειραγωγική στο φουλ, λέει μόνο αυτά που θέλει ο άλλος να ακούσει (τουλάχιστον μέχρι να πετύχει τους σκοπούς της), είναι επιθετική, ξεχνάει εύκολα, παραπλανεί και πείθει με τεράστια ευκολία. Ναι, η Suzanne Stone είναι η τηλεόραση.
Γενικώς αν έχεις όρεξη για μια απολαυστική ταινιούλα, καλοπαιγμένη και fun, τσέκαρε το "To Die For" και είναι σίγουρο πως θα δεις παντού ψήγματα σατιρικής διάθεσης και σαφέστατου κοινωνικού σχολιασμού. Προσωπική, αγαπημένη μου στιγμή, όταν ένας αστυνομικός παίρνει αποτυπώματα πάνω από την τηλεόραση που εκείνη την στιγμή προβάλει την αμερικάνικη σημαία. Πως απλά μπορεί να χωρέσει μια ολόκληρη συζήτηση και μια ολόκληρη κατάσταση σε ένα μόνο πλάνο...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η χαίτη είναι καταστροφικό κούρεμα, οτι o Casey Affleck έχει επίσης τόσο λάθος μαλλί και οτι η ψυχρή παρουσία της Kidman επιβεβαιώνεται σε όλη την ταινία. Από την αρχή μέχρι και το τέλος.
Το trailer δείχνει πολλά. Σας προειδοποιώ!
Νo trivia
Περίεργη εβδομάδα αυτή, με το κλείσιμο της ΕΡΤ να μονοπωλεί το ενδιαφέρον για όλους τους λάθος λόγους αν με ρωτάτε, την ίδια στιγμή που η πρεμιέρα του "Before Midnight" στην χώρα μας, θα μπορούσε να είχε στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω της, όπως της άρμοζε. Μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, και ένα κυβερνητικό "αποφασίζομεν και διατάζομεν", ήταν τα χαρακτηριστικά της εβδομάδας που φεύγει. Η αλήθεια είναι πως σε τέτοιους καιρούς, το μαχαίρι είναι πιο δίκοπο από ποτέ: θες να κάνεις πράγματα, αλλά ίσως η όρεξη που έχεις (και που κυρίως δεν έχεις), να αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα. Προσωπικά τώρα τελευταία στο blog, νοιώθω πως κάπου έχω χάσει την έμπνευσή μου και το πράγμα έχει γίνει πολύ πιο μηχανικό απ'οτι επιτάσσει μια κατά τα άλλα φυσιολογική εξέλιξη. Nope, καθόλου φυσιολογικά πράγματα. Θα ανοίξω πάντως ένα μέτωπο με τον εαυτό μου, και θα επανέλθω δυναμικά. That's a promise.
Και μετά τον μονόλογο της τρέλας, ας ελαφρύνουμε λιγάκι το κλίμα με την μαύρη κωμωδία του Gus Van Sant, "To Die For".
H Suzanne Stone (Nicole Kidman), είναι μια γοητευτική, φιλόδοξη ύπαρξη που από μικρή ήθελε να ασχοληθεί με τον ονειρικό κατά τα άλλα κόσμο της τηλεόρασης. Ήδη από όταν ήταν πιτσιρίκι, αρεσκόταν να βλέπει τον εαυτό της στην κάμερα του μπαμπά που ήταν συνδεδεμένη με την TV, φαντασιωνόμενη αργότερα, τι ωραία που θα ήταν να μπορούσε να αποτελεί τμήμα της αυτού του τεράστιου, επιδραστικού μέσου.
Μεγαλώνοντας η Suzanne έγινε μια σαγηνευτική ύπαρξη που είχε την δυνατότητα να σέρνει τους άντρες από την μύτη-ναι και από κάτι άλλο-αποφασίζοντας να χρησιμοποιήσει αυτό το ταλέντο, προς όφελός της και ως βασικό εισιτήριο που θα την οδηγούσε στα στουντιακά φώτα και την διασημότητα.
Παρά το γεγονός οτι παντρεύτηκε τον κανακάρη (Matt Dillon) του Joe Maretto (Dan Hedaya), ενός από τους κυρίαρχους κοινωνικούς πυλώνες των αμερικανο-ιταλικών σχέσεων της τοπικής κοινωνίας, η ίδια είχε μάλλον πιο "larger than life" όνειρα, τα οποία δεν περιελάμβαναν ούτε ορδές από κουτσούβελα να βολοδέρνουν μέσα στο σπίτι, ούτε και φυσικά την ίδια σε ρόλο χαρωπής νοικοκυράς.
Όταν τα πράγματα αρχίσουν να γίνονται λίγο πιο πιεστικά (όταν όμως λέμε λίγο, πιο λίγο δεν το φαντάζεσαι), η Suzanne θα καταλήξει στην μια και μοναδική διέξοδο που βλέπει: να σκοτώσει τον άντρα της. Επειδή όμως είναι και καπάτσα θα βάλει άλλους να κάνουν την βρομοδουλειά, ανάμεσα στους οποίους και έναν horny έφηβο, τον Jimmy Emmet (Joaquin Phoenix), ο οποίος θα πήγαινε ακόμα και στην Κόλαση για χάρη της...
O Gus Van Sant είναι ένας σκηνοθέτης ή του ύψους ή του βάθους, μιας που είτε θα καταφέρνει να δημιουργεί ενδιαφέροντα και ετερόκλητα η αλήθεια είναι ταινιάκια, είτε θα καταβαραθρώνει τον εαυτό του μέσα στην ανοησία και την πλήρη κινηματογραφική αδιαφορία.
Ξεκινώντας την καριέρα του από την δεκαετία του ΄80 με το πρώτο, μεγάλου μήκους ταινιάκι του, "Mala Noche", ο Van Sant έδειξε πως μπορούσε να σταθεί μέσα στο χολιγουντιανό στερέωμα, σκηνοθετώντας στυλιζαρισμένα ταινιάκια, γεμάτα από την νεανική ορμή των εξίσου νεανίζοντων χρόνων μερικών πασίγνωστων ηθοποιών, όπως ο Keanu Reeves και ο River Phoenix, τους οποίους χρησιμοποίησε για την μεταφορά του Σαιξπηρικού "My Own Private Idaho" στην ομώνυμη ταινία του.
Από τις αρχές του '90 και μετά, η καριέρα του σημείωσε μια σημαντική άνοδο τόσο με το "To Die For" το οποίο τσεκάρουμε σήμερα (και το οποίο χαιρετίστηκε από τους κριτικούς ως μια απόλυτα fun, μαύρη κωμωδία), όσο και με το "Good Will Hunting", σε σενάριο Ben Affleck και Matt Damon, το οποίο τσίμπησε και τα δυο του Οσκαράκια, αυτό για την ερμηνεία του Robin Williams, και για το σενάριο των δυο νεαρών τότε, αμούστακων ηθοποιών.
Έκτοτε η φιλμογραφία του Van Sant χαρακτηρίζεται πραγματικά από διαρκή σκαμπανεβάσματα, καθώς είτε θα μιλάμε για αξιόλογα δημιουργήματα, όπως το σοκαριστικό "Elephant" (έχουμε μιλήσει παλαιότερα και γι' αυτό), και το "Milk", είτε για γελοιότητες τύπου "Psycho" (...), και oh so boring νέες εμφανίσεις, όπως το πιο πρόσφατο "Promised Land" το οποίο ήταν κάτι παραπάνω από παγερά αδιάφορο.
Ευτυχώς κάπου εκεί έχουμε να βλέπουμε τις πιο παλιές του ταινίες και να χαιρόμαστε μέχρι την επόμενη-ευχόμαστε καλή-προσπάθεια. Εν προκειμένω το "To Die For" είναι μια απολαυστικότατη σάτιρα την οποία πρέπει να δεις. Και θα περάσεις καλά.
Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Joyce Maynard, το "To Die For" είναι ένα σατιρικό διαμαντάκι που ακολουθεί την κατεύθυνση της μαύρης κωμωδίας, χωρίς να παίρνει ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό του, ακόμα και στις πιο κρίσιμες στιγμές.
Όλος ο λαμπερός κόσμος του θεάματος, της τηλεοπτικής αυταπάτης και των success stories, γίνεται αφορμή για μια πρώτης τάξεως αποκαθήλωσης του συστήματος και τερματισμού του αμερικάνικου ονείρου, μέσα από την κοσμοθεωρία μιας ξανθιάς bitch που θα πατήσει επί πτωμάτων (αφού πρώτα τα πηδήξει), προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει: ένα κομμάτι από την απαστράπτουσα πίτα που ακούει στο όνομα, τηλεόραση.
Βεβαίως τα πράγματα δεν είναι και τόσο εύκολα, καθώς μπορεί ο χαρακτήρας της Suzanne (ο οποίος βασίζεται στην πραγματική ιστορία της Pamela Smart που παρέσυρε έναν 15χρονο προκειμένου αυτός να δολοφονήσει τον σύζυγό της), να περιτριγυρίζεται από άτομα στα οποία η επίδρασή της είναι καθοριστικής σημασίας για την περαιτέρω δράση αυτών, παρόλα αυτά όλοι πληρώνουν τελικά το τίμημα με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.
Το "πρόβλημα" του χαρακτήρα που υποδύεται με right to the point πειστικότητα η Nicole Kidman, έγκειται στο γεγονός της παραναγνώρισης της όποιας εξυπνάδας, και κυρίως στην λανθασμένη εντύπωση πως το να είσαι πονηρή, σημαίνει βασικά πως είσαι και έξυπνη. Λειτουργώντας με ύφος πολλών καρδιναλιών, τουπέ μεγαλοστελέχους και την εντύπωση πως όλοι χορεύουν στον δικό της ρυθμό, η Suzanne κάνει το μοιραίο λάθος να πιστέψει πως η γοητεία της θα καταφέρει να την ξελασπώσει από κάθε δύσκολη περίσταση, με την δυσκολότερη να έγκειται φυσικά στο σχέδιο εξόντωσης του συζύγου της.
Κάτω φυσικά από το προσωπείο μιας κατά τα άλλα ισχυρής ύπαρξης, κρύβεται τελικά μια ανόητη γυναίκα, γεμάτη πραγματική γνώση για τον εαυτό της, για έναν εαυτό δηλαδή από τον οποίο αν αφερέσεις το περιτύλιγμα δεν μένει τίποτε με το οποίο αξίζει κανείς να ασχοληθεί. Στην ουσία εκεί ακριβώς έγκειται και το κωμικό στοιχείο της ταινίας, στο οτι βλέποντας την Suzanne αντιλαμβάνεσαι πως αποτελεί κλασική περίπτωση θηλυκού το οποίο αργά ή γρήγορα θα φάει το κεφάλι του. Με τον ίδιο τρόπο που και εκείνη ήξερε να τρώει άλλα (censored).
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Van Sant ταιριάζει γάντι στην διάθεση για σάτυρα και την διαμόρφωση ενός "δράματος" το οποίο είναι περισσότερο κωμωδία, απ'οτι δράμα. Ντύνοντας με hardcore μουσική τα εφημεριδικά στιγμιότυπα του σκανδάλου, εστιάζοντας την κάμερά του κατευεθείαν πάνω στους ήρωες οι οποίοι μιλούν κοιτάζοντας τους θεατές, σαν να πρόκειται για ντοκιμαντέρ και φροντίζοντας να ντύνει με κομμάτια εννοιολογικής προσέγγισης ορισμένα από τα πλάνα του, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα witty και καθόλα ποπ συνονθύλευμα, το οποίο έρχεται και απογειώνεται από τα χρωματιστά, παρδαλά συνολάκια της κ.Stone-Maretto, της σχεδόν μπαφιάρικης συμπεριφόρας του Phoenix και του χαρακτηριστικού ρόλου της Kidman η οποία ξέρει να ισορροπεί με ακρίβεια ανάμεσα στο πονηρό (κουτοπόνηρο βασικά) και το αφελώς χιουμοριστικό, το οποίο και χαρακτηρίζει όλο το φάσμα της ταινίας.
Φυσικά ο Van Sant δεν χάνει ευκαιρία να ανάγει την ταινία σε μια κριτική-καταπέλτη, απέναντι στα πρότυπα που καλλιεργεί η Αμερική αναφορικά με την αξία της ύπαρξης μόνο μέσα από μια τηλεοπτική οθόνη, της καταστροφικής της χειραγώγησης και της ικανότητας να κάνει, να δείξει και να πει τα πάντα, προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολή αν λέγαμε πως και η ίδια η Suzanne αποτελεί την μετουσίωση όλων των κακώς κειμένων της τηλεόρασης: είναι γοητευτική, χειραγωγική στο φουλ, λέει μόνο αυτά που θέλει ο άλλος να ακούσει (τουλάχιστον μέχρι να πετύχει τους σκοπούς της), είναι επιθετική, ξεχνάει εύκολα, παραπλανεί και πείθει με τεράστια ευκολία. Ναι, η Suzanne Stone είναι η τηλεόραση.
Γενικώς αν έχεις όρεξη για μια απολαυστική ταινιούλα, καλοπαιγμένη και fun, τσέκαρε το "To Die For" και είναι σίγουρο πως θα δεις παντού ψήγματα σατιρικής διάθεσης και σαφέστατου κοινωνικού σχολιασμού. Προσωπική, αγαπημένη μου στιγμή, όταν ένας αστυνομικός παίρνει αποτυπώματα πάνω από την τηλεόραση που εκείνη την στιγμή προβάλει την αμερικάνικη σημαία. Πως απλά μπορεί να χωρέσει μια ολόκληρη συζήτηση και μια ολόκληρη κατάσταση σε ένα μόνο πλάνο...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η χαίτη είναι καταστροφικό κούρεμα, οτι o Casey Affleck έχει επίσης τόσο λάθος μαλλί και οτι η ψυχρή παρουσία της Kidman επιβεβαιώνεται σε όλη την ταινία. Από την αρχή μέχρι και το τέλος.
Το trailer δείχνει πολλά. Σας προειδοποιώ!
Νo trivia
Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013
The Piano Teacher (a.k.a La Pianiste): She will teach you...
Καλημέρα και καλή εβδομάδα! Σήμερα θα ξεκινήσουμε με μια ταινία η οποία πρόκειται να επανακυκλοφορήσει από τις Πέμπτη στις αίθουσες (φαντάζομαι πιο συγκεκριμένα στους θερινούς κινηματογράφους), μιας που είθισται καλοκαιράκι και ταινίες περασμένων ετών.
Η συγκεκριμένη είναι του 2001 σε σκηνοθεσία Michael Haneke και όπως επιτάσσει η φιλμογραφία αυτού του δημιουργού, δεν είναι για όσους δεν περιμένουν από αυτή κάτι το κομματάκι διαφορετικό. Εν προκειμένω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας. "The Piano Teacher" λοιπόν...
Η Erika Kohut (Isabelle Huppert) είναι μια δασκάλα πιάνου αυστηρή και καθωσπρέπει, η οποία με την αδαμάντινη και αλύγιστη κριτική της, κερνάει τους μαθητές της ένα σφηνάκι σκληρής ζωής όπως αυτή τους περιμένει στον καθόλα ανταγωνιστικό μουσικό χώρο που επέλεξαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους.
Η Erika όμως είναι πολλά περισσότερα από αυτά που αφήνει να φανούν, μια απλησίαστη και σκληρή δηλαδή γυναίκα, η οποία ζει με την εξίσου επιβλητική και καταπιεστική της μητέρα, παρά το γεγονός πως έχει φτάσει στα σαράντα και πως δίνει την εντύπωση μιας καχεκτικής γεροντοκόρης. Η ίδια φαίνεται να μη δίνει και τόση σημασία στο φαίνεσθαι, όσο στο προσωπικό της είναι, αδιαφορώντας για κάθε τι που συμβαίνει γύρω της και δεν περιλαμβάνει πιανίστικες νότες και σονάτες του Schubert. Όλα αυτά τουλάχιστον, μέχρι την στιγμή που θα βρεθεί στον δρόμο της ένας νεαρός, ο οποίος αρχίζει να δείχνει σταδιακά ένα έκδηλο ενδιαφέρον για την ίδια, οχι μόνο όσον αφορά τις διδακτικές της γνώσεις σχετικά με το πιάνο, αλλά κυρίως όσον αφορά την ίδια ως καθαρά γυναικεία παρουσία.
Η Erika αντιλαμβανόμενη το κόρτε του Walter (Benoit Magimel), θα προσπαθήσει να τον απωθήσει (οχι και τόσο διακριτικά), αλλά η επιμονή του θα της ξυπνήσει πόθους και λαγνείες που φαίνεται να μην έχει γνωρίσει πριν. Ή μάλλον οχι ακριβώς θα τις ξυπνήσει μιας που αυτές οι ορέξεις είχαν πάντα μια θέση μέσα της. Αυτές και άλλες πολλές...
Βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα της Elfriede Jelinek, το "The Piano Teacher" είναι μια ταινία για την καταπιεσμένη γυναικεία φύση, είτε αυτή εκφράζεται μέσω της ηλικιωμένης και ανήμπορης να επιβληθεί πλέον σε άλλους πέραν της κόρης της, μάνας (υποδυόμενης ιδανικά από την Annie Girardot), είτε μέσω της ανέκφραστης και ψυχρής Erika, η οποία όμως είναι στην ουσία ένα συναισθηματικό καζάνι που βράζει.
Ο Haneke φημίζεται για τον τρόπο με τον οποίο χειραγωγεί τους ήρωές του, λες και λειτουργεί σαν ένας off-screen puppet master (κατά κάποιον τρόπο, αυτό ακριβώς κάνει) ο οποίος καθορίζει κάθε στιγμή και κάθε λεπτό τις αντιδράσεις, τις συμπεριφορές και τις πράξεις των πρωταγωνιστών του.
Έχοντας αναλάβει εξάλλου εκτός από την σκηνοθεσία και την προσαρμογή του σεναρίου, θα έλεγε κανείς πως οι στα όρια της τρέλας πινελιές με τις οποίες έχει "βάψει" τα πρόσωπα των ηρώων, αποτελούν ένα από τα βασικά κομμάτια της ταινίας, στην οποία η σκηνοθεσία ίσως και να περνάει σε δεύτερη μοίρα, χάρη στην παρουσία της Huppert η οποία δυναμιτίζει την ατμόσφαιρα και γεμίζει τα πλάνα με υπερυψωμένα φρύδια, παγωμένες ματιές και ακόμη πιο παγωμένες συμπεριφορές, στρέφοντας τα καταπιεσμένα της πάθη στους μαθητές της με την μορφή λεκτικής/ψυχολογικής ή και σωματικής βίας. Ο σκηνοθέτης μάλιστα καθιστά ξεκάθαρη από την αρχή την ιδιαιτερότητα της πρωταγωνίστριας και της προβληματικής της σχέσης με την μητέρα της, δίνοντάς της μέχρι και μια σχετική άφεση αμαρτιών αναφορικά με τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Και δεν είναι και λίγα αυτά...
Έχοντας δει πολλές φορές στον κινηματογράφο τις ανισόρροπες σχέσεις που μπορεί να αναπτυχθούν ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους, δεν είναι τυχαίο πως ο Haneke επιλέγει να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη μια εκ των πραγμάτων τραυματισμένη (και λογοτεχνικά) σχέση, ανάμεσα στην ηρωίδα και την μητέρα της, αν μη τι άλλο γιατί κάτι τέτοιο δίνει απευθείας την ευκαιρία σε έναν δημιουργό να αφήσει στην άκρη τις αφορμές και να περάσει στο ψητό, το οποίο μπορεί να δομήσει και να δαμάσει μέσα από την βασική και αφετηριακά λοξή σχέση την οποία αρχικά ο σκηνοθέτης και στην συνέχεια εμείς, παίρνουμε ως δεδομένη και πορευόμαστε με αυτή γνώμονα. Έτσι λοιπόν από εκεί και πέρα είναι σίγουρο πως ο θεατής θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα της Erika με βάση την δυσλειτουργική της σχέση με την μητέρα της, την οποία δεν διστάζει να χτυπάει και να βρίζει.
Θα έλεγε κανείς πως αν είχαμε το κλασικό, Οιδιποδειακό σύνδρομο, θα ήταν πιο εύκολο να αντιληφθούμε για παράδειγμα έναν τύπο ο οποίος είτε νοιώθει απέχθεια γι' αυτές, είτε αντιδρά βίαια απέναντι τους, εξαιτίας του αντικατοπτρισμού πάνω τους, του προσώπου του αιώνιου και απαγορευμένου του πόθου, της μάνας του. Στην προκειμένη περίπτωση το πράγμα γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον, καθώς εκτός από το γεγονός πως μιλάμε για την σχέση δυο γυναικών, εντούτοις την γνωρίζουμε από ένα σημείο (ακόμα και η ηλικία λειτουργεί με τρόπο καθοριστικό) στο οποίο αυτή έχει οδηγηθεί έτσι κι αλλιώς σε μια οριστική ρήξη, με την μάνα και την κόρη να έχουν κάνει τρόπο ζωής την "βία" σε κάθε της πιθανή μορφή. Συνεπώς, ίσως να μην ήταν υπερβολικό αν σκεφτόμασταν πως η Erika έχει ανάγκη από την αρσενική παρουσία, για μια τελική μεταβίβαση του καλλιεργημένου τόσα χρόνια άρρωστου πάθους της, σε κάποιον στον οποίο ίσως κι να μη φαντάζει τόσο άρρωστο: σε έναν άνδρα.
Η σαφέστατα καταπιεσμένη σεξουαλική της φύση, εκδηλώνεται βέβαια μέσα από τις σαδομαζοχιστικές τις τάσεις και ανάγκες, οι οποίες υποδηλώνουν με την σειρά τους την διαμόρφωση μια ερωτικής σχέσης με βάση τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία λειτουργεί και η καθημερινότητά της. Κρυψίνους, μόνη και καταπιεσμένη καθώς είναι η πρωταγωνίστρια, καταφεύγει στην παρακολούθηση σκληρού, πορνογραφικού υλικού για την υποτυπώδη ικανοποίηση της ηδονοβλεπτικής της διάθεσης, την ίδια στιγμή που μέσα στο μπάνιο αποζητά την στιγμιαία ικανοποίηση και τον εν δυνάμει σεξουαλικό ερεθισμό, με το χαράκωμα των μηρών της. Η Erika δεν είναι μια γυναίκα που αποζητά την βία σε κάθε έκφανση της ζωής της, αλλά φαίνεται πως η ολοένα και αυξανόμενες ορμές της, τείνουν να κυριαρχήσουν, εμπλέκοντας σε αυτές και το κομμάτι της όποιας βίας μπορεί να αντιμετωπίζει χρόνια ολόκληρα στο πλευρό της αυταρχικής μάνας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως η εμφάνιση του νεαρού είναι εκείνη που πυροδοτεί τελικά την μετάβαση της Erika στην άλλη πλευρά της εγκεφαλικής της καθημερινότητας, αυτή του bondage, του ξύλου, της ταπείνωσης και της γενικότερης σαδομαζοχιστικής της ανάγκης να υπάρχει ως ολοκληρωμένο ον μέσα σε μια σχέση.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και προς το τέλος της ταινίας, κάπου οι ρόλοι αντιστρέφονται και το πάνω χέρι το αναλαμβάνει πλέον άλλος, με αρκετά τραγικά αποτελέσματα ομολογουμένως, κυρίως ως προς την διαπίστωση από την ηρωίδα οτι αποτελεί ένα freak of nature. Η οριστική απώλεια και η έκθεση του κρυμμένου εαυτού, πυροδοτούν μια αντίδραση τόσο πηγαίας δυναμικής, η οποία όμως μετριάζεται στο ναδίρ από την αυστηρά οριοθετημένη ματιά και τον ψυχρό ορθολογισμό του Haneke. Αυτό που ήθελε να πει το είπε. Δεν υπάρχει λόγος για περιττούς μελοδραματισμούς και συναισθήματα, έτσι κι αλλιώς.
Όπως αντιλαμβάνεσαι από μια τέτοια ταινία, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Huppert είναι ένα ερμηνευτικό λουκουμάκι με την ίδια να αποτελεί το απαύγασμα της ιδιάζουσας περίπτωσης, και το αφ'υψηλού βλέμμα της να λειτουργεί καταλυτικά στον "ευνουχισμό" του Warner. Και σε πιο αρσενικό αρέσει τέλος πάντων να το ευνουχίζουν;
Η σκηνοθεσία του Haneke πάει χέρι-χέρι με την σκληρή ατμόσφαιρα των προσώπων, με έναν κατακερματισμό μονταζιασμένων πλάνων και μια ακατάπαυστη κλασική, μουσική επένδυση που έρχεται σε σκληρή κόντρα με τις εξίσου σκληρές, επιμέρους σκηνές, ενισχύοντας την ήδη ενδιαφέρουσα ματιά της κρυμμένης τρέλας μιας δασκάλας πιάνου (κατά τρόπο όμοιο με την τρέλα της μπαλαρίνας του Aronofsky στον "Μαύρο Κύκνο", η οποία καθοδηγείται από μια εξίσου αυταρχική μάνα και μια καταπιεσμένη σεξουαλική μανία).
Το "The Piano Teacher" είναι μια ταινία ήπιων τόνων στο σύνολό της, η οποία όμως αφορά ένα σύνολο πραγμάτων, προκλητικών και αληθινών ταυτόχρονα, τα οποία σε προκαλούν να τα ερμηνεύσεις. Ή απλώς να τα αντέξεις...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι όταν αποφασίζεις να μπαλαμουτιαστείς στην τουαλέτα, απλά δεν μπαίνει κανείς να διακόψει, οτι υπάρχουν ακόμα drive ins και οτι το ντυσιματάκι "καθηγήτρια πιάνου" θεωρείται η τελευταία τάση της μόδας.
Trailer δεν βάζω γιατί απλά είναι γελοίο.
No trivia
Η συγκεκριμένη είναι του 2001 σε σκηνοθεσία Michael Haneke και όπως επιτάσσει η φιλμογραφία αυτού του δημιουργού, δεν είναι για όσους δεν περιμένουν από αυτή κάτι το κομματάκι διαφορετικό. Εν προκειμένω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας. "The Piano Teacher" λοιπόν...
Η Erika Kohut (Isabelle Huppert) είναι μια δασκάλα πιάνου αυστηρή και καθωσπρέπει, η οποία με την αδαμάντινη και αλύγιστη κριτική της, κερνάει τους μαθητές της ένα σφηνάκι σκληρής ζωής όπως αυτή τους περιμένει στον καθόλα ανταγωνιστικό μουσικό χώρο που επέλεξαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους.
Η Erika όμως είναι πολλά περισσότερα από αυτά που αφήνει να φανούν, μια απλησίαστη και σκληρή δηλαδή γυναίκα, η οποία ζει με την εξίσου επιβλητική και καταπιεστική της μητέρα, παρά το γεγονός πως έχει φτάσει στα σαράντα και πως δίνει την εντύπωση μιας καχεκτικής γεροντοκόρης. Η ίδια φαίνεται να μη δίνει και τόση σημασία στο φαίνεσθαι, όσο στο προσωπικό της είναι, αδιαφορώντας για κάθε τι που συμβαίνει γύρω της και δεν περιλαμβάνει πιανίστικες νότες και σονάτες του Schubert. Όλα αυτά τουλάχιστον, μέχρι την στιγμή που θα βρεθεί στον δρόμο της ένας νεαρός, ο οποίος αρχίζει να δείχνει σταδιακά ένα έκδηλο ενδιαφέρον για την ίδια, οχι μόνο όσον αφορά τις διδακτικές της γνώσεις σχετικά με το πιάνο, αλλά κυρίως όσον αφορά την ίδια ως καθαρά γυναικεία παρουσία.
Η Erika αντιλαμβανόμενη το κόρτε του Walter (Benoit Magimel), θα προσπαθήσει να τον απωθήσει (οχι και τόσο διακριτικά), αλλά η επιμονή του θα της ξυπνήσει πόθους και λαγνείες που φαίνεται να μην έχει γνωρίσει πριν. Ή μάλλον οχι ακριβώς θα τις ξυπνήσει μιας που αυτές οι ορέξεις είχαν πάντα μια θέση μέσα της. Αυτές και άλλες πολλές...
Βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα της Elfriede Jelinek, το "The Piano Teacher" είναι μια ταινία για την καταπιεσμένη γυναικεία φύση, είτε αυτή εκφράζεται μέσω της ηλικιωμένης και ανήμπορης να επιβληθεί πλέον σε άλλους πέραν της κόρης της, μάνας (υποδυόμενης ιδανικά από την Annie Girardot), είτε μέσω της ανέκφραστης και ψυχρής Erika, η οποία όμως είναι στην ουσία ένα συναισθηματικό καζάνι που βράζει.
Ο Haneke φημίζεται για τον τρόπο με τον οποίο χειραγωγεί τους ήρωές του, λες και λειτουργεί σαν ένας off-screen puppet master (κατά κάποιον τρόπο, αυτό ακριβώς κάνει) ο οποίος καθορίζει κάθε στιγμή και κάθε λεπτό τις αντιδράσεις, τις συμπεριφορές και τις πράξεις των πρωταγωνιστών του.
Έχοντας αναλάβει εξάλλου εκτός από την σκηνοθεσία και την προσαρμογή του σεναρίου, θα έλεγε κανείς πως οι στα όρια της τρέλας πινελιές με τις οποίες έχει "βάψει" τα πρόσωπα των ηρώων, αποτελούν ένα από τα βασικά κομμάτια της ταινίας, στην οποία η σκηνοθεσία ίσως και να περνάει σε δεύτερη μοίρα, χάρη στην παρουσία της Huppert η οποία δυναμιτίζει την ατμόσφαιρα και γεμίζει τα πλάνα με υπερυψωμένα φρύδια, παγωμένες ματιές και ακόμη πιο παγωμένες συμπεριφορές, στρέφοντας τα καταπιεσμένα της πάθη στους μαθητές της με την μορφή λεκτικής/ψυχολογικής ή και σωματικής βίας. Ο σκηνοθέτης μάλιστα καθιστά ξεκάθαρη από την αρχή την ιδιαιτερότητα της πρωταγωνίστριας και της προβληματικής της σχέσης με την μητέρα της, δίνοντάς της μέχρι και μια σχετική άφεση αμαρτιών αναφορικά με τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Και δεν είναι και λίγα αυτά...
Έχοντας δει πολλές φορές στον κινηματογράφο τις ανισόρροπες σχέσεις που μπορεί να αναπτυχθούν ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους, δεν είναι τυχαίο πως ο Haneke επιλέγει να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη μια εκ των πραγμάτων τραυματισμένη (και λογοτεχνικά) σχέση, ανάμεσα στην ηρωίδα και την μητέρα της, αν μη τι άλλο γιατί κάτι τέτοιο δίνει απευθείας την ευκαιρία σε έναν δημιουργό να αφήσει στην άκρη τις αφορμές και να περάσει στο ψητό, το οποίο μπορεί να δομήσει και να δαμάσει μέσα από την βασική και αφετηριακά λοξή σχέση την οποία αρχικά ο σκηνοθέτης και στην συνέχεια εμείς, παίρνουμε ως δεδομένη και πορευόμαστε με αυτή γνώμονα. Έτσι λοιπόν από εκεί και πέρα είναι σίγουρο πως ο θεατής θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα της Erika με βάση την δυσλειτουργική της σχέση με την μητέρα της, την οποία δεν διστάζει να χτυπάει και να βρίζει.
Θα έλεγε κανείς πως αν είχαμε το κλασικό, Οιδιποδειακό σύνδρομο, θα ήταν πιο εύκολο να αντιληφθούμε για παράδειγμα έναν τύπο ο οποίος είτε νοιώθει απέχθεια γι' αυτές, είτε αντιδρά βίαια απέναντι τους, εξαιτίας του αντικατοπτρισμού πάνω τους, του προσώπου του αιώνιου και απαγορευμένου του πόθου, της μάνας του. Στην προκειμένη περίπτωση το πράγμα γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον, καθώς εκτός από το γεγονός πως μιλάμε για την σχέση δυο γυναικών, εντούτοις την γνωρίζουμε από ένα σημείο (ακόμα και η ηλικία λειτουργεί με τρόπο καθοριστικό) στο οποίο αυτή έχει οδηγηθεί έτσι κι αλλιώς σε μια οριστική ρήξη, με την μάνα και την κόρη να έχουν κάνει τρόπο ζωής την "βία" σε κάθε της πιθανή μορφή. Συνεπώς, ίσως να μην ήταν υπερβολικό αν σκεφτόμασταν πως η Erika έχει ανάγκη από την αρσενική παρουσία, για μια τελική μεταβίβαση του καλλιεργημένου τόσα χρόνια άρρωστου πάθους της, σε κάποιον στον οποίο ίσως κι να μη φαντάζει τόσο άρρωστο: σε έναν άνδρα.
Η σαφέστατα καταπιεσμένη σεξουαλική της φύση, εκδηλώνεται βέβαια μέσα από τις σαδομαζοχιστικές τις τάσεις και ανάγκες, οι οποίες υποδηλώνουν με την σειρά τους την διαμόρφωση μια ερωτικής σχέσης με βάση τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία λειτουργεί και η καθημερινότητά της. Κρυψίνους, μόνη και καταπιεσμένη καθώς είναι η πρωταγωνίστρια, καταφεύγει στην παρακολούθηση σκληρού, πορνογραφικού υλικού για την υποτυπώδη ικανοποίηση της ηδονοβλεπτικής της διάθεσης, την ίδια στιγμή που μέσα στο μπάνιο αποζητά την στιγμιαία ικανοποίηση και τον εν δυνάμει σεξουαλικό ερεθισμό, με το χαράκωμα των μηρών της. Η Erika δεν είναι μια γυναίκα που αποζητά την βία σε κάθε έκφανση της ζωής της, αλλά φαίνεται πως η ολοένα και αυξανόμενες ορμές της, τείνουν να κυριαρχήσουν, εμπλέκοντας σε αυτές και το κομμάτι της όποιας βίας μπορεί να αντιμετωπίζει χρόνια ολόκληρα στο πλευρό της αυταρχικής μάνας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως η εμφάνιση του νεαρού είναι εκείνη που πυροδοτεί τελικά την μετάβαση της Erika στην άλλη πλευρά της εγκεφαλικής της καθημερινότητας, αυτή του bondage, του ξύλου, της ταπείνωσης και της γενικότερης σαδομαζοχιστικής της ανάγκης να υπάρχει ως ολοκληρωμένο ον μέσα σε μια σχέση.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και προς το τέλος της ταινίας, κάπου οι ρόλοι αντιστρέφονται και το πάνω χέρι το αναλαμβάνει πλέον άλλος, με αρκετά τραγικά αποτελέσματα ομολογουμένως, κυρίως ως προς την διαπίστωση από την ηρωίδα οτι αποτελεί ένα freak of nature. Η οριστική απώλεια και η έκθεση του κρυμμένου εαυτού, πυροδοτούν μια αντίδραση τόσο πηγαίας δυναμικής, η οποία όμως μετριάζεται στο ναδίρ από την αυστηρά οριοθετημένη ματιά και τον ψυχρό ορθολογισμό του Haneke. Αυτό που ήθελε να πει το είπε. Δεν υπάρχει λόγος για περιττούς μελοδραματισμούς και συναισθήματα, έτσι κι αλλιώς.
Όπως αντιλαμβάνεσαι από μια τέτοια ταινία, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Huppert είναι ένα ερμηνευτικό λουκουμάκι με την ίδια να αποτελεί το απαύγασμα της ιδιάζουσας περίπτωσης, και το αφ'υψηλού βλέμμα της να λειτουργεί καταλυτικά στον "ευνουχισμό" του Warner. Και σε πιο αρσενικό αρέσει τέλος πάντων να το ευνουχίζουν;
Η σκηνοθεσία του Haneke πάει χέρι-χέρι με την σκληρή ατμόσφαιρα των προσώπων, με έναν κατακερματισμό μονταζιασμένων πλάνων και μια ακατάπαυστη κλασική, μουσική επένδυση που έρχεται σε σκληρή κόντρα με τις εξίσου σκληρές, επιμέρους σκηνές, ενισχύοντας την ήδη ενδιαφέρουσα ματιά της κρυμμένης τρέλας μιας δασκάλας πιάνου (κατά τρόπο όμοιο με την τρέλα της μπαλαρίνας του Aronofsky στον "Μαύρο Κύκνο", η οποία καθοδηγείται από μια εξίσου αυταρχική μάνα και μια καταπιεσμένη σεξουαλική μανία).
Το "The Piano Teacher" είναι μια ταινία ήπιων τόνων στο σύνολό της, η οποία όμως αφορά ένα σύνολο πραγμάτων, προκλητικών και αληθινών ταυτόχρονα, τα οποία σε προκαλούν να τα ερμηνεύσεις. Ή απλώς να τα αντέξεις...
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι όταν αποφασίζεις να μπαλαμουτιαστείς στην τουαλέτα, απλά δεν μπαίνει κανείς να διακόψει, οτι υπάρχουν ακόμα drive ins και οτι το ντυσιματάκι "καθηγήτρια πιάνου" θεωρείται η τελευταία τάση της μόδας.
Trailer δεν βάζω γιατί απλά είναι γελοίο.
No trivia
Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013
The Docks of New York: The power of silence
Καλημέρες, καλημέρες!
Το λοιπόν μετά το χθεσινό μου σοκ εξαιτίας του 9ου επεισοδίου του τρίτου κύκλου του "Game of Thrones" (μην ανησυχείτε δεν θα σας κάνω spoiler), και επειδή είχα έναν σωρό ταινιούλες να δω αλλά δεν πρόλαβα μιας που έκανα μαραθώνιο για να τελειώσω την σειρά (κλαψ), σήμερα θα ασχοληθούμε με μια από τις ταινίες που είχα παρακολουθήσει με αφορμή μια σειρά από διαδικτυακά courses που είχα κάνει, και η οποία αποτέλεσε σίγουρα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες που είχα είδα στα πλαίσια εκείνων των μαθημάτων. Επειδή βέβαια το "The Docks of New York" είναι και μια βουβή ταινία, θα έλεγα πως η πρόταση της Παρασκευής απευθύνεται σε πιο σινεφίλ τύπους, αν και είναι γεγονός πως μια από τις πιο ισχυρές εντυπώσεις που έκανε το συγκεκριμένο film, ήταν το πως κατάφερνε να παραμένει τόσο οπτικά σύγχρονο. Let's start.
O Bill Roberts (George Bancroft), εργάζεται ως θερμαστής σε ένα πλοίο μαζί με ένα τσούρμο ακόμη καπνισμένους άνδρες, επωμιζόμενος την δουλειά του να γεμίζει την φλογιστή χοάνη του πλεούμενου με σκονισμένο κάρβουνο, όντας παράλληλα εξαναγκασμένος να δέχεται τις διαρκείς γκρίνιες του γ' μηχανικού και του καπετάνιου.
Όταν τελικά το πλοίο δέσει για το βράδυ σε ένα λιμάνι της Νέας Υόρκης, οι εργάτες θα έχουν την δυνατότητα να περάσουν τις ώρες τους στην στεριά, πίνοντας, τραγουδώντας, γινόμενοι φέσι και-όπως πάντα-απολαμβάνοντας την παρέα αιθέριων υπάρξεων. Παρόλα αυτά το βράδυ του Bill φαίνεται να μην εξελίσσεται όπως ακριβώς το περίμενε, μιας που η απόπειρα αυτοκτονίας μιας όμορφης, νεαρής γυναίκας, θα τον κινητοποιήσει και θα την σώσει. Αμέσως η σχέση της γοητευτικής Mae (Betty Compson) με τον σκληροτράχηλο σωτήρα της, θα αποτελέσει το highlight ολόκληρης της ταινίας, μιας που τόσο η παραδοσιακή, άδικη μεταχείρισή της πρωταγωνίστριας από τα παντός είδους αρσενικά (και κατ' επέκταση η ανάγκη της για έναν σωστό άνθρωπο βρε αδελφέ!), όσο και η ανάγκη του δυναμικού ήρωα να βρει επιτέλους ένα σχεσιακό λιμάνι και να αφήσει τα τσιλιμπουρδίσματα στην άκρη, θα οδηγήσουν και τους δυο τους σε έναν φλογερό, αντισυμβατικό δεσμό. Ή κάτι σαν δεσμό τέλος πάντων...
Παρά το γεγονός πως πολλοί πιστεύουν οτι οι ταινίες της βουβής εποχής του κινηματογράφου, απολαμβάνονταν από το κοινό σε πραγματικά σιωπηλές συνθήκες (και εγώ το ίδιο πίστευα), παρόλα αυτά κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, μιας που ως επί το πλείστον ταινίες όπως το "The Docks of New York" προβάλλονταν πάντα με την συνοδεία live μουσικής, πιάνου και κλασικών κομματιών, ακριβώς δηλαδή όπως γίνεται και στις μέρες μας στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ που φιλοξενούν σπουδαία έργα μιας άλλης εποχής.
Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το γεγονός πως από τις απαρχές ήδη του κινηματογράφου, είχαν ξεκινήσει και οι προσπάθειες για την είσοδο του ήχου στα ταινιακά δημιουργήματα, ο οποίος όμως αντιμετώπιζε δυσκολίες κυρίως εξαιτίας των τεχνολογικών περιορισμών της εποχής.
Ήδη για περισσότερο από μια εικοσαετία, τα studio της εποχής έκαναν τεράστιες προσπάθειες να ξεπεράσουν το ακουστικό "πρόβλημα" συνοδεύοντας τις ταινίες με λυρικές μελωδίες, την ίδια στιγμή που προσπαθούσαν να συγχρονίσουν πρόζα και οπτική παρουσία, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Μέχρι δηλαδή το σωτήριο έτος του 1927, όταν και γυρίστηκε το "The Jazz Singer", η πρώτη part talkie ταινία, την σιωπή της οποίας έσπαγε ο πρωταγωνιστής, ο οποίος σε διάφορες α λα musical στιγμές αναλάμβανε τραγουδιστική και χορευτική δράση.
Η πρώτη ολοκληρωμένη ακουστική ταινία ήρθε τελικά έναν χρόνο μετά, άκουγε στο όνομα "Lights of New York" και παρά το γεγονός πως αποτελούσε ένα μάλλον κακό δείγμα γκανγκστερίζοντος φιλμ, με noir πινελιές, έφερε στην ουσία μια και καλή την έννοια του ήχου μέσα στο φιλμ. Σίγουρα ο απόλυτος εναρμονισμός των δυο προϋπέθετε αρκετές ακόμη προσπάθειες, το θέμα όμως είναι πως το πάντρεμα των πρωταρχικών συστατικών του κινηματογράφου, ήταν πλέον οριστικό και αμετάκλητο.
Είναι πολύ πιθανό στις μέρες μας, ο βωβός κινηματογράφος να μοιάζει εντελώς απαρχαιωμένος, βαρετός και ως η εύκολη λύση σε μια εποχή που η παραγωγή των ταινιών αναλωνόταν σε χωρικά σκηνικά, ζωγραφισμένους ορίζοντες και σενάρια που είτε θα αποτελούσαν ρομαντζάδικη έμπνευση, είτε θα βασίζονταν σε θρησκευτικούς, ιστορικούς ή βιβλιακούς μύθους. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά.
Όταν δεν έχεις στην διάθεσή σου μερικούς έξυπνους διαλόγους, χιουμοριστικές ατάκες και πρόζα ικανή να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο, τότε είναι επιτακτική η ανάγκη εύρεσης ενός διαφορετικού τρόπου, μιας διαφορετικής προσέγγισης, προκειμένου να μιλήσεις πρώτα στο συναίσθημα και μετά στο μυαλό του κοινού. Και αυτός ο τρόπος είναι το απόλυτο στιλιζάρισμα της εικόνας.
Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός έκανε μια πολύ καλή δουλειά πάνω σε αυτό μέσα από την χρήση των σκληρών του φωτοσκιάσεων, την χαρακτηριστική λειτουργία του κιαροσκούρο, των μακιγιαρισμένων και σχεδόν εξωπραγματικών του πρωταγωνιστών, καθώς και της γενικότερης αίσθησης μιας απομάκρυνσης από την αναπαράσταση της πραγματικότητας (τον βασικό σκοπό του κινηματογράφου για χρόνια), μέσω της δημιουργίας ενός καταφανώς επίπλαστου και ψεύτικου κόσμου.
Όσον αφορά την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Αμερική χαρακτηριζόταν από έναν μεγάλο αριθμό ταινιών οι οποίες ενίσχυαν στο φουλ την προοπτική της δραματικής μυθοπλασίας, με στόχο φυσικά να καταστήσουν το κοινωνικό στοιχείο και τις περιπέτειες των ηρώων, κομμάτι του οπτικού κόσμου και μόνο. Για τον λόγο αυτόν το "λεξιλόγιο" που χρησιμοποιούσαν, ήταν αναγκασμένο να μετουσιώνεται σε εικόνες, αισθήματα, λειτουργικούς φωτισμούς και κατανοητές ιστορίες, προκειμένου να υπερκεράζεται έτσι η απουσία του ήχου.
Το "The Docks of New York" μνημονεύεται ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά, πιο ουσιαστικά και πιο καλοφτιαγμένα βουβά ταινιάκια μιας κατά τα άλλα μεταβατικής εποχής, αφού που είναι σκηνοθετημένο το 1928.
Ο σκηνοθέτης του Josef von Sternberg, αποτελούσε μια από τις πιο επιφανείς κινηματογραφικές μορφές της εποχής, καταφέρνοντας πάντα να περνάει μέσα στα δημιουργήματά του την ομορφιά των εικόνων, αλλά και έναν υποβόσκον κοινωνικό σχολιασμό ο οποίος δεν χάιδευε αυτιά, απλώς έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους. Όπως ακριβώς έκανε και στη σημερινή μας ταινία.
Έχοντας συνεργαστεί πολλές φορές στην δεκαετία του '30 με μια από τις πιο σαγηνευτικές θηλυκές παρουσίες, την Marlene Dietrich, o von Sternberg, αποτελούσε κλασική σκηνοθετική παρουσία και των προηγούμενων ετών, χάρη στα βουβά του αριστουργήματα, με το "The Docks of New York" να αποτελεί ένα εξ' αυτών.
Σε αντίθεση με άλλους δημιουργός, ο von Sternberg προτιμούσε να σκηνοθετεί ιστορίες που πατούσαν γερά στα πόδια της κυνικής τους ύπαρξης, γεμίζοντάς τες από απαισιόδοξα συναισθήματα, άγριους άνδρες, τσαμπουκαλεμένες γυναίκες και έναν κόσμο που ζει και αναπνέει στο περιθώριο. Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή την περιρρέουσα ανυπαρξία και τον ύμνο στις δυσκολίες της ζωής, έβρισκε διαρκώς αφορμές προκειμένου να εισάγει την δυνατότητα ύπαρξης της ομορφιάς, είτε αυτή εκφράζεται ως ένας μαλακός φωτισμός που λούζει το πρόσωπο της ηρωίδας, είτε ως ένα εννοιολογικό καρέ, είτε ως μια πράξη συμπάθειας και συμπόνοιας των κατατρεγμένων του ηρώων, οι οποίοι όμως ποτέ δεν εγκαταλείπουν. Ή ακόμη κι αν το κάνουν, είναι σίγουρο οτι θα σωθούν. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.
Χρησιμοποιόντας την κάμερά του με έναν αντισυμβατικό για εποχή τρόπο, χωρίς αυτή να αναλαμβάνει έναν στατικό και απλώς διηγηματικό ρόλο, ο Sternberg την καθιστούσε βασικό στοιχείο διαμόρφωσης ατμόσφαιρας, την ίδι στιγμή που οι περίτεχνες γωνίες λήψεις του, σου έλεγαν πολλά περισσότερα απ'οτι θα μπορούσε να πει ο καλύτερος διάλογος.
Η εισαγωγή του χαρακτήρα στην ιστορία, αποτελεί επίσης μια ενδιαφέρουσα πινελιά στην ταινία, ιδιαίτερα όταν την δείτε (ή αν την έχετε ήδη δει), σε ότι αφορά την γνωριμία του θεατή με την Mae, την οποία αποφασίζει να μας την συστήσει με έναν καθόλα πρωτότυπο και καθόλου κλισέ τρόπο, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την αίσθηση της αφαιρετικότητας η οποία χαρακτήριζε τον βουβό κινηματογράφο.
Η απουσία της αγάπης, ενός χαρούμενου γάμου, μιας ουσιώδους ανθρώπινης σχέσης, αποτελούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα στην ταινία, τα οποία βλέπουμε σε όλες τις εκφάνσεις τους: από την απόπειρα αυτοκτονίας της Mae, μέχρι το φάγωμα του καπετάνιου με την γυναίκα του, και την τσαχπινιά του Bill ο οποίος είναι πασιφανές πως αποτελεί εκείνο το πρότυπο του άνδρα που γυρνάει από κανάρα σε κανάρα. Στην ουσία ο κόσμος του Sternberg είναι ο αληθινός, ο σκληρός κόσμος μιας εξίσου σκληρής και απτής πραγματικότητας (απόλυτη αναπαράσταση), ο οποίος όμως αφήνει τελικά κάποια περιθώρια σωτηρίας. Και αυτό ακριβώς είναι που έχει σημασία, τόσο σε καλλιτεχνικό, όσο και σε υποθεσιακό επίπεδο.
Το "The Docks of New York" είναι μια απρόσμενη εμπειρία για κάθε θεατή από εμάς που έχει συνηθίσει πλέον σε ένα διαφορετικό κινηματογραφικό μοντέλο. Όσοι αγαπάτε τον κινηματογράφο και θέλετε να δείτε κάτι διαφορετικό, δεν έχετε παρά να την επιλέξετε και είμαι σίγουρη οτι θα εκπλαγείτε ευχάριστα, τόσο από τις καλοπαιγμένες ερμηνείες και το χιούμορ, όσο και από την σκηνοθεσία η οποία χαρακτηρίζεται από μια απρόσμενη, σύγχρονη ματιά. Και βρισκόμαστε μόλις στο 1928...
Τι έμαθα από την ταινία: Πολλά, πολλά πράγματα...
μια ελάχιστη μόνο γεύση...
No trivia
Το λοιπόν μετά το χθεσινό μου σοκ εξαιτίας του 9ου επεισοδίου του τρίτου κύκλου του "Game of Thrones" (μην ανησυχείτε δεν θα σας κάνω spoiler), και επειδή είχα έναν σωρό ταινιούλες να δω αλλά δεν πρόλαβα μιας που έκανα μαραθώνιο για να τελειώσω την σειρά (κλαψ), σήμερα θα ασχοληθούμε με μια από τις ταινίες που είχα παρακολουθήσει με αφορμή μια σειρά από διαδικτυακά courses που είχα κάνει, και η οποία αποτέλεσε σίγουρα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες που είχα είδα στα πλαίσια εκείνων των μαθημάτων. Επειδή βέβαια το "The Docks of New York" είναι και μια βουβή ταινία, θα έλεγα πως η πρόταση της Παρασκευής απευθύνεται σε πιο σινεφίλ τύπους, αν και είναι γεγονός πως μια από τις πιο ισχυρές εντυπώσεις που έκανε το συγκεκριμένο film, ήταν το πως κατάφερνε να παραμένει τόσο οπτικά σύγχρονο. Let's start.
O Bill Roberts (George Bancroft), εργάζεται ως θερμαστής σε ένα πλοίο μαζί με ένα τσούρμο ακόμη καπνισμένους άνδρες, επωμιζόμενος την δουλειά του να γεμίζει την φλογιστή χοάνη του πλεούμενου με σκονισμένο κάρβουνο, όντας παράλληλα εξαναγκασμένος να δέχεται τις διαρκείς γκρίνιες του γ' μηχανικού και του καπετάνιου.
Όταν τελικά το πλοίο δέσει για το βράδυ σε ένα λιμάνι της Νέας Υόρκης, οι εργάτες θα έχουν την δυνατότητα να περάσουν τις ώρες τους στην στεριά, πίνοντας, τραγουδώντας, γινόμενοι φέσι και-όπως πάντα-απολαμβάνοντας την παρέα αιθέριων υπάρξεων. Παρόλα αυτά το βράδυ του Bill φαίνεται να μην εξελίσσεται όπως ακριβώς το περίμενε, μιας που η απόπειρα αυτοκτονίας μιας όμορφης, νεαρής γυναίκας, θα τον κινητοποιήσει και θα την σώσει. Αμέσως η σχέση της γοητευτικής Mae (Betty Compson) με τον σκληροτράχηλο σωτήρα της, θα αποτελέσει το highlight ολόκληρης της ταινίας, μιας που τόσο η παραδοσιακή, άδικη μεταχείρισή της πρωταγωνίστριας από τα παντός είδους αρσενικά (και κατ' επέκταση η ανάγκη της για έναν σωστό άνθρωπο βρε αδελφέ!), όσο και η ανάγκη του δυναμικού ήρωα να βρει επιτέλους ένα σχεσιακό λιμάνι και να αφήσει τα τσιλιμπουρδίσματα στην άκρη, θα οδηγήσουν και τους δυο τους σε έναν φλογερό, αντισυμβατικό δεσμό. Ή κάτι σαν δεσμό τέλος πάντων...
Παρά το γεγονός πως πολλοί πιστεύουν οτι οι ταινίες της βουβής εποχής του κινηματογράφου, απολαμβάνονταν από το κοινό σε πραγματικά σιωπηλές συνθήκες (και εγώ το ίδιο πίστευα), παρόλα αυτά κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, μιας που ως επί το πλείστον ταινίες όπως το "The Docks of New York" προβάλλονταν πάντα με την συνοδεία live μουσικής, πιάνου και κλασικών κομματιών, ακριβώς δηλαδή όπως γίνεται και στις μέρες μας στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ που φιλοξενούν σπουδαία έργα μιας άλλης εποχής.
Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το γεγονός πως από τις απαρχές ήδη του κινηματογράφου, είχαν ξεκινήσει και οι προσπάθειες για την είσοδο του ήχου στα ταινιακά δημιουργήματα, ο οποίος όμως αντιμετώπιζε δυσκολίες κυρίως εξαιτίας των τεχνολογικών περιορισμών της εποχής.
Ήδη για περισσότερο από μια εικοσαετία, τα studio της εποχής έκαναν τεράστιες προσπάθειες να ξεπεράσουν το ακουστικό "πρόβλημα" συνοδεύοντας τις ταινίες με λυρικές μελωδίες, την ίδια στιγμή που προσπαθούσαν να συγχρονίσουν πρόζα και οπτική παρουσία, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Μέχρι δηλαδή το σωτήριο έτος του 1927, όταν και γυρίστηκε το "The Jazz Singer", η πρώτη part talkie ταινία, την σιωπή της οποίας έσπαγε ο πρωταγωνιστής, ο οποίος σε διάφορες α λα musical στιγμές αναλάμβανε τραγουδιστική και χορευτική δράση.
Η πρώτη ολοκληρωμένη ακουστική ταινία ήρθε τελικά έναν χρόνο μετά, άκουγε στο όνομα "Lights of New York" και παρά το γεγονός πως αποτελούσε ένα μάλλον κακό δείγμα γκανγκστερίζοντος φιλμ, με noir πινελιές, έφερε στην ουσία μια και καλή την έννοια του ήχου μέσα στο φιλμ. Σίγουρα ο απόλυτος εναρμονισμός των δυο προϋπέθετε αρκετές ακόμη προσπάθειες, το θέμα όμως είναι πως το πάντρεμα των πρωταρχικών συστατικών του κινηματογράφου, ήταν πλέον οριστικό και αμετάκλητο.
Είναι πολύ πιθανό στις μέρες μας, ο βωβός κινηματογράφος να μοιάζει εντελώς απαρχαιωμένος, βαρετός και ως η εύκολη λύση σε μια εποχή που η παραγωγή των ταινιών αναλωνόταν σε χωρικά σκηνικά, ζωγραφισμένους ορίζοντες και σενάρια που είτε θα αποτελούσαν ρομαντζάδικη έμπνευση, είτε θα βασίζονταν σε θρησκευτικούς, ιστορικούς ή βιβλιακούς μύθους. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά.
Όταν δεν έχεις στην διάθεσή σου μερικούς έξυπνους διαλόγους, χιουμοριστικές ατάκες και πρόζα ικανή να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο, τότε είναι επιτακτική η ανάγκη εύρεσης ενός διαφορετικού τρόπου, μιας διαφορετικής προσέγγισης, προκειμένου να μιλήσεις πρώτα στο συναίσθημα και μετά στο μυαλό του κοινού. Και αυτός ο τρόπος είναι το απόλυτο στιλιζάρισμα της εικόνας.
Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός έκανε μια πολύ καλή δουλειά πάνω σε αυτό μέσα από την χρήση των σκληρών του φωτοσκιάσεων, την χαρακτηριστική λειτουργία του κιαροσκούρο, των μακιγιαρισμένων και σχεδόν εξωπραγματικών του πρωταγωνιστών, καθώς και της γενικότερης αίσθησης μιας απομάκρυνσης από την αναπαράσταση της πραγματικότητας (τον βασικό σκοπό του κινηματογράφου για χρόνια), μέσω της δημιουργίας ενός καταφανώς επίπλαστου και ψεύτικου κόσμου.
Όσον αφορά την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Αμερική χαρακτηριζόταν από έναν μεγάλο αριθμό ταινιών οι οποίες ενίσχυαν στο φουλ την προοπτική της δραματικής μυθοπλασίας, με στόχο φυσικά να καταστήσουν το κοινωνικό στοιχείο και τις περιπέτειες των ηρώων, κομμάτι του οπτικού κόσμου και μόνο. Για τον λόγο αυτόν το "λεξιλόγιο" που χρησιμοποιούσαν, ήταν αναγκασμένο να μετουσιώνεται σε εικόνες, αισθήματα, λειτουργικούς φωτισμούς και κατανοητές ιστορίες, προκειμένου να υπερκεράζεται έτσι η απουσία του ήχου.
Το "The Docks of New York" μνημονεύεται ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά, πιο ουσιαστικά και πιο καλοφτιαγμένα βουβά ταινιάκια μιας κατά τα άλλα μεταβατικής εποχής, αφού που είναι σκηνοθετημένο το 1928.
Ο σκηνοθέτης του Josef von Sternberg, αποτελούσε μια από τις πιο επιφανείς κινηματογραφικές μορφές της εποχής, καταφέρνοντας πάντα να περνάει μέσα στα δημιουργήματά του την ομορφιά των εικόνων, αλλά και έναν υποβόσκον κοινωνικό σχολιασμό ο οποίος δεν χάιδευε αυτιά, απλώς έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους. Όπως ακριβώς έκανε και στη σημερινή μας ταινία.
Έχοντας συνεργαστεί πολλές φορές στην δεκαετία του '30 με μια από τις πιο σαγηνευτικές θηλυκές παρουσίες, την Marlene Dietrich, o von Sternberg, αποτελούσε κλασική σκηνοθετική παρουσία και των προηγούμενων ετών, χάρη στα βουβά του αριστουργήματα, με το "The Docks of New York" να αποτελεί ένα εξ' αυτών.
Σε αντίθεση με άλλους δημιουργός, ο von Sternberg προτιμούσε να σκηνοθετεί ιστορίες που πατούσαν γερά στα πόδια της κυνικής τους ύπαρξης, γεμίζοντάς τες από απαισιόδοξα συναισθήματα, άγριους άνδρες, τσαμπουκαλεμένες γυναίκες και έναν κόσμο που ζει και αναπνέει στο περιθώριο. Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή την περιρρέουσα ανυπαρξία και τον ύμνο στις δυσκολίες της ζωής, έβρισκε διαρκώς αφορμές προκειμένου να εισάγει την δυνατότητα ύπαρξης της ομορφιάς, είτε αυτή εκφράζεται ως ένας μαλακός φωτισμός που λούζει το πρόσωπο της ηρωίδας, είτε ως ένα εννοιολογικό καρέ, είτε ως μια πράξη συμπάθειας και συμπόνοιας των κατατρεγμένων του ηρώων, οι οποίοι όμως ποτέ δεν εγκαταλείπουν. Ή ακόμη κι αν το κάνουν, είναι σίγουρο οτι θα σωθούν. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.
Χρησιμοποιόντας την κάμερά του με έναν αντισυμβατικό για εποχή τρόπο, χωρίς αυτή να αναλαμβάνει έναν στατικό και απλώς διηγηματικό ρόλο, ο Sternberg την καθιστούσε βασικό στοιχείο διαμόρφωσης ατμόσφαιρας, την ίδι στιγμή που οι περίτεχνες γωνίες λήψεις του, σου έλεγαν πολλά περισσότερα απ'οτι θα μπορούσε να πει ο καλύτερος διάλογος.
Η εισαγωγή του χαρακτήρα στην ιστορία, αποτελεί επίσης μια ενδιαφέρουσα πινελιά στην ταινία, ιδιαίτερα όταν την δείτε (ή αν την έχετε ήδη δει), σε ότι αφορά την γνωριμία του θεατή με την Mae, την οποία αποφασίζει να μας την συστήσει με έναν καθόλα πρωτότυπο και καθόλου κλισέ τρόπο, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την αίσθηση της αφαιρετικότητας η οποία χαρακτήριζε τον βουβό κινηματογράφο.
Η απουσία της αγάπης, ενός χαρούμενου γάμου, μιας ουσιώδους ανθρώπινης σχέσης, αποτελούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα στην ταινία, τα οποία βλέπουμε σε όλες τις εκφάνσεις τους: από την απόπειρα αυτοκτονίας της Mae, μέχρι το φάγωμα του καπετάνιου με την γυναίκα του, και την τσαχπινιά του Bill ο οποίος είναι πασιφανές πως αποτελεί εκείνο το πρότυπο του άνδρα που γυρνάει από κανάρα σε κανάρα. Στην ουσία ο κόσμος του Sternberg είναι ο αληθινός, ο σκληρός κόσμος μιας εξίσου σκληρής και απτής πραγματικότητας (απόλυτη αναπαράσταση), ο οποίος όμως αφήνει τελικά κάποια περιθώρια σωτηρίας. Και αυτό ακριβώς είναι που έχει σημασία, τόσο σε καλλιτεχνικό, όσο και σε υποθεσιακό επίπεδο.
Το "The Docks of New York" είναι μια απρόσμενη εμπειρία για κάθε θεατή από εμάς που έχει συνηθίσει πλέον σε ένα διαφορετικό κινηματογραφικό μοντέλο. Όσοι αγαπάτε τον κινηματογράφο και θέλετε να δείτε κάτι διαφορετικό, δεν έχετε παρά να την επιλέξετε και είμαι σίγουρη οτι θα εκπλαγείτε ευχάριστα, τόσο από τις καλοπαιγμένες ερμηνείες και το χιούμορ, όσο και από την σκηνοθεσία η οποία χαρακτηρίζεται από μια απρόσμενη, σύγχρονη ματιά. Και βρισκόμαστε μόλις στο 1928...
Τι έμαθα από την ταινία: Πολλά, πολλά πράγματα...
μια ελάχιστη μόνο γεύση...
No trivia
Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013
Heavenly Creatures: Not that heavenly...
Γεια σας, γεια σας! Επιστρέψαμε και πάλι μετά τις mini διακοπές των δυο ημερών στην ουσία, στο αεράτο Ναύπλιο, στο οποίο δεν σταμάτησε να φυσάει από την ώρα που πήγα μέχρι την ώρα που έφυγα. Παρόλα αυτά και επειδή μου ήταν απαραίτητες έστω και μερικές μερούλες ανάπαυλας, επέστρεψα με φορτισμένες τις μπαταρίες μου για άπειρο διάβασμα και κλασική κριτική των αγαπημένων μας ταινιών.
Σήμερα λοιπόν και μιας που Δευτέρα δεν πρόλαβα να γράψω κάτι, θα ασχοληθούμε με ακόμη μια ταινία του Peter Jackson και συγκεκριμένα με το "Heavenly Creatures", ένα film που βασίζεται πάνω στην πραγματική ιστορία δυο ξεχωριστών κοριτσιών όπως αυτή έλαβε χώρα στην μακρινή Νέα Ζηλανδία. Για να δούμε...
Σήμερα λοιπόν και μιας που Δευτέρα δεν πρόλαβα να γράψω κάτι, θα ασχοληθούμε με ακόμη μια ταινία του Peter Jackson και συγκεκριμένα με το "Heavenly Creatures", ένα film που βασίζεται πάνω στην πραγματική ιστορία δυο ξεχωριστών κοριτσιών όπως αυτή έλαβε χώρα στην μακρινή Νέα Ζηλανδία. Για να δούμε...
Είναι 1953 και βρισκόμαστε στην πόλη Christchurch, της Νέας Ζηλανδίας. Εκεί η καθημερινότητα ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς, με την νεαρή πρωταγωνίστρια Pauline Parker (Melanie Lynskey) να βιώνει μια μάλλον βαρετή και αυστηρά καθορισμένη ζωή, φοιτώντας στο τοπικό παρθεναγωγείο και υμνώντας ολημερίς τον Κύριο, αναγκασμένη να περιορίζει την καλπάζουσα φαντασία της, για χάρη των αυταρχικών καθηγητριών και της τίμιας, εργατικής της μάνας.
Μια μέρα η άνευρη ζωή της Pauline θα αλλάξει οριστικά, όταν στο σχολείο της έρθει μια νέα μαθήτρια, η πολυταξιδεμένη και καπάτσα Juliet Hulme (Kate Winslet), με την οποία θα αναπτύξει από την αρχή έναν ισχυρό δεσμό φιλίας.
Τα δυο κορίτσια θα αρχίσουν σταδιακά να έρχονται ολοένα και πιο κοντά χάρη στην αχαλίνωτη φαντασία που τις χαρακτηρίζει και που θα αποτελέσει στην ουσία την κινητήριο δύναμη, προκειμένου να δημιουργήσουν έναν δικό τους κόσμο και πιο συγκεκριμένα αυτόν ενός μυθικού βασιλείου ονόματι Borovnia. Σε αυτόν τον κόσμο και οι δυο τους θα αναλάβουν πρωταγωνιστικούς ρόλους: η Juliet αυτόν της βασίλισσας Deborah και η Pauline αυτόν του συζύγου της, Charles.
Κατασκευάζοντας πλαστελινάτα φιγουρίνια, φαντασιώνοντας ονειρεμένα κάστρα και ανθισμένους κήπους και περνώντας όλη τη μέρα η μια στο πλευρό της άλλης, τα δυο κορίτσια θα δεθούν άρρηκτα μεταξύ τους, οδηγούμενες σταδιακά σε μια σχέση εξάρτησης και μανίας. Από εκεί και πέρα όποιος προσπαθήσει να μπει ανάμεσά τους, θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα...
Η ταινία αυτή αποτελεί το ηθοποιϊκό ντεμπούτο τόσο της Kate Winslet, όσο και της Melanie Lynskey, οι οποίες εδώ κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση ως σχεδόν στα όρια της τρέλας έφηβες, εξαρτημένες απόλυτα από μια άρρωστη, επιδραστική σχέση χωρίς διέξοδο.
Αυτό το κοινωνικό δράμα που αποφάσισε να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη ο Peter Jackson, βασίζεται στην πραγματική ιστορία των δυο ηρωίδων, η οποία συγκλόνισε την κοινωνία της Νέας Ζηλανδίας-και οχι μόνο-μιας που η εκδικητική τους πράξη (δεν σας λέω ποια για να αποφύγω τα spoiler), τις οδήγησε πίσω από της φυλακής τα σίδερα, και τον οριστικό τους χωρισμό για χάρη οχι μόνο της σωτηρίας των εαυτών τους, αλλά και όσων βρίσκονταν γύρω τους. Εξαιτίας μάλιστα του γεγονότος πως ήταν ανήλικες, γλύτωσαν στο τσακ την θανατική ποινή με τις φήμες να τις θέλουν και πάλι ελεύθερες, μόνο υπό την προϋπόθεση πως δεν θα ξανασυναντούσε ποτέ η μια την άλλη.
Ο Jackson σκιαγραφεί με τεράστια προσοχή και φροντίδα, την περίοδο γνωριμίας των κοριτσιών με κατά τόπους σουρεαλιστικές πινελιές φαντασίας, ξεκάθαρη έλξη και υποψίες λεσβιακής διάθεσης, ακριβώς όπως αρμόζει στην φρέσκια και πληθωρική τους παρουσία, κερδίζοντας μάλιστα μια υποψηφιότητα για Oscar Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, το οποίο έχασε τελικά το 1994 από το "Pulp Fiction".
Αναλαμβάνοντας την μεταφορά της υπόθεσης στην μεγάλη οθόνη παρέα με την γυναίκα του και μόνιμη συνεργάτη του Fran Welsh, ο Peter Jackson κατάφερε να κατασκευάσει από το κινηματογραφικό του μηδέν, έναν ολόκληρο κόσμο μέσα στον οποίο πραγματικότητα και φαντασία συνθέτουν ένα νέο περιεχόμενο, ένα εναλλακτικό, παράλληλο σύμπαν το οποίο μόνο οι πρωταγωνίστριές του είναι ικανές να απολαύσουν, γι' αυτό και οι οικογένειές τους στέκουν προσοχή μπροστά στην περαιτέρω εξέλιξη της όποιας σχέσης τους.
Έχοντας σκηνοθετήσει μέχρι τότε ταινίες με απολαυστικά χιουμοριστικό και σπλάτερ περιεχόμενο (τα λέγαμε την προηγούμενη φορά για το "Braindead"), σίγουρα προκαλεί ενδιαφέρον ο τρόπος που κατάφερε να μεταλαμπαδεύσει τα πραγματικά γεγονότα, την ηλικιακή τρέλα και τις πιο βαθιές, σκοτεινές πτυχές ενός χαρακτήρα στην ταινία του, βρίσκοντας κατά τρόπο προφανή στα πρόσωπα των Winslet-Lynskey, τις ιδανικές του πρωταγωνίστριες.
Η Winslet, κρατώντας τον ρόλο του γοητευτικού θηλυκού, γεμάτου αυτοπεποίθηση και θράσος, ερμηνεύει με τρόπο που μαγνητίζει τον ρόλο της Juliet, εκείνης που φαινομενικά κρατάει το πάνω χέρι στην ιδιαίτερη σχέση των κοριτσιών. Παρόλα αυτά, αν κοιτάξει κανείς λίγο καλύτερα θα διαπιστώσει πως αυτή που έρχεται πρώτη με τρόπο κεκαλυμμένο και σαφέστατα υποχθόνιο, είναι η Lynskey (εξαιρετική στον ρόλο της Paulet), η οποία μπορεί να υποδύεται ένα εσωστρεφές και δίχως αυτοπεποίθηση πλάσμα, φαίνεται όμως πως ο αντίκτυπος αυτής της "επαφής" είναι μεγαλύτερος σε αυτήν απ'οτι στην Juliet, για τον απλό λόγο πως στην εφηβική, μοναχική της ψυχοσύνθεση, γίνεται αυτομάτως ολόκληρος ο κόσμος του ακριβώς αντίθετού της: της όμορφης, καλλίγραμμης και ατίθασης Juliet.
Και όμως, όπως συμβαίνει πολλές φορές, αυτή και μόνο η προσοχή (η μοναδική προσοχή που δέχεται εδώ η Paulet, αν εξαιρέσουμε την άνευ πραγματικής σημασίας ερωτική επιθυμία που αισθάνεται ένας τύπος για εκείνην), θα λειτουργήσει ως η μαγική σταγόνα που θα την κάνει να βγει από το καβούκι της και να υπερσκελίσει τελικώς την παρουσία της Juliet, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της ιεραρχικής παρουσίας στην σχέση τους. Είναι λέτε τυχαίο το γεγονός πως αναλαμβάνει τον ρόλο του συζύγου της Juliet στο μαγικό τους βασίλειο;
Η σκηνοθεσία αποτελεί ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας (πέρα δηλαδή από τις πολύ καλές ερμηνείες), μιας που ο συνδυασμός των ψηφιακών εφέ, με την ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής των κοριτσιών, δημιουργεί ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, ακόμη και αν η κινηματογραφική, τεχνολογική πρόοδος της εποχής, δεν εξυπηρετούσε απόλυτα τον σκοπό των δημιουργών. Το γεγονός εξάλλου πως μόλις τρία χρόνια μετά, ο James Cameron σκηνοθέτησε τον "Τιτανικό" με την Winslet και πάλι παρούσα, είναι ενδεικτικό της ταχύτητας με την οποία τα νέα δεδομένα, ξεπερνούν κάθε φορά τους εξοπλισμικούς τους προκατόχους. Ο Jackson πάντως με την επική τριλογία του 'Αρχοντα, έδειξε μια και καλή μερικά χρονάκια μετά, ποιος είναι το αφεντικό.
Επιστρέφοντας στα της ταινίας, το "Heavenly Creatures" χαρακτηρίζεται από μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στο καλό και το κακό, το αθώο και το διαβολικό, γεγονός που περνάει έντονα στα μάτια του θεατή, ακόμα και μέσα από την σκηνοθεσία. Για παράδειγμα ο επίπλαστος κόσμος των πρωταγωνιστριών ο οποίος παίρνει σάρκα και οστά, λειτουργεί την ίδια στιγμή ως προπύργιο της σχεσιακής τους εξάρτησης (και άρα ως προστατευτικό περιτύλιγμα του "κακού", αληθινού κόσμου που θέλει να τις χωρίσει), αλλά και ως ένα απρόσωπο περιβάλλον που μπορεί να μετατραπεί στην στιγμή σε ένα πρόστυχο σύμπαν, στο οποίο τα κορίτσια αισθάνονται χαμένες και βεβηλωμένες. Αυτή ακριβώς η στιγμιαία συνειδητοποίηση της βρώμικης, επίπλαστης πραγματικότητας (και άρα της αληθινής τους ταυτότητας όταν βρίσκονται μαζί), αποτελεί το κομβικό σημείο στο οποίο η κατεύθυνση που θα ακολουθηθεί μπορεί να είναι μόνο μια: είτε η οριστική λήθη της καταστροφικής τους σχέσης, είτε το προσωπικό τους ολοκαύτωμα μέσα από την συνέχιση της επαφής.
Αν και σύμφωνα με τα τα λεγόμενα των πραγματικών γυναικών δεν υφίστατο ποτέ ερωτική σχέση ανάμεσά τους, εντούτοις η ταινία κάνει μια ξώφαλτση αναφορά στο σεξουαλικό τους δέσιμο, το οποίο φαίνεται απλώς να λειτουργεί συνδετικά ως το τελευταίο κομμάτι ενός παθιασμένου και αλληλοεξαρτώμενου δεσμού.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως το "Heavenly Creatures" είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα και καλοφτιαγμένη μελέτη πάνω στην αληθινή ιστορία των δυο γυναικών, μια ταινία που εγκλωβίζει όλη την ανεμελιά, τις φαντασιώσεις και τον διαταραγμένο νου των ηρωίδων της.
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι οι φιγούρες φτιαγμένες από πλαστελίνη θα μπορούσαν να είναι τόσο creepy, οτι η Winslet ήταν εντυπωσιακά όμορφη από μικρή και οτι η φυματίωση και η οστεομυελίτιδα, μπορούν να φέρουν ορισμένα άτομα τόσο κοντά...
TRIVIA
- Και η Kate Winslet και η Melanie Lynskey έκαναν "καριέρα" με το ίδιο όνομα. H Winslet ως Rose στον "Τιτανικό", ενώ η Lynskey ως Rose, στο "Two and Half Men".
- Σύμφωνα με τον Jackson, τα δυο κορίτσια είχαν μπει τόσο πολύ στο πετσί των ρόλων του, ώστε η σχέση τους ακόμα και στα διαλείμματα των γυρισμάτων ήταν ιδιαίτερα έντονη.
- Όλες οι διηγήσεις της κινηματογραφικής Pauline, προέρχονται από το πραγματικό ημερολόγιο της αυθεντικής Pauline Parker.
- Οι ηθοποιοί διαλέχτηκαν κυρίως λόγω της φυσικής τους ομοιότητας, με τους πραγματικούς χαρακτήρες.
(ΠΗΓΗ IMDB)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)