Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

What Ever Happened to Baby Jane?: Twisted sister

Hello again!  Σήμερα το menu έχει και πάλι κάτι από τα παλιά και συγκεκριμένα από το μακρινό, το πολύ μακρινό, 1962.  Το "Whatever Happened to Baby Jane?" (θα το λέμε για το υπόλοιπο της κριτικής WHTBJ για συντομία) είναι μια ιδιάζουσα ταινία η οποία περιλαμβάνει δυο από τις μεγαλύτερες κυρίες του κλασικού Hollywood, όταν αυτό βρισκόταν ακόμα στις δόξες του.  Παρά το γεγονός όμως οτι οι δυο τους αποτέλεσαν εξέχουσες φυσιογνωμίες του old time classic, αμερικανικού κινηματογράφου, σε αυτή τη ταινία του-κόντρα στα κατεστημένα- σκηνοθέτη Robert Aldrich, οι Crawford και Davis προκαλούν και προκαλούνται, καθώς επί της ουσίας αναβιώνουν στην μεγάλη οθόνη το άσβηστο μίσος και την αέναη κόντρα που χαρακτήριζε την μεταξύ τους σχέση, στην off screen ζωή.  Εκτός αυτών, μέχρι και σήμερα πολλοί αναρωτιούνται πως τελικά οι δυο τους αποφάσισαν να συνεργαστούν σε μια ταινία, και οχι μόνο αυτό, αλλά να βγάλουν και ένα τόσο δυνατό, creepy και αντισυμβατικό αποτέλεσμα που σπάει κόκαλα.  Ίσως απλά να άφησαν τη φυσική αντιπάθεια που έτρεφε η μια για την άλλη, να τις καθοδηγήσει.  Ακόμα και έτσι όμως το WHTBJ αποτελεί ένα από τα πιο σοκαριστικά δημιουργήματα της χρυσής ακόμα εποχής του Hollywood, με συγκλονιστικές (και υπέροχα τρομακτική από πλευράς Davis) ερμηνείες, και ένα cult status που την ακολουθεί μέχρι και σήμερα.  Here we go...


Η μικρή Baby Jane Hudson ήταν ένα από τα αναρίθμητα παιδάκια με υποτυπώδες ταλέντο, η οποία χάρη στην αθώα, ξανθιά ομορφιά της, τη μελιστάλαχτη φωνούλα που έλεγε τραγουδάκια αφιερωμένα στον μπαμπάκα, και τις χαριτωμένες χορευτικές της φιγούρες, αποτελούσε για το φιλοθεάμον, λαϊκό κοινό ένα παιδί-θαύμα, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα κακομαθημένο παλιόπαιδο, τα καπρίτσια του οποίου φρόντιζε να ικανοποιεί η οικογένεια διαρκώς, μιας που στη τελική ήταν αυτό που έφερνε και τα λεφτά στο σπίτι.  Από την άλλη πλευρά η καστανομάλλα αδερφή της Blanche έπαιζε μόνη της στο άλλο άκρο.  Ήσυχη, ταπεινή και υπάκουη αποτελούσε πάντα την ήρεμη δύναμη που δε προκαλούσε προβλήματα, αλλά αναγκαζόταν να υπομένει στοϊκά όλα τα καπρίτσια της αγγελικής (και ταυτόχρονα disturbing) ομορφιάς, αδελφής της.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς πέθαναν και οι ρόλοι αντιστράφηκαν.  Πάνω στο άνθος της νιότης τους, η Blanche (Joan Crawford), πανέμορφη και εκτυφλωτική, ήταν αυτή που έκανε την μια επιτυχία μετά την άλλη στον αδηφάγο, κατά τα άλλα, χώρο του θεάματος, αφήνοντας την αδελφή της Baby Jane (Bette Davis) να φάει την ταλαντούχα σκόνη της, και να περιοριστεί σε μέτριες ταινίες, χωρίς κανένα ηθοποιϊκό ταλέντο.
Και ενώ τα χρόνια εξακολουθούσαν να περνούν και ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους μεγάλωνε, ένα τραγικό ατύχημα θα καθηλώσει για πάντα την Blanche σε μια αναπηρική καρέκλα, καθιστώντας την παράλληλα έρμαιο στα χέρια της ζηλιάρας και μπέκρας πια, αδελφής της.  Οι δυο τους φτάνοντας στην τρίτη ηλικία, θα καταλήξουν να μένουν μαζί σε μια Χολιγουντιανή έπαυλη-φυλακή η οποία παραπαίει (ακριβώς όπως και η Jane).  Εκεί μέσα ένα δράμα παίζεται μέρα με τη μέρα καθώς η εθισμένη στο αλκοόλ Jane αρχίζει σταδιακά να χάνει τον έλεγχο και να ξεσπάει λεκτικά και σωματικά πάνω στην ανάπηρη αδελφή της.  H Blanche μην έχοντας άλλη επιλογή, υπομένει και αυτά τα 'χτυπήματα'.  Για πόσο όμως;


Ο Αμερικανός Robert Aldrich έχει μείνει στην κινηματογραφική ιστορία ως ένας από τους σκηνοθέτες που δεν τυφλώθηκε ποτέ από τα λαμπερά φώτα του Hollywood, και έμεινε μέχρι και την τελευταία στιγμή πιστός στο προσωπικό του cinema.
Μπαίνοντας αρκετά δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου το 1941 ως βοηθός παραγωγής της εταιρίας RKO, o Aldrich κατάφερε σύντομα να ανελιχθεί και να αποτελέσει ένα από τα πιο περιζήτητα ονόματα, με την ειδικότητα πια, του βοηθού σκηνοθέτη.
Το 1953 πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τη ταινία "Big Leaguer", ενώ από τότε μέχρι και το τέλος της ζωή του το 1983, θα σκηνοθετήσει περισσότερες από 30 ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες θα φέρουν πάντα την αισθητική του υπογραφή.
Κινούμενος με μαεστρία ανάμεσα σε διαφορετικά φιλμικά είδη, ο Aldrich εμπλούτισε τη φιλμογραφία του, αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο με ταινίες οι οποίες έγραψαν ιστορία, για τους δικούς της λόγους η καθεμιά. Το "Kiss Me Deadly" (1955) αποτέλεσε υπόδειγμα noir ταινίας, με σκοτεινούς χαρακτήρες και μοιραία υπόθεση, το "WHTBJ" έγινε από τη πρώτη στιγμή το cult διαμάντι του Hollywood με την camp αισθητική, ενώ το πολεμικό/περιπετειώδες "The Dirty Dozen" (1967) έσπασε ταμεία και έκανε τους φανατικούς υποστηρικτές του έργου του, να υποκληθούν μπροστά στην εντυπωσιακή της σκηνοθεσία.  Παρά το γεγονός όμως οτι ο ίδιος κατάφερε να δημιουργήσει τείνει τρόπο σχολή μέσα από τα έργα του (και κυρίως ένα ρεύμα που χαρακτηρίστηκε ως hagsploitation, και θα το δούμε λίγο παρακάτω), να γίνει περιζήτητος στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και να αποτελέσει αδιαμφισβήτητο auteur για τα δυο μεγαλύτερα σινεματικά περιοδικά, τα Cahiers du Cinema και Positif, εντούτοις η αναγνώρισή του στη χώρα του ήρθε μάλλον ετεροχρονισμένα και κυρίως μετά τον θάνατό του.  Δε πειράζει όμως, και έτσι εμείς έχουμε την τύχη να παρακολουθούμε μέχρι και σήμερα, μερικές από τις πιο κακόβουλα υστερικές και σχιζοφρενικά ταραγμένες περσόνες του παγκόσμιου κινηματογράφου.  Το "WHTBJ" αποτέλεσε σίγουρα τον 'κακεντρεχή' κολοφώνα της καριέρας του.


Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ υπάρχει ένα εκτενές αφιέρωμα που περιστρέφεται τόσο γύρω από την ταινία καθεαυτή, όσο και γύρω από την αιώνια κόντρα των δυο πρωταγωνιστριών της και με αφορμή αυτό, παραθέτω και εγώ μερικά από τα στοιχεία που βρήκα άκρως ενδιαφέροντα.
Τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό οι δυο πάλαι ποτέ ντίβες της χρυσής εποχής τους Hollywood, θα έφταναν στα άκρα προκειμένου να καταφέρει να επιβληθεί η μια στην άλλη και να κερδίσει μερικούς extra πόντους στο star system της εποχής.
Όσο σαγηνευτική, σεξουαλική και totally...bitch υπήρξε η Crawford (η οποία κέρδισε το μοναδικό Oscar στη καριέρα της για την ταινία "Mildred Pierce" το 1945), άλλο τόσο ταλαντούχα, με πιο αμφιλεγόμενη ομορφιά και totally bitch επίσης, υπήρξε και η Davis η οποία κατάφερε να σκοράρει δυο Oscar (ένα για τη ταινία "Dangerous" το 1935 και ένα για το "Jezebel" τρία χρόνια μετά), κάνοντας την μελαχρινή αντίζηλο να φάει τα λύσσακά της.
Η ζωή τους γεμάτη από χολιγουντιανή γκλαμουριά, ξεκατινιάσματα, αλλά και απαράμιλλο ταλέντο δεν μπορούσε φυσικά να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, παρόλα αυτά όταν άρχισε να καταφτάνει στην Αμερική το νέο, φρέσκο αίμα τα πράγματα άλλαξαν δραστικά.  Οι δυο μεγάλες κυρίες βρέθηκαν στο περιθώριο, γηραιές και μόνες, και το κοινό φάνηκε αρχικά να μη δίνει τη παραμικρή δεκάρα ακόμα και για μια τόσο απροκάλυπτα αναγκαία επιστροφή, μέσω της κοινής τους συνεργασίας στο "WHTBJ".
Παρά το γεγονός πως δεν ήθελαν ποτέ να συνεργαστούν (ήταν χαρακτηριστική η απάντηση της Davis σε ερώτηση δημοσιογράφου για το εάν θα συνεργαζόταν ποτέ με την Crawford: "μόνο όταν παγώσει η Κόλαση"), εντούτοις η αφάνεια και η λήθη αποτελούν επικίνδυνα, καριερίστικα σαράκια, και έτσι στην πρόταση του Aldrich για επικείμενη κοινή εμφάνιση, οι δυο τους δεν έφεραν αντίρρηση.  Τι κι αν ο Jack Warner (της Warner Bros) είχε δώσει τη δική του, 'φιλική' συμβουλή στον Auldrich: "Δε θα έδινα ούτε μια δεκάρα γι'αυτές τις ξεπλυμένες γριές, σκύλες".  Τι κι αν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι κατά λάθος κλωτσιές της Davis στο κεφάλι της Crawford δημιούργησαν έναν wannabe θρύλο γύρω από τη ταινία;  Όπως ακριβώς δηλαδή και τα βαρίδια που λέγεται οτι έβαλε η Crawford στο παλτό της Davis προκειμένου να την πονέσει η μέση, όταν εκείνη σε μια σκηνή, σέρνει την ανάπηρη αδελφή της;  Όπως και να έχει και οτι κι αν συνέβαινε μεταξύ τους, ένα πράγμα είναι σίγουρο: το "WHTBJ" ήταν, είναι και θα είναι μια βαθιά disturbing ταινία, η οποία βρίσκεται τόσο κοντά στην πραγματική αλήθεια των δυο ηρωίδων της, όσο καμία άλλη.


Ακροβατώντας επικίνδυνα ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ και το exploitation 'εμπόρευμα' (ο όρος hagslpoitation ήρθε και αγκάλιασε κάθε ταινία η οποία περιελάμβανε ηλικιωμένες, ξεπεσμένες ηρωίδες, οι οποίες ως επί το πλείστον αρέσκονταν να βασανίζουν, συζύγους, κόρες, γιούς, ερωμένες, αδελφές και να βυθίζονται σταδιακά σε μια απολαυστική για εμάς, παράνοια) το "WHTBJ" είναι ένα πανηγύρι γκραν-γκινιόλ αισθητικής, μαύρων, κωμικών στιγμών, έντονου αυτοσαρκασμού (οι σκηνές στις οποίες η Bette Davis επιδεικνύει την αλκοολική της μπάκα, είναι απλά υπέροχες), αναμφίβολα camp διάστασης και εκδικητικής μανίας, το οποίο έχει τόσα πολλά-και ένοχα απολαυστικά-στοιχεία που το παρακολουθείς αποσβολωμένος, δεδομένου της μεγάλης, κλασικής επιτυχίας που είχαν κάποτε οι ηρωίδες του.
Οι προσωποποιημένες έννοιες του καλού και του κακού, ενυπάρχουν μέσα στην ταινία σε ξεκάθαρες ποσότητες.  Η Davis αναλαμβάνει τον ρόλο της κακιασμένης αδελφής, με το υπερβολικό μακιγιάζ και την εξτραβαγκαντ αμφίεση, που παραπέμπουν σε τσατσά ξεπεσμένου μπουρδέλου, και αποτελώντας χαρακτηριστικό δείγμα μιας διαταραγμένης προσωπικότητας η οποία δεν ξεπέρασε ποτέ την επιτυχία που είχε ως παιδί-θαύμα (τότε που τα χαριτωμένα, φρου-φρου φουστανάκια ήταν τουλάχιστον όμορφα και το μακιγιάζ φρέσκο πάνω στα ροδαλά, κοριτσίστικα μαγουλάκια).  Από την άλλη η Crawford αποτελεί την πεμπτουσία της καλοκαρδοσύνης και της μεγαλοψυχίας.  Συνδυάζοντας όλα  τα κλισέ ενός χαρακτήρα πάνω της (καλή κοπέλα, που αγαπάει το τέρας/αδελφή της, ακόμα και αν εκείνη ήταν ο λόγος που έμεινε παράλυτη) βρίσκεται στο άλλο άκρο, με συμπεριφορές μελιστάλακτες, πικρό χαμόγελο και άπειρη κατανόηση για την 'φτωχή, άρρωστη αδελφή της'.
O Aldrich μεταφέρει ιδανικά στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο διήγημα του Henry Ferrell, ενός συγγραφέα περισσότερο γνωστού για τα grand guignol έργα του, αποδίδοντας την αρρωστημένη ατμόσφαιρα μια εξίσου αρρωστημένης σχέσης εξάρτησης, με τρόπο διακριτικά horror και απόλυτα ζοφερό.  Αν μάλιστα κάποιος κοιτάξει πιο προσεκτικά, ίσως δει και μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να χλευάσει τελικά τα δημιουργήματα του λαμπερού κόσμου της δόξας, ο οποίος την μια στιγμή σε έχει Θεό και την άλλη σε πετάει στο καλάθι τον αχρήστων σαν ξεζουμισμένη λεμονόκουπα.  Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός, οτι οι δυο πρωταγωνίστριες υποδύονται στη ταινία τους πραγματικούς τους εαυτούς;  Δυο ξεχασμένες δηλαδή ντίβες του παλιού, καλού καιρού;


Η σκηνοθεσία περιορίζεται ως επί το πλείστον στο εσωτερικό της τεράστιας έπαυλης, μέσα στην οποία παίζεται και όλο το δραματικό παιχνίδι.  Η μοναδική φορά που οι δυο αδελφές βγαίνουν έξω μαζί, θα σηματοδοτήσει και την τελική αναμέτρηση/λύτρωση με μια εξαίσια σκηνή στην παραλία.
Με επίκεντρο την επικίνδυνα παραπαίουσα συμπεριφορά της Baby Jane (δικαιολογημένα η Davis ήταν υποψήφια για ένα ακόμη Oscar) και την Crawford να περιορίζεται στον ρόλο του παθητικού δέκτη όλης αυτής της ανυπέρβλητης κακίας (πολύ καλή, αν και φαντάζομαι πως δε την δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξει το δικό της υποκριτικό ταλέντο), οι δυο τους δημιουργούν μια εξαίσια, διαβολική χημεία που αποδίδει τα μέγιστα και καθιστά τη ταινία αυτό που είναι: ένα creepy ανοσιούργημα, και ένα σχόλιο πάνω στον σαρκοφαγικό κόσμο του θεάματος.  Αν δε την έχετε δει, δώστε της μια ευκαιρία, με αφορμή και την επανακυκλοφορία της στις 26 Αυγούστου.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι αρουραίοι έχουν κι άλλη χρησιμότητα, οτι η δικές μας hagsploitation ταινίες σίγουρα θα περιελάμβαναν την Τασσώ Καββαδία και οτι τραγούδι "Ι've written a letter to Daddy" το οποίο τραγουδά η Davis, είναι σίγουρα από τις πιο ενοχλητικές στιγμές της ταινίας.



TRIVIA
  • Η περίεργη, έφηβη που ζει δίπλα από τις αδελφές Hudson, είναι στην πραγματικότητα η κόρη της Bette Davis.
  • Κατά τη διάρκεια της παραγωγής η Davis ζήτησε να τοποθετηθεί στο set ένα μηχάνημα της Coca-Cola προκειμένου να τσατίσει την Crawford η οποία ήταν η χήρα του Προέδρου της Pepsi.
  • Στο βιβλίο της "This N' That" η Davis αναφέρει οτι αρχική σκέψη ήταν να γυριστεί η ταινία έγχρωμη.  Τελικά επειδή η ίδια αρνήθηκε δεν έγινε.  Σύμφωνα με την ίδια το χρώμα θα έκανε απλά μια θλιβερή ιστορία, να φαντάζει όμορφη.
(ΠΗΓΗ IMDB)


Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

The Raid: Redemption: The action movie of the year

NEW ARRIVAL (από 2 Αυγούστου στους κινηματογράφους)

Γεια σας και πάλι!  Έπειτα από κοντά μια εβδομάδα απουσίας, είπα να βάλω μια ακόμη ταινιούλα, και να με συγχωρέστε για την μικρότερη παρουσία μου στα κινηματογραφικά αυτόν τον καιρό, αλλά όπως είπα κάνω διακοπούλες στην Αθήνα, οπότε πρέπει να συνδυάζω και τα δυο μαζί.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως η ταινία την οποία είδα δυο μέρες πριν, στον θερινό κινηματογράφο Λαϊς, της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, με έκανε να μη κρατιέμαι να την ανεβάσω στο blog, και να την στέψω ως ΤΗΝ καλύτερη ταινία δράσης της χρονιάς και πιθανότατα και των τελευταίων ετών.  Το "The Raid: Redemption" είναι μια τέρμα τα γκάζια τεστοστερονάτη περιπέτεια, με χορογραφημένες, ξυλίκικες σεκάνς που κρατούν αρκετά λεπτά, μπόλικη βία και αντρικό αίμα να πετάγεται από τις πιο απίθανες, ανθρώπινες τρύπες.  Ενημερώνω από τώρα.  Δεν είναι μια ταινία ούτε για ξενέρωτους, ούτε για όσους το παίζουν 'βαριά κουλτούρα', ούτε για κυράτσες ντυμένες λες και πάνε να απολαύσουν καμιά αποστειρωμένη οπερέτα (ήταν τουλάχιστον τρεις τύπισσες στο cinema, οπού έπειτα από μερικά λεπτά προβολής, σηκώθηκαν απηυδισμένες και αποχώρησαν.  Που μας μωρή ξυπόλυτη στα αγκάθια;  Δε διαβάζεις τι θα πας να δεις, πριν το δεις, ή το 'ελεύθερη είσοδος' σου θόλωσε το μυαλό;).  So όσοι δεν ανήκετε στις παραπάνω κατηγορίες, λίγη υπομονή θα κάνετε μέχρι τις 2 Αυγούστου, όταν και θα κυκλοφορήσει.  Για όσους δε μπορούν να περιμένουν, υπάρχει και στο Youtube (και οχι μόνο) ολόκληρη παρακαλώ, αλλά χωρίς υπότιτλους.  Ξεκινάμε...


Σε μια φτωχογειτονιά της Jakarta στην Ινδονησία, ένα 30όροφο κτίριο αποτελεί εδώ και καιρό το εγκληματικό άβατο ενός βαρώνου των ναρκωτικών, του Tama και των πιστών του 'σκυλιών' που απαρτίζονται από κάθε λογής παρανοϊκούς δολοφόνους, κλέφτες, έμπορους και χρήστες ναρκωτικών, καθώς και άλλων ακόμη κοινωνικών σκουπιδιών που ο Tama χρησιμοποιεί για την δική του προστασία, αλλά και αυτή των διαφόρων βρωμοδουλειών του.
Παρά το γεγονός οτι το κτίριο στέκει απειλητικό και βρώμικο μες τη μέση της πόλης, κανείς δε φαίνεται να έχει τολμήσει την πολυπόθητη, αστυνομική έφοδο, μιας που οι τριάντα όροφοί του, τίγκα στους εγκληματίες, δεν προϊδεάζει για καμία αίσια έκβαση.  Όλα αυτά δηλαδή μέχρι τη στιγμή που μια ομάδα SWAT αποτελούμενη από 18 άτομα, αποφασίσει να εισβάλει τελικά σε αυτό το κολασμένο άβατο, προκειμένου να το καθαρίσει μια και καλή από τα ανθρώπινα αποβράσματα που το κατοικούν.  Ανάμεσα στους νεοφερμένους επίλεκτους (παιδάκια χωρίς την παραμικρή εκπαίδευση για τέτοιες περιπτώσεις) βρίσκεται και ο Rama (Iko Uwais) ένας νεαρός ο οποίος άφησε την έγκυο γυναίκα του στο σπίτι, και πήρε μέρος στην αποστολή πιστεύοντας στο υψηλό αίσθημα επαγγελματικότητας και τυπικότητας, το οποίο θα έπρεπε να διακρίνει τον καθέναν από αυτούς.  Αλλά δε τους διακρίνει.  Όταν γίνει αντιληπτό από τους υπόλοιπους οτι η αποστολή αυτή αποτελεί στην ουσία, αποστολή αυτοκτονίας (καθότι ο γκριζομάλλης αρχηγός δεν ενδιαφέρθηκε να ενημερώσει κανέναν άλλον σχετικά με το που θα πάνε και τι θα κάνουν), τότε τα πράγματα θα γίνουν επικίνδυνα στριμόκωλα.  Σε βαθμό που μια ομάδα από ανεκπαίδευτα τρυφερούδια να μοιάζει πανεύκολη λεία για τους φουλαρισμένους σε μασετιάριδες/αυτοματιάριδες/τρελιάριδες ορόφους του τρισκατάρατου οικοδομήματος.  Και πάνω που λες οτι το παιχνίδι έχει χαθεί, σκάει μύτη ο Rama και φέρνει τα πράγματα στα ίσια.  The game has just began.


Καταρχάς το γεγονός και μόνο οτι μιλάμε για μια ινδονησιακή παραγωγή, σκηνοθετημένη από έναν Ουαλό, αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο το οποίο αν μη τι άλλο θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση και ενδιαφέρον σε καθέναν από εμάς που του αρέσει γενικώς και αορίστως να τολμά στις κινηματογραφικές του επιλογές.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό μάλιστα είναι και το γεγονός οτι η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε με ένα budget μόλις $1.100.000 εκατομμυρίων, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά οτι οι καλές ταινίες μπορούν να γίνουν και με τα λίγα λεφτά.
Σε κάτι τέτοιο φάνηκε τουλάχιστον πως πίστεψε και ο σκηνοθέτης Gareth Evans, τον οποίο ομολογώ πως ούτε καν τον είχα ακουστά, αλλά τον έμαθα μια και καλή την περίοδο του φεστιβάλ του Sundance, όταν και τσέκαρα για πρώτη φορά το trailer του film και κατάλαβα πως πρόκειται για ένα martial art-ιστικό αριστούργημα.
O Evans μέχρι και πριν από το "Τhe Raid" είχε γυρίσει δυο ακόμα ταινιάκια που κυμαίνονταν σε παρόμοια σεναριακά και σκηνοθετικά μονοπάτια, αν και σίγουρα δεν έφταναν το 'μεγαλείο' της νέας του προσπάθειας.
Στο "Footsteps" (2006) ο Evans σκηνοθετεί μια ιστορία για έναν μυστήριο τύπο που αρέσκεται να κινηματογραφεί ξυλοδαρμούς, δολοφονίες και βιασμούς, κάτι που παραπέμπει ξεδιάντροπα στην ίδια την ουσία τους σκηνοθέτη ως επάγγελμα, ενώ στο "Merentau" (2009) -το οποίο σύμφωνα με τον σκηνοθέτη αποτελεί πλέον ένα άτυπο prequel του "The Raid"-αναλαμβάνει να μας καταστήσει για πρώτη φορά γνωστό τον Iko Uwais ο οποίος πριν γίνει ηθοποιός ήταν οδηγός φορτηγών(!).
Αν και η ταινία είχε ξεκινήσει αρχικά με στόχο μια γκανγκστερικής φύσεως υπόθεση που εκτυλίσσεται στη φυλακή με τίτλο "Berandal", εντούτοις η έλλειψη οικονομικών πόρων οδήγησε τον Evans και τους συνεργάτες του σε ένα μικρότερο και λιγότερο φιλόδοξο project, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του "The Raid".  Και επειδή ακριβώς οι αντιδράσεις κοινού και κριτικών ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό θετικές, αλλά και τα χρήματα που απέφερε αρκετά, ο Evans αποφάσισε τελικά να κλείσει την υποτιθέμενη τριλογία του με την αρχική του ταινιακή σύλληψη, "Berandal" η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2013 και να συνεχίσει φυσικά την 'κληρονομιά' του "The Raid" με πρωταγωνιστή και πάλι τον νευρώδη Uwais στον ρόλο του Rama.


Αν πάτε να δείτε την ταινία με την πεποίθηση οτι πρόκειται να δείτε κάτι ολότελα πρωτότυπο, τότε κάνετε λάθος.  Η υπόθεσή του είναι μια κλασική, αφηγηματική ιστορία από αυτές που έχουμε φάει με το κουτάλι της σούπας από το Hollywood και οχι μόνο, και αν θα έπρεπε να την τοποθετήσουμε σε κάποιο καλούπι μάλλον θα λέγαμε οτι ανήκει στο action crime είδος.  Μια ομάδα επίλεκτων εισβάλει σε ένα κτίριο και τα κάνει όλα ρημαδιό προκειμένου να το ξεσκαρτάρει από όλα τα κακοποιά στοιχειά.  Ωραία, θα μου πείτε.  Και γιατί στο καλό να δώσουμε λεφτά για να πάμε να δούμε κάτι που το έχουμε δει αμέτρητες ακόμα φορές;  Εδώ έγκειται και η γοητεία του "The Raid".  Κοιτάξτε πέρα από το σενάριο, εκεί που την παράσταση κλέβει η σκηνοθεσία, οι άρτια χορογραφιμένες σκηνές, τα γρονθοκοπήματα, οι κλωτσιές και τα αυτόματα που δε σταματούν λεπτό να ξεχύνουν καυτές σφαίρες και θάνατο.  Και κάπου εκεί θα καταλάβετε οτι δε μιλάμε για την κλασική περιπέτεια με τις υπερψευτιές, τις δυνατές εκρήξεις και τους πρωταγωνιστές που βγαίνουν αλώβητοι και σε φάση 'πάλι γ*μησα ο π*στης' (censored).  Κάπου εκεί θα καταλάβετε πως λειτουργεί μια φονική, ανθρώπινη μηχανή χρησιμοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα πιο δολοφονικά της όπλα: το μυαλό και τη δύναμη του σώματος.
Οι πολεμικές τέχνες και συγκεκριμένα το silat (ένας συνδυασμός πολεμικών τεχνών από αυτές που διδάσκονται στα βάθη της Ασίας), είναι αυτές που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της ταινίας, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της και αθροιστικά όσον αφορά τη διάρκειά της, όλοι οι ήρωες έρχονται στα χέρια και γίνεται το μακελειό του αιώνα.  Είναι κάτι το υπέροχο να το βλέπεις, καθώς πέρα από την αυταπόδεικτη βία και βαναυσότητά του, είναι σαν να παρακολουθείς ένα άψογα εκτελεσμένο, brutal μπαλέτο μόνο από άντρες.
Ο Evans έχει μιουτάρει εύστοχα τα πολλά λόγια και έχει φέρει στο προσκήνιο την δράση, τη πράξη, τις σπασμωδικές κινήσεις, την μυρωδιά του ιδρώτα και την αγριάδα αυτών των μικροκαμωμένων, μαυροτσούκαλων ανθρώπων που σε κάνουν σκόνη πριν ακόμη προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.  Και είναι τόσο full στην αδρεναλίνη όλο αυτό το οπτικοακουστικό υπερθέαμα που το παραδέχομαι ακόμα και εγώ που είμαι γυναίκα.  Και που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δε μπόρεσα να ξεκολλήσω να μάτια μου από την οθόνη.


Οι σεκάνς των ξυλοδαρμών και των εκτελέσεων είναι σίγουρα από τα καλύτερα πράγματα που έχω δει σε περιπέτεια εδώ και πολύ πολύ καιρό, μιας που ο Evans δε βιάζεται, αλλά τους δίνει όλο τον απαραίτητο χρόνο προκειμένου να ξετυλιχθούν και σε πραγματικό χρόνο να αναρωτηθείς πόσο ακόμα θέλει για κάποιος για να πεθάνει.  Οι ήχοι από τα χτυπήματα και τους πυροβολισμούς που πέφτουν βροχή θα σε κάνουν να ζαρώσεις επίπονα τη μύτη σου και να αναφωνήσεις παρέα με τους υπόλοιπους μέσα στην αίθουσα 'ω ρε φίλε!', 'πωπωωω, ή πωωωω (αναλόγως)', 'σσσσσσσ αυτό πόνεσε' και όλα τα σχετικά, οδηγώντας σε τελικά σε μια αναπόφευκτη και αβίαστη λύτρωση έπειτα από τη  απόλυτη ταύτισή σου με τον truly bad ass πρωταγωνιστή.
Εκτός όμως από τα του ξύλου το οποίο πέφτει άφθονο και αυθεντικά ευφάνταστο σε πολλές (πάρα πολλές) οδυνηρές στιγμές, η σκηνοθεσία του Evans κάνει πολύ καλά τη δουλειά της και επιτέλους βλέπουμε και τη σωστή χρήση του slow motion.  Αγαπητοί σκηνοθέτες, δε χρειάζεται κάθε λίγο και λιγάκι να χρησιμοποιούμε το slow motion σαν πανάκεια σε κάθε άκυρη στιγμή την οποία θέλουμε οπτικά να ενισχύσουμε.  Επιλέξτε μια σκηνή που έχει πραγματικά σημασία, δώστε της το slow motion που τις αξίζει και συγχαρητήρια, είστε ένα βήμα πιο κοντά στη προσωπική, καλλιτεχνική σας ανέλιξη.  Επειδή όμως ο Evans φαίνεται οτι είναι από αυτούς που το κάνουν έτσι κι αλλιώς σωστά, θα απολαύστε δυο-τρεις στιγμές επιτυχημένης χρήσης της συγκεκριμένης τεχνικής, οι οποίες θα προσδώσουν στο feeling της ταινίας ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση.
Όσον αφορά το σκηνικό, η επιλογή του χώρου αποτέλεσε μια έξυπνη ιδέα για τη δημιουργία του κλειστοφοβικού αισθήματος που προκύπτει από το σαπιοκτίριο (αρκετοί χώροι κατασκευάστηκαν μιας που δεν υπήρχε δυνατότητα εύρεσης ενός χώρου αυτούσια ικανού, για αυτό που είχε στο μυαλό του ο σκηνοθέτης) το οποίο εντείνει ακόμα περισσότερο το σασπένς που έτσι κι αλλιώς βρίθει στο συγκεκριμένο εργάκι.
Οι κλειστές πόρτες, οι ημιφωτισμένοι διάδρομοι και η διαδραστικότητα με τα αντικείμενα του χώρου, αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία που διαμορφώνουν το χειρότερο battlefield που έχετε δει τελευταία, και που σε συνεργασία με την χρονικά καθυστερούμενη εξέλιξη των πραγμάτων (χάρη στα αγχώδη πλάνα του Evans) προσδίδουν μια extra δόση τεστροστερονάτης φινέτσας.


Εκτός από όλα τα καλά που έχει, έχει και κάτι ακόμα: ένα απόλυτα cool ΟST, δημιούργημα του Mike Shinoda των Likin Park και του Joseph Trapanese, γνωστός για πολλές κινηματογραφικές μουσικές.  Οι μελωδίες που έχει γράψει ο τύπος αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε σκηνής η οποία περιλαμβάνει σωματική δράση, και είναι τόσο εύστοχο, δυναμικό και ταιριαστό, ώστε φαντάζεσαι πως αν απλά έβλεπες τις σκηνές χωρίς τη μουσική υπόκρουση κάπου θα έχαναν και τούμπαλιν.
Το "The Raid: Redemption" είναι μια ταινία για όλους, αρκεί να ξέρεις τι πας να δεις.  Έχει ένταση, δύναμη, άγρια ομορφιά, πολύ καλές ερμηνείες, εκατοντάδες κομπάρσους, bad ass OST, τρελή σκηνοθεσία (αρκεί να σκεφτείτε οτι η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας κάθε φρενήρη μονομαχία) και άρτια εκτέλεση.  Αν θες να δεις μια ταινία που να κάνει το μυαλό σου να εκραγεί, κάνε λίγη υπομονή μέχρι τις 2 Αυγούστου και δε θα χάσεις.  Απλά δες την και ετοιμάσου για πολεμικές ιαχές.  Και από τους ήρωες, αλλά και από εσένα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι άνετα θα μπορούσα να τη φανταστώ ως ένα mini tribute στο "Oldboy", καθώς οι σκηνές με το ξύλο στον διάδρομο σου φέρνουν στο μυαλό κατευθείαν τη ταινία του Chan-woo Park, οτι υπάρχει και πιο επίπονος θάνατος από το να επιχειρήσουν να σε πετάξουν από τον χ όροφο, στο ισόγειο και ότι η φράση 'μαύρο σκυλί' αποκτά νέο νόημα.



No trivia


Πάρτε και το πωρωτικό OST και έχετε το νου σας στην κυκλοφορία.  Adios.

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Bad Lieutenant: The 'badest' around

Hello hello!  Αυτές τις μέρες, και επειδή όπως σας είπα οι διακοπές μου πρόκειται να γίνουν τελικά εντός Αθήνας, μπορεί το πρόγραμμά μου σχετικά με το ανέβασμα των ταινιών, να είναι λιγάκι πιο περίεργο.  Παρόλα αυτά θα συνεχίσω να γράφω μερικές ακόμα κριτικούλες (για όσο δηλαδή έχω όρεξη και φρέσκο υλικό), μέχρι τη στιγμή που κάπου στον Αύγουστο-φαντάζομαι-θα σας αποχαιρετήσω για κάνα δυο βδομάδες, προκειμένου να τα πούμε και πάλι από Σεπτέμβρη.  Σήμερα λοιπόν το menu μας έχει μια ταινία από το μακρινό 1992, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας σάπιος-και εξαίρετος, να τα λέμε αυτά-Harvey Keitel.  "Bad Lieutenant" λοιπόν...


O Harvey Keitel υποδύεται τον Lieutenant, έναν άνδρα χωρίς όνομα (πιθανότατα και χωρίς πρόσωπο) ο οποίος αποτελεί ένα από τα εξέχοντα κατακάθια της Νέας Υόρκης.  Ο Lieutenant στον ελεύθερο χρόνο του (ή και οχι απαραίτητα μόνο σε αυτόν) συνηθίζει να μπεκροπίνει και να γίνεται λιάρδα, να κάνει excessive χρήση ναρκωτικών, από ελαφριά μαριχουάνα, μέχρι χτυπημένη ηρωϊνη, κατευθείαν μέσα στην 'όμορφή του φλέβα', όπως χαρακτηριστικά του λέει η τύπισσα που τον τρυπάει κάθε φορά, να τον 'παίζει' στη θέα ανήλικων κορασίδων και να επιδίδεται σε ένα ασταμάτητο, αθλητικό τζογάρισμα άνευ προηγουμένου.  Το αποτέλεσμα;  O Lieutenant είναι ένας άνθρωπος χωρίς ιερό και όσιο, με ένα σώμα παραδομένο σε κάθε μορφής δηλητήριο και παραγκωνισμένος από κάθε μορφή ουσιαστικής κοινωνικότητας με το επαγγελματικό, αλλά και οικογενειακό του περιβάλλον.
Έπειτα από τον βιασμό μιας καλόγριας από δυο νεαρούς ναρκομανείς, ο Lieutenant θα βρεθεί μπροστά στη συνειδητοποίηση του δικού του, προσωπικού 'βιασμού' από τον ίδιο του τον εαυτό, ξεκινώντας μια προσπάθεια για να βρει τα δυο καλόπαιδα και να διεκδικήσει έτσι και την υπαρξιακή του λύτρωση.  Ο δρόμος όμως προς τη συγχώρεση είναι μακρύς και ο ρόλος του 'σωστού' Καθολικού δεν είναι για όλους.  Πόσο μάλλον για έναν τύπο που κοινωνεί τα παιδιά του, μιλώντας παράλληλα για το μεγάλο χρέος του στο big-boss των στοιχημάτων και τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά των χιλιάδων δολαρίων που του χρωστά.  Για να μην αναφέρω τη φάση του 'ξέρω τι έκανες χθες το βράδυ σε δυο πιτσιρίκες, τις οποίες εκβίασες για να ικανοποιήσεις τις σεξουαλικές σου ορμές'...


Ο σκηνοθέτης της ταινίας Abel Ferrara αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, αν μη τι άλλο επειδή ποτέ δε φάνηκε να εγκαταλείπει το προσωπικό του στυλ μέσα στα χρόνια.
Ξεκινώντας από short ταινιάκια τη δεκαετία του '70, δημιούργησε σιγά σιγά ένα cult status, χάρη στις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του, το "The Driller Killer" (1979), και κυρίως το "Ms. 45" (1981) οι θετικές κριτικές του οποίου έδωσαν στον Ferrara το απαραίτητο exploitative boost στην καριέρα του.
Η αλήθεια είναι πως και μέχρι σήμερα (η πιο πρόσφατη ταινία του "4:44" αναμένεται στους κινηματογράφους από τις 19 Ιουλίου και μέχρι τώρα έχει λάβει μάλλον bad reviews) ο σκηνοθέτης έχει διατηρήσει ένα δικό του ύφος το οποίο φροντίζει να ενισχύει μέσα από τις ταινίες του οι οποίες παίζουν πάντα επικίνδυνα ανάμεσα στο trashy και το originally cult.
Γκάνγκστερς, βρυκόλακες, μανιακοί δολοφόνοι, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, μοιραίες γυναίκες, όλοι αποτελούν δείγματα μιας κοινωνίας που παραπαίει, και ενός κόσμου μέσα στον οποίο οι ήρωές δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.  Εξάλλου αν κάποιο μοτίβο είναι κλασικό, αυτό δεν είναι άλλο από την κυριολεκτική σαπίλα την οποία παρουσιάζει μέσα από την κάμερά του και η οποία ελοχεύει σε πολλές και διαφορετικές γωνίες της πόλης που δε κοιμάται ποτέ: της Νέας Υόρκης.


Οι χαρακτήρες του πάντα τυραννισμένοι και αυτοκαταστροφικοί, αποτελούν γέννημα θρέμμα αυτής της μεγαλούπολης η οποία αρέσκεται να τους 'καταβροχθίζει' υφαίνοντας ύπουλα ένα πεπρωμένο που παραπέμπει σε ελληνική τραγωδία, με τις δυσκολίες, τον χαμό και την λύτρωση να παίζουν σταθερά στο προσκήνιο.  Όσο exploitative όμως και αν χαρακτηρίσει κανείς έναν σκηνοθέτη όπως ο Ferrara, δε μπορεί παρά να αντιληφθεί και την ανάγκη του να ασχοληθεί με πιο ψαγμένα ζητήματα φιλοσοφικών και θρησκευτικών προεκτάσεων, πράγμα που σημαίνει οτι πολλές από τις ταινίες του δεν αποτελούν απλά b-movies που έχουν ως μοναδικό σκοπό να διασκεδάσουν και να κανιβαλίσουν καταστάσεις.  Αντιθέτως μέσα ακριβώς από τα ύστατα αδιέξοδά των ηρώων του (δεν είναι τυχαίο οτι ένα από τα πολλά trade marks του σκηνοθέτη είναι πως βάζει αρκετούς από τους πρωταγωνιστές του να πεθαίνουν στο τέλος της ταινίας) οδηγεί τόσο τους ίδιους, όσους και εμάς τους θεατές σε μια υπέρτατη λύτρωση, είτε αυτή λέγεται συγχώρεση, εκδίκηση ή απλά θάνατος.
Από τα πιο χαρακτηριστικά σκηνοθετικά και υποθεσιακά αποτελέσματα του Ferrara, είναι αναμφίβολα και το "Bad Lieutenant" το οποίο περιλαμβάνει όλα όσα είπαμε παραπάνω και ακόμα περισσότερα.


Πολυάσχολος αποδείχθηκε το 1992 ο Harvey Keitel, πρωταγωνιστώντας σε δυο ταινίες οι οποίες έμελλαν να γράψουν κινηματογραφική ιστορία, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους.
Από τη μια πλευρά ο ρόλος του Mr. White στα "Reservoir Dogs" του Tarantino, ο οποίος αποτέλεσε ένα από τα πολλά κερασάκια πάνω σε μια καριέρα που είχε από καιρό ξεκινήσει να παίρνει την ανιούσα, έπειτα μάλιστα και από την παρουσία του ηθοποιού σε μια σειρά από σκορσεζικές ταινίες ("Mean Streets", Taxi Driver", "The Last Temptation of Christ"), και από την άλλη μια alter-ego-ική αμφίεση του ταραγμένου λόγω πολέμου στο Taxi Driver, Travis Bickle, και o Keitel μεταμορφώνεται σε έναν de Niro/Travis (πόσο ίδιοι είναι ακόμα και στο poster του Bad Lieutenant;) δεκαέξι χρόνια μετά την ταινία-σταθμό του Scorsese, με τον Ferrara να αποδίδει αυτή τη φορά την κατεστραμμένη προσωπικότητα του ήρωα στο life style της εποχής.  Λεφτά, ναρκωτικά, sex χωρίς προφύλαξη και εγκληματικότητα στα ύψη, είναι ένα μόνο μέρος της Αμερικής των '90s όσο σκληρά και ωμά μας το παρουσιάζει εδώ ο Ferrara, και όσο ψυχασθενώς μας το δείχνει η Mary Harron στο "American Psycho", μια μαύρη κωμωδία για την αποπροσωποποίηση και την αποξένωση του ατόμου στις αρχές της δεκαετίας του '90.
Στο "Bad Lieutenant" ο πρωταγωνιστής είναι εμποτισμένος με κάθε τι κακό το οποίο μπορεί να υπάρχει, αποτελώντας μια από αυτές τις ταινίες που δικαιολογούν απόλυτα τον τίτλο τους.
Ο ίδιος ο χαρακτήρας του Keitel δεν έχει όνομα, ενδεχομένως επίτηδες από τη πλευρά του σκηνοθέτη, σε μια προσπάθεια να καταστήσει το πρόσωπο αυτό παγκόσμιο και οικουμενικό, σαν να αποτελεί στην ουσία έναν μόνο από τους πολλούς bad lieutenants που κυκλοφορούν εκεί έξω (θυμηθείτε και τον πιο πρόσφατό μας Driver/Gosling του "Drive").


Η προσωπικότητα του Keitel μοιάζει διαλυμένη ολοκληρωτικά εκ των έσω (πράγμα που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα των ναρκωτικών), με το επάγγελμά του να αποτελεί επί της ουσίας ένα βιτρινάτο καύκαλο το οποίο έχει ήδη αρχίσει να σπάει.  Βέβαια θα έλεγε κανείς πως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ταινίας είναι η-κατά κάποιον τρόπο-εμμονή του ήρωα με τον καθωσπρέπει καθολικισμό του.  Μπορεί να ζει μια ακόλαστη ζωή, παρόλα αυτά μέσα στον Οίκο του Θεού θεωρεί οτι και μόνο η παρουσία του είναι αρκετή προκειμένου να εξαγνιστεί.  Όταν όμως τα πράγματα δυσκολέψουν, τότe θα αναζητήσει την μοναδική λύση που βλέπει, δια μέσου της συγχώρεσης και η ευκαιρία θα του παρουσιαστεί σαν από μηχανής Θεός, όταν και αποφασίσει να λυτρωθεί μέσα από την εύρεση των βιαστών της καλόγριας.  Η τραγική ειρωνεία πέφτει βαριά πάνω του, όταν η πολυπόθητη ανακούφιση δεν έρθει ούτε από εκεί, μιας που η νεαρή και όμορφη καλόγρια έχει ήδη συγχωρέσει τους βιαστές της.  Και τώρα πως θα λογοδοτήσει ο Lieutenant μπροστά στον... Θεό τη στιγμή της Κρίσης, αν οχι έχοντας δώσει τουλάχιστον λίγη ανακούφιση σε ένα αγνό, παρθένο πρόβατο του ποιμνίου του;
Όλη η κοσμοθεωρία της εμπλεκόμενης και διαρκώς αμφισβητίσημης θρησκευτικότητας του άνδρα, εμπεριέχεται σε ένα και μοναδικό πλάνο στην αρχή της ταινίας.  Ο Lieutenant αφού έχει αφήσει τα παιδιά του στο σχολείο, παίρνει μια γερή σνίφα κοκαΐνης ενώ βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο.  Και ποιο το έξυπνο εύρημα από πλευράς σκηνοθέτη;  Ο Keitel είναι απόλυτα νεταρισμένος (φαίνεται ολοκάθαρα), ενώ από τον εσωτερικό καθρέφτη του αμαξιού κρέμεται ένας σταυρός ο οποίος παίζει στο φλου (δε φαίνεται πολύ καθαρά).  Case closed: η δυσδιάκριτη φύση του σταυρού, αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δυσδιάκριτη πίστη του ήρωα.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, είναι γεγονός οτι θυμίζει έντονα Scorsese (Mean Streets ftw), με πλάνα που ρέουν και αφήνουν την υπόθεση (ποια υπόθεση;) να εξελιχθεί ήσυχα, πολλά κοντινά που υπερτονίζουν τη αυξανόμενη ένταση και μια κινηματογράφηση επίπονης ρεαλιστικότητας και αναπόφευκτου κινδύνου.
Το "Bad Lieutenant" είναι μια ταινία για περιορισμένα γούστα καθώς έχει ακραίες εικόνες-ιδιαίτερα γλαφυρές σε στιγμές-, αθυροστομία στο φουλ και λοιπά άλλα.  Έχει όμως και μια ερμηνειάρα ΝΑ από τον Keitel, μια ιδανική χαρτογράφηση της εποχικής Αμερικής, και μια σκηνοθεσία μαύρη κι άραχνη.  Έτσι δηλαδή όπως της αξίζει.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Keitel ήταν σφίχτης και στο full frontal του απέδειξε οτι διαθέτει και άλλα 'μεγαλεία', οτι το remake με τον Nicolas Cage είναι εξίσου απολαυστικό (και ο Nicolas Cage μαζί με το φυτεμένο μαλλί του, τέλειοι!) και οτι ο Ferrara έκανε μια μνεία στη παλία του επιτυχία "Ms. 45" στην οποία μια μουγκή κοπέλα βιάζεται δυο φορές μέσα σε μια μέρα (oh f*ck) και έπειτα μεταμφιέζεται σε...καλόγρια, πάει σε μασκέ πάρτι και ζητά εκδίκηση.  Ferrara σ'αγαπώ...



TRIVIA
  • Η ταινία γυρίστηκε σε μόλις 18 μέρες.
  • Η γυναίκα που κάνει χρήση μαζί με τον Keitel, είναι η Zoe Lund, συν-συνεραιογράφος και πρωταγωνίστρια του "Ms. 45".  Τραγική ειρωνεία;  Πέθανε σε ηλικία 37 ετών από ναρκωτικά.
  • Ο πρωταγωνιστικός ρόλος γράφηκε αρχικά για τον Christopher Walken.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

The Good, the Bad, the Weird: The Good, the Bad and the Ugly korean style

Γεια σας γεια σας! Έπειτα από απουσία μιας εβδομάδας, είπα να κάνω ένα mini comeback μέχρι τις επόμενες μέρες ανάπαυλας (οχι από τίποτα άλλο, από το blog μόνο, μιας που πολύ θα ήθελα να κάνω ανάπαυλα από καμιά δουλειά αλλά, δε βαριέσαι...).  Την αλήθεια μου θα την πω: αυτές τις μέρες δεν είδα πολλές ταινίες, αλλά ξεκίνησα επιτέλους "Breaking Bad" με το οποίο έχω πάθει και εγώ μια μικρή ψύχωση, so κάποια στιγμή τις επόμενες μέρες θα πούμε δυο λογάκια και γι' αυτό.  Προς το παρόν σήμερα θα τσεκάρουμε ένα ακόμη ταινιάκι από τον πολυγαπημένο μου ασιατικό κινηματογράφο.  Τρελό, φασαριόζικο και πολύχρωμο το "The Good, the Bad, the Weird" είναι μια υπερπαραγωγή α λα South Korean φάση, την οποία πρέπει να δείτε για μια fun βραδιά με καλή παρέα.  Για να ξεκινήσουμε.


Ένας χάρτης ο οποίος δίνει το στίγμα ενός αμύθητου θησαυρού που είναι θαμμένος κάπου στα σύνορα της Μαντζουρίας, αποτελεί αφορμή προκειμένου να ξεκινήσει ένα ξέφρενο κυνηγητό ανάμεσα σε πολλές και διαφορετικές δυνάμεις που θέλουν να τον καρπωθούν για προσωπικά, αλλά και πατριωτικά οφέλη.  Ο Weird (Kang-ho Song) είναι ένας πανούργος, περιπλανώμενος πλιατσικολόγος (κι ας έχει την όψη χαζού κλέφτη) ο οποίος μπλέκεται στην ιστορία από σπόντα, όταν αποφασίζει να κατακλέψει ένα τρένο στο οποίο βρίσκεται ο πολυπόθητος-χωρίς να το ξέρει-χάρτης.  Όταν σε αυτό επιβιβαστεί και ο Bad (Byung-hun Lee) ο οποίος 'εργάζεται' ως επαγγελματίας δολοφόνος και έχει αναλάβει την επανάκτηση του χάρτη από τον διευθυντή των Τραπεζών, τότε η κατάσταση θα ξεφύγει από κάθε έλεγχο καθώς αυτός και τα τσιράκια του θα σπείρουν τον όλεθρο και τον θάνατο προκειμένου να πάρουν το πολύτιμο κομμάτι χαρτιού πίσω.  Την τελειωτική πινελιά θα δώσει ο Good (Woo-sung Jung) ένας κυνηγός επικηρυγμένων ο οποίος θα βρεθεί με τη σειρά του μπλεγμένος, εξαιτίας της προσπάθειάς του να συλλάβει τους δυο παραπάνω κακοποιούς και να τσεπώσει την ανταμοιβή.  Και σαν να μην έφταναν αυτοί, προσθέστε στο story τον ιαπωνικό στρατό και ένα μάτσο φαντεζί Κινέζους ληστές, και έχετε ένα εκρηκτικό, περιπετειώδες μείγμα το οποίο αν ήταν μυρωδιά θα ήταν μονάχα μια: αυτή του μπαρουτοκαπνισμένου όπλου.


Είναι πολύ πιθανό τη συγκεκριμένη ταινία να μην την έχεις ξανακούσει ποτέ στη ζωή σου, αλλά πρώτον, εάν είσαι fun του ασιατικού κινηματογράφου θα την έχεις ήδη δει και δεύτερον, ακόμα και αν δεν έχεις ιδέα σχετικά με αυτή, θα έχεις σίγουρα κάτι να πεις για όλες τις υπόλοιπες ταινίες του Κορεάτη σκηνοθέτη, Jee-woon Kim.  Κι αν ακόμα δε πάει το μυαλό σου στο ποιος είναι αυτός ο τύπος τέλος πάντων, θα σου πω πως είναι ο σκηνοθέτης δυο εκ των καλυτέρων ταινιών σύγχρονου, Asian cinema τις οποίες έχω δει (και για τις οποίες έχουμε επίσης μιλήσει στο blog): το εμμονικό "I Saw the Devil" (2010) και το τρομερό "A Tale of Two Sisters" (2003).
Εν προκειμένω μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν σκηνοθέτη που δε διστάζει να τολμήσει, κινούμενος από το ένα κινηματογραφικό είδος στο άλλο.  Από τη μαύρη κωμωδία "The Quiet Family", μέχρι την...αθλητική κωμωδία "The Foul King", και από το horror "Α Tale of two Sisters", και το δραματικό "Α Bitersweet Life" (για το οποίο έχω ακούσει εξαιρετικά πράγματα αν και ακόμα δε το έχω δει), μέχρι το Χολιγουντιανό breakthrough του σκηνοθέτη με την περιπέτεια "The Last Stand" που αναμένεται μέσα στο 2013 (και για να μη ξεχνιόμαστε πρωταγωνιστούν οι Arnold Schwarzenegger(!), Peter Stormare, Forest Whitaker και Rodrigo Santoro), ο Jee-woon φαίνεται πως αποτελεί ακόμα μια εξαιρετική κινηματογραφική πηγή, η οποία αν δεν καταποντιστεί από το αδηφάγο Hollywood, τότε μπορεί και να συνεχίσει τη πορεία της στην κατά Δύση μεριάκαι οχι μόνο.  Για να δούμε...


Όπως γίνεται εμφανές από τον τίτλο ακόμη, η ταινία αποτελεί στην ουσία ένα χαλαρό remake του μεγάλου, spaghetti western "The Good , the Band and the Ugly" του εξίσου τιτανομέγιστου, Sergio Leone ή για να το πούμε ακόμα καλύτερα βασίζεται σε αυτό.  Αν και κάποιος λιγότερο fun θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάτι τέτοιο ως ιεροσυλία, εντούτοις δεν πρόκειται επ'ουδενί για περίπτωση κατά την οποία ο σκηνοθέτης καβαλάει το αυθεντικό, κλασικό πράγμα, προκειμένου να παράγει κάτι δικό του.  Κάθε άλλο.  Ο Jee-woon με απόλυτο σεβασμό απέναντι στο καουμποϊλίκικο αριστούργημα του Leone, τοποθετεί τους ήρωές του την εποχή του 1940, και τους βάζει να αλληλοσπαραχθούν μεν, με μια εσάνς μαύρης κωμωδίας δε.  Οι χαρακτήρες του δεν είναι αυθεντικοί, μοιραίοι ήρωες, αλλά παραπέμπουν περισσότερο σε καρικατούρες η κάθε μια από τις οποίες υπάρχει για τον δικό της προσωπικό σκοπό και τίποτε άλλο.  Δεν υπακούουν σε κανέναν κώδικα τιμής, και κανένα υψηλό αγαθό (βλ. υπερηφάνεια, θάρρος ή ασπίλωτη τιμή), καθώς το μόνο πράγμα που τους υποκινεί είναι ένα: το χρήμα.
Αν δει κανείς την ταινία μπορεί εντούτοις να προσέξει οτι στην τελική ο σκηνοθέτης αποτίει τον δικό του φόρο τιμής στον Ιταλό δημιουργό, καθώς ιδιαίτερα προς το τέλος τα πλάνα του καταλήγουν να αποτελούν καρμπόν, των αντίστοιχων της original ταινίας.  SPOILER!!  Ιδιαίτερα στις τελευταίες σκηνές ο Jee-woon αποφασίζει να μας κεράσει ένα ταυτόσημο, εικονικό σφηνάκι χρησιμοποιώντας το ίδιο στυλ στη σκηνή των βλεμμάτων ανάμεσα στους τρεις ήρωες, καθώς και στο γενικότερο στήσιμο της τελικής τους αναμέτρησης.  Οι δε γωνίες λήψεις, σε κάνουν απλά να πιστεύεις οτι πραγματικά παρακολουθείς το western του 1966, και οχι μια ταινία του 2008.  Και αυτό τιμά τόσο τον σκηνοθέτη, όσο και την ιδέα του να κάνει κάτι τέτοιο.


Εκτός όμως από τη σκηνοθετική του ομοιότητα με την ταινία του Leone, το "The Good, the Bad, The Ugly" ίσως και να παίρνει ένα ακόμη δάνειο, θεματικό αυτή τη φορά, από τη ταινία του John Huston, "Τhe Treasure of the Sierra Madre" (1948) στην οποία τρεις άνδρες αναζητούν χρυσάφι στις παρυφές των βουνών της Sierra Madre, μόνο για να δούμε στην συνέχεια τη σταδιακή αποδόμηση των χαρακτήρων τους (και κυρίως αυτού του Hamphrey Boggart) καθώς αρχίζουν να ανακαλύπτουν τα πρώτα κοιτάσματα.  Αν και η ταινία του Huston αποτελεί μια ωδή πάνω στη σκοτεινή ανθρώπινη πλευρά όταν το κέρδος και η δίψα για δύναμη κυριεύουν την ψυχή, εντούτοις ο Jee-woon προτιμά να αποδώσει στο κινηματογραφικό πανί την πιο ανάλαφρη πλευρά της υπόθεσης, δημιουργώντας τρεις εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες με έναν όμως κοινό στόχο.  Το γεγονός πως ακόμα και τα επίθετα που τους ακολουθούν-good, bad, weird-μας προϊδεάζει από τη πρώτη στιγμή για την ταυτότητα και το ποιόν τους, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο στην σκονισμένη, δραματική περιπέτεια του Huston, στην οποία οι αντιδράσεις, η συμπεριφορά και η διαμόρφωση της τελικής προσωπικότητας αποτελούν πράγματα με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι καθ όλη τη διάρκεια της ταινίας.  Δε γνωρίζουμε ούτε πως θα καταλήξουν αυτοί οι άνθρωποι, ούτε τι θα κάνουν για να διεκδικήσουν το χρυσό τους μερίδιο, ούτε και μέχρι σε ποιό βαθμό μπορούν να διαβρωθούν (αν μπορούν δηλαδή).  Το μόνο που έχουμε είναι μια κατανόηση ψηγμάτων των χαρακτήρων τους και τίποτε άλλο.  Αντιθέτως σε αυτή την κορεατική υπερπαραγωγή εκτός από το γεγονός οτι οι χαρακτήρες μοιάζουν βγαλμένοι από τις σελίδες του πιο bad ass manga, αποτελούν ταυτόχρονα τρεις ξεκάθαρες, ανθρώπινες καταστάσεις: ο περισσότερο καλός, ο απόλυτα κακός και ο περίεργος τύπος που βρίσκεται κάπου στη μέση.


Αν και το story αποτελεί στην ουσία μια υπόθεση την οποία έχουμε δει σε αρκετές ταινίες, εντούτοις η σκηνοθεσία της αποτελεί μια από τις καλύτερες που έχω δει εδώ και καιρό.  Ζωηρή φωτογραφία (τα υπέρλαμπρα χρώματα νομίζεις πως θα σε καταπιούν), εντυπωσιακά σκηνικά, μοντέρνα κινηματογράφηση με sliding πλάνα που φεύγουν από τα αριστερά, επικά slow motions και σκηνές σε στιγμιαία fast forward (αν μιλούσαμε για το φιλμ ως υλικό, τότε σχεδόν σίγουρα αυτά τα πλάνα θα είχαν γυριστεί με ταχύτητα μικρότερη των 24 καρέ το δευτερόλεπτο), αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία που καθιστούν την ταινία κάτι το πραγματικά εντυπωσιακό να το βλέπεις.  Σε όλα αυτά βάλτε και τις υπέροχα γυρισμένες σκηνές, με άπειρους κομπάρσους και stuntmen να κάνουν κόλπα τρελά, άπειρο κυνηγητό σε καυτές ερήμους, ξύλινες, παραπηγματικές αγορές και σπίτια, καθώς και το διαρκές πιστολίδι, μαχαιρίδι, σπαθίδι που πέφτει σχεδόν σε κάθε πλάνο της, και έχετε ένα μείγμα επικίνδυνο, προκλητικό και ολοκληρωτικά διασκεδαστικό.
Πέρα από όλα αυτά, μιλάμε και για μερικές απολαυστικότατες ερμηνείες, με τον weird να ξεχωρίζει, καθώς τον Kang-ho Sang τον έχουμε ξαναδεί σε μερικές εξαιρετικές παραγωγές όπως τα "Memories of Murder", "The Host" και "Thirst".  Γοητευτικός και απόλυτα κακός και ο μούσος του Jee-woon, Byung-hun Lee, ο οποίος έχει επίσης παίξει στα "A Bitersweet Life" και "I Saw the Devil" στον ρόλο του οργισμένου αρραβωνιαστικού.
Αν δε σας φτάνουν όλα αυτά, ε να σας πω τότε οτι το soundtrack της ταινίας είναι από τα καλύτερα που έχετε ακούσει, αφού θυμίζει εντονότατα Quentin Tarantino (ο οποίος με τη σειρά του δανείζεται με τρόπο τις OST-ικές του λίστες, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, από ένα σωρό άλλες ταινίες), ενώ περιλαμβάνει και το ξεσηκωτικό "Don't let me be misunderstood" στην πιο εντυπωσιακή σεκάνς της ταινίας.
Το "The Good, the Bad, the Weird" αποτελεί ένα oriental western που βρίθει από ομορφιά, στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, εντυπωσιακά κοστούμια και ένα OST που παίζει στο μυαλό σε λούπα.  Και όπως ακριβώς οι περισσότερες ταινίες που μας προέρχονται από εκεί, έχει μια καρδιά αυθεντική σε στυλ, παράδοση και γοητεία.  Δείτε τη άμεσα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι δε περίμενα ποτέ πως θα έβρισκα έναν Κορεάτη sexy.  Αλλά τον βρήκα.  Είναι ο κακός της υπόθεσης και ο πιο καλοντυμένος επίσης της ταινίας.  Oh God.  Οτι στο Hollywood μια τέτοια ταινία θα ήταν καταστροφή και οτι πρέπει να την δείτε σε full ανάλυση για να την εκτιμήσετε δεόντως.  Believe me.



No trivia

























Τσιμπήστε και ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια από τη ταινία και καλή σας προβολή!

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

The Red Shoes: Torn apart between love and ballet

Χαιρετώ και πάλι!  Σήμερα λέω να ασχοληθούμε με μια ακόμη κλασική ταινία, βρετανικής παραγωγής αυτή τη φορά, τη οποία είχα ήδη σταμπάρει από τη στιγμή που είχα δει και το "Black Swan" του Aronofsky.  Η αλήθεια είναι πως όσον αφορά την ιστορία η σχέση ανάμεσα στις δυο ταινίες, δεν είναι και πολύ μεγάλη, αλλά αν έπρεπε να μαντέψω θα έλεγα πως σε ένα κάποιο ποσοστό ο σκηνοθέτης σίγουρα επηρεάστηκε από το εκπληκτικό αποτέλεσμα του "The Red Shoes".  Συνεπώς θα δούμε μερικά πράγματα για την ταινία αυτή, και μιας που έτσι κι αλλιώς αυτή την εβδομάδα τη λες και φτωχή κινηματογραφικά (εξαιρείται η ψηφιακή επανακυκλοφορία του εμμονικού "Taxi Driver"), θα μπορούσατε να την τσεκάρετε, όσοι βέβαια αρέσκεστε σε κλασικά αριστουργήματα.  Για να δούμε...


Ο Boris Lermontov (Anton Walbrook) είναι ένας από τους πιο φημισμένους παραγωγούς μπαλετικών παραστάσεων στον κόσμο, αφού κάθε φορά τα έργα που αναεβάζει γίνονται ανάρπαστα, όπου και αν παιχτούν.  Ο Lermontov βέβαια δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου: καυστικός, ειρωνικός και απόλυτα απαιτητικός από τους χορευτές, αλλά και τους συνεργάτες του, έχει την πάστα του ανθρώπου ο οποίος θέλει πάντα το καλύτερο, χωρίς να συμβιβάζεται με οτιδήποτε λιγότερο.  Είναι όμως και από εκείνος που οτι πιάσει στα χέρια του, γίνεται ατόφιο χρυσάφι.  Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με δυο νεαρά και φρέσκα 'παιδιά'.  Από τη μια πλευρά αποφασίζει να δώσει μια ευκαιρία στον Julian Craster (Marius Goring) έναν ταλαντούχο συνθέτη από τον οποίο ζητά να του γράψει τη μουσική για μια μεγαλεπίβολη παράσταση με την ονομασία, The Red Shoes.  Από την άλλη η δεύτερη ανακάλυψή του είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή, όταν παίρνει την απόφαση να καλέσει στον θιάσό του, μια όμορφη κοπέλα, την Victoria Page (Moira Shearer), το μεγαλύτερο όνειρο της οποίας είναι να καταφέρει να εργαστεί ως μπαλαρίνα και γιατί οχι, να φτάσει και μέχρι το ανώτερο σκαλοπάτι: αυτό της primal χορεύτριας.  Η μεγάλη στιγμή δεν θα αργήσει μάλιστα να έρθει, όταν ο Lermontov της προτίνει να παίξει τον βασικό ρόλο στο νέο του έργο...
Όταν η Page αρχίσει να κάνει πια αισθητή τη παρουσία της στον κόσμο του θεάματος, ο Lermontov θα καταλάβει οτι έχει στα χέρια του έναν θησαυρό, τον οποίο πρέπει πάση θυσία να κρατήσει.  Μη μπορώντας όμως ο ίδιος να βάλει στοπ στην νεανική καρδιά, η Victoria και ο Julian θα ερωτευθούν, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό απειλή, ολόκληρη η λαμπερή καριέρα την οποία είχε φανταστεί ο Boris για την πρώτη του χορεύτρια.  Η Victoria θα κληθεί τώρα να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτά της και τη μεγάλη της αγάπη: το μπαλέτο.  Και τι θα διαλέξει;


Το βραβευμένο με δυο Oscar (Best Art Direction-Set Decoration, Color και Best Music-Scoring of a Dramatic or Comedy Picture) "The Red Shoes", είναι μια ταινία που βασίζεται χαλαρά στο ομώνυμο παραμύθι του Hans Christian Andersen, το οποίο διηγείται την ιστορία ενός φτωχού κοριτσιού, της Karen η οποία υιοθετείται από μια ηλικιωμένη, πλούσια κυρία.  Αργότερα όταν μεγαλώνει και έχει καταλήξει στην άλλη άκρη, όντας ένα πλάσμα ματαιόδοξο, με αγάπη για τα πλούτη και τα λούσα, θα ζητήσει από τη μητέρα της ένα ζευγάρι κόκκινα, χορευτικά παπούτσια που να ταιριάζουν σε μια πριγκίπισσα.  Από τη στιγμή που η κοπέλα τα φορέσει, τα παπούτσια φαίνονται σαν να τη καταλαμβάνουν με μιας, αναγκάζοντάς την να χορεύει ασταμάτητα όπου κι αν βρεθεί, ως τιμωρία για την ματαιόδοξη φύση της.  Ακόμα και όταν ένα άγγελος της κόψει τα πόδια(!) προκειμένου να τη γλυτώσει, τα παπούτσια θα εξακολουθήσουν να χορεύουν μπροστά της, θυμίζοντάς της διαρκώς το θανάσιμο αμάρτημα στο οποίο υπέπεσε.  Όταν τελικά ζητήσει βοήθεια και συγχώρεση από τον Θεό, τότε θα πεθάνει(!!) και η ψυχή της επιτέλους θα αναπαυθεί...


Αν και αυτή η βρετανική παραγωγή του 1948 δεν συνδέεται άμεσα με το σκληρό-ομολογουμένως-story του διάσημου παραμυθά, εντούτοις έχει κρατήσει σε έναν βαθμό αρκετά στοιχεία, τα οποία όμως έχει προσαρμόσει σε έναν πιο σύγχρονο μύθο.
Υπεύθυνοι για αυτό υπήρξαν οι σκηνοθέτες/σεναριογράφοι/παραγωγοί Michael Powell και Emeric Pressburger, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί ουκ ολίγες φορές και σε άλλες ταινίες όπως το βραβευμένο με δυο Oscar "Black Narkissus" (1947), το "Stairway to Heaven" (1946) και το "Hour of Glory" (1949).
Σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του κλασικού κινηματογράφου οι Eric Pressburger (βραβευμένος με Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το "49th Parallel") και Michael Powell (υποψήφιος για Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το "One of Our Aircraft Is Missing") δημιούργησαν ταινίες που έμειναν αναλλοίωτες στον χρόνο, ακριβώς όπως και τα κόκκινα παπούτσια της ιστορίας του Andersen.
Το "The Red Shoes" είναι μια ταινία για τη δυσκολία των επιλογών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πράγματα καίριας σημασίας για τη ζωή κάποιου.  Τόσο ο έρωτας, όσο και το πάθος για αυτό που κάνεις (εν προκειμένω για τον χορό), αποτελούν βασικά συστατικά της ίδιας της ζωής.  Χωρίς το ένα από τα δυο, πάντα θα λείπει κάτι, πάντα θα αισθάνεσαι μισός όσο κι αν προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου οτι μπορεί και να τα καταφέρεις.   
Καμωμένη με τα πιο γνήσια, όμορφα και old school Hollywood (ακόμα και αν μιλάμε για μια βρετανική παραγωγή) υλικά, το "The Red Shoes" είναι μια ταινία που έχει γράψει τη δική της κινηματογραφική ιστορία, αποτελώντας παράλληλα και μια από τις αγαπημένες ταινίες μεγάλων, πιο σύγχρονων σκηνοθετών, όπως ο Martin Scorsese και ο Brian de Palma.


Η ταινία αποτελεί μια καθαρά δραματική ιστορία, χωρίς όμως υπερβολές και δακρύβρεχτες εξάρσεις, από αυτές που έχουμε πια συνηθίσει στον mainstream κινηματογράφο.
Με σκηνοθεσία που δίνει έμφαση στο καθαρά μουσικοχορευτικό κομμάτι της ταινίας (όπως δηλαδή ακριβώς και οι ερμηνείες), θα μπορούσαμε να πούμε οτι αυτό το ταινιάκι-άρα, αποτελεί μια κινηματογραφημένη, παράσταση μπαλέτου, με την ιστορία των πρωταγωνιστών, να εκτυλίσσεται κάπου στο ενδιάμεσο.
Οι σκηνοθέτες φαίνεται πως δεν είχαν στο μυαλό τη δημιουργία ενός story που να πατά πάνω σε ψυχολογικά ή θριλερικά (ας μη ξεχνάμε οτι ο Hitchcock ήδη οργίαζε καλλιτεχνικά) μονοπάτια, αλλά περισσότερο τους ένοιαζε να αποδώσουν, με τρόπο κομψό και αδιόρατα απειλητικό, τον εσωτερικό ψυχισμό μιας prima μπαλαρίνας, η οποία είναι αναγκασμένη να 'χωριστεί' σε κομμάτια, προκειμένου να διαλέξει μια μόνο μεγάλη αγάπη.
Σε αντίθεση με τον κατασκότεινο, ψυχολογικό τρόμο που μας σέρβιρε δυο χρονάκια πριν ο Aronofsky στον Μαύρο Κύκνο του, στον οποίο η συγκλονιστική Natalie Portman φτάνει στα όρια της σχιζοφρένειας μέσα από την εμμονική της ανάγκη να είναι τέλεια, οι Powell-Pressburger επιθυμούν να μας διηγηθούν την ιστορία μιας ιστορίας (οι τίτλοι αρχής υποδηλώνουν οτι θα παρακολουθήσουμε την ιστορία-παραμύθι του Andersen, η οποία με τη σειρά της θα μας διηγηθεί μια ιστορία), καθιστώντας την περισσότερο ως μια μορφή αλληγορικής υπόθεσης, ακόμα και αν από πλευράς πλοκής η original εκδοχή του Andersen διαφέρει ολοκληρωτικά.
Εδώ η νεαρή Victoria Page, σαν άλλη, 'καταραμένη' Dorothy από τον Μάγο του Οζ (νομίζω οτι έμεινα εμβρόντητη με την ενδυματολογική ομοιότητα της Shearer, με αυτή της Judy Garland στο "The Wizard of Oz" του 1939, δέκα χρόνια σχεδόν πριν το "The Red Shoes"), αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα στον πάτρωνά της Boris Lermontov, και τον αγαπημένο της Julian Craster.  Και αν αναρωτιέστε 'μα γιατί;', είναι απλό.  Ο καθένας την θέλει για τον εαυτό του.  Όταν λοιπόν η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο άντρες (οι οποίοι αποτελούν στην ουσία και την προσωποποίηση των δυο βασικών επιλογών με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη κάθε γυναίκα στη ζωή της, αυτές φυσικά της καριέρας και της οικογένειας) είναι αναπόφευκτη, εξίσου αναπόφευκτη είναι και η τελεσίδικη διορία που της δίνουν: 'Αν επιλέξεις τον έρωτα, ξέχνα τη καριέρα και το μεγάλο όνομα', 'Αν επιλέξεις τον χορό, ξέχνα την αγάπη μας'.  Honey, we are not in Kansas any more...


Εκτός από το θέμα της πλοκής, το "The Red Shoes" αποτελεί ένα ταινιακό κομψοτέχνημα που μοιάζει να συνδυάζει με τρόπο ιδανικό το κινηματογραφικό πανί και το θεατρικό πάλκο.
Η ανάληψη της παραγωγής της ταινίας από την The Rank Organization, μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρίες παραγωγής και διανομής ταινιών, η οποία ιδρύθηκε το 1937, αποτέλεσε ένα από τα αδιαμφισβήτητα μεγάλα χαρτιά του film, καθώς και μόνο η παρουσία του ημίγυμνου κυριούλη που χτυπούσε το τεράστιο γκονγκ, αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση για μια ταινία υψηλής αισθητικής.  Τι κι αν σε ένα μεγάλο μέρος της γινόμαστε μάρτυρες των-σε πολλές περιπτώσεις-χάρτινων σκηνικών που ορίζουν το background της και κάνουν εμφανές το γεγονός οτι μιλάμε για ένα στουντιακό project;  Το γεγονός δεν αλλάζει: βρισκόμαστε στη χρυσή εποχή του κινηματογράφου.  Εξάλου ακόμα και όταν ο Hitchcock έβαζε στα έργα του τους ήρωές του να οδηγούν αυτοκίνητα τη στιγμή που αυτά ήταν ακίνητα και από πίσω ο προτζέκτορας πρόβαλε ένα ταχύτατα κινούμενο τοπίο, δίνοντας τη ψευδαίσθηση της κίνησης (για camp/cult καταστάσεις), εμείς απλά χαμογελάμε με νόημα και αφήνουμε να μας παρασύρει έτσι κι αλλιώς η ευφυΐα ανθρώπων του δικού του βεληνεκούς.
Βεβαίως δε πρέπει να ξεχνάμε και την εκτενέστατη χρήση τoυ Technicolor, το οποίο εδώ αποδίδει τα μέγιστα μέσα από την ενίσχυση των χρωμάτων: έντονα κόκκινα, ψυχρά μπλε, αγνά λευκά και επικίνδυνα μαύρα, αποτελούν μερικές μόνο αποχρώσεις από την χρωματική πλειάδα που συναντά κανείς στην ταινία.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, ακολουθεί και εκείνη τα χνάρια της ιστορίας, δίνοντας έμφαση στις εφιαλτικές/ονειρικές σεκάνς, θέτοντας σε πρώτη βάση το μουσικοχορευτικό κομμάτι με τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, και χρησιμοποιώντας φοντί για την συμπύκνωση του χρόνου, αλλά και για να γίνει το πέρασμα από το ένα κατ στο άλλο πιο μαλακό.
Οι ερμηνείες είναι λίγο πιο ουδέτερες, χωρίς να σημαίνει οτι στερούνται οποιασδήποτε αξίας.  O Walbrook στον ρόλο του Lermontov είναι εξαιρετικός, ενώ η αλαβάστρινης ομορφιάς Shearer κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις χάρη στις αιθέριες, μπαλετικές της κινήσεις και την μοναδική της παρουσία.
Το "The Red Shoes" είναι μια ταινία κλασικής εποχής, που δίνει στον μύθο του Anderson ένα νέο twist: εδώ τα κόκκινα παπούτσια κάνουν και πάλι τη ζημιά τους (περνώντας στη μεταφορική διάσταση του μπαλέτου που έχει πάρει την ίδια ονομασία): μπορεί βεβαίως τα πόδια της ηρωίδας να μην...κόβονται, όμως όταν σου ζητείται να διαλέξεις ανάμεσα στα δυο πράγματα που αγαπάς περισσότερο, δεν είναι σαν να σε υποβάλουν έτσι και αλλιώς σε έναν ψυχολογικό ακρωτηριασμό;

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η δεύτερη παράσταση των 'Κόκκινων Παπουτσιών' είναι και η πιο συγκλονιστική, οτι το γκονγκ που λειτουργεί ως σήμα κατατεθέν της εταιρίας, είναι αυτό που είδα και στην επίσκεψή μου στο Film Museum of London, και οτι δε θα μπορούσε από μια ταινία για μπαλέτο να λείπει η μουσική για την Λίμνη των Κύκνων του μεγάλου Tchaikovsky.  Φυσικά...



No trivia